Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016
Αποκάλυψις του Θεού δια των Προφητών
Περιοδος Εβδομη
Αποκάλυψις του Θεου δια των Προφητών
Χωρισμος Του Βασιλειου Των Εβραίων εις δύο (Γ΄ Βασιλειῶν Ια΄-Ιβ΄)
Ο Σολομῶν, διὰ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὰ μεγάλα του ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν, εἶχεν ἐπιβάλει εἰς τὸν λαὸν βαρείας φορολογίας, τὰς ὁποίας δύσκολα ὑπέφερεν οὗτος. Διὰ τοῦτο, ὅταν ἐκεῖνος ἀπέθανε καὶ εἰς τὸν θρόνον ἀνέβη ὁ υἱός του Ροβοάμ, ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν νέον βασιλέα καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ ἐλαττώσῃ τοὺς φόρους. ᾽Επὶ κεφαλῆς ἦτο ὁ ῾Ιεροβοάμ, υἱὸς τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος ἦτο ὑπουργὸς τοῦ Σολομῶντος.Ὁ Ροβοὰμ τότε παρεσύρθη ἀπὸ τὰς κακὰς συμβουλὰς νεαρῶν φίλων του καί, παρὰ τὰς συμβουλὰς τῶν γεροντοτέρων συμβούλων του, ἀπήντησεν εἰς τὸν λαόν :Δὲν θὰ σᾶς ἐλαττώσω τοὺς φόρους. Ἀπεναντίας μάλιστα θὰ τοὺς αὐξήσω. Ὁ πατήρ μου σᾶς ἐπαίδευσε μὲ μάστιγας, ἐγὼ θὰ σᾶς παιδεύσω ἀκόμη σκληρότερα.. Τότε ἔγινεν ἐπανάστασις εἰς τὸ βασίλειον τῶν ῾Εβραίων.Ὅταν δηλαδὴ ἦλθον οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ροβοὰμ εἰς τὰς πόλεις διὰ νὰ εἰσπράξουν τοὺς φόρους, ὁ λαὸς ἐξηγέρθη ἐναντίον των καὶ τοὺς ἐλιθοβόλησεν. ᾽Εστράφη δὲ καὶ ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ροβοάμ, ὁ ὁποῖος τότε ἐσώθη διὰ τῆς φυγῆς. Ὁ λαὸς κατόπιν ἐκάλεσε τὸν ῾Ιεροβοάμ, ὁ ὁποῖος ἦτο νέος φίλεργος καὶ ἱκανός, καὶ τὸν ἀνεκήρυξε βασιλέα εἰς τὰς δέκα φυλὰς τοῦ ᾽Ισραήλ, διότι δύο μόνον φυλαὶ ἔμειναν πισταὶ εἰς τὸν Ροβαάμ, αἱ φυλαὶ τοῦ᾽Ιούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν, τὸ ἔτος 975 π.Χ.
Τὴν διαίρεσιν τοῦ κράτους τῶν ῾Εβραίων εἰς δύο εἶχε προείπει ὁ προφήτης Ἀχιά. Ὁ Ἀχιὰ εἶχε συναντήσει εἰς τὰ περίχωρα τῆς῾Ιερουσαλὴμ τὸν ῾Ιεροβοάμ ᾽Εφοροῦσε τότε ὁ προφήτης ἕνα καινούργιο ἔνδυμα. Τὸ ἔβγαλε, τὸ ἔκαμε δώδεκα κομμάτια καὶ εἶπεν εἰς τὸν
῾Ιεροβοάμ :- Πάρε σὺ τὰ δέκα κομμάτια, διότι αὐτὰ λέγει ὁ Θεός. Θὰ χωρίσω τὴν βασιλείαν τοῦ Σολομῶντος εἰς δύο, καὶ θὰ δώσω εἰς τὸν ῾Ιεροβοὰμ τὰς δέκα φυλὰς τοῦ ᾽Ισραήλ.
3. Τοιουτοτρόπως τὸ ἓν βασίλειον τῶν ῾Εβραίων ἐχωρίσθη εἰς δύο. Εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραὴλ καὶ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα. Τὸ πρῶτον εἶχε πρωτεύουσαν τὴν Συχὲμ καὶ ὕστερα τὴν Σαμάρειαν, τὸ δεύτερον τὴν ῾Ιερουσαλήμ.
Ὁ χωρισμὸς αυτὸς τῶν ῾Εβραίων ἦτο καταστρεπτικός. Διότι ἐπηκολούθησαν μακροὶ ἐμφύλιοι πόλεμοι, οἱ ὁποῖοι ἐξησθένησαν τὰ βασίλεια αὐτὰ καὶ τὰ ἔκαμαν ἀνίκανα νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς νέους ἐχθροὺς Ἀσσυρίους καὶ Βαβυλωνίους. Οἱ ἐμφύλιοι αὐτοὶ πόλεμοι εἶχον ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴν καὶ τῶν δύο βασιλείων τῶν ῾Εβραίων.
Τοιουτοτρόπως ἐξεπληρώθη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Σολομῶντα, ὅτι πρὸς τιμωρίαν του θὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὸν υἱόν του Ροβοὰμ τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ βασιλείου του, τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ εἰς τὸν δοῦλόν του ῾Ιεροβοάμ, ὅπως ἐπροφήτευσεν εἰς αὐτὸν ὁ προπροφήτης Ἀχιά. Ἐξεπληρώθη δὲ καὶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακώβ, ὅτι ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ
᾽Ιούδα θὰ προκύψῃ μέγα καὶ ἰσχυρὸν κράτος, τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιούδα.
41. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (Γ΄ Βασιλειῶν ΙΓ΄ καὶ ἑξῆς, Δ΄ Βασιλειῶν καὶ Παραλειπ. Α΄ καὶ Β΄).
Τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραὴλ περιελάμβανε τὰς χώρας Σαμάρειαν, Γαλιλαίαν καὶ Περαίαν, ποὺ ἦσαν εὔφοροι καὶ πλούσιαι, διετηρήθη εἰς τὴν ζωὴν περὶ τὰ 250 ἔτη. Οἱ βασιλεῖς του ἦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀσεβεῖς καὶ ἐπέτρεψαν, ὅπως εἰσαχθῇ εἰς τὸ κράτος των ἡ εἰδωλολατρεία.
Τότε οἱ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ λευΐται ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ κατέφυγον εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιούδα, διὰ τοῦτο οἱ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς δὲν ἤργησαν νὰ γίνουν ἀσεβεῖς καὶ κακοί.Ὁ ῾Ιεροβοὰμ διὰ νὰ κόψῃ πᾶσαν ἐπικοινωνίαν τῶν ὑπηκόων του μὲ τὸ κράτος τοῦ ᾽Ιούδα, καὶ διὰ νὰ μὴ μεταβαίνουν οἱ κάτοικοι τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ισραὴλ εἰς τὰ ῾Ιεροσόλυμα εἰς προσκύνησιν καὶ λατρείαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἔκαμεν τὸ ἑξῆς: Διέταξε καὶ κατασκεύασαν δύο χρυσοῦς μόσχους, τοὺς ὁποίους ἔστησεν τὸν ἕνα εἰς τὸ βορειότατον καὶ τὸν ἄλλον εἰς τὸ νοτιώτατον μέρος τοῦ βασιλείου του, εἰς τὰς πόλεις Δὰν καὶ Βαιθήλ. Καὶ εἶπεν:
- Ἰδοὺ οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐξήγαγον ἐκ τῆς γῆςΑἰγύπτου.Αὐτοὺς θὰ λατρεύῃς εἰς τὸ ἑξῆς.Τότε ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τοὺς προφήτας διὰ νὰ προφυλάξουν τὸν λαὸν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ τὴν καταστροφήν.
2. Ἀλλὰ ματαίως οἱ προφῆται καὶ μάλιστα ὁ Ἀχιὰ καὶ ὁ ᾽Ηλίας ἤλεγχον τοὺς βασιλεῖς καὶ τὸν λαὸν τοῦ κράτους τοῦ ᾽Ισραήλ. Ματαίως προέλεγον εἰς αὐτούς, ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν σκληρὰ ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ἡ τιμωρία ἦλθεν ὡς ἑξῆς :
Οἱ Ἀσσύριοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν λαὸς ἰσχυρὸς καὶ πολεμικὸς ἐκήρυξαν πόλεμον ἐναντίον τῶν βασιλέων τοῦ ᾽Ισραήλ.Εἰσέβαλον λοιπὸν εἰς τὴν Χαναὰν καὶ χωρὶς νὰ συναντήσουν σοβαρὰν ἀντίστασιν ἔφθασαν ἐμπρὸς εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Κράτους, τὴν Σαμάρειαν, τὴν ὁποίαν ἐπολιόρκησαν. ῾Η πολιορκία διήρκεσεν ἐπὶ τρία ἔτη. Τέλος ἡ πόλις ἐκυριεύθη τὸ 722 π.Χ., καὶ τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραὴλ διελύθη.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τότε ἐσύρθησαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Ἀσσυρίαν. Εἰς δὲ τὴν Σαμάρειαν ἦλθον καὶ ἐγκατεστάθησαν ἄποικοι ἀπὸ τὴν Βαβυλωνίαν, τὴν Ἀσσυρίαν καὶ τὴν Περσίαν. Αὐτοὶ ἀνεμείχθησαν μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σαμαρείας καὶ ἀπετέλεσαν
κατόπιν τὸν λαὸν τῶν Σαμαρειτῶν.Τοὺς Σαμαρείτας οἱ κάτοικοι τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ιούδα ἐχθρεύοντο πολύ, διότι τοὺς ἐθεωροῦσαν προδότας τῆς πατρίδος καὶ ἀρνητὰς τῆς θρησκείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
3. Τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραὴλ δὲν ἀνεσχηματίσθη ποτὲ πλέον. Κατελύθη τότε διὰ παντός. Διάφοροι δὲ φυλαὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν Σαμάρειαν, Γαλιλαίαν καὶ Περαίαν.
Βραδύτερον οἱ Σαμαρεῖται μετενόησαν καὶ ἐπανῆλθον εἰς τὴν λατρείαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐζήτησαν δὲ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς᾽Ιουδαίους, ἀλλὰ δὲν ἔγιναν δεκτοί.Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, διότι ἠρνήθησαν οἱ υἱοὶ τοῦ ᾽Ισραὴλ τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐλάτρευσαν θεοὺς ἄλλους καὶ προσέφεραν θυσίαν εἰς τὸν Βάαλ καὶ τὰ εἴδωλα παρὰ τὰς διαμαρτυρίας τῶν προφητῶν.
«Δὲν ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐσκλήρυναν τὰς καρδίας των. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπόν του ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ παρέδωσεν αὐτοὺς εἰς χεῖρας τῶν Ἀσυρίων» (Βασιλ. Δ΄, 7-23).
42. Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ (Γ΄ Βασιλ. ΙΖ΄)
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἢ Ἠλιοὺ ἔζησε κατὰ τὸν ἔνατον π.Χ. αἰῶνα, ὅτε βασιλεὺς εἰς τὸ κράτος τοῦ ᾽Ισραὴλ ἦτο ὁ ἀσεβὴς Ἀχαάβ. Οὗτος εἶχε λάβει ὡς σύζυγον τὴν ᾽Ιεζάβελ, ἡ ὁποία ἦτο εἰδωλολάτρις καὶ εἰσήγαγεν εἰς τὸ κράτος τοῦ ᾽Ισραὴλ τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ Βάαλ, δηλ. τοῦ ῾Ηλίου ἢ Βήλου.
Τότε ὁ Θεὸς ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα Ἀχαὰβ τὸν προφήτην᾽Ηλίαν, ὁ ὁποῖος μὲ θάρρος ἤλεγξεν αὐστηρῶς τοῦτον, διότι ἐπέτρεπεν εἰς τὴν ξένην σύζυγόν του νὰ εἰσάγῃ καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν λατρείαν ψευδῶν θεῶν μέσα εἰς τὸ κράτος τοῦ ᾽Ισραήλ. Προεῖπε δὲ εἰς αὐτὸν ὁ
᾽Ηλίας ὅτι, λόγῳ τῆς ἀσεβείας του, θὰ ἔλθῃ εἰς τὸ κράτος του τρομερὸς λιμὸς (πεῖνα) καὶ ξηρασία (ἀνομβρία), ἡ ὁποία θὰ διαρκέσῃ τρία καὶ ἥμισυ ἔτη.Μετὰ τοῦτο ἐπῆγεν ὁ προφήτης εἰς μίαν ὀρεινὴν χαράδραν, ὅπου ἐτρέφετο κατὰ θαυμάσιον τρόπον ὑπὸ τῶν κοράκων.
῎Επειτα κατέβη κρυφὰ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Φοινίκην, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ χωρίον Σαρεπτά, ὅπου εὑρῆκε μίαν πτωχὴν γυναῖκα νὰ μαζεύῃ ξύλα καὶ ἐζήτησεν ἀπ’ αὐτὴν ὀλίγο νερὸ καὶ ὀλίγο ψωμί.᾽Εκείνη ἀπήντησεν, ὅτι δὲν εἶχε παρὰ ὀλίγο λάδι καὶ ἀλεύρι, καὶ ὅτι ἐμάζευε ξύλα διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τροφὴν μὲ αὐτὰ διὰ τὸν ἑαυτόν της καὶ τὸ παιδί της. «Ἅμα φάγωμεν καὶ αὐτά, εἶπε, δὲν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἀποθάνωμεν». Καὶ τὸν ἐπροσκάλεσε νὰ φάγουν μαζί.
Ὁ Ἠλίας ἐλυπήθη τὴν πτωχὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν εἰς αὐτὴν νὰ μὴ ἀπελπίζεται, διότι ὁ Θεὸς θὰ ἔχῃ τὰ δοχεῖα της γεμᾶτα ἀπὸ ἀλεύρι καὶ λάδι μέχρι τέλους τοῦ λιμοῦ. Ἀπὸ τὴν φιλοξενίαν δὲ καὶ τὴν περιποίησιν, ποὺ τοῦ ἔκαμεν, εὐχαριστήθη. Διὰ τοῦτο, ὅταν ἠσθένησεν ὁ μονογενὴς υἱός της καὶ ἀπέθανεν, ὁ προφήτης ἀνέστησε
τοῦτον καὶ τὸν παρέδωσεν εἰς τὴν μητέρα του ἐντελῶς καλά.Τὰ θαύματα αὐτὰ τοῦ προφήτου ἔγιναν γνωστὰ εἰς τὸν λαὸν, ὁ ὁποῖος περισσότερον ἐθαύμασε καὶ ἠγάπησεν αὐτόν.
2. Ὅταν ἐτελείωσαν τὰ ἔτη τῆς ἀνομβρίας καὶ τοῦ λιμοῦ, ὁ ᾽Ηλίας παρουσιάσθη πάλιν εἰς τὸν βασιλέα Ἀχαάβ, καὶ ἐπροσκάλεσεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ Καρμήλου ὄρους, διὰ νὰ ἀποδείξῃ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ τῶν ἱερέων τοῦ Βάαλ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν δύναμιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. ῾Ο Ἀχαὰβ ἐδέχθη τὴν πρόσκλησιν καὶ διέταξε νὰ συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ.
Ὁ Ἠλίας τότε ἐπρότεινεν εἰς τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ νὰ δεηθοῦν πρῶτοι αὐτοὶ εἰς τὸν θεόν τους, διὰ νὰ στείλῃ φωτιὰ καὶ ἀνάψουν μόνα των τὰ ξύλα τοῦ βωμοῦ, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ὑπῆρχεν ὁ πρὸς θυσίαν μόσχος. «῎Επειτα, εἶπε, θὰ παρακαλέσω καὶ ἐγὼ τὸν Θεόν μου.
῞Οποιος θεὸς στείλῃ τὴν φωτιὰν καὶ ἀνάψῃ τὸν βωμόν, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἀληθινός».Πρῶτοι ἡτοίμασαν τὸν βωμὸν οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ καὶ παρακαλοῦσαν συνεχῶς αὐτὸν ἀπὸ πρωΐας μέχρι μεσημβρίας κραυγάζοντες «ἐπάκουσον ἡμῶν Βάαλ». Ἀλλὰ ματαίως, διότι «οὐκ ἦν φωνή, οὐκ ἦν ἀκρόασις».
Ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ προφήτου ᾽Ηλία. Αὐτός, ἀφοῦ ἡτοίμασε τὸν βωμόν, ἐγονάτισε καὶ ἔκαμε τὴν προσευχήν του μὲ θερμὴν πίστιν πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἀμέσως ἐνώπιον τῶν χιλιάδων ᾽Ισραηλιτῶν, τῶν ἱερέων τοῦ Βάαλ, καὶ τοῦ βασιλέως Ἀχαάβ, ἔπεσε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπετέφρωσεν ὄχι μόνον τὰ ξύλα καὶ τὸ θῦμα, ἀλλὰ καὶ τὶς πέτρες καὶ τὸ χῶμα τοῦ βωμοῦ. Ὅλοι τότε κατάπληκτοι ἐκραύγασαν:
«Μέγας ὁ Θεὸς Ἠλιού».3. Ἀλλ’ ἡ βασίλισσα ᾽Ιεζάβελ, ὅταν ἐπληροφορήθη τὰ γενόμενα, ἐθύμωσεν ἐναντίον τοῦ προφήτου καὶ διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν. Τότε ὁ ᾽Ηλίας ἀπηλπισμένος ἐπῆγε μακρὰν εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ κατῴκησεν εἰς ἕνα σπήλαιον τοῦ ὄρους Σινᾶ.
Μίαν ἡμέραν ἤκουσεν ὁ Ἠλίας τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν ἐρωτᾷ τί κάνει ἐκεῖ. Ὁ Ἠλίας ἀπεκρίθη:- Οἱ ᾽Ισραηλῖται, Κύριε, ἐγκατέλειψαν τὴν διαθήκην Σου καὶ ἔμεινα ἐγὼ μόνος. Διὰ τοῦτο ζητοῦν νὰ μὲ θανατώσουν.
Τότε ὁ Θεὸς διὰ νὰ ἀνταμείψῃ αὐτὸν διὰ τὸν ζῆλόν του, τὸν ἐθώπευσε μὲ ἕνα γλυκὺ φύσημα αὔρας καὶ τὸν διέταξε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Παλαιστίνην.Εἰς τὸν δρόμον ἐγνώρισε καὶ ἐκάλεσε πλησίον του τὸν γεωργὸν᾽Ελισσαῖον, τὸν ὁποῖον ἐσκέπασεν μὲ τὴν μηλωτήν του καὶ τοῦ μετέδωσεν ἔτσι τὸ προφητικὸν χάρισμα
῾Ο προφήτης ᾽Ηλίας εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν μαθητήν του ᾽Ελισσαῖον καὶ ἀνηρπάγη εἰς τοὺς οὐρανοὺς κατὰ θαυμάσιον τρόπον. «᾽Ιδοὺ ἅμαξα πυρίνη, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, καὶ ἵπποι πύρινοι διεχώρισαν αὐτούς. Καὶ ἀνέβη ὁ Ἠλίας μὲ ἀνεμοστρόβιλον εἰς τὸν οὐρανὸν» (Δ΄ Βασιλ. Β΄, 11). Ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμην του τὴν 20ὴν ᾽Ιουλίου. Τὸν ὀνομάζει Ζηλωτήν.
43. Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ (Δ΄ Βασιλ. Ζ΄)
Ὁ προφήτης ᾽Ελισσαῖος ἦτο μαθητὴς τοῦ προφήτου ᾽Ηλιού, ὅπως ἐμάθαμεν. Μετὰ τὴν ἀνάληψιν ἐκείνου, ὁ ᾽Ελισσαῖος συνέχισε τὸ ἔργον τοῦ διδασκάλου του εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ, ὅπου ἔκαμε πολλὰ θαύματα.
῎Εζη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ὄρος Κάρμηλον, ὅπως καὶ ὁ ᾽Ηλίας. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ κατέβαινε τακτικὰ εἰς τὰς πόλεις, ὁσάκις ἤθελε νὰ ἐλέγξῃ ἢ νὰ συμβουλεύσῃ τοὺς ᾽Ισραηλίτας.
Μίαν ἡμέραν ἦλθεν ὁ ᾽Ελισσαῖος εἰς τὴν πόλιν Σουνήμ. ᾽Εκεῖ ἔμενε μία πτωχή, ἀλλ’ εὐσεβὴς γυναίκα, μὲ τὸν σύζυγόν της. Αὐτοὶ δὲν εἶχον τέκνα. ᾽Εδέχθησαν λοιπὸν καὶ ἐπεριποιήθησαν εἰς τὸ σπίτι των τὸν προφήτην καὶ τοῦ εἶπον:
- Ὅταν ἔρχεσαι εἰς τὴν πόλιν μας, μένε κοντά μας εἰς τὸ σπίτι μας.Ὁ ᾽Ελισσαῖος τότε ηὐχαριστήθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς:
- Εἶσθε πολὺ εὐσεβεῖς πρὸς τὸν Θεὸν σεῖς καὶ πολὺ περιποιεῖσθε τὸν προφήτην τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι λοιπὸν ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σας. Ὁ Θεὸς ἂς κάμῃ κατὰ τὴν καρδίαν σας καὶ ἄς ἐκτελέσῃ κάθε ἐπιθυμίαν σας.
Μετὰ ἕνα ἔτος ἡ οἰκογένεια αὐτὴ ἀπέκτησεν ἕνα ὡραῖον ἀγοράκι, ποὺ ἔγινεν ἡ χαρὰ τῶν γονέων του. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἦτο εἰς τὸ σπίτι αὐτό.
2. Τὸ παιδὶ αὐτό, ὅταν ἐμεγάλωσεν, ἔξαφνα ἠσθένησε καὶ ἀπέθανεν.
῏Ηλθεν εἰς τοὺς ἀγρούς, ὅπου ὁ πατήρ του ἐθέριζεν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καυστικὸν ἥλιον ἐζαλίσθηκε καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ:
- Τὸ κεφάλι μου, τὸ κεφάλι μου.῞Οσον δὲ νὰ τοῦ δώσουν τὰς πρώτας βοηθείας, ἐξεψύχησε μέσα εἰςτὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του.
Ἡ μητέρα τότε δὲν ἀνησύχησεν. Εἶχε τὰς ἐλπίδας της εἰς τὸν προφήτην τοῦ Θεοῦ. Ἄφησε τὸ παιδί της νεκρὸν ἐπάνω εἰς τὸ κρεβάτι καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸν Κάρμηλον. Συνήντησε τὸν προφήτην καὶ τοῦ εἶπε μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια :
- Τὸ παιδί, ποὺ μοῦ ἔδωσεν ὁ Θεὸς μὲ τὰς προσευχάς σου, μοῦ ἀπέθανε. Σῶσέ το.Ὁ ᾽Ελισσαῖος ἐλυπήθη τὴν δυστυχισμένην μητέρα καὶ ἦλθε μαζί της εἰς τὴν Σουνήμ, ὅπου ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδί της. ᾽Εκείνη δὲ ἔπεσε καὶ ἐπροσκύνησε τὸν προφήτην τοῦ Θεοῦ.
3. Ὁ προφήτης ᾽Ελισσαῖος ἔκαμε καὶ ἄλλα θαύματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ θεραπεία τοῦ Νεεμάν.Ὁ Νεεμὰν ἦτο στρατηγὸς τοῦ βασιλέως τῆς Συρίας. Ἔπασχε δὲ ἀπὸ μίαν φοβερὰν καὶ μεταδοτικὴν ἀσθένειαν τοῦ δέρματος, τὴν λέπραν. Εἶχεν ἐπισκεφθῆ ὅλους τοὺς τότε ὀνομαστοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ δὲν εἶδε καμμίαν θεραπείαν. Πολὺ στενοχωρημένη ἦτο διὰ τοῦτο καὶ ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία εἶχεν ὡς δούλην μίαν κόρην ᾽Ισραηλίτιδα. Αὐτὴ λοιπὸν εἶπεν εἰς τὴν κυρίαν της :
- Ἄν ἐπήγαινε ὁ κύριός μου εἰς τὸν προφήτην τῆς Σαμαρείας, θὰ ἐγίνετο καλά.Τὰ λόγια αὐτὰ διεβίβασεν ἡ σύζυγος εἰς τὸν Νεεμὰν καὶ αὐτὸς μὲ μεγάλην συνοδείαν ἐπῆγεν εἰς τὴν Σαμάρειαν πρὸς τὸν προφήτην
᾽Ελισσαῖον.῎Εφθασεν εἰς τὴν Σουνήμ, ὅπου ἔμενε τότε ὁ προφήτης. ᾽Εστάθη, λοιπόν, ἐμπρὸς εἰς τὸ σπίτι καὶ ὁ προφήτης, χωρὶς νὰ ἐξέλθῃ παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ᾽Ιορδάνην ποταμόν, ἐκεῖ νὰ λουσθῇ ἑπτὰ φορὰς καὶ θὰ γίνῃ καλά.
Ὁ Νεεμὰν ὅμως ἐθύμωσε καὶ ἀπήντησεν:- ᾽Εγὼ ἐνόμιζα, ὅτι ὁ προφήτης θὰ ἔβγαινεν ἔξω νὰ μὲ θεραπεύσῃ.᾽Εκεῖνος ὅμως μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν ᾽Ιορδάνην. ῎Εχει ἡ πατρίδα μου, ἡ Δαμασκός, πολλοὺς καὶ μεγάλους ποταμούς. Αὐτοὶ εἶναι καλλίτεροι ἀπὸ τὸν ᾽Ιορδάνην, δέν θὰ ἠμποροῦσα νὰ λουσθῶ εἰς αὐτούς;
Οἱ συνοδοί του τότε τοῦ εἶπον :- Κύριε, πρέπει νὰ κάμῃς ὅ,τι σοῦ λέγει ὁ προφήτης.῾Ο Νεεμὰν ὑπήκουσεν. ῏Ηλθε καὶ ἐλούσθη εἰς τὸν ᾽Ιορδάνην καὶ ἔγινε καλὰ ἐντελῶς, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του ὑγιής, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστῶν τὸν προφήτην ᾽Ελισσαῖον.
Ὁ προφήτης ᾽Ελισσαῖος ἔζησε πολλὰ χρόνια εἰς τὴν Χαναάν. Ἀπέθανε δὲ εἰς βαθὺ γῆρας καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Σαμάρειαν. Ἡ ᾽Εκκλησία μας τὸν ἑορτάζει εἰς τὰς 14 ᾽Ιουνίου.
Ἀπολυτίκιον τῶν προφητῶν Ἠλιοὺ καὶ ᾽Ελισσαίου
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπὶς (1), Ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
᾽Ηλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας ᾽Ελισσαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει καὶ λεπροὺς καθαρίζει, διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα (2).
44. Ο ΤΩΒΙΤ. ΚΑΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΤΩΒΙΑΣ (Τωβὶτ)
Ὁ Τωβὶτ ἦτο ἕνας εὐσεβὴς ᾽Ισραηλίτης, ὁ ὁποῖος ἤκμασεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ. ῏Ητο πολὺ πλούσιος. Πολὺ εὐσεβὴς ἦτο καὶ ἡ σύζυγός του Ἄννα. Καὶ οἱ δύο κατήγοντο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Νεφθαλεὶμ καὶ εἶχον μεγάλην πίστιν εἰς τὸν Θεόν. ῾Ομοίως μεγάλην εὐσέβειαν καὶ πίστιν ἔδειξε καὶ ὁ υἱός των, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Τωβίας.
῾Η οἰκογένεια τοῦ Τωβίτ, ὅταν οἱ Ἀσσύριοι ἐκυρίευσαν καὶ διέλυσαν τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ, συνελήφθη καὶ ἐκείνη καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους ᾽Ισραηλίτας ὡδηγήθη αἰχμάλωτος εἰς τὴν Νινευή, τὴν πόλιν τὴν μεγάλην τῆς Ἀσσυρίας.
Ὅταν ὁ Τωβὶτ ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν Χαναάν, δὲν ἔπαυε νὰ ἐπισκέπτεται τὴν ῾Ιερουσαλὴμ κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν ναὸν νὰ λατρεύῃ τὸν Θεόν, παρὰ τὰς αὐστηρὰς διαταγὰς τῶν βασιλέων τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ισραήλ.
῎Εδιδε πολλὰ χρήματα εἰς τὸν ναόν. ῎Εκανεν ἐκεῖ πολλὰς ἐλεημοσύνας. Προσέφερε πολλὰ ζῷα θυσίαν εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Θεοῦ. Τώρα δέ, ὅπου εἶναι αἰχμάλωτος εἰς τὴν Νινευή, δὲν παύει νὰ προστατεύῃ τοὺς ὁμοφύλους του, ὅσον τοῦ ἦτο δυνατόν.
Καὶ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ἐξακολουθεῖ νὰ ἐλεῇ, διότι ἀκόμη ἔχει πλοῦτον. ᾽Εκτὸς τούτου, ὁ Θεὸς τὸν ἐπροστάτευσε, διότι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων τὸν διώρισε «προμηθευτὴν τῶν ἀνακτόρων του» καὶ ἐκέρδιζε πολλά. ᾽Ελεοῦσε τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ποὺ τώρα ἦσαν δυστυχεῖς. Τοὺς ἔδιδε τροφάς, χρήματα, ἐνδύματα εἰς ἕκαστον κατὰ τὴν ἀνάγκην, ὅπου εἶχεν.
Τοὺς συνεβούλευε δὲ νὰ διατηροῦν τὴν πίστιν των πρὸς τὸν Θεὸνκαὶ νὰ φυλάττουν τὰς ἐντολάς του, διότι ἤρχισαν ἐδῶ οἱ Ἰσραηλῖται σιγὰ-σιγὰ νὰ λησμονοῦν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων.
2. Ὁ Τωβίτ, ὡς προμηθευτὴς τοῦ βασιλέως, ἐταξίδευεν εἰς διάφορα μέρη, διὰ νὰ ἀγοράσῃ ὅ,τι ἦτο χρήσιμον εἰς τὰ ἀνάκτορα.῎Ετσι ἐγνωρίσθη μὲ διαφόρους ἐμπόρους.
Εἰς τὴν Μηδίαν συνεδέθη μὲ φιλίαν μὲ ἕνα ἔμπορον, ὀνομαζόμενον Γαβαήλ, ὁ ὁποῖος εἶχε πτωχεύσει. Εἰς αὐτὸν ἐδάνεισε 10 ἀργυρᾶ τάλαντα.
Κατόπιν συνέβησαν πολλὰ δυσάρεστα εἰς τὸν Τωβίτ. ῎Εχασε τὴν ὅρασίν του ἐν πρώτοις καὶ μαζὶ μὲ τὴν θέσιν του ἔχασε καὶ τὴν περιουσίαν του. Ἦτο τώρα πτωχὸς καὶ δυστυχής, καὶ μόνον εἰς τὴν προσευχὴν εὕρισκε παρηγορίαν.
Δίκαιος εἶσαι, Θεέ μου, ἔλεγε, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινὰ καὶ δίκαια.
Εἰς τὴν σύζυγόν του, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε :
- Ποῦ εἶναι αἱ ἐλεημοσύναι σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου; ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
Δὲν γνωρίζομεν ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, διατὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίδει τὰς εὐτυχίας καὶ τὰς δυστυχίας. Ἄς μὴ χάνωμεν τὴν πίστιν μας.
Εἰς τὴν δυστυχίαν του ὁ Τωβὶτ ἐνεθυμήθη, ὅτι εἰς τὸν Γαβαὴλ εἶχε δανείσει τὰ 10 τάλαντα καὶ ἀνεκουφίσθη. ᾽Εφώναξε λοιπὸν τὸν υἱόν του Τωβίαν καὶ τοῦ εἶπε :
- Παιδί μου, μὴ λυπεῖσαι ποὺ ἐγίναμεν πτωχοὶ. ᾽Εὰν ἔχῃς πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ὑπάρχουν πολλὰ ἀγαθὰ διὰ σέ. Νά, σοῦ φανερώνω ὅτι εἰς τὸν φίλον μου Γαβαήλ, ποὺ κατοικεῖ εἰς τοὺς Ραγοὺς τῆς Μηδίας, ἔχω δανείσει 10 τάλαντα ἀργυρᾶ. Πήγαινε λοιπὸν νὰ τοῦ τὰ ζητήσῃς.
῎Ισως τώρα νὰ ἔχῃ νὰ μᾶς τὰ δώσῃ.
Ὁ Τωβίας ἐφάνη πρόθυμος νὰ ἐκτελέσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός του, καὶ τότε ὁ Τωβὶτ ἐπρόσθεσε:
- Τὸ ταξίδι, παιδί μου, εἶναι μακρινό, καὶ εἶναι ἐνδεχόμενον, ὅταν ἐπιστρέψῃς, ἐγὼ νὰ ἔχω ἀποθάνει. Λοιπὸν ἄκουσε τὰς τελευταίας μου συμβουλάς :
«Ὅταν ἀποθάνω, θάψε με. Τὴν μητέρα σου νὰ τὴν ἀγαπᾷς. Τίμα αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Μὴ τὴν λυπήσῃς ποτὲ μὲ καμμίαν σου πρᾶξιν. Κάμε της ὅ,τι τὴν εὐχαριστεῖ.
»Σὲ συμβουλεύω ἀκόμη νὰ φυλάττῃς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Νὰ εἶσαι εὐσεβής, δίκαιος καὶ πιστός. Πάντοτε νὰ κάνῃς τὴν ἐλεημοσύνην.
῎Εχεις πολλά, νὰ δίδῃς πολλά. Ἔχεις ὀλίγα, νὰ δίδῃς ὀλίγα.
»Νὰ ἀγαπᾷς τοὺς συγγενεῖς σου, τοὺς φίλους σου, τοὺς ὁμοεθνεῖς, καὶ νὰ μὴ κάνῃς εἰς κανένα τὸ κακόν. Ὅ σὺ μισεῖς μηδενὶ ποιήσῃς».
3. Ὁ Τωβίας, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του ὡς συνοδοιπόρον ἕνα ἄγνωστον, ὀνομαζόμενον Ἀζαρίαν, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν πραγματικότητα ἦτο ὁ φύλαξ ἄγγελος Ραφαήλ, ἔφυγε διὰ τὴν Μηδίαν.
Ἔφθασαν εἰς τὰ ᾽Εκβάτανα. ᾽Εδῶ ἐφιλοξενήθησαν κατὰ τύχην εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ραγουήλ, ὁ ὁποῖος ἦτο συγγενὴς τοῦ Τωβίτ. Ὁ Ραγουὴλ τὸν ἠρώτησε :
- Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, παιδί μου;
- Ἀπὸ τὴν Νινευή, ἀπήντησεν ὁ Τωβίας. Εἶμαι ᾽Ισραηλίτης, αἰχμάλωτος τῶν Ἀσσυρίων.
- Γνωρίζεις τὸν Τωβίτ; τὸν ἐρώτησε πάλιν ὁ Ραγουήλ.
- Ὁ Τωβίτ; Εἶναι πατέρας μου, ἀπήντησεν ὁ Τωβίας.
- Ὁ Ραγουὴλ ἐχάρηκε πολὺ τότε. Ἀγκάλιασε τὸν Τωβίαν καὶ μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια τοῦ εἶπεν:
- Εἶσαι σὺ παιδὶ τοῦ καλοῦ ἐκείνου ἀνθρώπου;
Εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ραγουὴλ ὁ Τωβίας ἐνυμφεύθη. ῎Ελαβε δὲ σύζυγόν του τὴν Σάρραν, ἡ ὁποία ἦτο κόρη τοῦ Ραγουήλ. ῾Ο δὲ φίλος του Ἀζαρίας συνέχισε τὸ ταξίδι, ἔφθασεν εἰς τοὺς Ραγούς, συνήντησε τὸν Γαβαὴλ καὶ ἔφερεν εἰς τὸν Τωβίαν τὰ χρήματα.
Μετὰ τοῦτο ὅλοι μαζί, Τωβίας, Σάρρα καὶ Ἀζαρίας, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Νινευή. ᾽Εδῶ τοὺς ὑπεδέχθησαν μὲ μεγάλην χαρὰν οἱ γονεῖς καὶ ἑώρτασαν τοὺς γάμους τοῦ Τωβία.
Καὶ ὁ Τωβὶτ ἦτο τώρα εὐτυχισμένος, διότι ὁ Τωβίας, κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ φύλακος ἀγγέλου, ἔφερεν εἰς αὐτὸν φάρμακον, μὲ τὸ ὁποῖον ἀνέκτησε τὴν ὅρασίν του. Ὁ καλὸς Θεὸς τοῦ ἔδωκε καὶ πάλιν τὴν ὑγείαν διὰ νὰ βλέπῃ τὰ παιδιά του. Τοῦ ἔδωκε δὲ καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν. Ἀπέθανεν εἰς μεγάλην ἡλικίαν εὐτυχής.
45. Η ΙΟΥΔΙΘ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ (Ἰουδὶθ)
Οἱ Ἀσσύριοι, ἀφοῦ ἐνίκησαν τοὺς ᾽Ισραηλίτας καὶ ἐκυρίευσαν τὸ βασίλειόν των, ἐστράφησαν κατόπιν ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἑβραϊκοῦ βασιλείου. Τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ιούδα. ῎Ηρχισαν λοιπὸν να κάνουν ἐκστρατείας καὶ νὰ ἀπειλοῦν νὰ καταλάβουν αὐτὸ καὶ νὰ διαλύσουν καὶ τοῦτο.
Εἰς μίαν τοιαύτην ἐκστρατείαν των ὁ στρατηγός των ᾽Ολοφέρνης εἰσέβαλεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα μὲ 120 χιλιάδας πεζοὺς καὶ μὲ ἄπειρον ἱππικὸν καὶ μὲ πολλὰ ἅρματα, καὶ ἐβάδισεν ἐναντίον τῶν πόλεων καὶ αὐτῆς τῆς ῾Ιερουσαλήμ. Εἶχε ρητὰς διαταγὰς τοῦ βασιλέως του :
- Δὲν θὰ λυπηθῇς κανένα, τοῦ εἶπε. Θὰ σπείρῃς παντοῦ τὸν θάνατον καὶ τὴν καταστροφήν.Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε τότε τοὺς ᾽Ιουδαίους, διότι ἐφοβήθησαν μήπως κατορθώσῃ ὁ Ὀλοφέρνης καὶ καταλάβῃ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ καταστρέψῃ καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸν ναόν. Ἤρχισαν λοιπὸν νὰ ἐπισκευάζουν τὰ τείχη τῶν πόλεων καὶ νὰ κατασκευάζουν ὀχυρά, ἰδίως εἰς τὰς ὀρεινὰς διαβάσεις πρὸς τὴν ῾Ιερουσαλήμ.
῾Ο ἀρχιερεὺς ᾽Ιωακεὶμ ἔγραψε πρὸς τοὺς κατοίκους τοῦ βασιλείου καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς ὀχυρᾶς πόλεως Βετυλούα νὰ ἐμποδίσουν μὲ πᾶσαν θυσίαν τὴν διάβασιν τοῦ Ὀλοφέρνη, διέταξε δὲ ὅλοι οἱ ᾽Ιουδαῖοι νὰ πενθήσουν καὶ νηστεύσουν, νὰ κλαύσουν καὶ νὰ μετανοήσουν, καὶ ἕκαστος νὰ παρακαλέσῃ τὸν Θεὸν νὰ τοὺς σώσῃ.
2. Ὅταν ἔμαθεν ὅλας αὐτὰς τὰς ἑτοιμασίας ὁ ᾽Ολοφέρνης, ἐθύμωσε πολὺ, διέταξε δὲ τὸν στρατόν του νὰ πολιορκήσῃ τὴν Βετυλούαν. Ἀλλ’ εἰς μάτην, διότι οἱ κάτοικοι ἀντέταξαν πείσμονα ἀντίστασιν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὴν κυριεύσῃ κατέφυγεν εἰς ἄλλα ἐξαναγκαστικὰ μέσα. Κατέλαβε καὶ κατέστρεψε τὴν πηγὴν καὶ τὸ ὑδραγωγεῖον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ πόλις ἔπαιρνε νερό.
Οἱ κάτοικοι τῆς Βετυλούα τώρα ἤρχισαν νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν ὕδατος. Πολλοὶ τότε -ἰδίως παιδιὰ καὶ γέροντες καὶ ἀσθενεῖς- ἀπέθανον ἀπὸ τὴν δίψαν. Διὰ τοῦτο ἀπεφάσισαν νὰ παραδοθοῦν.
- Καλλίτερα, εἶπαν, νὰ γίνωμεν δοῦλοι τῶν Ἀσσυρίων, παρὰ νὰ ἀποθάνωμεν ἀπὸ τὴν δίψαν.Τότε ἐστάθη εἰς τὸ μέσον μία γυναίκα, ἡ Ἰουδίθ, χήρα σύζυγος τοῦ Μανασσῆ, πολὺ ὡραία ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐσεβής, καὶ εἶπεν:
- Ἀκούσατε, ἄρχοντες τῆς Βετυλούα, δὲν εἶναι ἡ ἀπόφασίς σας αὐτὴ καλή. Μὴ λησμονεῖτε τὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἄλλοτε διὰ νὰ σώσῃ τοὺς πατέρας μας εἰς παρομοίας περιστάσεις. Αὐτὸς θὰ μᾶς βοηθήσῃ καὶ τώρα καὶ θὰ μᾶς σώσῃ. ῎Εχετε πίστιν, ἔχετε θάρρος.
Ὅλοι ἐστάθησαν βωβοὶ καὶ μὲ θαυμασμὸν ἤκουσαν τὰ σοφὰ λόγια τῆς ᾽Ιουδίθ. ῎Επειτα αὐτὴ συνέχισεν :
Ὑπερασπισθῆτε τὴν πόλιν. Αὐτὴν τὴν νύκτα ἐγὼ θὰ κατέβω εἰς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον. Θὰ πάω νὰ συναντήσω τὸν Ὀλοφέρνην. Μὴ μοῦ ζητεῖτε ἐξηγήσεις τὶ σκέπτομαι νὰ κάμω. Κατόπιν θὰ μάθετε.
3. Ὅλοι ἐπείσθησαν καὶ ἡ ᾽Ιουδίθ, συνοδευομένη ἀπὸ μίαν πιστήν της δούλην, ἐβγῆκε τὴν νύκτα ἀπὸ τὰ τείχη καὶ ἤρχισε νὰ πορεύεται πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνη. Πρὶν ξεκινήσῃ ἔκαμε τὴν προσευχήν της εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε:
- Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου εἰσάκουσέ με καὶ βοήθησέ με νὰ σώσω τὴν πατρίδα, διὰ νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι σὺ εἶσαι Θεὸς παντοδύναμος, δίκαιος καὶ ἀληθινός.
῎Εφθασεν εἰς τὰς προφυλακὰς τῶν Ἀσσυρίων. Οἱ στρατιῶται τὴν συνέλαβον καὶ τὴν ὡδήγησαν εἰς τὸν ᾽Ολοφέρνην.
- Θέλω, τοὺς εἶπε, νὰ προδώσω μερικὰ μυστικὰ εἰς τὸν στρατηγόν, διὰ νὰ παύσῃ ὁ πόλεμος.
Ὁ Ὀλοφέρνης, ὅταν ἀντίκρυσε τὴν ὡραίαν ᾽Ιουδίθ, ἐθαύμασε τὸ κάλλος της καὶ τὸ παράστημά της. Αὐτὴ δὲ τοῦ εἶπε:
- Κράτησέ με ὡς δούλη σου, ἀλλὰ ἄκουσέ με. Μόνον μὲ προδοσίαν θὰ κυριεύσῃς τὴν Βετυλούαν. Μισῶ τοὺς ᾽Ιουδαίους καὶ εἶμαι πρόθυμη νὰ σοῦ προδώσω τὰ μυστικά τους.
Ὁ Ὀλοφέρνης ἔδωσε πίστιν εἰς τὰ λόγια τῆς ᾽Ιουδὶθ καὶ τῆς ἔδωσεν ἐλευθερίαν νὰ μεταβαίνῃ ὅπου θέλει νύκτα καὶ ἡμέραν. Αὐτὴ δὲ κατώρθωσε μίαν νύκτα νὰ δολοφονήσῃ αὐτὸν εἰς τὴν σκηνήν του, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο, καὶ ἀνενόχλητος νὰ διασχίσῃ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον καὶ νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν Βετυλούαν.
Τοιουτοτρόπως ἡ ᾽Ιουδὶθ ἔσωσε τὴν πατρίδα της ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῶν Ἀσσυρίων, διότι οἱ Ἀσσύριοι, ὅταν ἔμαθαν τὸν θάνατον τοῦ Ὀλοφέρνη, ἔλυσαν τὴν πολιορκίαν καὶ ἔφυγον.
46. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ (Γ΄ Βασιλ. Δ΄ Βασιλ. Παραλειπομ. Α΄καὶ Β΄)
Τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιούδα περιελᾴμβανε τὸ νότιον μέρος τῆς Παλαιστίνης, τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο ᾽Ιουδαία καὶ εἶχε πρωτεύουσαν τὴν ῾Ιερουσαλήμ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ Δαβίδ.
᾽Εκινδύνευσε καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους, ἀλλὰ ἡ γενναία πρᾶξις τῆς ᾽Ιουδὶθ ἔσωσε τὴν κατάστασιν.
Οἱ κάτοικοι τοῦ βασιλείου αὐτοῦ εἶχον μείνει πιστοὶ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ περισσότερα χρόνια ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ βασιλείου τοῦ
᾽Ισραήλ, διὰ τοῦτο καὶ τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιούδα διετηρήθη 134 περίπου ἔτη μετὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ισραήλ. Οἱ κάτοικοι τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ιούδα ὠνομάζοντο ᾽Ιουδαῖοι.
Εὐσεβὴς βασιλεὺς τῶν ᾽Ιουδαίων ἦτο ὁ ᾽Εζεκίας (726-697). Αὐτὸς διέταξε νὰ κατεδαφισθοῦν ὅλοι οἱ βωμοὶ τῶν εἰδώλων καὶ τῶν ψευδῶν θεῶν, τοὺς ὁποίους εἶχον ἐγκαθιδρύσει εἰς τὸ βασίλειόν του διάφοροι ἀσεβεῖς προκάτοχοί του βασιλεῖς. Τοιουτοτρόπως ἐξεκαθάρισε τὸ κράτος του ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρείαν. ᾽Επὶ τῆς βασιλείας του τὸ κράτος ἐμεγάλωσε καὶ διέφυγε τὸν κίνδυνον τῶν Ἀσσυρίων.
Ἀλλ’ ὁ ᾽Εζεκίας εἶναι μία ἀπὸ τὰς ὀλίγας ἐξαιρέσεις τῶν εὐσεβῶν καὶ ἠθικῶν βασιλέων τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ιούδα. Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν, οἵτινες ἐβασίλευσαν ἀπὸ τὸ 954 π.Χ. μέχρι τοῦ 586 π.Χ. ἦσαν ἀσεβεῖς καὶ ἀνίκανοι βασιλεῖς καὶ εἶχον παρασύρει καὶ τὸν λαὸν εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρείαν. Εἰς μάτην οἱ διάφοροι προφῆται, οἱ ὁποῖοι ἀνεφάνησαν κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν, καὶ μάλιστα οἱ προφῆται Ἠσαΐας καὶ Ἱερεμίας, ἤλεγχον, διεμαρτύροντο καὶ προέτρεπον τοὺς ᾽Ιουδαίους νὰ μετανοήσουν.
᾽Εκεῖνοι ἐγίνοντο χειρότεροι, καὶ ὅταν ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορὰ ἐκορυφώθησαν, τότε ἐπῆλθε σκληρὰ ἡ τιμωρία.
2. Οἱ Βαβυλώνιοι ἢ Χαλδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν λαὸς ἰσχυρός, κατοικοῦσαν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν. Πρωτεύουσά των ἦτο ἡ Βαβυλὼν ἐπὶ τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ. Αὐτοί, ὅτε βασιλεύς των ἦτο ὁ Ναβουχοδονόσωρ, ἐκήρυξαν πόλεμον ἐξοντωτικὸν ἐναντίον τοῦ κράτους τοῦ ᾽Ιούδα καὶ ὑπεχρέωσαν τοὺς ᾽Ιουδαίους νὰ πληρώνουν φόρους εἰς αὐτούς, τὸ ἔτος 606 π.Χ. Ὅταν ὅμως οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀντελήφθησαν, ὅτι ὁ Ναβουχοδονόσωρ ἤθελε νὰ καταλύσῃ ἐντελῶς τὸ βασίλειόν των, ἀπεφάσισαν νὰ τοῦ κηρύξουν τὸν πόλεμον.
Τότε ὁ Ναβουχοδονόσωρ μὲ ἰσχυρὸν στρατὸν εἰσῆλθεν εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ ἐβάδισεν ἐναντίον τῶν ἐπαναστατῶν. Οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἐκλείσθησαν εἰς τὰ τείχη τῆς ῾Ιερουσαλήμ. Ἀπὸ ἐκεὶ ἀντέταξαν γενναίαν ἀντίστασιν ἐπὶ τρεῖς μῆνας. Ἀλλ’ αἱ τροφαὶ ἐσώθησαν καὶ φοβεραὶ ἀσθένειαι ἐνεφανίσθησαν. Διὰ τοῦτο οἱ πολιορκούμενοι ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν ἔξοδον τὴν νύκτα. Οἱ Βαβυλώνιοι ὅμως τοὺς ἐννόησαν, τοὺς κατεδίωξαν καὶ ἔγιναν κύριοι τῆςπόλεως τὸ ἔτος 586 π.Χ.
᾽Επηκολούθησε μεγάλη σφαγή. Ἡ πόλις κατεστράφη τελείως καὶ ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος ἐλεηλατήθη ἀπὸ τὰ πολύτιμα σκεύη του καὶ παρεδόθη εἰς τὸ πῦρ. Τὰ τείχη δὲ τῆς πόλεως κατεκρημνίσθησαν καὶ ὅσοι ᾽Ιουδαῖοι ἐπέζησαν ὡδηγήθησαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Ἄλλοι ἔφυγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Μόνον ὁ προφήτης ῾Ιερεμίας μὲ ὀλίγους ᾽Ιουδαίους ἔμεινεν εἰς τὴν
᾽Ιουδαίαν, διὰ νὰ θρηνήσῃ μὲ τοὺς περιφήμους θρήνους του ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τῆς ῾Ιερουσαλὴμ τὴν μεγάλην συμφορὰν τοῦ ἔθνους του. Τότε ἀπωλέσθη καὶ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης μὲ τὰς δέκα ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.
3. Εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν οἱ ᾽Ιουδαῖοι ὑπέφερον τὰ πάνδεινα, διότι οἱ Βαβυλώνιοι τοὺς μετεχειρίζοντο ὡς δούλους. Τότε οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἐνεθυμήθησαν τὴν πατρίδα των καὶ τὸν Θεόν των καὶ μὲ νοσταλγίαν καὶ λαχτάραν ἐσκέπτοντο τὴν ὡραίαν ζωὴν τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἐπερνοῦσαν ἐκεῖ. ᾽Ενεθυμοῦντο πάντοτε τὴν ῾Ιερουσαλήμ, τὸν ναὸν καὶ ὅλην τὴν ἀγαπημένην των πατρίδα καὶ ἔκλαιον καὶ ἐθρηνοῦσαν διὰ τὴν καταστροφήν της καὶ διὰ τὸ κατάντημά των.
Τὸν πόνον τῶν ᾽Ιουδαίων εὑρίσκομεν εἰς ἕνα ποίημα, ψαλμόν, τὸν ὁποῖον ἔψαλλον τότε οἱ ᾽Ιουδαῖοι κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς αἰχμαλωσίας των. Μέσα εἰς αὐτὸν μὲ μεγάλην των λύπην θρηνοῦν τὴν ἐξορίαν των, νοσταλγοῦν τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐκφράζουν τὴν πίστιν των εἰς τὸν Θεόν.
Ἀνάγνωσμα
Θρῆνος ᾽Ιουδαίων
(Ψαλμὸς 136 ἐν παραφράσει)
Εἰς τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν,
ὅταν σὲ ἐνεθυμήθημεν, ὦ ῾Ιερουσαλήμ! Εἰς τὰς ἰτέας, εἰς τὸ μέσον αὐτῆς, ἐκρεμάσαμεν τὰς κιθάρας μας,
διότι ἐκεῖ οἱ αἰχμαλωτίσαντες ἡμᾶς μᾶς ἐζήτησαν νὰ τοὺς ψάλωμεν
τὰς ᾠδὰς τῆς Σιών.
Ἐκεῖ οἱ κατακτηταὶ εἶπον πρὸς ἡμᾶς :
Τραγουδήσατέ μας ἀπὸ τὰ τραγούδια τῆς πατρίδος σας.
Πῶς νὰ ψάλωμεν τὴν ᾠδὴν τοῦ Κυρίου εἰς ξένην γῆν;
᾽Εὰν σὲ λησμονήσω, ῾Ιερουσαλήμ, νὰ μὲ λησμονήση ἡ δεξιά μου.
Νὰ κολληθῆ ἡ γλῶσσα μου εἰς τὸν οὐρανίσκον μου. ἐὰν σὲ λησμονήσω,
ἐὰν δὲν σὲ θεωρῶ, ὦ ῾Ιερουσαλήμ, ὡς ἀρχὴν τῆς χαρᾶς μου.
Θυμήσου, Κύριε, τοὺς κατοίκους τῆς ᾽Εδὼμ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς
τῆς ῾Ιερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον: Καταστρέφετε, καταστρέφετε
μέχρι τῶν θεμελίων, καταστρέφετε αὐτήν. Θυγάτηρ τῆς Βαβυλῶνος, ἡ ταλαίπωρος. Μακάριος, ὅστις θὰ σοῦ ἀνταποδώση
τὸ ἀνταπόδομά σου,
τὸ ὁποῖον μᾶς ἀνταπέδωσες. Μακάριος, ὅστις θὰ πιάση
καὶ θὰ συντρίψη εἰς τὴν πέτραν
τὰ βρέφη σου.
47. Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ (῾Ιερεμίας)
Ὁ Ἱερεμίας ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς καταστροφῆς τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν ᾽Ιουδαίων ὑπὸ τῶν Βαβυλωνίων.
᾽Ενῷ δὲ ὅλοι σχεδὸν τότε ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλήμ, μόνον αὐτὸς μὲ ὀλίγους ἄλλους ἔμεινεν εἰς τὴν δοξασμένην πόλιν, διὰ νὰ θρηνήσῃ τὴν καταστροφήν της.
῏Ητο υἱὸς ἱερέως καὶ ἔρχεται δεύτερος εἰς τὴν σειρὰν τῶν μεγάλων προφητῶν. ῾Ως προφήτης, μὲ μεγάλην του λύπην ἔβλεπε τὴν διαφθορὰν τῶν ᾽Ιουδαίων καὶ μὲ δάκρυα παρακαλοῦσεν αὐτοὺς νὰ μετανοήσουν, διὰ νὰ μὴ ἔλθῃ ἐναντίον των ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ἐδοκίμασε πολλὰς δυστυχίας, διότι οἱ ᾽Ιουδαῖοι τὸν κατεδίωξαν, ἐπειδὴ τοὺς ἤλεγχεν.
2. Μίαν ἡμέραν κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔβαλεν ὁ ῾Ιερεμίας δεσμὰ εἰς τὰ χέρια του καὶ εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς ῾Ιερουσαλήμ, ἐμπρὸς εἰς τὸν ναόν. ῾Ο κόσμος εἶδε τοῦτο καὶ ἐμαζεύθηκεν. Ὅλοι τὸν ἐσέβοντο, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐγνώριζε διατὶ ἔκαμεν αὐτὸ ὁ ῾Ιερεμίας. Ἀφοῦ ἐμαζεύθησαν πολλοὶ ᾽Ιουδαῖοι, τότε ὁ προφήτης ὡμίλησεν :
- Αυτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δύο κακὰ ἔκαμεν ὁ λαός μου ὁ ᾽Ισραήλ· ἄφησε τὸ θέλημά μου καὶ ἔσκαψε λάκκους, διὰ νὰ πέσῃ ὁ ἴδιος μέσα εἰς αὐτούς. Δι’ αὐτὸ ἡ ῾Ιερουσαλὴμ θὰ γίνῃ ἔρημος, τὰ ὄρη θὰ τρέμουν, οἱ λόφοι θὰ σείωνται, οἱ ἄνθρωποι θὰ λείψουν καὶ τὰ πτηνὰ θὰ φύγουν. Θὰ ἔλθουν οἱ Βαβυλώνιοι καὶ θὰ δέσουν σᾶς, ποὺ μὲ ἀκούετε, μὲ τέτοια δεσμά.
Ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας καὶ οἱ ἄρχοντες, ὅταν ἤκουσαν αὐτὰ τὰ φοβερὰ λόγια, ἀντὶ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεὸν συγχώρησιν, ὠργίσθησαν ἐναντίον τοῦ προφήτου καὶ τὸν κατέβασαν μὲ σχοινιὰ εἰς ἕνα λάκκον μὲ βοῦρκον καὶ δὲν τοῦ ἔδιδαν τροφήν. Κατόπιν τὸν ἔβγαλαν καὶ τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακήν, ἀπὸ ὅπου οὗτος δὲν ἔπαυσε νὰ κηρύττῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
3. Ὀνομαστοὶ εἶναι οἱ Θρῆνοι τοῦ ῾Ιερεμίου διὰ τὴν καταστροφὴν τῆς ῾Ιερουσαλήμ. ᾽Επάνω εἰς τὰ ἐρείπια τῆς ἐνδόξου πόλεως πλανᾶται ἡ σκιὰ τοῦ προφήτου τούτου. ῾Ο ῾Ιερεμίας καὶ ὁ μαθητής του Βαροὺχ χύνουν πικρὰ δάκρυα καὶ προφέρουν συγκλονιστικὰ μυρολόγια. Δὲν παύουν ὅμως νὰ παρηγοροῦν τοὺς ἐναπομείναντας ᾽Ιουδαίους.
Ὁ Ἱερεμίας ἐπροφήτευσεν ὅτι ὁ Θεὸς καὶ πάλιν θὰ βοηθήσῃ τοὺς
᾽Ιουδαίους εἰς τὴν δυστυχίαν των αὐτήν, διότι εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. ῾Η αἰχμαλωσία, εἶπε, θὰ διαρκέσῃ ἑβδομῆντα χρόνια, διότι ὁ Θεὸς παραγγέλλει τὰ ἑξῆς εἰς τοὺς ᾽Ιουδαίους :
- Καὶ σὺ ᾽Ισραήλ, δοῦλε μου, μὴ φοβεῖσαι. ᾽Εγὼ θὰ ἐλευθερώσω τοὺς ἀπογόνους σου, διότι θὰ καταστρέψω τὸ ἔθνος, τὸ ὁποῖον σὲ συνέτριψεν.
Ὁ Ἱερεμίας ἐπροφήτευσε καὶ περὶ τοῦ Μεσσίου. Εἶπεν εἰς τοὺς
᾽Ιουδαίους ὅτι ὁ Θεὸς ἀπεδοκίμασε τὸν λαὸν τοῦτον καὶ ὅτι θὰ ἐκλέξῃ νέον λαὸν διὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς θὰ φέρῃ εἰς τὸν κόσμον νέαν διαθήκην καὶ θὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους νέον θρησκευτικὸν πνεῦμα. Αὐτὸς θὰ καταστρέψῃ τὰ εἴδωλα καὶ θὰ διδάξῃ νέαν θρησκείαν, δηλαδὴ τὴν χριστιανικήν.
Ἀνάγνωσμα
Περικοπαὶ ἀπὸ τοὺς Θρήνους τοῦ ᾽Ιερεμίου
(ἐν παραφράσει)
Πῶς ἐκάθισε μόνη ἡ πόλις. ἡ γεμάτη ἀπὸ λαούς;
Ὅλην τὴν νύκτα κλαίει
ναὶ τὰ δάκρυά της τρέχουν ἄφθονα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος
νὰ τὴν παρηγορήσῃ.
Ὅλοι οἱ φίλοι της τὴν ἐγκατέλειψαν, ἔγιναν ἐχθροί.
Οἱ δρόμοι τῆς Σιὼν πενθοῦν,
διότι κανεὶς δὲν ἔρχεται εἰς τὰς ἑορτάς.
῞Ολαι αἱ πύλαι της εἶναι ἔρημοι, οἱ ἱερεῖς της ἀναστενάζουν.
Αἱ παρθένοι της εἶναι περίλυποι.
αὐτὴ δὲ εἶναι γεμάτη πικρίαν.
Ὁ Κύριος ἔγινεν ἐχθρός. Κατεπόντισε τὸν ᾽Ισραήλ. Κατέστρεψε τὰ παλάτια αὐτοῦ.
᾽Ηφάνισε τὰ ὀχυρώματά του.
᾽Επλήθυνεν εἰς τὴν χώραν τοῦ ᾽Ιούδα τὸ πένθος καὶ τὴν θλῖψιν.
᾽Επεκαλέσθηκα τὸ ὄνομά σου Κύριε, ἐκ λάκκου κατωτάτου.
Ἤκουσες τὴν φωνήν μου Μὴ κλείσης τὰ αὐτιά σου εἰς τὸν στεναγμόν μου
καὶ εἰς τὴν κραυγήν μου.
Μὲ ἐπλησίασες, ὅταν σὲ ἐκάλεσα. Μοῦ εἶπες : Μὴ φοβεῖσαι.
᾽Ετελείωσεν ἡ ποινὴ της ανομίας σου. θύγατερ Σιών.
Δὲν θὰ σὲ φέρη πλέον ὁ Κύριος εἰς αἰχμαλωσίαν.
48. ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙ ΜΕΣΣΙΟΥ ΙΔΕΑ
Κατὰ τοὺς χρόνους τῶν δύο βασιλείων, τῶν πολέμων καὶ τῆς αἰχμαλωσίας αὐτῶν εἶχον πληθυνθῆ, μεταξὺ τῶν ῾Εβραίων οἱ προφῆται.
Οὗτοι ἦσαν ἄνδρες πλήρεις θρησκευτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ καὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ.᾽Εξελέγοντο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεπνέοντο ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ νὰ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν ἀρετήν, νὰ ἐπαναφέρουν τοὺς παρεκτρεπομένους εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, νὰ προλέγουν εἰς αὐτοὺς τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν καὶ νὰ ἀποκαλύπτουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῾Ωμιλοῦσαν πρὸς τὸν λαὸν ἐξ
ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.Οἱ πρῶτοι προφῆται ἀναφέρονται εἰς τοὺς χρόνους τοῦ κριτοῦ Σαμουήλ. Ἀπὸ τότε κατὰ καιροὺς παρουσιάσθησαν πολλοὶ προφῆται μεταξὺ τῶν ῾Εβραίων, ἰδίως, ὁσάκις μεγάλοι κίνδυνοι περιεκύκλωναν αὐτοὺς ἢ οἱ βασιλεῖς καὶ ὁ λαὸς ἔπιπτον εἰς μέγα πρὸς τὸν Θεὸν ἁμάρτημα.
2. Προφῆται ἦσαν καὶ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρών, ὁ ᾽Ιησοῦςτοῦ Ναυῆ καὶ ὁ Δαβίδ. Προφῆται ὅμως μὲ εἰδικὴν ἐντολὴν ἦσαν ὁ Νάθαν, ὁ
᾽Ηλίας, ὁ ᾽Ελισσαῖος, ὁ Ἀχιά, ὁ ῾Ησαΐας, ὁ ῾Ιερεμίας κλπ.Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλοι ἔγραψαν καὶ ἄλλοι δὲν ἔγραψαν βιβλία.Αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἄφησαν προφητικὰ βιβλία λέγονται, κυρίως προφῆται. Οἱ συγγραφεῖς προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι δέκα ἕξ καὶ διακρίνονται ἀπὸ τὰ μεγάλα ἢ μικρὰ συγγράμματά των εἰς τέσσαρας μεγάλους καὶ δώδεκα μικρούς. Οἱ τέσσαρες μεγάλοι εἶναι ὁ ῾Ησαΐας, ὁ ῾Ιερεμίας, ὁ ᾽Ιεζεκιὴλ καὶ ὁ Δανιήλ. Οἱ δώδεκα μικροὶ εἶναι οἱ ἑξῆς:
᾽Ωσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, ᾽Ιωήλ, ᾽Οβδιού, ᾽Ιωνᾶς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας.
᾽Εκεῖνο τὸ ὁποῖον μᾶς προξενεῖ ἐντύπωσιν διά τοὺς προφήτας, εἶναι ὅτι, ἂν καὶ ἔζησαν ἀρκετοὺς αἰῶνας πρὸ Χριστοῦ, ἐκήρυξαν πρὸς τοὺς συμπατριώτας των ᾽Ισραηλίτας καὶ ἐπροφήτευσαν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ εἰς αὐτοὺς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ θὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὄχι μόνον αὐτούς, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸν Σωτῆρα αὐτὸν ὁ Θεὸς ἔχει χρίσει, δηλ. ἔχει διορίσει ἀρχιερέα, βασιλέα καὶ προφήτην. Διὰ τοῦτο λέγεται Χριστὸς καὶ ῾Εβραιστὶ Μεσσίας. Περὶ τούτου μάλιστα εἶχον διδάξει προηγουμένως καὶ οἱ πατριάρχαι Ἀβραάμ, ᾽Ισαάκ, ᾽Ιακώβ, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαβίδ.
3. Ἡ ἰδέα περὶ τοῦ Μεσσίου εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην εὑρίσκεται εἰς πλεῖστα μέρη αὐτῆς. Ὅπως ἔχομεν ἴδει εἰς προηγούμενα μαθήματα, ἡ περὶ Μεσσίου ἰδέα εὑρίσκεται κατ’ ἀρχὰς ὡς ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους καὶ κατόπιν πρὸς τοὺς Πατριάρχας. ῎Επειτα εὑρίσκεται εἰς τὸν βίον τοῦ Μωυσέως καὶ τῶν ἄλλων ἀρχηγῶν τοῦ ᾽Ισραηλιτικοῦ λαοῦ. Εὑρίσκεται εἰς τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Τέλος ὁ μεσσιανισμὸς εὑρίσκεται εἰς πλεῖστα μέρη τῶν προφητειῶν τῶν προφητῶν. Ὅλη σχεδὸν ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργον καὶ τὰ πάθη καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ προφητεύονται ἢ προεικονίζονται εἰς τὰ βιβλία τῶν προφητῶν ἢ καὶ εἰς τὰ λοιπὰ βιβλία
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.Κατόπιν ὅμως οἱ ῾Εβραῖοι, ἕνεκα τῆς ὑποταγῆς των εἰς ξένους λαούς, εἶχον διαστρέψει τὴν ἀληθινὴν ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τούτων. ᾽Επερίμενον νὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας ὡς ἐπίγειος βασιλεύς, διὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ καὶ διὰ νὰ ἱδρύσῃ παγκόσμιον βασιλείαν, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ ὑποτάξῃ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταστήσῃ τοὺς ᾽Ισραηλίτας ἄρχοντας καὶ κυβερνήτας αὐτῶν.
Διὰ τοῦτο, ὅταν ὁ Μεσσίας ἦλθε ταπεινὸς καὶ εἰρηνικός, ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἀντιθέτως τὸν ἐσταύρωσαν.
49. Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ (Ἡσαΐας)
Ἤκμασε περὶ τὸ ἔτος 750 π.Χ. Ἡ σύζυγός του ἦτο καὶ αὐτὴ προφῆτις. ῎Εζησεν εἰς τὴν ῾Ιερουσαλήμ, εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιούδα, ὅπου ἐπὶ πεντήκοντα ἔτη ἐδίδασκε καὶ καθωδηγοῦσε τὸν ἰουδαϊκὸν λαόν, τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς βασιλεῖς. Ὁ Ἡσαίας ἀπέθανε θάνατον μαρτυρικὸν ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους του, περὶ τὸ ἔτος 700 π.Χ. Οἱ ῾Εβραῖοι τὸν κατεδίκασαν εἰς θάνατον διὰ πριονισμοῦ, διότι ἤλεγχε τὴν ἀσέβειαν τοῦ βασιλέως των Μανασσῆ.
Αἱ προφητεῖαι του εἶναι γραμμέναι εἰς ἴδιον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ ὁποῖον λέγεται Ἡσαΐας. Ὀνομάζει δὲ τὰς προφητείας του ὁράσεις, διότι παρουσιάζονται εἰς αὐτὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὰ μέλλοντα ὡς εἰκόνες, ὡς πράγματα συμβαίνοντα ἐμπρὸς εἰς τὸν προφήτην.
2. Ἀπὸ ὅλουςτοὺς προφήτας ὁ ῾Ησαΐας ἐπροφήτευσε μὲ μεγάλην λεπτομέρειαν τὴν ζωὴν καὶ τὰ πάθη τοῦ Μεσσίου, διὰ τοῦτο ὀνομάζεται προφήτης εὐαγγελικὸς καὶ πέμπτος εὐαγγελιστής.
᾽Επροφήτευσεν ὅτι ὁ ᾽Ιησοῦς θὰ γεννηθη ἐκ παρθένου. Προεῖπεν ὅτι οὗτος θὰ εἶναι ταπεινὸς καὶ ἄσημος. Θὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. Αὐτὸς θὰ βασιλεύσῃ εἰς τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ ὀνομασθῇ ᾽Εμμανουήλ, λέξις ἑβραϊκή, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς (ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας).
Ὁ Χριστός, λέγει, θὰ ἔλθῃ νὰ κηρύξῃ τὴν χαρὰν καὶ τὴν εἰρήνην. Θὰ καταφρονηθῇ ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ θυσιασθῇ ὡς ἄκακον ἀρνίον. Θὰ ἀτιμασθῇ, θὰ ραπισθῇ, θὰ μαστιγωθῇ. Αὐτὰ δὲ θὰ τὰ πάθῃ διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Θὰ ἀναστηθῇ τέλος ἐκ νεκρῶν καὶ θὰ δοξασθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡ δὲ βασιλεία του, δηλαδὴ ἡ ᾽Εκκλησία, θὰ ἐξαπλωθῇ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
3. Εἰς τὸ 6ον κεφάλαιον τοῦ βιβλίου του ὁ προφήτης Ἡσαΐας διηγεῖται μὲ μεγαλοπρέπειαν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν εἶδε τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ χάρισμα τοῦ προφήτου.
᾽Επειδὴ τὰ λόγια ταῦτα εἶναι ὑψηλὰ καὶ ὡραῖα καὶ περιγράφουν τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, ὥρισαν οἱ ῾Εβραῖοι τὸ μέρος τοῦτο τοῦ βιβλίου τοῦ ῾Ησαΐου νὰ ἀναγινώσκεται εἰς τὴν Συναγωγήν των ὡς πέμπτη ᾠδή. Τοῦτο ἔκαμε καὶ ἡ Χριστιανικὴ ᾽Εκκλησία, διότι ἡ ᾠδὴ αὐτὴ περιέχει καὶ προφητείαν περὶ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνάγνωσμα 1ον
(Ἡσαΐου κεφ. 6ον ἐν παραφράσει)
Κατὰ τὸ ἔτος, τὸ ὁποῖον ἀπέθανεν ὁ ᾽Οζίας ὁ βασιλεύς, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ δοξασμένου, καὶ ἦτο πλήρης ὁ ναὸς ἀπὸ τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἄγγελοι ἐστέκοντο γύρω ἀπὸ αὐτὸν μὲ ἓξ πτέρυγας ἕκαστος, καὶ μὲ τὰς δύο μὲν πτέρυγας ἐσκέπαζον τὸ πρόσωπον, μὲ τὰς ἄλλας δύο τοὺς πόδας καὶ μὲ τὰς δύο ὑπολοίπους ἐπετοῦσαν καὶ ἔλεγεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ἔψαλλον τὸν ὕμνον ὅλοι μαζί:
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου.
Καὶ ἐσείσθη τὸ ὑπέρθυρον ἀπὸ τὰς φωνὰς καὶ ὁ ναὸς ἐγέμισε καπνόν:
Τότε εἶπα : «῎Ω! ταλαίπωρος ἐγώ! Διότι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων καὶ κατοικῶν ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος, μὲ τὰ μάτια μου εἶδα τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων».
Καὶ ἀπεστάλη πρὸς ἐμὲ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ἐκράτει εἰς τὸ χέρι του φωτιά, τὴν ὁποίαν ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, καὶ ἤγγισε τὸ στόμα μου καὶ μοῦ εἶπεν:
«᾽Ιδοὺ ἤγγισεν ἡ φωτιὰ τὰ χείλη σου καὶ θὰ καθαρίση τὰς ἁμαρτίας σου καὶ τὰς ἀνομίας σου».
Καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου λέγοντος: «Ποῖον νὰ ἀποστείλω καὶ ποῖος θὰ πορευθῆ πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον;». Καὶ εἶπα: «᾽Ιδοὺ ἐγώ. Ἀπόστειλε ἐμέ». Καὶ εἶπε: «Πήγαινε νὰ εἴπῃς εἰς τὸν λαὸν τοῦτον: Θὰ ἀκούσετε μὲ τὰ αὐτιά σας
καὶ δὲν θὰ ἐννοήσετε καὶ βλέποντες θὰ ἴδετε καὶ δὲν θὰ ἀντιληφθῆτε, διότιἔγινε σκληρὰ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ μὲ τὰ αὐτιά των βαρέως ἤκουσαν, καὶ τὰ μάτια των ἔκλεισαν, διὰ νὰ μὴ ἴδουν μὲ τὰ μάτια των καὶ νὰ μὴ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιά των καὶ μὲ τὴν καρδίαν των νὰ μὴ ἐννοήσουν καὶ μετανοήσουν καὶ θεραπεύσω αὐτούς».
Καὶ εἶπα τότε: «῞Εως πότε Κύριε;». Καὶ εἶπεν: «῞Εως ὅτου ἐρημωθοῦν αἱ πόλεις των, ὥστε νὰ μὴ κατοικῶνται καὶ τὰ σπίτια των, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν ἄνθρωποι. Καὶ ἡ γῆ θὰ μείνη ἔρημος. Καὶ μετὰ ταῦτα θὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ πληθυνθοῦν οἱ ἐναπομείναντες εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀκόμη εἰς αὐτὴν θὰ μείνη τὸ ἕν δέκατον καὶ πάλιν θὰ καταφαγωθῆ, ὅπως τὸ πεῦκο καὶ ὅπως ἡ δρῦς, ὅταν καίεται ὁ κορμός της».
Ἀνάγνωσμα 2ον
(Ἡσαΐου κεφ. 11ον, 50ὸν καὶ 61ον ἐν παραφράσει)
1. ῾Η καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ.
Θὰ ἐξέλθη ράβδος ἐκ τῆς ρίζης ᾽Ιεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης αὐτῆς θὰ ἀναβῆ.
᾽Επ’ αὐτὸν θὰ ὑπάρχη τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως,
Πνεῦμα βουλῆς καὶ δυνάμεως, Πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας Πνεῦμα φόβου Θεοῦ.
2. Ἡ ταπείνωσις καὶ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ1.
α΄) Ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε γλῶσσαν πεπαιδευμένου, διὰ νὰ γνωρίζω πῶς θὰ ὁμιλῶ.
Η παιδεία τοῦ Κυρίου μοῦ ἀνοίγει τὰ ὦτα.
Εἰς τὸ πρῶτο μέρος ὁμιλεῖ ὁ Χριστὸς, εἰς τὸ β΄ ὁ Θεὸς Πατὴρ καὶ εἰς τὸ γ΄ ὁ Προφήτης.
᾽Εγὼ δὲν ἀπειθῶ, οὔτε ἀντιλέγω. Τὸν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας καὶ τὰς σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα. τὸ δὲ πρόσωπόν μου δὲν τὸ ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν τῶν ἐμπτυσμάτων. διότι ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου.
β΄) Τάδε λέγει Κύριος :
- ᾽Ιδοὺ ὁ Υἱός μου θὰ μεγαλώση καὶ θὰ ὑψωθῆ καὶ θὰ δοξασθῆ.
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως θὰ τὸν περιφρονήσουν καὶ θὰ τὸν ἀτιμάσουν.
γ΄) Καὶ εἴδομεν αὐτὸν
καὶ δὲν εἶχε κάλλος, οὔτε ὡραιότητα. Κατεφρονήθη καὶ εἰς οὐδὲν ἐλογίσθη. Αὐτὸς ὅμως τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ χάριν ἡμῶν πάσχει.
᾽Ετραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἐταλαιπωρήθη διὰ τὰς ἀνομίας μας. Τὰ τραύματά του ὅμως αὐτὰ μᾶς ἔσωσαν.
῾Ως πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ὡδηγήθη καὶ ὅπως ὁ ἀμνὸς ἀπέναντι αὐτοῦ. ποὺ τὸν κουρεύει.
ἔτσι μένει ἄφωνος.
Ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μου ὡδηγήθη εἰς τὸν θάνατον,
διότι αὐτὸς ἁμαρτίαν δὲν ἔκαμεν, οὔτε εὑρέθη δόλος εἰς τὸ στόμα του.
Ἀλλὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν πολλῶν ἐβάστασε καὶ διὰ τὰς ἀνομίας αὐτῶν παρεδόθη
καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη.
3. ῾Η ἐμφάνισις τοῦ Κυρίου.
Φωτίζου, φωτίζου, ῾Ιερουσαλήμ, διότι ἦλθε τὸ φῶς, ἀνέτειλεν ἡ δόξα τοῦ Κυρίου.
Σκότος θὰ καλύψη τὴν γῆν καὶ συννεφιὰ τὰ ἔθνη, εἰς σὲ δὲ θὰ φανῆ ὁ Κύριος.
῾Η δόξα του εἰς σὲ θὰ φανερωθῆ. Σήκωσε γύρω τὰ μάτια σου, Σιών, καὶ ἴδε συνηγμένα τὰ τέκνα σου.
῎Εφθασαν ὅλα τὰ παιδιά σου καὶ αἱ θυγατέρες σου.
Δὲν θὰ ἔχῃς πλέον ἀνάγκην ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
οὔτε ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, διότι θὰ ἔχης τὸν Κύριον
φῶς αἰώνιον.
καὶ τὸν Θεὸν δόξαν σου.
50. ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ ΠΡΟΦΗΤΑΙ
1. Ὁ ᾽Ιωνᾶς εἶναι ὁ ἀρχαιότερος ὅλων τῶν μικρῶν καὶ μεγάλων προφητῶν. ῎Εζησεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραὴλ περὶ τὸ ἔτος 950 π.Χ. ᾽Εχρημάτισε κήρυξ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ζωήν του ἐπροφήτευσε τὴν τριήμερον ταφὴν καὶ ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του τὴν παγκοσμιότητα τῆς ᾽Εκκλησίας. Ἀπὸ τὸν Θεὸν ἔλαβε τὴν ἐντολὴν νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Νινευὴ τῆς Ἀσσυρίας καὶ νὰ κηρύξῃ καὶ νὰ εἴπῃ:
- Τρεῖς ἡμέραι ἀκόμη καὶ ἡ πόλις θὰ καταστραφῇ.
Ὁ ᾽Ιωνᾶς ὅμως δὲν ὑπήκουσεν εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς πλοῖον, διὰ νὰ φύγῃ μακρὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦτο διὰ νὰ μὴ διαψευσθοῦν οἱ λόγοι του, ἐπειδὴ ἐπίστευεν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ συγχωρεῖ τοὺς μετανοοῦντας εἰλικρινῶς.
Τὸ πλοῖον ὅμως, κατὰ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ, κατελήφθη εἰς τὸ ταξίδι του ὑπὸ σφοδρᾶς τρικυμίας, οἱ δὲ ναῦται ἔρριψαν τὸν Ἰωνᾶν εἰς τὴν θάλασσαν, διότι ἐννόησαν ὅτι αὐτὸς ἦτο ἡ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ.
Τότε ἡ θάλασσα ἐγαλήνευσε. Τὸν δὲ Ἰωνᾶν κατέπιεν ἕνα μέγα θαλάσσιον θηρίον (κῆτος), εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ ὁποίου ἔμεινε ζωντανὸς ὁ ᾽Ιωνᾶς τρία ἡμερονύκτια.
Μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους ἔκαμε τὴν προσευχήν του ὁ
᾽Ιωνᾶς καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τὸν συγχωρήσῃ. Ἡ προσευχή του αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἕκτην ᾠδὴν τῆς ῾Υμνολογίας.
Τότε τὸ κῆτος ἐξήμεσε, δηλ. ἐξέρασε, τὸν ᾽Ιωνᾶν εἰς τὴν παραλίαν, μετέβη δὲ αὐτὸς ἀμέσως εἰς τὴν Νινευή, ὅπου ἐκήρυξε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Οἱ Νινευῖται, ὅταν ἤκουσαν τὸ κήρυγμα τοῦτο, μετενόησαν καὶ δὲν κατεστράφησαν.
Τὸ μέρος τοῦτο τῆς ζωῆς τοῦ ᾽Ιωνᾶ μᾶς δίδει ζωηρὰν ἀπεικόνισιν τῆς τριημέρου ταφῆς καὶ ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἐπεβεβαίωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁμιλῶν πρὸς τοὺς ᾽Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐζήτουν θαῦμα διὰ νὰ πιστεύσουν, καὶ εἶπεν:
- Ὅπως ὁ ᾽Ιωνᾶς ἔμεινεν εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας «οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ΙΒ΄, 40).
2. ῾Ο προφήτης ᾽Ωσηὲ ἔζησεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ περὶ τὸν
8ον π.Χ. αἰῶν. Μὲ λύπην του ἔβλεπε τὴν ἀσέβειαν τῶν ᾽Ισραηλιτῶν καὶ ἠθέλησε νὰ τοὺς ἐπαναφέρῃ εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. ῾Ωραία καὶ θαυμαστὴ εἶναι ἡ διδασκαλία του πρὸς αὐτούς.
- Παιδιὰ τοῦ ᾽Ισραήλ, ἔλεγε, ἀκούσατέ με, ἀκούσατε τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ. Τὶ νὰ σᾶς κάμω, ποὺ ἡ καλωσύνη σας εἶναι σὰν τὴν πρωϊνὴ δροσιά, ποὺ γρήγορα διαλύεται! Θέλω νὰ εἶσθε διαρκῶς καλοί. Θέλω περισσότερον ἀπὸ τὰς θυσίας νὰ ἐκτελῆτε τὰς ἐντολάς μου.
᾽Επροφήτευσεν ἀκόμη καὶ διὰ τὸν μέλλοντα Σωτῆρα Χριστόν, ὅτι δηλ. θὰ κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβίδ.
3. Ὁ προφήτης Ἀμὼς εἶναι ὁ τρίτος ἐκ τῶν μικρῶν προφητῶν. Ἔζησεν ἐπίσης τὸν 8ον αἰῶνα π.Χ. Ἠσχολεῖτο εἰς τὸ νὰ βόσκῃ τὰ
πρόβατά του καὶ νὰ περιποιῆται τὰς συκομορέας του, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν διέταξε νὰ πάῃ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ισραὴλ καὶ νὰ κηρύξῃ μετάνοιαν. Ὁ προφήτης ἐπῆγεν εἰς τὴν Βαιθήλ, ὅπου οἱ ᾽Ισραηλῖται ἐλάτρευον τὸν χρυσοῦν μόσχον, ἐστάθηκεν εἰς τὰ σκαλιὰ τοῦ ἀγάλματος καὶ ἐφώναξεν:
- Ὁ Θεὸς ἐμίσησε τὰς ἑορτάς σας καὶ τὰς θυσίας σας. Θέλει νὰ εἶσθε δίκαιοι καὶ εὐσεβεῖς.
᾽Επροφήτευσε τὰς συμφοράς, ποὺ θὰ ὑφίσταντο οἱ Ἰσραηλῖται, καὶ τοὺς ἐκάλεσε νὰ μετανοήσουν. ᾽Επροφήτευσεν ἀκόμη τὴν κατάργησιν τῶν θυσιῶν καὶ τὸ σκότος, τὸ ὁποῖον ἔγινε κατὰ τὴν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ. Προεῖπεν ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτην ἡμέραν ἐκ τῶν νεκρῶν.
4. Ὁ προφήτης ᾽Οβδιοὺ ἦτο σύγχρονος τοῦ Ἀμὼς καὶ ἐπροφήτευσε τὴν ἵδρυσιν τῆς χριστιανικῆς ᾽Εκκλησίας. Προεῖπε δηλ. ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἱδρύσῃ βασιλείαν αἰώνιον, ποὺ δὲν θὰ ἔχῃ τέλος.
5. Ὁ προφήτης ᾽Ιωὴλ ἔζησεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ ᾽Ιούδα περὶ τὸ 800 π.Χ. ᾽Επροφήτευσε τὴν προσβολὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ διαφόρους ἐχθρούς, δηλαδὴ τοὺς Βαβυλωνίους, τοὺς Πέρσας, τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς Ρωμαίους, καὶ καθώρισε τὸν χρόνον τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου.
Ὁμοίως ὁ Ἰωὴλ προεῖπεν, ὅτι θὰ στείλῃ ὁ Θεὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τοὺς Ἀποστόλους, διὰ νὰ τοὺς φωτίσῃ καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔλθῃ πάλιν διὰ νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς.
6. ῾Ο προφήτης Μιχαίας ἤκμασε τὸν 8ον π.Χ. αἰῶνα καὶ ἦτο σύγχρονος τοῦ προφήτου ῾Ησαΐου. ᾽Επροφήτευσε τὴν καταστροφὴν τῶν δύο βασιλείων τῶν ῾Εβραίων. Προεῖπεν ἐπίσης τὴν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον καὶ ὅτι οὗτος θὰ γεννηθῇ εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. ᾽Εδίδαξεν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός
7. Ὁ προφήτης Ναοὺμ ἤκμασε πρὸ τῆς καταστροφῆς τοῦ βασιλείου τοῦ ᾽Ιούδα περὶ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰῶνος π.Χ. ᾽Επροφήτευσε τὴν καταστροφὴν τῆς Νινευὴ καὶ προεῖπε τὴν κήρυξιν τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χαρὰν εἰς τὸν κόσμον
8. Ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ ἤκμασε περὶ τὸ 600 π.Χ. ᾽Επροφήτευσε τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπὸ τῶν Βαβυλωνίων, ἀλλὰ καὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν Βαβυλωνίων ὑπὸ τῶν Περσῶν. Εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἐδίδαξε τὴν χριστιανικὴν ἀλήθειαν, ὅτι «ὁ δίκαιος θὰ ζῇ διὰ τῆς πίστεως».
Σπουδαία εἶναι ἡ προσευχή του, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκφράζει τὴν
πίστιν του πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν τετάρτην ᾠδὴν
τῆς Ὑμνολογίας μας, διότι περιέχει προφητείαν περὶ τοῦ Μεσσίου.
9. Ὁ προφήτης Σοφονίας εἶναι σύγχρονος τοῦ Ἀββακοὺμ καὶ τοῦ
῾Ιερεμίου. Προειδοποίησε τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ μετανοήσουν, διότι ἄλλως θὰ καταστραφοῦν. ᾽Επροφήτευσεν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ σώσῃ τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ὅτι εἰς τὸ τέλος θὰ κατισχύσῃ καὶ θὰ βασιλεύσῃ εἰς τὸν κόσμον ἡ δικαιοσύνη.
10. Ὁ προφήτης Ἀγγαῖος ἔζησε τὸν 6ον αἰῶνα π.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους, ποὺ οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἔζων ὡς αἰχμάλωτοι ὑπὸ τοὺς Βαβυλωνίους καὶ τοὺς Πέρσας. Εἰς τὰς προφητείας του προλέγει διὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, δηλ. τὴν εἰρήνην καὶ τὴν δόξαν καὶ τὴν εὐδοκίαν, τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ φέρῃ ἡ ἔλευσις τοῦ Μεσσίου εἰς τὸν κόσμον.
11. Ὁ προφήτης Ζαχαρίας ἦτο υἱὸς ἱερέως καὶ σύγχρονος τοῦ προφήτου Ἀγγαίου. Μαζὶ καὶ οἱ δύο παρώτρυναν τοὺς ᾽Ιουδαίους μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων.
Αἱ προφητεῖαι του διὰ τὴν ἔλευσιν καὶ τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι καταπληκτικαί. ᾽Επροφήτευσε τὴν θριαμβευτικὴν εἴσοδον τοῦ Σωτῆρος εἰς τὰ ῾Ιεροσόλυμα, τὴν προδοσίαν τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦ ᾽Ιούδα ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων, τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατον τοῦ Μεσσίου, τὸν ὁποῖον παριστάνει ὡς ποιμένα, τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ᾽Ισραηλιτῶν πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἐγκαθίδρυσιν καὶ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Ὁ Ζαχαρίας μᾶς παρουσιάζει ἀκόμη τὸν Σωτῆρα Χριστὸν ὡς σεμνὸν ἱερέα καὶ εἰρηνικὸν βασιλέα, ὡς ἡγεμόνα παγκόσμιον καὶ ποιμένα, ὅστις ὁδηγεῖ τὸν κόσμον εἰς τὴν μετάνοιαν. Ὁ Χριστός, λέγει, συνυπάρχει μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Καί
12. Ὁ προφήτης Μαλαχίας, ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς μικροὺς προφήτας καὶ ὁ τελευταῖος προφήτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῎Εζησε περὶ τὸ 400 π.Χ. ᾽Επροφήτευσεν ὅτι πρὸ τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐμφανισθῇ ὁ Πρόδρομος ᾽Ιωάννης ὁ Βαπτιστής, μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Ἠλία, διὰ νὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον τοῦ Σωτῆρος.
Προεῖπεν ἀκόμη τὴν ἔλευσιν τοῦ Μεσσίου καὶ ὅλα τὰ καλά, ποὺ θὰ ἀπολαύσουν ὅσοι πιστεύσουν εἰς αὐτόν.
Ἀνάγνωσμα
1. Λόγος Κυρίου, ὅστις ἔγινεν εἰς τὸν ᾽Ιωήλ, τὸν υἱὸν τοῦ Βαθουήλ.
(ἐν παραφράσει)
Ἀκούσατε τοῦτο οἱ ἄρχοντες, ἀκροασθῆτέ το ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς. Σαλπίσατε εἰς τὴν Σιών,
κηρύξατε συναγερμὸν εἰς τὸ ἅγιον ὄρος. Κηρύξατε ἱερὰν νηστείαν.
Συγκαλέσατε τὸν λαόν, καλέσατε ἱερὰν παράταξιν. Συγκαλέσατε τοὺς γέροντας. συναθροίσατε τὰ παιδιά.
Θὰ ἐκχύσω τὸ Πνεῦμα μου ἐπὶ πάντα ἄνθρωπον καὶ θὰ προφητεύσουν οἱ υἱοὶ ὑμῶν
καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν.
Οἱ πρεσβύτεροι ἐνύπνια θὰ ἐνυπνιασθοῦν καὶ οἱ νεανίαι ὑμῶν ὁράσεις θὰ ἰδοὺν. Ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς δούλους μου
θὰ ἐκχύσω τὸ Πνεῦμά μου.
Καὶ θὰ κάμω θαύματα εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω καὶ εἰς τὴν γῆν κάτω.
αἷμα καὶ πῦρ καὶ σύννεφα καπνοῦ.῾ Ο ἥλιος θὰ μεταβληθῇ εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα.
Θὰ σωθῆ δὲ ὅποιος ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ εἰς τὴν ῾Ιερουσαλὴμ
θὰ γίνῃ σωτηρία.
Αὐτὰ λέγει ὁ Θεός.
2. Προφητεῖαι Ζαχαρίου καὶ Μαλαχίου.
Χαῖρε σφόδρα θύγατερ Σιών. ἀλάλαξε, θύγατερ ῾Ιερουσαλήμ.
᾽Ιδοὺ ὁ Βασιλεὺς σου ἔρχεται πρὸς σέ. Αὐτὸς εἶναι δίκαιος καὶ σώζων καὶ πρᾶος καθήμενος ἐπὶ ὄνου καὶ ἐπὶ πώλου, υἱοῦ ὑποζυγίου. Αὐτὸς θὰ καταργήση τὸν πόλεμον, θὰ διδάξη τὴν εἰρήνην πρὸς τὰ ἔθνη. Ἀπεριόριστος θὰ εἶναι ἡ ἐξουσία Του ἀνὰ τὰ πέρατα τῆς γῆς (Ζαχαρίας). Τάδε λέγει Κύριος:
᾽Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν Μου.
Αὐτὸς θὰ ἀνοίξη τὸν δρόμον σου ἔμπροσθέν σου. Καὶ ὁ Κύριος, Τὸν ὁποῖον ζητεῖτε.
ἐξαφνα θὰ ἐλθῃ εἰς τὸν ναὸν Αὑτοῦ.
Ὁ ἄγγελος τῆς Διαθήκης ποὺ ἐπιθυμεῖτε.
᾽Ιδοὺ ἔρχεται, λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων (Μαλαχίας).
(ἐν παραφράσει)
3. Τοῦ Ἰωνᾶ.
Ἐβόησα κατὰ τὴν θλῖψιν μου πρὸς τὸν Κύριον καὶ μὲ ἤκουσεν.
Ἀπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ ᾅδου ἐφώναξα εἰς βοήθειαν καὶ ἤκουσες τὴν φωνήν μου, Κύριε.
Μὲ ἔρριψες εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης καὶ τὰ κύματα περνοῦν ἐπάνω μου
καὶ ἐγὼ εἶπα : Πῶς θὰ ἠμπορῶ νὰ ἐλπίζω πλέον ὅτι θὰ ἰδὼ πάλιν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν Σου.
Κύματα μὲ περιέζωσαν,
(Β΄, 1-11 ἐν παραφράσει)
ἄβυσσος μὲ περιεκύκλωσεν.
Φύκη θαλάσσης περιέδεσαν τὴν κεφαλήν μου. Κατέβηκα μέχρι τῶν μοχλῶν τῆς γῆς,
ἕως τὰς πύλας τὰς αἰωνίους.
Σὺ ὅμως ἀνέσυρες ἐκ τοῦ τάφου την ζωήν μου, Κύριέ μου καὶ Θεέ μου.
Εἰς τοὺς φυλάσσοντας τὰ μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεος ἐγκατέλιπον1.
῎Εφθασεν ἐνώπιόν Σου ἡ προσευχή μου.
Μὲ εὐχαρίστησιν θὰ Σοῦ προσφέρω θυσίαν, διότι Σὺ εἶσαι ὁ Σωτήρ μου...
[1 Ἐννοεῖ τοὺς φυλάσσοντας τὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ στρατιῶτας.]
51. Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ (Ἰεζεκιὴλ)
Ὁ προφήνης ᾽Ιεζεκιὴλ ἦτο σύγχρονος τοῦ ῾Ιερεμίου. ῏Ητο καὶ αὐτὸς υἱὸς ἱερέως καὶ ἐμεγάλωσεν εἰς τὴν ῾Ιερουσαλὴμ πρὸ τῆς καταστροφῆς.
῎Εζησεν ὅμως καὶ ἔδρασεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ὅπου εἶχε μεταφερθῆ ὡς ὅμηρος, πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ αἰχμαλωσία τῶν ᾽Ιουδαίων καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς ῾Ιερουσαλὴμ τὸ ἔτος 606 π.Χ.
᾽Εκεῖ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ἢ μετοικεσίαν τῆς Βαβυλῶνος, ὅπως λέγεται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἔγινε μαζὶ μὲ τὸν προφήτην Δανιὴλ ὁ παρήγορος ἄγγελος τῶν βασανιζομένων ᾽Ιουδαίων ὁμοφύλων του. Αἱ προφητεῖαι του εἶναι, ὅπως καὶ τοῦ ῾Ησαΐου ὁράσεις.
Ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐπροφήτευσε τὴν καταστροφὴν τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν Ἰουδαίων. Διὰ τοῦτο, εἰς τὸ βιβλίον του προτρέπει τοὺς εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰουδαίους νὰ κάμουν ὑπομονήν, νὰ φυλάττουν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζητοῦν τὴν βοήθειαν αυτοῦ. Τακτικὰ ἐλέγχει αὐτοὺς διὰ τὰς ἁμαρτίας των.
2. Ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐπροφήτευσε καὶ περὶ τοῦ Μεσσίου-Χριστοῦ. Εἶπεν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φέρῃ εἰς τὸν κόσμον τὴν καινὴν διαθήκην. Εἰς τὴν Διαθήκην ὅμως αὐτὴν δὲν θὰ ἔχουν μέρος μόνον οἱ ᾽Ισραηλῖται, ἀλλὰ ὅλος ὁ κόσμος. Θὰ κατάγεται δὲ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν
τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ γίνῃ αἰώνιος βασιλεὺς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Θὰ βασιλεύῃ αἰωνίως μὲ εἰρήνην καὶ ἡσυχίαν.
Ὁμοίως ἐπροφήτευσεν ὁ ᾽Ιεζεκιὴλ καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν καὶ τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μέλλουσαν κρίσιν.
3. Ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐπροφήτευσε τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ᾽Ιουδαίων ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν μὲ τὸ ἑξῆς ὅραμα, τὸ ὁποῖον καταγράφει εἰς τὸ βιβλίον του καὶ τὸ ὁποῖον διαβάζεται εἰς τὴν ᾽Εκκλησίαν μας τὴν μεγάλην Παρασκευήν, ὕστερα ἀπὸ τὴν περιφορὰν τοῦ ᾽Επιταφίου.
Ὁ Θεός, λέγει, μὲ μετέφερεν εἰς μίαν κοιλάδα, ἡ ὁποία ἦτο γεμάτη κόκκαλα ξηρά. ᾽Εκεῖ μοῦ εἶπεν ὁ Θεός : «Ἄνθρωπε, νομίζεις ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν ζωὴν τὰ ὀστᾶ αὐτά;». Ὁ δὲ προφήτης ἀπήντησε: «Κύριε, Σὺ μόνον γνωρίζεις τοῦτο». Καὶ ὁ Θεὸς μοῦ λέγει:
«Διάταξε τὰ ὀστᾶ νὰ ἀναζήσουν».
Ὁ προφήτης δίδει διαταγὴν καὶ τὰ ὀστᾶ γίνονται πάλιν ἄνθρωποι. Καὶ προσθέτει ὁ Θεός: «Τὰ ὀστᾶ ταῦτα εἶναι ὁ ᾽Ισραηλιτικὸς λαός. Ὅθεν νὰ εἴπῃς εἰς τοὺς ᾽Ισραηλίτας ὅτι θὰ τοὺς ἐπαναφέρω πάλιν εἰς τὴν Χαναάν. Θὰ σᾶς ἀποκαταστήσω εἰς τὴν χώραν σας καὶ θὰ μάθετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριός σας καὶ ὁ Θεός σας».
Ἀνάγνωσμα
Τὸ συμβολικὸν ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ
(Ἰεζεκ. ΛΖ΄, 1-15)
Ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ πεδίου (1) καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν (2) ὀστέων ἀνθρωπίνων, καὶ ἰδοὺ πολλὰ καὶ ξηρὰ σφόδρα, καὶ εἶπε πρός με : «Υἱὲ ἀνθρώπου εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα» (3)
Καὶ εἶπα : «Κύριε, Κύριε, Σὺ γνωρίζεις ταῦτα». Καὶ εἶπε πρός με :
«Προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα καὶ εἰπέ : Τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου. Τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις. Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ’ ὑμᾶς πνεῦμα
ζωῆς καὶ δώσω εἰς ὑμᾶς νεῦρα καὶ σάρκα καὶ ἀνάξω ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα καὶ ζήσεσθε καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος».
Καὶ προεφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι (1). Καὶ ἰδοὺ σεισμός. Καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ (2). Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾽ αὐτὰ δέρμα καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐπ’ αὐτοῖς.
Καὶ εἶπε πρός με: «Προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπέ. Τάδε λέγει Κύριος. Ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων (3) ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους καὶ ζησάτωσαν». Καὶ προεφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺ τὸ πνεῦμα4 καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν.
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με, λέγων : «Υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ ταῦτα πᾶς οἶκος Ἰσραήλ ἐστιν. Καὶ αὐτοὶ -τώρα- λέγουσι. Ξηρὰ γέγονε τὰ ὀστᾶ ἡμῶν, διὰ τοῦτο προφήτευσον καὶ εἰπέ. Τάδε λέγει Κύριος. Ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν ᾽Ισραὴλ καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος
ὁ Θεὸς ὑμῶν».
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΕΣ (Δανιὴλ κεφ. Α΄- ΣΤ΄)
῾Ο προφήτης Δανιὴλ κατήγετο ἀπὸ τὸ βασιλικὸν γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ εἶναι σχεδὸν σύγχρονος μὲ τὸν προφήτην Ἰεζεκιήλ. ῎Εζησε καὶ ἔδρασε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Βαβυλῶνα κατὰ τοὺς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας. Τὸν εἶχαν πάρει ὡς ὅμηρον καὶ αὐτὸν οἱ Βαβυλώνιοι, ὅταν ἦτο ἀκόμη παιδί, διὰ νὰ τὸν μορφώσουν εἰς τὴν χώραν των Βαβυλῶνα, μαζὶ μὲ ἄλλους ᾽Ιουδαίους, πρὸ τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ.
Τότε ὁ βασιλεὺς τῶν Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσωρ διέταξε νὰ ἐκλεγοῦν ἀπὸ αὐτοὺς μερικοὶ νέοι, ὑγιεῖς καὶ εὐφυεῖς, διὰ νὰ σπουδάσουν τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν σοφίαν τῶν Βαβυλωνίων. Μεταξὺ δὲ τῶν ἐκλεγέντων διεκρἴνετο ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ τρεἷς παῖδες Ἀζαρίας, Ἀνανίας καὶ Μισαήλ, τὸ ἔτος 606 π.Χ.
Οὗτοι προώδευσαν πολὺ καὶ διεκρίθησαν εἰς τὰς σπουδάς των. Κατέλαβον δὲ ἐπισήμους θέσεις εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ βασιλέως.
᾽Ιδιαιτέρως ὁ Δανιὴλ ἀνῆλθεν εἰς μεγάλα ἀξιώματα καὶ κατεῖχεν ἀνωτάτην θέσιν εἰς τὴν κυβέρνησιν τῶν Βαβυλωνίων.
Ὁ Δανιὴλ ἔγινεν ἐπίσης γνωστὸς εἰς ὅλην τὴν χώραν τῶν Βαβυλωνίων ὡς ῾Εβραῖος προφήτης, διότι εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ χάρισμα νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα καὶ νὰ ἐξηγῇ τὰ ὄνειρα.
2. Κάποτε ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἶχεν ἴδει ἕνα σπουδαῖον ὄνειρον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ταραχήν του, ὅταν ἐξύπνησε, τὸ ἐλησμόνησε. Τότε ἐπροσκάλεσε τὸν Δανιὴλ νὰ τὸ μαντεύσῃ καὶ νὰ τὸ ἐξηγήσῃ. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἀφοῦ προσηυχήθη ὁ Δανιὴλ μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς παῖδας, παρουσιάσθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ εἶπεν:
- Εἶδες, βασιλεῦ, εἰς τὸ ὄνειρόν σου ἕνα ὑπερύψηλον ἄγαλμα, ὡραῖον καὶ παράξενον. Ἡ κεφαλή του ἦτο ἀπὸ χρυσόν, τὸ στῆθος καὶ οἱ βραχίονες ἀπὸ ἄργυρον (ἀσήμι), ἡ κοιλία καὶ οἱ μηροὶ ἀπὸ χαλκόν, αἱ κνῆμαι ἀπὸ σίδηρον καὶ οἱ πόδες ἀπὸ σίδηρον καὶ ἀπὸ πηλόν. Καθ’ ὃν χρόνον τὸ παρατηροῦσες, ἀπεκόπη ἀπὸ ἕνα ὄρος μία μεγάλη πέτρα, ἡ ὁποία ἐκτύπησε τὸ ἄγαλμα εἰς τοὺς πόδας καὶ τὸ συνέτριψεν. Ἡ πέτρα αὐτὴ τότε ἤρχισε διαρκῶς νὰ κυλᾷ καὶ νὰ μεγαλώνῃ καὶ ἔγινε βράχος καὶ ὄρος μέγα, ποὺ ἐσκέπασεν ὅλην τὴν γῆν.
Ἡ εἰκὼν αὐτή, βασιλεῦ, συνέχισεν ὁ προφήτης, σημαίνει τὰ τέσσαρα βασίλεια, τὰ ὁποῖα θὰ διαδεχθοῦν μὲ τὴν σειράν των τὸ κράτος σου. Σὺ εἶσαι ἡ χρυσῆ κεφαλὴ τοῦ ἀγάλματος, δηλ. τὸ κράτος σου. Μετὰ ἀπὸ σὲ θὰ ἔλθῃ δευτέρα βασιλεία (τὸ Μηδικὸν καὶ Περσικὸν κράτος). Μετὰ ταῦτα θὰ ἔλθῃ ἡ χαλκίνη βασιλεία (τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν Διαδόχων του). Καὶ ἔπειτα θὰ ἔλθῃ ἄλλη σιδηρᾶ βασιλεία (ἡ Ρωμαϊκὴ), ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀλλοῦ ἰσχυρὰ καὶ ἀλλοῦ ἀσθενής.
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τελευταίας βασιλείας θὰ πέση ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἡ πέτρα καὶ ἐννοοῦσε τὸν Χριστὸν (Α΄ Κοριν. Ι΄,4).
Ὁ Ναβουχοδονόσωρ ηὐχαριστήθη διὰ τὴν ἑρμηνείαν αυτὴν καὶ διώρισε τὸν Δανιὴλ ἐπιθεωρητὴν καὶ ἄρχοντα τῶν σατραπῶν.
3. Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς παῖδες Ἀζαρίας, Ἀννίας καὶ Μισαὴλ εἶχον καταλάβει καλὰς θέσεις εἰς τὸ κράτος τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἐτιμῶντο πολὺ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα. Διὰ τοῦτο οἱ ἄλλοι Βαβυλώνιοι ἐπίσημοι τοὺς ἐμισοῦσαν καὶ ἤθελον νὰ τοὺς ἐξοντώσουν.
Πρὸς τοῦτο ἔπεισαν τὸν βασιλέα, ὅστις ἐξέδωκε διαταγήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ ἀνώτεροι ὑπάλληλοι ὤφειλον νὰ συγκεντρωθοῦν εἰς ὡρισμένον μέρος καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν χρυσῆν εἰκόνα τοῦ θεοῦ Βήλου (Ἡλίου).
Οἱ τρεῖς παῖδες τότε ἠρνήθησαν νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα τοῦ ψευδοῦς θεοῦ. Διὰ τοῦτο τοὺς ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς καὶ τοὺς ἠπείλησεν, ἀλλ’ αὐτοὶ καὶ πάλιν ἠρνήθησαν. Καὶ τότε ὁ Ναβουχοδονόσωρ ὠργίσθη καὶ διέταξε νὰ τοὺς ρίψουν δεμένους εἰς μίαν κάμινον ἑπταπλασίως πυρακτωμένην.
Οἱ τρεῖς παῖδες ὅμως μέσα εἰς τὴν φωτιὰν δὲν ἔπαθον τίποτε, διότι ἄγγελος Κυρίου κατέβη καὶ διεφύλαξεν αὐτοὺς ἀβλαβεῖς. Αὐτοὶ δὲ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ὁ ἄγγελος μετέβαλεν εἰς δρόσον, ἔψαλλον ὕμνους πρὸς τὸν Θεόν, πρῶτα ὁ Ἀζαρίας μόνος καὶ κατόπιν ὅλοι μαζί.
Τοῦτο κατέπληξε τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἀπηλευθέρωσεν ἀμέσως αὐτούς, τοὺς ἀνύψωσεν εἰς μεγαλυτέρας ἀκόμη θέσεις καὶ διέταξε νὰ μὴ βλασφημῆται πλέον ὁ Θεὸς τῶν τριῶν παίδων.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀζαρίου ἀποτελεῖ τὴν ἑβδόμην ᾠδὴν τῆς
Ὑμνολογίας μας καὶ ἡ προσευχὴ τῶν τριῶν παίδων τὴν ὀγδόην ᾠδήν.
῾Η ᾽Εκκλησία ψάλλει τὰς προσευχὰς αὐτὰς τῶν παίδων τὴν πρωΐαν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, συσχετίζει τὸ θὰῦμα αὐτὸ μὲ τὸ θαῦμα τῆς φλεγομένης καὶ μὴ καιομένης βάτου καὶ ἐξηγεῖ ὅτι ταῦτα εἰκονίζουν τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου. Ἕνα τροπάριόν της λέγει πρὸς τὴν Παρθένον Μαρίαν:
Μωυσῆς κατενόησεν ἐν βάτῳ
τὸ μέγα μυστήριον τοῦ τόκου σου.
παῖδες προείκόνίσαν τοῦτο ἐμφανέστατα, μέσῳ πυρὸς ἱστάμενοι καὶ μὴ φλεγόμενοι, ἀκήρατε (1) ἁγία Παρθένε,
ὅθεν σὲ ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε
Ἀνάγνωσμα
1ον. Προσευχὴ τοῦ Ἀζαρίου.
(Δανιὴλ κεφ. Γ΄, 1 -22 ἐν παραφράσει)
Εὐλογητὸς εἶσαι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ εἶναι αἰνετὸν καὶ δοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας διότι εἶσαι δίκαιος εἰς ὅλα ὅσα ἔκαμες εἰς ἡμᾶς. Καὶ ὅλα σου τὰ ἔργα εἶναι ἀληθινὰ καὶ εὐθεῖαι εἶναι αἱ ἐντολαί σου καὶ ὅλαι αἱ κρίσεις σου εἶναι ἀληθεῖς.
Καὶ δικαίως ἐτιμώρησες καὶ τοὺς πατέρας μας καὶ ἡμᾶς μὲ τὰ ὅσα ἔκαμες εἰς ῾Ιεοουσαλήμ, τὴν ἁγίαν πόλιν σου διότι ἡμαρτήσαμεν καὶ ἠνομήσαμεν καὶ δὲν ἐφυλάξαμεν τὰς ἐντολάς σου. Καὶ μᾶς παρέδωκες αἰχμαλώτους εἰς λαὸν ἐχθρικὸν καὶ εἰς βασιλέα πονηρόν. Καὶ τώρα ἡμεῖς εἴμεθα ταπεινωμένοι καὶ κατεντροπιασμένοι. Ὅμως μὴ μᾶς ἀφήσης ἕως τέλους ἀπροστατεύτους καὶ μὴ ἀθετήσης τὴν διαθήκην σου διὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν ᾽Ισαὰκ καὶ τὸν ᾽Ιακώβ, τοὺς ἀγαπημένους σου, εἰς τοὺς ὁποίους ἔδωκες ὑπόσχεσιν νὰ πληθύνῃς τοὺς ἀπογόνους των, ἡμᾶς, ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης· διότι, Κύριε, τώρα εἴμεθα ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς ὁ πλέον ὀλιγάριθμος λαός, λαὸς ταπεινωμένος διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Καὶ τώρα δὲν ἔχομεν ἄρχοντα καὶ προφήτην καὶ βασιλέα. Οὔτε ἑορταὶ οὔτε θυσίαι γίνονται εἰς τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, διὰ νὰ εὕρωμεν ἔλεος.·
Περιμένομεν τὸ ἔλεός σου μὲ ψυχὴν καὶ πνεῦμα ταπεινώσεως. ῾Η θυσία μας αὐτὴ τώρα ἂς ἐξομοιωθῇ μὲ τὴν πλουσιωτέραν θυσίαν πολλῶν κριῶν καὶ ταύρων. Καὶ τώρα μὲ ὅλην μας τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν σὲ παρακαλοῦμεν καὶ λέγομεν:
Συγχώρησέ μας Κύριε, ὡς ἐπιεικὴς καὶ φιλάνθρωπος. Σῶσε μας καὶ δόξασε τὸ ὄνομά σου· διὰ νὰ ἐντραποῦν πάντες οἱ ἐχθροί μας καὶ νὰ μάθουν ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κύριος ὁ μόνος Θεὸς καὶ ἔνδοξος εἰς ὅληντὴν οἰκουμένην.
2ον. Προσευχὴ τῶν τριῶν παίδων
(Δαν. κεφ. Γ΄, 28-67 ἐν παραφράσει)
Εὐλογητὸς εἶσαι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας ὁ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.·
Καὶ εἶναι εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον, τὸ ὑπερύμνητον εἰς
τοὺς αἰῶνας.
Εἶσαι εὐλογημένος εἰς τὸν ναὸν τῆς δόξης σου ὁ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Εὐλογημένος σύ, ὁ ἐπιβλέπων τὰς ἀβύσσους, ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, ὁ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Εὐλογημένος εἶσαι σύ, ὁ ἐπὶ θρόνου δόξης τῆς βασιλείας σου καθήμενος, ὁ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Εὐλογημένος εἶσαι σύ, ὁ εἰς τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ εὑρισκόμενος, ὁ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον. Εὐλογεῖτε ἄγγελοι Κυρίου, οὐρανοὶ Κυρίου τὸν Κύριον. Εὐλογεῖτε ἥλιος καὶ σελήνη, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον. Εὐλογεῖτε φῶς καὶ σκότος, νύκτες καὶ ἡμέραι τὸν Κύριον.
Εὐλογεῖτε ἡ βροχὴ καὶ ἡ δρόσος, πάντα τὰ πνεύματα τὸν Κύριον. Εὐλογεῖτε πῦρ καὶ καῦμα, μῦχος καὶ καύσων τὸν Κύριον. Εὐλογεῖτε δρόσοι καὶ χιόνες, ἀστραπαὶ καὶ νεφέλαι τὸν Κύριον.
Εὐλογεῖτε ὄρη καὶ βουνὰ καὶ ὅλα τὰ φυόμενα εἰς τὴν γῆν τὸν Κυριον. Εὐλογεῖτε πηγαί, θάλασσαι καὶ ποταμοί, κήτη καὶ ὅλα τὰ κινούμενα εἰς τὰ
ὕδατα τὸν Κύριον.
Εὐλογεῖτε ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ θηρία καὶ ὅλα τὰ κτήνη τὸν
Κύριον.
Εὐλογεῖτε υἱοὶ ἀνθρώπων, εὐλογεῖτε ᾽Ισραὴλ τὸν Κύριον. Εὐλογεῖτε ἱερεῖς Κυρίου, δοῦλοι Κυρίου τὸν Κύριον.
Τὸν Κύριον ὑμνοῦμεν καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ο ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΣ ΤΟΝ ΛΑΚΚΟΝ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ (Δαν. Ε΄)
Τὸν βασιλέα Ναβουχοδουόσορα διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον τῶν
Βαβυλωνίων ὁ ἔγγονός του Βαλτάσαρ.
Αὐτὸς παρέθεσεν ἡμέραν τινὰ μέγα συμπόσιον εἰς τοὺς μεγιστᾶνας καὶ τοὺς ἄρχοντας τοῦ τόπου του. ῎Ετρωγον ὅλοι καὶ ἔπινον κατὰ τὸ συμπόσιον αὐτὸ μὲ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη τοῦ ναοῦ τῶν
῾Ιεροσολύμων, τὰ ὁποῖα ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἶχεν ἁρπάσει ἀπὸ τὸν
ναὸν καὶ εἶχε μεταφέρει εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
Καθ’ ὃν χρόνον διαρκοῦσε τὸ συμπόσιον, ἔξαφνα ἀπέ·ναντι τοῦ Βαλτάσαρ, ἐφάνη ἕνα χέρι, τὸ ὁποῖον ἔγραψεν εἰς τὸν τοῖχον τὰς ἑξῆς τρεῖς μυστηριώδεις λέξεις : μανή, θεκέλ, φάρες.
Τὸ περίεργον αὐτὸ ὅραμα ἐτάραξεν τὸν βασιλέα καὶ τοὺς προσκεκλημένους. Οἱ παριστάμενοι σοφοὶ δὲν κατώρθωσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενον καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη ὁ Δανιήλ. Αὐτὸς εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι αἱ τρεῖς αὐταὶ λέξεις σημαίνουν ὅτι ἡ βασιλεία του ἐμετρήθη, ἐζυγίσθη καὶ διενεμήθη.
Πράγματι τὴν ἰδίαν ἐκείνην νύκτα ὁ μὲν Βαλτάσαρ ἐφονεύθη, ὁ δὲ βασιλεὺς τῶν Μήδων Κῦρος ὁ πρεσβύτερος ἐκυρίευσε τὴν Βαβυλῶνα καὶ ὑπέταξε τὸ Βαβυλωνιακὸν κράτος (538 π.Χ.).
2. Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Βαβυλῶνος ὑπὸ τῶν Μήδων ὁ Δανιὴλ εἶχε διατηρήσει τὴν ὑψηλὴν θέσιν εἰς τὰ ἀνάκτορα καὶ εἶχε τὴν εὔνοιαν τῶν νέων κυριάρχων. Οἱ αὐλικοὶ τότε ἐφθόνησαν διὰ τοῦτο τὸν ξένον Δανιὴλ καὶ κατώρθωσαν νὰ πείσουν τὸ Κῦρον νὰ ἐκδώσῃ διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπηγορεύετο εἰς πάντα ἄνθρωπον ἐπὶ τριάκοντα ἡμέρας νὰ ζητήσῃ ὅ,τιδήποτε εἴτε ἀπὸ ἄνθρωπον εἴτε ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὁ Δανιὴλ ὅμως, παρὰ τὸ διάταγμα, ἔκαμε τὴν προσευχὴν τρεῖς φορὰς τὴν ἡμέραν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐζητοῦσεν ἀπὸ αὐτὸν τὴν προστασίαν του. Οἱ ἐχθροί του τὸν συνέλαβον νὰ προσεύχεται καὶ τὸν κατήγγειλαν εἰς τὸν Κῦρον. Αὐτὸς τότε διέταξε νὰ ριφθῇ ὁ Δανιὴλ εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων.
Ἀλλ’ ἐκεῖ ὁ Δανιὴλ δὲν ἔπαθε τίποτε, διότι ἄγγελος Κυρίου ἔφραξε τὰ στόματα αὐτῶν.
Τὴν ἑπομένην μὲ ἔκπληξιν εἶδεν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ αὐλικοί του ὅτι ὁ Δανιὴλ ἦτο σῶος καὶ ἀβλαβής. Ὅταν δὲ ἐπληροφορήθη ἀπὸ τὸν προφήτην τὰς ραδιουργίας τῶν ἐχθρῶν του, διέταξε καὶ ἔρριψαν ἐκείνους εἰς τοὺς λέοντας.
3. Ὁ Δανιὴλ ὡς προφήτης ἐπροφήτευσε περὶ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς μάλιστα καθώρισεν ἐπακριβῶς τὸν χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἐμφανισθῇ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν γῆν ὡς ἐλευθερωτής.
Ὁμοίως ὁ Δανιὴλ ἐπροφήτευσεν καὶ τὴν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ τὴν ἵδρυσιν τῆς ᾽Εκκλησίας, ὡς παγκοσμίου βασιλείας τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἡ πέτρα, ἡ ὁποία συνέτριψε τὰ εἴδωλα καὶ κατόπιν ἐξηπλώθη εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Αὐτὴ ἐμεγάλωσε καὶ διαρκῶς μεγαλώνει.
Προορίζεται νὰ σκεπάσῃ ὅλην τὴν γῆν. Τότε θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος· θὰ γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία καὶ ἡ μέλλουσα κρίσις τοῦ Κυρίου.
Περὶ αὐτῆς ὁ προφήτης Δανιὴλ λέγει : «Οἱ θρόνοι ἐτέθησαν καὶ ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν ἐκάθισε. Τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιὼν καὶ ἡ τρίχα τῆς κεφαλῆς του ὡσεὶ ἔριον καθαρόν. Ὁ θρόνος του φλόγα πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον. Καὶ ποταμὸς πυρὸς ἔτρεχεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. Χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ. Κριτήριον ἐκάθισε καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν». (Δαν. Ζ΄, 9-10. ῎Ιδε καὶ Ματθ. ΚΕ΄, 31).
Η ΕΣΘΗΡ ΣΩΖEI ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ (Ἐσθὴρ)
Ἡ ᾽Εσθὴρ ἦτο μία ὡραία ὅσον καὶ εὐσεβὴς ᾽Ισραηλῖτις, ἡ ὁποία κατώρθωσε νὰ σώσῃ τοὺς ὁμοφύλουςτης ἀπὸ βεβαίαν καταστροφήν. Ἔζησεν ὡς αἰχμάλωτος τῶν Βαβυλωνίων εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ὕστερα ἀπὸ τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἦτο κόρη τοῦ Ἀμιναδὰβ καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν.
Ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ἔμεινεν ὀρφανή, διὰ τοῦτο τὴν ἀνατροφήν της ἀνέλαβεν ὁ θεῖος της Μαρδοχαῖος. Αὐτὸς ἔμενε τώρα ὡς ᾽Ιουδαῖος αἰχμάλωτος εἰς τὰ Σοῦσα τῆς Περσίας, εἰς τὰ ἀνάκτορα τοῦ μεγάλου βασιλέως τῶν Περσῶν, τοῦ Ξέρξου. ᾽Εκεῖ ὁ Μαρδοχαῖος ἦτο ἄνθρωπος μέγας, λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὡς αὐλικὸς τοῦ βασιλέως.
Ἀπὸ τὸν Μαρδοχαῖον ἐγνώρισεν ὁ Ξέρξης τὴν ᾽Εσθήρ, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὡς σύζυγόν του. Ἔτσι ἡ ᾽Εσθὴρ ἔγινε βασίλισσα τοῦ ἀπεράντου τότε Περσικοῦ κράτους.
Ἀπὸ τὸν βασιλέα ἀπέκρυπτε τὴν ἐθνικότητά της, ἐξακολουθοῦσεν ὅμως νὰ λατρεύῃ τὸν ἀληθινὸν Θεόν. ᾽Εκτελοῦσε τὰς συμβουλὰς τοῦ θείου της Μαρδοχαίου.
Τὴν πρόοδον τοῦ Μαρδοχαίου ἐφθόνησαν τότε δύο αὐλικοὶ σωματοφύλακες τοῦ βασιλέως καὶ ἀπεφάσισαν νὰ δολοφονήσουν τὸν Ξέρξην. Ὁ Μαρδοχαῖος ὅμως ἐπληροφορήθη τὴν συνωμοσίαν καὶ τὴν ἐμαρτύρησεν εἰς τὴν ᾽Εσθήρ. Ἡ Ἐσθὴρ δὲ εἰδοποίησε τὸν Ξέρξην, καὶ οὕτω ὁ βασιλεὺς ἐσώθη ἀπὸ βέβαιον θάνατον.
2. Ἡ Ἐσθὴρ κατόπιν ἔσωσε τὸ γένος της, τοὺς ῾Εβραίους, ἀπὸ μίαν γενικὴν σφαγήν. Τὴν σφαγὴν αὐτὴν εἶχε διανοηθῆ ὁ Ἀμάν, ὁ πρωθυπουργὸς τοῦ Ξέρξου, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Μαρδοχαῖον, καὶ τὴν εἶχεν ὑπογράψει ὁ βασιλεύς.
Ὁ Ξέρξης εἶχε διορίσει ὡς πρωθυπουργόν του τὸν Ἀμὰν καὶ εἶχε διατάξει ὅλοι οἱ αὐλικοί του νὰ τὸν προσκυνοῦν. Καὶ ἐνῷ ὅλοι οἱ αὐλικοί του εἶχον συμμορφωθῆ μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, μόνον ὁ Μαρδοχαῖος δὲν ἤθελε νὰ προσκυνῇ τὸν Ἀμάν.
- ᾽Εγώ, ἔλεγεν, εἶμαι Ἰουδαῖος καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μόνον τὸν Θεὸν προσκυνοῦν καὶ λατρεύουν.
Τότε ὁ Ἀμάν, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Μαρδοχαῖον, διενοήθη νὰ θανατώσῃ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ὅσοι ἦσαν εἰς τὸ κράτος του, διότι μόνον αὐτοὶ ἐννοοῦσαν νὰ μὴν ὑπακούουν εἰς τὸν νόμον τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ εἰς τὸν νόμον τοῦ Μωυσέως. ῎Εκαμε λοιπὸν ἕνα βασιλικὸν διάταγμα καὶ τὸ ἔφερεν εἰς τὸν Ξέρξην νὰ τὸ ὑπογράψῃ καὶ τοῦ εἶπε:
- Βασιλεῦ, ὑπάρχει ἕνα ἔθνος διεσκορπισμένον μέσα εἰς τὸ κράτος σου, τὸ ὁποῖον δὲν ἐκτελεῖ τοὺς νόμους σου καὶ δὲν ὑπακούει εἰς τὰ προστάγματά σου. Διάταξε λοιπὸν τὸ ἔθνος αὐτὸ νὰ ἐξοντωθῇ καὶ ἐγὼ θὰ δώσω εἰς τὸ βασιλικὸν ταμεῖον 10 χιλιάδες τάλαντα ἀργυρᾶ.
Ὁ βασιλεὺς ἐπείσθη καὶ ὑπέγραψε τὸ διάταγμα, εἶπε δὲ εἰς τὸν
Ἀμάν:
- Τὰ χρήματα κράτησέ τα, κάμε δὲ τὸ ἔθνος τοῦτο ὅπως τοῦ ἁρμόζει.
῎Εβαλε κατόπιν κλῆρον ὁ Ἀμὰν καὶ ὥρισεν ὡς ἡμέραν ἐκτελέσεως τοῦ βασιλικοῦ διατάγματος τὴν 14ην τοῦ μηνὸς Ἀδάρ. Εἰδοποίησε δὲ πρὸς τοῦτο ὅλους τοὺς διοικητὰς τοῦ Περσικοῦ κράτους.
Τὸ βασιλικὸν διάταγμα ἔγραφεν :
«Ὁ μέγας βασιλεὺς Ξέρξης
πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοπάρχας τῶν ἀπὸ τῆς ᾽Ινδικῆς μέχρι τῆς
Αἰθιοπίας ὑποτεταγμένων εἰς αὐτὸν 127 χωρῶν.
῾
Ως κύριος πάσης τῆς οἰκουμένης διατάσσω˙
᾽Επειδὴ μεταξὺ τῶν λαῶν μου ἔχει ἀναμιχθῆ ἕνας δυσμενὴς καὶ ἀνυπότακτος λαός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ ἐκτελῆ τὰ προστάγματά μου, διὰ τοῦτο ὁ λαὸς αὐτὸς ὁλόκληρος, «σὺν γυναιξὶ ταὶ τέκνοις», ὁρίζω νὰ σφαγῇ «ὁλορριζεί», χωρὶς οἶκτον καὶ φειδώ, τὴν 14ην τοῦ δωδεκάτου μηνὸς Ἀδάρ, τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους».
Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς ἐξηπλώθη τότε μεταξὺ τῶν ᾽Ισραηλιτῶν. Καὶ ἔπεσαν εἰς νηστείαν καὶ εἰς προσευχὴν καὶ εἰς μετάνοιαν. Αὐτὸς δὲ ὁ Μαρδοχαίος, ὅταν ἔμαθε τὴν συκοφαντίαν αὐτήν, «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του» καὶ ἔτρεξεν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως καὶ ἐφώναξε δυνατά:
- Γίνεται μία ἀδικία εἰς ἕνα ἔθνος ἀθῷον.
Ὁ Ἀμὰν ὅμως, διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, ἡτοίμασε τὸν θάνατον αὐτοῦ.
3. Τὸ φοβερὸν μήνυμα ἔφθασε καὶ εἰς τὴν βασίλισσαν Ἐσθήρ.
᾽Ελυπήθη τότε καὶ αὐτὴ καὶ ἔκλαυσε μαζὶ μὲ τὸ γένος της. ῎Εκαμε τὴν προσευχήν της εἰς τὸν Θεὸν καὶ κατόπιν παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλέα.
Τὴν ὥραν αὐτὴν ὁ Ξέρξης ἐρωτοῦσε τοὺς αὐλικούς :
- Ποίαν τιμὴν ἐκάματε εἰς τὸν Μαρδοχαῖον, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔσωσεν ἄλλοτε τὴν ζωήν;
- Καμμίαν, τοῦ ἀπήντησαν ἐκεῖνοι.
Τὴν στιγμὴν αὐτὴν εἰσήρχετο εἰς τὴν αἴθουσαν ὁ Ἀμάν, κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του πρὸς ὑπογραφὴν τὸ διάταγμα τῆς καταδίκης τοῦ Μαρδοχαίου εἰς σταυρικὸν θάνατον. Καὶ ὁ Ξέρξης τὸν ἐρωτᾷ :
- Τὶ πρέπει νὰ κάμωμεν εἰς ἕνα ἔμπιστον ἄνθρωπον, ποὺ θέλει ὁ βασιλεὺς νὰ τὸν δοξάσῃ;
Καὶ ὁ Ἀμάν, ἐπειδὴ ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸν ἐννοοῦσεν ὁ βασιλεύς, λέγει πρόθυμα:
- Νὰ τοῦ δώσῃς βασιλικὰς τιμάς.
- Αὐτὸ νὰ κάμῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Ξέρξης, εἰς τὸν Μαρδοχαῖον, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔσωσεν ἄλλοτε τὴν ζωήν.
Ὅταν ἤκουσεν αὐτὰ ἡ ᾽Εσθήρ, ἐπῆρε θάρρος καὶ εἰς ἄλλην περίστασιν, ποὺ ὁ βασιλεὺς τὴν ἐρώτησε καὶ τῆς εἶπεν:
- Τὶ θέλει ἡ βασίλισσα;
᾽Εκείνη ἀπήντησε:
- Κατεδίκασες, βασιλεῦ, ἐμένα καὶ τὴν φυλήν μου εἰς σφαγήν, χωρὶς νὰ τὸ ξέρῃς. Εἶμαι Ἰουδαία καὶ τοὺς Ἰουδαίους διέταξες νὰ σφάξουν οἱ τοπάρχαι σου, διότι ὁ Ἀμάν, ποὺ δὲν θέλει τὸ καλόν σου, τοὺς ἐσυκοφάντησε, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ ἐμένα καὶ τὸν Μαρδοχαῖον, τὸν σωτῆρά σου.
Ὁ Ξέρξης, ὅταν ἔμαθεν αὐτὰς τὰς ἐνεργείας τοῦ Ἀμάν, διέταξε νὰ τὸν σταυρώσουν, τοὺς δὲ ᾽Ιουδαίους τοὺς ἄφησε νὰ λατρεύουν ἀνενόχλητοι τὸν Θεόν των.
Τοιουτοτρόπως ἡ ᾽Εσθὴρ ἔσωσε τὸ γένος της ἀπὸ βέβαιον ὄλεθρον.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου