Φώτης Κόντογλου
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016
Πνεύμα καταιγίδος
Φώτης Κόντογλου
Πνεύμα καταιγίδος
Καί, μ’ όλα ταΰτα, αύτοί οί άνθρωποι μέρα-νύχτα καταγίνουνται μέ τό νά κάνουνε λεφτά, μέ τό νά έξασφαλίσουνε τόν έαυτό τους άπό τη φτώχεια, άπό την άρρώστια, άπό τόν θάνατο, από τήν βαριεστημάρα, από κάθε λογης ένόχληση καί δυστυχία έπειδής λένε «εαυτό» τους τό κορμί τους. Μά ό εαυτός τους άληθινά δεν υπάρχει, κι αυτό φαίνεται άπό τό ότι μέρα-νύχτα κάνουνε τό κάθε τι γιά νά τόν λησμονήσουνε, καταγινόμενοι σέ έπιχειρήσεις άτελείωτες, παίζοντας χαρτιά γιά νά «σκοτώσουνε τήν ώρα τους», πηγαίνοντας σέ διάφορα θεάματα γιά νά ξεχάσουνε τάχα τις δουλειές τους, μά κ’ εκεί, δπου νά πάνε, άθελά τους γυρίζουνε τήν κουβέντα πάλι κι ολοένα στις δουλειές τους, σάν νά ’χει γίνει ό εαυτός τους ένα μ’ αυτές τις δουλειές.
Ωστόσο οί δουλειές κ’ οί φασαρίες είναι άλλο, κι ό εαυτός τους είναι άλλος. «Ποιος λοιπόν είναι ό έαυτός μας;» θά ποΰνε. «Δέν είναι οί δουλειές μας καί τά νιτερέσα μας, άλλά είναι ό έαυτός μας αυτά πού λές εσύ, τά σύννεφα, τό φεγγάρι, ό άγέρας, οί πέτρες, οί χίλιες-δυό φαντασίες καί στοχασμοί πού πλέκουνται μέσα στό μυαλό σου καί στήν καρδιά σου, τήν ώρα πού χάνεις τόν καιρό σου μ’ αύτά; ’Άχ, χριστιανέ μου, μάς παρασκότισες μ’ αύτά τ’ άσύστατα κι άδιαφόρετα πράγματα! Παιδιά είμαστε νά παιδιακίζουμε ή άνθρωποι τής κοινωνίας, σοβαροί, μέ υποχρεώσεις, μέ σπουδές, μέ επιχειρήσεις; Θ’ άφήσουμε τή δουλειά μας καί θά κοιτάζουμε τώρα τόν άφαλό μας, γιά νά βρούμε, λέγει, τόν έαυτό μας! Μή χειρότερα!»
Αύτά κι άλλα τέτοια θάν άκούσεις. Κ’ έσύ δέ θά πεις τίποτα, γιατί δέν υπάρχει τρόπος νά κάνεις τόν άλλον νά ποθήσει τόν έαυτό του καί νά τόν βρει, άφοϋ πιά δέν υπάρχει έαυτός, ούτε κάν ή μυρουδιά του. Τόν έαυτό τους, οί πολλοί άνθρωποι θαρρούνε πώς τόν έχουνε μαζί τους, χωρίς όμως νά τόν παίρνουνε χαμπάρι, παρά μονάχα όποτε λέγει: «Πεινώ, θέλω νά φάγω! Διψώ, θέλω νά πιώ! Πονά ή κοιλιά μου, θέλω νά ξαλαφρώσω! Έχασα τά λεφτά μου. Τί θά κάνω τώρα; Νά πεθάνω ή νά ζήσω; Προσβάλανε τήν τιμή μου. Νά σκοτωθώ ή νά σκοτώσω; Δείρανε τό παιδί μου. Πρέπει νά εκδικηθώ!» Αύτά καί κάποια άλλα τέτοια λένε πώς είναι ό έαυτός τους.
Τόν άνθρωπο πού ’ναι πιό παραμέσα άπ’ αυτά, δεν τόν είδανε ποτές, δεν τόν γνωρίσανε, γιατί αυτός δέν έχει δουλειές, φασαρίες, κουβέντες γιά συμφέροντα κ' ένα σωρό μάταιες έγνοιες γιά αξιοπρέπειες καί γιά τέτοια — μ’ έναν λόγο αυτόν δέν τόν παίρνεις είδηση πώς υπάρχει από τήν κοιλιά κι άπό τ’ άλλα πού καταγίνεται ό κόσμος.
Άλλη φορά κ’ οί συνηθισμένοι άνθρωποι είχανε μέσα τους ζωντανόν αυτόν τόν έαυτό τους, πού ’ναι τρυπωμένος μέσα στά έγκατά μας, ενώ τώρα κ’ οί ποιητάδες ακόμα τόν έχουνε χαμένον. Έτσι, καταντά ό άνθρωπος νά κερδίσει όλον τόν κόσμο καί νά χάσει τήν ψυχή του.
Τό κάθε τι είναι τυλιγμένο μέσα σέ μυστήριο. Αυτό τό μυστήριο θέλουνε νά τό βγάλουνε οί σημερινοί άνθρωποι, νά ξεγυμνώσουνε τόν κόσμο. Μά ξεγυμνώνουνε τόν έαυτό τους άπό κάθε βαθύ αίσθημα. Άφοΰ κ’ οί χριστιανοί τής σήμερα θέλουνε νά κάνουνε τόν χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό.
Άν δέν νιώθεις μυστήριο σέ ό,τι βλέπεις, σέ δ,τι άκοΰς, σέ δ,τι πιάνεις, είσαι στ’ άληθινά πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τόν καιρό πού ζοΰσα πιό φυσική ζωή, πώς όλα μέ κάνανε νά βουτώ βαθιά μέσα μου καί νά βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, καί κάποια μαργαριτάρια μιάς ξωτικής θάλασσας. Κανένας δέν μ’ έπαιρνε χαμπάρι πού πήγαινα.
Καθόμουνα ώρες πολλές άπάνω σ’ έναν βράχο καί κοίταζα τά κύματα τής θάλασσας πού τά ’σπρωχνε ή φουρτούνα κατά μένα. Τά νερά χοχλακούσανε θολά κι άγριεμένα άνάμεσα στις πέτρες τής άπόγκρεμης άκρογιαλιάς. Ωρες-ώρες καμιά μεγάλη θάλασσα χτυπούσε μέ τά στήθια της τή μαύρη θαλασ- σοβραχιά μέ τέτοια φοβερή μανία, πού ’λεγες πώς θά τήν ξεθεμελιώσει, καί τά νερά πεταγόντανε ψηλά ώς εκεί πού καθόμουνα καί μέ περιχούσανε. Άπό τ’ άχολογήματα πού έβγαζε τό πέλαγο, ήμουνα σάν κουφός. Ή άρμύρα μύριζε δυνατά, γέμιζε
τόν άγέρα μέ την άψιά μυρουδιά της. Οί κουφάλες κ’ οί σπηλιές βογγούσανε, έρημες κι άγριες. Κ’ εγώ ξεχνούσα πώς είμαι έκεΐ πέρα, κ’ έβλεπα κι άκουγα σάν νά μήν ήτανε ψυχή ζωντανή, παρά πώς παλεύανε τά στοιχειά μοναχά κ’ έρημα, όπως γίνεται στά ξερονήσια τού ωκεανού. Ή μιά θάλασσα ερχότανε πίσω από τήν άλλη σάν θυμωμένα θηρία, πού μ’ έπιανε φόβος νά τίς κοιτάζω. Οί άφροί φουσκώνανε άπάνω στήν κορφή τους, κι άνεβοκατεβαίνανε σάν άτσαλένια βουνά πού μετατο-πίζουνται. Πέρα τό πέλαγο ήτανε έρημο. Δέν φαινότανε μήτε πανί, μήτε φτερό. Μελανοπράσινα νερά τρέχανε σάν ποταμός κατά τή στεριά. Ό άγέρας τά ’σπρωχνε μέ βία καί τά ’κλωθε, καί κείνα άχολογούσανε. «Πνεύμα καταιγίδος έπεφέρετο έπάνω τού ΰδατος.»
Στά δεξιά άπό τόν κάβο πού καθόμουνα, βρισκόντανε κάτι ξέρες ως δυό μπόγια κάτω άπό τά νερά, κ’ οί θάλασσες αφρίζανε περνώντας άπό πάνω τους. Ό άνεμος έπαιρνε τούς άφρούς κομμάτια-κομμάτια καί τούς σκορπούσε ίσαμε τή στεριά καί τούς κολλούσε άπάνω στις άσφάκες. Χίλια ρέματα στριφυγυρίζανε άνάμεσα στις πέτρες καί χυνόντανε σάν ποτάμια, κάθε φορά πού έσκαζε μιά θάλασσα άπάνω στά κράκου- ρα μέ βρόντο. Τό πρώτο βροντολόγημα ήτανε δυνατό, τό δεύτερο πιό μαλακό, κ’ ύστερα τ’ άλλα γινόντανε όλο καί πιό βουβά. Σωπαίνανε όλότελα γιά μιά στιγμή, ως πού νά σκάσει άλλη θάλασσα άπάνω στόν βράχο.
Σ’ αυτό τό άναμεταξύ άκουγότανε μακριά απ’ όλο τό πέλαγο ή οχλοβοή του, πού άχολογούσε πέρα ως πέρα. Άπό κοντά άκουγόντανε μουρμουρίσματα λογιών-λογιών, άπό τ’ άπόνερα πού πηγαινοερχόντανε καί σουρώνανε μέσα στις κουφάλες. Ύστερ’ άπό λίγο φανερωνότανε πάλι άπό τό πέλαγο άλλη μιά μεγάλη θάλασσα, σάν ένας τοίχος άπό θολό νερό πού μετατοπιζότανε κατά τή στεριά. Στήν κορφή της έβραζε καί πάφλαζε ό άφρός, καί στις μελανές πλαγιές της ξεχωρίζανε κάτι μαύρα φύκια, πού τά ’χε ξεριζώσει ή φουρτούνα καί πλεύανε σάν ανθρώπινα μαλλιά κι άνεβοκατεβαίνανε μαζί μέ τά νερά. Σάν έφτανε τό κΰμα κοντά στον κάβο, άνακαμάριαζε γιά τελευταία φορά, σάν τό θηρίο πού σηκώνεται όρθιο γιά νά πέσει απάνω στον άντίμαχό του. Κείνη τήν ώρα έβλεπα την άφρισμένη κεφαλή του νά σηκώνεται άπό πάνω μου. Στόν κόρφο πού έκανε τό κΰμα τήν ώρα πού άνακαμάριαζε, τό νερό γινότανε γιά μιά στιγμή πράσινο σάν σμαράγδι, κ’ ύστερα μονομιάς χύμιζε όλο μαζί κατά μπροστά κ’ έπεφτε άπάνω στόν βράχο, μ’ ένα τέτοιο μούγκρισμα, πού ’λεγες πώς κρεπάρισε τήν πέτρα καί πώς τή σκόρπισε. Μά σέ λίγο τά νερά κ’ οί άφροί φεύγανε, κι ό βράχος στεκότανε μαύρος, άκατάλυτος, περιχυμένος άπό τ’ αρμυρά νερά, πού τόν κάνανε νά λαμποκοπά, μέ τά φύκια κολλημένα άπάνω του.
Καθόμουνα εκεί πέρα ώρες πολλές.
Ξεχνιόμουνα.
Τό μυαλό μου πήγαινε πότε δω καί πότε κεΐ. Δέν είναι μοναχά αυτά πού είπα, πού μέ βαστούσανε καρφωμένον σ’ αύτό τό μέρος. Αυτά μπορώ νά τά πώ, μά είναι κι άλλα πού δέν λέγουνται. Γινόμουνα ένα μέ τό πνεύμα τής καταιγίδας, μέ τά βαθιά νερά πού βουΐζανε μέρα-νύχτα, σάν νά βογγούσανε μέσα τους άμέτρητα πλάσματα γινόμουνα ένα μέ τά σύννεφα, πού τρέχανε στόν ούρανό μαζί μέ τά κύματα, ίδια μαύρα κουρελιασμένα καραβόπανα. Ό νοΰς μου κ’ ή καρδιά μου νιώθανε πολλά μυστήρια άπ’ όσα έβλεπα κι άκουγα, κι απ’ όσα δέν έβλεπα καί δέν άκουγα. Είχα πετάξει άπό πάνω μου τίς μικρολογίες καί πε- τοΰσα έλεύθερος, ζούσα μέσα στήν αιωνιότητα. Μαζευόμουνα στό βάθος τού έαυτού μου, κι άπό κεΐ άκουγα τή βουή τού πελάγου καί τόν άνεμο πού ξερίζωνε τ’ άγριόκλαρα, σάν νά τ’ άκουγα αιώνες αιώνων. Κατέβαινα στόν πάτο τής θάλασσας κ’ έψαχνα τίς φλέβες τής άβύσσου.
Ύστερ’ άπό ώρες σηκωνόμουνα καί τραβούσα παράμερα στή στεριά, γιά νά ξανακατεβώ πάλι στήν άκροθαλασσιά παραπέρα, πού ήτανε άμμος, γιατί δέν μπορούσα νά πάγω γιαλό- γιαλό, έπειδής οί βράχοι ήτανε κοφτοί απάνω στό νερό καί δέν μπορούσα νά περάσω. Έμπαινα λοιπόν μέσα σέ μιά νεροφαγιά, πού μ’ έβγαζε σ’ ένα μονοπάτι. Όπως ξεμάκραινα άπό τήν ακρογιαλιά, ή βουή τής θάλασσας ερχότανε άπό πίσω μου, κι όσο περπατούσα μέσα στή νεροφαγιά, τόσο άκουγόντανε πιό βουβά, σάν νά ’τανε βουλωμένα τ’ αυτιά μου. Ξαναδυνάμωνε πάλι τό βογγητό σάν έβγαινα κοντά στην άμμουδιά.
Ή στεριά ήταν λίσβας ξερός, πασπαλισμένος μ’ αλάτι. Απάνω του ήτανε φυτρωμένα μοναχά ξεράγκαθα πού τά ’χε μαδήσει ό άγέρας. Μιά σάπια βάρκα κειτότανε μπρούμυτη. Τά μαδέρια της ήτανε τσακισμένα, ή καρινα της καταφαγωμενη, τά καρφιά καί τά βελόνια της μαδούσανε άπό τη σκουριά. Ή φουρτούνα είχε πετάξει άπάνω στόν άμμο ξύλα θαλασσοφα- γωμένα, ρίζες καί κλαδιά άσπρα άπό τήν άρμη, ένα σωρό τσόφλια άπό χτένια, άπό πίνες κι άπό λογιών-λογιών άλλα θαλασσινά.
Έπαιρνα στό χέρι μου ένα σουπιοκόκκαλο καί τό κοίταζα καλά-καλά. Κανένα κομμάτι σκαλιστό ξύλο, πού θά τό ’χε πάρει ή θάλασσα άπό τήν πρύμη κάποιου καραβιού, τό ’παιρνα καί τό περιεργαζόμουνα μέ άπορία, πώς βρέθηκε σ’ αυτό τό έρημο μέρος, όπως έκανα καί μέ τήν παλιόβαρκα. Σάν νά βρισκόμουνα πολύ μακριά άπό τούς άνθρώπους κι άπό ό,τι κάνουνε τά χέρια τους.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου