ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μακαρία ζωή

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Μακαρία ζωή



Μακαρία ζωή
Φώτης Κόντογλου


ΕΚΕΙΝΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ πού έζησα κοντά της δέν ήτανε σάν τις συνηθισμένες θάλασσες. Δέν ήτανε ένα πέλαγο βουβό, μέ μιάν ακροθαλασσιά ϊσια καί μονότονη, πού κουράζει τόν άνθρωπο. "Ητανε γεμάτη μπουγάζια, μύτες, κόρφους, νησιά, ξέρες, άλυκές, βράχους, άμμουδιές. ’Αλλοΰ τά νερά ήτανε βαθιά κι άγρια, άλλου πολύ ρηχά. Σέ κάποιες αγκάλες θαλάσσωνε κανένας καί περπατούσε ανοιχτά από τη στεριά εκατό ως εκατόν πενήντα μέτρα καί, μ’ δλα ταΰτα, τό νερό έφτανε μοναχά ως τό γόνατο.

Σ’ αύτά τά μέρη συχνάζανε οί μπαλουκτσήδες, κάτι πουλιά μέ ψηλά πόδια, σάν τά λελέκια, κ’ εκεί ψαρεύανε. Πολλές φορές μαζευόντανε πολλά καί, την ώρα πού βασίλευε ό ήλιος, στεκόντανε μέσα στό χρυσωμένο νερό μέ τό ’να πόδι στό νερό, καί μέ τ’ άλλο σηκωμένο στό στήθος τους. Εξαίσιο θέαμα, πού δέ θά τό ξεχάσω ποτέ. Ό ήλιος είχε κρυφτεί πίσω άπό τ’ άντικρινό βουναλάκι, πού έκλεινε τήν άγκάλη κατά τό βασίλεμα, ό ουρανός ήτανε χρυσός, ή θάλασσα σάν γυαλί, καί κείνη κατάχρυση. Γιά νά μην τρομάξω τά πουλιά, πήγαινα σκυφτός κατά τό μέρος τους, άπό σκίνο σέ σκίνο, ως πού βρισκόμουνα κοντά τους, καί κάθιζα χάμω, πίσω άπό κάποιο χαμόκλαδο. Αύτά στεκόντανε δίχως νά σαλέψουνε, απάνω στό ’να πόδι τους, μέ τή μύτη στό στήθος, μέ ίεροπρέπεια, σάν ν’ άκούγανε καμιά λειτουργία. Ησυχία! Δέν τάραζε τίποτα τήν ησυχία, εξόν άπό κανέναν γρύλο πού έλεγε τό γλυκό τραγούδι του κρυμμένος σέ κάποιο χαμοδέντρι, κ’ ερχότανε στ’ αύτιά μου άπό μακριά, άπό τ’ άντικρινό ρουμάνι.


Καθόμουνα πολλή ώρα ξεχασμένος, μέσα σ’ αυτό τό μυστήριο. Δέ σάλευε τίποτα, μοναχά ΰστερ’ άπό κάμποση ώρα κανένα άπό τά πουλιά έκανε δυό-τρία πατήματα μέσα στό νερό, κι όπως περπατούσε, χάραζε μιά άσημένια γραμμή στό σκοτεινό νερό πού άντιφέγγιζε τήν άντικρινή άκροθαλασσιά. Λίγο πριν νυχτώσει, άξαψνα μέ μιας παίρνανε φτερό όλα μαζί καί χανόντανε κατά τό βασίλεμα τού ήλιου, χωρίς νά βγάλουνε φωνή. Τό βασίλειό μου δέν ήτανε νησί. Ήτανε ένα μεγάλο χερσόνησο, πού κολλούσε στή μεγάλη στεριά μ’ έναν στενόν λαιμό άπό άμμο. Πολλές φορές, τόν χειμώνα, μέ τις βροχές καί μέ τις πλήμμες τής θάλασσας, τόν σκέπαζε τό νερό, καί χώριζε τό χερσόνησο άπό τή μεγάλη στεριά. Τή θάλασσα πού ήτανε κλεισμένη άπό μέσα άπό τό χερσόνησο, τή λέγανε Μέσα Θάλασσα, καί τό πέλαγο πού ήτανε ολόγυρά του, τό λέγανε Όξω Θάλασσα. Ή όξω θάλασσα έμοιαζε μέ όλα τά πέλαγα, ή άκρογιαλιά ήτανε μονότονη, τά νερά άγρια, κ’ ή ϊσια γραμμή τού νερού άπλωνε εκεί πού έφτανε τό μάτι. Όλες τις χάρες τις είχε ή Μέσα Θάλασσα, καταστολισμένη μέ όσα εΐπα πρωτύτερα. Ή στεριά μπαινόβγαινε καί σκεδίαζε κάθε λογής σκέδιο, καί μάγευε τά μάτια πού τήν κοιτάζανε.
Όλόγυρα στεκόντανε όλο παράξενα μικρά βουνά, μέ ξωτικά σκέδια. Γιά τούτο, καί τά όνόματά τους ήτανε άσυνήθιστα. Τό ένα τό λέγανε Χοντρόβουνο, τ’ άλλο Προφήτ’ Ήλία, τ’ άλλο Τού Λαγού τ’ Αύτιά, τ’ άλλο Τού Δαιμόν’ ή Τράπεζα, τ’ άλλο Τ’ 'Αγιού-Γιαννιού ή Μπαγίρα. Τό πιό παράξενο ήτανε ή Άγια-Παρασκευή, μ’ έναν βράχο φοβερόν καί τόσο παράξε- νον, πού δεν πιστεύω νά υπάρχει άλλος τέτοιος σ’ όλη τήν Ανατολή.

Τού Λαγού τ’ Αυτιά καί τού Δαιμόν’ ή Τράπεζα βρίσκουνται τό ένα δίπλα στ’ άλλο, κατά τή νοτιά. Τό πρώτο τό λένε έτσι, γιατί έχει άπάνω στην κορφή του δυό βράχους, πού φαίνουνται από μακριά σάν αύτιά. Άπό κοντά είναι ψηλοί ώς τρία μπόγια καί παραπάνω, καί φαίνεται πώς είναι βαλμένοι άπό άνθρώπινα χέρια. Δέν είναι ριζωμένοι, άλλά είναι στημένοι άπάνω σέ μιάν ϊσια πλάκα. Τότε δέν ήξερα τί ήτανε, μ’ όλο πού ένιωθα κάποιο μυστήριο, άλλά τώρα λέγω πώς αύτοί οί βράχοι θά είναι βαλμένοι άπό τούς παμπάλαιους άνθρώπους, πού συνηθίζανε νά στήνουνε τέτοιες μυτερές πέτρες, σάν κολόνες όρθιες, καί νά τις λατρεύουνε, πριν νά πιάσουνε νά τις πελεκάνε καινά τούς δίνουνε σκέδιο άνθρωπινό ή κανενός ζώου, πριν νά μαστορέψουνε τά λεγάμενα είδωλα. Άπ’ αυτή τήν κορφή, όπως κι άπό τού Δαιμόνου τήν Τράπεζα, κι άπ’ τόν Προφήτ’ Ήλία, βλέπει κανένας όλο τό μέσα μπουγάζι καί τήν Όξω Θάλασσα, γιατί αύτά τά βουνά είναι άραδιασμένα άπάνω στή στεριά πού γυρίζει σάν δρεπάνι καί χωρίζει τις δυό θάλασσες. Γιά ένα άλλο τέτοιο βουνό μέ δυό πέτρες μυτερές στήν κορφή του, γράφει στό ταξίδι του ό Νέαρχος, ό ναύαρχος τού Μεγ’-Άλέξαντρου, τότες πού πήγε μέ τά καράβια του στήν Ίντία, άλλά εκείνο τό βουνό τό λέγει Τού Γαϊδάρου τ’ Αύτιά, Όνου ~Ωτα.
Τού Δαιμόν’ ή Τράπεζα είναι άκόμα πιό ξωτικιά. Είναι στ’ άλήθεια σάν ένα στρογγυλό τραπέζι, ένας σοφράς, βαλμένος άπάνου στήν κορφή τού βουνού. Από πάνω είναι ίσιο σάν άλώνι, πολύ μεγάλο, κι ολόγυρά του έχει γκρεμνούς. Μοναχά άπό τό πίσω μέρος, πού κοιτάζει τήν Όξω Θάλασσα, μπορεί κανένας ν’ άνεβεϊ. Ανέβηκα ένα καταμεσήμερο, καί τόση έρημια ήτανε, και τέτοιο λιοπύρι που εκανε τις πετρες να μυριζουνε σάν μπαρούτι, πού μ’ έπιασε φόβος. Θαρρούσα πώς έβλεπα άλήθεια νά κάθουνται δαιμόνοι γύρω σε κείνο τό τραπέζι.

Καί τά δυό αύτά βουνά είναι σπανά, καί δέν πατά έκεΐ άνθρωπος, εξόν κανένας τσομπάνης. Κάτω άπό τού Δαιμόνου τήν Τράπεζα, κατά τό μέρος τού πελάγου, βρισκότανε μιά αλυκή κ’ ένα νταμάρι, μέ κάτι παλιά χαλάσματα, μιά τοποθεσία κουρσάρικη. Ή άλυκή ήτανε πολύ μεγάλη, έβγαζε βουνά άπό αλάτι. Θυμάμαι πώς πηγαίνανε καί φουντάρανε άνοιχτά,    κάθε τόσο,    κάτι    μεγάλα    τρικάταρτα καί τετρακάταρτα καράβια, καί φορτώνανε άλάτι. Φαινόντανε κι άπό τή Μέσα Θάλασσα, άπό τό μέρος πού χαμήλωνε ή στεριά, μά τά ’βλεπα πολύ μακριά, μέ κόπο ξεχώριζα τ’ άλμπουρα. Λέγανε πώς ήτανε όλλαντέζικα.

Ή Μέσα Θάλασσα ξεκλαδίζεται σέ πολλούς κόρφους, κ' είναι στολισμένη μέ μικρούς κάβους, μέ μύτες, μέ νησάκια πού ’ναι σάν ψεύτικα, όπως βλέπουμε στίς ξωτικές τοποθεσίες τής Γιαπωνίας. Αύτά τά ώραΐα άκρογιάλια    βρίσκουνται    πάντα όπου    υπάρχει κανένα ηφαίστειο, ή υπήρχε    στά πολύ άρχαΐα    χρόνια,    καί τώρα είναι σβησμένο. Καί σέ τούτο τό μέρος    είναι    φανερό    πώς υπήρχε έναηφαίστειο, πού κατακομμάτιασε τή στεριά κ’ έκανε αυτό τό πανόραμα. Ό πανάγαθος Θεός άπό τό κακό κάνει νά βγει τό καλό, άπό τήν καταστροφή ή έμορφότερη δημιουργία. Πολλά βράχια, όπως είναι σέ μιά μύτη κανωμένη άπό σωριασμένες σιδερόπετρες, λεγάμενες Τ’ Αϊτού ή Φωλιά, είναι πασαλειμμένα μέ μαύρη σκουριά σάν πίσσα. Είναι ή λάβα πού έβγαζε τό ήφαίστειο. Κατάκαβα στέκεται όρθιος ένας βράχος πού μοιάζει μέ άγαλμα, στεφανωμένος μέ κάτι άγριόδεντρα πού άνεμίζουνε στό κεφάλι του.

Ή πιό μέσα θάλασσα βρίσκεται κατά τό νοτινό μέρος τού μπουγαζιού, καί μπαίνει σ’ αύτή κανένας άπό ένα στενό μπάσιμο, άνάμεσα σέ δυό κάβους, Τ’ Αϊτού τή Φωλιά καί τήν Τρύπια Πέτρα. Αύτή ή θάλασσα ήτανε σάν μιά λίμνη απόκοσμη, περικλεισμένη μέσα στά βουνά. Έκεΐ μέσα ό άνθρωπος σάν να βρισκότανε όξ’ άπό τόν κόσμο. Όλα ήτανε μικροκαμωμένα, οί αγκάλες, οι κάβοι, οί βράχοι, οί ξέρες, οί άμμουδιές, τά βουνά. Τό πιό μεγάλο βάθος τής θάλασσας ήτανε ώς τρία-τέσσερα μπόγια. Τίς μέρες πού δέ φυσούσε άγέρας, τά βουνά καθρεφτιζόντανε μέσα στά νερά άτόφυα, σάν νά ’τανε καί τ’ άναποδογυρισμένα άληθινά βουνά. Έδώ κ’ έκεΐ σάλευε άνοιχτά κανένα ψάρι, γιά καμιά πάπια. Μόλις άνάσαινε τ’ άγεράκι, κείνη ή λίμνη ζωντάνευε. Τ’ άφρισμένα κύματα μπαίνανε άπό τό στενό μπάσιμο καί γεμίζανε χαρά τά γύρω βουνά.
’Ήτανε ένας κόσμος άπόμερος, ξεχασμένος, ήσυχος. Ησυχία κι άνάπαυση τού μυαλού καί τής καρδιάς. Ό άνθρωπος ειρήνευε. Άν λάχαινε νά είναι καί θρήσκος, έρχότανε άθελα στό στόμα του ό ψαλμός.Τό πιό άπότομο βουνό ήτανε τό Χοντρόβουνο. Κατέβαινε άπόγκρεμνα στή θάλασσα, μά ή άκροθαλασσιά ήτανε πολύ ήμερη. Είχε κάτι βραχάκια μέσα στά ρηχά νερά, μπροστά σ’ ένα ρημοκκλήσι τής Άγιας Κυριακής, μέ μιάν άραξιά άπό πέτρες τού γιαλού. Θυμάμαι πώς ήτανε άπό μέσα ή έκκλησούλα καί τά κατανυκτικά εικονίσματα. Στις δυό μικρές πόρτες τού τέμπλεου, ήτανε ζωγραφισμένοι οί δυό άρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γραβριήλ, μέ μελαχρινά πρόσωπα, μέ στηλωμένα μάτια, μέ τά μαλλιά τους δεμένα μ’ ένα δέσιμο πού άνέμιζε στόν άγέρα. Στή γωνιά είχανε γράμματα πού γράφανε: «Χειρ Ιγνατίου ίερομονάχου τού Σαμίου. Έν Ίεροσολύμοις 1843.» Όλα εκεί μέσα μοσκοβολούσανε κερί καί λιβάνι, κι αυτή ή ευωδία άνακατευότανε μέ τήν άρμυρή μυρουδιά τής θάλασσας πού έμπαινε άπό τήν πόρτα. Ησυχία! Τέτοια άγιασμένη ησυχία δέν υπάρχει πουθενά.
Στά ρηχά νερά, πού ήτανε καθαρά σάν κρούσταλλο, παίζανε μικρά ψαράκια, κοπάδια-κοπάδια άθερίνα. Μυλόπετρες, κομμένες άπό τό βουνό, κειτόντανε στ’ άκροθαλάσσι καί τίς ξέπλενε τό κύμα, κλίκ-κλάκ-κλάκ-κλούκ, καί σέ νανούριζε σάν έγερνες έκεΐ κάτω από τά δεντράκια. Παραπέρα ήτανε ένας σωρός από μολυβιά βράχια, κι απάνω στεκότανε ένα παμπάλαιο σπίτι, σάν μικρό κάστρο, κι απάνω σ’ ένα κοντάρι άνέμιζε αλαφρά μιά ξεθωριασμένη τούρκικη σημαία μέσα στήν ερημιά. Έκεΐ μέσα καθότανε ένας Τούρκος ολομόναχος, καί τό λέγανε Κουμέρκι, δηλαδή Τελωνείο, έπειδής ήτανε ή σκάλα ενός ευτυχισμένου χωριού, πού τό λέγανε Γενιτσαροχώρι. Πού νά περάσει κανένας στρατοκόπος! Ψυχή δέ φαινότανε.

Τραβώντας παραμέσα, στό μέρος πού έκλεινε ό μεγάλος κόρφος, ή θάλασσα ρήχευε, μπορούσες νά περπατάς άνοιχτά μέσα στό νερό κάμποση ώρα, δίχως ν’ ανεβεί τό νερό ως τό γόνατο. Ό πάτος ήτανε άμμος κατακάθαρος. Καβούρια καθόντανε καί λιαζόντανε, κοχύλια, χιλιάδες τρύπες καί μάτια από λογιών-λογιών χάβαρα, σουλήνες, χιβάδες, μπουρλήθρες, καραβίδες! Έδώ κ’ έκεΐ ξενέριζε καμιά πέτρα, στεφανωμένη μέ φύκια ολόδροσα πού μοσκοβολούσανε, καθαρή σάν κρούσταλλο. Στήν άκροθαλασσιά ήτανε στοιβιασμένα κοχύλια ψιλά κι άσπρα σάν τό ρύζι, κι άμμος ψιλός σάν πάσπαλη. Βούρλα, κάππαρη κι άρμυρήθρες φυτρώνανε σέ κείνο τό ήσυχο μέρος. Ό άνθρωπος ξέχανε τόν άλλο κόσμο, ανάπαυση εϋρισκε τό πνεύμα του, «ζώον εύδαιμον έγίγνετο», όπως γράφει ό Πλωτΐνος.
Όλα-όλα τά πλεούμενα ήτανε δυό-τρεΐς γέρικες ψαρόβαρκες, δεμένες σ’ ένα παλούκι, καί γύρω στό παλούκι γυρίζανε, άναλόγως τού καιρού. Τρεΐς-τέσσερις γέροι ψαράδες κ’ ένα- δυό παιδιά ήτανε όλη ή άνθρωπότητα σέ κείνο τό μέρος.
Ό πιό γέρος, ό πατριάρχης, ήτανε ό μπαρμπα-Μανώλης, ό λεγόμενος Βασιλές, γιατί, σάν έπινε λίγο κρασάκι, πού ήτανε δυσεύρετο σέ κείνον τόν Παράδεισο, έλεγε πώς είναι βασιλές! Κι αληθινά ήτανε βασιλές εκείνος ό αθώος γέρος, πού έλαμπε τό πρόσωπό του άπό τήν καλοσύνη κι από μιά τέτοια απλότητα, πού δέν μπορώ νά τήν παραστήσω. "Ετερος γέρος ήτανε ό μπαρμπα-Ξενοφός, ήμερο ανθρωπάκι, προβατάκι τοΰ Θεοΰ. Τρίτο τελώνιο ήτανε ό μπαρμπα-Παλουλόγος, ξερόκορμος σάν τόν 'Άγιο Γιάννη τόν Πρόδρομο. Τέταρτος ήτανε ό μπαρμπα-Παρασκευάς, ταπεινός, γλυκομίλητος, πρόθυμος σ’ ό,τι τοΰ ζητούσανε. "Ολοι τους ήτανε άπλοι καί καλοί, άπλαστοι, όπως λένε τ’ άγιωτικά βιβλία.
Τά δυό-τρία παιδάκια πού είχανε μαζί τους ήτανε έγγονοί τους, ό Νικόλας, ό Ευριπίδης κι ό Κωσταντής, όλα άθώα στό έπακρο. Δέ γνωρίζανε αν υπάρχει κόσμος παραπέρα. Ή πιό μεγάλη πολιτεία γι’ αυτά ήτανε τό Γενιτσαροχώρι.
Αυτοί οί ψαράδες, τις περισσότερες ώρες καθόντανε μέσα στίς βάρκες, όποτε δέν ψαρεύανε, κάτω άπό τήν τέντα πού κάνανε μέ τό πανί τής βάρκας, ριχμένο άπάνω σ’ ένα κοντάρι. Μπαλώνανε τά δίχτυα τους καί κουβεντιάζανε μεταξύ τους άπό τή μιά βάρκα στήν άλλη. Κάτι κεραμιδάρηδες είχανε ένα καμίνι κοντά στή θάλασσα, καί μ’ αυτούς κάνανε συντροφιά. Καμιά φορά πήγαινε κοντά τους καί κανένας τσομπάνης, πιό άρχαΐος άκόμα, καί μάθαινε άπό τούς ψαράδες τί γίνεται ό κόσμος.
Αρχαίοι άνθρωποι, άπλές ψυχές σάν τά μωρά. "Ολοι φορούσανε βράκες, κεραμιδιοί άπό τόν ήλιο. Άνθρωποι, βάρκες, πανιά, μοσκοβολούσανε θάλασσα.
Γιά νά καταλάβετε άκόμα πιό καλά τί μακάρια άπλότητα είχανε εκείνοι οί βλογημένοι άνθρωποι, θά σάς πώ μιάν ιστορία:

Μια φορά ήτανε ένας νέος τσομπάνης, σαν αυτόν που είπαμε. Καί, κεϊ πού φύλαγε τά γίδια του, σέ μιάν έρημη άκρογια- λιά, πήγε γιαλό ένα καράβι, καί βγήκανε οί γεμιτζήδες νά πάρουνε νερό. Πήγε κοντά τους κι ό τσομπάνης καί θαύμαζε τή βάρκα καί τούς άνθρώπους. "Υστερα τράβηξε μέ τά γίδια του, κι ό καπετάνιος τόν άκουσε πού κάθε τόσο έλεγε: «Κύριε, μή μ’ ελεήσεις!» Τόν φώναξε νά πάγει κοντά καί τοΰ είπε πώς δέν πρέπει νά παρακαλά έτσι τόν Θεό, αλλά νά λέγει: «Κύριε, έλέησέ με!» Σέ λίγο πήρανε οί θαλασσινοί τά βαρέλια, τά πήγανε στό καράβι, καί κάνανε πανιά. Ό τσομπάνης, στό μεταξύ, ξέχασε τά λόγια πού τοΰ ’χε πει ό καπετάνιος, κ’ έτρεξε γλήγορα στήν άκροθαλασσιά, κ’ έπιασε καί φώναζε: «Καπετάνιο, πώς είπες νά λέγω;» Μά τό καράβι έπαιρνε δρόμο κ’ ή φωνή του δέν έφτανε ως εκεί. Ό τσομπάνης έμπήκε στή θάλασσα, φωνάζοντας ολοένα. Βλέπει ό καπετάνιος τόν τσομπάνη νά τρέχει άπάνω στό νερό, σάν νά περπατούσε στή στεριά, καί νά ’ρχεται κατά τό καράβι, κράζοντάς τον: «Καπετάνιο, πώς είπες νά λέγω;» Ό καπετάνιος άνατρίχιασε, κατάλαβε πώς ό τσομπάνης είχε άγιάσει άπό τήν άπλότητα τής καρδιάς του, δίχως νά τό γνωρίζει, καί τοΰ φώναξε: «Λέγε το όπως τό ’λεγες! Λέγε το όπως τό ’λεγες!» Κι ό τσομπάνης γύρισε πίσω στή στεριά, καί μουρμούριζε: «Κύριε, μή μ’ έλεήσεις!»

Η εικόνα είναι τού Κ.Ξενόπουλου

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ   
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |