Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Θάνατος παιδιῶν
«Ἵνα
μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»1
Θάνατος παιδιῶν
– Μιὰ μάνα, Γέροντα, ποὺ τὸ παιδί της
πέθανε πρὶν ἀπὸ ἐννέα χρόνια, σᾶς παρακαλεῖ νὰ κάνετε προσευχὴ νὰ τὸ δῆ ἔστω στὸν
ὕπνο της, γιὰ νὰ παρηγορηθῆ.
– Πόσων χρονῶν ἦταν τὸ παιδί; ἦταν μικρό;
Εἶναι σημαντικὸ αὐτό. Ἅμα τὸ παιδὶ ἦταν μικρὸ καὶ ἡ μητέρα εἶναι σὲ κατάσταση
πού, ἂν τῆς παρουσιασθῆ, δὲν θὰ ἀναστατωθῆ, θὰ παρουσιασθῆ. Αἰτία εἶναι ἡ
μητέρα ποὺ δὲν παρουσιάζεται τὸ παιδί.
– Μπορεῖ, Γέροντα, ἀντὶ νὰ παρουσιασθῆ τὸ
παιδὶ στὴν μητέρα ποὺ τὸ ζητάει, νὰ παρουσιασθῆ σὲ κάποιον ἄλλον;
– Πῶς δὲν μπορεῖ! Κανονίζει ἀνάλογα ὁ
Θεός. Ὅταν ἀκούω γιὰ τὸν θάνατο κάποιου νέου, λυπᾶμαι, ἀλλὰ λυπᾶμαι ἀνθρωπίνως.
Γιατί, ἂν ἐξετάσουμε τὰ πράγματα πιὸ βαθιά, θὰ δοῦμε ὅτι, ὅσο μεγαλώνει κανείς,
καὶ περισσότερο ἀγώνα πρέπει νὰ κάνη, ἀλλὰ καὶ περισσότερες ἁμαρτίες προσθέτει.
Ἰδίως ὅταν εἶναι κοσμικός, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ἀντὶ νὰ βελτιώση τὴν
πνευματική του κατάσταση, τὴν χειροτερεύει μὲ τὶς μέριμνες, μὲ τὶς ἀδικίες
κ.λπ. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι πιὸ κερδισμένος, ὅταν τὸν παίρνη ὁ Θεὸς νέο.
– Γέροντα, γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ πεθαίνουν
τόσοι νέοι ἄνθρωποι;
– Κανεὶς δὲν ἔχει κάνει συμφωνία μὲ τὸν Θεὸ
πότε θὰ πεθάνη. Ὁ Θεὸς τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν παίρνει στὴν καλύτερη στιγμὴ τῆς ζωῆς
του, μὲ ἕναν εἰδικὸ τρόπο, γιὰ νὰ σώση τὴν ψυχή του. Ἐὰν δῆ ὅτι κάποιος θὰ γίνη
καλύτερος, τὸν ἀφήνει νὰ ζήση. Ἐὰν δῆ ὅμως ὅτι θὰ γίνη χειρότερος, τὸν παίρνει,
γιὰ νὰ τὸν σώση. Μερικοὺς πάλι ποὺ ἔχουν ἁμαρτωλὴ ζωή, ἀλλὰ ἔχουν τὴν διάθεση νὰ
κάνουν τὸ καλό, τοὺς παίρνει κοντά Του, πρὶν προλάβουν νὰ τὸ κάνουν, ἐπειδὴ
ξέρει ὅτι θὰ ἔκαναν τὸ καλό, μόλις τοὺς δινόταν ἡ εὐκαιρία. Εἶναι δηλαδὴ σὰν νὰ
τοὺς λέη: «Μὴν κουράζεσθε· ἀρκεῖ ἡ καλὴ
διάθεση ποὺ ἔχετε». Ἄλλον, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ καλός, τὸν διαλέγει καὶ τὸν παίρνει
κοντά Του, γιατὶ ὁ Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.
Φυσικὰ οἱ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς εἶναι λίγο
δύσκολο νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Βλέπεις, πεθαίνει ἕνα παιδάκι, τὸ παίρνει ἀγγελούδι
ὁ Χριστός, καὶ κλαῖνε καὶ ὀδύρονται οἱ γονεῖς, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ χαίρωνται, γιατὶ
ποῦ ξέρουν τί θὰ γινόταν, ἂν μεγάλωνε; Θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ σωθῆ; Ὅταν τὸ 1924
φεύγαμε ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία μὲ τὸ καράβι,
γιὰ νὰ ἔρθουμε
στὴν Ἑλλάδα, ἐγὼ ἤμουν βρέφος.
Τὸ καράβι ἦταν γεμάτο πρόσφυγες καί, ὅπως μὲ εἶχε ἡ
μητέρα μου μέσα στὶς φασκιές, ἕνας ναύτης πάτησε ἐπάνω μου. Ἡ μάνα μου νόμισε ὅτι
πέθανα καὶ ἄρχισε νὰ κλαίη. Μιὰ συγχωριανή μας ἄνοιξε τὶς φασκιὲς καὶ διαπίστωσε
ὅτι δὲν εἶχα πάθει τίποτε. Ἂν πέθαινα τότε, σίγουρα θὰ πήγαινα στὸν Παράδεισο.
Τώρα ποὺ εἶμαι τόσων χρονῶν καὶ ἔχω κάνει τόση ἄσκηση, δὲν εἶμαι σίγουρος ἂν
πάω στὸν Παράδεισο.
Ἀλλὰ καὶ τοὺς γονεῖς βοηθάει ὁ θάνατος τῶν
παιδιῶν. Πρέπει νὰ ξέρουν ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔχουν ἕναν πρεσβευτὴ στὸν
Παράδεισο. Ὅταν πεθάνουν, θὰ
᾿ρθοῦν τὰ παιδιά τους μὲ ἑξαπτέρυγα στὴν
πόρτα τοῦ Παραδείσου νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν ψυχή τους. Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα αὐτό!
Στὰ παιδάκια πάλι ποὺ ταλαιπωρήθηκαν
ἐδῶ ἀπὸ ἀρρώστιες ἢ ἀπὸ κάποια ἀναπηρία ὁ
Χριστὸς θὰ πῆ: «Ἐλᾶτε στὸν Παράδεισο
καὶ διαλέξτε τὸ καλύτερο μέρος». Καὶ τότε ἐκεῖνα
θὰ Τοῦ ποῦν: «Ὡραῖα εἶναι ἐδῶ, Χριστέ μας, ἀλλὰ θέλουμε καὶ τὴν μανούλα μας
κοντά μας». Καὶ ὁ Χριστὸς θὰ τὰ ἀκούση καὶ θὰ σώση μὲ κάποιον τρόπο καὶ τὴν
μητέρα.
Βέβαια δὲν πρέπει νὰ φθάνουν οἱ μητέρες καὶ
στὸ ἄλλο ἄκρο. Μερικὲς μανάδες
πιστεύουν ὅτι τὸ παιδί τους ποὺ πέθανε ἁγίασε
καὶ πέφτουν σὲ πλάνη. Μιὰ μητέρα ἤθελε νὰ μοῦ δώση κάτι ἀπὸ τὸν γιό της ποὺ εἶχε
πεθάνει, γιὰ εὐλογία, γιατὶ πίστευε ὅτι ἁγίασε. «Ἔχει εὐλογία, μὲ ρώτησε, νὰ δίνω
ἀπὸ τὰ πράγματά του;». «Ὄχι, τῆς εἶπα, καλύτερα νὰ μὴ δίνης». Μιὰ ἄλλη εἶχε
κολλήσει τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ στὸν Ἐσταυρωμένο τὴν φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ
της ποὺ τὸ εἶχαν σκοτώσει οἱ Γερμανοὶ καὶ ἔλεγε: «Καὶ τὸ παιδί μου σὰν τὸν
Χριστὸ ἔπαθε». Οἱ γυναῖκες ποὺ κάθονταν καὶ ξενυχτοῦσαν στὸν Ἐσταυρωμένο τὴν ἄφησαν,
γιὰ νὰ μὴν τὴν πληγώσουν. Τί νὰ ἔλεγαν; Πληγωμένη ἦταν.
Παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντες
– Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οἱ ἄνθρωποι,
γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν αἰφνίδιο θάνατο!
– Ἅμα ἔχουν συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς
ζωῆς, βρίσκουν τὴν δύναμη νὰ
ἀντιμετωπίσουν τὸν θάνατο, γιατὶ τὸν ἀντιμετωπίζουν
πνευματικά. Μὲ τὰ μηχανάκια πόσα παιδιὰ καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια
σκοτώνονται μὲ τὶς μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν τὴν μοτοσυκλέτα πίσω στὴν μία ρόδα, ὁπότε
εὔκολα τουμπάρουν καὶ σπάζουν τὸ κεφάλι τους. Τὸ θεωροῦν κατόρθωμα ποιός θὰ
σηκώση τὴν μοτοσυκλέτα περισσότερο! «Κρατοῦσα, λέει, σούζα τὴν μοτοσυκλέτα στὴν
πίσω ρόδα καὶ τουμπάρισα». Ὁ διάβολος, βλέπεις, τί τοὺς βάζει νὰ κάνουν, γιὰ νὰ
χτυπήσουν στὸ κεφάλι; Γιατὶ ἀλλιῶς,
ἀκόμη κι ἂν εἶχαν κάποιο
ἀτύχημα, μπορεῖ νὰ
χτυποῦσαν ἀλλοῦ καὶ νὰ μὴ σακατεύονταν. Γιὰ νὰ ἐπιτρέψη ὅμως ὁ Θεὸς τὴν
κακία τοῦ διαβόλου ἢ τὴν ἀπροσεξία τοῦ ἄλλου, σημαίνει ὅτι θὰ βγῆ κάτι καλό.
– Τότε, Γέροντα, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται
«ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι» ἀπὸ
αἰφνίδιο θάνατο2;
– Ἐκεῖνο εἶναι ἄλλο. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ
μᾶς βρῆ ὁ θάνατος ἀνέτοιμους.
– Γέροντα, μιὰ μητέρα εἶναι ἀπαρηγόρητη, γιατὶ τὸ παιδί της πηγαίνοντας στὴν δουλειὰ σκοτώθηκε σὲ
τροχαῖο.
– Πές της: «Ἀπὸ κακότητα χτύπησε ὁ ὁδηγὸς
τὸ παιδί σου; Ὄχι. Ἐσύ, γιὰ νὰ σκοτωθῆ τὸ
ἔστειλες στὴν δουλειά; Ὄχι.
Νὰ πῆς λοιπὸν "δόξα Σοι ὁ Θεός",
γιατὶ μπορεῖ νὰ γινόταν ἕνα ἀλητάκι καὶ ὁ Θεὸς τὸ πῆρε στὴν κατάλληλη ὥρα.
Τώρα εἶναι ἀσφαλισμένο στὸν Οὐρανό. Τί κλαῖς; Ξέρεις ὅτι βασανίζεις τὸ παιδὶ μὲ
τὸ κλάμα; Θέλεις νὰ βασανίζεται τὸ παιδί σου ἢ νὰ χαίρεται; Φρόντισε νὰ βοηθήσης
τὰ ἄλλα παιδιὰ ποὺ ἔχεις καὶ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὰ νὰ κλαῖς». Νά,
καὶ χθὲς ἦρθε μιὰ μητέρα μὲ κλάματα καὶ μοῦ εἶπε: «Μοῦ πῆρε ὁ Θεὸς τὸ μονάκριβο
παιδί μου», καὶ τὰ ἔβαζε μὲ τὸν Θεό. «Ἂν τὸ καλοσκεφθῆς, τῆς εἶπα, σὲ τίμησε ὁ
Θεός. Τὸ πῆρε κοντά
Του ἀγγελούδι, βαπτισμένο ὅπως ἦταν. Αὐτὸ
εἶναι ἀγγελούδι καὶ ἐσὺ τὰ βάζεις μὲ τὸν
Θεό; Αὐτὸ θὰ βρῆς μεθαύριο νὰ πρεσβεύη στὸν
Θεό». Μετὰ ποὺ μοῦ μίλησε γιὰ τὴν
ζωή της, εἶπε πὼς μποροῦσε νὰ ἔχη πολλὰ
παιδιά, ἀλλά, ὅταν ἦταν νέα, δὲν ἤθελε νὰ ἔχη παιδιά.
Πόσες μητέρες προσεύχονται καὶ ζητοῦν νὰ εἶναι
τὰ παιδιά τους κοντὰ στὸν Θεό! «Δὲν ξέρω, λένε, τί θὰ κάνης, Θεέ μου, θέλω νὰ
σωθῆ τὸ παιδί μου· νὰ εἶναι κοντά Σου». Ἂν τυχὸν ὅμως ὁ Θεὸς δῆ ὅτι τὸ παιδὶ θὰ
παραστρατήση, ὅτι πηγαίνει στὴν καταστροφὴ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ σωθῆ,
τὸ παίρνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἐπιτρέπει λ.χ. ἕναν μεθυσμένο νὰ τὸ χτυπήση μὲ τὸ
αὐτοκίνητο καὶ νὰ τὸ σκοτώση, καὶ ἔτσι τὸ παίρνει κοντά Του. Ἂν ὑπῆρχε περίπτωση
νὰ γίνη καλύτερο, θὰ ἔφερνε ἕνα ἐμπόδιο νὰ ἀποφύγη τὸ ἀτύχημα. Μετὰ ξεμεθάει καὶ
αὐτὸς ποὺ χτύπησε τὸ παιδί, ἔρχεται σὲ συναίσθηση καὶ σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ τὸν
πειράζει ἡ συνείδησή του.
«Ἐγκλημάτησα», λέει, καὶ παρακαλεῖ
συνέχεια τὸν Θεὸ νὰ τὸν συγχωρήση. Σώζεται καὶ αὐτός. Ἡ μάνα πάλι μὲ τὸν πόνο
της συμμαζεύεται, σκέφτεται τὸν θάνατο καὶ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, ὁπότε
σώζεται καὶ αὐτή. Βλέπετε πῶς οἰκονομάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς μάνας νὰ
σώζωνται ψυχές; Ἂν ὅμως οἱ μητέρες δὲν τὸ καταλαβαίνουν αὐτό, τὰ βάζουν μὲ τὸν
Θεό! Τί τραβάει καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἐμᾶς!
Ὅταν κανεὶς παύη νὰ ἀντιμετωπίζη τὰ
πράγματα κοσμικά, βρίσκει ἀνάπαυση.
Γιατί, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ
παρηγορηθῆ ἀληθινά, ἂν δὲν πιστέψη στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴν μετὰ
θάνατον, τὴν αἰώνια; Τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουν στὸ Μοναστήρι τοῦ
Στομίου, ζοῦσε στὴν
Κόνιτσα μιὰ χήρα
γυναίκα, ποὺ πήγαινε συνέχεια στὸ Κοιμητήρι καὶ ἔσκουζε ὧρες
ὁλόκληρες. Τοὺς ἀναστάτωνε ὅλους μὲ τὶς φωνές της. Χτυπιόταν, χτυποῦσε τὸ
κεφάλι της στὴν πλάκα τοῦ τάφου! Ὅλο τὸν πόνο της τὸν ἔβγαζε ἐκεῖ. Πήγαιναν, τὴν
ἔπαιρναν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ αὐτὴ ξαναγύριζε. Αὐτὸ γινόταν γιὰ χρόνια. Ὁ ἄνδρας της εἶχε
σκοτωθῆ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἡ κόρη της, λίγα χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
πατέρα, μόλις ἔγινε δεκαεννιὰ χρονῶν, πέθανε ἀπὸ καρδιὰ καὶ εἶχε μείνει μόνη
της ἡ φουκαριάρα. Ἂν τὸ δῆ κανεὶς αὐτὸ ἐξωτερικά, θὰ πῆ:
«Γιατί νὰ τὸ ἐπιτρέψη ὁ Θεός;». Καὶ αὐτὴ ἔτσι
ἐξωτερικὰ τὸ ἀντιμετώπιζε καὶ δὲν
μποροῦσε νὰ παρηγορηθῆ. Μιὰ φορὰ ποὺ πῆγα
νὰ δῶ τί συμβαίνει, μοῦ ἔλεγε: «Γιατί ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε αὐτό; Ὁ ἄνδρας μου
σκοτώθηκε στὸν πόλεμο. Εἶχα μιὰ κόρη, μοῦ τὴν πῆρε καὶ αὐτή...». Ἔλεγε-ἔλεγε, τὰ
ἔβαζε μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ τὴν ἄφησα νὰ ξεσπάση λίγο, τῆς εἶπα: «Νὰ σοῦ πῶ κι ἐγὼ
κάτι. Τὸν ἄνδρα σου τὸν ἤξερα· ἦταν πολὺ καλός. Σκοτώθηκε στὸν πόλεμο γιὰ τὴν
Πατρίδα, πάνω στὸ ἱερὸ καθῆκον. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἀφήση. Μετὰ σοῦ ἄφησε τὴν
κόρη σου γιὰ λίγα χρόνια κοντά σου, ὁπότε εἶχες μιὰ παρηγοριά. Ἔπειτα ὅμως, ἐπειδὴ
ἴσως θὰ ξέφευγε ἡ κοπέλα, τὴν πῆρε ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτὴν τὴν καλὴ κατάσταση ποὺ
βρισκόταν, γιὰ νὰ τὴν σώση». Αὐτή, ἐνῶ ὁ ἄνδρας της ἦταν πολὺ ἥσυχος, ἦταν λίγο
κοσμική. Δὲν τῆς εἶπα φυσικὰ ὅτι «ἐσὺ ἤσουν κοσμική», ἀλλὰ τὴν ρώτησα: «Τώρα, ἐσύ,
τί σκέφτεσαι; Ἀγαπᾶς τὸν κόσμο;». «Δὲν θέλω νὰ δῶ τίποτε καὶ κανέναν», μοῦ
λέει. «Βλέπεις, τῆς λέω, τώρα καὶ γιὰ σένα ὁ κόσμος πέθανε. Ὁ πόνος σὲ βοηθάει
καὶ δὲν σὲ ἐνδιαφέρει τίποτε τὸ κοσμικό. Ἔτσι μεθαύριο θὰ εἶστε ὅλοι μαζὶ στὸν
Παράδεισο. Τέτοια τιμὴ ὁ Θεὸς σὲ ποιόν τὴν ἔχει κάνει; Τὸ καταλαβαίνεις;». Μετὰ
ἀπὸ αὐτὴν τὴν συζήτηση σταμάτησε νὰ πηγαίνη στὸ Κοιμητήρι. Μόλις βοηθήθηκε νὰ
συλλάβη τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, ἡσύχασε.
– Γέροντα, ἄκουσα ὅτι, ὅταν κάποιος
δολοφονῆται, ἐξιλεώνεται, γιατὶ παίρνει
τὶς ἁμαρτίες του ὁ δολοφόνος.
– Ἔχει ἐλαφρυντικὰ κατὰ κάποιον τρόπο.
Μπορεῖ νὰ πῆ στὸν Θεό: «Ἐγὼ θὰ
μετανοοῦσα, ἀλλὰ αὐτὸς μὲ
σκότωσε». Ἔτσι θὰ
πέση τὸ βάρος
στὸν δολοφόνο.
Μερικοὶ ποὺ δὲν τοὺς κόβει λένε: «Ἂν ὑπῆρχε
Θεός, δὲν θὰ ἄφηνε νὰ γίνωνται συνέχεια ἐγκλήματα· θὰ
τιμωροῦσε τοὺς ἐγκληματίες».
Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ
Θεὸς ἀφήνει τοὺς ἐγκληματίες νὰ ζήσουν, γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι τὴν ἡμέρα τῆς
Κρίσεως, ποὺ δὲν μετανόησαν, παρόλο ποὺ τοὺς ἔδωσε χρόνια, γιὰ νὰ μετανοήσουν, ἐνῶ
ἐκείνους ποὺ σκοτώνονται θὰ τοὺς τακτοποιήση.
Ὁ θάνατος εἶναι ἀποχωρισμὸς γιὰ λίγα
χρόνια
Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος στὴν
πραγματικότητα δὲν πεθαίνει. Ὁ θάνατος εἶναι ἁπλῶς μετάβαση ἀπὸ τὴν μιὰ ζωὴ στὴν
ἄλλη. Εἶναι ἕνας ἀποχωρισμὸς γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα. Ὅπως, ὅταν πάη κάποιος, ἂς
ὑποθέσουμε, στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ ἕναν χρόνο, οἱ δικοί του στενοχωριοῦνται, γιατὶ θὰ
τὸν ἀποχωρισθοῦν γιὰ ἕναν χρόνο, ἢ ἂν λείψη δέκα χρόνια, ἔχουν στενοχώρια γιὰ τὸν
ἀποχωρισμὸ τῶν δέκα χρόνων, ἔτσι πρέπει νὰ βλέπουν καὶ τὸν ἀποχωρισμὸ ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα
τους πρόσωπα μὲ τὸν θάνατο. Ἂν πεθάνη, ἂς ὑποθέσουμε, κάποιος καὶ οἱ δικοί του
εἶναι ἡλικιωμένοι, νὰ ποῦν: «Μετὰ ἀπὸ καμμιὰ δεκαπενταριὰ χρόνια θὰ ἀνταμώσουμε».
Ἂν εἶναι νεώτεροι, νὰ ποῦν: «Μετὰ ἀπὸ πενῆντα χρόνια θὰ ἀνταμώσουμε». Πονάει
φυσικὰ κανεὶς γιὰ τὸν θάνατο κάποιου συγγενικοῦ του προσώπου, ἀλλὰ χρειάζεται
πνευματικὴ ἀντιμετώπιση. Τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ
οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»3. Πόσες φορὲς λ.χ. θὰ τὸν ἔβλεπε ἐδῶ στὴν γῆ;
Κάθε μήνα; Νὰ σκεφθῆ ὅτι ἐκεῖ θὰ τὸν βλέπη συνέχεια. Μόνον ὅταν δὲν ἔχη καλὴ ζωὴ
αὐτὸς ποὺ φεύγει, δικαιολογούμαστε νὰ ἀνησυχοῦμε. Ἂν λ.χ. ἦταν σκληρός, τότε, ἂν
πραγματικὰ τὸν ἀγαπᾶμε καὶ θέλουμε νὰ συναντηθοῦμε στὴν ἄλλη ζωή, πρέπει νὰ
κάνουμε πολλὴ προσευχὴ γι᾿ αὐτόν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Α´ Θεσ. 4, 13.
2 Βλ. Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Ἀκολουθία τοῦ
Μεσονυκτικοῦ, Ἐκτενῆ Δέησιν, σ. 22.
3 Α´ Θεσ. 4, 13.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου