ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ἐργασία καὶ πνευματικὴ ζωὴ

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Ἐργασία καὶ πνευματικὴ ζωὴ




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

 Ἐργασία καὶ πνευματικὴ ζωὴ


Ἡ δουλειὰ εἶναι εὐλογία


– Γέροντα, παλιὰ ἔλεγαν: «Καλύτερα νὰ λειώνης σόλες παρὰ κουβέρτες». Τί ἐννοοῦσαν;
– Ἤθελαν νὰ ποῦν: «Καλύτερα νὰ λειώνης σόλες δουλεύοντας παρὰ νὰ μένης στὸ κρεββάτι τεμπελιάζοντας». Ἡ δουλειὰ εἶναι εὐλογία, εἶναι δῶρο Θεοῦ. Δίνει ζωντάνια στὸ σῶμα, φρεσκάδα στὸν νοῦ. Ἐὰν δὲν ἔδινε ὁ Θεὸς τὴν δουλειά, θὰ μούχλιαζε ὁ ἄνθρωπος. Ὅσοι εἶναι ἐργατικοί, ἀκόμη καὶ στὰ γεράματά τους δὲν σταματοῦν νὰ δουλεύουν. Ἂν σταματήσουν τὴν δουλειά, ἐνῶ ἀκόμη ἔχουν δυνάμεις, μελαγχολία θὰ πάθουν. Αὐτὸ εἶναι θάνατος γι᾿ αὐτούς. Θυμᾶμαι, ἕνα γεροντάκι στὴν Κόνιτσα, κοντὰ ἐνενῆντα χρονῶν, συνέχεια δούλευε. Τελικὰ πέθανε στὸ χωράφι, δυὸ ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ἐξάλλου καὶ αὐτὴ ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση ποὺ ἐπιζητοῦν μερικοὶ δὲν εἶναι μιὰ μόνιμη κατάσταση. Ἴσα-ἴσα ποὺ ξεχνοῦν τὸ ἄγχος τους ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἔχουν τὸ φαγητό τους, τὸ γλυκό τους, τὸ μπάνιο τους, τὴν ξεκούρασή τους. Μόλις ὅμως τελειώσουν αὐτά, ζητοῦν ἄλλη ἀνάπαυση. Ἔτσι εἶναι συνέχεια στενοχωρημένοι, γιατὶ πάντα κάτι τοὺς λείπει· νιώθουν ἕνα κενὸ καὶ ἡ ψυχή τους ζητᾶ νὰ τὸ συμπληρώση. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ κουράζεται μὲ τὴν δουλειὰ ἔχει μιὰ συνεχῆ χαρά, τὴν πνευματικὴ χαρά.
– Γέροντα, ἂν ἔχης πρόβλημα μὲ τὴν μέση, δὲν μπορεῖς νὰ κάνης ὁποιαδήποτε
ἐργασία.
– Καλά, καὶ ἡ μέση δὲν χρειάζεται ἄσκηση; Μιὰ ἐργασία ποὺ εἶναι σὰν ἄσκηση
γιὰ τὴν μέση δὲν βοηθάει; Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ: Ἂν κανεὶς τρώη, πίνη, κοιμᾶται καὶ δὲν δουλεύη, παθαίνει ἕνα ξεβίδωμα καὶ θέλει ὅλο νὰ κοιμᾶται, γιατὶ τὸ σῶμα του, τὰ νεῦρα του, χαλαρώνουν. Φθάνει σιγὰ-σιγὰ νὰ μὴν μπορῆ νὰ κάνη τίποτε. Μόλις περπατήση λίγο, κόβεται. Ἐνῶ, ἂν δουλέψη λίγο καὶ κινηθῆ, δυναμώνει καὶ στὰ πόδια καὶ στὰ χέρια. Βλέπεις, αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴν δουλειά, δὲν κοιμοῦνται πολὺ ἤ, ἀπὸ κούραση, μπορεῖ καὶ καθόλου νὰ μὴν κοιμηθοῦν, ἀλλὰ ἔχουν δυνάμεις, γιατὶ μὲ τὴν δουλειὰ ψήνονται καὶ δυναμώνουν σωματικά.
  δουλειά,  εἰδικὰ  γιὰ  τὸν  νέο,  εἶναι  ὑγεία.  Ἔχω  παρατηρήσει  ὅτι  μερικὰ
καλομαθημένα παιδιά, ὅταν πᾶνε στὸν στρατό, ψήνονται, σκληραγωγοῦνται. Ὁ στρατὸς τοὺς κάνει πολὺ καλό. Φυσικὰ αὐτὸ περισσότερο γινόταν παλιά. Σήμερα φοβοῦνται νὰ ζορίσουν τοὺς στρατιῶτες, γιατὶ μὲ λίγο ζόρισμα κόβουν τὶς φλέβες, παθαίνουν νευρικὸ κλονισμό... Ἐγὼ λέω στοὺς γονεῖς νὰ πληρώνουν κάποιον καὶ νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους σ᾿ αὐτὸν νὰ δουλεύουν, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν ὑγεία τους – φθάνει νὰ κάνουν μιὰ δουλειὰ ποὺ νὰ τὴν ἀγαποῦν. Γιατὶ ἕνας νέος ποὺ ἔχει νεῦρο, ἔχει καὶ μυαλό, ἂν δὲν δουλεύη, γίνεται νωθρός. Ὅταν μάλιστα βλέπη τοὺς ἄλλους νὰ προκόβουν, μπερδεύεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του καὶ δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτε. Συνέχεια ἔχει λογισμοὺς καὶ τὸ μυαλό του κουρκουτιάζει. Ὕστερα πάει καὶ ὁ διάβολος καὶ τοῦ λέει: «Χαμένε, τί ἀνεπρόκοπος ποὺ εἶσαι! Ὁ τάδε ἔγινε καθηγητής, ὁ ἄλλος ἔχει δική του δουλειὰ καὶ βγάζει χρήματα, ἐσὺ ποῦ θὰ καταλήξης;», ὁπότε τὸν ἀπελπίζει. Ἐνῶ, ἂν δουλέψη, θὰ ἀποκτήση ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Θὰ δῆ ὅτι καὶ αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὰ βγάλη πέρα, ἀλλὰ καὶ τὸ μυαλό του θὰ ἀπασχολῆται στὴν δουλειὰ καὶ θὰ γλιτώνη ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Γίνονται ἔτσι δυὸ
καλά.


Ἐκλογὴ ἐπαγγέλματος


– Γέροντα, μερικοὶ γονεῖς κατευθύνουν τὰ παιδιά τους πρὸς τὸ δικό τους ἐπάγγελμα, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται πιεστικοί.
– Ὄχι, δὲν κάνουν καλά. Δὲν πρέπει νὰ πιέζουν τὰ παιδιά τους νὰ κάνουν αὐτὸ
ποὺ ἀναπαύει τοὺς ἴδιους, ἂν αὐτὸ δὲν ἀναπαύη καὶ ἐκεῖνα. Γνώρισα ἕναν νέο ποὺ ἤθελε νὰ σπουδάση θεολογία καὶ νὰ γίνη ἱερέας. Ἡ μάνα του ὅμως δὲν τὸν ἄφηνε· τὸν πίεζε νὰ πάη ἰατρική. Τὸ παιδὶ εἶχε μάθει βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ ἔψελνε. Εἶχε κάνει μόνος του καὶ ἕνα ὄργανο μουσικὸ καὶ εὕρισκε τοὺς ἤχους. Ἤξερε τὰ μουσικὰ ἀπ᾿   ἔξω.   Εἶχε   χάρισμα.   Ἔφτιαχνε   τροπάρια,   ἀκολουθίες...   Μόλις   τελείωσε   τὸ γυμνάσιο, ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ πέρασε στὴν Θεολογικὴ Σχολή. Ἡ μάνα του ἔπαθε νευρικὸ κλονισμὸ ἀπὸ τὴν στενοχώρια της. Ἐρχόταν ὕστερα καὶ μὲ παρακαλοῦσε:
«Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ γίνω καλά, καὶ ἂς κάνη ὅ,τι θέλει τὸ παιδί μου». Μόλις
ἔγινε καλά,  πάλι  δὲν  τὸν  ἄφηνε νὰ κάνη  αὐτὸ  ποὺ ἤθελε. Ὕστερα καὶ  αὐτὸς  τὰ
παράτησε ὅλα, καὶ τελικὰ χαραμίστηκε.
Ἐγὼ λέω στοὺς νέους ποὺ βλέπω νὰ προβληματίζωνται  ποιά  ἐπιστήμη νὰ ἀκολουθήσουν: «Δέστε ποιά ἐπιστήμη σᾶς ἀρέσει, ὥστε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση σας». Ἂν δὲν εἶναι στὴν φύση τους αὐτὸ ποὺ σκέφτονται νὰ κάνουν, προσπαθῶ νὰ τοὺς κάνω νὰ δώσουν τὴν καρδιά τους σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν. Τοὺς βοηθάω δηλαδὴ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐπιστήμη ποὺ θέλουν καὶ νὰ κάνουν τὸ ἐπάγγελμα ποὺ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὶς δυνάμεις τους, φθάνει νὰ τὸ κάνουν κατὰ Θεόν. Ἔχει κλίση κάποιος στὴν μουσική; Νὰ γίνη μουσικὸς ἢ καλὸς ἱεροψάλτης, ποὺ θὰ βοηθάη μὲ τὴν ζωή του καὶ μὲ τὴν ψαλτική του ὅσους θὰ τὸν ἀκοῦν, ὥστε νὰ ἀγαπήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν προσευχή. Ἔχει κλίση στὴν ζωγραφική; Νὰ γίνη ζωγράφος ἢ ἁγιογράφος καὶ νὰ κάνη μὲ εὐλάβεια εἰκόνες, ποὺ θὰ κάνουν θαύματα. Ἔχει κλίση σὲ κάποια ἐπιστήμη; Νὰ ἀφοσιωθῆ σ᾿ αὐτὴν καὶ νὰ ἐργασθῆ μὲ φιλότιμο.
Καὶ  νὰ  δῆτε,  φαίνεται  ἀπὸ  μικρὸς  κανεὶς  τί  κλίση  ἔχει.  Μιὰ  φορὰ  στὸ μοναστήρι  στὸ  Στόμιο  εἶχε  ἔρθει  κάποιος μὲ  δυὸ  ἀνηψάκια  του.  Τὸ  ἕνα,  ἕξι-ἑπτὰ χρονῶν, κάθησε κοντά μας καὶ συνέχεια μᾶς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις. Τὸ ρωτάω:
«Τί θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης;». «Δικηγόρος!», μοῦ λέει. Τὸ ἄλλο τὸ χάσαμε. Ρωτάω
τὸν  θεῖο  του:  «Ποῦ  πῆγε  τὸ  ἄλλο  τὸ  παιδί;  μήπως  πέση  σὲ  κανέναν  γκρεμό». Βγαίνουμε ἔξω νὰ τὸ βροῦμε καὶ ἀκοῦμε κάτι χτυπήματα στὸ μαραγκούδικο. Πᾶμε μέσα, καὶ τί νὰ δοῦμε; Τὸ σανίδι ποὺ εἶναι στὸν μπάγκο, ὅπου πλανίζουμε καὶ εἶναι πολὺ λεῖο, τὸ εἶχε κάνει μὲ τὸ σκεπάρνι χάλια! «Τί θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης;», τὸ ρωτάω. «Ἐπιπλοποιός!», μοῦ λέει. «Νὰ γίνης, τοῦ λέω. Χαλάλι ποὺ χάλασε τὸ σανίδι! Δὲν πειράζει!».


Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν δουλειὰ


– Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι νιώθουν ἀνία στὴν δουλειά;

– Μήπως δὲν ἀγαποῦν τὴν δουλειά τους; Ἢ μήπως ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἴδιο
πράγμα;  Συχνά,  σὲ  μερικὲς  δουλειές,  σὲ  ἕνα  ἐργοστάσιο,  ἂς  ποῦμε,  ποὺ  φτιάχνει
κουφώματα,  ἕνας  ὑπάλληλος,  ἀπὸ  τὸ  πρωὶ  ὣς  τὴν  ὥρα  ποὺ  θὰ  φύγη,  κολλάει- κολλάει· ἕνας ἄλλος περνάει συνέχεια τζάμια, ἄλλος στόκο. Κάνουν συνέχεια τὴν ἴδια δουλειά, ἕνα μονότονο πράγμα, καὶ τὸ ἀφεντικὸ τοὺς παρακολουθεῖ. Καὶ δὲν εἶναι μιὰ μέρα ἢ δυό. Ὅλο τὸ ἴδιο-τὸ ἴδιο τὸ βαριοῦνται. Παλιὰ δὲν ἦταν ἔτσι. Ἕνας μαραγκὸς παραλάμβανε τέσσερις τοίχους ἀπὸ τοὺς χτίστες καὶ ἔπρεπε νὰ παραδώση στὸν νοικοκύρη   τελειωμένο   τὸ   σπίτι   μὲ   τὸ   κλειδί.   Θὰ   ἔφτιαχνε   τὰ   πατώματα,   τὰ κουφώματα, θὰ περνοῦσε τὰ τζάμια μὲ στόκο. Ὕστερα θὰ ἔκανε σκάλες γυριστές, τορναριστὰ κάγκελα, μετὰ θὰ ἄσπριζε, θὰ ἔκανε τὰ ντουλάπια, τὰ ράφια, στὴν συνέχεια θὰ ἔκανε καὶ τὰ ἔπιπλα. Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἀσχολοῦνταν ὁ ἴδιος μὲ ὅλα αὐτά, ἤξερε ὅμως νὰ τὰ φτιάχνη. Σὲ μιὰ ἀνάγκη θὰ ἔκανε ἀκόμη καὶ τὴν σκεπή, θὰ ἔβαζε καὶ τὰ κεραμίδια.
Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι βασανισμένοι, γιατὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν δουλειά
τους. Κοιτάζουν πότε νὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ φύγουν. Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ζῆλος γιὰ τὴν δουλειὰ καὶ ἔχη κανεὶς ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτὸ ποὺ φτιάχνει, ὅσο δουλεύει, τόσο ἀνάβει ὁ ζῆλος.  Ἀφοσιώνεται  μετὰ  στὴν  δουλειά  του  καί,  ὅταν  εἶναι  νὰ  φύγη,  λέει:  «Πότε πέρασε ἡ ὥρα;». Ξεχνάει καὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸν ὕπνο, τὰ ξεχνάει ὅλα. Καὶ νηστικὸς νὰ εἶναι, δὲν πεινάει, καὶ ἄυπνος νὰ  εἶναι, δὲν νυστάζει, ἀλλὰ καὶ  χαίρεται ποὺ δὲν κοιμᾶται. Δὲν εἶναι ὅτι βασανίζεται ἀπὸ τὴν πεῖνα ἢ ἀπὸ τὴν νύστα· εἶναι πανηγύρι γι᾿ αὐτὸν ἡ δουλειά.
– Γέροντα, δυὸ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν τὴν ἴδια δουλειά, πῶς γίνεται ὁ ἕνας νὰ
βγαίνη ὠφελημένος πνευματικὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κάνει καὶ ὁ ἄλλος ζημιωμένος;
– Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς ὁ καθένας κάνει αὐτὴν τὴν δουλειὰ καὶ τί ἔχει μέσα
του.  Ἂν  ἐργάζεται  μὲ  ταπείνωση  καὶ  ἀγάπη,  ὅλα  θὰ  εἶναι  φωτισμένα, λαμπικαρισμένα,  χαριτωμένα, καὶ θὰ νιώθη ἐσωτερικὴ ξεκούραση. Ἂν ὅμως βάζη ὑπερήφανο λογισμό, ὅτι κάνει τὴν δουλειὰ καλύτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, μπορεῖ νὰ νιώθη μιὰ ἱκανοποίηση, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἱκανοποίηση δὲν γεμίζει τὴν καρδιά του, γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν πληροφορεῖται, δὲν ἔχει ἀνάπαυση.
Ὕστερα, ὅταν κανεὶς δὲν κάνη τὴν δουλειά του μὲ ἀγάπη, κουράζεται. Ἕνας,
καὶ μόνον ποὺ βλέπει ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβῆ μιὰ ἀνηφόρα, γιὰ νὰ τελειώση κάποια δουλειά, κουράζεται, γιατὶ δὲν ἀγαπάει αὐτὴν τὴν δουλειά. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος ποὺ τὴν κάνει μὲ τὴν καρδιά του, πάει καὶ ἔρχεται στὴν ἀνηφόρα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνη. Ὧρες μπορεῖ λ.χ. νὰ σκαλίζη ἕνας ἐργάτης μέσα στὸν ἥλιο καὶ νὰ μὴν κουράζεται, ἂν τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του. Ἐνῶ, ἂν δὲν τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του, ὅλο σταματάει, χαζεύει, γκρινιάζει: «ὤ, πολλὴ ζέστη κάνει», λέει, καὶ ὑποφέρει.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ τὸν ἀπορροφήση κάποιον ἡ ἐπιστήμη του, ἡ δουλειά του, καὶ νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὴν οἰκογένειά του κ.λπ.;
  Τὴν  δουλειά  του  θὰ  τὴν  ἀγαπάη  ἁπλά·  δὲν  θὰ  τὴν  ἐρωτευθῆ.  Ἂν  δὲν ἀγαπήση τὴν δουλειά του, θὰ κουράζεται διπλά, καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, ὁπότε καὶ ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση δὲν θὰ τὸν ξεκουράζη, γιατὶ ψυχικὰ θὰ εἶναι κουρασμένος. Ἡ ψυχικὴ κούραση εἶναι αὐτὴ ποὺ καταβάλλει τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν δουλεύη κανεὶς μὲ τὴν καρδιά του καὶ εἶναι χαρούμενος, εἶναι ψυχικὰ ξεκούραστος καὶ ἐξαφανίζεται ἡ σωματικὴ κούραση. Νά, γνώρισα κάποιον στρατηγὸ ποὺ κάνει ἀκόμη καὶ τὶς δουλειὲς τῶν στρατιωτῶν. Καὶ πῶς πονάει γιὰ τοὺς στρατιῶτες! Σὰν πατέρας! Ξέρετε τί χαρὰ  νιώθει! Κάνει τὸ καθῆκον του καὶ χαίρεται. Μιὰ φορὰ ξεκίνησε μεσάνυχτα ἀπὸ τὸν
Ἕβρο, γιὰ νὰ πάη στὴν Λάρισα στὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου καὶ νὰ προλάβη νὰ
εἶναι στὴν Θεία Λειτουργία, ἐνῶ ἦταν δικαιολογημένος νὰ πάη καὶ ἀργότερα, στὴν Δοξολογία ποὺ θὰ ἔκαναν στὸ τέλος. Ἀλλὰ σοῦ λέει: «Πρέπει νὰ εἶμαι ἐγκαίρως, γιὰ νὰ τιμήσω τὸν Ἅγιο». Ὅλα τὰ κάνει μὲ τὴν καρδιά του. Ἡ εὐχαρίστηση ποὺ νιώθει ὅποιος κάνει φιλότιμα τὴν δουλειά του εἶναι καλὴ εὐχαρίστηση. Τὴν ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν κουράζεται τὸ πλάσμα Του. Αὐτὴ εἶναι ξεκούραση ἀπὸ τὴν κούραση.


Ὁ καθένας νὰ ἀξιοποιήση πνευματικὰ τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει


Τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ τὸ ἀξιοποιήση στὸ καλό, γιατὶ ὁ Θεός, γιὰ νὰ τοῦ τὸ δώση, ἔχει καὶ ἀπαιτήσεις. Τὸ μυαλὸ λ.χ. εἶναι μιὰ δύναμη, ἀλλά, ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας, μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἢ κακό. Ἕνας ποὺ ἔχει πολλὴ ἐξυπνάδα, ἂν τὴν χρησιμοποιήση σωστά, μπορεῖ νὰ κάνη ἐφευρέσεις  ποὺ  θὰ  βοηθοῦν  τὸν  κόσμο.  Ἂν  ὅμως  δὲν  τὴν  χρησιμοποιήση  σωστά, μπορεῖ  νὰ  ἐφευρίσκη,  ἂς  ὑποθέσουμε,  πῶς  νὰ  ληστεύη  τὸν  ἄλλον.    αὐτοὶ  ποὺ κάνουν γελοιογραφίες σὲ ἐφημερίδες κ.λπ., σὲ μιὰ γελοιογραφία, σὲ ἕνα σκίτσο, κρύβουν ὁλόκληρο γεγονός. Καὶ ἂν αὐτὸ ἔχη σχέση μὲ ἐκκλησιαστικὰ θέματα κ.λπ., μπορεῖ νὰ κρύβη καὶ ὁλόκληρη θεολογία. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἂν σπούδαζαν θεολογία, ἐπειδὴ ὁ νοῦς τους παίρνει στροφές, θὰ μποροῦσαν νὰ ἐμβαθύνουν πολὺ στὰ θεῖα νοήματα. Θὰ ἀξιοποιοῦσαν δηλαδὴ αὐτὴν τὴν εὐστροφία, θὰ τὴν ἁγίαζαν, καὶ θὰ βοηθοῦσαν καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους. Ἐνῶ τώρα πολλοὶ κάνουν ἀρνητικὸ ἔργο· ἂν εἶναι αἰσχροί, αἰσχρό, ἂν εἶναι γελοῖοι, γελοῖο.
Ὅσοι  δηλαδὴ  ἔχουν  κάποια  ἰδιαίτερη  ἱκανότητα,  θὰ  γίνουν    χρήσιμοι 
καταστρεπτικοί. Ἐνῶ ὅσοι δὲν ἔχουν κάποια ἰδιαίτερη ἱκανότητα, δὲν μποροῦν βέβαια νὰ κάνουν κάποιο μεγάλο καλό, ἀλλὰ τοὐλάχιστον δὲν μποροῦν νὰ κάνουν οὔτε μεγάλο κακό.


Ἄγχος καὶ ἐργασία


– Γέροντα, πολλοί, ὅταν ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι ἀπὸ τὴν δουλειά, εἶναι ἐκνευρισμένοι.
  Ἐγὼ συνιστῶ στοὺς ἄνδρες,  μετὰ τὴν  δουλειά τους,  ἂν  βρίσκουν καμμιὰ ἐκκλησία  ἀνοιχτή,  νὰ  μπαίνουν  νὰ  ἀνάβουν  ἕνα  κερί,  νὰ  μένουν  μέσα  δέκα- δεκαπέντε λεπτὰ ἢ νὰ κάθωνται σὲ κάποιο πάρκο νὰ διαβάζουν ἕνα κομματάκι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ γαληνεύουν λίγο, καὶ ὕστερα νὰ πηγαίνουν στὰ σπίτια τους ἤρεμοι καὶ χαμογελαστοί, καὶ ὄχι νὰ πηγαίνουν ἐκνευρισμένοι καὶ νὰ στήνουν τὸν καβγᾶ. Νὰ μὴ μεταφέρουν τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν στὴν δουλειά τους μέσα στὸ σπίτι· νὰ τὰ ἀφήνουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.
– Γέροντα, μερικοὶ ὅμως εἶναι καὶ κάπως δικαιολογημένοι, γιατὶ ἡ εὐθύνη ποὺ
ἔχουν στὴν δουλειὰ τοὺς γεμίζει ἄγχος.
– Τοὺς γεμίζει ἄγχος, γιατὶ δὲν βάζουν καὶ τὸν Θεὸ στὶς ὑποθέσεις τους. Ὁ
τεμπέλης ποὺ λέει «ἔ, ἔχει ὁ Θεός...», εἶναι καλύτερος ἀπὸ αὐτούς. Ἐγὼ προτιμῶ νὰ εἶναι κανεὶς ὑπάλληλος, νὰ κάνη σωστὰ καὶ μὲ φιλότιμο τὴν δουλειά του, ἀλλὰ νὰ ἁπλοποιῆ τὴν ζωή του, νὰ περιορίζεται στὰ ἀπαραίτητα καὶ νὰ ἔχη ἥσυχο τὸ κεφάλι  του,  παρὰ  νὰ  εἶναι  ἐργοστασιάρχης  καὶ  νὰ  εἶναι  συνέχεια  «ἂχ  καὶ  βάχ»,  γιατὶ
συνήθως εἶναι χρεωμένος. Μπαίνει καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, «θὰ πάρω τόσο δάνειο, νὰ
παρουσιάσω κι αὐτὸ καὶ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ τακτοποιηθῶ καλύτερα...», καὶ μετὰ πέφτει ἔξω, χρεωκοπεῖ, ὁπότε μετὰ πλειστηριασμὸς κ.λπ.
Ὕστερα πολλοὶ στὴν ἐργασία τους δὲν δουλεύουν τὸ μυαλό τους, κουράζονται ἄσκοπα, καὶ δουλειὰ δὲν βγάζουν. Δὲν μποροῦν μετὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν καὶ τοὺς πιάνει ἄγχος. Κάποιος λ.χ. θέλει νὰ μάθη μιὰ τέχνη καί, ἐπειδὴ δὲν προσέχει, χρόνια πάει-ἔρχεται, χωρὶς νὰ κάνη προκοπή, γιατὶ δὲν δουλεύει τὸ μυαλό του. Πρέπει νὰ δῆ τί τοῦ χρειάζεται στὴν δουλειά του καὶ νὰ τὸ προσθέση. Νά, ὅταν δούλευα στὸν κόσμο σὰν μαραγκός, εἶδα πὼς γιὰ τὰ ἔπιπλα ποὺ ἔκανα μοῦ χρειαζόταν καὶ ἕνας τόρνος. Τί; νὰ πήγαινα σὲ ἄλλον νὰ μοῦ τὰ φτιάξη; Πῆρα ἕναν τόρνο καὶ ἔμαθα νὰ τὸν δουλεύω. Στὴν συνέχεια εἶδα ὅτι χρειαζόταν νὰ φτιάξω κυκλικὲς σκάλες. Κάθησα, θυμήθηκα καὶ τὴν γεωμετρία καὶ τὴν ἀριθμητικὴ καὶ ἔμαθα νὰ τὶς φτιάχνω. Ἂν δὲν δουλεύης τὸ μυαλό, θὰ παιδεύεσαι. Θέλω δηλαδὴ νὰ τονίσω πὼς πρέπει κανεὶς νὰ δουλεύη τὸ μυαλό του, γιατὶ ἐπάνω στὴν δουλειὰ παρουσιάζονται ἕνα σωρὸ περιπτώσεις. Ἔτσι θὰ γίνη  κανεὶς  καλὸς  τεχνίτης  καὶ  ἀπὸ  ἐκεῖ  καὶ  πέρα  θὰ  ξέρη  τί  νὰ  κάνη  καὶ  θὰ προχωράη. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Τὸ μυαλὸ νὰ γεννάη σὲ ὅλα. Ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος μένει ὑπανάπτυκτος καὶ χάνει τὸν χρόνο του.


Ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἐργασίας


  καθένας  πρέπει  μὲ  τὴν  προσευχή  του,  μὲ  τὴν  ζωή  του,  νὰ  ἁγιάζη  τὴν ἐργασία του καὶ νὰ ἁγιάζεται. Ἀλλά, ἂν εἶναι ἀφεντικὸ καὶ ἔχη εὐθύνη, νὰ βοηθάη πνευματικὰ καὶ τοὺς ὑπαλλήλους του. Ἂν ἔχη καλὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση, ἁγιάζει καὶ τὴν δουλειά του. Ὅταν λ.χ. πηγαίνουν νέοι σὲ ἕναν τεχνίτη νὰ τοὺς μάθη τὴν δουλειά, παράλληλα πρέπει νὰ βοηθηθοῦν νὰ ζοῦν πνευματικά. Αὐτὸ θὰ ὠφελήση καὶ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ τοὺς πελάτες του, γιατὶ ὁ Θεὸς θὰ εὐλογῆ τὴν ἐργασία του.
Τὸ κάθε ἐπάγγελμα ἁγιάζεται. Ἕνας γιατρὸς λ.χ. δὲν πρέπει νὰ ξεχνάη ὅτι στὴν ἰατρικὴ αὐτὸ ποὺ βοηθάει πολὺ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ νὰ προσπαθήση νὰ γίνη δοχεῖο τῆς θείας Χάριτος. Ὁ γιατρὸς ποὺ εἶναι καλὸς Χριστιανός, παράλληλα μὲ τὴν ἐπιστήμη του, βοηθάει τοὺς ἀρρώστους μὲ τὴν καλωσύνη καὶ μὲ τὴν πίστη του, γιατὶ τοὺς ἐνθαρρύνει νὰ ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀρρώστια τους μὲ πίστη. Σὲ μιὰ σοβαρὴ ἀρρώστια μπορεῖ νὰ πῆ στὸν ἄρρωστο: «Μέχρις ἐδῶ ἔχει προχωρήσει ἡ ἐπιστήμη. Ἀπὸ ᾿δῶ καὶ πέρα ὅμως ὑπάρχει καὶ ὁ Θεὸς ποὺ κάνει θαύματα».
Ἢ ἕνας δάσκαλος πρέπει νὰ προσπαθήση νὰ κάνη τὴν διακονία τοῦ δασκάλου
μὲ χαρὰ καὶ νὰ βοηθάη τὰ παιδιὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση, πράγμα ποὺ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα ὅλοι οἱ γονεῖς νὰ τὸ κάνουν, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν καλὴ διάθεση. Νὰ φροντίση παράλληλα μὲ τὰ γράμματα ποὺ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν καὶ σωστοὶ ἄνθρωποι. Διαφορετικά, τί θὰ τοὺς ὠφελήσουν τὰ γράμματα; Ἡ κοινωνία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ σωστοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ὅποιο ἐπάγγελμα κι ἂν κάνουν, θὰ τὸ κάνουν καλά. Ὁ δάσκαλος δὲν πρέπει νὰ κοιτάζη μόνον ἂν οἱ μαθητὲς ξέρουν καλὰ τὸ μάθημα, ἀλλὰ νὰ λαμβάνη ὑπ᾿ ὄψιν του καὶ ἄλλα καλὰ ποὺ ἔχουν τὰ παιδιά, ὅπως τὴν  εὐλάβεια,  τὴν  καλωσύνη,  τὸ  φιλότιμο.  Οἱ  βαθμοὶ  τοῦ  Θεοῦ  δὲν  συμφωνοῦν πάντοτε μὲ τοὺς βαθμοὺς τῶν δασκάλων. Μπορεῖ τὸ τέσσερα ἑνὸς παιδιοῦ γιὰ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι δέκα καὶ μπορεῖ τὸ δέκα ἑνὸς ἄλλου γιὰ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι τέσσερα.


Τὸ ἐπάγγελμα δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο


– Γέροντα, ὅταν κάποιος ζορίζεται σὲ μιὰ δουλειά, τί φταίει;
– Μήπως δὲν τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ καλοὺς λογισμούς; Ἂν τὴν ἀντιμετωπίζη ὄμορφα, τότε, ὅποια δουλειὰ καὶ ἂν κάνη, θὰ εἶναι πανηγύρι.
– Γέροντα, καὶ ὅταν κανεὶς στενοχωριέται, γιατὶ κάνει μιὰ δουλειὰ βαρειὰ ἢ καταφρονητική,  λ.χ.  χτίζει    πλένει  κατσαρόλες  σὲ  κάποιο  μαγειρεῖο  κ.λπ.,  πῶς πρέπει νὰ τοποθετηθῆ;
– Ἂν σκεφθῆ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του1, θὰ πάψη νὰ
στενοχωριέται. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἦταν σὰν νὰ μᾶς ἔλεγε: «Ἔτσι πρέπει νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς». Εἴτε κατσαρόλια πλένει κανεὶς εἴτε σκάβει, νὰ χαίρεται. Ἄλλος καθαρίζει ὑπονόμους, γιατὶ δὲν ἔχει ἄλλη δουλειὰ καὶ εἶναι ὁ καημένος συνέχεια μέσα στὰ μικρόβια. Αὐτὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος; Δὲν εἶναι εἰκόνα Θεοῦ; Ἦταν ἕνας οἰκογενειάρχης ποὺ εἶχε σὰν ἐπάγγελμα νὰ καθαρίζη ὑπονόμους καὶ εἶχε φθάσει σὲ μεγάλη πνευματικὴ κατάσταση. Εἶχε πάθει φυματίωση καί, ἐνῶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ φύγη, δὲν ἤθελε, ἐπειδὴ σκεφτόταν, γιατί νὰ παιδεύεται κάποιος ἄλλος; Ἀγαποῦσε τὴν περιφρονημένη ζωή, γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν χαρίτωσε.
Τὸ ἐπάγγελμα δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο. Ἐγὼ γνώρισα ἕναν ἀχθοφόρο ποὺ εἶχε ἀναστήσει νεκρό. Ὅταν ἤμουν δικαῖος2͵ στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, μὲ ἐπισκέφθηκε μιὰ μέρα κάποιος ποὺ ἦταν περίπου πενῆντα πέντε χρονῶν. Εἶχε ἔρθει ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα καὶ δὲν χτύπησε, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήση τοὺς Πατέρες καὶ κοιμήθηκε ἔξω. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ Πατέρες, τὸν πῆραν μέσα καὶ μὲ εἰδοποίησαν. «Καλά, τοῦ εἶπα, γιατί δὲν χτύπησες τὸ καμπανάκι, γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξουμε καὶ νὰ σὲ τακτοποιήσουμε;». «Τί λές, Πάτερ μου, πῶς νὰ ἐνοχλήσω τοὺς Πατέρες;», μοῦ εἶπε. Βλέπω, τὸ πρόσωπό του εἶχε μία λάμψη. Κατάλαβα ὅτι θὰ ζοῦσε πολὺ πνευματικά. Μοῦ εἶπε μετὰ ὅτι εἶχε μείνει μικρὸς ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ γι᾿ αὐτό, ὅταν παντρεύτηκε, ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὸν πεθερό του. Πρῶτα περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν πεθερικῶν του καὶ μετὰ πήγαινε στὸ σπίτι του. Στενοχωριόταν ὅμως, γιατὶ ὁ πεθερός του ἔβριζε πολύ. Πολλὲς φορὲς τὸν εἶχε παρακαλέσει νὰ μὴ βρίζη, ἀλλὰ ἐκεῖνος γινόταν χειρότερος. Κάποτε ἀρρώστησε βαριὰ ὁ πεθερός του. Τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πέθανε. Ἐκεῖνος δὲν ἦταν κοντά του τὴν ὥρα ποὺ ξεψύχησε, γιατὶ ἔπρεπε νὰ ξεφορτώση ἕνα πλοῖο. Ὅταν πῆγε στὸ νοσοκομεῖο καὶ τὸν βρῆκε στὸ νεκροστάσιο, προσευχήθηκε μὲ πολὺ πόνο: «Θεέ μου, Σὲ παρακαλῶ, εἶπε, ἀνάστησέ τον, γιὰ νὰ μετανοήση, καὶ μετὰ πάρ᾿ τον». Ἀμέσως ὁ νεκρὸς ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ ἄρχισε νὰ κουνάη   τὰ   χέρια   του.   Τὸ   προσωπικό,   μόλις   τὸν   εἶδαν,   ἐξαφανίσθηκαν.   Τὸν τακτοποίησε καὶ τὸν πῆγε στὸ σπίτι του ἐντελῶς καλά. Ἔζησε πέντε χρόνια μὲ μετάνοια καὶ μετὰ πέθανε. «Πάτερ μου, μοῦ εἶπε, εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Θεό, ποὺ μοῦ ἔκανε αὐτὴν τὴν χάρη. Ποιός εἶμαι ἐγώ, γιὰ νὰ μοῦ κάνη ὁ Θεὸς τέτοια χάρη;». Εἶχε πολλὴ ἁπλότητα καὶ τέτοια ταπείνωση, ποὺ οὔτε κἂν τοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι
ἀνέστησε  νεκρό.  Εἶχε  διαλυθῆ  ἀπὸ  εὐγνωμοσύνη  πρὸς  τὸν  Θεὸ  γι᾿  αὐτὸ  ποὺ  τοῦ
ἔκανε.
Πολλοὶ ἄνθρωποι βασανίζονται, γιατὶ δὲν κατορθώνουν νὰ δοξασθοῦν μὲ μάταιες δόξες ἢ νὰ πλουτίσουν μὲ μάταια πράγματα. Δὲν σκέφτονται ὅτι αὐτὰ στὴν ἄλλη, τὴν ἀληθινή, ζωὴ οὔτε χρειάζονται, ἀλλὰ οὔτε καὶ μεταφέρονται. Ἐκεῖ μόνον τὰ ἔργα μας θὰ μεταφέρουμε, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς βγάλουν ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὸ ἀνάλογο διαβατήριο γιὰ τὸ μεγάλο καὶ αἰώνιο ταξίδι μας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Βλ. Ἰω. 13, 4-14.
2   Ὁ Προϊστάμενος μιᾶς Σκήτης, ὁ ὁποῖος ἐκλέγεται κάθε χρόνο ἀπὸ τοὺς Γέροντες



Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :

ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν

«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 http://www.alavastron.net/
















Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |