Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν λογισμὸ
Ἡ ἐμπιστοσύνη
στὸν λογισμὸ
Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν λογισμὸεἶναι ἀρχὴ
πλάνης
Γέροντα, ὅταν θυμώνω, γίνομαι σὰν χείμαρρος·
δὲν μπορῶ νὰ συγκρατηθῶ.
– Γιατί νὰ μὴν μπορῆς νὰ συγκρατηθῆς;
– Γιατὶ πιστεύω στὸν λογισμό μου.
– Ἔ, τότε ἔχεις δικό σου πιστεύω, δικό σου
σύμβολο πίστεως!... Ὁ ἐγωισμὸς
φταίει. Νὰ μὴ δικαιολογῆς τὸν λογισμό σου.
Ἕναν μπανταλὸ1 λογισμό, μόνη σου νὰ τὸν
πετᾶς, νὰ μὴν τὸν δέχεσαι.
– Καὶ πῶς θὰ καταλάβω ὅτι ἕνας λογισμὸς εἶναι
μπανταλός;
– Ἔ, ἂν δὲν καταλαβαίνης, νὰ τὸν λὲς στὴν
Γερόντισσα καί, τάκ, νὰ τὸν πετᾶς,
κάνοντας ὑπακοὴ σὲ ὅ,τι σοῦ πῆ. Τὸ νὰ ἐμπιστεύεται
ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος στὸν λογισμό του εἶναι ἀρχὴ πλάνης. Σκοτίζεται τὸ
μυαλό του ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ μπορεῖ νὰ πλανηθῆ. Καλύτερα νὰ τρελλαθῆ, γιατὶ
τότε θὰ ἔχη ἐλαφρυντικά.
– Δὲν χωράει βοήθεια, Γέροντα, ἀπὸ τοὺς ἄλλους;
– Γιὰ νὰ βοηθηθῆ, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται,
πρέπει καὶ ὁ ἴδιος νὰ βοηθήση. Νὰ καταλάβη ὅτι τὸ νὰ πιστεύη στὸν λογισμὸ ποὺ
τοῦ λέει λ.χ. πὼς εἶναι ὁ καλύτερος ἀπὸ ὅλους, ὅτι εἶναι ἅγιος κ.λπ., αὐτὸ εἶναι
πλάνη. Οὔτε μὲ τὸ πυροβόλο δὲν φεύγει αὐτὸς ὁ λογισμός, ἂν ὁ ἴδιος τὸν κρατάη.
Πρέπει νὰ ταπεινωθῆ, γιὰ νὰ φύγη. Μερικὲς φορὲς
μοῦ ζητοῦν νὰ
προσευχηθῶ γιὰ τέτοιες
περιπτώσεις. Τί προσευχὴ νὰ
κάνω; Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἔχει μέσα του τὸ
φιτίλι τοῦ διαβόλου, πάλι θὰ τιναχθῆ. Σὰν νὰ κρατάη κάποιος στὰ χέρια
του φιτίλια ἀπὸ φουρνέλα καὶ ζητάη νὰ τὸν βοηθήσης, γιὰ νὰ μὴν ἀνατιναχθῆ.
– Γέροντα, ἔχω γίνει στρυφνή.
– Ποιός τὸ λέει; Ὁ λογισμός σου; Ἐγὼ σὲ
παρακολουθῶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἔχω τὸν νοῦ μου. Δὲν ἔγινες στρυφνή. Ἂν ὅμως
πιστέψης στὸν λογισμό σου, τότε θὰ σοῦ στρίψη. Μὴν πιστεύης στὸν λογισμό σου, οὔτε
ἂν σοῦ λέη ὅτι εἶσαι χάλια οὔτε ἂν σοῦ λέη ὅτι εἶσαι ἁγία.
Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν λογισμὸ δημιουργεῖ
ψυχολογικὰ προβλήματα
– Γέροντα, ὅταν κάποιος ἔχη τὸν λογισμὸ ὅτι
ὅλοι ἀσχολοῦνται μ᾿ αὐτὸν κ.λπ., πῶς θὰ τὸν διώξη;
– Αὐτὸ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ ποὺ πάει νὰ τὸν
ἀρρωστήση. Νὰ ἀδιαφορήση, νὰ μὴν πιστεύη καθόλου σ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμό. Ἕνας
λ.χ. ποὺ ἔχει καχυποψία, ἂν δῆ ἕναν γνωστό του νὰ μιλάη σιγὰ σὲ ἕναν ἄλλον,
σκέφτεται: «γιὰ μένα λέει· δὲν τὸ περίμενα ἀπ᾿ αὐτόν!», ἐνῶ ἐκεῖνοι γιὰ ἄλλο
θέμα συζητοῦν. Καὶ ἂν δὲν προσέξη, ἐξελίσσεται σιγὰ-σιγὰ καὶ ποῦ φθάνει! Νομίζει
ὅτι τὸν παρακολουθοῦν, ὅτι τὸν καταδιώκουν. Ἀκόμη καὶ ἂν ἔχη συγκεκριμένα
στοιχεῖα ὅτι οἱ ἄλλοι ἀσχολοῦνται μ᾿ αὐτόν, νὰ ξέρη ὅτι καὶ αὐτὰ ὁ ἴδιος ὁ ἐχθρὸς
τὰ ἔχει ταιριάξει ἔτσι, γιὰ νὰ τὸν πείση. Καὶ πῶς τὰ συνδυάζει ὁ διάβολος!
Γνωρίζω ἕναν νέο πού, ἐνῶ εἶναι ἐξυπνότατος,
πιστεύει στὸν λογισμό του ποὺ
τοῦ λέει ὅτι δὲν εἶναι ἰσορροπημένος. Μὲ τὸ
νὰ δέχεται τοὺς λογισμοὺς ποὺ τοῦ φέρνει
τὸ ταγκαλάκι, τοῦ ἔχουν δημιουργηθῆ ἕνα
σωρὸ κόμπλεξ. Ἔκανε ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, ἔχει λειώσει τοὺς γονεῖς του. Ὁ Θεὸς
τοῦ ἔδωσε δυνάμεις καὶ χαρίσματα, ἀλλὰ ὅλα τοῦ τὰ ἀχρηστεύει ὁ ἐχθρός, καὶ ἔτσι
βασανίζεται καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατί τοὺς δέχονται αὐτοὺς
τοὺς ταγκαλακίστικους λογισμοὺς καὶ κάνουν τὴν ζωή τους βασανισμένη, τὰ βάζουν
καὶ μὲ τὸν Θεό, ποὺ τόσο πολὺ μᾶς εὐεργετεῖ καὶ μᾶς ἀγαπάει. Ὅσα καὶ ἐὰν πῆς σὲ
ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, δὲν ὠφελεῖ. Ἐὰν δὲν πάψη νὰ πιστεύη τοὺς λογισμοὺς ποὺ τοῦ
φέρνει ὁ ἐχθρός, μόνον ποὺ θὰ κουράζεσαι.
– Γέροντα, ὁ εὐαίσθητος εἶναι ψυχικὰ ἀδύνατος,
εἶναι ἄρρωστος;
– Ὄχι, τὸ φιλότιμο καὶ ἡ εὐαισθησία εἶναι
φυσικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ κατορθώνει
δυστυχῶς ὁ διάβολος νὰ τὰ ἐκμεταλλεύεται. Ἕναν
εὐαίσθητο ἄνθρωπο τὸν κάνει συχνὰ νὰ μεγαλοποιῆ τὰ πράγματα, γιὰ νὰ μὴν μπορῆ νὰ
σηκώση κάποια δυσκολία ἢ νὰ τὴν σηκώνη γιὰ λίγο καὶ μετὰ νὰ κάμπτεται, νὰ ἀπογοητεύεται,
νὰ ταλαιπωρῆται, καὶ τελικὰ νὰ
σακατεύεται. Ἂν ἀξιοποιήση τὴν κληρονομικὴ εὐαισθησία, θὰ γίνη οὐράνια. Ἂν ἀφήση νὰ τὴν ἐκμεταλλευθῆ
ὁ διάβολος, θὰ πάη χαμένη. Γιατί, ἂν δὲν ἀξιοποιῆ ὁ ἄνθρωπος τὰ χαρίσματά του,
τὰ ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος. Ἔτσι πετάει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἀντὶ νὰ εὐγνωμονῆ τὸν
Θεό, τὰ παίρνει ὅλα ἀνάποδα. Ὁ εὐαίσθητος, ὅταν πιστεύη στὸν λογισμό του, μπορεῖ
νὰ καταλήξη ἀκόμη καὶ στὸ ψυχιατρεῖο, ἐνῶ ὁ ἀδιάφορος μὲ τὸ «δὲν βαριέσαι» δὲν
πάει βέβαια καλά, ἀλλὰ τοὐλάχιστον δὲν καταλήγει καὶ στὸ ψυχιατρεῖο. Γι᾿ αὐτὸ τὸ
ταγκαλάκι κυνηγάει τοὺς εὐαίσθητους ἀνθρώπους.
Ἄλλοι πάλι βάζουν ἕναν λογισμό, ἢ μᾶλλον τὸ
ταγκαλάκι τοὺς φέρνει ἕναν
λογισμό, ὅτι ἔχουν κληρονομικὴ ἐπιβάρυνση,
καὶ προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείση νὰ πιστέψουν ὅτι κάτι ἔχουν. Τοὺς φοβίζει, γιὰ νὰ
τοὺς ζαλίση καὶ νὰ τοὺς ἀχρηστέψη στὰ καλὰ καθούμενα. Ἀλλὰ καὶ κάτι κληρονομικὸ
ἂν ὑπάρχη, μπροστὰ στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ. Θυμᾶστε τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ2 ποὺ ἀπὸ μάγος ἔγινε Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας καὶ
Μάρτυς Χριστοῦ; Ὁ Μωυσῆς πάλι ὁ Αἰθίοπας3
ἀπὸ ληστὴς ἔγινε πιὸ εὐαίσθητος ἀπὸ πολλοὺς μεγάλους Πατέρες. Σὲ τί
κατάσταση ἔφθασε! Ὅταν πῆγε νὰ τὸν δῆ ὁ Ἅγιος Μακάριος, τὸν ρώτησε: «Τί νὰ
κάνω; μὲ ἐνοχλεῖ ὁ κόσμος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βρῶ ἡσυχία». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Μωυσῆ, Μωυσῆ, εἶσαι πολὺ εὐαίσθητος. Νὰ πᾶς στὴν Πετραία Ἀραβία4, γιατὶ δὲν
μπορεῖς ἐσὺ νὰ διώξης τὸν κόσμο!»5. Πέρασε στὴν εὐαισθησία καὶ τὸν Μέγα Ἀρσένιο
ποὺ ἦταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια, μορφωμένος, καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐκεῖνος
ἦταν ἕνας ληστής. Νά, βλέπεις ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τί κάνει! Ἀλλὰ εἶχε πολλὴ ταπείνωση.
Οἱ ἰδιοτροπίες ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν λογισμὸ
– Γέροντα, αὐτὸς ποὺ σιχαίνεται, γιατί τὸ
παθαίνει;
– Πές μου, ἐσὺ τί σιχαίνεσαι;
– Ὅλα τὰ σιχαίνομαι.
– Τότε ὅλα σ᾿ ἐσένα θὰ ἔρχωνται! Καὶ τὰ
σκουλήκια στὰ φροῦτα ἢ στὰ ὄσπρια καὶ καμμιὰ τρίχα στὸ ψωμὶ κ.λπ.
– Ἔτσι γίνεται, Γέροντα!
– Δόξα Σοι ὁ Θεός! Βλέπεις πόσο σὲ βοηθάει
ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσης;
– Ἀπὸ τὸν λογισμὸ δὲν ξεκινάει, Γέροντα, αὐτό;
Ἂς ποῦμε ὅτι βρῆκε ἡ ἀδελφὴ μιὰ τρίχα. Ἂς τὴν βγάλη στὴν ἄκρη.
– Αὐτὸ εἶναι εὐλογία! Δῶσ᾿ την σ᾿ ἐμένα, νὰ
τὴν πάρω ἐγὼ εὐλογία!... Ἄχ! Θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ στὸ Σινᾶ πηγαίναμε κάπου μὲ ἕναν
μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσα δυὸ ροδάκινα. Τὸν βλέπω, δὲν τὰ τρώει. Ἤθελε νὰ πάη νὰ τὰ
πλύνη, γιὰ νὰ τὰ φάη, καὶ τὰ κρατοῦσε στὰ χέρια, μὴν τὰ βάλη στὴν τσέπη καὶ
κολλήσουν μικρόβια καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη! Ὁ ἀδελφός του ποὺ εἶχε ὀκτὼ παιδιὰ μοῦ ἔλεγε:
«Περισσότερο σαπούνι ξοδεύει αὐτός, γιὰ νὰ
πλύνη τὰ χέρια
του, παρὰ ἡ γυναίκα μου μὲ τὰ ὀκτὼ παιδιὰ
ποὺ πλένει!». Καὶ νὰ δῆτε τί ἔπαθε! Ἐκεῖ στὸ Σινᾶ ἔδιναν σὲ κάθε
καλόγερο καὶ ἕναν Βεδουΐνο, γιὰ νὰ τὸν ἐξυπηρετῆ, νὰ τοῦ πηγαίνη τὸ φαγητὸ
κ.λπ. Ὁ Βεδουΐνος ποὺ ἔδωσαν σ᾿ αὐτὸν ἦταν ὁ πιὸ βρώμικος ἀπ᾿ ὅλους.
Κατάμαυρος! Μύριζαν τὰ ροῦχα του, μύριζε ὁλόκληρος. Μιὰ ἑβδομάδα ἔπρεπε νὰ τὸν
βάλης στὸ μουσκιό, γιὰ νὰ καθαρίση! Τὰ χέρια του ἦταν..., μὴν τὰ ρωτᾶς! Ἔπρεπε
νὰ τὰ ξύσης μὲ τὴν σπάτουλα! Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν ἔπιανε τὸ τσανάκι, γιὰ νὰ τοῦ
πάη τὸ φαγητό, ἔβαζε τὰ δυό του δάχτυλα μέσα. «Φύγε, φύγε...», τοῦ φώναζε ἐκεῖνος,
μόλις τὸν ἔβλεπε. Τελικὰ αὐτὸς ὁ μοναχὸς οὔτε δυὸ ἑβδομάδες δὲν κάθησε στὸ Σινᾶ·
ἔφυγε.
Θυμᾶμαι, καὶ στὸ Κοινόβιο εἴχαμε ἕναν
μοναχὸ ποὺ ὡς λαϊκὸς ἦταν νωματάρχης. Τὸν εἶχαν βάλει διαβαστή, γιατὶ ἦταν
μορφωμένος. Τόσα χρόνια ἦταν στὸ μοναστήρι καὶ σιχαινόταν. Ποῦ νὰ ἀγγίξη
πόμολο! Μὲ τὸ πόδι ἄνοιγε τὴν πόρτα ἢ σκουντοῦσε τὸ μάνταλο μὲ τὸν ἀγκώνα καὶ
μετὰ καθάριζε μὲ οἰνόπνευμα τὸ μανίκι ποὺ τὸ ἀκούμπησε! Ἀκόμη καὶ τὴν πόρτα τῆς
ἐκκλησίας μὲ τὸ πόδι τὴν ἄνοιγε. Καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ὅταν γέρασε, νὰ
σκουληκιάσουν τὰ πόδια του, ἰδίως τὸ ἕνα μὲ τὸ ὁποῖο ἄνοιγε τὶς πόρτες. Ἤμουν
παρανοσοκόμος, ὅταν ἦρθε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μὲ δεμένο τὸ
πόδι. Μοῦ εἶπε ὁ νοσοκόμος νὰ τὸ λύσω καὶ ἐκεῖνος πῆγε νὰ φέρη κάτι γάζες. Ὅταν
τὸ ἄνοιξα, τί νὰ δῶ! Πώ, πώ, ἦταν γεμάτο σκουλήκια! «Πήγαινε στὴν θάλασσα, τοῦ
λέω, πλύν᾿ το, νὰ φύγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἔλα νὰ κάνουμε ἀλλαγή». Ποῦ εἶχε
φθάσει! Τί τιμωρία! Ἐγὼ τὰ ἔχασα. Μοῦ λέει ὁ νοσοκόμος: «Κατάλαβες ἀπὸ τί εἶναι
αὐτό;». «Κατάλαβα, τοῦ λέω, ἐπειδὴ ἀνοίγει τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι!».
– Καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση, Γέροντα,
συνέχιζε νὰ ἀνοίγη τὴν πόρτα μὲ τὸ
πόδι;
– Ναί, μὲ τὸ πόδι! Καὶ εἶχε γεράσει
καλόγερος!
– Δὲν τὸ κατάλαβε;
– Δὲν ξέρω. Μετὰ πῆγα στὴν Μονὴ Στομίου στὴν
Κόνιτσα. Τί θάνατο εἶχε ποιός
ξέρει! Καὶ ἔβλεπες, ἐκεῖ στὸ Κοινόβιο
μερικοὶ νέοι μοναχοὶ πήγαιναν καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὸ περίσσευμα ποὺ ἄφηναν στὰ
πιάτα τους τὰ γεροντάκια, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία! Μάζευαν τὰ περισσεύματα τῶν
κλασμάτων. Ἢ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ πόμολο, γιατὶ τὸ ἀκούμπησαν
οἱ Πατέρες, καὶ αὐτός, ὅταν
προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες,
μόλις ποὺ
ἀκουμποῦσε τὸ μουστάκι του στὴν εἰκόνα. Καὶ
τὸ μουστάκι τί θὰ τραβοῦσε μετὰ μὲ τὸ
οἰνόπνευμα!
– Ὅταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σὲ ἱερὰ
πράγματα, δὲν εἶναι ἀνευλάβεια;
– Μὰ ἀπὸ ᾿κεῖ ξεκινάει κανεὶς καὶ φθάνει
πιὸ πέρα. Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν
προσκυνάη,
γιατὶ φοβόταν μήπως ἐκεῖνος ποὺ
προσκύνησε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὴν εἰκόνα εἶχε καμμιὰ ἀρρώστια!
– Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ σιχαίνεται κανείς, δὲν
πρέπει νὰ δίνη σημασία;
– Τὶς σαβοῦρες ποὺ τρῶνε οἱ ἄνθρωποι δὲν τὶς
βλέπουν! Ἅμα κάνη κανεὶς τὸν
σταυρό του, εἴτε φοβία ἔχει εἴτε νοσοφοβία,
βοηθάει μετὰ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ στὸ Καλύβι πόσοι περνᾶνε ποὺ ἔχουν διάφορες ἀρρώστιες!
Καὶ μερικοὶ ἁπλοὶ κάνουν τὸν σταυρό τους, οἱ καημένοι, παίρνουν τὸ κύπελλο ποὺ ἔχω
ἐκεῖ καὶ πίνουν νερό. Οἱ ἄλλοι ποὺ φοβοῦνται
δὲν τὸ ἀγγίζουν.
Ἦρθε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες
κάποιος ποὺ εἶχε
πολὺ μεγάλη θέση σὲ κάποια ὑπηρεσία. Τόσο φοβᾶται ὁ καημένος τὰ
μικρόβια, ποὺ ἔχει ἀσπρίσει τὰ χέρια
του, γιὰ νὰ τὰ καθαρίζη
μὲ τὸ οἰνόπνευμα.
Ἀκόμη καὶ τὸ αὐτοκίνητό του τὸ τρίβει μὲ οἰνόπνευμα! Τὸν
λυπήθηκα! Ξέρεις τί εἶναι νὰ ἔχη τέτοια θέση καὶ νὰ κινῆται ἔτσι; Τοῦ ἔδωσα
λουκούμι, καὶ δὲν τὸ πῆρε, ἐπειδὴ τὸ ἔπιασα. Ἀλλὰ καὶ στὸ κουτὶ νὰ ἦταν, πάλι δὲν
θὰ τὸ ἔπαιρνε, γιατὶ θὰ σκεφτόταν ὅτι καὶ στὸ κουτὶ θὰ τὸ ἔβαλε κάποιος ἄλλος μὲ
τὰ χέρια του. Παίρνω τὸ λουκούμι, τὸ τρίβω στὰ παπούτσια του καὶ τὸ τρώω. Τοῦ ἔκανα
κάμποσα τέτοια καὶ τρόμαξα νὰ τὸν κάνω νὰ ἐλευθερωθῆ λίγο ἀπὸ αὐτό. Νά, καὶ σήμερα
ἦρθε ἐδῶ μιὰ κοπέλα ποὺ εἶχε νοσοφοβία. Καὶ ὅταν μπῆκε μέσα δὲν πῆρε εὐχή, γιατὶ
φοβόταν μὴν κολλήση μικρόβια, καὶ ὅταν ἔφυγε, ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ τῆς εἶπα, γιὰ
νὰ τὴν βοηθήσω, πάλι δὲν πῆρε εὐχή. «Δὲν σοῦ φιλῶ τὸ χέρι, μοῦ λέει, γιατὶ φοβᾶμαι
μὴν κολλήσω μικρόβια»! Τί νὰ πῆς; Κάνουν ἔτσι μαύρη τὴν ζωή τους.
Οἱ κατὰ φαντασίαν ἀσθενεῖς
Μεγαλύτερη ἀρρώστια εἶναι τὸ νὰ πιστέψη ὁ ἄνθρωπος
στὸν λογισμό του ὅτι ἔχει κάποια ἀρρώστια. Ὁ λογισμὸς αὐτὸς τοῦ δημιουργεῖ ἄγχος,
τὸν κάνει νὰ στενοχωριέται, νὰ μὴν ἔχη ὄρεξη γιὰ φαγητό, νὰ μὴν μπορῆ νὰ κοιμηθῆ,
νὰ παίρνη φάρμακα, καὶ τελικὰ ἀρρωσταίνει, ἐνῶ ἦταν καλά. Νὰ εἶναι ἄρρωστος
κανεὶς καὶ νὰ κάνη θεραπεία, αὐτὸ τὸ καταλαβαίνω· ἀλλὰ νὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ νὰ νομίζη
ὅτι εἶναι ἄρρωστος καὶ νὰ ἀρρωσταίνη στὰ καλὰ καθούμενα, αὐτὸ εἶναι... Ἕνας
λ.χ., ἐνῶ ἔχει καὶ σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε,
γιατὶ ἔχει πιστέψει στὸν λογισμὸ ποὺ τοῦ λέει ὅτι δὲν εἶναι καλά, μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ σβήνη σωματικὰ καὶ πνευματικά. Δὲν εἶναι ὅτι λέει ψέματα. Ἂν ὁ ἄνθρωπος
πιστέψη ὅτι κάτι ἔχει, πανικοβάλλεται, τσακίζεται, καὶ δὲν ἔχει μετὰ κουράγιο νὰ
κάνη τίποτε. Ἔτσι ἀχρηστεύεται χωρὶς λόγο.
Ἔρχονται μερικοὶ στὸ Καλύβι ποὺ εἶναι τελείως
τσακισμένοι. «Μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι ἔχω ἔιτζ», λένε καὶ τὸ πιστεύουν. Τοὺς
ρωτάω: «Μήπως συνέβη ἐκεῖνο, ἐκεῖνο;». «Ὄχι», μοῦ λένε. «Τότε ἄδικα
στενοχωριέσαι. Πήγαινε νὰ κάνης μιὰ ἐξέταση, γιὰ νὰ σοῦ φύγη ὁ λογισμός». «Καὶ ἂν
γίνη ἡ ἐξέταση καὶ βροῦν ὅτι ἔχω;», λένε μερικοὶ καὶ δὲν μ᾿ ἀκοῦν καὶ βασανίζονται.
Ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν, κάνουν ἐξέταση, βλέπουν ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε καί, νὰ δῆτε,
τὸ πρόσωπό τους ἀλλάζει, τὸ κουράγιο ἐπανέρχεται. Οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν στενοχώρια
ξαπλώνουν στὸ κρεββάτι καὶ οὔτε νὰ
φᾶνε δὲν θέλουν. Ἐντάξει, ἔχεις ἔιτζ. Γιὰ
τὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει δύσκολο πρόβλημα. Ἂν
ζήσης πιὸ πνευματικά, ἐξομολογῆσαι, κοινωνᾶς
κ.λπ., θὰ βοηθηθῆς.
– Πῶς ξεκινάει, Γέροντα, καὶ νομίζει
κάποιος ὅτι εἶναι ἄρρωστος;
– Σιγὰ-σιγὰ καλλιεργεῖ αὐτὸν τὸν λογισμό.
Πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ ὑπάρχη
κάποια αἰτία, ἀλλὰ νὰ μὴν εἶναι κάτι
σοβαρό. Βγάζει μετὰ καὶ ὁ λογισμὸς κάτι ἀκόμη καὶ τὸ μεγαλοποιεῖ. Ὅταν ἤμουν στὴν
Μονὴ Στομίου, ἦταν ἕνας οἰκογενειάρχης στὴν Κόνιτσα ποὺ νόμιζε ὅτι εἶχε φυματίωση.
Δὲν ἄφηνε οὔτε τὴν γυναίκα του νὰ πάη κοντά του. «Μὴν πλησιάζης, τῆς ἔλεγε, θὰ
κολλήσης». Σὲ ἕνα ξύλο κρεμοῦσε ἡ καημένη τὸ καλάθι μὲ τὸ φαγητὸ καὶ τοῦ τὸ ἔδινε
ἀπὸ μακριά. Ἡ φουκαριάρα εἶχε λειώσει. Τὰ παιδιά του τὰ κακόμοιρα ἀπὸ μακριὰ τὸν
ἔβλεπαν. Αὐτὸς ἐν τῷ μεταξὺ δὲν εἶχε τίποτε, ἀλλά, ἐπειδὴ ὁ ἥλιος δὲν τὸν ἔβλεπε
– ἦταν κλεισμένος μέσα καὶ τυλιγμένος συνέχεια μὲ τὶς κουβέρτες –, ἦταν κίτρινος
καὶ πίστευε ὅτι ἔχει χτικιό. Σηκώνομαι καὶ πάω στὸ σπίτι του. Μόλις μὲ εἶδε, μοῦ
λέει: «Μὴ μὲ πλησιάζης, καλόγερε, μὴν κολλήσης κι ἐσύ, καὶ ἔρχεται κόσμος ἐκεῖ
στὸ μοναστήρι. Ἔχω χτικιό».
«Ποιός σοῦ εἶπε, μωρέ, ὅτι ἔχεις χτικιό;»,
τοῦ λέω. Ἡ γυναίκα του ἔφερε νὰ μὲ κεράση γλυκὸ καρύδι. «Ἄνοιξε τὸ στόμα σου,
τοῦ λέω. Θὰ κάνης ὑπακοὴ τώρα». Τὸ ἄνοιξε· δὲν ἤξερε τί θὰ κάνω. Βάζω τὸ καρύδι
μέσα στὸ στόμα του καὶ τὸ γυρνάω δυὸ-τρεῖς φορὲς καὶ ὕστερα τὸ παίρνω καὶ τὸ
τρώω. «Μή, μή, θὰ κολλήσης!», φώναζε. «Τί θὰ κολλήσω! Τίποτε δὲν ἔχεις, τοῦ
λέω. Ἂν εἶχες χτικιό, χαμένο τὸ εἶχα νὰ τὸ κάνω αὐτό; Σήκω νὰ βγοῦμε ἔξω». Λέω
στὴν γυναίκα του: «Πέταξέ τα ὅλα, φάρμακα, κουβέρτες ...». Τὸν σηκώνω καὶ βγαίνουμε
ἔξω. Ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ ἦταν κλεισμένος μέσα κοιτοῦσε τὸν κόσμο
παράξενα. Ὕστερα, σιγὰ-σιγά, πῆγε καὶ στὴν δουλειά του. Τί εἶναι ὁ λογισμός, ὅταν
τὸν καλλιεργῆς!
Μὲ τὴν ὑπακοὴ ὅλα ξεπερνιοῦνται
– Γέροντα, πῶς μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ κανείς, ὅταν
νομίζη ὅτι πάσχει ἀπὸ κάτι;
– Γιὰ νὰ βοηθηθῆ, πρέπει νὰ ἔχη
πνευματικό, νὰ τοῦ ἔχη ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ
τοῦ κάνη ὑπακοή. Θὰ πῆ τὸν λογισμό του καὶ
ἐκεῖνος θὰ τοῦ πῆ: «Σ᾿ αὐτὸ μὴ δίνης σημασία, ἐκεῖνο πρόσεξέ το» κ.λπ. Ἂν δὲν ἔχη
ἐμπιστοσύνη καὶ δὲν ὑπακούη, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ φύγη ὁ λογισμός. Ξέρεις τί εἶναι
νὰ σοῦ ζητοῦν βοήθεια καὶ νὰ μὴν κάνουν τίποτε οἱ ἴδιοι; Ἕνας νέος ποὺ ζῆ ἀκατάστατα,
ἔχει ψυχολογικὰ προβλήματα καὶ ταλαιπωρεῖται, ἔρχεται μὲ κάτι μάτια κατακόκκινα
ἀπὸ τὸ τσιγάρο καὶ ζητάει νὰ τὸν βοηθήσω. Ἔχει καὶ μιὰ ψευτοευλάβεια, ζητάει νὰ
τοῦ δώσω τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ τέμπλο, γιὰ εὐλογία, καὶ μπαίνει μέσα στὸ Κελλὶ μὲ τὸ
τσιγάρο! «Βρέ, τοῦ λέω, τὰ μάτια σου ἀπὸ τὸ τσιγάρο ἔγιναν κατακόκκινα σὰν τοῦ
λυσσασμένου σκυλιοῦ. Οὔτε γέροι δὲν καπνίζουν ἐδῶ μέσα. Ἐγὼ λιβανίζω ἐδῶ πέρα».
Τὸ δικό του αὐτός. Ἔρχεται, ζητάει βοήθεια καὶ δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν λογισμό του.
«Γιατί δὲν μὲ κάνεις καλά;», μοῦ λέει.
Θέλει νὰ γίνη καλὰ μὲ μαγικὸ τρόπο, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ κάνη καμμιὰ προσπάθεια.
«Ἐσὺ δὲν εἶσαι γιὰ θαῦμα, τοῦ λέω. Δὲν ἔχεις
τίποτε. Πιστεύεις στὸν λογισμό σου». Ἂν
ἔκανε ὑπακοή, θὰ βοηθιόταν. Ἔχω προσέξει ὅτι
ὅποιος ἀκούει, τὰκ-τὰκ προχωράει καὶ πάει καλά. Καὶ αὐτὸς καὶ οἱ δικοί του μετὰ
εἶναι ἥσυχοι.
Μιὰ φορὰ πῆγε ἕνας ἱερεὺς σὲ ἕνα μοναστήρι
καὶ τοῦ εἶπαν νὰ ψάλη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. «Γιατί, τοῦ λένε, δὲν ψάλλεις;».
«Γιατὶ ὁ ψαλμὸς λέει: "Αἱ ὑψώσεις
τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ρομφαῖαι
δίστομοι ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν"6». Φοβόταν
τὴν ρομφαία, ἂν ὕψωνε τὴν φωνή του, καὶ ἐπέμενε
ὅτι ἦταν κακὸ νὰ ψάλη. «Βρὲ καλέ
μου, βρὲ χρυσέ μου, δὲν εἶναι ἔτσι», τοῦ ἔλεγαν
οἱ ἄλλοι, τίποτε αὐτός, τὸ δικό του. Ἔ, πῶς νὰ συνεννοηθῆς μὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο;
Τί νὰ τὸν κάνης; Ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ ποὺ ἔλεγε αὐτὸς ἦταν σωστὸ καὶ ὁ ἄλλος τοῦ ἔλεγε:
«ὄχι, δὲν εἶναι ἔτσι, ἔτσι εἶναι», καὶ ἔκανε ὑπακοὴ στὸ λάθος τοῦ ἄλλου, πάλι θὰ
ἔπαιρνε Χάρη, καὶ μάλιστα μεγάλη Χάρη, γιατὶ ταπεινώθηκε.
Πόσοι βασανίζονται ἔτσι χρόνια, ἐπειδὴ
πιστεύουν στὸν λογισμό τους καὶ δὲν
ἀκοῦνε! Ὅσα καὶ νὰ τοὺς πῆς, ὅσα καὶ νὰ τοὺς
κάνης, ὅλα τὰ παίρνουν ἀνάποδα. Καὶ δὲν εἶναι ὅτι πίστεψε κανεὶς μιὰ φορὰ στὸν
λογισμό του καὶ τὸ κακὸ σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλὰ τὸ κακὸ αὐξάνει. Καλλιεργεῖται-καλλιεργεῖται
καὶ μπορεῖ νὰ φθάση στὴν τρέλλα. Φτιάχνει π.χ. κάποιος ἕνα σπίτι καὶ τοῦ λένε:
«Πῶς τὸ φτιάχνεις ἔτσι; Θὰ πέση καὶ θὰ σὲ πλακώση». Ἐπειδὴ εἶναι στὴν ἀρχή, ἂν ἀκούση,
εὔκολα μπορεῖ νὰ τὸ χαλάση καὶ νὰ τὸ διορθώση. Ἂν ὅμως τὸ τελειώση, πῶς νὰ τὸ
γκρεμίση μετά; Τοῦ λένε: «θὰ σὲ πλακώση», τὸ βλέπει καὶ αὐτὸς ὅτι θὰ πέση,
καταλαβαίνει τὸν κίνδυνο, ἀλλὰ σκέφτεται ὅτι ξοδεύτηκε, ἔκανε τόσο κόπο γιὰ νὰ
τὸ φτιάξη, καὶ δὲν τὸ χαλνάει, καὶ τελικὰ πλακώνεται μέσα.
– Αὐτὸς μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ;
– Ἂν θέλη, μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ. Ὅταν ὅμως τοῦ
λὲς ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι σωστὸ καὶ ἐκεῖνος δικαιολογῆ τὸν ἑαυτό του, πῶς νὰ
βοηθηθῆ; Ἂς ὑποθέσουμε, ἕνας νέος ἔχει ζάχαρο καί, ἐπειδὴ δὲν ξέρει πόσο κακὸ
μπορεῖ νὰ τοῦ κάνη, νομίζει ὅτι δὲν εἶναι κάτι σοβαρό. Τοῦ λέει ὁ γιατρός: «Τὸ
ζάχαρο βλάπτει καὶ πρέπει νὰ κάνης δίαιτα». Ἂν τὸν ἀκούση, δὲν θὰ ἔχη προβλήματα.
Ἂν ὅμως λέη: «ἂς ἔχω ζάχαρο· θὰ τρώω γλυκά, γιατί, ὅταν τρώω γλυκά, ζεσταίνομαι,
μπορῶ νὰ κοιμᾶμαι χωρὶς κουβέρτα, νὰ μπῶ καὶ μέσ᾿ στὸ χιόνι», πῶς νὰ συνεννοηθῆς
μαζί του, ἀφοῦ ἐπιμένει στὸ δικό του;
– Γέροντα, εἶναι φυσιολογικὸ ἕνας νέος νὰ
πιστεύη στὸν λογισμό του;
– Ἕνας νέος, ἂν πιστεύη στὸν λογισμό του, ἔχει
πολὺ ἐγωισμό.
– Πῶς θὰ τὸ καταλάβη;
– Ἂν λ.χ. θυμηθῆ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν
παιδική του ἡλικία ποὺ δείχνουν τί δόση ἐγωισμοῦ εἶχε ἀπὸ μικρός, θὰ τὸ
καταλάβη. Παρατηροῦσα δύο παιδάκια. Τὸ ἕνα πῆρε ἕνα μαξιλάρι ἀπὸ ἀφρολὲξ καὶ τὸ
σήκωσε φυσιολογικά. Πῆγε καὶ τὸ ἄλλο νὰ τὸ σηκώση καὶ ἔκανε σὰν νὰ σήκωνε ἕνα
σακκὶ τσιμέντο. Αὐτὸ ἔχει ἐγωισμό. Ὅταν ὅμως λίγο μεγαλώση καὶ καταλάβη ὅτι ἐκείνη
ἡ ἐνέργειά του ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὸ πῆ στὴν ἐξομολόγηση, ἔρχεται ἡ
Χάρις τοῦ Θεοῦ, λυτρώνεται καὶ βοηθιέται. Ἀλλοίμονο, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος!
– Ὅταν, Γέροντα, ἀπὸ κάποια πεῖρα ποὺ ἔχω,
βλέπω περίπου τί ἐξέλιξη θὰ ἔχη
μία κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ μου, σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει
αὐτοπεποίθηση;
– Νὰ μὴ βγάζης συμπεράσματα μόνη σου. Ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος, ὅταν τὸν
κάλεσε ὁ Χριστός, περπάτησε ἐπάνω στὸ
νερό. Μόλις ὅμως τοῦ εἶπε ὁ λογισμός του ὅτι θὰ βουλιάξη, βούλιαξε7. Καὶ ὁ
Χριστὸς τὸν ἄφησε. «Ἀφοῦ λὲς ὅτι θὰ βουλιάξης, βούλιαξε».
Καὶ βλέπεις, ὁ ταπεινός, καὶ θαύματα νὰ κάνη,
πάλι δὲν πιστεύει στὸν λογισμό
του.
Ἦταν στὴν Ἰορδανία
ἕνας πολὺ ἁπλὸς
παπᾶς ποὺ ἔκανε
θαύματα. Διάβαζε
ἀνθρώπους καὶ ζῶα ποὺ εἶχαν κάποια ἀρρώστια
καὶ γίνονταν καλά. Πήγαιναν καὶ Μουσουλμάνοι σ᾿ αὐτόν, ὅταν ἔπασχαν ἀπὸ κάτι,
καὶ τοὺς θεράπευε. Αὐτός, πρὶν λειτουργήση,
ἔπαιρνε ἕνα ρόφημα μὲ λίγο παξιμάδι
καὶ μετὰ ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν ἔτρωγε τίποτε. Κάποτε ἔμαθε ὁ
Πατριάρχης ὅτι τρώει πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὸν
κάλεσε στὸ Πατριαρχεῖο.
Πῆγε ἐκεῖνος, χωρὶς
νὰ ξέρη γιατί τὸν ζητᾶνε.
Ὥσπου νὰ τὸν φωνάξη ὁ Πατριάρχης, περίμενε μαζὶ μὲ ἄλλους σὲ μιὰ αἴθουσα. Ἔξω ἔκανε
πολλὴ ζέστη· εἶχαν κλειστὰ τὰ παντζούρια καὶ ἀπὸ μιὰ τρυπούλα περνοῦσε μιὰ ἀκτίνα.
Αὐτὸς νόμισε ὅτι εἶναι σχοινί. Ἐπειδὴ εἶχε ἱδρώσει, βγάζει τὸ ράσο του καὶ τὸ
κρεμάει πάνω στὴν ἀκτίνα. Ὅταν τὸ εἶδαν οἱ ἄλλοι ποὺ κάθονταν ἐκεῖ στὴν αἴθουσα,
τὰ ἔχασαν. Πᾶνε καὶ λένε στὸν Πατριάρχη: «Ὁ παπᾶς ποὺ κολατσίζει πρὶν ἀπὸ τὴν
Θεία Λειτουργία κρέμασε τὸ ράσο του πάνω σὲ μιὰ ἀκτίνα!». Τὸν κάλεσε μέσα ὁ
Πατριάρχης καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ρωτάη: «Τί κάνεις; Πῶς πᾶς; Κάθε πότε λειτουργεῖς;
Πῶς ἑτοιμάζεσαι γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία;». «Νά, λέει, διαβάζω τὴν ἀκολουθία τοῦ
ὄρθρου, κάνω καὶ μερικὲς μετάνοιες καὶ ὕστερα
φτιάχνω ἕνα ρόφημα, κολατσίζω λίγο, καὶ ἔπειτα λειτουργῶ». «Γιατί τὸ κάνεις αὐτό;»,
τὸν ρωτάει ὁ Πατριάρχης. «Ἅμα φάω λιγάκι πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία, λέει ἐκεῖνος,
ὅταν κάνω κατάλυση8, πάει ὁ Χριστὸς ἐπάνω. Ἐνῶ, ἂν φάω μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία,
πάει ὁ Χριστὸς ἀπὸ κάτω»! Μὲ καλὸ λογισμὸ τὸ ἔκανε! Τοῦ λέει τότε ὁ Πατριάρχης:
«Ὄχι, δὲν εἶναι σωστὸ αὐτό. Πρῶτα νὰ κάνης
κατάλυση, καὶ ἔπειτα
νὰ τρῶς λίγο».
Ἔβαλε μετάνοια καὶ τὸ
δέχθηκε.
Θέλω νὰ πῶ, παρόλο ποὺ εἶχε φθάσει σὲ
τέτοια κατάσταση, νὰ κάνη θαύματα, τὸ δέχθηκε ἁπλά· δὲν εἶχε δικό του θέλημα. Ἐνῶ,
ἂν πίστευε στὸν λογισμό του, μποροῦσε νὰ πῆ: «Ἐγὼ διαβάζω ἀνθρώπους καὶ ζῶα ἄρρωστα
καὶ γίνονται καλά, κάνω θαύματα· τί μοῦ λέει αὐτός; Ἔτσι
ποὺ τὸ σκέφτομαι,
εἶναι πιὸ καλά,
γιατὶ ἀλλιῶς πάει τὸ φαγητὸ πάνω ἀπὸ τὸν Χριστό».
Ἔχω καταλάβει ὅτι ἡ ὑπακοὴ πολὺ βοηθάει.
Καὶ λίγο μυαλὸ νὰ ἔχη κανείς, ἂν
κάνη ὑπακοή, γίνεται φιλόσοφος. Εἴτε ἔξυπνος
εἴτε κουτὸς εἴτε ὑγιὴς εἴτε ἄρρωστος πνευματικὰ
ἢ σωματικὰ εἶναι
κανεὶς καὶ βασανίζεται
ἀπὸ λογισμούς, ἂν
κάνη ὑπακοή, ἐλευθερώνεται. Λύτρωση εἶναι ἡ ὑπακοή.
Ὁ μεγαλύτερος ἐγωιστὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ
τοὺς λογισμούς του καὶ
δὲν ρωτάει κανέναν· αὐτοκαταστρέφεται.
Μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι ἔξυπνος, τετραπέρατος, ἀλλά, ἂν ἔχη θέλημα, αὐτοπεποίθηση
καὶ φιλαυτία, βασανίζεται συνέχεια. Μπερδεύεται ἄσχημα καὶ τοῦ δημιουργοῦνται
προβλήματα. Γιὰ νὰ βρῆ τὸν δρόμο του, πρέπει νὰ ἀνοίξη τὴν καρδιά του σὲ
κάποιον πνευματικὸ καὶ νὰ ζητήση ταπεινὰ τὴν βοήθειά του. Μερικοὶ ὅμως ἀντὶ νὰ
πᾶνε στὸν πνευματικό, πᾶνε στὸν ψυχίατρο. Ἂν ὁ ψυχίατρος εἶναι πιστός, θὰ τοὺς
συνδέση μὲ κάποιον πνευματικό. Ἂν ὄχι, θὰ τοὺς δώση μόνο χάπια. Μόνον ὅμως τὰ
χάπια δὲν λύνουν τὸ πρόβλημα. Χρειάζονται καὶ πνευματικὴ βοήθεια, γιὰ νὰ
μπορέσουν νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν σωστὰ καὶ νὰ καλυτερέψη ἡ κατάστασή τους, καὶ νὰ
μὴν ταλαιπωροῦνται.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε αὐτὴν τὴν λέξη
μὲ τὴν σημασία τοῦ «χαζούλικος».
2 Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 2 Ὀκτωβρίου.
3 Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 28 Αὐγούστου.
4 Ἡ ἐνδοτέρα ἔρημος στὸ βορειοδυτικὸ τμῆμα
τῆς Ἀραβίας.
5 Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
κβ´, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981, σ. 68.
6 Ψαλμ. 149, 6.
7 Βλ. Ματθ. 14, 28-31.
8
Μετὰ τὴν θεία
Κοινωνία τῶν πιστῶν
καὶ τὴν διανομὴ
τοῦ ἀντιδώρου, ὁ ἱερεὺς
καταλύει ὅ,τι ἀπέμεινε στὸ Ἅγιο Ποτήριο.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου