ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 7. Ό φίλος τοΰ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

7. Ό φίλος τοΰ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



ΠΛΑΝΑΣ


ΩΣ ΕΔΡΑΙΩΘΗΚΕ στην Αθήνα ό κυρ Άλέκος Παπαδιαμάντης εύτΰς καί μέ τή βοήθεια τοΰ ξαδέλφου του Μωραϊτίδη, βρέθηκε σε παρέες συμποτικών φίλων πού σύχναζαν στά ταβερνάκια καί μπακάλικα τά διάσπαρτα τότε μέσα στά στενοσόκακα τής Πλάκας, τοΰ Ψυρρή, τοΰ Μεταξουργείου καί στις άλλες φτωχογειτονιές της Αθήνας.
Ένα άπ’ αυτά, μέ ξεχωριστή σημασία μαγαζί, ευρύχωρο όμως καί γεμάτο τραπέζια ήταν καί τό ταβερνομπακάλικο τοΰ Καχριμάνη στήν όδό Σαρρή καί Κραναοΰ, στοΰ Ψυρρή.
«Ή μιά πλευρά του στό βάθος ήταν πιασμένη μέ κρασοβάρελα. Ή άλλη άντίκρυ τους σκεπαζόταν άπό ράφια μέ είδη μπακαλικής. Σ’ αύτή τήν πλευρά βρισκόταν καί ό πάγκος τοΰ μαγαζάτορα, μέ τίς ζυγαριές. Έκέϊ πίσω στεκόταν όρθιος ό Δημήτρης, ό μεγαλύτερος άπ’ τά δύο άδέλφια. Ό άλλος, ό Βασίλης, ήταν γιά νά παίρνει παραγγελίες άπ’ τά τραπέζια».

Σ’ αύτή τήν ταβέρνα τοΰ Ψυρρή βρέθηκε κείνο τό Σαββαβόβραδο τοΰ 1891 ό κύρ Άλέκος μέ τή νέα συντροφιά του. Ήταν ό ξάδελφός του, ό πατήρ Νήμφων Διανέλλος, ό κύρ Θεοφάνης ό λαμπαδάρης των Αγίων Αναργύρων ό Χριστοφίλης, ό κυρ-Στρατής, ό κύρ Νικόλας Θεοφύλακτος καί κάνα-δυό άλλοι γνωστοί σέ όλους τούς θαμώνες τοΰ Καχριμάνη.

Καθώς ή κουβέντα κυλούσε έπιναν τού καλού καιρού τό κρασάκι τους. Έκαναν τά πειράγματά τους καί φλυαρούσαν. Μά ό κυρ-Άλέκος σ’ όλο αυτό τό διάστημα δέν έβγαζε άχνα άπό τό στόμα του Σωποΰσε κι έκανε τάχα πώς χάζευε. Ήταν όμως ευχαριστημένος άπ’ τό ώραϊο κρασί, τήν άπλότητα των άνθρώπων καί τήν έγκαρδιότητά τους.
Βέβαια έδώ στην Αθήνα ό κυρ-Άλέκος δέν είχε βρει τις έρημες παραλίες τής Σκιάθου πού άγαπούσε, τις ψαρόβαρκες, τούς μύλους, τά ψαροκάικα, τούς ταπεινούς ρασοφόρους καί τήν ήρεμη θαλασσινή ζωή.
«Καθημερινή μέθη δι’ έμέ είναι νά κάθωμαι τό δειλινό, έπί ώρας, έως τήν δύσιν τού ήλιου καί τήν πρώτην άμφιλύκην, έξω άπό τό μικρόν καπηλέϊον, όπόθεν βλέπω όλους τούς διαβάτας χωρίς νά κοιτάζω κανένα...».
Ωστόσο, όταν σκοτείνιαζε ή μέρα, έβλεπε κάποιες ταβερνούλες καί μερικές άπόμερες γωνιές τής Αθήνας πού έμοιαζαν μέ τού νησιού του. Κι άκόμα, συναντούσε φιγούρες άνθρώπινες ώσάν έκεϊνες πού άποτύπωνε στις διηγήσεις του.
Άλλωστε στήν πρωτεύουσα κείνη τήν εποχή κυκλοφορούσαν καί πάμπολλοι νησιώτες μέ τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες τους πού έδιναν ένα χρώμα νοσταλγίας, άλλά καί συνέχειας στή ζωή του
Έτσι ήταν άναπαυμένη ή ψυχή τού κύρ Άλέκου κείνο τό Σαββατόβραδο πού τά κουτσόπινε. Κι όταν θέλησε νά μιλήσει σέ κάποια στιγμή πού οί άλλοι σώπασαν άπό τήν εύχάριστη φλυαρία τους, τό μόνο πράγμα πού ρώτησε ήταν:
-Αγρυπνίες, άγρυπνίες γίνονται έδώ στήν Αθήνα;
"Ολοι τότε άπόρησαν μέ τήν έρώτηση τού νιοφερμένου. Άλλά ό Χριστοφίλης προθυμοποιήθηκε εύτύς νά τού άπα ντήσει:
-Καί βέβαια γίνονται άγρυπνίες στή Μεταμόρφωση, στούς Άγιους Αναργύρους έδωνά, στόν Άγιο Έλισσαΐο...

Καί μονομιάς ζωντάνεψε ό κύρ Άλέκος. Τά μάτια του άστραψαν. Κι άλλαξε παρευτύς ή διάθεσή του.
-Καί γίνονται οί άγρυπνίες με τό παλιό, ορθόδοξο τυπικό: ξαναρώτησε ό Παπαδιαμάντης.
-Οί καλύτερες άγρυπνίες τελούνται στόν Άγιο Έλισσαίο συμπλήρωσε ό πατήρ Νήμφων. Αποδώ, κι έδειξε τόν κυρ- Στρατή, είναι ό λαμπαδάρης τού ναού. Μπορεί νά σοϋ πει πιότερα καί νά σε γνωρίσει στή μητέρα Όλυμπιάδα.
-Καί ποιά είναι ή γυναίκα αύτή με τό σπουδαίο αυτό όνομα;
-Δική της είναι ή Εκκλησία. Μάλιστα έλόγου της διαλέγει τούς παπάδες, τούς ψάλτες καί τούς καντηλανάφτες.
-Άν θές μπορούμε κι άπόψε νά πάμε πρός τά κεϊ, συμπλήρωσε ό Μωραϊτίδης. Έχει άγρυπνία. Θά σού άρέσει νομίζω. Τό ψάλσιμο γίνεται μέ τό άγιορείτικο τυπικό, όπως σ’ άρέσει.
-’Έ, τότες τί καθόμαστε; Θέλω νά γνωρίσω άπόψε τόν Άγιο Έλισσαΐο. Πού ξέρεις; Μπορεί νά ’βρω τό νησί μου καταμεσίς στήν Αθήνα...
«Τη θεία είκόνι σου προσδραμών εν τώ σω τεμένει, κλινών γόνυ πανευλαβώς, Προφήτα Κυρίου Έλισσαΐε, επικαλούμαι θερμώς την σήν άντίληψιν».
-Άπό τήν πρώτη κι όλας άγρυπνία στόν Άγιο Έλισσαΐο ό κυρ-Άλέκος σκλαβώθηκε στήν κυριολεξία. Παράδωσε λές τήν ψυχή του άμαχητί σ’ αύτό τό άπροσποίητο δραμα. Σέ κείνη τήν ίεροψαλτική, μυσταγωγική άτμόσφαιρα. Κι άπό τότε δέν έλεγε πιά νά ξεκολλήσει
Στήν άρχή ό Παπαδιαμάντης παραστεκόταν στό δεξιό άναλόγιο. Σέ λίγο όμως ζήτησε καί τόν άφησαν νά ψέλνει κανονικά. Ήταν έτσι τό συνήθειο Καί σιγά-σιγά μπήκε στο χορό τής ψαλτικής τοΰ Αγίου Έλισσαίου κι όλοι άκουγαν μέ κατάνυξη θρησκευτική τη χαρακτηριστική φωνή του. «Έψάλαμεν τήν ’Άμωμον, όπως συνηθίζεται εις τό 'Άγιον Όρος» έλεγε συχνά, γιά νά δείξει πόσο ήταν κι ό ίδιος ευχαριστημένος, συνεχίζοντας, όπως φαινόταν τήν παράδοση τοΰ νησιού του στήν Αθήνα.
«Ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, άτε γεννηθείς καί άνα- τραφείς εν Σκιάθφ, ένθα θεραπεύεται μεγάλως, καί νϋν έτι, ή βυζαντινή μουσική, λόγω τής γειτνιάσεως τής νήσου ταύτης μετά τοΰ Αγίου Όρους, καί τυγχάνων υιός Ιερέως, φύσει δ’ έχων τήν κλίσιν πρός τήν έκκλησίαν, ήγάπησεν αύτήν παιδιόθεν, ώς τούτο συμβαίνει παρ’ άπασι τοϊς άγαθόίς νησιώταις. ’Ήκουσεν έπομένως ούτος πολλούς ψαλμούς, είτε εν τή πατρίδι αύτού, είτε άλλαχοΰ, καί μάλιστα έν Αγίω Όρει, ένθα συχνά μετέβαινεν ούτος πρός έπίσκεψιν των έκεΐ Ιερών Μονών...» (Α. Τσικνόπουλος).
Σέ λίγο καιρό τήν έδραίωσή του κι έπίσημα στό δεξιό άναλόγιο άναγνώρισε καί ή μητέρα Όλυμπιάδα. Κι «Έτσι ό Παπαδιαμάντης άβίαστα καί άσυζήτητα πήρε τή θέση τού δεξιού ψάλτη καί τυπικάρη στόν Προφήτη Έλισσαΐο, όχι μόνο γιατί ήταν γνώστης τών τυπικών καί τών άκολουθιών, άλλά καί γιατί μπορούσε νά κάνει τις σπάνιες έκείνες έκτελέσεις πού μόνο στις άγρυπνίες καί στό Όρος γίνονται» (Γ. Βαλέτας).
Ή όλη όμως ψαλτική πανδαισία στις άγρυπνίες τοΰ Αγίου Έλισσαίου συμπληρωνόταν καί μέ τή μαεστρία τοΰ άριστεροΰ ψάλτη. Κι αύτός ήταν ό άλλος Αλέξανδρος, ό Μωραίτίδης ό όποίος ήταν έξΐσου έκφραστικός καί παραδοσιακός.
«Ήταν δέ οί ψάλται, ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί ό Αλέξανδρος Μωράίτίδης, οί άπό Σκιάθου δίδυμοι διηγηματογράφοι καί τρυφερώτατοι συγγραφείς, οί άληθείς καί εύσεβέστατοι ούτοι χριστιανοί.»

Κοντάκιον
«Ίατρεΐον των χριστιανών έτοιμότατον, ό Ναός σου άνεδείχθη Παναοίδιμε, διό οί άρρωστήμασι κυκλούμενοι δεινώς, εν αύτώ αθροιζόμενοι, τήν σήν βοήθειαν θερμώς, έξαιτούμεθα κράζοντες· ένδοξέ Έλισσαΐε, Προφήτα Θεού τρισμάκαρ, μή ύπερίδεις νΰν ήμας, κινδυνεύοντας εις θάνατον».

Αγρυπνία στον 'Άγιο ’Ελισσαίο μέ τόν παπα-Νικόλα Πλανά, τόν Παπαδιαμάντη καί τό Μωραϊτίδη. (Σχέδιο Ράλλη Κοψίδη, από τή «θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τόμ. Α ', στ. 333).

Ό πρώτος ό καί έν τή “Ακροπόλει” συνάδελφος είχε μεταρσιωθή έν τη εκπληρώσει των ιερών τούτων καθηκόντων. Αίγλη άπολύτου ευτυχίας έφώτιζε τήν δασύτριχα μορφήν του μέ τήν σγουρών μαύρην γενειάδα καί τήν όμόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ήτο άγνώριστος καί ή μορφή έκείνη ή τόσο σκυθρωπή κατά τάς ώρας τής έργασΐας... έφαιδρύνετο ύπεράνω τού ίεροψαλτικοΰ άναλογίου...
»Ό άλλος άπέναντι, ό συγγραφεύς τοΰ “Δεκατιστοϋ”, είχε τό ήθος ταπεινότερον καί έφαίνετο βυθισμένος εις όνει- ρον θρησκευτικής άφοσιώσεως καί λατρείας. Έπακουμβών επί τοΰ έρείσματος τοΰ στασιδιού δι’ άμφοτέρων τών χειρών έκλινε τήν φαλακρών κεφαλήν του, μέ τήν μακράν μαύρην γενειάδα, τό λείο μέτωπον καί τήν γρυπήν ρίνα καί ήμικλείων τούς οφθαλμούς, έψαλλεν ήρέμα, μόλις άκουόμενος. Καί ήτο τό θέαμα τών δύο αύτών άπό Σκιάθου θεόπνευστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον...».
Αλλά τό σπουδαιότερο γιά τόν κυρ-Άλέκο Παπαδιαμάντη, μετά τήν ανακάλυψη τοΰ Αγίου Έλισσαίου καί τή συμμετοχή του στις άλησμόνητες άγρυπνίες, ήταν ή γνωριμία του μέ τόν άγαθό Ιερέα τοΰ ναοΰ, τόν παπα-Νικόλα Πλανά. Έπρόκειτο πραγματικά γιά μιά άποφασισακή στιγμή τής ζωής τοΰ μεγάλου διηγηματογράφου καί πιστοΰ τέκνου τής Εκκλησίας, πού άφησε άνεξίτηλα χαραγμένη τή μορφή καί τό χαρακτήρα του στήν ψυχή του.
Ό Παπαδιαμάντης όταν άρχισε νά γράφει τίς διηγήσεις του θυμόταν, άναπολοΰσε καί νοσταλγοΰσε τούς ταπεινούς ποιμένες τοΰ νησιοΰ του. Έγραφε τή ζωή, τήν πολιτεία, τά βά-σανα καί τήν αγιοσύνη τους. Μά όταν βρισκόταν καί συνανα-στρεφόταν τόν παπα-Νικόλα έβλεπε καί ζοΰσε τήν πραγματική ιστορία τους καί στήν Αθήνα στό πρόσωπο τοΰ παπα- Πλανά. Τόν παρακολουθούσε ώς μιά μορφή ζωγραφισμένη πάνω στό τέμπλο τής Εκκλησίας ώς μιά πανάρχαια φιγούρα πού έρχόταν βαθιά, μέσα άπό τούς χριστιανικούς αιώνες...

"Εβλεπε ολοζώντανα την ένσάρκωση των δσων πίστευε γιά τόν ορθόδοξο παπά. Κι εύτΰς πρόσφερε τήν καρδιά του σε μιά ολοκληρωτική, πνευματική υποταγή, σ’ ένα πέρα, ώς πέρα άληθινό, γνήσιο ποιμένα.
Ποιμένας στήν κυριολεξία είναι κείνος πού μπορεί νά άναζητήσει καί νά θεραπεύσει τά άπολωλότα λογικά πρόβατα μέ τήν ακακία του, τό ζήλο του καί τήν προσευχή του» (Ιωάννης τής Κλίμακος).
Μέ λίγα λόγια δηλαδή ό ταπεινός καί φωτισμένος παπάς του Αγίου Έλισσαίου είχε παραδειγματίσει, καί γιατί όχι, γιά πολλά χρόνια, καθοδηγήσει πνευματικά τόν κολοσσό αύτό των ελληνικών γραμμάτων.
«Γιά τούτο είναι φυσικό μ’ έναν τέτοιο λειτουργό νά συμπροσεύχεται ό Παπαδιαμάντης καί στις λειτουργίες καί στις άγρυπνίες ένύς τέτοιου ιερέα νά ψάλλει έπί χρόνια καί χρόνια. Δέν διάλεξε κανένα δόχτορα ξένης Θεολογικής Σχολής, ούτε κανένα διανοούμενο, όπως δέν διάλεξε τέτοιους ούτε ό Κύριος. Στάθηκε δίπλα σ’ έναν άξιο τού πρώτου των Μακαρισμών» (Κοστής Μπαστιάς).
Ό Παπαδιαμάντης «Είργάζετο μόνος σέ ένα δωμάτιο. ’Ήτανε πάντοτε κακοντυμένος. Όχι τόσο άπό φτώχεια, όσο άπύ άδιαφορία. Ένας Μποέμ. Ένα καπέλλο τής κακής ώρας. Πουκάμισο σάν νυχτικό. Λαιμοδέτη, άλλοτε φορούσε καί άλλοτε όχι. Πανταλόνι μέ ξέφτια, γόνατα καί χρώματος άκαθορΐστου. Παπούτσια σάν άρβύλες. Καί γιά νά κρύψει όλο αύτό τό χάλι, έφορούσε άπό πάνω ένα μαύρο χοντρό παλτό, πού είχε όλα τά χρώματα τής ιριδος, φόδρες σχισμένες, λεκέδες, τρύπες, μπαλώματα, ξέφτια στά μανίκια, τσέπες ξεχαρβαλωμένες σάν σακκούλες, ζαρωματιές - γιατί ό Παπαδιαμάντης ποτέ του δέν έβγαζε τό παλτό...
Τά γένια του τσαλακωμένα. Τά μαλλιά του άχτένιστα πάντοτε. Ό κολλάρος τού παλτού του λιγδωμένος γύρω-τριγύρω καί γεμάτος πιτυρίδα. Τά μάτια του είχαν μιάν έκφραση άλλόκοτη. Ποτέ του δέν σ’ έκοίταζε ίσια. Τό βλέμμα του σκοτεινό καί κουρασμένο, έπεφτε δίπλα σάν νά έκοίταζε τόν ώμο σου. Ή φωνή του βραχνή, άδΰνατη, χωρίς κανένα χρώμα. Τό γέλοιο του ήταν άγνωστο. Βαρύς, μονοκόμματος, σκυθρωπός... Πίσω άπό όλο αύτό τό άποκρουστικό εξωτερικό, έκρυβε μιά ψυχή άγνή, μιά ψυχή μικρού παιδιού ’Άκακος σάν καλός χριστιανός, ήμερος σάν άρνί, εύκολος χωρίς άξιώσεις, χωρίς παραξενιές, χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς έγωϊσμούς, σάν νά μήν είχε κι αυτός δικαιώματα στή ζωή... Αφιλοκερδής όσον έπαιρνε... Περιφρονητής τών πάντων: Υπουργημάτων, άξιωμάτων, χρήματος, κοινωνικής λάμψεως...» (Στέφανος Στεφάνου).
Έτσι «ψηλό, μέ μαύρα μαλλιά, κουρασμένο καί φτωχά ντυμένο» τόν πρωτοεΐδε καί ό παπα-Νικόλας Πλανάς τόν Παπαδιαμάντη. Κι άργότερα πού έτυχε νά συναντηθούν στό σπίτι τής σπλαχνικής μητέρας Όλυμπιάδας καί στοΰ καλού άνθρώπου Νικόλα Μπούκη.
Αλλά σάμπως παρόμοια δέν ήταν ή εμφάνιση σέ άπλότητα καί ή κοσμική άδιαφορία τού παπα-Νικόλα; Καί πάντα φτωχός δέν παράμενε ένεκα πού δλα τά πρόσφερνε στούς συνανθρώπους του;
Είχαν τήν ίδια ηλικία: Γεννήθηκαν κι οί δυό οτά 1851. Κι ήταν ή προέλευσή τους κοινή, νησιώτικη: Ό ένας άπό τή Σκιάθο κι ό άλλος άπό τή Νάξο. "Εφερναν δηλαδή μέσα τους κι οι δυό τις ίδιες, παραδοσιακές άξιες τού Ελληνισμού καί τής “Ορθοδοξίας σέ μιά Αθήνα χαμένη μέσα στήν ξυπασιά, στήν κακία καί στή δαιμονική άπάτη καί κατάξερη άπό πολιτιστική παράδοση.
«Ό νεοπλουτισμός καί ή κοινωνική προκοπή άρχιζαν τότε άκριβώς νά άπαρνιώνται τή λαϊκή τους καταγωγή, νά περιφρονοΰν τίς λαϊκές άξιες, νά έγκαταλείπουν τό ύπαιθρο καί νά βολοδέρνουν μέσα στά εύρωπαϊκά ρεύματα χωρίς νά μπορούν ν’ άφομοιώσουν τίποτα καί νά προσανατολιστούν πουθενά» (Γ. Βαλέτας).

Ο παπα-Νικόλας είχε εξίσου μέ τόν Παπαδιαμάντη την ίδια εξωτερική έμφάνιση... Δέ φορούσε λαμπερές στολές κι ούτε χρησιμοποιούσε φαιλόνια χρυσοΰφαντα καί επιτραχήλια έντυπωσιακά. Τό ρασάκι του, έπειδή δέν προλάβαινε νά τό αλλάξει, ήταν πάντοτε λερό, γεμάτο κεριά, λαδιές άπό τά καντήλια καί μύριζε μοσχολίβανο καί παπαδοσύνη. Κι όταν πάλιωνε ή πρασίνιζε πολύ άπό τήν πολυκαιρία, τότε μόνο κάποιοι φιλάνθρωποι χριστιανοί, μέ τό ζόρι, τού άγόραζαν καινούργιο. Αλλά καί πάλι βρισκόντουσαν κάποιοι πονηροί καί τού τό έκλεβαν. Ή καί τούς τό χάριζε όταν τού τό ζητούσαν. Στις δικαιολογημένες μάλιστα διαμαρτυρίες των γυναικών τής συνοδείας του έκεΐνος άποκρινόταν:
-Έγώ, έγώ τούς τό χάρισα.
-Μά γιατί παπούλη τό ’δωσες πάλι;
-Αύτά δέν είναι γιά μάς, είναι γιά τούς νέους, γιά τούς νέους...
'Ωστόσο, δταν έμενε μόνος του, συχνά έκλαιγε γιά τούς άδικους έμπαιγμούς καί τις άλλες διώξεις πού τού έκαναν. Κι άπευθυνόμενος στόν Πατέρα καί Κύριό του, ψιθύριζε:
-’Εσύ, έσύ ξέρεις Κύριε Έσύ πού μοιράζεις τό κάθε τι στούς άνθρώπους καί άκοΰς τήν καρδιά τους.
Στήν εμφάνισή του ό παπα-Νικόλας Πλανάς ήταν άνθρωπος μικροκαμωμένος, κοντούλης. Καί τόν περισσότερο καιρό κυρτός, μαζεμένος καί σιωπηλός. Τό βάδισμά του ήταν άνάλαφρο, άθόρυβο, εύκίνητο. Θαρρούσες ότι περπατούσε στά νύχια... Είχε μορφή άγαθή, ήμερη. Καί τά άνοιχτόχρωμα, νησιωτικά μάτια του έδειχναν καλοσύνη καί πραότητα.
Δέν τό έκρυβε ότι ήταν άνθρωπος εύσυγκίνητος, χαρακτήρας εύαίσθητος. "Οταν κάτι δέν πήγαινε καλά κλεινόταν στό κελάκι του καί προσευχόταν μέ τις ώρες...
Ή άφέλεια καί ή απλότητα τού παπα-Νικόλα στήν καθημερινή ζωή του θύμιζε τήν παιδική άγαθότητα. Μά καί οί σκέψεις, τά λόγια του, ή αύθορμησία του είχαν τήν ειλικρίνεια καί άθωότητα παιδιού.
Εξάλλου ό παπα-Πλανάς όχι μόνο δεν είχε κοσμική μόρφωση καί ευφράδεια, άλλά ήταν συνάμα καί «... ολίγον τι βραδύγλωσσος. Τά λάθη, όσα κάμνει εις τήν άνάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Καί όμως έξ όλων των άκροατών του, έξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δέ γέλα. Διατί; Τόν έσυνηθίσαμεν, καί μάς άρέσει. Είναι άξιαγάπητος. Είναι άπλοϊκός καί ένάρετος. Είναι άξιος του πρώτου των Μακαρισμών τοϋ Σωτήρος» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).
«Μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών έοτι ή βασιλεία των ούρανών».
Άλλά ήταν σκληρό, γιά έναν τέτοιο παπά, συνάμα καί χαρακτηριστικό τής άντίληψης πού είχαν τότε οί έπίτροποι τοϋ Άι-Γιάννη, όταν στά 1912 τό «Εκκλησιαστικό Συμβούλιο προσδιόριζε μηνιαΐον μισθόν διά τόν έφημέριον ιερέα δρχ. έξήκοντα (60) μόνο καί διά τόν δεξιόν ψάλτην δρχ. τεσσαράκοντα...».
Ένώ άργότερα, τόν Ιανουάριο τοϋ 1922 ψήφιζαν «Παμψηφεί μισθοδοσίαν έκ δρχ. 400 Μηνιαίως διά τόν Έφημέριον Νικόλαον Λαμπρόπουλον καί μισθόν δραχμών 200 διά τόν Παλαιόν καί άνευ προσόντων έφημέριον αιδεσιμότατον κ. Ν. Πλανάν...», άποκαλώντας τον καί ώς «άνευ προσόντων Έφημέριον Βοηθόν» σέ άλλη περίπτωση πιό ώμής καί άπροσχημάτιστης διατύπωσης.
Τό ότι όμως ήταν ολιγογράμματος καί «άνευ προσόντων» τυπικών καί θεολογικών, τά όποια είχε ό συνεφημέριός του παπα-Νικόλας Λαμπρόπουλος πού ήρθε στόν 'Άι - Γιάννη στά 1916, δέν έμπόδιζε τόν παπα-Πλανά νά έχει καλλιέργεια ψυχής, ήθος καί υψηλή ικανότητα εύθύνης.

Δείγμα έλάχιστο αυτής τής άξίας του ήταν παλαιότερη απόφαση τοΰ «Εκκλησιαστικού Συμβουλίου» τοϋ ναοϋ που ομόφωνα καί άπερίσπαστα όριζε ότι:
«Επειδή ό Πρόεδρος κ. Αλέξανδρος Περσάκης έπιστρατεύθη, έκλέγομεν καί διορίζομεν ώς αντιπρόεδρον τόν αιδεσιμότατον εφημέριόν μας κ. Νικόλαον Πλανάν».
Οΰτε βέβαια μείωνε τήν παπαδοσύνη του καί τή διακονία του επειδή ήταν άνθρωπος μέ γλυκιά γλώσσα, ήπιος, παρηγορητής, λουσμένος στό φως τής αγιότητας
Μάλιστα:
«Πολλοί βλέποντες τήν αρετήν του, καί αυτοί έπαρακινοϋντο πρός τήν αρετήν- πολλοί άκούοντες τήν διδαχήν του, τά μέν φθαρτά ετούτα έκαταφρονοϋσαν, τά δέ ουράνια επιθυμούσαν. Καί τί νά λέγω τά περισσά; Επειδή μέγας ήτο εις τήν αρετήν καί είς τήν κατά Θεόν πολιτείαν, δέν ήδυνήθη νά μάθη τούς άνθρώπους- μή θέλοντας τόν έπαινον...».
-Νομίζεις, παιδί μου πώς καί έγώ δέν ήξεύρω νά μιλήσω; Ήξεύρω, άλλά σκέφτουμαι τό άποτέλεσμα κι έτσά σιωπώ, συνήθιζε νά λέει ό παπα-Νικόλας, κρύβοντας μέσα του κι άλλες άποχρώσεις τής ζωής του. Κι άφήνοντας μόνο κείνο τό άρωμα καί τό χρώμα πού ώφελοϋσαν άπευθείας τίς ψυχές κι ήταν όμοιο μέ τήν ούράνια μακαριότητα
Άλλωστε ήξερε τίς δυνατότητές του καί πιότερο τό χώρο όπου μπορούσε νά κινηθεί καί νά ενεργήσει. Δέν παρέμβαινε στις αρμοδιότητες τοΰ άλλου. Γι’ αύτό κι όταν τοΰ έφεραν στόν 'Άι-Γιάννη στά 1916 τό «μορφιυμένο» προϊστάμενο, ό παπα-Νικόλας άναγνώρισε τήν αποστολή του. Έδειξε ύπακοή, όπως πάντοτε καί χαιρόταν τόν ικανό παπά στούς τομείς πού εκείνος ίσως δέν μπορούσε νά δώσει λύσεις. Καί άκόμα δέχτηκε τόν τίτλο τοΰ «βοηθού» καί τοϋ παπά «άνευ προσόντιυν», ακριβώς όπως έκανε καί ό Παπά Τρέχας, καθώς χαριτωμένα μάς διηγείται ό Αδαμάντιος Κοραής:
«Ήκουσεν ότι ίερεύς τις, είδήμων τής Ελληνικής γλώσσης, έπεριήρχετο τήν νήσον, ζητών νά έμβή είς καμμίαν εκκλησίαν Εφημέριος. Τί κάμνει ό καλός σου Παπά Τρέχας; Τρέχει πρός αυτόν νά τόν προλάβη νά δεχθή άντ’ αύτοΰ τήν έφημερίαν τής Βολισσοΰ. Μόλις έμαθαν οί ταλαίπωροι Βολισσιανοί τό άπροσδόκητον εις αυτούς μέγα δυστύχημα τούτο, κ’ έτρεξαν άνδρες καί γυναίκες μέ δάκρυα παρακα- λούντες με νά τό έμποδίσω. Αφήνω σε, φίλε, νά στοχασθής πόσην άπορίαν έπροξένησεν εις έμέ τόν μεσίτην τό κίνημα τούτο τού ίερέως, καί μάλιστα όταν, έρωτήσας αύτόν διά τί άπεφάσισε νά παραιτηθή τήν έφημερίαν, έλαβα ταύτην τήν άπόκρισιν:
»Έγώ, τέκνον, είμαι άγράμματος· τόν όποιον έπιθυμώ νά βάλω είς τόπον μου έφημέριον, είμαι βέβαιος, ότι είναι έπιτηδειότερος παρ’ έμέ νά διδάσκη καί νά κυβερνά τάς ψυχάς των καλών μου τούτων χωρικών.
»Είς τοιαύτην γενναίαν άπόκρισιν τί είχα ν’ άνταποκριθώ; Συνέκλαυσα κ’ έγώ μέ τούς Βολισσιανούς, καί έπρόσμενα μέ λύπη τής ψυχής μου τήν στέρησιν τού καλού τούτου ίερέως, τήν όποιαν καί ήθέλαμεν πάθει, εάν οί κάτοικοι τών Θυμιανών δέν έπρόφθαναν νά λάβωσι τόν λόγιον ιερέα ώς έφημέριον, καί ν’ άφήσωσι πάλιν είς ημάς τόν ίδικόν μας. Τού θαυμαστού ημών Παπά τό έργον τούτο, δέν τό κρίνεις, φίλε, ώς έγώ, άληθώς Σωκρατικόν;».
Ό Παπαδιαμάντης είχε τή μοναδική ικανότητα νά κατα-γράφει στίς διηγήσεις του τόν άνθρώπινο πόνο, τή φτώχεια καί τήν έγκατάλειψη, όντας κι ό ίδιος φτωχός καί μοναδικός παρατηρητής τής ζωής. Πίστευε όμως ότι τό κλειδί τής ζωής δέν ήταν ό πλούτος ούτε οί ύλικοί θησαυροί τού κόσμου, άλλά τό «αύριο τής ψυχής».
Βασικά διαφορετικός σέ χαρακτήρα ήταν ό παπα-Νικόλας. Δέν είχε τή δεξιότητα νά καταγράφει τόν άνθρώπινο πόνο καί τή δυστυχία. Ούτε γεννήθηκε φτωχός. Καί δέν ζούσε μέσα σέ στέρηση καί έγκατάλειψη. Αντίθετα βίωνε τά καθημερινά προβλήματα τών άνθρώπων καί προσπαθούσε νά τά απαλύνει.

Ό παπα-Νικόλας δέν ήταν ανήμπορος γιά δράση καί πρακτική άποτελεσματικότητα όπως ό Παπαδιαμάντης Κι οΰτε δίσταζε μπροστά σε οτιδήποτε. Αλλά έστεργε εύτΰς, νά βοηθήσει καί νά λειτουργήσει δπου τόν έκαλοϋσαν. Ακόμα διακινδυνεύοντας κι αυτή τήν άκεραιότητα τής ύπαρξής του
Ό ίδιος ό Παπαδιαμάντης έλεγε ότι «Έγώ έγεννήθην διά νά γράφω καί νά διαβάζω μόνον». Καί όπως λέει ό Γ. Βαλέτας «Πάν’ άπ’ όλα ήταν ένας σκλάβος τής συνήθειας καί δέν εΰρισκε πουθενά τή λευτεριά καί τήν άνεσή του παρά στ’ άγαπημένα έρημητήριά του στοΰ Ψυρρή καί στήν άπομόναχη κι άσάλευτη ζωή, όπου δέν υπήρχε ό φόβος καί τό κακό μάτι τοΰ διπλανού, πού ήταν γιά τόν Παπαδιαμάντη σωστός κίνδυνος».
Ένώ ό παπα-Πλανάς μέσα άπό τό δραμα καί τίς παραδείσιες πνευματικές άπολαύσεις, έβλεπε καί έψαυε τά υπαρκτά άνθρώπινα προβλήματα. Ζοΰσε τή συγκεκριμένη στιγμή τής γήινης διάστασης τού κόσμου. Καί γνώριζε άπό μικρό παιδί καί παλικαρόπουλο άργότερα, ως θεληματάρχης τής άγάπης, τίς λύπες καί τίς χαρές ως δικές του. Επιθυμούσε μάλιστα νά ξαναζωντανέψει μέσα στή νεκρή Αθήνα τό λόγο καί τή χαρά τοΰ Θεού πού είχε ζήσει στή Νάξο. Κι έδώ, άπό άλλους δρόμους συμφωνούσε μέ τόν Παπαδιαμάντη. Πίστευε δηλαδή κι ό παπα-Νικόλας ότι δταν έξασφαλίσεις «τό αύριον τής ψυχής» εύτύς κι ώς διά μαγείας, έξασφαλίζεται καί τό καθημερινό ψωμί. Επειδή εισέρχεται τότε τό άπλετο φως μέσα στή ζωή σου καί μονομιάς βλέπεις τά πρόσωπα καί τά πράγματα μέ άλλη οπτική
Ό παπα-Νικόλας ίσως δέν έμβάθυνε πάντοτε ατά γεγονότα. "Ηξερε όμως νά ζεΐ μέ άποτελεσματικότητα καί νά χαρίζει στούς άλλους άπλά, όπως  ρέει ή ζωή, τήν ελπίδα. Αύτό μπορούσε κι αύτό έδινε. Αλλά τό έδινε μέ ίλαρότητα, μέ κέφι καί άγόγγυστα άκατάπαυστα. Κι ήταν μιά δύναμη ψυχής. Μιά επιβεβαίωση τής άπολυτότητας τοΰ λόγου τής άγάπης.

Εξάλλου «Ή άγάπη κατά τούς Ησυχαστές δεν είναι μιά παθητική αίσθηση, μιά ηδονή καί καρπός εγκόσμιας πείρας, άλλά μιά ζώσα ένέργεια, μιά φορά πρός τό άντικείμενο, πράξη προσφοράς, κι ή άλλη όψη στό νόμισμα τής ταπεινο-φροσύνης...».
Άν καί έζησε ό παπα-Νικόλας ευτυχισμένα χρόνια μέσα σέ οικογενειακή γαλήνη, έντούτοις δέ χρειάστηκε καμιά προσπάθεια άσκητικής μύησης. Ό λιτός βίος, ή έσωτερική καί όχι μόνο ή εξωτερική έπάρκεια, είχαν γίνει καθημερινή συνείδησή του. Ατσάλινο καί άσυμβίβαστο στοιχείο τοΰ έαυτοΰ του.
Μέρες έμενε νηστικός. Καί έβδομάδες έκανε νηστεία. Όχι όμως κλεισμένος στό κελάκι του, άλλά τρέχοντας στις φτωχογειτονιές καί στά έξωκκλήσια γιά νά διακονήσει τήν άνθρώπινη πνευματική καί υλική άνάγκη.
Δέν ξανοιγόταν πολύ μέ τούς άνθρώπους. Είχε κάποια δειλία καί κείνος, μά ήταν εξωτερική. Τά λόγια του ήταν μετρημένα. Καί ποτέ δέν διαμαρτυρόταν άκόμα κι όταν μπορούσε νά άντισταθεϊ στήν άδικία. Τό χρέος του τό ένιωθε μέσα στήν ψυχή του, ωσάν τόν Παπαδιαμάντη. Γι’ αυτό καί έκαναν παρέα κι είχαν καί κοινούς φίλους.
Στόν 'Άγιο Έλισσαΐο ό παπα-Νικόλας τελούσε κάθε χρόνο καί πάρα πολλές άγρυπνίες, έξόν άπό τούς τακτικούς έσπερινούς, τις παρακλήσεις, τις άλλες άκολουθίες καί τά μυστήρια. Στις περισσότερες άγρυπνίες ψάλτης ήταν ό Πα- παδιαμάντης μέχρι τό 1908, πού έφυγε γιά τή Σκιάθο καί δέν ξαναγύρισε στήν Αθήνα.
Έκεΐ είχε στήσει τό στρατηγείο του βασικά. Ήταν σάν νά λέμε τό Θαβώρ τής Αθήνας άπ’ όπου έλαμπε καταμεσίς τοΰ κέντρου τής πρωτεύουσας τότε ή αγιοσύνη καί ή δράση τού παπα-Νικόλα.
Έκεΐ, έξόν άπό τήν τακτική, μόνιμη γυνακεία άκολουθία πού είχε, πήγαιναν συχνά φοιτητές, μοναχοί, καθηγητές, άφοροι πνευματικοί άνθρωποι κι άκόμα ό Βλαχογιάννης, ό Γρυπάρης, ό Βέης, ό Μαλακάσης, ό Βλάσης Γαβριηλίδης κι οί πολύ νεώτεροι: Φιλόθεος Ζερβάκος, ό Κωστάκης Ματθαιάκης, ό Νεκτάριος Κεφαλάς, ηγούμενοι κι Επίσκοποι της Εκκλησίας καί πολλοί άλλοι.
Όλη αύτή ή στενή συνοδεία καί συντροφιά γύρω άπό τόν παπα-Πλανά, τόν Παπαδιαμάντη καί τόν Μωραϊτίδη άποτελοϋσε μιά άθόρυβη μειοψηφία, πού διατηρώντας την κατανυκτική παράδοση μέσα στούς κόλπους τής Όρθοδοξίας, έσωζε πνευματικά την Ελλάδα...
Ξεχωριστή ήταν δμως ή συνάφεια όλων αύτών τών πιστών άνθρώπων, όταν βρίσκονταν στά σπίτια κοινών φίλων όπως τής Όλυμπιάδας, τού Νικόλα Μπούκη, στούς Αγίους Αναργύρους τοϋ Ψυρρή, τού Παπαβασιλείου στήν Πλάκα ή τού Νίκου Παπαδόπουλου στήν όδό Μαυρομιχάλη, τοϋ Γιώργου Δεκουλάκου, τοϋ Παπαθεοφίλου, τοϋ Μανώλη Σταμέλου, τής Μάρθας μοναχής, Τσιμισκή 48...
Έκεΐ συμποσιάζονταν συχνά καί κουβέντιαζαν μέ τίς ώρες. Κι ό ένας έβρισκε τήν εύκαιρία νά γνωρίσει τόν άλλο καί σιγά-σιγά ν’ άποτελέσουν ένα μικρό, ξεχωριστό ποίμνιο.
«Εις τήν μικράν σάλαν έγίνοντο συχνά δείπνα ξενίας, άγάπης χριστιανικής.
»Ή Ολυμπίάς ήτο έπιδέξιος μαγείρισσα, τήν δέ τέχνην ταύτην είχε διδάξει καλώς καί εις τήν άνεψιάν της. Έκει έφιλεύοντο πολλάκις καί ό μπαρμπα-Μάρκος καί άλλοι φιλόθρησκοι».
Σ’ ένα τέτοιο, πανηγυρικό δείπνο, μετά τήν Κυριακάτικη λειτουργία, βρέθηκαν όλοι μαζί οί συμποτικοί κι οί άλλοι φίλοι στό φιλόξενο σπίτι τής μητέρας Όλυμπιάδας.
Χαρά Θεοϋ ή μέρα μόλις βγήκαν άπό τόν 'Άγιο Έλισσαΐο. Κι όλοι ικανοποιημένοι καί γεμάτοι χαρίσματα άπό τήν έπικοινωνία τους καί τήν προσευχή τους
-’Άς είσαι ευλογημένος κυρ Άλέκο γιά την παννυχίδα πού μάς χάρισες άπόψε. Ήταν άληθινά τραγούδια του Θεού αυτά πού μάς έψάλατε.
-Υπερβάλλετε, υπερβάλλετε πάτερ Τρύφον. Τίποτε πλέον τού ίεροϋ χρέους μας δέν έκάμαμε, άποκρίθηκε ό Παπαδιαμάντης.
-Άν καί πενιχρός ό ναΐσκος, άπόψε είχε ένα ξεχωριστό μεγαλείο πνευματικής έξαρσης. Συμπλήρωσε ό κυρ Φώτης.
-Πραγματικά συμφωνώ μέ τόν πάτερ. Αύτά δέν ήταν τροπάρια πού έψέλνατε, κύριε, ήταν άγγελικές ύμνωδίες πρωτάκουστες, έκανε ό κυρ Κωστής.
-Ή διάθεσή σας, αύτή είναι άδελψοί μου πού τ’ άκούει έτσι, γιατί τί έχετε νά ε’ίπετε γιά τό καλό καί άγαθό μας πρεσβύτερο τόν παπα-Νικόλα λέγω.
-Έλόγου του, στ’ άλήθεια, έχει κατακτήσει τίς ψυχές όλων μας.
-Καί τής Αθήνας, συμπλήρωσε κάποιος.
-Βέβαια, βέβαια, έκαναν όλοι.
-"Οπότε τόν θελήσεις τόν βρίσκεις εκεί, στή θέση του.
-Στό θυσιαστήριο, θέλετε νά πείτε.
-Καί όχι μόνο
-Θέλω νά πω ότι «ήμέρας καί νυκτός» δέν κάνει μόνο λειτουργίες, άλλά τρέχει όλοΰθε...
-Έτσι είναι όπως τά λέγετε. Πράττει κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ πού λέγει: «Μίαν ήτησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω, τό κατοικεΐν έν οϊκω Κυρίου πάσας τάς ήμέρας τής ζωής μου. Τού θεωρεΐν μέ τήν τερπνότητα Κυρίου, τού έπισκέπτεσθαι τόν ναόν τόν άγιον αύτοϋ», πρόσθεσε ο πατήρ Τρύφων.
-Χρόνια τώρα συμψάλλω μαζί του καί συμπροσεύχομαι κι έχω διαπιστώσει, ότι είναι ό ταπεινότερος των Ιερέων καί ό άπλοϊκότερος των άνθρώπων, βεβαίωσε ό μόνιμος ψάλτης του, ό κυρ Άλέκος Παπαδιαμάντης. Παρατηρώ, συνέχισε, πώς ό,τι καί αν τοΰ δώσεις δέν παραπονεΐται. Καί κάθε ψυχοχάρτι άπαξ καί τοΰ τό δώσεις θά μνημονεύει τούς τεθνεώντες επί δύο, τρία, τέσσερα καί πέντε έτη. Τί νά σάς πώ Είναι, έν όλίγοις, ένας σπάνιος λειτουργός τοΰ 'Υψίστου γιά τήν έποχή μας.
-Άξιος, πραγματικά των Μακαρισμών τοϋ Σωτήρος κυρ Αλέξανδρε.
-Καί βέβαια, έκανε ό κυρ Φώτης. Οι πιότεροι άνθρωποι κάνουν κατά συνήθεια έπαγγελματική τό καθήκον τους. Ένώ ό παπα-Νικόλας μέ ιερό πάθος καί όχι μέ συμφέρον.
-Αύτό τό συμφέρον είναι άγνωστο στόν παπα-Νικόλα. Δέν γνωρίζει ούτε νά μετρά τούς παράδες, ξαναμίλησε ό Παπαδιαμάντης. Μίαν φοράν μάλιστα έτυχε νά χρεώστε μικρόν χρηματικόν ποσόν καί ήθελε νά τό πληρώσει. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλας είς χαλκόν. Έπί δύο ώρας έμετροΰσεν, έμετροϋσεν, έμετροΰσεν καί δέν ήμποροϋσε νά εύρη πόσα ήσαν. Τέλος έλαβα τόν κόπον καί τοΰ τά έμέτρησα. Έλαβε μεγάλην άνακούφησιν.
-Πόσοι όμως καί ποιοι είναι σάν τόν παπα-Νικόλα; έκανε ό κυρ Κωστής.
-Τόσο «πτωχούς τω πνεύματι» σπανίως συναντάς κυρ Κωστή μου σήμερα.
-Υποθέτω πώς δέν θά μπορούσα νά κάνω μέ άλλον λειτουργόν τόσα χρόνια πλήν τοΰ παπα-Νικόλα Πλανά.
Στό σημείο κείνο μπήκαν στή σάλα οί γυναίκες τής Όλυμπιάδας γιά νά τοιμάσουν τά καθέκαστα τοΰ δείπνου... Καί σώπασαν προσώρας...
Ό Παπαδιαμάντης συνάντησε στήν Αθήνα τήν άνειλικρί- νεια των άνθρώπων, τήν ξετσιπωσιά των μορφωμένων, τήν άνεντιμότητα καί τήν ψυχική διαφθορά πού έπικρατοΰσε τότε. Αλλά δταν γνωρίστηκε μέ τόν παπα-Νικόλα ένιωσε πραγματικά μιά βαθιά προσέγγιση πρός αύτόν. Κατάλαβε τί σημαίνει άνθρωπος άφτιασίδωτος, άκέραιος, γνήσιος άσκητής, μέ λίγα λόγια όσιος. Γι’ αυτό καί στό δρόμο πού ακολού-θησε ό Παπαδιαμάντης έβλεπε πνευματικά τόν παπα- Πλανά, ώς τόν γνήσιο κι άληθινό έκφρααιή τού βαθύτερου εαυτού του. Κι εδώ καίριος είναι ό λόγος τού Π. Β. Πάσχου, πού κατηγορηματικά καί τολμηρά επισημαίνει:
«Πιστεύω ότι αν δεν είχε τόν παπα-Νικόλα Πλανάν καί τάς άλησμονήτους τού άγιου Έλισσαίου κατανυκτικάς άγρυπνίας, ό κυρ-Άλέξανδρος θά είχε γονατίσει ή τούλάχιστον δεν θά ήταν αύτός πού μάς παρεδόθη, μέ τό καθαρώτατον αύτό χρυσάφι τής ίεράς τέχνης του. Δέν γνωρίζομεν τά βάθη των κριμάτων τού Θεού, άλλά κρίνοντες μέ τά μέτρα των άνθρώπων, λέγομεν ότι θά έκινδύνευεν ό κυρ-Άλέξανδρος εις τήν κάμινον τής νέας Βαβυλώνος, οπού είχε τό όνομα των Αθηνών, αν δέν είχε διαρκή έπαψήν καί σύνδεσμον μέ τήν Όρθόδοξον Εκκλησίαν καί τούς Άγιους της, οπού τόν έδίδασκον καί τόν έστερέωναν εις τήν πίστιν του καί τόν έδυνάμωναν νά βαστάξη τούς πειρασμούς τού δυσωνύμου κόσμου».
Όχι λοιπόν μόνο λειτουργός καί συναγρυπνιστής. Όχι μόνο ομοτράπεζος καί συμποτικός άδελφός ήταν ό παπα-Νικόλας εις τόν Παπαδιαμάντη, άλλά καί πατέρας πνευματκός. Ένας άληθινός ποιμένας τής Εκκλησίας στόν όποιο μπορούσε νά εμπιστευτεί τόν έαυτό του.
Καί πραγματικά, πρέπει πολλές φορές νά άνοιξε τήν καρδιά του ό κυρ-Άλέξανδρος στόν παπα-Νικόλα σε ώρες δύσκολες, ψυχικού κάματου καί νά βρήκε οπωσδήποτε κα-ταφύγιο κοντά του. Καί θά ένιωσε τότε μεγάλη άνακούφιση στήν πικραμένη καί μοναχική ύπαρξή του. Γιατί έρχονταν στιγμές στή ζωή τού Παπαδιαμάντη πού είχε βαθιά άνάγκη τή γαλήνη, τήν πνευματική σιγουριά καί τήν παραδείσια μακαριότητα τού παπα-Νικόλα γιά νά στηριχτεί, νά πάρει τά πάνω του καί νά μή λυγίσει...


 Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ










Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |