Φώτης Κόντογλου
Θολωτή ευτυχία
ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ μέσα στη φύση, δεν μπορεί νά πει πώς την αγάπησε άληθινά, γιατί δεν τήν κατάλαβε άληθινά.Σάν ζεΐς μέ άλλους μαζί, κουβεντιάζεις μ’ αυτούς, περνάς τόν καιρό σου μαζί τους, κ’ ή φύση είναι γιά σένα λίγο-πολύ ξένη. Πολλοί λένε πώς άγαπάνε τη φύση, καί φεύγουνε άπό τήν πολιτεία γιά νά ζήσουνε μαζί της, μά κουβαλάνε μαζί τους, δίχως νά τό καταλάβουνε, όλη τήν πολιτεία, τις άναπαύσεις της, τις συνήθειές της, τις έγνοιες της, τήν παρέα της, κ’ έτσι ή φύση είναι γι’ αυτούς σάν μιά σκηνογραφία, χωρίς νά δίνουνε πολλή σημασία σ’ αύτή. Ενώ έκεϊνος πού θά ζήσει ξεμοναχιασμένος σ’ ένα έρημο μέρος, έπειδής έχει επιθυμία νά φύγει άπό τή ζωή τής πολιτείας, δέν πρέπει νά πάρει μαζί του πολλά πράγματα, άλλά πολύ λίγα, καί πρό πάντων ν’ άφήσει στό σπίτι του τις συνήθειές του, τις φροντίδες του, καί νά πάγει ξεφορτωμένος έκεΐ πού θά ζήσει λίγον καιρό πιό φυσική ζωή. Στήν άρχή, ή μοναξιά θά τόν στενοχωρήσει, θά θέλει νά γυρίσει πίσω, μά σάν μπορέσει νά νικήσει αύτή τήν επιθυμία, σιγά-σιγά, μέρα μέ τή μέρα, θ’ άρχίσει νά βλέπει πράγματα πού δέν τά ’βλεπε πριν, στή θάλασσα καί στή στεριά. Ή κάθε στιγμή θά τού φαίνεται διαφορετική άπό τήν άλλη, κι όπως θ’ άλλάζει ολοένα ό κόσμος πούείναι απ’ όξω του, δηλαδή ή φύση, θ’ αλλάζει κι ό κόσμος πού είναι μέσα του, κι αυτά τά δυό θά γίνουνε στό τέλος ένα.
Τά λιγοστά πράγματα πού θά ’χει πάρει μαζί του, θά τόν κάνουνε να εκτιμήσει και το παραμικρό, γιατί ή στέρηση κάνει τόν άνθρωπο ν’ άγαπήσει όσα τοΰ χρειάζουνται. Ή άπλότητα θά τόν ξεκουράσει, ή πείνα θά τόν κάνει νά τρώγει μέ όρεξη, ή δίψα θά κάνει τό νερό πού θά πίνει γλυκό καί νόστιμο σάν τό πιό άκριβό πράγμα, διάφορα τιποτένια πράγματα θά πάρουνε στά μάτια του μεγάλη άξια, μιά ίσια πέτρα γιά νά κάθεται, ένα άγριο δέντρο γιά νά κοιμάται στόν ίσκιο του. Τά περιφρονημέ- να θά γίνουνε γι’ αυτόν σπουδαία.
Τήν καλύτερη ζωή στή μοναξιά, θαρρώ πώς τήν περνά όποιος πάγει νά ζήσει στή θάλασσα. Νά βρει ένα ρημονήσι ή ένα άπομοναχιασμένο μέρος πού νά ’χει κανένα λιμανάκι. Πρέπει νά ξέρει άπό θάλασσα καί νά ’χει μιά βάρκα. Νά ’χει μαζί του, έξόν άπό τις ζωοθροφίες του, κάποια έργαλεΐα τής ψαρικής, πετονιές, παραγάδια, κιούρτους, ένα-δυό μαχαίρια, σκεπάρνι, πριόνι, καρφιά, ψαλίδι, λίγα σανίδια, σκοινί, ένα-δυό κομμάτια καραβόπανο, μιά τέντα, λίγη πίσσα, λίγον στόκο.
Ή βάρκα του είναι καλύτερα νά μήν έχει μηχανή, γιατί εκτός πού τά πανιά έχουνε τό μεράκι καί κάνουνε τόν άνθρωπο ν’ άγαπήσει άληθινά τή θαλασσινή ζωή, ή μηχανή είναι καί μπελάς, χαλά κάθε τόσο, θέλει πετρέλαιο, καί τό πιό κακό είναι πού κάνει τόσο βροντολόγημα, πού χαλά όλη τή γλυκύτητα τής ερημιάς. Τα πανια είναι ήσυχα, ειρηνικά, εχουνε κάποιο μυστήριο, κάνουνε τόν άνθρωπο νά τ’ άγαπήσει, κι άν πάθουνε καμιά φορά καί κάποια ζημιά,τό διόρθωμά τους είναι άπό τις πιό έμορφες κι άγαπημένες δουλειές τοΰ ερημίτη.
’Άς πούμε λοιπόν πώς βρήκε ένα έρημόνησο, γιά νά περάσει τό καλοκαίρι. Νά κοιτάξει νά ’χει μοναχά νερό καί λίγα δέντρα. Καλά θά είναι νά βρίσκεται κείνο τό νησί κοντά σέ καμιά στεριά ή σέ κανένα άλλο νησί κατοικημένο, γιά νά κάνει κάθε
τόσο την κου μπάνια του, όπως λένε οί θαλασσινοί, δηλαδή ν’ άγοράζει τίς ζωοθροφίες του κι ό,τι άλλο τοΰ χρειαστεί. Σάν έχει τό νερό, τ’ άλλα βολεΰουνται. Τό νερό είναι ζωή γιά θάνατος. Επειδή μπορεί νά τόν κλείσουνε οί φουρτούνες κάμποσες μέρες, καί τότε, άν δέν έχει νερό, μπορεί νά πεθάνει άπό τή δίψα. Πολλές φορές, κοντά σέ τέτοια ξερονήσια, ή σέ κάποιες μοναχιασμένες θαλασσινές τοποθεσίες, υπάρχει κανένα περιβόλι ή κανένα μαντρί, απ’ όπου μπορεί νά παίρνει μανάβικά, φρούτα καί τυρί.
Τό νά πηγαίνει μέ τή βάρκα του νά κάνει τήν κουμπάνια του, είναι γιά τόν ερημίτη άπό τά πιό ευχάριστα πράγματα. Μπαίνει στή βαρκούλα του, ίσάρει τό πανί, καί βάζει πλώρη γιά τήν άντικρινή στεριά. ’Άν έχει τόν καιρό άπό μπροστά, κάνει βόλτες, καί χαίρεται τό άφρισμένο πέλαγο σάν τό θαλασσοπούλι. Μοσκομυρίζει θάλασσα ή βάρκα, ραντισμένη άπό τήν άρμη, άνοίγει ή όρεξή του καί τό παξιμάδι τού φαίνεται ουρανοκατέβατο. ’Άν έχει πρίμα τόν άγέρα, λασκάρει τή σκότα τού πανιού του, κ’ ή βάρκα κατρακυλά σάν δελφίνι, ή θάλασσα βράζει άπό τόν άφρό, κι ό καπετάνιος κάθεται στό τιμόνι σάν πασάς. Ήξερα έναν φτωχόν ψαρά, πάμφτωχο σάν τούς μαθη- τάδες τοΰ Χριστού, καί μοΰ ’λεγε ό καημένος: «Σάν άποψαρέψω καί κάνω τό πανάκι μου, γιά νά γυρίσω στό γιατάκι μου, κ’ έχω πρίμα τόν άγέρα, καί καθίσω στό τιμόνι, δοξάζω τόν Θεό πού είμαι ό πιό μεγάλος άρχοντας! Τύφλα νά ’χουνε οί λόρδοι πού σεργιανίζουνε μέσα στά χρυσά τ’ αμάξια στις μεγάλες πολιτείες! Κάθουμαι στό ραχάτι μου, καί κοιτάζω άπό δω, κοιτάζω άπό κεΐ, περνάνε άπό μπροστά μου σάν πανόραμα οί κάβοι, οί άγκάλες, τά βουνά, τά δέντρα, τά μοναστήρια, τά πρόβατα πού βόσκουνε κοντά στή θάλασσα!»
Έζησα άπάνω σέ ρημόνησα άπό καιρό σέ καιρό. Όλες τίς φορές έπήγα άπάνω στά ξερονήσια θεληματικά. Μοναχά μιά φορά κλείστηκα από χή φουρτούνα, καί τά ’φερα σκούρα. Σέ τέτοια περίσταση, βρίσκεσαι αληθινά με τόν έαυτό σου, κι αν έχεις πίστη, κρεμάζεις τήν ελπίδα σου στόν Θεό.
Γύρω στό μέρος πού γεννήθηκα, υπήρχανε πολλά νησιά, στήν "Οξω Θάλασσα. Τά περισσότερα ήτανε έρημα, σ’ ένα-δυό καθόντανε μοναχά κάτι τσομπάνηδες, σ’ ένα άλλο σπέρνανε, καί στό πιό μικρό, πού ήτανε ένας βράχος, καθότανε ένας γέρος πού άναβε τό φανάρι. Σ’ όλα συχνάζανε ψαράδες, πού παίρνανε μαζί τους καί τις φαμίλιες τους τό καλοκαίρι. Σέ κάποια άπ’ αυτά βρισκόντανε κι άρχαΐα χτισίματα, πύργοι, έκ- κλησιές, στέρνες, καλυβόσπιτα. Σ’ ένα άπ’ αυτά υπήρχανε πολλά χαλάσματα, καί μιά μικρή έκκλησιά πού ήτανε στρωμένη μέ ψηφιά. Σ’ ένα άλλο βρήκα άπάνω σ’ έναν βράχο κάμποσα ονόματα, σκαλισμένα άπό κάποιους Φραντσέζους θαλασσινούς. Στό πιό μεγάλο άπ’ αυτά τά ρημονήσια φαίνεται πώς υπήρχε κάποια έπίσημη πολιτεία, πριν Χριστού, γιατί βρισκόντανε πολλά θεμέλια καί ταφόπετρες μέ άρχαΐα γράμματα.
Όλ’ αυτά τά περιεργαζόμουνα καλά-καλά. Είχα ένα τεφτέρι κ’ έγραφα ό,τι εύρισκα, έκανα καί τά σκέδιά τους μέ τό μολύβι. Ζωγράφιζα καί τοποθεσίες, πουλιά, σαύρες, κάτι μαύρες άγκαθωτές σαύρες πού τις λένε κορκόδειλους, ζωγράφιζα κι άγριάγκαθα, κοχύλια, ψάρια, πέτρες.
Τή βάρκα μου τήν άραζα σ’ ένα ρηχό λιμανάκι, κλειστό σάν φωλιά. Γιά κάθε άσφάλεια, είχα κάνει ένα καραμοσάλι κ’ έδενα άπάνω τή βάρκα όλον τόν καιρό πού καθόμουνα σέ κείνο τό νησί. Είχα όμως καί μιάν άγκουρα κ’ ένα τριχάλι, γιά νά τήν άράζω όπου πήγαινα. Εκτός άπό θαλασσινά σύνεργα, δίχτυα, άγκίστρια, καμάκια, άπόχες καί τέτοια, καί τ’ άλλα τά στεριανά πού είπα παραπάνω, είχα πάρει μαζί μου τά στρωσίδια μου, ένα-δυό ντενεκεδένια πιάτα, κουταλοπίρουνα, μαχαίρια, κανάτια, σπίρτα, τσακμάκι κ’ ι'σκα, κάμποσα σπαρματσέτα, ένα φανάρι, καπνό, τσιγαρόχαρτο, ένα τουφέκι μέ χαρτοϋσες καί μέ σκάγια. Είχα πάρει καί μιά γάτα, γιά συντροφιά. Πήρα καί δυό βιβλία, τό Ευαγγέλιο καί τόν Ροβινσόνα. Τά γράμματα τής Σύνοψης, γιά νά κάνω την προσευχή μου, τά ήξερ’ άπ’ όξω.
Σάν έπιανε νά βραδιάζει, άναβα φωτιά, δποτε ήθελα νά ψήσω κάτι ή νά βράσω κανένα ψάρι" υστέρα έστρωνα τό τραπέζι μου μέ τάξη, έκανα τόν σταυρό μου, κ’ έτρωγα μέ πολλή όρεξη. Σέ ό,τι έκανα, μέ άκολουθοΰσε νιαουρίζοντας ή Χαλιμά, ή γάτα μου, ως πού κάθιζα στό τραπέζι καί κείνη ανέβαινε σέ μιά πέτρα αντίκρυ μου, κοιτάζοντας τί θά τής ρίξω γιά νά φάγει. Ό ήλιος βουτοϋσε σάν άναμμένο κάρβουνο μέσα στό πέλαγο. Τό βραδινό άγεράκι γλυκοσφύριζε στά ξάρτια καί στήν άντένα τής βάρκας, πού κουνιότανε αλαφρά, σά νά ’τανε ζωντανή, καί μάς καλοΰσε νά πάμε στήν άγκαλιά της. Τά δροσερά κυματάκια μουρμουρίζανε στήν ακρογιαλιά. Άλλο τίποτα δέν άκουγε τ’ αυτί μου.
Σάν τελείωνα τό φαγητό μου, έκανα τόν σταυρό μου, καί καθόμουνα πολλή ώρα μέ κατάνυξη, κοιτάζοντας τή μεγαλοπρέπεια πού ήτανε γύρω μου. Πολλές φορές έψελνα, έλεγα κανένα τροπάρι. Σέ λίγο, ό ουρανός σκοτείνιαζε καί βάθαινε άπάν’ άπό τό κεφάλι μου, καί τ’ άστρα άρχίζανε καί φαινόντανε, ένα εδώ κι άλλο παραπέρα, σάν καντηλάκια. "Επαιρνα τή Χαλιμά κ’ έμπαινα στή βάρκα. Έβγαζα καλά"καλά τά νερά άπό τή σεντίνα, έστρωνα, καί ξάπλωνα.
Ή Χαλιμά πήγαινε κάτω άπό τήν πλώρη, μέσα σ’ ένα πανέρι πού τής είχα βάλει γιά νά κοιμάται, καί δός του ρούνρούν- ρούνρούν, άπό τήν ευτυχία πού είχε. Είδα κ’ έπαθα ως νά συνηθίσει, γιατί στήν άρχή ήθελε, σώνει καί καλά, νά ’ρχεται νά κοιμάται στό κεφάλι μου.
Τό κλάκ-κλάκ πού κάνανε τά κυματάκια στά βρεχάμενα τής βάρκας μέ νανούριζε, καί μ’ έπαιρνε γλήγορα ό ύπνος.
Άπό πάνω μου κουνιότανε ή άντένα τής βάρκας, άνάμεσα στ’ άστρα πού φεγγοβολούσανε, σάν νά πανηγυρίζανε τά ουράνια, ενώ τό πέλαγο βούιζε όξ’ άπό τό λιμανάκι. Έγώ κ’ ή Χαλιμά είμαστε στά ζεστά μας, κι ό καθένας μας ποιος ξέρει τί έβλεπε στ’ όνειρό του.
Μιά φορά πήγα νά ζήσω λίγον καιρό σ’ ένα νησί, πού ήτανε μέν έρημο, άλλά κάμποσο μεγάλο. Αυτήν τή φορά άποφάσισα νά κάνω τόν Ροβινσόνα σέ όλα, άκόμα καί στό ντύσιμο. Δέν έβαλα ρούχα άπό προβιά, μά πήρα ένα ψάθινο καπέλο, άπό κείνα πού βάζουνε οί θεριστάδες, τρύπησα τόν τεπέ καί τό έκανα ψηλό καί μυτερό μέ κάτι ψαθιά πού έπλεξα. Μ’ αύτά σκάρωσα κ’ ένα παρασόλι πού δέν έκλεινε, καί μέ κείνο τό σκέδιο πήγαινα όπου πήγαινα.
Είχα, όπως πάντα, μαζί μου τόν άχώριστο Ροβινσόνα μου, ένα παλιό βιβλίο πού μύριζε έμορφα τό κιτρινισμένο χαρτί του, κι ό,τι διάβαζα τό έκανα κ’ έγώ, δηλαδή όσα μπορούσανε νά γίνουνε, γιατί βέβαια δέν ήτανε δυνατό νά κυνηγήσω αγριοκάτσικα ή νά σπείρω σιτάρι ή νά κάνω καλυβόσπιτο. (Τή μέρα πού έβραζε ό ήλιος, καθόμουνα μέσα στή βάρκα κάτω άπό τήν τέντα.) Άλλά όσα μπορούσανε νά γίνουνε, τά έκανα, όπως π.χ.: «Ό Ροβινσών όμιλεΐ μέ τόν ψιττακόν του.» Έγώ μιλούσα μέ τή Χαλιμά. «Ό Ροβινσών έπιδίδεται εις τήν αλιείαν. Εκδρομή τού Ροβινσώνος εις τό εσωτερικόν τής νήσου του. Ό Ροβινσών ετοιμάζεται διά νά περιπλεύση τήν νήσον του. Ό Ροβινσών περιπλέει τήν νήσον του καί κινδυνεύει. Επιστροφή αύτοΰ.Ό Ροβινσών παρατηρεί ίχνη άνθρωπίνου ποδός επί τής άμμου. Τρόμος τόν καταλαμβάνει. Φοβερά καταιγίς ενσκήπτει εις τήν νήσον καί ό Ροβινσών κρύπτεται εις τό σπήλαιόν του.» Κατά καλή τύχη, είχε καί μιά μικρή σπηλιά στό νησί μου. «Ό Ροβινσών συντάσσει τό ήμερολόγιόν του. Ό Ροβινσών έπιχειρεΐ ταξίδιον εις τήν άντίπεραν ήπειρον.»
Μιά μέρα, αποφάσισα κ’ εγώ νά περιπλεύσω την νήσον μου. Έπιασα καμπόσα ψάρια, τά τηγάνισα, γαλέτα είχα μέσα στη βάρκα, πήρα σ’ ένα βαρέλι νερό, πήρα τό τουφέκι μου, φόρεσα τόν «κωνοειδή πίλον μου», πήρα μαζί μου τήν άγαπημέ- νη μου τή Χαλιμά, κι άνοιξα τό πανί. Κάθισα στό τιμόνι, βαστώντας άπό πάνω μου τό «άλεξιβρόχιόν» μου, γιά νά μή μέ καίει ό ήλιος, κ’ έβαλα πλώρη άπάνω σ’ έναν κάβο τοΰ νησιού πού έπεφτε στην άλλη άκρη, κατά τή νοτιά.
Τί έξαίσιο ταξίδι! Τιμόνιζα κοντά στή στεριά, γιά νά βλέπω καί νά περιεργάζουμαι τήν άκρογιαλιά. Ψυχή δέ φαινότανε. Ό ήλιος έκαιγε τούς βράχους καί τις άμμουδιές, κι άχνίζανε άπό μακριά. Αλλά άνοιχτά πού περνούσε ή βάρκα, ό άγέρας ήτανε δροσερός. "Ως νά φτάξω στόν κάβο, έκανα ως μισή ώρα. Δέν είδα ζωντανό πλάσμα, έκτος άπό κάτι κοράκια πού ήτανε μαζεμένα σ’ ένα μέρος, κ’ ίσως τρώγανε κανένα ψοφίμι.
Σάν ζύγωσα στόν κάβο καί τόν καβατζάρισα, είδα μιάν ήσυχη άγκάλη πολύ μικρή, καί πήγα κι άραξα τή βάρκα Έβγήκα όξω καί περπάτηξα λίγο. Παραπέρα βρήκα πεταμένο στήν άκρογιαλιά ένα τιμόνι μέ σκουριασμένα βελόνια. Γύρισα πίσω, έκανα τήν τέντα μου, σιγουράρισα τή βάρκα, καί κοιμηθήκαμε.Σάν δρόσισε, κάναμε πάλι πανιά, καί πήραμε δρόμο. Σέ λίγο είδα έναν άλλον κάβο, πιό ψηλόν άπό τόν πρώτο. Γύρω τά νερά ήτανε γεμάτα ξέρες. Άπό πίσω άπό τόν κάβο είδα ένα πολύ μικρό νησάκι, έναν βράχο, κ’ ύστερα άλλα δυό. Άπό κεΐ φαινότανε καθαρά ένα ρημονήσι πού τό λέγανε Δασκαλειό, κι άπό πίσω του, ή μεγάλη στεριά.Ό άγέρας είχε πέσει κ’ έπιασα τά κουπιά. Τράβηξα κουπί ως πού έφταξα σέ μιάν άλλη μύτη μέ ρηχά νερά. Ξαναφύσηξε πάλι, κι άνοιξα τό πανί. Έβγήκα στήν άνοιχτή θάλασσα, κατά τό βασίλεμα. Είδα μακριά ένα λόβερ. "Υστερα μιά σακολέβα.
Καί τά δυό πηγαίνανε καταπάνω στόν άγέρα. Εξαίσιο πανόραμα! Δυό-τρία δελφίνια φανήκανε κοντά μου. Ό ήλιος χρύσωνε τή θάλασσα. Κόντευε νά βασιλέψει. Δόξα καί μεγαλοπρέπεια!
Άρχιζε νά σκοτεινιάζει σάν φτάξαμε στό λιμανάκι μας. Ή Χαλιμά, πού κοιμότανε στό πανέρι της, πήδηξε άπάνω στήν πλώρη καί τανύστηκε, ήρθε καί τρίφτηκε άπάνω στό πόδι μου.
Ύστερ’ άπό λίγο, κοιμόμαστε βαθιά.
Έτσι έτελείωσε «ό περίπλους τής άγαπητής μου νήσου».
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Η εικόνα είναι του Κ.Ξενόπουλου
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου