ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Α' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Α' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης



Α' Ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης
Ο πολιούχος των Κυδωνιών και τής Χίου τό βλάστημα
Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κυδωνιέως, άγιογράφου.

ΠΙΑΝΩ ΠΑΛΕ ΣΗΜΕΡΑ νά γράψω μιά παλιά ιστορία. Δεν φταίγω αν λϊγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ό κόσμος άλλαξε όλότελα, πάνε πλιά κείνα τά χρόνια πού οί άνθρωποι είχανε άντρειοσύνη, φιλότιμο, μεράκια λογιώ-λογιώ. Κι άπό τέτοια-τέτοια χαρίσματα γίνουνται οί ιστορίες, καί διαλαλιοΰνται στό ντουνιά ονόματα καί πίθετα π’ ως τά τότες ήτανε σάν τό δικό μου καί σάν τό δικό σου. Άπό δω πού κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε άπό μοβόρους παλληκαράδες καί τώρα τούς αύλακώνουνε τά ξυλάλετρα. Αντίκρυ άπ’ τό παραθύρι πού κάθουμαι φαίνουνται μέσα στό θολό πέλαγο τά βουνά τής Τουρκίας. Σέ κείνα τά μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι άν ήτανε κανένας παρών τώρα πού κοιτάζω κατά κεΐ, θάν έβλεπε πώς τά μάτια μου είναι δακρυσμένα. Μά κ’ έδώ, σέ τούτο τό νησί πού πατώ, καί πέρ’ άπό δώ, τά χώματα είναι βασανισμένα άπ’ τόν Τούρκο. Όπου πατήσεις καί δπου σταθείς, βλέπεις καί θυμάσαι τή σκληρότη αύτουνοΰ τού σκύλου, πού ξεπέζεψε σά μερμηγκιά άπάνου σέ τούτα τ’ άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ’ στά σπίτια μας, πατσαβούριασε τήν τιμή μας, ροΰφηξε τό αίμα μας. Χιλιάδες μέρες καί χιλιάδες νύχτες χτυποκάρδι πώς περάσανε καί βγάζει πάλε ξανά ή γης έτούτη νιοΰς καί κοπέλες! Πώς δέν ξεράθηκε γιά οϋλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε άπ’ τό φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τού φιδιού! Ρωτιέμαι μέσα μου καί κοιτάζω καί τά βουνά, ρωτώ τή γης πού ’δε τόσα καί τόσα, ρωτώ τή θάλασσα... Στά γκρεμνισμένα κάστρα κείτουνται άκόμα σά θρεμμένα γουρούνια τά κανόνια μέ τόν ντουρά τού σουλτάνου, πράσινα άπ’ τή σκουριά, τά μάσκουλα είναι παρατημένα δώ κ’ εκεί. Οί μαρμαρένιες μπάλες, τά διπλά τοπούζια [1] στέκουνε σωροί χωμένα μέσα στή γης, γιά κείτουνται άλάμ-ταρλάμ[2] στό κύμα τής άκρογιαλιάς. 




Στά ντουβάρια είναι χτισμένες οί πλάκες μέ τ’ άφορεσμένα ζερβοψήφια τού Μεμέτη. Άπό μέσ’ άπ’ τά όγρά κατώγια κι άπ’ τούς μπαρουτχανέδες, σά ν’ άκοΰς άκόμα τις φωνές πού βγάζανε οί μαύροι βασανισμένοι μέ τά δαρμένα κορμιά, μέ τα βουλιασμένα μάτια, σγουμποί, δίχως αίμα• λές καί βλέπεις άκόμα τά ταγκαλάκια, τούς μπασιμποζούκηδες, σταυροπόδι μέ τις κάμες στά ζουνάρια, μέ τα θεόρατα μπασλίκια στά κεφάλια, νά βιγλίζουνε άπάνου στις ντάμπιες. Καί κάτ’ άπ’ τό κάστρο άρχινάνε τά σπίτια, τά τουρκόσπιτα, μ’ ένα σωρό μιναρέδες δώ κ’ έκεΐ. Οί χαραμοφάγοι πήρανε τά χωράφια, πήρανε τ’ αμπέλια, δέν αφήσανε γής μηδέ γιά μνημόρι. Κι ό νοικοκύρης πήγε καί λούφαξε κλωτσημένος μέσα στά λαγούμια, μέσα στά χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά. Έτσ’ είναι ό νόμος τού πόλεμου γιά τόν Τούρκο.
Καί, μ’ όλο τούτο, ό ραγιάς καί σέ τούτη τήν καταντιά έθρεφε μέσα στό βερέμικο [3] κορμί αϊστημα κι άνθρωπιά. Άγάλι’-άγάλια άνεράγωσε. Περάσανε χρόνια καί χρόνια ώς νά ξεχλωμιάσει άπ’ τήν τρομάρα πού πήρε σάν έπεσ’ ή Πόλη. Στό τέλος τά κατάφερε νά μήν περνά τή ζωή του στραβοκωλιάζοντας σάν σκύλος μπρος στούς σκύλους. Είχανε κείνοι πασάδες, ντερεμπέηδες, άγάδες, μουφτήδες- είχανε κ’ οί χριστιανοί δημογερόντους, προεστούς καί δεσποτάδες. Μά οί άρχόντοι τους κ’ οί προεστοί τους δεν ήτανε καλοπερασμένοι άφεντάδες, μόνο είχανε ζωγραφισμένη άπάνου στά προσώπατά τους μιά πίκρα κ’ ένα μεράκι. Τό μάγουλό τους ήτανε δίχως αίμα, ή ματιά τους ταπεινή καί θλιμμένη, τό μουστάκι τους άστριφτο, τά γένια τους παρατημένα άπό χτένι κι άπό μπαρμπέρη, λές κ’ ήτανε τίποτις άσκητάδες γή άγιοί, κι όχι άρχόντοι άπό μεγάλα σόγια. Ό Τούρκος καμωνότανε τόν φίλο, μά οί ραγιάδες δέν τόν μπιστευόντανε. Οί άρχόντοι τους πεθαίνανε μέ τήν κρεμάλα καί μέ τό παλούκι, οί παπάδες τους άγιάζανε μέ τό χαντζάρι. Ή κουβέντα τους ήτανε σάν κλάψα, τό τραγούδι τους θρήνος, τό περπάτημά τους τεμενάς καί σελάμ άλέκιουμ. Φαρμάκι άπάνου στά φαρμάκια.

'Η ιστορία πού σκεδιάζω έγινε έκατό χρόνια πρί γεννηθώ. Μά στέκει τόσο ζωηρή μέσ’ στό μυαλό μου, πού μοϋ φαίνεται πώς ήμουνα κιόλας φερμένος στόν κόσμο, κ’ είδα μέ τά μάτια μου τά όσα ξιστορώ τόσο καλά μοΰ τά παραστήσανε κείνοι πού μ’ άναθρέψανε.
Κάθε χρόνο στις 26 τού Νοέβρη άποβραδίς χτυπούσανε θλιβερά οί καμπάνες στά δώδεκα καμπαναριά τής πολιτείας, κι ούλος ό κόσμος φορεμένος τά καλά του πάγαινε στό παζάρι κι άναβε κεριά καί τά κολλούσε άπάνω σέ μιά ματωμένη πέτρα, κι άνεσπαζότανε τ’ άσημωμένο κεφάλι τ’ 'Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη, πού ’χε μαρτυρήσει σέ κείνο τό μέρος κι άπάνου σέ κείνη τήν πλάκα. Οί καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τά μεσάνυχχα, κι ό πιό πολύς ό κόσμος δέν κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στά σπίτια τό συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οί γέροι διηγόντουσαν τό τί θυμόντανε άπ’ τή σφαγή του, εϊτε τό τί είχανε άκουστά άπ’ τούς γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, έμάς των μικρών, άπόμνησκε μιά θλίψη, πού βαστοΰσε δυό καί τρεις μέρες, κατά τό αϊστημα τού καθενούς. Κ’ έγώ από μικρός είχα πιθυμιά νά γράψω τήν ιστορία του γιά ν’ άπο μείνει άπ’ τό χέρι μου.

Τώρα πού ’λειψε άπ’ τό πρόσωπο τής γης ή βασανισμένη πολιτεία πού γεννήθηκα, κ’ οί έκκλησιές γενήκανε τζαμιά καί τάβλες [4], ποιος ξέρει ποιος άνεμος άραγε πήρε τό λείψανο τ’ Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη. Έμαθα πώς ό δεσπότης τό ’χε κατεβασμένο σέ κρυψώνα, μαζί μέ τά θαματουργά κονίσματα καί μέ τούς κώντικες. Μά κι αυτός κι ούλοι οί παπάδες περάσανε άπ’ τό μαχαίρι, καί δέν μπορεί πλιά κανένας νά μάς πει μηδέ πού βρίσκεται ή ματωμένη πέτρα τού παζαριού.
Ή πολιτεία πού λέγω, άναγνώστη πικραμένε, δέν είναι καμιά άπό κείνες πούχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά άπ’ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες. Τ’ όνομά της είναι σβησμένο κιόλας άπ’ τή θύμηση τού κόσμου, ή στορία της σκοτεινή, ή τοποθεσία της παράμερη, μ’ έναν λόγο καί κείνη κι ό ιστορικός της βρίσκουνται κ’ οί δυό τους σέ όμοια άφάνεια, ώστε νά μή μπορεί ό ένας μας νά δώσει τ’ άλλουνοΰ κείνο πού τ’ άρνήστηκε ή ιστορία, τή φήμη.Άν λάχει νά περάσεις μέ καράβι άπ’ τό μπουγάζι τής Μυτιλήνης, θά δεις κατά κεΐ πού βγαίνει ό ήλιος κάτι χαμηλά βουνά άπάνου στή στεριά τής Ανατολής. 


Κατά τόν βοριά στέκει τό Κάζ Ντάγ, τό μεγάλο βουνό πού τό λέει Ίδη ό Όμηρος καί πώς στήν κορφή τουτουνοΰ τού βουνού καθόντανε τάχα οί Δώδέκα Θεοί καί σεργιανίζανε τόν πόλεμο τής Τρωάδας. ’Άν σιμώσεις περσότερο στή στεριά, θέλεις άπορέσει πώς δε φαίνεται πουθενά ή πολιτεία. "Ενα σωρό ρημονήσια μικρά καί μεγάλα είναι σκόρπια γύρου-τριγύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, τό Ταλιάνι λεγόμενο• καί, σάν τραβήξεις παραμέσα, θά δεις άνέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, πού δέν τόν ύπόπτευες πίσ’ άπ’ τά βουνά. Μέσα κεϊ θά δεις καί τήν πολιτεία πού σοΰ λέγω, σά νά ’ναι φωλιασμένη, κρυμμένη άπό κάθε μάτι.Ποιος ξέρει βάσιμα πότε τή χτίσανε! Λένε πώς τή χτίσανε κατά τά 1600. Καί πώς κείνοι πού τή χτίσανε, πήγανε καί τρυπώσανε μέσα σέ κείνο τό θαλάμι, γιά νά ξεφύγουνε άπ’ τούς κουρσάρους, πού κάνανε θρήνος  στό πέλαγο. "Ως τά 1770 αυτοί οί άνθρωποι, όπως ούλοι οί Ρωμιοί τής Τουρκίας, ζούσανε κρυφά άπ’ τόν Θεό. Τότες φανερώθηκε ένας παπάς τετραπέρατος, καί μέ τόση πιτυχία έβγαλε πέρα τό δ,τι καταπιάστηκε, πού φαίνεται πώς ήτανε σταλμένος άπ’ τόν Θεό. Τόν λέγανε παπα-Γιάννη Οικονόμο. Άλλοι τόν παραστήσανε όλότελα άγράμματον, άλλοι είπανε πώς ήτανε σπουδασμένος, βγαλμένος άπ’ τό μεγάλο σκολειό στ’ Άγιονόρος. "Οπως καί νά ’ναι, ένα είναι τό σωστό, πώς στάθηκε ό στύλος τής πολιτείας καί πώς τόση ήτανε ή άξοσύνη του, ή άφοβιά του κ’ ή πολιτική του, πού, δπως έγραψε ό Γάλλος Διδότος, αν γεννιότανε σέ έθνος λεύτερο καί σέ άλλους καιρούς, ήθελε κατασταθεΐ άνθρωπος ξακουσμένος σ’ ούλον τόν κόσμο.Παραπάνω είπα πώς τ’ Άϊβαλί ξακούστηκε ΰστερ’ άπό τά 1770.Κείνον τόν χρόνο πιάστηκε σέ μεγάλη ναυμαχία ό Τούρκος μέ τόν Ροΰσο μέσ’ στά νερά τού Τσεσμέ. Αυτή τή μεγάλη νίκη τής Ρουσίας τήν ξέρουνε ούλοι, μά κείνο πού δέν ξέρουνε είναι τό πώς τά ’φερε βολικά ή τύχη τού Οικονόμου, ώστε νά κερδίσει καί κείνος μιά νίκη γιά τόν τόπο του.

'Ο παπα-Γιάννης Οικονόμος.

Σάν σκόρπισε κακή-κακώς ή τούρκικη αρμάδα, ένας άπ’ τούς ναύαρχους, ό Χασάν-πασάς, πού τού ’δωσε αργότερα ό σουλτάνος τήν έπωνυμία Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλύτωσε άπ’ τό Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες νά πάει στήν Πόλη άπό στεριά, έπειδής ή θάλασσα ήτανε πιασμένη άπ’ τόν οχτρό, κ’ έλαχε νά κονέψει ένα βράδυ στήν πολιτεία τοΰ Οικονόμου σέ κακό χάλι. Κι ό παπάς τόν συμμάζεψε σπίτι του καί τόν ζωογόνησε, τόσο πού, μισεύοντας ό Τούρκος, πήρε όρκο πώς δέ θά ξέχανε ποτές τήν καλοσύνη πού ’χε δει άπ’ τόν Οικονόμο.
Έλα-έλα, σάν περάσανε ένα-δυό χρόνια, μαθεύτηκε πώς ό Χασάν-πασάς ό Γαζής θέριεψε κ’ έγινε παντοδύναμος συμβουλάτορας τοΰ σουλτάνου καί πώς κείνος ήτανε τό δεσμεϊν καί λύειν στην Πόλη. Σάν έφταξε στ’ αυτί τοΰ Οικονόμου ή τέτοια είδηση, σηκώθηκε δίχως νά χασομερήσει καί πήγε στήν Πόλη. Καί, φτάνοντας στήν Πόλη, πρίν ν’ ανεβεί στό παλάτι, φρόντισε μαζί με τόν Μαυρογένη καί με τόν Πετράκη, τόν άρχισαράφη τής Πόλης, πού ’χανε μεγάλη ισχύ κ’ ήτανε φίλοι του, καί σύνταξε σε χαρτί τό τί πιθυμοϋσε νά τόν ευκολύνει ό πασάς.
Καί, παγαίνοντας στό παλάτι, τόν υποδέχτηκε ό Χασάν-πασάς μέ μεγάλη έγκαρδιότη καί τόν ρώτηξε τί χάρη ήθελε απ’ αυτόν. Τότες ό Οικονόμος ξετύλιξε τό χαρτί, γιά νά διαβάσει ό βεζίρης τό τί αγαπούσε. Καί κείνος, σάν άνθρωπος πού κρατά τό τάξιμο πού βγαίνει άπό τό στόμα του, έκανε ριτζά [5]  στό σουλτάνο νά μή φύγει μ’ άδειανά χέρια ό παπάς, ξιστορώντας του τό πώς τόν είχε συμμαζέψει γυμνόν καί ξετραχηλισμένον στό σπίτι του. Καί, στ’ άλήθεια, ή Πόρτα έβγαλε φετβά πού διαλάβαινε τά προνόμια πού δινόντανε στήν πολιτεία τοΰ Οικονόμου:
α') Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στήν πολιτεία, νά φύγουνε παρευθύς μαζί μέ τις φαμελιές τους στά τουρκοχώρια πού ’ναι όλοτρόγυρα. Καί στό εξής κανένας Όθωμανός δέν έχει τήν άδεια ν’ ανοίξει σπίτι καί τζάκι μέσα στή χώρα. Καί Τούρκος καβαλάρης νά μή ζυγώνει στό έμπα τής πολιτείας, παρα οσο ακουγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει νά ’μπει καβάλα μέσα στή χώρα, νά βγάζει τά πέταλα τοΰ χαϊβανιού του.
β') Ή πολιτεία λογαριάζεται στό εξής ανεξάρτητη άπό τόν ντερέμπεη πού θά διορίζεται στά πέριξ.
γ') Ή κυβέρνηση, ή δικαιοσύνη καί τά κουμέρκια δίνουνται στούς ντόπιους χριστιανούς, οί όποιοι έχουνε χρέος νά πληρώνουνε σαρανταοχτώ χιλιάδες γρόσια κάθε χρόνο.
δ') Καϊμακάμης, αγάς γιά βοεβόνχας θά στέλνεται άπ’ τήν Πόλη, μά θά διορίζεται κείνος πού θέλουνε διαλέξει οί χριστιανοί, κι άπ’ τούς χριστιανούς θά πληρώνεται καί πάλε άπ’ τούς χριστιανούς θάν άλλάζεται, δποτε κρίνεται πρέπον.
ε') Καδής θά στέλνεται άπ’ τήν Πόλη ή άπ’ άλλου, μά θέ νά ’ναι καί τούτος μισθωτός τών χριστιανών.
ζ') Φρούραρχος δέν έπιτρέπεται νά καθίσει μέσα στή χώρα, μηδέ νά περάσει άπό μέσα.
ζ') Ή πολιτεία στό εξής δέν θά δίνει δέκατο δπως πριν, άμή ό κάθε νοικοκύρης έχει χρέος νά πληρώνει δυό παράδες γιά κάθε λιόδεντρο.
Κι άλλα πολλά. Λένε μάλιστα πώς τ’ Άϊβαλί περιλάβαινε στην περιφέρειά του καί τρία χωριά τούρκικα, κι άκόμα τά ελληνικά χωριά πού ’ναι στό μπάσιμο τού μπουγαζιού τής Πόλης, τά λεγάμενα Γκιαούρ Κιόγια.
Κρατώντας στά χέρια του τέτοια δώρα ό Οικονόμος, γύρισε χαρούμενος στην πατρίδα του. Κι άπό τότες εύτύχησε ό τόπος, κι άυτός του ό Οικονόμος δοξάστηκε, καί τόν τρέμανε οί γειτόνοι του ντερεμπέηδες Όμέρ άγάς κι ό Μπουρούντογλους, κι ό ίδιος ό μοβόρος Καραοσμάνογλους τής Πέργαμος, γιατί τούς πολέμησε όχι μόνο μέ τό μεγάλο χατίρι πού ’χε άπό μέρος τής Πύλης, μά καί μέ τά όπλα, άρματώνοντας οΰλους τούς χριστιανούς του.
Κ’ ή χώρα έφταξε μέ τόν καιρό σέ μεγάλη άκμή καί σέ πολύ πληθυσμό, γιατί οί κατατρεγμένοι χριστιανοί άπό τά νησιά κι άπ’ τη Ρούμελη κι άπ’ τό Μόριά βρίσκανε κεϊ καταφύγιο κ’ ησυχία.
Καί, σάν καταλάγιασε άπ’ τις έγνοιες πού τόν ξηλώνανε άπ’ όξω, έβαλε θεμέλιο στά 1780 κ’ έχτισε τήν φημισμένη έκκλησιά τής Παναγιάς τών Όρφανών, μέ άμβωνα καί μέ δυό δεσποτικά, ένα γιά δεσπότη κι άλλο ένα γι’ άρχιμαντρίτη, άπό φίλντισι κι άμπανόζι, στολισμένα μέ κοχύλια τής Ερυθρής Θάλασσας, κι ακόμα έκανε παγκάρια κι αναλόγια, ούλα δουλεμένα με μαστοριά, καί τή στόλισε με τέμπλο σκαλισμένο μέ τέχνη, καί στόρησε τούς τοίχους μέ ζουγραφιές πολύ πιτυχημένες. Καί παράγγειλε σέ ντόπιους τεχνίτες μανάλια θαυμαστά καί ξαφτέρουγα καί θυμιατά, μ’ έναν λόγο πρώτη φορά γίνηκε στην Ανατολή μιά τέτοια έκκλησιά.

Μαζί μέ την έκκλησιά έχτισε κ’ ένα μεγάλο σκολειό, μέ ιδιαίτερους όντάδες γιά νά κάθουνται οί δασκάλοι κ' οί μαθητάδες πόρχουνταν άπ’ άλλα μέρη, κ’ έκανε καί βιβλιοθήκη μέ βιβλία θεολογικά καί φιλοσοφικά κι άλλα διάφορα. Αύτό τό σκολειό φημίστηκε σ’ ούλον τόν κόσμο ύστερότερα, πού ’χε πιά πεθάνει ό Οικονόμος, καί δασκάλοι σταθήκανε ό Σαράφης άπ’ τ’ Άϊβαλί, κι ό Βενιαμίν ό Λέσβιος κι ό ξακουστός Θεόφιλος Καΐρης.
Μά ό Οικονόμος δέν πρόφταξε νά καλοδεϊ τούς καρπούς των έργων του καί πέθανε πενηνταέξι χρονώ, ναί μέν άναπαμένος πώς έχτέλεσε ό,τι μπόρεσε γιά τόν τόπο του, μά πικραμένος άπ’ τις άβανιές των οχτρών του κι άπ’ τό σκοτωμό τοΰ φίλου του τού κυρ-Πετράκη, πού θανατώθηκε στήν Πόλη κατά προσταγή τοΰ σουλτάνου στά 1786. Κ’ ήτανε τόσος ό φόβος πού ’χε πάρει ό Καραοσμάνογλους άπ’ τόν Οικονόμο, πού, σάν έμαθε πώς πέθανε, πήγε στό μνήμα καί πρόσταξε νά τ' άνοίξουνε, γιά νά βεβαιωθεί πώς τ’ όντις πέθανε. Καί, σάν είδε τό λείψανό του, έκλαψε καί προστάτεψε τή γενιά του άπ’ τούς φτονερούς οχτρούς του. Κανένας άλλος χριστιανός δέ φάνηκε στήν Τουρκιά κείνα τά χρόνια, πού νά ’χει τήν έξυπνάδα, τήν πολιτική του καί τήν άφοβιά του. Ό,τι πιχειρίστηκε τό ’φερε σέ καλό τέλος καί δέ δείλιαζε μπρος σ’ ούλη τήν Τουρκιά.
Κι αυτή τή φώτιση, κι αυτή τήν άποκοτιά, λένε πώς τήν έπαιρνε άπ’ τό σπαθί τ’ Άγιου Κωσταντίνου κι άπ’ τό γόνατο τ’ Άγιου Γιώργη, άνεχτίμητα δώρα τοΰ πρωτοσαράφη Πετράκη. Άπάνου στή μιά μεριά τοΰ σπαθιοΰ του, ήτανε γραμμένα τά παρακάτου λόγια τοϋ Ψαλτηρίου: «Κύριε, δίκασον τούς άδικοΰντάς με, πολέμησον τούς πολεμοϋντάς με, έπιλαβοϋ όπλου καί θυρεού», κι άπ’ τήν άλλη ήτανε σκαλισμένος ό Χριστός μέσα στ’ Άγιο Ποτήριο. Μάλιστα λένε πώς αύτό τό σπαθί ξέπεσε στή Σύρα, καί πώς κατασκέθηκε άπ’ τήν κυβέρνηση, πού τό ’δωσε δώρο τού Καποδίστρια. Καί πώς κείνος πάλε τό ’στειλε στόν τσάρο της Ρουσίας Νικόλαο τόν Πρώτο, καί πώς αύτό τό σπαθί ήτανε ζωσμένος στόν πόλεμο τής Κριμαίας.

Συνεχίζεται με το B΄ Μέρος

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Ο πολιούχος των Κυδωνιών και τής Χίου τό βλάστημα
Μαρτύριον τού Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Κυδωνιέως, άγιογράφου.

Η  επεξεργασία  , επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τοπούζι: μπάλα.
[2] Άλάμ-ταρλάμ: φύρδην-μίγδην.
[3] Βερέμικο: άρρωστιάρικο
[4] Τάβλα: στάβλος, άχούρι.
[5] Κάνω ριτζά: παρακαλώ.
[6] Άμέτ-μουχαμέτ: μέ κάθε τρόπο.
[7]   Τεπτίλι= μ’ άλλα ρούχα.
[8] Τόν σουνετέψανε = τοΰ κάνανε περιτομή.
[9] Βαλμαριά = κοπάδια
[10] Ζαναάτι = επάγγελμα.
[11] Κερεστές = ξυλεία.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |