Φώτης Κόντογλου
Αγνή Νεότητα
Ο ΡΟΒΙΝΣΟΝΑΣ ΕΖΗΣΕ στό ρημονήσι του ολομόναχος είκοσιοχτώ χρόνια. Μά στ’ αληθινά δέν εζησε μοναχός. Μαζί του ζήσανε όσοι διαβάσανε την ιστορία του, καί τόν άγαπήσανε, χιλιάδες ψυχές τόν συντροφέψανε στό άγριονήσι τοΰ Χουάν Φερναντέζ, περάσανε μαζί του κάθε στιγμή, κάθε στενοχώρια του καί κάθε χαρά του. Αντάμα του ναυαγήσανε, κάνανε τήν καλύβα του, αρμέξανε τά γίδια του, σπείρανε τό σιτάρι του, φορέσανε τά ρούχα του άπό γιδοτόμαρα καί τό παράξενο καπέλο του, βαστάξανε τήν ομπρέλα του. Μαζί του πολεμήσανε μέ τούς άνθρωποφά-γους, γλυτώσανε τόν Παρασκευά, μπήκανε στό μονόξυλο πού τό σκάψανε σ’ ένα χοντρό δέντρο, αρπάξανε τούς Σπανιόλους θαλασσινούς από τά δόντια των κανίβαλων.Ναί, χιλιάδες παιδιά ζήσανε μαζί του στό ρημονήσι. Μά εγώ δέν έζησα μαζί μέ τόν Ροβινσόνα μέ τή φαντασία μοναχά, αλλά έζησα άληθινά, γιατί γεννήθηκα σ’ ενα μέρος πού ήτανε ίδιο μέ τό νησί του, καί πού είχε όλα όσα είχε άπάνω καί γύρω του, βράχους, δέντρα, άγριόγιδα, άγρίμια, σπηλιές, θάλασσες, κόρφους, ξερονήσια, ξέρες, μπουγάζια, άλυκές, θεριόψαρα, καράβια μέ παλιά σκαριά, ναυάγια, θαλασσινούς, ψαράδες, εξόν από άνθρωποφάγους. Γεννήθηκα μέσα στήν αρμύρα τής θάλασσας. Άπό μωρό παιδί έμαθα νά κουμαντάρω βάρκα, ν’ άρμενίζω μέ πανιά, νά φουντέρνω, νά σαλπάρω, νά παλεύω μέ τίς φουρτούνες, νά σκυλοπνίγουμαι. Ύστερότερα έμαθα καί καραβομαραγκός καί σκάρωσα μιά μεγάλη βάρκα.
Read More ->>