Φώτης Κόντογλου
Κάψα
ΟΛΑ ΤΑ ΕΡΓΑΤΟΥ ΘΕΟΥ είναι βλογημένα. Τότε πού έκανε τόν κόσμο, είδε πώς είναι πολύ καλά όσα εκανε. «Καί εΐδεν ό Θεός πάντα όσα έποίησε, καί ιδού καλά λίαν.» Καί τό κρύο κ’ ή ζέστη, κ’ ή καλοσύνη κ’ ή φουρτούνα, κι ό χειμώνας καί τό καλοκαίρι, κ’ ή δροσιά κ’ ή πάχνη. Αληθινά, όλα είναι καλά. Γι αύτό λέγει ό Δαβίδ: «Αινείτε τόν Κύριον επί τής γης, δράκοντες καί πάσαι άβυσσοι πΰρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τά ποιούντο τόν λόγον αυτού" τά όρη καί πάντες βουνοί, ξύλα καρποφόρα καί πάσαι κέδροι.»
Τόν καιρό πού ζοΰσα φυσικά καί βλογημένα, θυμάμαι πώς όλα μού φαινόντανε καλά. Όλα τά δεχόμουνα μέ χαρά, καί τά πιό σκληρά φουρτούνες, παγωνιές, βροχές, κούραση, δίψα, πείνα καί κάθε κακοπάθηση. Καί μάλιστα ευρισκα πολλή ευχαρίστηση νά τά περνώ μέ ύπονομή. Καί τώρα πού τά θυμάμαι, μού φαίνουνται άκόμα πιό έμορφα.
Έτσι, καί τίς ώρες πού έκανε κάψα, κ’ ή γης καβουρντιζότανε καί μύριζε στουρναρόπετρα, ένιωθα πολλά πράγματα μέσα μου, μυστήρια ποιητικά, πού μέ κάνανε νά τήν αγαπώ. Τ’ άπομεσήμερο, τήν ώρα πού βράζει ό κόσμος, βαστά μιά βουβή ησυχία, σάν νά ’ναι νύχτα βαθιά.
Στό νησί μου ή ερημιά φαινότανε πιό μεγάλη αυτές τίς ώρες.
Πολλές φορές τύχαινε νά πάρω τή βάρκα μου άπό νωρίς καί νά πάγω νά ψαρέψω. Έπαιρνα μαζί μου ψωμί μαϋρο, ντομάτες, ελιές μέσα σέ μιά ξυλόκουπα, ένα μαχαίρι, σπίρτα καί καπνό. Τραβούσα παραμέσα στό μπουγάζι, κατά τό μαΐστρο. Περνούσα δυό-τρεΐς μικρούς κάβους καί, σάν έφτανα σ’ έναν κόρφο, φουντάριζα άνοιχτά καί ψάρευα. "Επιανα καμιάν οκά μικρόψαρα, τά πιό πολλά ήτανε σαργοί, πού είναι πολύ νόστιμοι.
Κατά τό μεσημέρι πήγαινα γιαλό, άραζα τή βάρκα σέ κάποιο μέρος πού είχε ρηχά νερά, κοντά σ’ ένα μονόπετρο. Έκεΐ πέρα είχε καβούρια καί μύδια μέσα στή φυκιάδα. "Ως νά πάγω άπό δω ίσαμε κεΐ, γέμιζα ένα καλάθι θαλασσινά, μύδια, κορο- χύλες, καλογριές. "Επιανα καί λίγα μεγάλα καβούρια, πού είχε μερμηγκιά καί πού δαγκάνανε τά δάχτυλά μου έκεΐ πού έψαχνα γιά μύδια, καί τά ’βαζα μέσα στή βάρκα. "Υστερα πεταγόμουνα λίγο παραπάνω άπό τήν άκρογιαλιά, πού είχαμε ένα μποστάνι δίχως νά τό φυλάγει κανένας, κ’ έκοβα ένα-δυό καρπούζια καί κανένα ξυλάγκουρο πού μοσκοβολούσε, καί γύριζα στή βάρκα. "Επιανα τά κουπιά, καβατζάριζα τό μονόπετρο καί τραβούσα παραμέσα, μέσα σέ μιάν άγκάλη, πού τελείωνε σέ μιά μικρή έρημη αλυκή.
Ό κόσμος έβραζε άπό τή λάβρα. Ό ήλιος ήτανε σάν φωτιά• τά μάτια μου θαμπώνανε, δέν μπορούσα νά κοιτάξω, κι ώρες- ώρες τά σφαλούσα. Ό ιδρώτας έσταζε απάνω στόν μπάγκο τής βάρκας. Τό μούτρο μου άναβε, τά μηλίγγια μου χτυπούσανε. Τά χέρια μου καί τά ποδάρια μου ήτανε κεραμιδιά, ψημένα άπό τήν άρμη κι άπό τόν ήλιο. Ερημιά στή στεριά καί στή θάλασσα. Δέ σάλευε τίποτα! Άκουγόντανε μοναχά οί σκαρμοί πού τρίζανε, καί τό νερό πού βουτούσανε τά κουπιά. Οί τρυπωτήρες' καιγόντανε σάν ίσκα καί τούς έριχνα νερό. Ή κουπαστή λές κ’ ήτανε πυρωμένο σίδερο, τό χέρι δέν δεχότανε ν’ άκουμπήσει απάνω της. Οί κάβοι καθόντανε σά στοιχειωμένοι.
Κατά τή νοτιά φαινόντανε τά δυό βουνά, πού τό ’να τό λένε Τοΰ Λαγού τ’ Αυτιά καί τ’ άλλο Τού Δαιμόνου ή Τράπεζα, έρημα καί βουβά σά νά ήτανε στόν άλλον κόσμο. Ανοιχτά άπό την άγκάλη πού βρισκόμουνα, έβλεπα τή Νησοπούλα, ένα μικρό νησάκι μ’ ένα ρημοκκλήσι, καί μοϋ φαινότανε πώς ή θάλασσα έβραζε γύρω της σάν τό νερό πού χοχλακά μέσα στό λεβέτι. Πέρα, κατά τήν άντικρινή άκρογιαλιά, ή θάλασσα τόσο πολύ άστραφτε, λές κ’ ήτανε λιωμένο άσήμι, πού ξέσκιζε τό μάτι σου νά τήν κοιτάξεις. Ή πλάση ήτανε βουβή κ’ έρημη. Μονάχα πολύ μακριά, πίσω άπό έναν κάβο, αν έψαχνε καλά τό μάτι σου, ξεχώριζε μιά ψαρόβαρκα μέ μιά τέντα, φουνταρισμένη σάν νά ’τανε στοιχειωμένη, γιατί ό ψαράς θά κοιμότανε. Στό πέλαγο δέ φαινότανε ψυχή ζωντανή. Τό ϊδιο καί στή στεριά" δέν έβλεπες τίποτα νά σαλέψει. "Ενας πελεκάνος πού καθότανε άπάνω σέ μιά πέτρα, είχε γίνει κι ό ίδιος πέτρα. Τό μονάχο πράγμα πού σάλευε, ήτανε ή βάρκα κ’ εγώ πού τραβούσα κουπί σάν άφιονισμένος.
Είπα πώς δέν άκουγότανε τίποτα, μά δέν είπα σωστά. Μέσ’ άπό τά δέντρα πού καιγόντανε, έβγαινε ένα βουητό άπό τά τζιτζίκια, τζίτζί-τζί, πού ερχότανε κύματα-κύματα άπάνω στό πέλαγο, μιά δυνάμωνε, μιά λασκάριζε. Αλλά, ένα πράγμα παράξενο! Αύτή ή βουή όχι μοναχά δέν λιγόστευε τή βουβή ερημιά, παρά σάν νά τήν έκανε άκόμα πιό μεγάλη. Όπως περνούσε ή άκρογιαλιά δίπλα μου, κοίταζα νά δώ μήπως σαλεύει τίποτα" μά δλα ήτανε πεθαμένα κι άγριευόμουνα. Πέτρες, άγκά- θια, άμμουδιές, σφερδούκλια, σκίνα, όλα ήτανε στοιχειωμένα. ΤΩρες-ώρες ένιωθα σάν φόβο, όπως ό άνθρωπος πού βρίσκεται σ’ ένα έρημο μέρος περασμένα τά μεσάνυχτα.
Μ’ όλα ταΰτα, ό ήλιος μέ στράβωνε, τό φώς του περιλούζε όλη τήν πλάση μέ μιά πορτοκαλιά φωτιά. Μά τά μυστήρια δέν είναι κρυμμένα μοναχά μέσα στό σκοτάδι, άφοΰ εκείνη τή μεσημεριανή τήν ώρα ένα βαθύ μυστήριο περισκέπαζε τήν οικουμένη. Μ’ δλο πού δε σάλευε τίποτα, σε κάθε πέτρα, σέ κάθε τούφα άγριάγκαθο, σέ κάθε βράχο, σέ κάθε σφέρδουκλα, στή στεριά καί στή θάλασσα, καί στον πάτο τής θάλασσας, ένιωθα πώς παραφυλάγανε βουβά τελώνια, σάν καί κείνα πού εΰρισκε άπάνω στά φλογισμένα ρημονήσια τής Ίντίας ό Σεβάχ Θαλασσινός κι ό Άμπουλβάρης.
Σάν έφτανα βαθιά μέσα στήν άγκάλη πού είπα, κοντά στην έρημη τήν αλυκή, άραζα τή βάρκα. Γιά μεγαλύτερη άσφάλεια έριχνα καί τό σίδερο, μήν τυχόν πάρει άγέρας τήν ώρα πού θά κοιμάμαι καί ξουριάσει τή βάρκα.
Έβγαινα στή στεριά καί κοίταζα γύρω μου. Άλλο ζωντανό πλάσμα έξόν άπό μένα κι άπό τά καβούρια πού χαρχαλεύανε μέσα στόν ντενεκέ, δέν ήτανε. Μοϋ φαινότανε πώς ήμουνα ό Ροβινσόνας ό ίδιος, πού είχε νά δει άνθρωπο δέκα χρόνια στό ρημονήσι του. Πήγαινα σ’ αυτό τό μέρος, γιατί είχε κάτι δέντρα κοντά στήν άκρογιαλιά, καί λίγο παραπάνω ήτανε ένα πηγάδι μέ κρύο νερό, πού ποτίζανε τά πρόβατα οί τσομπάνηδες. Πρώτα-πρώτα μάζευα κλαδιά κι άγκάθια κι άναβα φωτιά κ’ έψηνα δσα ψάρια θά ’τρωγα. "Υστερα πήγαινα στό πηγάδι καί γέμιζα ένα κανάτι πού είχα, γέμιζα καί τόν κουβά καί τά ’βαζα στόν ίσκιο, μέσα στόν σκίνο. Γιά μεζέ άνοιγα κανένα μύδι ώμό, γιά κανένα κυδώνι. Γ ιά τραπέζι έβγαζα δξω τό καφάσι τής βάρκας.
Εκεί πού έτρωγα κοίταζα γύρω μου. Στό μέρος πού καθόμουνα ήτανε ίσκιος, γιατί είχε πυκνά δέντρα, που αρχίζανε άπό τήν άκρογιαλιά καί σκεπάζανε τά βουνά πού ήτανε άπό πάνω μου, σωστή ζούγκλα. Κάπου-κάπου άκουγα κ’ ένα κράκ δυνατό, άπό κανένα κλωνί πού έσκαζε άπό τήν κάψα.
Σέ καμιά πενηνταριά πατήματα άπό μένα έπιανε ή αλυκή, ίσια καί κάτασπρη. Τά μάτια μου δέν μπορούσανε νά βαστάξουνε σέ κείνο τ’ άσπρο τ’ αλάτι, πού έβγαζε κάτι φλόγες στριφτές, όπού κάνανε νά τρέμουνε οί πέτρες καί τά βουνά καί τά
σφερδούκλια, πού βρισκόντανε παραμέσα, σάν νά τά ’βλεπα πίσω άπό ένα θολό τζάμι, οπού σάλευε ολοένα καί μέ ζάλιζε. Σέ μιάν άκρη τής αλυκής, ανάμεσα στά βούρλα, στεκότανε ένα χάλασμα, τοίχοι γκρεμνισμένοι, κίτρινοι καί κατάξεροι.
Άφοΰ τελείωνα τό φαγί μου, ξάπλωνα κάτ’ άπό τά δέντρα καί κοιμόμουνα. Σάν ξυπνούσα κι άνοιγα τά μάτια μου, ό κόσμος είχε άλλάξει όλότελα. Εκείνη ή φωτιά είχε σβήσει, μ’ δλο πού ό ήλιος βρισκότανε ακόμα ψηλά μέσα στόν ουρανό. Μοναχά είχε γείρει κατά τήν όξω θάλασσα, άπάνω άπό τ’ άντικρινό βουνό. Ό μπάτης είχε καλάρει φρέσκος κ’ ή βάρκα χόρευε καί κούναγε τήν άντένα της. Ή θάλασσα άφριζε δροσερή τά μικρά κύματα σιγοβουΐζανε χαρούμενα καί σβήνανε άπάνω στά βραχάκια καί στά ρηχά τής αλυκής. Ή πλάση σά νά πανηγύριζε, ξυπνημένη ΰστερ’ άπό τόν βαρύν ύπνο της.
Έμπαινα στή βάρκα, σαλπάριζα τό σίδερο, άνοιγα τό πανί καί καθόμουνα στό τιμόνι. Τά νερά κάνανε κλάκ-κλάκ στή μάσκα τής βάρκας, τό πανί φούσκωνε σάν τ’ άθώο μάγουλο τού παιδιού. Ή στεριά έφευγε κατά πίσω, κ’ εγώ κοίταζα τό ’να καί τ’ άλλο, σά νά ’μουνα βασιλιάς. Ποιος άνθρωπος μπορούσε νά ’ναι πιό ευτυχισμένος άπό μένα;
Όξω, στήν άνοιχτή θάλασσα, ένα σωρό καράβια, λογής- λογής, βολτατζάρανε. Τά πανιά ασπρίζανε σάν γλάροι μέσα στή μαβιά τή θάλασσα. Τό πέλαγο βούιζε γλυκά πέρα ως πέρα. Στήν άπό μέσα θάλασσα, πίσω άπό τούς κάβους καί μέσα στις άγκάλες, ξετρυπώνανε ψαρόβαρκες, ίδιες μέ τις πιρόγες πού έχουνε οί άγριοι τού ώκεανοΰ. Οί άνθρωποι σαλεύανε μέσα, καί δίνανε ζωή. Καί στή στεριά εδώ κ’ έκεΐ φαινόντανε άνθρωποι: άλλοι περπατούσανε στήν άκρογιαλιά, άλλοι λιχνίζανε στ’ αλώνια, άλλοι σαλαγούσανε τά πρόβατα καί κουδουνίζανε τά κουδούνια. "Ωρα σπερνοΰ, άκουγόντανε οί καμπάνες άπό τό Μοσκονήσι καί πέρα, άπό τ’ Άϊβαλί, πού είχε δώδεκα έκκλησιές.
Τήν ώρα πού βασίλευε ό ήλιος, χρύσωνε τήν πλάση σάν να ’τανε εικόνισμα μαλαμοκαπνισμένο. Τά πανιά χών καραβιών κοκκινίζανε, κ’ ή θάλασσα σκούραινε σάν μαβιά γαλαζόπετρα. Σιγά-σιγά τό φώς λιγόστευε, κι όλα άρχίζανε καί σκεπαζόντανε μ’ ένα γλυκό μυστήριο.
Όπως καθόμουνα στό τιμόνι, νανουριζόμουνα σάν τό μωρό στήν άγκαλιά τής μάννας του. Άξαφνα έβγαινε τό φεγγάρι πίσω από τό Χοντρόβουνο, σάν μεγάλο ύδραργυρένιο πρόσωπο, κ’ έριχνε τό κρύο φώς του στή θάλασσα. Θαρρούσες πώς βρίσκεσαι σ’ έναν άλλον κόσμο, άπό κείνον πού τόν έκαιγε ό ήλιος όλη τή μέρα. Ή αρμύρα τής θάλασσας μύριζε πιό πολύ. Στό πρόσωπο καταλάβαινα τήν άναψη άπό τήν κάψα τού μεσημεριού.
Οί γρύλοι τραγουδούσανε άπό τά σκίνα τής άκρογιαλιας κρί-κρί-κρί... Τό τραγούδι τους ανακατευότανε μαζί μέ τό μαλακό καί δροσερό βούϊσμα πού βγάζανε τά κύματα καί μέ τό κλάκ-κλάκ πού κάνανε στήν πλώρη τής βάρκας. Τό φεγγάρι ψήλωνε σιγά-σιγά καί σάλευε άνάμεσα στά ξάρτια, μέ τό σκαμπανέβασμα πού έκανε ή βάρκα. Άπό μακριά άκουγόντανε τραγούδια άπό τή θάλασσα, δίχως νά βλέπω τή βάρκα πού καθόντανε οί τραγουδιστάδες, κι άλλα τραγούδια ερχόντανε στ’ αυτί μου άπό τή στεριά. Σέ λίγο περνούσανε άπό κοντά μου βάρκες καί περάματα κι άκουγόντανε γιά μιά στιγμή φωνές καί γέλια, ως πού ξεμακραίνανε.
Σάν κόντευα στήν άραξιά μου, κατέβαζα τό πανί, φουντάριζα τό σίδερο, έδενα τή βάρκα καί πήγαινα καί κοιμόμουνα. Έτσι θά κοιμούνται καί στόν Παράδεισο.
Η εικόνα είναι τού Κ.Ξενόπουλου
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου