Δίπλα στόν Μητροπολιτικό
Ναό Ἀθηνῶν, πού εἶναι κτίσμα τοῦ ἔτους 1862 καί ἔργο ξένων καί Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων
μέ ἐμφανεῖς τίς δυτικές ἐπιδράσεις, σώζεται τό Ναΰδριον, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος
(παλαιότερα τιμώμενο στή μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Γοργοϋπηκόου), μνημεῖο τοῦ ια’
αἰῶνος, ἐκφραστικό τῆς Παραδόσεώς μας.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι
στήν τοιχοποιία τοῦ χαρίεντος αὐτοῦ Ναϋδρίου ἔχουν ἐνσωματωθῆ γλυπτά ἀπό ἀρχαίους
Ναούς.
Αὐτό ἔκανε ἡ Ἐκκλησία: Ἀπεκάθηρε
τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπό τόν παγανισμό καί τήν προσέλαβε στό Σῶμα της, τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ.
Ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος Παῦλος
(πού χρησιμοποιοῦσε τόν ἐξελληνισμένο τύπο τοῦ ὀνόματός του ἀντί τοῦ ἑβραϊκοῦ
Σαούλ) ἐκήρυξε τόν ἄγνωστο Θεό, πού ἐσέβοντο οἱ Ἀθηναῖοι χωρίς νά Τόν γνωρίζουν.
Ὁ Παρθενώνας ἔγινε ναός τῆς
Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας.
Τά πολλά ὡραιότατα
βυζαντινά Ἐκκλησάκια τῆς Μεσαιωνικῆς Ἀθήνας, ὑπό τήν σκιάν τοῦ Παρθενῶνος,
μαρτυροῦσαν τόν ἑλληνικό καί χριστιανικό χαρακτῆρα τοῦ ἰοστεφοῦς ἄστεως.
Πολλά ἀπό τά ἐκκλησάκια αὐτά
(περίπου 75) δυστυχῶς κατηδαφίσθησαν, γιά νά γίνη ἡ ρυμοτομία τῆς νέας πόλεως.
Εὐτυχῶς πού σώθηκαν ἔστω καί δέκα πέντε ἀπό αὐτά.
Οἱ βυζαντινοί καί μεταβυζαντινοί
Ἕλληνες δέν εἶχαν τό δίλημμα νά διαλέξουν μεταξύ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ καί
Χριστιανισμοῦ. Οὔτε ἔπασχαν ἀπό κάποια σχιζοφρένεια λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς καί
χριστιανικῆς τους ἰδιότητος.
Read More ->>