Ο καπετάν-Στέλιος κι' ο Βασίφ-εφέντης
Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ Τ’ ΑΪΒΑΛΙ είχε πολλά καΐκια καί καράβια. Μά δεν τά ναυλώνανε ξένοι, αλλά οί ίδιοι οί ’Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τά λάδια καί τά σαπούνια τους,πού ήτανε τά καλύτερα στον κόσμο, δπως ακόυσα νά λένε καί στή Μαρσίλια. Άλλα άπ’ αυτά ταξιδεύανε στήν Πόλη, άλλα στή Σμύρνη, καί τά πιό μεγάλα ταξιδεύανε στή Βλαχιά και στή Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε τό Μισίρι, στό Τριέστι καί στή Μαρσίλια.
Τά μικρά σκαριά ήτανε άχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντοΰσκες, περάματα, πένες. Τά μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, μέ φαρδιές σκάφες, μέ πλώρη λοξή, σάν τούς άχταρμάδες, καί μέ τάκο πίσω στήν πρύμη. Ή άρματωσιά τους ήτανε δυό άλμπουρα, τό ’να μέ σταύρωσες, τ’ άλλο μέ μπούμα. Καραβόσκαρα δέν είχανε οί Άίβαλιώτες. Καραβόσκαρα μέ δυό καί τρία άλμπουρα έρχόντανε στ’ Άίβαλί άπό άλλα μέρη, γιά νά φορτώσουνε ή γιά νά ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη καί πλούσια πολιτεία, κ’ εΰρισκε κανένας άπ’ δλα τά πράγματα.
Ό καπετάν-Στέλιος ό Καρνιαγοΰρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στή Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του ύστερα είχε πάρε-δώσε μοναχά μέ την Πόλη. Στήν Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τόν ξέρανε Ρωμιοί καί Τούρκοι καί τόν είχανε σέ μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός πού ήτανε σοβαρός άνθρωπος καί κουβαρντάς, αλλά καί στό παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, έμορφάνθρωπος, λές κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. "Οπου νά ρωτούσες τόν ξέρανε. Οί Τούρκοι τόν λέγανε Άϊβαλικλί-Στέλιο ή καμπουντάν-Στέλιο.
Ή μπομπάρδα του άραζε πάντα στό ι'διο μέρος, καί ξεχώριζε άνάμεσα στά λογής-λογής πλεούμενα, πού μερμηγκιάζανε μέσα στό λιμάνι, έμορφο σκαρί, αρχοντικό σάν τόν καπετάνιο της, βαμμένο μέ μεράκι, καθαρό, κουβέρτα καθρέφτης, πανιά πάντα καινούργια, ξάρτια, άγκουρες, καδένες, δλα σάν ζωγραφιστά. Ό τάκος τής πρύμης ήτανε έμορφοσκαλισμένος μέ πλουμίδια σοβαρά, σάν νά ’τανε κανένα σκαλιστό προσκυνη- τάρι κανωμένο από μάστορη ταλιαδοΰρο, μέ δυό περιστέρια πού βαστούσανε μέ τις μύτες τους μιά κορδέλα όπού έγραφε: «Τούς μέλλοντας πλέειν διαφύλαξον, Κύριε.»
Μιά φορά έτυχε νά βρεθούνε στήν Πόλη δυό Άϊβαλιώτες καπετάνιοι, ό Στέλιος Καρνιαγοΰρος κι ό Νικόλας ό Κοντογιώργης ό Γρίτσας, άλλο σκέδιο αυτός, ξερακιανός, εύκολομί-λητος, χωρατατζής. Πηγαίνανε καί φουμάρανε ναργκιλέ σ’ έναν καφενέ στό Χαβιαρόχανο. Καθόντανε κ’ οί δυό μέ τά μαρκούτσια στό ’να χέρι, μέ τά κομπολόγια στ’ άλλο. Ό Γρίτσας είχε τόση χάρη στήν κουβέντα του, κι ό άλλος είχε τέτοιο σαλτανατλίκι στό παρουσιαστικό του, πού πηγαίνανε πάντα καί καθόντανε κοντά τους είδών-είδών άνθρωποι, θαλασσινοί, έμποροι καί γραμματικοί.
Έκεϊ λοιπόν πού κουβεντιάζανε, έγινε μιά παρεξήγηση στην άλλη άκρη τοΰ καφενέ, σηκώθηκε μιά άναμπουμπούλα, κι όλος ό κόσμος μαζεύτηκε νά δει τί έγινε. Μοναχά οί δυό καπετάνιοι άπομείνανε στον τόπο τους.
Ή φασαρία, άντί νά καταλαγιάσει, πλήθυνε ως πού τραβήξανε μαχαίρια νά σκοτωθούνε. Τότε σηκώθηκε μέ τήν ησυχία του ό καπετάν-Στέλιος, βαρύς, καί πήγε κοντά καί, μοναχά πού τόν είδανε οί μαλωμένοι, σταματήσανε τόν καβγά. Ό Καρνια-γοΰρος άρπαξε τόν έναν, αυτόν πού έκανε τόν πιό παλληκαρά, σάν νά ήτανε κανένα σακκί άχυρο, καί τόν σφεντόνισε μέ τέτοια δύναμη, πού έκανε τρεΐς-τέσσερις τοΰμπες, κ’ ύστερα σηκώθηκε άπάνω σαστισμένος, κ’ έτρεχε άπό δω κι άπό κεΐ, ως πού βρήκε τήν πόρτα κ’ έγινε καπνός άπό τόν φόβο του. Στό μεταξύ, ό άλλος πού τήν γλύτωσε, ένας Άρμένης, άντί νά τόν ευχαριστήσει, πέταξε τό μαχαίρι καί τόν χτύπησε ξέφαρσα στό ποδάρι, κι ως νά καταλάβουνε τί έγινε, χάθηκε κι αύτός άπό τόν καφενέ. Ό Καρνιαγοΰρος πήγε καί κάθισε στόν τόπο του κ’ έπιασε καί φουμάριζε, σάν νά μή γίνηκε τίποτα.
Στό μεταξύ φτάξανε οί ζαπτιέδες μ’ έναν όνμπαση'. Ό όνμπασης ήτανε ένας χοντρός μαυρομούστακος μεγαλάνθρωπος. Σάν έμαθε τί έκανε ό καπετάν-Στέλιος, πήγε κοντά του καί τόν χαιρέτησε γελαζούμενος, καί πιάσανε καί κουβεντιάζανε.
Άπό κείνη τή μέρα δέσανε μεγάλη φιλία. Ό Βασίφ-έφέντης, ό λεγόμενος Λουκμάς, νερό έπινε πιά στ’ όνομα τοΰ Καρνιαγούρου, γιατί, κοντά στόν θαυμασμό πού είχε σ’ αύτόν γιά τή μεγαλοπρέπεια οπού είχανε τά φερσίματά του, καί γιατί δέν έβγαινε άπρεπος λόγος άπό τό στόμα του, είχε μάθει κι άπό πολύν κόσμο σέ τί εκτίμηση τόν είχανε τόν καπετάν-Στέλιο. "Οπότε πήγαινε στήν Πόλη ό Καρνιαγοΰρος, άπό τήν παρέα του δέν έλειπε ό Λουκμά-έφέντης. Τόν Άρμένη τόν έπιασε, καί θά τόν σκότωνε, μά ό καπετάνιος τόν παρακάλεσε νά τόν αφήσει, κ’ έτσι έκανε. Αύτά γινήκανε στά 1898, τόν Ιούνιο.
Στά 1903, παραμονές τά Χριστούγεννα, ξαναβρεθήκανε πάλι οί δυό καπετάνιοι, ό Καρνιαγοϋρος κι ό Γρίτσας, μαζί μέ τόν Βασίφ-έφέντη, καί πήγανε νά φάνε στόν Γαλατά, στήν ταβέρνα τού Μπουγιούκ Άϊναλή, πού μοναχά τού πουλιού τό γάλα δέν εύρισκες. Αλλά οί δυό Αϊβαλιώτες νηστεύανε, γιατί ήτανε σαρακοστή, κι ό Βασίφ-έφέντης νήστευε κι αυτός μαζί τους, δέν ήθελε νά φάγει κρέας.
Σαρακοστιανά φαγιά τά λέγανε, μά τέτοια σαρακοστή είναι καλύτερη από Ααμπρή. Είχανε δυό λογιών χαβιάρι, μαύρο καί παντερμαλίδικο, χταπόδι τουρσί καί ξερό, ψημένο στά κάρβουνα, μύδια, στρείδια, φούσκες, καλόγνωμες, καραβίδες, άλλα τουρσιά, σαλατικά, ρετσέλια. Ήτανε καλοφαγάδες εκείνοι οί μακαρίτες. Γι αύτό κι ό Βασίφ, πού ήτανε από φυσικό του φαγάς, παράφαγε κείνη τή μέρα.
Από κεΐ τραβήξανε στόν καφενέ.
Έκεΐ πού πίνανε καφέ, ό Βασίφ-έφέντης άλλαξε όψη, τά μάτια του γουρλώσανε, έπεσε τό φλιτζάνι από τό χέρι του, έγειρε, έγειρε, κι άπόμεινε ξερός άπάνω στήν καρέκλα. Τόν χτύπησε νταμπλάς. "Ητανε άνήμερα τ’ Αγιοΰ-Σπυρίδωνα.
Από κείνη τή μέρα άλλαξε ό καπετάν-Καρνιαγοΰρος. Αυτός πού δέν έκλαψε ποτέ του, ολοένα δάκρυζε, κι όλοι άπορούσανε.
«Τόν πήραμε στό λαιμό μας τόν άνθρωπο!» έλεγε καί ξανάλεγε στόν καπετάν-Νικόλα. «Έσκασε άπό τά θαλασσινά, γιατί δέν ήτανε συνηθισμένος!»
"Υστερα έλεγε πάλι συλλογισμένος:
«Φαίνεται πώς δέν έκανε νά νηστέψει, νά κάνει σαρακοστή μαζί μας, γιατί ήτανε «αλλόθρησκος. Ό Θεός οργίστηκε. ’Έτσι μοϋ είπε ό παπα-Κουστουλίδης!»
Αυτή ή ιδέα τόν έτρωγε σάν σαράκι. Έκεΐ πού καθότανε καί φουμάριζε, μουρμούριζε:
«Κρίμα στόν άνθρωπο! Κρίμα στόν άνθρωπο! Κ’ ύστερα λένε Τούρκος, κι αβάφτιστος! Μπρέ, μπρέ, μπρέ! Έγώ νά πέσω σέ τέτοιο σεκλέτι1! Αδελφός μου νά ’τανε, πάλε δέ θά μέ κόστιζε έτσι... Μωρέ, τί πάθαμε, χρονιάρες μέρες! Ουφ! Ουφ!»
Σέ λίγες μέρες κάνανε πανιά τά δυό τά καΐκια, ή μπομπάρδα τού καπετάν-Στέλιου καί τό τσερνίκι τού καπετάν-Νικόλα τού Γρίτσα, γιά νά ’ναι στ’ Αϊβαλί τά Χριστούγεννα.
Μέσα στό μπουγάζι άρμενίσανε μέ λίγον αγέρα καί μέ ψιλή βροχή. Ό καιρός ήτανε λεβάντες. Αμα ήβγανε στόν Μαρμαρά, ό άγέρας δυνάμωσε. Κατά τις δέκα, πριν άπό τό μεσημέρι, ό καιρός γύρισε στόν σορόκο καί φουρτούνιασε, μέ άστραπές κι άστροπελέκια. Ό ουρανός γίνηκε κατάμαυρος σάν νά νύχτωσε. Μουδάρανε τά πανιά καί βαστούσανε πλώρη άπάνω στό Καπού-Ντάγ. Μπροστά πήγαινε ή μπομπάρδα κι άπό πίσω πήγαινε τό τσερνίκι. Μά σέ λίγο ή θάλασσα δέν έμπαινε στά πανιά καί μέσα σέ κείνο τό σκοτάδι έχασε τό ’να καράβι τ’ άλλο. Τ’ άστροπελέκια μουγκρίζανε άπάνω άπό τό μανιασμένο πέλαγο. Ή θάλασσα τού Μαρμαρά, πού είναι ήμερη καί χαρούμενη μέ καλόν καιρό, είχε γίνει άγνώριστη. μελανή, σάν νά ’τανε άνεκατεμένη μέ φούμο. Σήκωνε κάτι σκοτεινά βουνά, π’ άνεβοκατεβαίνανε καί κυλούσανε κατά τόν βοριά, φόβος καί τρόμος, λές καί βρισκόσουνα στή Μαύρη Θάλασσα. Ή μπο-μπάρδα πάλευε παλληκαρίσια, σηκωνότανε μέ τό μπαστούνι στόν ουρανό, καί ξανάπεφτε βαριά, σάν βουβάλα άγριεμένη, μέ τή φαρδιά κοιλιά της άμπώχνοντας τά νερά, πού βράζανε ένα γύρω της. Θαρρείς πώς ή οργή τής θάλασσας έβγαινε άπό τά έγκατά της, από τό άπατο βάθο της, γιατί αυτό τό κλειστό πέλαγο έχει βάθος μέχρι χίλια πεντακόσα μέτρα. Τά νερά μπαίνανε από τήν πλώρη καί βγαίνανε άπό τήν πρύμη, κ’ είχανε πάρει τά μουσαμαδένια παραπέτα καί τόν σκύλο τοΰ καραβιού.
Ό καπετάν-Καρνιαγοϋρος ήτανε τυλιγμένος μέ μιά νιτσεράδα. Τόν έδερνε τό χαλάζι, τόν σκεπάζανε οί θάλασσες, μά αυτός δέν έδινε πεντάρα. Είχε περάσει πολλά τέτοια καί χειρότερα. Μέ τή μαΐστρα καί μέ τή μπούμα ή μπομπάρδα άγαντά-ριζε, άμπωχνε μέ τις φουσκωτές μάσκες της τά βουνά πού πέφτανε άπάνω της.
Λίγο πρίν άπό τό βασίλεμα τού ήλιου, φάνηκε μιά άγρια άντιφεγγιά κατά τόν μπουνέντε, σάν νά άνασηκώθηκε λίγο εκείνη ή μαυρίλα πού πλάκωνε τόν κόσμο, κι ό άγέρας λασκάρισε. Μπροστά κι άπό σταβέντο φανήκανε τά Μαρμαρονήσια. Ό καπετάνιος ορτσάρισε καλά, γιατί ή μπομπάρδα ξέπεφτε μέ τά λίγα πανιά πού άρμένιζε, καί μπήκε μέσα στό μπουγάζι, ανάμεσα στη στεριά καί στά νησιά, καί πήγε καί φουντάρισε πίσω άπό τό ένα, πού βρίσκεται πιό κοντά στή στεριά καί πού τό λένε Πασά-Λιμάν. Ό Καρνιαγοΰρος είχε ποδίσει κι άλλη φορά σ’ αύτό τό νησί, κοντά σ’ ένα μοναστήρι τής Άγιάς-Παρασκευής.
Σάν φουντάρανε καί μαϊνάρανε τά πανιά, ό καπετάνιος είπε: «Όποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε!»
Εξόν άπό τόν σκύλο, άνθρωπος δέν πνίγηκε. Άπό τις δυό βάρκες, είχε άπομείνει ή μιά άπάνω στήν κουβέρτα. Τή ρίξανε στή θάλασσα κ’ ήβγανε όξω δυό νοματαίοι καί πήγανε στό μοναστήρι κι άνάψανε κεριά. Γυρίζοντας, φέρανε βελέντζες γιά νά σκεπαστούνε, κ’ ένα πάπλωμα γιά τόν καπετάνιο, γιατί τά δικά τους ήτανε βρεμένα.
Καθίσανε εκεί πέρα δυό μέρες. Ό καπετάν-Γρίτσας δέν φάνηκε.
Την τρίτη νύχτα ό αγέρας έπεσε όλότελα κ' έβρεχε ώς τήν αυγή. Ό καιρός γύρισε στόν βοριά. Κάνανε πανιά καί τήν ϊδια μέρα περάσανε τό Τσανάκ-Καλέ. Ό καιρός ήτανε καθαρός, χωρίς σύννεφα. Τήν ώρα πού βασίλευε ό ήλιος, βρισκόντανε βορινά άπό τήν Τένεδο, καί κείνη τήν ώρα είδανε τό τσερνίκι τού καπετάν-Νικόλα, πού πήγαινε πιό γιαλό, μαζί μ’ ένα άλλο καΐκι.
Τόν χουγιάξανε καί πέσανε κοντά, καί πήγε ό καπετάν-Γρίτσας μέ τή βάρκα άπάνω στή μπομπάρδα. Τούς είπε πώς, τόν καιρό πού χωριστήκανε, αυτός τράβηξε άνοιχτά άπό τά Μαρμαρονήσια καί, μέ όλο τό στραπάτσο πού έφαγε όλη τή νύχτα, δέν πόδισε, ώς πού έφταξε στό Τσανάκ-Καλέ, κ’ εκεί φουντάρισε καί κάθισε καί περίμενε τόν καπετάν-Στέλιο, γιατί τοΰ είπανε πώς ή μπομπάρδα δέν είχε περάσει άκόμα. Καί πώς βαρέθηκε πιά νά τόν περιμένει, κ’ είχε κάνει πανιά λίγο πριν νά περάσει ό Καρνιαγοΰρος άπό τό Τσανάκ-Καλέ. Τό καΐκι του δέν έπαθε καμιά ζημιά.
Σάν σκοτείνιασε, ό χιονιάς κατέβηκε μέ τά παιδιά του, όπως λένε οί θαλασσινοί. Τά δυό καΐκια πέσανε άπό κάτω άπό τήν Τένεδο, κ’ εκεί ξημερωθήκανε. Καθίσανε καί τήν άλλη μέρα, τής Άγιας Αναστασίας τής Φαρμακολύτριας. Ό καιρός ήτανε ο ίδιος και χειρότερός.
Ξημερώνοντας τήν άλλη μέρα, προπαραμονή Χριστούγεννα, φουρτούνα κιαμέτι καί κρύο τάντανο! Κάνανε τόν σταυρό τους καί φύγανε μέ λίγα πανιά, σχεδόν ξυλάρμενοι, ώς πού καβατζάρανε τόν Καρά-Μπαμπά. Άπό κεϊ ορτσάρανε καί πηγαίνανε γιαλό, ώς πού φτάξανε άντίκρυ άπό τά Μοσκονήσια.
Ό χιονιάς κατέβαζε άνεμόβροχο άπό τό Κάζ Ντάγ, πού στεκότανε άπό πάνω τους ανταριασμένο καί μελανιασμένο, στεφανωμένο μέ τά σύννεφα τής χιονιάς. Ό αγέρας χυνότανε βαρύς σάν κρύο μολύβι μέσ’ άπό τίς νεροφαγιές τοΰ βουνού, κ’ έκανε τή θάλασσα νά βράζει, καί μπατάριζε τά δυό καΐκια νά τά καϊναντίσει', κι άς αρμενίζανε μοναχά μέ τούς φλόκους καί με τά μεγάλα πανιά πολύ μουδαρισμένα.
Φτάνοντας εκεί πού είπα, τά δώσανε στά πρίμα, καί προφτάξανε καί μπήκανε μέσα στό Ταλιάνι πριν νά καλοσκοτεινιάσει. Τά ρέματα τραβούσανε κατά μέσα στό μπουγάζι τ’ Άϊβαλιοϋ. Σέ λίγη ώρα, νύχτα πιά, φουντάρανε καί τά δυό μαζί, τό τσερνίκι στ’ Άγγελή τον Γιαλό κ’ ή μπομπαρδα στήν Κάτω Χώρα. Άφοΰ τά βολέψανε όλα απάνω στά καΐκια, βγήκανε όξω οί γεμιτζήδες κι ό καθένας πήγε στό σπίτι του.
Ή πολιτεία ήτανε χαρούμενη καί πανηγυρική, μ’ όλο πού φυσούσε ό χιονιάς παγωμένος, καί βούιζε στά σαχνισίνια. Τά καμπαναριά φεγγοβολούσανε από τή φωτοχυσία. Στούς δρόμους γυρίζανε σμάρια από παιδιά μέ τά φανάρια, καί λέγανε τά κάλαντα.
Τήν ώρα πού έμπαινε στό σπίτι του ό καπετάν-Καρνιαγοϋρος, ή πόρτα ήτανε ανοιχτή καί τά παιδιά τελειώνανε:
Ιδού οπού σας ειπαμεν ολην την ιστορίαν, τοϋ Ίησού μας τοϋ Χριστοϋ γέννησιν τήν αγίαν.
Καί σάς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθήτε, ολίγον ύπνον πάρετε καί πάλιν σηκωθήτε.
Καί βάλετε τά ροϋχα σας, εύμορφα ένδνθήτε, στήν εκκλησίαν τρέξατε, μέ προθυμίαν μπήτε...
Κι ό καπετάν-Στέλιος, αφού άλλαξε άσπρόρουχα, πλάγιασε καί κείνος καί πήρε λίγον ύπνο καί, μ’ όλο πού ήτανε άγρυπνισμένος, σηκώθηκε μέ τις καμπάνες πού χτυπούσανε χαρμόσυνα άπό δώδεκα καμπαναριά.
Ό κόσμος βούιζε χαρούμενος στούς δρόμους καί πήγαινε στις έκκλησιές, οί πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές καί μπαινοβγαίνανε κορίτσια κι αγόρια ντυμένα μέ τά καλά τά ρούχα τους.Τά τραπέζια ήτανε στρωμένα καί περιμένανε ν’ απολύσει ή Λειτουργία, γιά νά πάνε νά φάνε οί νοικοκυραίοι.
Ό καπετάν-Στέλιος έβαλε τά καλά σαλβάρια του, ρούχα άκριβά καί σοβαρά, έριξε στίς πλάτες του τή βαριά γούνα του, έστριψε τό μουστάκι του, καί πήγε στην έκκλησιά, μαζί μέ τή γυναίκα του, μέ τούς δυό γυιούς του καί τήν κόρη του, όλοι τους έμορφοι καί χαρούμενοι.
'Άμα απόλυσε ή έκκλησιά καί τελειώσανε τά καλωσορίσματα, γυρίσανε στό σπίτι.
Καί πάλιν σάν γυρίσετε εις τό αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητόν σας.Καί τόν σταυρόν σας κάμετε, γευθήτε, εύψρανθήτε, δότε καί κανενός πτωχού, όστις νά ύστερήται.
Μ’ όλη τή χαρά πού έφερε ό Χριστός στόν κόσμο μέ τή Γέννησή του, ό καπετάν-Στέλιος ήτανε στενοχωρημένος. Άπό τό νού του δέν έφευγε ό καημένος ό Βασίφ-έφέντης, άκόμα καί μέσα στήν έκκλησιά.
«Ήμαρτόν σοι. Κύριε», μουρμούριζε, «γιά έναν αλλόθρησκο νά τό πάρω τόσο βαριά, σά νά ’τανε αιμα μου, σά νά ’τανε άδελφός μου! Μά άραγες ό Χριστός ήρθε σέ τούτον τόν κόσμο μόνο γιά μάς τούς βαφτισμένους, καί δέν ήρθε γιά ούλον τόν κόσμο, γιά κάθε άνθρωπο πού έχει καλή ψυχή, τί Τούρκος, τί Ρωμιός; Ό Θεός των πνευμάτων καί πάσης σαρκός, άνάπαψε καί συγχώρεσε καί τόν Βασίφ-έφέντη, πού είχε ψυχή πιό καλή άπό μάς τούς χριστιανούς!»
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου