Περίοδος Πέμπτη
Η Αποκάλυψις Του Θεου Δια Του Ιησού Του Ναυή και των Κριτών
Ο Ιησους Του Ναυη.
Κατακτησις Της Χαναάν (Ἰησοῦς Τοῦ Ναυῆ)
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μωυσέως οἱ ᾽Ισραηλῖται ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸν νέον ἀρχηγόν των, τὸν ᾽Ιησοῦν τοῦ Ναυῆ, διέβησαν μὲ θαυμαστὸν τρόπον τὸν ᾽Ιορδάνην ποταμόν. Μόλις δηλαδὴ οἱ ἱερεῖς, οἱ κρατοῦντες τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης, εἰσῆλθον εἰς τὴν κοίτην τοῦ ποταμοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο πλημμυρισμένος καὶ ἀδιάβατος, ἐστάθη τὸ ὕδωρ καὶ ὁ ᾽Ιορδάνης ἐχωρίσθη εἰς δύο μέρη. ᾽Εσχηματίσθη καὶ πάλιν ξηρά, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπέρασαν οἱ ᾽Ισραηλῖται.Ὅταν οἱ Χαναναῖοι ἐπληροφορήθησαν, ὅτι οἱ ᾽Ισραηλῖται ἐπέρασαν τὸν ᾽Ιορδάνην, ἐφοβήθησαν πολύ. «Διελύθησαν αἱ καρδίαι αὐτῶν, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, καὶ δὲν ἔμεινε πλέον εἰς αὐτοὺς πνοή».
Πρώτη πόλις, τὴν ὁποίαν ἦτο ἀνάγκη νὰ κυριεύσουν, ἦτο ἡ Ἱεριχώ, πόλις μεγάλη καὶ ὠχυρωμένη. Κειμένη εἰς τὰς ἐκβολὰς τοῦ ᾽Ιορδάνουπλησίον τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης.Ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ διέταξε τοὺς ἱερεῖς νὰ περιφέρουν καθημερινῶς ἐπὶ ἓξ ἡμέρας τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης γύρω ἀπὸ τὰ τείχη. Ἔπροσθεν τῆς Κιβωτοῦ ἐπροπορεύοντο ἱερεῖς μὲ σάλπιγγας, ὄπισθεν αὐτῆς ἀκολουθοῦσεν ὁ λαός.Τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ὅλαι αἱ σάλπιγγες ἤρχισαν νὰ ἠχοῦν καὶ ὅλοι οἱ ῾Εβραῖοι ἤρχισαν νὰ βοοῦν. Τότε συνέβη τὸ θαῦμα. Οἱ ᾽Ισραηλῖται ἐπεχείρησαν ἔφοδον. Τὰ τείχη τῆς ῾Ιεριχοῦς κατέπεσαν καὶ ἡ πόλις περιῆλθεν εἰς χεῖρας τῶν ᾽Ισραηλιτῶν.
Τὸ φοβερὸν τοῦτο γεγονὸς διεδόθη εἰς ὅλην τὴν Χαναὰν καὶ τρόμος κατέλαβε τὰ ἔθνη τῶν Χαναναίων.
2. Τότε οἱ διάφοροι βασιλεῖς τῆς Χαναὰν ἔσπευσαν νὰ συμμαχήσουν μεταξύ των καὶ ἀπεφάσισαν ὅλοι μαζὶ νὰ κτυπήσουν τοὺς εἰσβολεῖς
᾽Ισραηλίτας. Ἀλλ’ εἰς τὰς μάχας, ποὺ ἐπηκολούθησαν, ἐνικήθησαν.
Ὅταν μάλιστα οἱ σύμμαχοι Χαναναῖοι βασιλεῖς ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν Γαβαών, ἡ ὁποία ἦτο σύμμαχος τῶν ῾Εβραίων, ἐδόθη τότε μεγάλη καὶ ἀποφασιστικὴ μάχη μεταξὺ τῶν ἀντιπάλων στρατευμάτων.
Κατὰ τὴν μάχην αὐτὴν οἱ ᾽Ισραηλῖται ἐνίκησαν καθ’ ὁλοκληρίαν τοὺς Χαναναίους, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν ἀληθινὴν πανωλεθρίαν. ῾Η μεγάλη μάχη ἐδόθη πλησίον τῆς φάραγγος Αἰλών. Τότε ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ, διὰ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὴν νίκην του, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ παρατείνῃ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας καὶ εἶπε τὴν περίφημον φράσιν:
- Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών.
Τοιουτοτρόπως οἱ ᾽Ισραηλῖται ἔγιναν κύριοι ὅλης τῆς Χαναὰν καὶ τῆς πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου χώρας, τῆς Περαίας.
Μετὰ τὴν κατάκτησιν τῆς Χαναὰν ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐμοίρασε μὲ κλῆρον ὅλην τὴν χώραν εἰς δώδεκα τμήματα, τὰ ὁποῖα ἔδωσεν εἰς τὰς δώδεκα φυλάς. Εἰς τὴν φυλὴν τοῦ ᾽Ιωσήφ, δηλ. τοῦ Μανασσῆ καὶ τοῦ ᾽Εφραΐμ, ἔδωσε ἀπὸ ἕνα τμῆμα.
Εἰς τὴν φυλὴν τοῦ ᾽Ιούδα ἔλαχεν ἡ χώρα, ἡ ὁποία εἶναι γύρω ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλήμ. Αὐτὴ ἡ φυλὴ εἶναι καὶ ἡ ἐνδοξοτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας, καὶ εἰς αὐτὴν μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ὑπετάγησαν ὅλαι αἱ ἄλλαι φυλαί, καὶ ἀπὸ αὐτὴν ὠνομάσθη τὸ νότιον μέρος τῆς Παλαιστίνης ᾽Ιουδαία καὶ οἱ κάτοικοί της Ἰουδαῖοι.
Εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ δὲν ἐδόθη τμῆμα γῆς, διότι αὐτοὶ ἦσαν οἱ κληρικοὶ ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ, καὶ ἔπρεπε νὰ κατοικοῦν κοντὰ μὲ τὸν λαόν.
Διὰ τοῦτο εἰς αὐτοὺς ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔδωσεν ἀπὸ τέσσαρας πόλεις μέσα εἰς τὴν περιφέρειαν ἑκάστης φυλῆς διὰ νὰ κατοικοῦν, ἤτοι τεσσαράκοντα ὀκτὼ πόλεις, καὶ πρὸς συντήρησίν των ὥρισε νὰ δίδουν εἰς αὐτοὺς αἱ ὑπόλοιποι φυλαὶ τὸ ἓν δέκατον τῶν προϊόντων τῆς γῆς καὶ τῶν ποιμνίων.
3. Ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔκαμε πρωτεύουσάν του τὴν πόλιν Σηλὼ καὶ ἐδῶ ἔστησε τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, ὅπου αὕτη παρέμεινεν ἐπὶ 300 καὶ πλέον ἕτη.
Ὅταν ἐτελείωσε τὸ ἔργον αὐτὸ ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ, ἦτο πλέον γέρων, ἐκατὸν δέκα ἐτῶν. Καὶ ἐπειδὴ προῃσθάνθη τὸν θάνατόν του, ἀνησυχοῦσε διὰ τὸ μέλλον τοῦ λαοῦ του, τοῦ ὁποίου ἐγνώριζε τὰ ἐλαττώματα. Προσεκάλεσε λοιπὸν τοὺς ᾽Ισραηλίτας καὶ ὑπενθύμισεν εἰς αὐτοὺς ὅλην τὴν ἱστορίαν των καὶ ἐξώρκισεν αὐτοὺς νὰ τηροῦν πιστῶς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Τοὺς προειδοποίησεν ὅτι, ἐὰν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ κινδυνεύσουν νὰ ὑποταχθοῦν εἰς τοὺς γύρω ἐχθροὺς καὶ τότε θὰ εἶναι δυστυχεῖς.
Μετὰ ταῦτα ἀπέθανεν ὁ μέγας αὐτὸς ἀρχηγὸς καὶ ἀρχιστράτηγος τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ.
῾Ο ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν εἶχεν ἀκλόνητον πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ μεγάλην ἀφοσίωσιν εἰς τὸ θέλημά του. ᾽Εκυβέρνησε τὸν λαὸν μὲ εὐσέβειαν καὶ δικαιοσύνην.
Ανάγνωσμα
Ψαλμὸς 113ος (ἐν παραφράσει)
῞Οταν ἔφυγεν ὁ ᾽Ισραὴλ ἐκ τῆς Αἰγύπτου, Ὁ οἶκος ᾽Ιακὼβ ἐκ τοῦ βαρβάρου λαοῦ,
Ὁ ᾽Ιούδας ἔγινεν ἅγιος αὐτοῦ, ὁ ᾽Ισραὴλ βασίλειόν του.
῾Η θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν,
ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω. Τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡς κριοί,
οἱ λόφοι ὡς ἀρνία.
Τί σοῦ συνέβη θάλασσα καὶ ἔφυγες
καὶ σύ, ᾽Ιορδάνη, ποὺ ἐστράφης εἰς τὰ ὀπίσω; Τὰ ὄρη ὅτι ἐσκίρτησαν ὡς κριοὶ
καὶ οἱ λόφοι ὡς ἀρνία;
Τρέμε ἡ γῆ ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ᾽Ιακώβ,
ποὺ μετέβαλε τὴν πέτραν εἰς λίμνην ὕδατος, τὸν σκληρὸν βράχον εἰς πηγὰς ὑδάτων...
29. ΟΙ ΚΡΙΤΑΙ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ (Βιβλίον τῶν Κριτῶν)
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ᾽Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ οἱ ᾽Ισραηλῖται ἐκυβερνῶντο ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, διότι δὲν ὡρίσθη κανεὶς ὡς διάδοχός του.
῾Εκάστη φυλὴ ἐκυβερνᾶτο ὑπὸ τῶν πρεσβυτέρων της.
Οἱ πρεσβύτεροι ὅμως δὲν εἶχαν μεγάλην δύναμιν καὶ διὰ τοῦτο οἱ
᾽Ισραηλῖται πολὺ ἐνωρὶς εὑρέθησαν χωρὶς σπουδαῖον ἀρχηγόν. Τότε περιέπεσαν εἰς ἀναρχίαν, ἀνεμίχθησαν μὲ τοὺς παλαιοὺς κατοίκους τῆς Χαναάν, ποὺ ἦσαν εἰδωλολάτραι, ἤρχισαν νὰ λησμονοῦν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ νὰ λατρεύουν ψευδεῖς θεοὺς καὶ πρὸ πάντων τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτην1.
Ἀποτέλεσμα τούτων ἦτο νὰ τοὺς ἐγκαταλείψῃ ὁ Θεὸς καὶ νὰ παύσῃ νὰ τοὺς προστατεύῃ. Διάφοροι γειτονικοὶ λαοὶ τότε εἰσέβαλλον εἰς τὴν χώραν των, τὴν ἐλεηλατοῦσαν ἢ ἐκυρίευον μέρη της καὶ τοὺς
᾽Ισραηλίτας τοὺς ἐτυραννοῦσαν. Τότε οἱ ᾽Ισραηλῖται μετανοοῦσαν.
2. Οἱ ᾽Ισραηλῖται, ὅταν εἰλικρινῶς μετανοοῦσαν, κατέφευγον εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς συγχωρήσῃ καὶ νὰ τοὺς σώσῃ.
Τότε ὁ Θεὸς ἀνεδείκνυεν ἐξ αὐτῶν ἄνδρας πιστούς, γενναίους καὶ φρονίμους, οἱ ὁποῖοι κατώρθωναν μὲ τὴν βοήθειάν του νὰ ἐλευθερώνουν τοὺς ᾽Ισραηλίτας. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ὀνομάζονται κριταί. Ἡ ἐποχὴ τῶν Κριτῶν διήρκεσε περὶ τοὺς τρεῖς αἰῶνας. Μᾶς εἶναι δὲ γνωστοὶ δεκατρεῖς κριταὶ. Αὐτοὶ δὲν διεδέχοντο ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς τὴν ἐξουσίαν κληρονομικῶς οὔτε ἐξελέγοντο ἀπὸ τὸν λαόν, ἀλλ’ ἀνεδεικνύοντο ἐκτάκτως ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Δηλ. τὸν Ἀπόλλωνα (ἥλιον) τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν Ἄρτεμιν (σελήνην).
Οἱ Κριταὶ εἶχον τὴν ἀνωτάτην ἐξουσίαν ἐν καιρῷ εἰρήνης καὶ πρὸ πάντων ἐν καιρῷ πολέμου. Τὸ ὄνομα κριτὴς δὲν σημαίνει εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν δικαστής, ἀλλ’ ἔχει πλατυτέραν σημασίαν. Εἶναι ὁ κυβερνήτης κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακούουν εἰς αὐτούς, νὰ τοὺς ἀκολουθοῦν εἰς τὰς μάχας καὶ νὰ πληρώνουν τοὺ φόρους, τοὺς ὁποίους ἐπέβαλλον αὐτοί.
3. Κατὰ τὴν μακρὰν περίοδον τῆς ἐποχῆς τῶν Κριτῶν ἡ πίστις καὶ τὰ ἤθη τῶν ᾽Ισραηλιτῶν εἶχον χαλαρωθῆ. ᾽Επεκράτει μεγάλη ἠθικὴ ἀκαταστασία. Διὰ τὴν θρησκευτικὴν δὲ καὶ ἠθικὴν κατάστασιν τοῦ λαοῦ κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ὁμιλεῖ τὸ βιβλίον τῶν Κριτῶν, τὸ ὁποῖον ἐξιστορεῖ τὴν ἱστορίαν τῶν ῾Εβραίων ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ ᾽Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ μέχρι τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Σαοὺλ ὡς πρώτου βασιλέως τῶν
᾽Ισραηλιτῶν.
Οἱ Κριταὶ ἔσωσαν τοὺς ᾽Ισραηλίτας ἐπανειλημμένως ἀπὸ τελείαν ἐξαφάνισιν καὶ ὁριστικὴν ὑποταγὴν εἰς διαφόρους ἐχθροὺς ὑπὸ λίαν δυσμενεῖς πολλάκις περιστάσεις.
Οἱ ἐπισημότεροι ἀπὸ τοὺς δεκατρεῖς γνωστοὺς κριτὰς εἶναι ὁ Γοθονιήλ, ἡ Δεβώρα, ὁ Γεδεών, ὁ ᾽Ιεφθάε, ὁ Σαμψών, ὁ ᾽Ηλὶ καὶ ὁ Σαμουήλ.
30. ΟΙ ΚΡΙΤΑΙ ΓΟΘΟΝΙΗΛ ΚΑΙ ΔΕΒΩΡΑ (Κριτ. Δ΄)
Ὁ Γοθονιήλ εἶναι ὁ πρῶτος κριτὴς τῶν ᾽Ισραηλιτῶν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ᾽Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ. Αὐτὸς ἔσωσε τοὺς ᾽Ισραηλίτας ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν ἀλλοφύλων καὶ ἀλλοθρήσκων κατοίκων τῆς Μεσοποταμίας.
Οἱ λαοὶ αὐτοὶ εἶχον ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῆς Χαναὰν καὶ τῶν κατοίκων της ᾽Ισραηλιτῶν. Εἰσῆλθον εἰς τὴν χώραν των καὶ ἐπροξένησαν μεγάλας καταστροφὰς εἰς τὰς πόλεις καὶ τοὺς κατοίκους των.
᾽Εναντίον αὐτῶν ἀνέδειξε τότε ὁ Θεὸς κριτὴν τὸν Γοθονιήλ. Αὐτὸς ἦτο ἀδελφὸς τοῦ Χάλεβ καὶ «ἐπ’ αὐτόν, λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἦτο τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκρινε τὸν λαὸν τοῦ ᾽Ισραήλ».
῾Ο Γοθονιὴλ ἦλθεν ἐναντίον τῶν ἐπιδρομέων, τοὺς ἐνίκησε καὶ τοὺς ἐξεδίωξεν ἀπὸ τὴν χώραν του. «Τότε ἀνεπαύθη ἡ γῆ Χαναὰν ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη», λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Δηλαδὴ ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη εἶχον εἰρήνην καὶ ἡσυχίαν οἱ ᾽Ισραηλῖται, διότι κανένας ἐχθρὸς δὲν τοὺς ἀπειλοῦσε καὶ δὲν τοὺς ἔβλαπτεν.
2. Μετὰ τεσσαράκοντα ὅμως ἔτη τὴν Χαναὰν καταλαμβάνουν καὶ καταστρέφουν οἱ Μωαβῖται. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ ᾽Ισραηλῖται ἔπαυσαν νὰ ἐκτελοῦν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ ἤρχισαν νὰ λατρεύουν καὶ πάλιν τὰ εἴδωλα. Ἤρχισαν καὶ πάλιν νὰ πράττουν «πονηρὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη.
Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς ἔπαυσε νὰ προστατεύῃ αὐτοὺς καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ τιμωρία, συνῃσθάνθησαν τὸ κακόν, ὅπου ἔκαναν, καὶ παρεκάλεσαν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς συγχωρήσῃ καὶ νὰ τοὺς σώσῃ. Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς τοὺς ἔσωσε, μὲ τὴν Δεβώραν.
῾Η Δεβώρα γίνεται τώρα κριτὴς τῶν ᾽Ισραηλιτῶν. Μία ἁπλὴ γυναίκα αὐτὴ ἀναλαμβάνει νὰ σώσῃ τοὺς ὁμοφύλους της, διότι εἶχε μέσα της πίστιν εἰς τὸν Θεόν. ῾Η Δεβώρα ἦτο γνωστὴ εἰς τοὺς
᾽Ισραηλίτας, διότι ἦτο συγχρόνως καὶ προφῆτις τοῦ Θεοῦ.
῾Η Δεβώρα ἐκάλεσε πλησίον της τὸν στρατηγὸν Βαρὰκ καὶ τοῦ εἶπεν:
- Αὐτὰ λέγει ὁ Θεός. Πήγαινε νὰ συναθροίσῃς τὸν στρατὸν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσῃς εἰς τὸ ὄρος Θαβώρ. ᾽Εκεῖ ὁ Θεὸς θὰ παραδώσῃ εἰς χεῖρας σου τὸν ἐχθρόν.
Ὁ Βαρὰκ ἀπήντησεν:
- Ὁ στρατὸς δὲν θέλει νὰ πολεμήσῃ διότι φοβεῖται τοὺς Μωαβίτας, καὶ διὰ νὰ ἐμψυχωθῇ πρέπει νὰ ἔλθῃς καὶ σὺ μαζί μου.
Θὰ ἔλθω, τοῦ λέγει ἡ Δεβώρα, ἀλλὰ ἡ νίκη δὲν θὰ εἶναι πλέον ἰδική σου, ἀλλὰ ἰδική μου.
3. ῾Η Δεβώρα καὶ ὁ Βαρὰκ ἐπῆγαν εἰς τὸ ὄρος Θαβώρ. ᾽Εκεῖ συνήθροισαν 10 χιλιάδας στρατὸν καὶ κατέλαβον τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους. ῞Οταν ἔμαθον τοῦτο οἱ Μωαβῖται, ἔσπευσαν ἐκεῖ καὶ ἐκεῖνοι. Ἡ μάχη θὰ ἐδίδετο εἰς τὴν πεδιάδα Κισών.
῾Η πεδιὰς ἐκείνη ἐγέμισε τότε ἀπὸ Μωαβίτας. Στρατὸς πεζὸς καὶ ἱππεῖς ἐπλημμύρισεν αὐτήν. Καὶ ἐκτὸς τούτων ἄλλα 900 ἅρματα μάχης σιδηρᾶ ἦσαν ἕτοιμα νὰ σπείρουν τὸν θάνατον εἰς τὸν στρατὸν τῆς Δεβώρας καὶ τοῦ Βαράκ.
῾Η Δεβώρα ἔκαμε τὴν προσευχήν της εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἔπειτα εἶπεν
εἰς τὸν Βαράκ :
- Κατέβα εἰς τὴν πεδιάδα. Ὁ Θεὸς θὰ παραδώσῃ τὸν ἐχθρὸν εἰς τὰς χεῖρας μας, διότι θὰ μᾶς βοηθήσῃ. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, μὴ φοβεῖσαι.
Καὶ πράγματι ἐκείνην τὴν νύκτα ἔβρεξεν ὁ Θεός, καὶ ὁ ποταμὸς Κισὼν ἐπλημμύρισε, καὶ ὅταν τὴν ἄλλην ἡμέραν ἤρχισεν ἡ μάχη, οἱ ἵπποι καὶ τὰ ἅρματα τῶν Μωαβιτῶν ἐγλυστροῦσαν καὶ ἐβυθίζοντο εἰς τὴν λάσπην. Ἐβοηθοῦσεν ὁ Θεός.
῾Ο Βαρὰκ εὑρῆκε καιρὸν τότε καὶ ἐπετέθη ἐναντίον τῶν Μωαβιτῶν.
῾Ο στρατὸς ἀνεθάρρησε καὶ ἐπολέμησε γενναῖα. Οἱ ἐχθροὶ ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
Αὐτὸς ὁ στρατηγὸς τῶν Μωαβιτῶν Σισάρα ἠθέλησε νὰ σωθῇ.
᾽Επῆγε νὰ κρυφθῇ εἰς τὴν σκηνὴν μιᾶς ᾽Ισραηλίτιδος. Αὐτὴ τὸν ἀνεγνώρισε καὶ τὸν ἐφόνευσεν. ῾Η νίκη τοῦ Βαρὰκ ἦτο μεγάλη, διότι οἱ Μωαβῖται ἔπαθον ἀληθινὴν πανωλεθρίαν. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐξυμνεῖ ἕνας ὕμνος, τὸν ὁποῖον ἔγραψε τότε ἡ Δεβώρα
Ἀνάγνωσμα
Ὕμνος τῆς Δεβώρας πρὸς τὸν Θεὸν
(κριτ. Ε΄ ἐν παραφράσει)
Εὐλογεῖτε τὸν Θεόν.
Ἀκούσατε, σατράπαι, ἀκούσατε, βασιλεῖς. Ἐγὼ ἡ Δεβώρα, ἐγὼ
θὰ ψάλλω εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ ᾽Ισραήλ.
Κύριε, ὅταν ἐξεκίνησες ἀπὸ τὴν ᾽Εδώμ, ἡ γῆ ἐσείσθη,
ὁ οὐρανὸς δροσιὰ ἐστάλαζε, τὰ σύννεφα ἔρριχναν βροχήν.
Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ.
Ὑμνολογεῖτε αὐτὸν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ,
διότι ὁ Κύριος κατέβη μαζί μου ἐναντίον τῶν δυνατῶν.
Ἦλθον οἱ βασιλεῖς εἰς Χαναὰν καὶ ἐπολέμησαν τὴν χώραν. Λάφυρα ἀργυρίου δὲν ἔλαβον.
᾽Εκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπολέμησαν ἀστέρες, οἱ ἀστέρες αὐτοὺς ἐπολέμησαν.
Ὁ ποταμὸς Κισὼν τοὺς παρέσυρε,
καὶ ἡ ψυχή μου κατεπάτησε δάναμιν.
Εὐλογημένη ἡ ᾽Ιαήλ.
ἡ γυναίκα ῎Εβερ τοῦ Κεναίου.
Ὕδωρ ἐζήτησεν ἀπὸ αὐτὴν ὁ Σισάρα, γάλα τοῦ ἔδωκε·
βούτυρον τοῦ ἐπρόσφερεν
εἰς ὡραῖον κρατῆρα μὲ τὴν δεξιάν. Τὴν ἀριστεράν της ἅπλωσε,
τὴν ἅπλωσεν εἰς τὸν πάσσαλον, καὶ τὴν δεξιάν της
εἰς τὸ σφυρὶ τῶν ἐργατῶν.
῎Εσχισε την κεφαλήν του
καὶ συνέτριψε τοὺς μήνιγγας αὐτοῦ. Καὶ ἔπεσε, ἔπεσε νεκρός.
῎Ετσι ἂς ἀποθάνουν
ὅλοι οἱ ἐχθροί σου. Κύριε.
Εὐλογεῖτε τὸν Θεόν. Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον.
31. ΟΙ ΚΡΙΤΑΙ ΓΕΔΕΩΝ ΚΑΙ ΙΕΦΘΑΕ (Κριτ. Ϛ΄-ΙΒ΄)
῾Ο Γεδεὼν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ὀνομαστοὺς ἄνδρας τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης. Διότι ἦτο ἀνδρεῖος καὶ συνετὸς καὶ ἐχρημάτισε κριτὴς τῶν
᾽Ισραηλιτῶν. Αὐτὸς ἔσωσεν αὐτοὺς ἀπὸ καταστρεπτικὰς ἐπιδρομὰς καὶ τὰς λεηλασίας τῶν Μαδιανιτῶν καὶ τῶν Ἀμαληκιτῶν.
Ὁ Γεδεὼν ἦτο κατ’ ἀρχὰς ἕνας πτωχός, ἀλλὰ πιστὸς εἰς τὸν Θεὸν γεωργός. Ὁ πατέρας του μαζὶ μὲ ἄλλους ᾽Ισραηλίτας εἶχεν ἀπαρνηθῆ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐλάτρευε τὰ εἴδωλα. Τὸν θεὸν Βάαλ ἢ Βῆλον καὶ τὴν Ἀστάρτην. Ὁ Γεδεὼν ἄλεθε σιτάρι, ὅταν ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε:
- Σὺ θὰ σώσῃς τοὺς ᾽Ισραηλίτας ἀπὸ τοὺς Μαδιανίτας. Σὺ θὰ νικήσῃς τοὺς ἐχθρούς.
Τότε ὁ Γεδεὼν συνέτριψε τὸ ἄγαλμα τοῦ Βάαλ, ποὺ ἐλάτρευε ὁ πατέρας του, ἐκρήμνισε τὸν βωμόν, κατέκοψε τὸ πέριξ ἱερὸν δάσος τῆς Ἀστάρτης καὶ εἶπε πρὸς τὸν ᾽Ισραηλιτικὸν λαόν:
- Ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν πατρίδα ἂς ἔλθῃ μαζὶ μου.
Τὸν ἠκολούθησαν 32 χιλιάδες. Πρὸς αὐτοὺς δὲ εἶπεν ὁ Γεδεών:
- Ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι δειλὸς νὰ φύγῃ.
Καὶ ἔφυγαν 22 χιλιάδες. ῎Εμειναν 10 χιλιάδες μόνον.
Ὁ Γεδεὼν κατόπιν κατέστρωσε τὸ πολεμικόν του σχέδιον. ᾽Εξέλεξε τριακοσίους ἄνδρας, τοὺς πλέον γενναίους, τοὺς ὁποίους ἐξώπλισε μὲ μίαν σάλπιγγα καὶ μίαν στάμναν, ἡ ὁποία μέσα εἶχεν κρυμμένον ἕνα δαυλὸν ἀναμμένον. Τούτους διῄρεσεν εἰς τρία μέρη καὶ μὲ αὐτοὺς περὶ τὸ μεσονύκτιον περιεκύκλωσε τοὺς Μαδιανίτας, ποὺ εἶχαν στρατοπεδεύσει εἰς τὴν πεδιάδα ᾽Ιεσδραὲλ καὶ ἐκοιμῶντο ἀμέριμνοι.
῾Ο Γεδεὼν ἔδωσε τὸ σύνθημα. Τριακόσια σαλπίσματα ἠκούσθησαν τότε γύρω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ τριακόσιοι δαυλοὶ ἀναμμένοι ἐφάνησαν. Μὲ βροντώδη φωνὴν δὲ οἱ τριακόσιοι ἤρχισαν νὰ φωνάζουν δυνατά:
- Ἡ ρομφαία τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Γεδεών.
Καὶ ὁ ἀντίλαλος ἐπανελάμβανε μέσα εἰς τὴν ἡσυχίαν τῆς νυκτός:
«῾Η ρομφαία τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Γεδεών».
Περίφοβοι ἐξύπνησαν οἱ Μαδιανῖται. ῎Ηκουσαν τὰς σάλπιγγας, ἔβλεπαν τοὺς δαυλοὺς καὶ ἡ πολεμικὴ κραυγὴ τοὺς ἐτάρασσεν. Ἡ καρδιὰ των ἤρχισε νὰ τρέμῃ. Ὁ ἐχθρὸς μέσα εἰς τὸ στρατόπεδόν των; Ἀλλοίμονον. Νὰ ἦσαν ἄραγε πολλαὶ χιλιάδες;
Ὁ αἰφνιδιασμὸς τοῦ Γεδεὼν ἐπέτυχεν. Εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν ἐσκορπίσθη ὁ πανικός, καὶ ὅλοι τότε ἐζήτησαν νὰ σωθοῦν διὰ τῆς φυγῆς. Ἀλλὰ ἡ σύγχυσις ἦτο μεγάλη. ῞Ενεκα ταύτης οἱ Μαδιανῖται ἐκτυπῶντο μεταξύ των. Μαδιανίτης ἐσκότωνε Μαδιανίτην, διότι τὸν ἐξελάμβανε μέσα εἰς τὸ σκότος καὶ τὴν τρομάραν του ὡς Ἰσραηλίτην.
Ὁ Γεδεὼν ἔβαλε φωτιὰ εἰς τὰς σκηνάς των. ῾Η καταστροφὴ τῶν Μαδιανιτῶν ἦτο μεγάλη. Ἀλλὰ μεγάλη ἦτο καὶ ἡ νίκη τοῦ Γεδεὼν καὶ τῶν ᾽Ισραηλιτῶν. ῞Ενεκα τούτου οἱ ᾽Ισραηλῖται ἠθέλησαν νὰ κάμουν βασιλέα των τὸν Γεδεών. ᾽Εκεῖνος ὅμως δὲν ἐδέχθη. Ἀπέθανεν εἰς μεγάλην ἡλικίαν πάντοτε κρίνων καὶ συμβουλεύων τὸν λαὸν εἰς
τὸ ἀγαθόν.
2. Ὁ Ἰεφθάε ἔσωσε τὴν πατρίδα του ἀπὸ τοὺς Ἀμμωνίτας. Αὐτοὶ εἶχον εἰσβάλει εἰς τὴν Χαναὰν καὶ ἔβλαπτον τοὺς ᾽Ισραηλίτας. Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μετὰ τὸν Γεδεὼν οἱ ᾽Ισραηλῖται ἤρχισαν καὶ πάλιν
«νὰ πράττουν πονηρὰ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ», ὁ Θεὸς δὲ ἔπαυσε διὰ τοῦτο νὰ τοὺς προστατεύῃ. Διότι οἱ ᾽Ισραηλῖται ἐλάτρευον καὶ πάλιν τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτην.
Ἀλλὰ ὅταν τοὺς ἦλθον τιμωροὶ οἱ Ἀμμωνῖται, τότε ἦλθον εἰς τὸν ἑαυτόν τους, μετενόησαν καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν συγχώρησιν καὶ σωτηρίαν, καὶ ὁ καλὸς Θεὸς δὲν τοὺς τὴν ἠρνήθη.
Ὁ ᾽Ιεφθάε ἦτο ἀνδρεῖος καὶ πιστός. Οἱ ᾽Ισραηλῖται ὅμως ἀπὸ φθόνον τὸν εἶχον ἐξορίσει ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Ἀριστείδην. Καὶ ὅταν οἱ Ἀμμωνῖται ἤρχισαν νὰ τοὺς ἐνοχλοῦν, τότε τὸν ἐνεθυμήθησαν καὶ εἶπον:
- Μόνον ὁ ᾽Ιεφθάε ἠμπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ εἰς τὴν περίστασιν αὐτήν.
Καὶ ἔστειλαν πρεσβείαν καὶ τὸν ἀνεκάλεσαν. ᾽Εκεινος δὲ χωρὶς νὰ μνησικακήσῃ ἔσπευσε πρὸς σωτηρίαν τῆς πατρίδος του, ἡ ὁποία τώρα ἐκινδύνευε καὶ ἔλαβε τὴν ἀνάγκην του.
Ὁ ᾽Ιεφθάε μόλις ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα του, συνέλεξε στρατὸν καί, πρὶν ἐπιτεθῇ ἐναντίον τῶν ᾽Ἀμμωνιτῶν, ἔκαμε τὴν προσευχήν του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν, ἐνῷ ὁ στρατὸς ἤκουε:
- Κύριε, βοήθησέ με νὰ νικήσω τὸν ἐχθρόν. Ἄν νικήσω, θὰ προσφέρω εἰς τὸν βωμόν σου ὅ,τι πολύτιμον ἔχω. Τὸ πρῶτον πρόσωπον, τὸ ὁποῖον θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου διὰ νὰ μὲ ὑποδεχθῇ ὅταν θὰ ἐπιστρέφω, αὐτὸ θὰ σοῦ τὸ ἀφιερώσω εἰς ὁλοκαύτωμα.
Τὸ τάξιμον τοῦ ᾽Ιεφθάε ἦτο ἀνάλογον μὲ τὰς ἀνθρωποθυσίας τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ ἴσως ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὴν θυσίαν τοῦ Ἀβραάμ. Μᾶς θυμίζει τὸ τάξιμον τοῦ Ἀγαμέμνονος.
Ὁ Θεὸς ἐβοήθησε, καὶ ὁ ᾽Ιεφθάε ἐνίκησε τοὺς Ἀμμωνίτας. Τώρα ἐπιστρέφει νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος εἰς τὴν οἰκογένειάν του, εἰς τὴν πόλιν Μισπᾶ. Κατὰ τύχην τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἔβγαινε πρὸς συνάντησίν του ἡ μονάκριβη κόρη του «μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν».
῾Ο ᾽Ιεφθάε ἔσχισε τότε τὰ ἐνδύματά του. ῎Επρεπε τώρα νὰ θυσιάσῃ εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Θεοῦ τὴν θυγατέρα του, τὸ μόνο του παιδί. Γεμᾶτος συγκίνησιν λοιπὸν εἶπεν:
- Ἀλλοίμονον, κόρη μου. ῎Εκαμα ὅρκον εἰς τὸν Θεὸν νὰ σὲ θυσιάσω
εἰς αὐτὸν χάριν τῆς σωτηρίας τῆς πατρίδος μας.
῾Η εὐσεβὴς κόρη ἐδέχθη τὴν θυσίαν. Μόνον παρεκάλεσε τὸν πατέρα της νὰ τὴν ἀφήσῃ δύο μῆνας νὰ χαρῇ μὲ τὰς φίλας της τὰς καλλονὰς τῆς Χαναάν. Κατόπιν μὲ εὐχαρίστησίν της ἐδέχθη νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν πατρίδα της. Εἶναι ἡ ᾽Ιφιγένεια τοῦ ᾽Ισραήλ.
32. ΣΑΜΨΩΝ, ΗΛΙ, ΣΑΜΟΥΗΛ (Κριτ. ΙΓ΄-ΚΑ΄ καὶ Α΄ Βασιλειῶν)
Ὁ Σαμψὼν ἦτο Ναζηραῖος, δηλ. ᾽Ισραηλίτης, τελείως ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν. ῎Ετρεφε, κατὰ τὸ τάξιμόν του, μεγάλην κόμην καὶ δὲν ἔπινεν οἰνοπνευματώδη ποτά. Εἶχε προικισθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ ἔκτακτον σωματικὴν δύναμιν, δείγματα τῆς δυνάμεώς του ἔδωσε πάμπολλα εἰς τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνας του ἐναντίον τῶν Φιλισταίων, διὰ τοῦτο ἀνεδείχθη ἥρως καὶ κριτὴς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Οἱ Φιλισταῖοι ἦσαν ἕνας πολεμικὸς λαός, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε τὰ ΝΔ. παράλια τῆς Παλαιστίνης. Εἶχον εἰσβάλει εἰς τὴν Χαναὰν καὶ ἐπροξενοῦσαν καταστροφὰς εἰς τοὺς ᾽Ισραηλίτας. Ὁ Σαμψὼν ὅμως μὲ τὴν δύναμίν του τοὺς εἶχε πολὺ περιορίσει. Ὅταν ἤκουον ὅτι ἔρχεται ὁ Σαμψών, ἔφευγαν πανικόβλητοι. Τὸν Σαμψὼν ἐπρόδωσεν εἰς τοὺς Φιλισταίους ἡ Δαλιδά, ἡ ὁποία ἦτο Φιλισταία καὶ εἶχε κατορθώσει νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸ μυστικὸν τῆς δυνάμεώς του,τὸ ὁποῖον ἔκειτο εἰς τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του, δηλ. εἰς τὴν ἀφιέρωσίν του εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ Δαλιδὰ κατώρθωσε νὰ τοῦ κόψῃ μὲ δόλον τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ὅταν ὁ Σαμψὼν ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ σπίτι της. Εἰσῆλθον τότε οἱ Φιλισταῖοι, τὸν συνέλαβον καὶ τὸν ἐτύφλωσαν. Ὕστερα τὸν περιέφερον εἰς τὴν πόλιν των Γάζαν διὰ νὰ τὸν ἐξευτελίσουν.
Μίαν ἡμέραν, ποὺ ἑώρταζον οἱ Φιλισταῖοι τὴν ἑορτὴν τοῦ θεοῦ των Δαγών, ἔφεραν εἰς τὸν ναὸν καὶ τὸν Σαμψὼν διὰ νὰ τὸν περιπαίξουν. Ἀλλ’ ὁ Σαμψὼν ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε μετανοήσει καὶ εἶχεν ἐπανακτήσει τὴν σωματικήν του δύναμιν. Διὰ τοῦτο, ἀφοῦ προσηυχήθη θερμῶς εἰς τὸν Θεόν, ἀγκάλιασε τοὺς δύο κίονας τοῦ ναοῦ καὶ τὸν ἐκρήμνισε λέγων:
- Ἄς ἀποθάνῃ ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων.
Καὶ ἔτσι ἐτάφη κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ αὐτὸς μὲ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Φιλισταίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐντὸς τοῦ ναοῦ, περίπου τρισχίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
2. Ὁ Ἠλὶ ἦτο κριτὴς καὶ ἀρχιερεύς, καὶ ἔμενεν εἰς τὴν πόλιν Σηλώ. Εἶχε δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολὺ ἀσεβῆ πρὸς τὸν Θεόν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς αὐτά, δὲν τὰ ἐτιμώρει.
῾Ο Θεὸς ὅμως ἐτιμώρησεν αὐτὸν διὰ τοῦτο. Εἰς ἕνα πόλεμον ἐναντίον τῶν Φιλισταίων ἐφονεύθησαν καὶ τὰ δύο του τέκνα. Ὁ γέρων Ἠλὶ τότε, ὅταν ἔμαθε τοῦτο, ἔπεσεν ἀπὸ τὴν ἕδραν του καὶ ἀπέθανε.
Τὸν διεδέχθη ὁ Σαμουήλ.
3. Ὁ Σαμουὴλ εἶναι ὁ τελευταῖος κριτὴς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἦτο Ναζηραῖος καὶ αὐτὸς καὶ ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐσεβής, Λευΐτης τὸ γένος, κριτὴς καὶ προφήτης. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του Ἄννα τὸν ἐγέννησεν εἰς μεγάλην ἡλικίαν.
Μόλις ἐγεννήθη ὁ Σαμουήλ, ἡ Ἄννα ἐπῆγεν εἰς τὴν Σηλώ, ὅπου ἦτο ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, καὶ προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ηὐχαρίστησε, διότι μὲ αὐτὸ ἀφῃρέθη ἀπὸ αὐτὴν ἡ ἐντροπὴ τῆς ἀτεκνίας. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἄννης περιέχει προφητείαν περὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀποτελεῖ τὴν τρίτην ᾠδὴν τῆς ἑβραϊκῆς καὶ χριστιανικῆς Ὑμνολογίας.
Ὁ Σαμουὴλ ἐμεγάλωσε πλησίον τοῦ κριτοῦ Ἠλί. Μετὰ τὸ τραγικὸν τέλος αὐτοῦ ἀνεδείχθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ᾽Ισραηλιτῶν κριτὴς εἰς ἐποχὴν κρισιμωτάτην διὰ τοὺς ᾽Ισραηλίτας, διότι οὗτοι εὑρίσκοντο κάτω ἀπὸ τὸν βαρὺν ζυγὸν τῶν Φιλισταίων.
Οἱ Φιλισταῖοι εἶχον κατορθώσει νὰ κυριεύσουν τὴν Σηλώ, νὰ καταστρέψουν τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, καὶ νὰ πάρουν ὡς λάφυρον καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης.
Ὁ Σαμουὴλ τότε ἀνεπτέρωσε τὴν πίστιν τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ὡδήγησεν αὐτὸν εἰς νίκας ἐναντίον τῶν Φιλισταίων. ᾽Εκυβέρνησε μὲ ζῆλον καὶ δικαιοσύνην, ἐφρόντισε διὰ τὴν ἐκπαίδευσιν καὶ ἀνύψωσε τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ.
᾽Επ’ αὐτοῦ ἐξηναγκάσθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ οἱ Φιλισταῖοι νὰ παραδώσουν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης εἰς τὸν ἀρχιερέα ᾽Ελεάζαρον. Αὐτὸς τὴν παρέδωκε εἰς τὸν οἶκον Ἀμιναδάβ, εἰς τὴν πόλιν Χεβρών, πρὸς φύλαξιν.
Τέλος, κατ’ ἀπαίτησιν τοῦ λαοῦ καὶ παρὰ τὴν ἰδικήν του γνώμην, ἔχρισεν ὡς πρῶτον βασιλέα τῶν Ἰσραηλιτῶν τὸν Σαούλ, ἄνδρα ὡραῖον καὶ ἀνδρεῖον. Διότι οἱ Ἰσραηλῖται δὲν ἤθελον πλέον νὰ κυβερνῶνται ἀπὸ κριτάς.
Ἀνάγνωσμα
Ὕμνος τῆς προφήτιδος Ἄννης
(Α΄ Βασιλ. Β΄, ἐν παραφράσει)
Μὴ καυχᾶσθε καὶ μὴ λέγετε ὑψηλά.
Ἄς μὴ βγαίνη ὑπερηφάνεια ἀπὸ τὸ στόμα σας, διότι ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς γνώσεων,
Θεὸς μετρῶν τὰς πράξεις αὐτοῦ.
Τὸ τόξον τῶν δυνατῶν ἔκαμεν ἀσθενὲς καὶ ἀνίσχυροι ἔγιναν οἱ ἰσχυροί. Πλούσιοι ἔγιναν πτωχοὶ
καὶ οἱ πεινῶντες ὑψώθησαν ἀπὸ τὴν γῆν. Ὁ Κύριος θανατώνει καὶ ζωογονεῖ. καταβιβάζει εἰς τὸν ᾅδην καὶ ἀναβιβάζει. Ὁ Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινώνει καὶ ἀνυψώνει.
Σηκώνει ἀπὸ τὴν γῆν τὸν πτωχὸν
καὶ τὸν καθίζει μετὰ τῶν ἀρχόντων τοῦ λαοῦ καὶ θρόνον δόξης κληρονομεῖ εἰς αὐτόν.
Δίδει εὐχὴν εἰς τὸν εὐχόμενον καὶ εὐλογεῖ τὰ ἔτη τοῦ δικαίου,
διότι δὲν εἶναι τις δυνατὸς μὲ τὴν ἰσχὺν μόνον. Ὁ Κύριος κάμνει ἀντίδικον αὐτοῦ τὸν ἀσθενῆ. Ὁ Κύριος εἶναι ἅγιος.
Ἄς μὴ καυχᾶται ὁ φρόνιμος διὰ τὴν φρόνησίν του
καὶ ἂς μὴν καυχᾶται ὁ πλούσιος διὰ τὸν πλοῦτόν του. Ἀλλὰ ὁ καυχώμενος ἂς καυχᾶται,
διότι ἐννοεῖ καὶ γνωρίζει τὸν Κύριον. Ὁ Κύριος ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανοὺς
καὶ ἐβρόντησεν.
Αὐτὸς θὰ κρίνη τὰ πέρατα τῆς γῆς. Δίνει δύναμιν εἰς τοὺς βασιλεῖς μας.
Αὐτὸς θὰ ὑψώση τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ αὑτοῦ.
33. Η ΡΟΥΘ ΚΑΙ Ο ΒΟΟΖ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ (Ροὺθ)
Κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Κριτῶν ἔτυχε κάποτε νὰ γίνῃ εἰς τὴνΧαναὰν μεγάλη πεῖνα, διότι τὰ σιτηρὰ κατεστράφησαν. Τότε πολλοὶ Ἰσραηλῖται ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Χαναὰν καὶ ἦλθον εἰς τὰς γειτονικὰς χώρας, ὅπου ὑπῆρχεν ἐπάρκεια τροφίμων.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἦτο καὶ ὁ ᾽Ελιμέλεχ, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσεν εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς ᾽Ιουδαίας. ῾Ο ᾽Ελιμέλεχ ἐπῆρε τὴν σύζυγόν του Νοεμὶν καὶ τὰ δύο του παιδιὰ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πλουσίαν χώραν τῶν Μωαβιτῶν. ᾽Εκεῖ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον χρόνον ὁ μὲν ᾽Ελιμέλεχ ἀπέθανε, τὰ δὲ παιδιά του ἐνυμφεύθησαν γυναῖκας ἀπὸ τὴν Μωάβ. Ὁ ἕνας
ἔλαβε σύζυγον τὴν Ὀρφὰ καὶ ὁ ἄλλος τὴν Ρούθ. Μετ’ ὀλίγον ὅμως ἀπέθανον καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ ᾽Ελιμέλεχ, ἔμεινε δὲ ἡ Νοεμὶν μόνη εἰς τὸν ξένον ἐκεῖνον τόπον μὲ τὰς δύο νύμφας της.
2. Ὅταν ἐπέρασεν ἡ πεῖνα, ἀπεφάσισεν ἡ Νοεμὶν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Βηθλεέμ. ᾽Εκάλεσε λοιπὸν τὰς δύο νύμφας της καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτὰς τὴν ἀπόφασίν της. Ἡ Ὀρφὰ ὅμως καὶ ἡ Ροὺθ τόσον ἠγάπων τὴν πενθεράν των, ὥστε ἀπεφάσισαν νὰ μὴ τὴν ἀφήσουν μόνην, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀκολουθήσουν εἰς τὴν Χαναάν.
Ἡ Νοεμὶν τότε εἶπεν εἰς αὐτάς:
- Παιδιά μου, νὰ μείνετε κοντὰ εἰς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συγγενεῖς σας. ᾽Εγὼ εἶμαι πτωχὴ χήρα καὶ ἔρημη εἰς τὸν κόσμον. Δὲν θὰ εἶμαι εἰς θέσιν νὰ σᾶς βοηθήσω καὶ νὰ σᾶς προστατεύσω ἐκεῖ εἰς τὴν πατρίδα μου.
Ἡ Ὀρφὰ ἐπείσθη νὰ μείνῃ. Ἡ Ροὺθ ὅμως δὲν ἐδέχθη μὲ κανένα τρόπον καὶ εἶπεν εἰς τὴν καλὴν πενθεράν της :
- Μὴ μοῦ λέγῃς νὰ σὲ ἀφήσω μόνην καὶ νὰ μένω μακράν σου. Θὰ ἔλθω μαζί σου καὶ ἂς δυστυχήσω. Ὁ λαός σου θὰ εἶναι λαός μου. Ἡ πατρίς σου θὰ εἶναι πατρίς μου, καὶ ὁ Θεός σου Θεός μου. Μόνον ὁ θάνατος θὰ μᾶς χωρίσῃ.
Ἡ Νοεμὶν δὲν ἔφερεν ἄλλην ἀντίρρησιν καὶ αἱ δύο γυναῖκες ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Μωὰβ καὶ ἦλθον εἰς τὴν Βηθλεέμ, ὅπου ἐγκατεστάθησαν εἰς ἕνα μικρὸ σπιτάκι.
3. Ὅταν ἦλθεν ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ, ἡ Ροὺθ μὲ τὴν ἄδειαν τῆς Νοεμὶν ἐπήγαινεν εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐμάζευε στάχυα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα οἱ θερισταὶ ἄφηναν διὰ τοὺς πτωχούς. Ὁ πανάγαθος ὅμως Θεὸς ὡδήγησε τὰ βήματα τῆς καλῆς Ροὺθ εἰς τοὺς ἀγροὺς ἑνὸς πλουσίου τοῦ τόπου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Βοόζ.
Ὁ Βοόζ, ὅταν εἶδε τὴν ἐργατικὴν καὶ ἔντιμον καὶ ἀγαθὴν Ροὺθ καὶ ἔμαθε τὴν ἱστορίαν της, τὴν ἐξετίμησε καὶ τὴν συνεπάθησε. Τέλος ἀπεφάσισε νὰ τὴν κάμῃ σύζυγόν του.
Ἡ Ροὺθ τότε ἐζήτησε τὴν συγκατάθεσιν τῆς Νοεμίν, ἡ ὁποία μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν τῆς ἔδωσε τὴν εὐχήν της. Ὅταν δὲ ἡ Ροὺθ ἐγέννησε τέκνον, ἡ Νοεμὶν τὴν εὐλόγησε καὶ τῆς εἶπεν:
- Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σοῦ ἔδωσε τὸ τέκνον. Τὸ παιδίον αὐτὸ θὰ σὲ παρηγορήσῃ καὶ θὰ εἶναι τὸ στήριγμά σου εἰς τὰ γηρατεῖα σου.
Τὸ τέκνον αὐτὸ ὠνομάσθη ᾽Ωβήδ. Ὁ Ὠβὴδ ἐγέννησε κατόπιν
τὸν ᾽Ιεσσαί, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐγεννήθη ὁ Δαβίδ, ὁ μέγας βασιλεὺς τῶν
᾽Ισραηλιτῶν καὶ πρόγονος κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ
Χριστοῦ.
Διὰ τοῦτο εἰς τὰς προφητείας τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης καὶ εἰς τὰ τροπάρια τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὁ Χριστὸς λέγεται,
«ράβδος καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί».
Ἀνάγνωσμα
Ὁ Μεσσίας ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ
(῾Ησαΐου κεφ. ΙΑ΄, 1-10, ἐν παραφράσει)
«.... Τάδε λέγει Κύριος: Θὰ φυτρώση καὶ θὰ ἐξέλθη ράβδος (1) ἀπὸ τὸ δένδρον
κλῶνος - κλωνάρι
(1) τοῦ ᾽Ιεσσαί, καὶ βλαστὸς μὲ ἄνθος θὰ πετάξη ἀπὸ τὴν ρίζαν αὐτήν. Καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν θὰ ἀναπαύεται τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· τὸ πνεῦμα τῆς σοφίας καὶ τῆς συνέσεως, τὸ πνεῦμα τῆς βουλῆς καὶ τῆς δυνάμεως, τὸ πνεῦμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς εὐσεβείας, τὸ πνεῦμα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἰς τὸν φόβον αὐτὸν ἐκεῖνος (2) θὰ εὐαρεστῆται. Δὲν θὰ κρίνη κατὰ τὴν ἐντύπωσιν τῶν ὀφθαλμῶν του, οὐδὲ θὰ ἀποφασίζη ἐπὶ τῆ βάσει τῶν ὅσων ἀκούει. Ἀλλὰ θὰ κρίνη μὲ δικαιοσύνην τοὺς ἀνθρώπους, καὶ θὰ ἀποφασίζη μὲ εὐθύτητα ὑπὲρ τῶν ταπεινῶν τῆς γῆς. Δικαιοσύνη θὰ περιζώνη τὴν ὀσφύν του, καὶ πίστις θὰ περισφίγγη τὰ ἰσχία του. Καὶ τότε ὁ λύκος θὰ βόσκη μαζὶ μὲ τὰ πρόβατα, καὶ ἡ πάρδαλις θὰ μένη μαζὶ μὲ τὰ ἐρίφια. Καὶ μόσχος καὶ ταῦρος καὶ λέων θὰ βόσκουν μαζί, καὶ μικρὸ παιδάκι θὰ τὰ φυλάττη. ῾Ο βοῦς καὶ ἡ ἄρκτος θὰ συμφιλιωθοῦν, καὶ τὰ μικρά των θὰ κάθωνται μαζί. ῾Ο λέων καὶ ὁ βοῦς θὰ τρώγουν ἄχυρα. Δὲν θὰ κάνουν κακόν, καὶ δὲν θὰ βλάπτουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς βασιλείας μου, διότι ὅλη ἡ γῆ θὰ εἶναι πλήρης ἀπὸ τὴν γνῶσιν τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ τὴν σκεπάζη, ὅπως τὰ νερὰ σκεπάζουν τὴν ἔκτασιν τῆς θαλάσσης. Τὴν ἡμέρᾳν αὐτὴν ἡ Ρίζα τοῦ ᾽Ιεσσαὶ (3) θὰ ἄρχη ἐπὶ τῶν ἐθνῶν. Αὐτὸν θὰ ἀναζητοῦν οἱ λαοί. Καὶ ἔνδοξος θὰ εἶναι ἡ βασιλεία του...»
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου