ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Αγνή Νεότητα

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Αγνή Νεότητα

Ο ΡΟΒΙΝΣΟΝΑΣ ΕΖΗΣΕ στό ρημονήσι του ολομόναχος είκοσιοχτώ χρόνια. Μά στ’ αληθινά δέν εζησε μοναχός. Μαζί του ζήσανε όσοι διαβάσανε την ιστορία του, καί τόν άγαπήσανε, χιλιάδες ψυχές τόν συντροφέψανε στό άγριονήσι τοΰ Χουάν Φερναντέζ, περάσανε μαζί του κάθε στιγμή, κάθε στενοχώρια του καί κάθε χαρά του. Αντάμα του ναυαγήσανε, κάνανε τήν καλύβα του, αρμέξανε τά γίδια του, σπείρανε τό σιτάρι του, φορέσανε τά ρούχα του άπό γιδοτόμαρα καί τό παράξενο καπέλο του, βαστάξανε τήν ομπρέλα του. Μαζί του πολεμήσανε μέ τούς άνθρωποφά-γους, γλυτώσανε τόν Παρασκευά, μπήκανε στό μονόξυλο πού τό σκάψανε σ’ ένα χοντρό δέντρο, αρπάξανε τούς Σπανιόλους θαλασσινούς από τά δόντια των κανίβαλων.Ναί, χιλιάδες παιδιά ζήσανε μαζί του στό ρημονήσι. Μά εγώ δέν έζησα μαζί μέ τόν Ροβινσόνα μέ τή φαντασία μοναχά, αλλά έζησα άληθινά, γιατί γεννήθηκα σ’ ενα μέρος πού ήτανε ίδιο μέ τό νησί του, καί πού είχε όλα όσα είχε άπάνω καί γύρω του, βράχους, δέντρα, άγριόγιδα, άγρίμια, σπηλιές, θάλασσες, κόρφους, ξερονήσια, ξέρες, μπουγάζια, άλυκές, θεριόψαρα, καράβια μέ παλιά σκαριά, ναυάγια, θαλασσινούς, ψαράδες, εξόν από άνθρωποφάγους. Γεννήθηκα μέσα στήν αρμύρα τής θάλασσας. Άπό μωρό παιδί έμαθα νά κουμαντάρω βάρκα, ν’ άρμενίζω μέ πανιά, νά φουντέρνω, νά σαλπάρω, νά παλεύω μέ τίς φουρτούνες, νά σκυλοπνίγουμαι. Ύστερότερα έμαθα καί καραβομαραγκός καί σκάρωσα μιά μεγάλη βάρκα.
Read More ->>

Αληθινά παραμύθια

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Αληθινά παραμύθια

ΠΟΛΟΙ ΔΙΑΒΑΣΑΝΕ στά μικρά χρόνια τους κάποια βιβλία μέ ταξίδια καί μέ παραμύθια, κ’ ίσως ταξιδεύανε μέ τή φαντασία τους, νομίζοντας πώς περνούσανε εκείνες τίς περιπέτειες πού είχανε διαβασμένες καί πώς βλέπανε εκείνες τίς παράξενες τοποθεσίες. Πότε θά γινόντανε θαλασσινοί καί καπετανοί καί κυβερνούσανε κάποιο μεγάλο καράβι πού άρμένιζε σέ μακρινές θάλασσες, πότε θά παλεύανε μέ φουρτούνες κι άνεμοζάλες, πότε θ’ άράζανε σέ κάποια ξωτικά νησιά μέ ά-γριανθρώπους καί μέ παράξενα άγρίμια, πότε θά κυνηγούσανε τά θεριόψαρα τού ώκεανοϋ. Άλλη φορά πάλι ή φοβερή φουρτούνα θά βούλιαζε τό καράβι τους κ’ οί άγριεμένες θάλασσες θά τούς πετούσανε άπάνω στούς βράχους, καί βγαίνανε μισοπεθαμένοι σ’ ένα ρημονήσι, καί ζούσανε ολομόναχοι σέ κείνο τό ρημονήσι, ξεχασμένοι από τόν κόσμο, σάν τόν Ρομπινσονα Κροΰσο.Παρεκτός άπό τή θάλασσα, άλλες φορές θά βρισκόντανε μέ τή φαντασία τους στά βάθη τής Αφρικής, μέσα στις ζούγκλες, ανάμεσα σέ λιοντάρια, σέ ρινόκερους, ζαρκάδια, ιπποπόταμους, κροκόδειλους, καί σέ άγριους άραπάδες άνθρωποφάγους, πού τούς πιάνανε καί τούς σφαλούσανε σέ μιά καλύβα γιά νά τούς θυσιάσουνε τήν άλλη μέρα, κι άκούγανε όλη τή νύχτα τ’ άραπομάνι πού ούρλιαζε καί χόρευε. Μά καταφέρνανε καί φεύγανε κρυφά, καί χωνόντανε στά πυκνά δάση, κ’ ύστερ’ άπό πολλά βάσανα γλυτώνανε. 
Read More ->>

Θολωτή ευτυχία

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Θολωτή ευτυχία

ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ μέσα στη φύση, δεν μπορεί νά πει πώς την αγάπησε άληθινά, γιατί δεν τήν κατάλαβε άληθινά.Σάν ζεΐς μέ άλλους μαζί, κουβεντιάζεις μ’ αυτούς, περνάς τόν καιρό σου μαζί τους, κ’ ή φύση είναι γιά σένα λίγο-πολύ ξένη. Πολλοί λένε πώς άγαπάνε τη φύση, καί φεύγουνε άπό τήν πολιτεία γιά νά ζήσουνε μαζί της, μά κουβαλάνε μαζί τους, δίχως νά τό καταλάβουνε, όλη τήν πολιτεία, τις άναπαύσεις της, τις συνήθειές της, τις έγνοιες της, τήν παρέα της, κ’ έτσι ή φύση είναι γι’ αυτούς σάν μιά σκηνογραφία, χωρίς νά δίνουνε πολλή σημασία σ’ αύτή. Ενώ έκεϊνος πού θά ζήσει ξεμοναχιασμένος σ’ ένα έρημο μέρος, έπειδής έχει επιθυμία νά φύγει άπό τή ζωή τής πολιτείας, δέν πρέπει νά πάρει μαζί του πολλά πράγματα, άλλά πολύ λίγα, καί πρό πάντων ν’ άφήσει στό σπίτι του τις συνήθειές του, τις φροντίδες του, καί νά πάγει ξεφορτωμένος έκεΐ πού θά ζήσει λίγον καιρό πιό φυσική ζωή. Στήν άρχή, ή μοναξιά θά τόν στενοχωρήσει, θά θέλει νά γυρίσει πίσω, μά σάν μπορέσει νά νικήσει αύτή τήν επιθυμία, σιγά-σιγά, μέρα μέ τή μέρα, θ’ άρχίσει νά βλέπει πράγματα πού δέν τά ’βλεπε πριν, στή θάλασσα καί στή στεριά. Ή κάθε στιγμή θά τού φαίνεται διαφορετική άπό τήν άλλη, κι όπως θ’ άλλάζει ολοένα ό κόσμος πούείναι απ’ όξω του, δηλαδή ή φύση, θ’ αλλάζει κι ό κόσμος πού είναι μέσα του, κι αυτά τά δυό θά γίνουνε στό τέλος ένα.

Read More ->>

Η μάννα μου η θάλασσα

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Η μάννα μου η θάλασσα

ΘΑΛΑΣΣΑ! ”Ω στοιχείο γεμάτο μυστήριο! Φοβερό μαζί κι άγαπημένο! Τραβάς τόν άνθρωπο, σάν νά είσαι μαγνήτης! Ό βαθύς κ’ αιώνιος βόγγος σου νανουρίζει τήν ψυχή μας, γεμάτος μυστηριώδεις κι ανεξιχνίαστες φωνές!Άπό τήν πρώτη μέρα τής δημιουργίας ή θάλασσα ήτανε δπως είναι σήμερα, καί θά ’ναι ή ίδια ως τή συντέλεια τοϋ κόσμου. Δέν θ’ άλλάξει καθόλου όλότελα. Πριν νά πλαστεί ό άνθρωπος απάνω στή γή, αυτά τά ίδια τά νερά βογγούσανε κι άφρίζανε μέσα στόν έρημο τόν κόσμο, κάτω άπό τόν έρημον ουρανό, τά ι'δια κύματα ξεσπούσανε καταπάνω στίς έρημες στεριές, πού δέν υπήρχε άκόμα άπάνω τους καμιά ζωή, μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος, μήτε μαμούνι. Τά νερά όμως τής θάλασσας ήτανε γεμάτα άπό πλήθος πλάσματα, μ’ όλο πού άπάνω σ’ αυτήν δέν άρμένιζε τίποτα. Μοναχά ό ήλιος τήν κοντράριζε μέ τίς πυρωμένες σαγίτες του άπό τήν ώρα πού έβγαινε ως τήν ώρα πού βουτοϋσε πίσω άπό τό έρημο πέλαγο, κατά τό βασίλεμα, καί τό φεγγάρι πλανιότανε άπό πάνω της, βουβό, λυπημένο, σάν κομμένο κεφάλι δίχως αιμα, ρίχνοντας άπάνω στ’ άτελείωτα νερά της τό ύδραργυρένιο κρύο φως του.
Read More ->>

Θάλασσα ήσυχη και φουρτουνιασμένη

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Θάλασσα ήσυυχη και φουρτουνιασμένη


ΠΟΤΕ ΔΩ ΘΑΛΑΣΣΑ, ξεπετά ή καρδιά μου. Θαρρείς πώς δέν έχω βγει άπό τήν κοιλιά τής μάννας μου, αλλά από τή θάλασσα. Δέν ξέρω καλά-καλά αν γεννήθηκα στή στεριά ή μέσα στό νερό. Άκούγω άπό μακριά τή βουή της, καί δροσίζεται ή ψυχή μου πρίν νά τήν δώ. Καταλαβαίνω πώς μέ καλεί κοντά της, σάν τή λιονταρίνα πού ρυάζεται καί γυρεύει τά λιονταρό- πουλά της.
Καλά λέγω πώς έβγήκα άπό τή θάλασσα. Γεννήθηκα σ’ ένα ρημονήσι, πού χοχλακοΰσε ή θάλασσα γύρω του. Τήν κούνια μου τή ράντιζε τ’ άρμυρό νερό της. Μέ άλισάχνη πασπάλιζε τά μαλλιά μου. Πρίν νά πιάσω νά περπατώ, έμαθα νά κολυμπώ. Μέ τά τέσσερα κατέβαινα στήν ακροθαλασσιά, καί τραβούσα όλόϊσα μέσα στό νερό, δπως τό καβούρι πού τ’ άφησε ή ξέρα στή στεριά κοιμισμένο, καί σάν ξυπνήσει τρέχει γλήγορα κατά κει πού μυρίζει ή αρμυρή δροσιά της.
Read More ->>

Πνεύμα καταιγίδος

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Πνεύμα καταιγίδος

ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΠΙΑΝΕΙ ΤΟ ΜΕΡΑΚΙ καί κάθουμαι καί γράφω ο,τι έρχεται ατό νοΰ μου, χωρίς τάξη καί χωρίς καλά-καλά νά θέλω νά πω τίποτα άπό τά τόσα σπουδαία πού λένε όσοι γράφουνε βιβλία. Καί, μ’ όλα ταϋτα, αρέσουνε σέ πολύν κόσμο αυτά τά γραψίματα καί μάλιστα μέ παρακαλάνε νά τούς λέγω τέτοιες ιστορίες. Κι άπ’ αυτό παίρνω μεγάλη χαρά καί δοξάζω τόν Θεό πού υπάρχουνε ακόμα στό ντουνιά άνθρωποι μέ απλή γνώμη, πού θέλουνε ν’ άκοϋνε κάτι τέτοια τιποτένια πράγματα, όπού τά ’χουνε γιά άδιαφόρετα καί γιά χασομέρικα οί σοβαροί άνθρωποι, πού δέν χάνουνε τόν καιρό τους μέ τέτοιες χαζομάρες.Λοιπον, ας κάνουμε εμείς αυτό που μας αρεσει, κι ας κάνουνε καί κείνοι τις δουλειές τους. Μακάρι νά μή βρούνε ποτές τους καιρό, άπό τις άτελείωτες δουλειές πού κάνουνε, νά πάρουνε χαμπάρι πώς υπάρχει ήλιος, φεγγάρι, άστρα, θάλασσα, στεριά, άγέρας, ζώα, άνθρωποι, νά μήν πάρουνε ποτές τους χαμπάρι πώς υπάρχει ό ίδιος ό έαυτός τους, πού τρέμουνε ν’ άπομείνουνε μαζί του, άς είναι καί γιά λίγες στιγμές.

Read More ->>

Ο Βοριάς του Δεκαπενταύγουστου

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου

Ο ΒΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ό κύρ-Βοριάς παράγγειλε ουλών τών καραβιώνε: «Καράβια π ’ άρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, έμπάτε στά λιμάνια σας, γιατί θέ νά φυσήξω!»
ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΕΓΕΙ ό κυρ-Βοριάς άμα είναι θυμωμένος τόν χειμώνα. Μά τό καλοκαίρι είναι στά καλά του κ’ είναι ήμερος καί χαρούμενος. Φυσά καί δροσίζεχαι ή πλάση, λαμποκοπά ό ήλιος, κ’ οί θάλασσες μας μοσκοβολάνε. Γεμίζουνε τά πέλαγα άφρισμένα κύματα, πού χά σαλαγά σάν πρόβαχα ό παλληκαράς ό τσομπάνος, ό κυρ-Βοριάς. Οί άφροί πλεύουνε απάνω στά μαβιά νερά, πού άναχαράζουνται μέ βουή καί ρεμαχίζουνε άνάμεσα στίς στεριές καί στά νησιά.
Περνάνε κάμποσες μέρες δίχως νά φυσά πνοή άπό πουθενά, κ’ ή κάψα χά πλακώνει ολα, τή σχεριά, τή θάλασσα, κι οσα ζοϋνε στήν πλάση κάθουνχαι λαχανιασμένα καί βουβά, λές κ’ έπαψε ή ζωή. Μά άξαφνα σηκώνεχαι ό άγέρας άπό χόν βοριά καί δροσίζει χόν κόσμο, κ’ ή πλάση ξαναζωντανεύει κ’ οί καρδιές άνασχαίνουνται. Τά φύλλα τών δένδρων σαλεύουνε δυνατά, τά κλωνιά κουνιοϋνται σάν νά χορεύουνε, τ’ άγριοχόρτα
Read More ->>

Η Νοτιά

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Η Νοτιά

ΠΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΣΑΝ ΦΥΣΑ ΝΟΤΙΑ, αυτός ό όγρός καί χλιαρός καιρός, πού δίνει οπήν πλάση μιαν ιδιαίτερη όψη, όλότελα διαφορετική άπό τόν βοριά κι άπό τούς άλλους καιρούς! Όλα τά τυλίγει μέσα σέ μιάν άντάρα, βουνά καί πολιτείες. Μιά δυναμώνει, μιά λασκάρει. Γιά μιά στιγμή φουρτουνιάζει καί φέρνει ένα σκοτάδι μελανό, πού λές καί νύχτωσε μέρα-μεσημέρι, καί σέ λίγο ξανοίγει πάλι καί βγάζει ήλιο χαρά Θεού. Καί πάλι ξαναφρεσκάρει καί ρίχνει καμιά μπόρα, καί πάλι κόβει, κ’ έτσι ολοένα φουρτουνιάζει καί βάζει άγέρα, μέρες πολλές. Ένώ ό βοριάς είναι στρωτός καί σίγουρος καιρός, κι όσο περνάνε οί μέρες, τόσο στρώνει.
Ή νοτιά φυσά μ’ ένα δικό της φύσημα, κ’ έχει μιά βουή δυνατή καί ξεσυρμένη. Άξαφνα δέν άκούγεται όλότελα, καί λές πως μπουνατσαρισε κ επεσε ο αγέρας, και γίνεται σιωπή ολο- τελα, καί σέ μιά στιγμή πιάνει άξαφνα καί βογγά, σάν νά θέλει νά πάρει τή σκεπή. Έτσι φυσά ή νοτιά, μπουρίνια-μπουρίνια, γιά τούτο τή λένε καί παλαβονοτιά. Κι όσο περνάνε οί μέρες, τόσο σκυλιάζει, ενώ ό βοριάς τ’ άνάποδο, όσο περνάνε οί μέρες, τόσο στρώνει. Γι’ αύτό λένε οί θαλασσινοί:
Read More ->>

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Α' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης

0 σχόλια

Α' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Ο πολιούχος των Κυδωνιών και τής Χίου τό βλάστημα
Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κυδωνιέως, άγιογράφου.

ΠΙΑΝΩ ΠΑΛΕ ΣΗΜΕΡΑ νά γράψω μιά παλιά ιστορία. Δεν φταίγω αν λϊγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ό κόσμος άλλαξε όλότελα, πάνε πλιά κείνα τά χρόνια πού οί άνθρωποι είχανε άντρειοσύνη, φιλότιμο, μεράκια λογιώ-λογιώ. Κι άπό τέτοια-τέτοια χαρίσματα γίνουνται οί ιστορίες, καί διαλαλιοΰνται στό ντουνιά ονόματα καί πίθετα π’ ως τά τότες ήτανε σάν τό δικό μου καί σάν τό δικό σου. Άπό δω πού κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε άπό μοβόρους παλληκαράδες καί τώρα τούς αύλακώνουνε τά ξυλάλετρα. Αντίκρυ άπ’ τό παραθύρι πού κάθουμαι φαίνουνται μέσα στό θολό πέλαγο τά βουνά τής Τουρκίας. Σέ κείνα τά μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι άν ήτανε κανένας παρών τώρα πού κοιτάζω κατά κεΐ, θάν έβλεπε πώς τά μάτια μου είναι δακρυσμένα. Μά κ’ έδώ, σέ τούτο τό νησί πού πατώ, καί πέρ’ άπό δώ, τά χώματα είναι βασανισμένα άπ’ τόν Τούρκο. Όπου πατήσεις καί δπου σταθείς, βλέπεις καί θυμάσαι τή σκληρότη αύτουνοΰ τού σκύλου, πού ξεπέζεψε σά μερμηγκιά άπάνου σέ τούτα τ’ άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ’ στά σπίτια μας, πατσαβούριασε τήν τιμή μας, ροΰφηξε τό αίμα μας. Χιλιάδες μέρες καί χιλιάδες νύχτες χτυποκάρδι πώς περάσανε καί βγάζει πάλε ξανά ή γης έτούτη νιοΰς καί κοπέλες! Πώς δέν ξεράθηκε γιά οϋλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε άπ’ τό φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τού φιδιού! Ρωτιέμαι μέσα μου καί κοιτάζω καί τά βουνά, ρωτώ τή γης πού ’δε τόσα καί τόσα, ρωτώ τή θάλασσα... Στά γκρεμνισμένα κάστρα κείτουνται άκόμα σά θρεμμένα γουρούνια τά κανόνια μέ τόν ντουρά τού σουλτάνου, πράσινα άπ’ τή σκουριά, τά μάσκουλα είναι παρατημένα δώ κ’ εκεί. Οί μαρμαρένιες μπάλες, τά διπλά τοπούζια [1] στέκουνε σωροί χωμένα μέσα στή γης, γιά κείτουνται άλάμ-ταρλάμ[2] στό κύμα τής άκρογιαλιάς. 

Read More ->>

Β' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης

0 σχόλια

Β' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Φώτης Κόντογλου

Μ’ όλο πού βγαίνω άπ’ τήν ιστορία μου, θά τραβήξω λίγο παραπέρα.
Στά χρόνια τής Επανάστασης, τ’ Άϊβαλί ξεγράφτηκε άπ’ τή χάρτα τοϋ Τούρκου πρώτη άπ’ ουλές τίς πολιτείες τής Ανατολής. Τις πρώτες μέρες τού Μαγιού τού 1821 είχανε φανεί όξ’ άπ’ τό λιμάνι του τά έλληνικά καράβια. Τά τούρκικα κάτεργα, δπως ήτανε βαριά κι άργοκίνητα, δέ μπορούσανε νά τά προφτάξουνε, κ’ έτσι οί "Ελληνες μποδίζανε τούς Τούρκους νά ρίξουνε στρατό άπάνου στά νησιά. Μάλιστα κάψανε μπρος στό λιμάνι δυό καΐκια γεμάτα Τούρκους στρατιώτες άπ’ τήν Πέργαμο, κεϊ πού πασκίζανε νά περάσουνε κατά τή Ρούμελη.
Σέ λίγο φτάξανε διαταγές άπ’ τήν Πόλη στόν πασά τής Προύσας καί στόν πασά τ’ Άϊντινιοΰ, νά φυλάξουνε καλά τά κατάγιαλα. Τότες ό πασάς τής Προύσας, λαβαίνοντας άφορμή, έπιασε νά στενεύει τούς Άϊβαλιώτες μέ προσταγές καί μέ κάθε μέσο. Μά ψυχοβγάλτης τούς στάθηκε ό άγάς τής Πέργαμος, γιατί λάβαινε διαταγές άπ’ τό βεζίρη Χαλέτ, πού ’θελε άμέτ-μουχαμέτ [6]  νά χαλάσει τήν πρώτη πολιτεία τής χριστιανοσύνης στήν Ανατολή. Τ’ άγρια κοπάδια, τά ταγκαλάκια, καί τά ζεϊμπέκια, πού διψούσανε τόσα χρόνια τό αίμα τής χαδεμένης πο λιτείας, άναφτερούγιαξαν καρτερώντας τή στιγμή νά πέσουνε άπάνου της.
Read More ->>

Γ' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης

0 σχόλια

Γ' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Φώτης Κόντογλου

Μέσα σέ τούτη τή φουρτούνα είχανε μεγάλο χτυποκάρδι κείνοι οί φουκαράδες πού χοιμαζόντανε γιά νά φύγουνε, μά περσότερο απ’ όλουνούς ό κακόσουρτος ό Γιώργης.
«Δεν ήτανε λοιπόν θέλημα Θεού νά ξαναγίνει χριστιανός; Μέ τά μπόδια πού τοΰ ’βαζε, μπάς κ’ ήθελε νά τοϋ δείξει πώς δέν είχε κανένα όφελος γιά τήν ψυχή του μ’ ένα τέτοιο φευγιό κρυφά άπ’ τούς Τούρκους; Δέν άρνήστηκε φανερά τόν Χριστό, ώστε νά χρωστά πάλε φανερά νά φωνάξει πώς γυρίζει στήν πίστη του; Μπρος, δέν έχει άλλο, μόνο νά πάγει, σάν ξημερώσει, στόν πασά καί νά μολογήσει μπροστά σ’ ούλο τό συμβούλιο καί σ’ ούλο τό τουρκομάνι πώς είναι χριστιανός!»
Έτσι στριφογύριζε ίσαμε τό πρωΐ. Μά, σάν σηκώθηκε άπ’ τό γιατάκι του, άλλαξ' άπόφαση.
«Δέν ήτανε, μαθές, τρόπος νά ξαναγίνει χριστιανός δίχως νά παραδοθεϊ στά σκυλιά, νά πάγει ν’ άσκητέψει μέσα σέ τρύπες, σέ ντερβένια πού δέν πατά άνθρωπος! Τό λοιπόν, δέν υπάρχει πλιά γι’ αυτόν ζωή άντάμα μέ τόν Χριστό, παρά μόνο θανάτωμα γιά τήν πίστη του! "Ωστε τούτο τό πικρό ποτήρι, πού δείλιαζε νά τό πιει κι ό ίδιος ό Χριστός, έπρεπε νά τό πιει αυτός γιά τόν Χριστό, αύτός, ένας άπλός άνθρωπος, άγράμματος, πού ’χε ξεχάσει καί τά ρωμέϊκα άνάμεσα στούς Τούρκους!»
Τό κουράγιο του λύγιζε καί δεν ήθελε νά πεθάνει, μόνο ήθελε νά γίνει χριστιανός, σάν νά μήν είχε συμβεΐ τίποτα στό συναμεταξύ. Πέρασε καί κείνη ή μέρα.
Read More ->>

Δ' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης

0 σχόλια

Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις
έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.

Τρεις αρματωμένοι τόν είχανε περιζωσμένον, μά δέν είχανε όλότελα χέρι άπάνω του. Κείνος περπατούσε μέ τά χέρια μπαγλαρωμένα πιστάγκωνα, μέ τά στήθια μπρος, τό κεφάλι ριχμέ-νο κατά πίσω. Τά ρούχα του ητανε άσπρα καί κατακάθαρα, γιατί τού τά ’χανε στείλει στή φυλακή οί χριστιανοί, νά ’ναι συγυρισμένος. Φορούσε μόνο τό πουκάμισό του καί τό σώβρακο, δίχως ζουνάρι, ξυπόλητος καί ξεσκούφωτος. Τά μάτια του γελαζούμενα,τό μαύρο μουστάκι του στριμμένο άλαφρά-λαφρά, τά γένια του μπαρμπερισμένα. Τό πρόσωπό του είχε μιά τέτοια ήμερότη, πόλεγες πώς έβλεπε κιόλας τόν Θεό. Τό πουκάμισό του ητανε κουμπωμένο σεμνά στό λαιμό του, κ’ ή φλέβα τού λαιμού φούσκωνε, όπως ητανε τραβηγμένες οί πλάτες του κατά πίσω άπ’ τό δέσιμο. Μπροστά του πάγαινε ένα φανάρι.Σάν έφταξε στή μέση, τόν σταματήσανε μπροστά στόν κριτή. Κι ό αγάς θέλησε νά τού πει κατιτίς, μά δέν πρόφταξε, γιατί ό Γ ιώργης, δίχως νά στήσει αυτί στό τί θά τού ’λεγε ό κόπρος,γιά καλό, γιά κακό, πήγε καί γονάτισε άπάνου στην πλάκα κ’ έσκυψε χό κεφάλι του. Ό άγάς άπόμεινε μέ βουλωμένο στόμα, κι ουλοι οί Τούρκοι σταθήκανε ντροπιασμένοι. Μέσα στόν κόσμο σηκώθηκε ένα μούρμουρο άπ’ τούς χριστιανούς, πού κατα-χαρήκανε γιά τήν άντρεία του καί δοξάζανε τόν Θεό. Μάλιστα ένας από τούς φίλους του, πού παραστέκανε κοντά στην πλάκα, δέ βάσταξε καίτοΰ φώναξε δυνατά: «Άφεριμ,Γιώργη!» Μά τότες κάποιος Τούρκος στρατιώτης χύθηκε καί τού κατέβασε μία καμουτσιά κατάμουτρα καί τόν πήρανε τά αϊματα.

Read More ->>

Κάψα

0 σχόλια

Φώτης Κόντογλου
Κάψα

ΟΛΑ ΤΑ ΕΡΓΑΤΟΥ ΘΕΟΥ είναι βλογημένα. Τότε πού έκανε τόν κόσμο, είδε πώς είναι πολύ καλά όσα εκανε. «Καί εΐδεν ό Θεός πάντα όσα έποίησε, καί ιδού καλά λίαν.» Καί τό κρύο κ’ ή ζέστη, κ’ ή καλοσύνη κ’ ή φουρτούνα, κι ό χειμώνας καί τό καλοκαίρι, κ’ ή δροσιά κ’ ή πάχνη. Αληθινά, όλα είναι καλά. Γι αύτό λέγει ό Δαβίδ: «Αινείτε τόν Κύριον επί τής γης, δράκοντες καί πάσαι άβυσσοι πΰρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τά ποιούντο τόν λόγον αυτού" τά όρη καί πάντες βουνοί, ξύλα καρποφόρα καί πάσαι κέδροι.»
Τόν καιρό πού ζοΰσα φυσικά καί βλογημένα, θυμάμαι πώς όλα μού φαινόντανε καλά. Όλα τά δεχόμουνα μέ χαρά, καί τά πιό σκληρά φουρτούνες, παγωνιές, βροχές, κούραση, δίψα, πείνα καί κάθε κακοπάθηση. Καί μάλιστα ευρισκα πολλή ευχαρίστηση νά τά περνώ μέ ύπονομή. Καί τώρα πού τά θυμάμαι, μού φαίνουνται άκόμα πιό έμορφα.
Έτσι, καί τίς ώρες πού έκανε κάψα, κ’ ή γης καβουρντιζότανε καί μύριζε στουρναρόπετρα, ένιωθα πολλά πράγματα μέσα μου, μυστήρια ποιητικά, πού μέ κάνανε νά τήν αγαπώ. Τ’ άπομεσήμερο, τήν ώρα πού βράζει ό κόσμος, βαστά μιά βουβή ησυχία, σάν νά ’ναι νύχτα βαθιά.

Read More ->>

Μακαρία ζωή

0 σχόλια

Μακαρία ζωή
Φώτης Κόντογλου


ΕΚΕΙΝΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ πού έζησα κοντά της δέν ήτανε σάν τις συνηθισμένες θάλασσες. Δέν ήτανε ένα πέλαγο βουβό, μέ μιάν ακροθαλασσιά ϊσια καί μονότονη, πού κουράζει τόν άνθρωπο. "Ητανε γεμάτη μπουγάζια, μύτες, κόρφους, νησιά, ξέρες, άλυκές, βράχους, άμμουδιές. ’Αλλοΰ τά νερά ήτανε βαθιά κι άγρια, άλλου πολύ ρηχά. Σέ κάποιες αγκάλες θαλάσσωνε κανένας καί περπατούσε ανοιχτά από τη στεριά εκατό ως εκατόν πενήντα μέτρα καί, μ’ δλα ταΰτα, τό νερό έφτανε μοναχά ως τό γόνατο.

Σ’ αύτά τά μέρη συχνάζανε οί μπαλουκτσήδες, κάτι πουλιά μέ ψηλά πόδια, σάν τά λελέκια, κ’ εκεί ψαρεύανε. Πολλές φορές μαζευόντανε πολλά καί, την ώρα πού βασίλευε ό ήλιος, στεκόντανε μέσα στό χρυσωμένο νερό μέ τό ’να πόδι στό νερό, καί μέ τ’ άλλο σηκωμένο στό στήθος τους. Εξαίσιο θέαμα, πού δέ θά τό ξεχάσω ποτέ. Ό ήλιος είχε κρυφτεί πίσω άπό τ’ άντικρινό βουναλάκι, πού έκλεινε τήν άγκάλη κατά τό βασίλεμα, ό ουρανός ήτανε χρυσός, ή θάλασσα σάν γυαλί, καί κείνη κατάχρυση. Γιά νά μην τρομάξω τά πουλιά, πήγαινα σκυφτός κατά τό μέρος τους, άπό σκίνο σέ σκίνο, ως πού βρισκόμουνα κοντά τους, καί κάθιζα χάμω, πίσω άπό κάποιο χαμόκλαδο. Αύτά στεκόντανε δίχως νά σαλέψουνε, απάνω στό ’να πόδι τους, μέ τή μύτη στό στήθος, μέ ίεροπρέπεια, σάν ν’ άκούγανε καμιά λειτουργία. Ησυχία! Δέν τάραζε τίποτα τήν ησυχία, εξόν άπό κανέναν γρύλο πού έλεγε τό γλυκό τραγούδι του κρυμμένος σέ κάποιο χαμοδέντρι, κ’ ερχότανε στ’ αύτιά μου άπό μακριά, άπό τ’ άντικρινό ρουμάνι.
Read More ->>

Ειρηνικοί ρεβμασμοί

0 σχόλια

Ειρηνικοί Ρεβμασμοί
Φώτης Κόντογλου

ΜΟΝΑΧΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΩ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ τις μέρες πού πέρασα πρό χρόνια στό νησί μου, ειρηνεύει ή ψυχή μου, σάν νά αλλάζουνε μονομιάς όλα γύρω μου. Ημερεύει ή πλάση, ημερεύουνε οί άνθρωποι, κάποιο μπάλσαμο στάζει στήν καρδιά μου. Ελάτε μαζί μου νά ξεκουραστείτε.
Κατά τό τέλος τοΰ χειμώνα, οί μέρες πιάνανε καί μεγαλώνανε. Πολλές φορές έκανε μπουνάτσα, μέρα-νύχτα. Ή θάλασσα ήτανε σάν γυαλί. Καθόμουνα κατά τό βράδυ καί κοίταζα τό μπουγάζι πού σκοτείνιαζε σιγά-σιγά. Τό κοίταζα άπό ψηλά, άπό τό παραθύρι μου, εκεί πού έπινα τόν καφέ μου. Άλλες φορές πάλι έβγαινα όξω καί πήγαινα καί καθόμουνα σ’ έναν βράχο. Οί πέτρες, τά χώματα, τά χορτάρια ήτανε καθαρά καί πλυμένα άπό τις χειμωνιάτικες βροχές.
Άπό τό μέρος πού καθόμουνα, τό μάτι μου έπιανε τις δυό μεριές τοΰ μπουγαζιού. Κατά τόν βοριά άνοιγε ή θάλασσα μέ λιγοστούς κάβους, χωρίς κανένα νησί. Πέρα, μακριά ως τρία μίλια, φαινότανε ή πολιτεία σάν κοιμισμένη. Μπροστά μου, κάτω άπό τό μέρος πού καθόμουνα, ή θάλασσα έκανε ένα στενό κανάλι πού ’χε φάρδος πιό λίγο άπό μισό μίλι. Κατά τή νοτιά τό μπουγάζι φάρδαινε. Οί άντικρινές άκροθαλασσιές ήτανε γεμάτες κάβους καί μικρές άγκάλες, μονόπετρα καί ξέρες πού άντι- κρύζανε ή μιά τήν άλλη.
Read More ->>

Ανθήτω ώς κρίνον

0 σχόλια

Ανθήτω ώς κρίνον
Φώτης Κόντογλου

ΠΟΛΛΑ ΡΗΜΟΚΚΛΗΣΙΑ βρίσκουνται χτισμένα άπάνου στά μικρά βουνά καί κοντά στη θάλασσα. Ευωδιάζουνε καθαρά κι άσπρισμένα" οί γυναίκες κ’ οί άντρες τά διατηρούνε, τά στολίζουνε μέ μυρσίνες, μέ δάφνες καί μέ άβαγιανούς.
Τήν “Αγια Τράπεζα τη στρώνουνε μέ κεντημένα τραπεζομάντιλα άρχαΐο σκέδιο, βάζουνε καί κουρτίνες στοΰ τέμπλου τά κονίσματα. Στό κόνισμα τής Παναγιάς καί στους άλλους άγιους κρεμάζουνε τάματα, άνθρωπάκια, μάτια, αυτιά, χέρια, ποδάρια, πρόβατα, καΐκια κι άλλα πολλά.
Απ’ δξω, αυτά τά ρημοκκλήσια έχουνε πάντα ένα χαγιάτι γιά ν’ άποσκιάζει, κι από κεί βλέπεις τη θάλασσα, τούς κάβους καί τά βουνά. 'Άμα τελειώσει ή Λειτουργία, έκεΐ πέρα κάθου- νται καί πίνουνε τόν καφέ, κ’ ύστερα τρώνε ψάρια καί θαλασσινά.
Τά κορίτσια κάνουνε κούνιες στά δέντρα καί τραγουδάνε τούτο τό πρωτινό τό τραγούδι, πού ’ναι σάν τίς ζωγραφιές τής έκκλησιάς:
Read More ->>

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Ο καπετάν-Στέλιος κι' ο Βασίφ-εφέντης

0 σχόλια

Ο καπετάν-Στέλιος κι' ο Βασίφ-εφέντης

Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ Τ’ ΑΪΒΑΛΙ είχε πολλά καΐκια καί καράβια. Μά δεν τά ναυλώνανε ξένοι, αλλά οί ίδιοι οί ’Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τά λάδια καί τά σαπούνια τους,πού ήτανε τά καλύτερα στον κόσμο, δπως ακόυσα νά λένε καί στή Μαρσίλια. Άλλα άπ’ αυτά ταξιδεύανε στήν Πόλη, άλλα στή Σμύρνη, καί τά πιό μεγάλα ταξιδεύανε στή Βλαχιά και στή Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε τό Μισίρι, στό Τριέστι καί στή Μαρσίλια.
Τά μικρά σκαριά ήτανε άχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντοΰσκες, περάματα, πένες. Τά μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, μέ φαρδιές σκάφες, μέ πλώρη λοξή, σάν τούς άχταρμάδες, καί μέ τάκο πίσω στήν πρύμη. Ή άρματωσιά τους ήτανε δυό άλμπουρα, τό ’να μέ σταύρωσες, τ’ άλλο μέ μπούμα. Καραβόσκαρα δέν είχανε οί Άίβαλιώτες. Καραβόσκαρα μέ δυό καί τρία άλμπουρα έρχόντανε στ’ Άίβαλί άπό άλλα μέρη, γιά νά φορτώσουνε ή γιά νά ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη καί πλούσια πολιτεία, κ’ εΰρισκε κανένας άπ’ δλα τά πράγματα.
Ό καπετάν-Στέλιος ό Καρνιαγοΰρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στή Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του ύστερα είχε πάρε-δώσε μοναχά μέ την Πόλη. Στήν Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τόν ξέρανε Ρωμιοί καί Τούρκοι καί τόν είχανε σέ μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός πού ήτανε σοβαρός άνθρωπος καί κουβαρντάς, αλλά καί στό παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, έμορφάνθρωπος, λές κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. "Οπου νά ρωτούσες τόν ξέρανε. Οί Τούρκοι τόν λέγανε Άϊβαλικλί-Στέλιο ή καμπουντάν-Στέλιο.
Read More ->>

Παραμονή Χριστούγεννα

0 σχόλια

Παραμονή Χριστούγεννα

ΚΡΥΟ ΤΑΝΤΑΝΟ ΕΚΑΝΕ, παραμονή Χριστούγεννα. Ό άγέρας σάν νά ’τανε κρύα φωτιά κ’ έκαιγε. Μά ό κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι.
Είχε βραδιάσει κι άνάψανε τά φανάρια μέ τό πετρόλαδο. Τά μαγαζιά στό τσαρσί (αγορά) φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’ όλα τά καλά. Ό κόσμος μπαινόβγαινε καί ψούνιζε άπό τό ’να τό μαγαζί έβγαινε, στ’ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε καί κουβεντιάζανε μέ γέλια, μέ χαρές.
Οί μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό άπό τόν κόσμο πού φουμάριζε. Ό καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυό σόμπες, καί τά τζάμια ήτανε θαμπά, άπ’ όξω έβλεπες σάν ίσκιους τούς άνθρώπους. Οί μουστερήδες είχανε βγαλμένες τίς γούνες άπό τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε ή πόρτα καί μπαίνανε τά παιδιά πού λέγανε τά κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Καί δέν τά λέγανε μισα και μισοκουτελα, μα τα λεγανε απο τήν αρχή ίσαμε το τέλος, μέ φωνές ψαλτάδικες, οχι σάν καί τώρα, πού λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, καί κείνα παράφωνα.

Read More ->>

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Μοιρολόγι

0 σχόλια



Μοιρολόγι
Τό Αιβαλί η Πατρίδα μου

Μοιρολογώ την κουρσεμένη πατρίδα μου, τ’ Άϊβαλί της Μικράς Ασίας, καί μαζί τή ζεστή φωλιά μου, τό υποστατικό πού ζοΰσα άποτραβηγμένος. “Ήτανε ένα βραχόβουνο, μιά χερσόνησο, πού μ’ άφήσανε κληρονομιά οί μπαρμπάδες μου· είχανε ζήσει καί πεθάνει άπάνου κεΐ πάππου-προσπάππου, καλόγεροι οί πιό πολλοί. Ζήσανε ήσυχα καί φυσικά, έχοντας τά πρόβατά τους, τά χωράφια τους, τ’ αμπέλια τους καί τό ’να καί τ’ άλλο τους. Δέν είναι τώρα καλή στιγμή κ’ εύκαιρη θέση γιά νά πώ τό τί ήτανε αυτό τό νησί, τί λογής ζωή περνούσανε οί άνθρωποι του, τί ομορφιές πέρα άπό κάθε φαντασία τό στολίζανε, τί άνθρωποι τής στεριάς καί τής θάλασσας τό κατοικούσανε, τις παράξενες ιστορίες τους, τίς φουρτούνες, τις άνεμοζάλες πού τό δέρνανε — καί τήν άθόλωτη ευτυχία πόβγανε άπ’ όλα του.Τώρα, στό μοιρολόγι πού γράφω, κλαίγω γιά τό χαμό του, μά τό πόσο πονώ, καταλαβαίνω πώς δέ θά μπορέσω νά τό πώ μέ λόγια ποτές μου.

ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΩ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ χωρίς νά κατρακυλήσει κ ένα ζεματιστό δάκρυ, νά λιώσει τά ψηφιά; Τ’ όνομά σου; Ή κατά ποϋ έπεφτε ή άγιασμένη μεριά, πού βρισκόσουν μιά φορά, άπάνου στήν άπέραντη έπιφάνεια τής γης; Σά βάζω μέ τό νοΰ τίς χρυσές μέρες σου πού χαθήκανε, πιάνεται ή καρδιά μου. Ήτανε όνειρο μαθές; Ήτανε πλάνεμα μαγικό; Τί είναι λοιπόν αυτός ό κόσμος; Ρωτώ ΰστερ’ άπό τόσους καί τόσους πού τό ρωτήξανε. Αγαπημένη γωνιά! Αγιασμένο βουνό! Δέν ήσουνα έσύ πατέρας μου καί μητέρα μου καί κάθε άγάπη μου;

Read More ->>

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής

0 σχόλια


Αρχαίοι άνθρωποι τής Ανατολής

ΠΡΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ακόμα μπορούσες νά βρεις εκεί μέσα  από κείνη τή γενεά τών άρχαίων ανθρώπων, πού δέν υπάρχουνε σέ άλλα μέρη, σάν κι αυτούς πού διαβάζουμε στις ιστορίες τών παλαιών Ελλήνων, καί πού τίς συνταιριάζανε ό γερο-Όμηρος, ό Ησίοδος, ό Ηρόδοτος, ό Θεόκριτος, καθώς καί στήν Παλαιά Διαθήκη. ’Ήτανε άρχαΐοι "Ελληνες μαζί κι Άνατολίτες χριστιανοί, πράοι κι άθώοι άνθρώποι. Σά νά τούς άπόκλεισε ή φύση σέ κείνο τό βλογημένο στενοθάλασσο, κι ά-πομείνανε δπως βρεθήκανε πριν άπό χιλιάδες χρόνια, ίδιοι κι άπαράλλαχτοι, άπό τότες πού ήτανε είδωλολάτρες καί πιστεύανε στά ξύλα, στ’ άστρα καί στά δέντρα.

Μά τό παράδοξο είναι πώς δέν ήτανε άγριοι, πονηροί καί μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι άκοινώνητοι. Σάν παιδιά άγαπούσανε τίς ιστορίες, όλα τά πιστεύανε, καλοσύνη είχανε στήν καρδιά τους. Βαστούσανε στό χωριό σπίτια μ’ δλη τήν τάξη. Κλέφτες δέν ήτανε, ψέματα δέ λέγανε, τή δουλειά τήν άγαπού-σανε, τόν ξένο σάν άδερφό τους τόν είχανε. Καί τούτο, επειδή ζούσανε μέ μεγάλη άπλότητα κ’ ήτανε φχαριστημένοι μέ λίγα πράματα, καί δέ χρειαζόντανε μηδέ τό ψέμα, μηδέ τήν κλεψιά, μηδέ τό σκοτωμό, γιά νά πληθύνουνε τήν καλοπέρασή τους. Τήν πείνα δμως δέν τήν ξέρανε, γιατί ή μεγάλη στεριά, πού τους γεννησε, δεν άφηνε κανένα νηστικόν και παραπονεμενον, ή βλογημένη Ανατολή, πού βγάζει πολύ καί γλυκό ψωμί, καί κάθε λογής πράμα, μέλι, γάλα, λάδι κι δ,τι άλλο χρειάζεται γιά ζωοθροφία τού άνθρώπου, δίχως μάταια πράματα. Όπως ή γης έθρεφε κάθε λογής προκομμένο δέντρο, ή θάλασσα έθρεφε ψάρια πού ’χανε τήν ιδιαίτερη νοστιμάδα πδχει κάθε τι πού βγάζει κείνη ή βλογημένη πλάση, άγρια καί ήμερα.

Read More ->>
 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |