ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ειρηνικοί ρεβμασμοί

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Ειρηνικοί ρεβμασμοί



Ειρηνικοί Ρεβμασμοί
Φώτης Κόντογλου

ΜΟΝΑΧΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΩ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ τις μέρες πού πέρασα πρό χρόνια στό νησί μου, ειρηνεύει ή ψυχή μου, σάν νά αλλάζουνε μονομιάς όλα γύρω μου. Ημερεύει ή πλάση, ημερεύουνε οί άνθρωποι, κάποιο μπάλσαμο στάζει στήν καρδιά μου. Ελάτε μαζί μου νά ξεκουραστείτε.
Κατά τό τέλος τοΰ χειμώνα, οί μέρες πιάνανε καί μεγαλώνανε. Πολλές φορές έκανε μπουνάτσα, μέρα-νύχτα. Ή θάλασσα ήτανε σάν γυαλί. Καθόμουνα κατά τό βράδυ καί κοίταζα τό μπουγάζι πού σκοτείνιαζε σιγά-σιγά. Τό κοίταζα άπό ψηλά, άπό τό παραθύρι μου, εκεί πού έπινα τόν καφέ μου. Άλλες φορές πάλι έβγαινα όξω καί πήγαινα καί καθόμουνα σ’ έναν βράχο. Οί πέτρες, τά χώματα, τά χορτάρια ήτανε καθαρά καί πλυμένα άπό τις χειμωνιάτικες βροχές.
Άπό τό μέρος πού καθόμουνα, τό μάτι μου έπιανε τις δυό μεριές τοΰ μπουγαζιού. Κατά τόν βοριά άνοιγε ή θάλασσα μέ λιγοστούς κάβους, χωρίς κανένα νησί. Πέρα, μακριά ως τρία μίλια, φαινότανε ή πολιτεία σάν κοιμισμένη. Μπροστά μου, κάτω άπό τό μέρος πού καθόμουνα, ή θάλασσα έκανε ένα στενό κανάλι πού ’χε φάρδος πιό λίγο άπό μισό μίλι. Κατά τή νοτιά τό μπουγάζι φάρδαινε. Οί άντικρινές άκροθαλασσιές ήτανε γεμάτες κάβους καί μικρές άγκάλες, μονόπετρα καί ξέρες πού άντι- κρύζανε ή μιά τήν άλλη.


Κατά τόν σορόκο - λεβάντε άνοιγε μιά μπούκα στενή, τόσο στενή, πού μπορούσανε νά κουβεντιάζουνε δυό άνθρωποι άπό τή μιά στεριά στήν άλλη. Αύτή τή μπούκα φαίνεται πώς τήν άνοιξε έ'να ηφαίστειο πού βρίσκεται κάτ’ άπό τή θάλασσα, πρό χιλιάδες χρόνια, τόν καιρό πού γίνηκε ό κατακλυσμός, κ’ ενώθηκε τούτο τό μπουγάζι πού μιλώ μέ μιάν άλλη λιμνοθάλασσα πού βρίσκεται παραμέσα. Καθώς φαίνεται, ό κρατήρας πού έβγαζε τή φωτιά στόν πάτο τής θάλασσας, είναι άπάνω στή μπούκα, καί γιά τούτο οί δυό κάβοι πού άντικρύζουνται είναι περιχυμένοι μέ μαύρες σκουριές πού μοιάζουνε μέ λιωμένο σίδερο. Έκεΐ τά νερά είναι πολύ βαθιά, άπατα.
Αυτές οί δύο μύτες έχουνε παράξενο σκέδιο.Ή μύτη πού βρίσκεται άπό τό μέρος τής ανατολής είναι κανωμένη άπό βράχια άγρια, κατακομματιασμένα, πεσμένα τό ’να άπάνω στ’ άλλο, μέ κάτι βαθιές τρύπες άνάμεσά τους. Κατάκαβα είναι στημένος ένας βράχος πού μοιάζει μέ άνθρωπο γίγαντα καί πού έχει τήν κεφαλή του στολισμένη μέ πράσινα πουρνάρια. Στις κουφάλες είναι φυτρωμένες πεύκες, πού κρέμουνται άπάνω άπό τό νερό τής θάλασσας, καί τά κορμιά τους καί τά κλωνάρια τους είναι στριφτά σάν νεύρα. Αυτόν τόν κάβο τόν λένε Φωλιά τ’ Αϊτού. Ό άντικρινός είναι άλλιώτικος. Είναι ένας βράχος μεγάλος, μέ μιά τρύπα πού τόν δείχνει σάν καμάρα, κι άπό πάνω έχει μιά μυτερή καμπούρα, δπως τό σαμάρι τής καμήλας. Μέ τή στεριά τόν δένει ένας ψιλός λαιμός άπό άμμο. Αυτόν τόν κάβο τόν λένε Τρύπια Πέτρα. Τις ώρες πού πλημμάρουνε τά νερά, οί ψαρόβαρκες περνάνε άπό μέσα άπό τήν τρύπα.

Από δω πού κάθουμαι καί κοιτάζω, οί δυό μύτες άντικρύζουνται άπό κοντά, λές καί κοντεύει ν’ άγγίξει τ’ Αϊτού ή Φωλιά μέ τήν Τρύπια Πέτρα. Άπό μέσα φαίνεται ή παραμέσα θάλασσα, τριγυρισμένη μέ μπάσα κι έμορφα βουνάκια. Σ’ ένα μέρος πού χαμηλώνει ή στεριά, ξεχωρίζει τό άπ’ όξω πέλαγο. Από τή μεριά τής Τρύπιας Πέτρας ή στεριά τραβά κατά τό βασίλεμα καί σχεδιάζει έναν μεγάλον κόρφο, υστέρα στρίβει κατά τόν γραίγο κ’ έρχεται κατά τό μέρος πού στέκουμαι, περιτριγυρίζοντας από παντού τή θάλασσα. Αυτός ό κόρφος πού πεφτει κατα τον μαΐστρο, εχει στην άκρη του ενα μικρό νησακι ίσαμε ένα καράβι, κι αυτό τό νησάκι τό λένε Νησοπούλα είναι ή μοναχοκόρη τού μπουγαζιού.

Τούτα πού βλέπω άπό τή βίγλα πού κάθουμαι, είναι σάν ένα πανόραμα, καί γεμίζει ή καρδιά μου άπό χαρά, σάν νά κοιτάζω τόν Παράδεισο. Δοξάζω τόν Θεό πού τά θεμέλιωσε γιά νά τά χαίρεται ό άνθρωπος ό άχάριστος. Μέ τή σοφία του, κι άπό τό κακό κάνει νά βγει καλό, άπό τά πιό φοβερά κάνει νά βγούνε τα πιο ήμερα κ ειρηνικά, απο τ ασχημα τα έμορφα. Σ οποίο μέρος βρέθηκε ηφαίστειο κ’ ή οργή του άναποδογύρισε τόν κόσμο κι ανακάτεψε τή στεριά μέ τή θάλασσα, καί σφεντονι- στήκανε βράχια μεγάλα καί κομματιαστήκανε τά βουνά περιχυμένα άπό λιωμένα σίδερα κ’ ή θάλασσα έβρασε σάν λεβέτι, σε κείνο το μέρος ισια-ισια, σαν καταλαγιασει ή κοσμοχαλασιά, βγαίνει μιά καινούργια πλάση, στολισμένη μέ κάποιες έξωτικές χάρες. Εκεί μαζεύει ή φύση δλα τά παράξενα καί τά έμορφα, καί τά συνταιριάζει μέ τέτοιον τρόπο, πού τά βλέπει ό άνθρωπος καί μαγεύεται, άς είναι κι ό πιό αναίσθητος. Ένώ άλλα μέρη πού δέν πάθανε τίποτα, μήτε σεισμούς, μήτε καμιά αναταραχή καί μετατόπιση, είναι στήν όψη συνηθισμένα καί κουραστικά. Δέν γίνεται, τάχα, τό ίδιο καί μέ τήν ψυχή τού άνθρώ- που, πού, άν δέν περάσει άπό φωτιά, δέν καθαρίζεται καί δέν ντύνεται μέ τή στολή τής άθανασίας καί τής δόξας;
"Ωρα σπερινοΰ, τά νερά γίνουνται άξαφνα πιό φεγγερά καί πιό ήσυχα. Πνοή δέν περνά απάνω άπό τή θάλασσα. Ησυχία! Τίποτα δέν άκούγεται! Κατά τόν βοριά ή θάλασσα γαλανιάζει. Κατά τή νοτιά πρασινίζει. Κατά τό βασίλεμα ροδίζει άλαφρά. Στή μέση είναι σάν κρούσταλλο. Κατά τή στενή μπούκα, ανάμεσα στή Φωλιά τ’ Αϊτού καί στήν Τρύπια Πέτρα καί στά ένα
γύρω, τά βουνά γινήκανε σκοϋρα, καί τό καθρέφτισμά τους τά δείχνει άνάποδα μέσα στή θάλασσα, πού οί άκρες της είναι βουτημένες μέσα σ’ ένα βαθύ άπόσκιασμα γεμάτο μυστήριο. Όλα στέκουνται χωρίς νά σαλέψει τίποτα. Μιά άγριόπαπια μοναχά, πού κολυμπούσε κοντά σ’ έναν μικρό κάβο, σηκώθηκε στο φτερό απο πέρα, κι άφησε απανω στο καφετι αποσκιασμα τού νερού μιά ψιλή ύδραργυρένια γραμμή, πού σιγά-σιγά έσβησε, καί τό νερό ξαναμαύρισε.
Έδώ μπροστά μου, κοντά στή στεριά πού κάθουμαι, πέφτει ή ματιά μου από ψηλά, καί τόσο καθαρά είναι τά νερά, πού τρομάζεις, γιατί βλέπεις τόν πάτο τής θάλασσας σέ πεντ’-έξι όργυιές νερό, σάν νά μήν έχει όλότελα νερό, καί ξεχωρίζεις καθαρά δλα τά καθέκαστα, τις πέτρες, τά φύκια,τά κοπάδια των ψαριών, πού λές κ’ είναι πουλιά καί πετάνε στόν άγέρα. Τί θέαμα εξαίσιο! Τό μάτι σηκώνεται από τά κοντινά καί πηγαίνει στά μακρινά καί τά συνταιριάζει, κ’ ή καρδιά σου ειρηνεύει! Ησυχία! Θαρρείς πώς ή πλάση βουβάθηκε κ’ ή ϊδια από τή μακαριότητα πού έχει.
Παίρνω μιά πέτρα κοκκινωπή στό χέρι μου, μιά πέτρα πού βρίσκεται από τότε πού γίνηκε ό κόσμος, καί τήν κοιτάζω. Είναι πασαλειμμένη μέ μαύρη σκουριά σάν πίσσα, απ’ τόν καιρό πού ήρθε στόν κόσμο ή Τρύπια Πέτρα καί τούτος ό βράχος πού κάθουμαι. Ξύνω τή σκουριά μέ τό νύχι μου, καί συλλογί- ζουμαι πώς αύτή ή πέτρα πού βαστώ κειτότανε έκεΐ πέρα χωρίς νά μετατοπιστεί, χωρίς ν’ αλλάξει όλότελα, σέ καιρό πού περνούσανε από τόν κόσμο ακαταμέτρητοι άνθρωποι, γενεά άπάνω στή γενεά, ως πού γεννήθηκα κ’ εγώ κ’ οί άλλοι άνθρωποι πού ζοΰνε σήμερα στόν κόσμο. Πολέμοι γινόντανε, ό Μεγ’-Άλέξαντρος γεννήθηκε καί πέθανε, οί τοτινοί γινήκανε αρχαίοι, λογής-λογής πράγματα φανερωθήκανε στόν κόσμο, κι ολα περασανε και ξεχαστήκανε, κι αυτή ή πέτρα κειτότανε εκεί πού κειτότανε, ίδια κι άπαράλλαχτη.
Αυτά πού λέγω σάν νά τά έβλεπα καθαρά μπροστά μου, συλλογιζόμουνα τό πώς ήρθα κ’ εγώ στον κόσμο, κοίταζα καί την πέτρα πού βαστοΰσα στό χέρι μου, κι άνατρίχιαζα. Καί, μ’ όλα ταϋτα, ήμουνα ήσυχος, μακάριος, είρηνεμένος, σάν νά κοιμόμουνα κ’ έβλεπα ένα όνειρο.
Ή μέρα έγερνε σιγά-σιγά. Ή θάλασσα άλλαζε, τά βουνά μαυρίζανε. Άπό τήν άντικρινή στεριά έφτανε στ’ αύτιά μου τό χαρούμενο γάβγισμα ενός σκυλιού, κ’ ή άντιλαλιά του πήγαινε κ’ έσβηνε κατά τίς άκριες τού μπουγαζιού. "Υστερα γινότανε πάλι ησυχία.
Άξαφνα φανερωνότανε ένα καΐκι πού ερχότανε άπό τή μέσα θάλασσα καί καβατζάριζε τ’ Αϊτού τή Φωλιά. Μ’ όλο πού ’χε τό πανί ίσαρισμένο, ερχότανε μέ τά κουπιά. Περνούσε σύρριζα άπ’ τόν βράχο, πού ήτανε στεφανωμένος μέ τίς πρασινάδες, κ’ έσκιαζε τό σκούρο νερό, άφήνοντας άπό πίσω του μιάν ασημένια γραμμή σαν τήν παπια που είχε πεταξει πρωτύτερα. "Οσο ερχότανε κοντότερα, άκουγόντανε όλο καί πιό δυνατά τά κουπιά, καί τό νερό ταραζότανε κ’ έκανε κάτι γύρους πού ολοένα μεγαλώνανε γύρω στό καίκι. Σέ λίγο βρισκότανε άπό κάτω άπό τό μέρος πού καθόμουνα, κ’ έβλεπα καθαρά τούς δυό ανθρώπους πού τραβούσανε όρθιοι τά κουπιά καί τόν άλλον πού καθότανε στήν πρύμη, τούς άκουγα πού κουβεντιάζανε, χωρίς νά μπορώ νά ξεχωρίσω τί λέγανε. Σάν περάσανε άπό μπροστά μου, βάλανε πλώρη κατά τόν βοριά.
Άπό τήν άλλη μεριά, κατά τή Νησοπούλα, φαινότανε μιά ψαρόβαρκα, μιά κουρίτα, πού έριχνε τά δίχτυα.
"Ως νά γυρίσω νά τή δώ, τό καΐκι είχε άλαργάρει κατά τόν γραίγο, κ’ είχε άνοίξει τά πανιά του, γιατί βρήκε τ’ άγεράκι πού καλάριζε άπό τό πέλαγο, άπό τόν κόρφο τ’ Άδραμυτιοΰ, κι άρχιζε νά βολτατζάρει.
"Ως νά φουμάρω μισό τσιγάρο, ό άγέρας είχε κατεβεΐ ίσαμε μένα, καί σέ λίγο σκόρπισε μέσα σ’ όλο τό μπουγάζι μέχρι τη Νησοπούλα. Μονομιάς άλλαξε ή όψη τής πλάσης. Οί ίσκιοι των βουνών χαθήκανε άπό τόν καθρέφτη τής θάλασσας. Τά νερά θολώσανε καί κάνανε ρέματα. Οί κάβοι πιάσανε κι ασπρίζανε άπό έναν ψιλόν άφρό, πού ολοένα άσπριζε πιό πολύ. Ένα βουβό βούισμα άπλωσε πέρα γιά πέρα άπάνω στό πέλαγο. Σάν νά ξύπνησε ή πλάση. Ό άγέρας όλο καί φρεσκάριζε. Σέ λίγο άρχίσανε κι άφρίζανε οί θάλασσες καί χτυπούσανε στή θαλασσοβραχιά, άπάνω στή στεριά πού καθόμουνα. Ή νύχτα σκέπαζε σιγά-σιγά τόν κόσμο.
Ή ψύχρα μ’ έκανε νά σηκωθώ. Γύρισα κ’ είδα κατά τόν βοριά. Τό καΐκι φαινότανε θαμπά μέσα στό μισοσκόταδο. Σκαμπανέβαζε μπαταρισμένο, κ’ οί άφροί άσπρίζανε στή μάσκα του. Ό άποσπερίτης φάνηκε ψηλά μέσα στό σκούρο χάος τ’ ουρανού. Κατά τό βασίλεμα, ό ουρανός έφεγγε ακόμα πίσω άπό τή Νησοπούλα, κ’ ήτανε σάν σιντεφένιος. Ή κουρίτα εΐχε άράξει στό νησάκι, κι άπάνω του τρεμόσβηνε ένα μικρό φώς, ή φωτιά πού άνάψανε οί ψαράδες. Στάθηκα γιά μιά στιγμή, κ’ ύστερα μπήκα στό καλύβι μου.

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ   
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

Η εικόνα είναι τού Κ.Ξενόπουλου

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |