Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμη
Ἡ
μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμη
«Εἰς ἑαυτὸν ἐλθών...»1
Ο Θεὸς εἶναι πολὺ κοντά μας, ἀλλὰ καὶ πολὺ
ψηλά. Γιὰ νὰ «κάμψη» κανεὶς τὸν Θεό, ὥστε νὰ κατεβῆ νὰ μείνη μαζί του, πρέπει νὰ
ταπεινωθῆ καὶ νὰ μετανοήση. Τότε ὁ
πολυεύσπλαχνος Θεός, βλέποντας
τὴν ταπείνωσή του, τὸν ὑψώνει
ὣς τοὺς Οὐρανοὺς καὶ τὸν ἀγαπάει
πολύ. «Χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι»2, λέει τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὸν νοῦ, γιὰ νὰ ἀναλογίζεται
τὸ σφάλμα του, νὰ μετανοῆ καὶ νὰ ζητάη συγχώρηση. Ὁ ἀμετανόητος
ἄνθρωπος εἶναι σκληρὸ πράγμα. Εἶναι πολὺ ἀνόητος, ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ μετανοήση,
γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν μικρὴ κόλαση ποὺ ζῆ, ἡ ὁποία τὸν ὁδηγεῖ στὴν χειρότερη,
τὴν αἰώνια. Ἔτσι στερεῖται καὶ τὶς ἐπίγειες παραδεισένιες χαρές, οἱ ὁποῖες
συνεχίζουν στὸν Παράδεισο, κοντὰ στὸν Θεό, μὲ τὶς πολὺ μεγαλύτερες χαρές, τὶς αἰώνιες.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν
Θεό, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Βλέπεις,στὸ Εὐαγγέλιο γράφει ὅτι ὁ ἄσωτος υἱὸς «εἰς
ἑαυτὸν ἐλθὼν εἶπε· πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Δηλαδή, ὅταν συνῆλθε, ὅταν μετάνοιωσε, τότε εἶπε: «Θὰ ἐπιστρέψω στὸν
πατέρα μου». Ὅσο ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ, δὲν ἦταν στὰ λογικά
του, γιατὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν λογική.
–
Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἁλώνιος λέει:
«Ἐὰν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ
πρωῒ ἕως ἑσπέρας γίνεται εἰς μέτρον
θεῖον»3. Τί ἐννοεῖ;
– Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν θέλει χρόνια. Σὲ ἕνα
δευτερόλεπτο μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν κόλαση στὸν Παράδεισο, ἂν μετανοήση.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός. Μπορεῖ νὰ γίνη ἄγγελος, μπορεῖ νὰ γίνη διάβολος. Πὰ πὰ
πά, τί δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια! Ἀπορροφᾶ τὴν θεία Χάρη.Ἕναν λογισμὸ ταπεινὸ νὰ
φέρη στὸν νοῦ του ὁ ἄνθρωπος, σώθηκε. Ἕναν λογισμὸ ὑπερήφανο νὰ φέρη, ἂν δὲν
μετανοήση καὶ τὸν βρῆ ὁ θάνατος, πάει, χάθηκε. Βέβαια, ὁ ταπεινὸς λογισμὸς
πρέπει νὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἀναστεναγμό, τὴν ἐσωτερικὴ συντριβή.
Γιατὶ ὁ λογισμὸς εἶναι λογισμός, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ καρδιά. «Ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ
καὶ καρδίᾳ»4, λέει ὁ ὑμνωδός. Νομίζω ὅμως ὅτι ὁ Ἀββᾶς ἐδῶ ἐννοεῖ μιὰ πιὸ μόνιμη
κατάσταση. Χρειάζεται ἕνα διάστημα, γιὰ νὰ φθάση κανεὶς σὲ καλὴ κατάσταση.
Σφάλλω, μετανοῶ, συγχωροῦμαι αὐτὴν τὴν στιγμή. Ἂν ἔχω ἀγωνιστικὸ πνεῦμα, μπορῶ
σιγὰ-σιγὰ νὰ σταθεροποιήσω μιὰ κατάσταση, ἀλλὰ μέχρι τότε ταλαντεύομαι.
– Γέροντα, ἕνας ἄνθρωπος ἡλικιωμένος μπορεῖ
νὰ βοηθήση πνευματικὰ τὸν ἑαυτό του;
– Ναί, ἴσα-ἴσα, ὅταν κανεὶς γεράση, τοῦ δίνεται
ἡ δυνατότητα νὰ μετανοήση, γιατὶ φεύγουν οἱ ψευδαισθήσεις. Πρῶτα, ἐπειδὴ εἶχε
σωματικὲς δυνάμεις καὶ δὲν δυσκολευόταν, δὲν καταλάβαινε τὶς ἀδυναμίες του καὶ
νόμιζε ὅτι βρισκόταν σὲ καλὴ
κατάσταση. Τώρα ποὺ ἔχει δυσκολίες καὶ
γκρινιάζει, βοηθιέται νὰ καταλάβη ὅτι δὲν
εἶναι
ἐντάξει, ὅτι χωλαίνει,
καὶ νὰ μετανοήση.
Ἂν ἀξιοποιήση πνευματικὰ
τὰ
λιγώτερα χρόνια τῆς ζωῆς του ποὺ τοῦ ἔμειναν
καὶ χρησιμοποιήση καὶ τὴν πεῖρα ποὺ τοῦ ἄφησαν τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς
του ποὺ πέρασαν, δὲν θὰ τὸν ἀφήση ὁ Χριστός, θὰ τὸν ἐλεήση.
Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας
Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων.
Μὲ τὴν μετάνοια ὁ ἄνθρωπος ξαναβαπτίζεται,
ἀναγεννιέται. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος
μὲ τὴν ἄρνησή του πρόδωσε κατὰ κάποιον
τρόπο τὸν Χριστό, ἀλλά, ἐπειδὴ «ἔκλαυσε πικρῶς»5, ἔλαβε τὴν ἄφεση γιὰ τὴν
πτώση του. Δηλαδὴ
ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια
ποὺ εἶχε, τὸν
ξέπλυνε, τὸν καθάρισε πάλι.
Βλέπεις, ὁ Θεὸς πρῶτα ἔκανε τὴν γῆ, τὴν θάλασσα, ὅλη τὴν δημιουργία, καὶ ὕστερα
πῆρε χῶμα καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος πρῶτα γεννιέται σαρκικὰ καὶ μετά,
στὸ Βάπτισμα, ἀναγεννιέται πνευματικὰ ἀπὸ τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸ νερό, καὶ
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν θεία Χάρη, – «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος»6 – καὶ γίνεται
νέος ἄνθρωπος.
– Δηλαδή, Γέροντα, ὁ Θεός, ὅπως τότε πῆρε
τὸ χῶμα καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο,
ἔτσι τώρα στὸ Βάπτισμα χρησιμοποιεῖ τὸ
νερό, γιὰ νὰ τὸν ἀναπλάση;
– Ναί, τὸ νερὸ ἔχει τὸ νόημα τοῦ καθαρίσματος,
γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερεὺς κατὰ τὸ
Βάπτισμα
βουτάει τὸν ἄνθρωπο
στὸ νερό. Ξεπλένεται
ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ
τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, καθαρίζεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, τὸν ἐπισκιάζει ἡ
Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐνδύεται τὸν Χριστό, καὶ γίνεται νέος, ἀναγεννημένος, ἄνθρωπος.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Βαπτίσματος. Τὸ εἶπε ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς στὸν Νικόδημο, ὅταν
τὸν ρώτησε πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναγεννηθῆ: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή
τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ»7. Μὲ τὸ Βάπτισμα γίνεται τὸ νέο τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν
πτώση. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν μολύνη τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, ἔχει πολλὴ θεία
Χάρη. Ἀλλά, καὶ ὅταν τὸ μολύνη, ὑπάρχει τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας. Ἂν
συναισθανθῆ τὸ σφάλμα του καὶ πονέση γι᾿ αὐτό, ξεπλένεται κατὰ κάποιον τρόπο μὲ
τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, καὶ ἔρχεται8 πάλι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
– Γέροντα, ἐγὼ χρόνια τώρα ἔχω νὰ κλάψω γιὰ
ἕνα σφάλμα μου· δὲν ἔχω οὔτε
ἕνα δάκρυ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχω
πραγματικὴ μετάνοια;
– Δὲν πονᾶς γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ κάνεις;
– Πονάω, ἀλλὰ ἴσως εἶναι ρηχὸς ὁ πόνος.
– Ἀπὸ τὰ
δάκρυα μὴ βγάζης
συμπέρασμα. Εἶναι βέβαια
τὰ δάκρυα ἕνα
χαρακτηριστικὸ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ δὲν εἶναι
τὸ μόνο χαρακτηριστικό. Μερικοὶ ἐκεῖ ποὺ κλαῖνε, ἐκεῖ γελᾶνε. Ὁ καρδιακὸς πόνος
καὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἀναστεναγμὸς εἶναι τὰ ἐσωτερικὰ δάκρυα, ποὺ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ
τὰ ἐξωτερικά. Ἕνας, ὁ καημένος, ἔλεγε:
«Τί σκληρὸς ποὺ εἶμαι, πάτερ! Οὔτε ἕνα
δάκρυ! Ἡ καρδιά μου εἶναι σὰν πέτρα. Τί
σκληροκαρδία! Ἄχ!». Ἐνῶ ἦταν πολὺ εὐαίσθητος,
αἰσθανόταν ὅτι ἦταν πολὺ σκληρός,
γιατὶ δὲν ἔκλαιγε. Ἀναστέναζε ὅμως βαθιά,
βογγοῦσε ὁ καημένος, καὶ ἔβλεπες ἕναν ἀναστεναγμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς
καρδιᾶς του! Ἐνῶ ἄλλος κλαίει-γελάει καὶ εἶναι
σὰν τὸν ἀνοιξιάτικο
καιρό. Βλέπει λ.χ.
κάποιον δυστυχισμένο, συγκινεῖται, κλαίει λίγο, κι ἕνα κι ἕνα λέει:
«ἄ, ἐγὼ πῶς συμμετέχω στὸν πόνο τοῦ ἄλλου!». Ἤ, ἂν προσευχηθῆ καὶ
χύση λίγα δάκρυα,
λέει: «ἄ, ἡ
προσευχή μου εἰσακούεται,
γιατὶ γίνεται μετὰ δακρύων!» καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του.
Ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀπαρηγόρητα δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι
ταγκαλίστικα. Δὲν ἔχουν μετάνοια, ἀλλὰ θιγμένο ἐγωισμό. Τότε ὁ ἄνθρωπος κλαίει ἐγωιστικὰ
γιὰ τὴν πτώση του. Πληγώνεται, γιατὶ μὲ τὶς ἀπροσεξίες του ξέπεσε στὰ μάτια τῶν
ἄλλων, καὶ ὄχι γιατὶ λύπησε τὸν Θεό, καὶ ὑποφέρει διπλά. Στὸν ἀνταρτοπόλεμο ἕνας
καπετάνιος ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες – ὁ Θεὸς νὰ τοῦ χαρίζη μετάνοια – εἶχε πιάσει ἕναν
φτωχὸ οἰκογενειάρχη ποὺ εἶχε ἐννιὰ παιδιά, τὸν ἔβαλε κάτω καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα,
ἐπειδὴ δὲν συμφωνοῦσε
μὲ τὴν ἰδεολογία
του. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μάλιστα
ἦταν κάποτε στὴν ὑπηρεσία του. Φώναζε ὁ καημένος: «Καλά, δὲν μὲ λυπᾶσαι,
ἐννιὰ παιδιὰ ἔχω· δὲν θυμᾶσαι ποὺ σὲ κουβαλοῦσα καὶ στὴν πλάτη μου; Τί σοῦ ἔκανα;».
Κάποιος ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ καπετάνιου, ὅταν τὸν εἶδε νὰ τσαλαπατᾶ τόσο
σκληρὰ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ φώναξε: «Ἔ, τί σοῦ ἔκανε; Δὲν τὸν λυπᾶσαι; Οἰκογενειάρχης
ἄνθρωπος εἶναι». Ἀμέσως ἐκεῖνος βάζει κάτι κλάματα, ἐπειδὴ θίχτηκε ὁ ἐγωισμός
του ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ συντρόφου του!
Αὐτὰ
τὰ κλάματα εἶναι ἐγωιστικά· εἶναι
σὰν τὴν μεταμέλεια
τοῦ Ἰούδα.
Παρέδωσε τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ πῆγε στοὺς
Φαρισαίους νὰ πῆ «ἥμαρτον», ἀλλὰ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Τί μᾶς τὸ λὲς ὅτι ἁμάρτησες;».
Ὁπότε προσεβλήθη, πείσμωσε, τοὺς πέταξε τὰ ἀργύρια καὶ πῆγε καὶ κρεμάσθηκε ἀπὸ ἐγωισμό9.
Ἐνῶ, ἂν μετανοοῦσε καὶ πήγαινε καὶ ἔλεγε στὸν Χριστὸ «εὐλόγησον», θὰ σωζόταν.
Τὸ ἐργόχειρο ποὺ δὲν τελειώνει ποτὲ
– Γέροντα, τί εἶναι τὸ χαροποιὸ πένθος;
– Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λύπη
γιὰ ἕνα σφάλμα μας. Στὸ χαροποιὸ πένθος ὑπάρχει καὶ πόνος καὶ χαρά, γι᾿ αὐτὸ
λέγεται καὶ χαρμολύπη. Λυπᾶται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ
φιλότιμο ποὺ λύπησε τὸν Χριστό,
χαίρεται ὅμως, γιατὶ νιώθει θεία
παρηγοριά. Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν μετανοήση εἰλικρινά, συγχωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, αἰσθάνεται
μέσα του θεία παρηγοριὰ καὶ μπορεῖ νὰ φθάση σὲ πνευματικὴ ἀγαλλίαση.
– Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται μπορεῖ
σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ νὰ ζῆ τὴν μετάνοια;
– Ναί, ἂν ἀγωνίζεται σωστά, δὲν βλέπει τὴν
πρόοδό του, ἀλλὰ μόνον τὶς πτώσεις του καὶ
ζῆ σὲ συνεχῆ μετάνοια. Δὲν
ξέρει ὅτι στὴν ἀρχὴ
πάλευε μὲ ἕνα δαιμόνιο καὶ ὕστερα μπορεῖ νὰ παλεύη μὲ ἕνα τάγμα. Γιατί, ὅσο
περισσότερη δύναμη καταβάλλει κανείς, γιὰ νὰ ξερριζώση ἕνα πάθος καὶ νὰ ἀποκτήση
μιὰ ἀρετή, τόσο
περισσότεροι ἐχθροὶ μαζεύονται καὶ τραβᾶνε
καὶ αὐτοὶ ἀπὸ κάτω τὶς ρίζες. Τότε, ἐνῶ
δὲν βλέπει πρόοδο, ὡστόσο προοδεύει
θετικά. Καὶ μπορεῖ, μέχρι νὰ πεθάνη, νὰ ζῆ σ᾿
αὐτὴν τὴν κατάσταση, νὰ μὴ βλέπη πρόοδο, νὰ
νομίζη ὅτι δὲν προχωρεῖ, ἐπειδὴ ἔχει πτώσεις, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ὑπάρχει
πρόοδος, γιατὶ συνεχῶς αὐξάνει τὸν ἀγώνα του καὶ παλεύει ὅλο καὶ μὲ περισσότερα
ταγκαλάκια.
Ἡ μετάνοια γιὰ τὸν ἀγωνιζόμενο εἶναι ἕνα ἐργόχειρο
ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ.
Τοὺς πεθαμένους τοὺς κλαῖνε, τοὺς θάβουν,
τοὺς ξεχνοῦν... Τὶς ἁμαρτίες μας θὰ τὶς κλαῖμε συνέχεια, μέχρι νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ
μὲ διάκριση καὶ μὲ ἐλπίδα στὸν Χριστὸ ποὺ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ μᾶς ἀναστήση
πνευματικά.
Ἀλλαγὴ ζωῆς
Γιὰ νὰ σταματήση ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνη μιὰ ἁμαρτία,
πρέπει νὰ προσπαθήση νὰ ἀποφύγη κάθε ἐρέθισμα ποὺ προκαλεῖ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία. Ὁ
μέθυσος λ.χ., ἂν θέλη νὰ βοηθηθῆ καὶ νὰ μὴν ξαναπιῆ, δὲν πρέπει οὔτε ἔξω ἀπὸ
ταβέρνα νὰ περάση. Μικρὴ προσπάθεια χρειάζεται καὶ καλὴ διάθεση, καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς
θὰ μᾶς βοηθήση νὰ ξεπεράσουμε τὶς δυσκολίες. Ἔχει, ἂς ποῦμε, κάποιος ἕνα πάθος.
Τὸ ἀναγνωρίζει, ἀγωνίζεται νὰ τὸ
κόψη, μετανοεῖ, ταπεινώνεται.
Ἡ διάθεση ποὺ ἔχει νὰ
κόψη τὸ πάθος του πληροφορεῖ
τὸν Θεὸ καὶ
τὸν βοηθάει. Ἀλλά,
ἂν δὲν καταβάλλη προσπάθεια, γιὰ νὰ ἀλλάξη, καὶ
συνεχίζη νὰ ἁμαρτάνη, πῶς ὁ Θεὸς νὰ δώση τὴν Χάρη Του; Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται
σὲ λανθασμένη κατάσταση, γιατὶ αὐτὸ δὲν βοηθάει τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ἔστελνε
ὁ Θεὸς τὴν Χάρη Του καὶ στὸν διάβολο.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν παραμένει στὴν πτώση
του, στὶς ἁμαρτωλὲς σκέψεις του,
ἀλλὰ μετανοεῖ γιὰ τὰ σφάλματά του καὶ ἀγωνίζεται
νὰ μὴν ἁμαρτάνη, δέχεται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθιέται. Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχη
μετάνοια καὶ ἡ ἁμαρτία θεωρῆται μόδα, αὐτὸ εἶναι δαιμονικὴ κατάσταση.
– Γέροντα, ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ληστὲς ποὺ
εἶχαν σταυρωθῆ μὲ τὸν Χριστὸ πῶς
σώθηκε;
– Ἐκεῖνος ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν τοῖχο καὶ μπῆκε
στὸν Παράδεισο! «Ἡ τοῦ ληστοῦ
μετάνοια τὸν Παράδεισον ἐσύλησεν»10. Ἔκλεψε
δηλαδὴ μὲ τὴν μεγάλη του μετάνοια καὶ τὸν Παράδεισο.
– Γέροντα, ἂν κάποιος ἔχη ἀλλάξει ζωὴ καὶ
δὲν παραμένη στὶς παλιές του ἁμαρτωλὲς συνήθειες, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς πέφτη σὲ
κάποιο ἀπὸ τὰ παλιά του ἁμαρτήματα, σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει μετάνοια;
– Ἔ, ἂν
κάνη τὴν προσπάθεια
ποὺ χρειάζεται καὶ
πέφτη, ἔχει κάποια
ἐλαφρυντικά. Στὴν ἀρχὴ δὲν εἶναι εὔκολο. Ἀλλά,
ὅταν κανεὶς καταλάβη πραγματικὰ πόσο βαρὺ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε, δὲν ξαναπέφτει.
Παλιὰ
ὑπῆρχε μετάνοια εἰλικρινής.
Ὅταν κάποιος μετανοοῦσε,
δὲν γύριζε πίσω. Θυμᾶμαι μιὰ γυναίκα,
πόσο μὲ εἶχε βοηθήσει μὲ τὴν ἀληθινή της μετάνοια. Εἶχε πολλὴ συστολή, οὔτε
μιλοῦσε. Εἶχε βάλει τὰ μαῦρα – σὰν καλόγρια ἦταν – καὶ φρόντιζε ἕνα ἐκκλησάκι, ἄναβε
τὰ κανδήλια... Καὶ
μόνον ποὺ τὴν ἔβλεπες,
βοηθιόσουν πολύ. Τώρα βλέπω, μερικοί,
μόλις ἀλλάζουν ζωή, ἀρχίζουν νὰ κάνουν τὸν
δάσκαλο στοὺς ἄλλους, ἐνῶ μέσα τους ὑπάρχει
ἀκόμη ὁ παλαιὸς ἑαυτός τους. Νὰ
μετανοήση βέβαια κανείς, νὰ σταματήση τὴν ἄσωτη
ζωὴ ποὺ ζοῦσε καὶ νὰ ἀρχίση νὰ ζῆ πνευματικά, αὐτὸ εἶναι θετικὴ βοήθεια καὶ γιὰ
τοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν, νὰ
παρουσιάζεται ἀμέσως ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ κηρύττη, ἔ, αὐτὸ εἶναι
πλάνη.
– Δηλαδή, Γέροντα, τὸ κάνουν μὲ τὴν σκέψη
νὰ βοηθήσουν τοὺς ἄλλους;
– Ναί, γιὰ νὰ βοηθήσουν. Πίσω ὅμως ἀπὸ αὐτὴν
τὴν ἐνέργειά τους, ἰδίως ἂν
ἦταν λίγο γνωστοὶ στὸν κόσμο, κρύβεται ὁ ὑπερήφανος
λογισμός: «Τώρα οἱ ἄνθρωποι θὰ πάψουν νὰ μιλοῦν γιὰ Καραϊσκάκη καὶ Κολοκοτρώνη
καὶ θὰ συζητοῦν γιὰ μένα»! Ἀπὸ ᾿κεῖ νὰ καταλάβης πόσο λανθασμένα βαδίζουν. Ἂν
νιώθουν πραγματικὰ τὸ σφάλμα τους, γιὰ ἕνα διάστημα δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχάσουν
καὶ νὰ ξεθαρρέψουν, ἀλλὰ νὰ προσέχουν πολύ. Καὶ ὅταν περνᾶνε διάφορες ἰδέες ἢ
λογισμοὶ ἀπὸ τὴν παλιὰ ζωή τους, νὰ τὰ διώχνουν σὰν βλάσφημους λογισμούς. Αὐτὸ
εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν τὰ ἀποδέχονται πλέον, ὅτι ὁ ὀργανισμὸς ἀντιδράει. Πρέπει
δηλαδὴ νὰ ἔχη κανεὶς πολλὴ ταπείνωση καὶ νὰ ἔχη σιχαθῆ ὅλα τὰ παλιά, γιὰ νὰ ἀλλάξη
πραγματικά. Ἂν κρατήση ἀπὸ τὴν παλιά του ζωὴ μερικά, τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος θεωρεῖ
καλά, μετὰ μουρνταρεύονται καὶ τὰ ἄλλα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔχει ἔστω καὶ μιὰ
μικρὴ ἰδέα γιὰ τὸν παλαιό του ἑαυτό, δὲν βοηθάει ὁ Θεὸς καί, ὅ,τι κι ἂν κάνη, δὲν
θὰ εἶναι καθαρό.
– Γέροντα, ὅταν ἀλλάξη κανεὶς ζωή, πρέπει
νὰ ἐνδιαφερθῆ νὰ διορθώση τὸν
λογισμὸ ποὺ εἶχαν προηγουμένως οἱ ἄλλοι γι᾿
αὐτόν;
– Δὲν θὰ κοιτάξη ἐγωιστικὰ νὰ διορθώση τὸν
λογισμὸ τῶν ἄλλων· θὰ κοιτάξη
πῶς νὰ διορθωθῆ ὁ ἴδιος, καὶ τότε θὰ ἀναιρεθῆ
ἀπὸ μόνος του ὁ λογισμός τους. Ἂν τὸ στίγμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή του ἔχει μείνει
στὴν κοινωνία ἢ στὸ στενό του περιβάλλον, αὐτὸ θὰ σβήση μὲ τὴν καλή του διαγωγή.
Δὲν χρειάζεται νὰ μιλάη καθόλου. Θὰ μιλήση ὁ Θεὸς μὲ τὴν μετάνοιά του.
«Ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντὸς»11
–
Γέροντα, βοηθάει νὰ
σημειώνη κανεὶς τὰ
σφάλματά του, γιὰ νὰ μὴν τὰ
ξεχάση, μέχρι νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ;
– Ὅταν ἔχω πονέσει πραγματικὰ γιὰ ἕνα
σφάλμα ποὺ ἔκανα, δὲν μπορῶ νὰ τὸ
ξεχάσω. Μὲ ἐλέγχει ἡ συνείδησή μου, πονάει
ἡ ψυχή μου καὶ τὸ θυμᾶμαι συνέχεια. Ὅσο διάστημα μεσολαβεῖ μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ,
τόσο τὸ σφάλμα δουλεύει μέσα μου,
κεντάει τὴν καρδιά
μου, καὶ ἐλέγχομαι.
Ὑποφέρω δηλαδή, ἀλλὰ
καὶ ἀνταμείβομαι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀνάλογα. Ὅταν ὅμως κάνω ἕνα σφάλμα καὶ δὲν
τὸ ξανασκέφτωμαι, τότε τὸ σφάλμα δὲν μὲ κεντάει καθόλου· τὸ ξεχνάω καὶ μένω ἀδιόρθωτος.
Γι᾿ αὐτὸ μερικοί, ἐνῶ τοὺς κάνεις παρατήρηση γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ ἔκαναν, γελᾶνε,
σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Αὐτὸ ἔχει ἀναίδεια, ἀδιαφορία· εἶναι κάτι τελείως σατανικό.
Εἶδες τί λέει ὁ Δαβίδ;
«Τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ
καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου»12 καὶ «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι
διαπαντός»13.
Παρόλο
ποὺ ὁ Θεὸς τὸν εἶχε
συγχωρήσει, ἐκεῖνος ἀπὸ
φιλότιμο πάλι μέσα
του
πονοῦσε, γι᾿ αὐτὸ δεχόταν συνέχεια θεία
παρηγοριά.
Ἄλλοι πάλι χάνονται μὲ συνεχεῖς διαγνώσεις
τοῦ ἑαυτοῦ τους. Σημειώνουν- σημειώνουν σχολαστικὰ τὰ σφάλματά τους, δῆθεν γιὰ
νὰ κάνουν πιὸ λεπτὴ ἐργασία, τὰ περνᾶνε ἀπὸ διυλιστήριο, ζαλίζονται, ἀλλὰ δὲν
διορθώνονται. Ἐνῶ, ἂν πιάσουν ἕνα-ἕνα τὰ μεγάλα ἐλαττώματα καὶ ἀγωνισθοῦν νὰ
διορθωθοῦν σ᾿ αὐτά, θὰ ἐξαφανισθοῦν καὶ τὰ μικρά.
– Γέροντα, ἂν κάποιος δὲν ζῆ ἐν μετανοίᾳ
καὶ δοξολογῆ τὸν Θεό, τὴν δέχεται
αὐτὴν τὴν δοξολογία ὁ Θεός;
– Ὄχι, πῶς νὰ δεχθῆ
αὐτὴν τὴν δοξολογία
ὁ Θεός; Πρῶτα
τοῦ χρειάζεται
μετάνοια. Γιατί, ὅταν παραμένη στὴν ἁμαρτία,
σὲ τί τὸν ὠφελεῖ νὰ πῆ: «Δόξα Σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς...»; Αὐτὸ ἔχει ἀναίδεια.
Τὸ μόνο ποὺ ταιριάζει νὰ πῆ, εἶναι: «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ δὲν ρίχνεις ἕναν
κεραυνὸ νὰ μὲ κάψης», γιατὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ δοξολογία ἔχει μετάνοια.
Μετάνοια ἀναγκαστικὴ
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ γράφει: «Πᾶσα μετάνοια
γινομένη ἄνευ τῆς προαιρέσεως οὔτε χαρὰν περιέχει, οὔτε λογίζεται ἀξία ἀνταμοιβῆς»14.
Πῶς μπορεῖ νὰ μετανοῆ κανεὶς χωρὶς τὴν προαίρεσή του;
– Ἀναγκάζεται νὰ μετανοήση, ποὺ ξέπεσε στὰ
μάτια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ δὲν ἔχει ταπείνωση. Ἔτσι τὸ καταλαβαίνω.
– Δηλαδὴ ὑπάρχει μετάνοια χωρὶς τὴν προαίρεσή
μας;
– Ναί, εἶναι ἡ ἀναγκαστικὴ μετάνοια. Σοῦ
ζητάω δηλαδὴ νὰ μὲ συγχωρέσης
γιὰ ἕνα κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, γιὰ νὰ γλυτώσω
ἀπὸ τὶς συνέπειες, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ δὲν ἀλλάζω. Ὁ διαβολεμένος ἄνθρωπος κάνει δῆθεν
ὅτι μετάνοιωσε καὶ πηγαίνει μὲ πονηριά, βάζει μετάνοιες μὲ προσποιητὴ καλωσύνη,
γιὰ νὰ πλανέση τοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ πάη κανεὶς νὰ πῆ τὶς ἁμαρτίες του στὸν
πνευματικό, γιατὶ φοβᾶται μήπως πάη στὴν κόλαση, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι μετάνοια.
Γιατὶ δὲν εἶναι ὅτι μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴν
πάη στὴν κόλαση! Μετάνοια πραγματικὴ εἶναι πρῶτα νὰ συναισθανθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ
σφάλμα του, νὰ πονέση, νὰ ζητήση συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μετὰ νὰ ἐξομολογηθῆ.
Ἔτσι θὰ ἔρθη ἡ θεία παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ πάντα συνιστῶ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση.
Μόνον ἐξομολόγηση ποτὲ δὲν συνιστῶ.
Νά, καὶ ὅταν γίνεται ἕνας σεισμός, βλέπει
κανεὶς ὅτι ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεση συγκλονίζονται, μετανοοῦν καὶ ἀλλάζουν ζωή.
Οἱ ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, ἔρχονται πρὸς στιγμὴν σὲ συναίσθηση, μόλις ὅμως
περάση ὁ κίνδυνος, πάλι γυρίζουν στὴν παλιά τους ζωή. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μοῦ εἶπε
κάποιος ὅτι στὴν πόλη ποὺ μένει ἔγινε δυνατὸς σεισμός, τοῦ εἶπα: «Σᾶς κούνησε
δηλαδὴ γερά· σᾶς ξύπνησε ὅμως;». «Μᾶς ξύπνησε, μᾶς ξύπνησε», μοῦ λέει. «Πάλι ὅμως
θὰ κοιμηθῆτε», τοῦ εἶπα.
Ἡ μετάνοια φέρνει τὴν θεία παρηγοριὰ
– Γέροντα, τί εἶναι ἡ θεία παρηγοριά;
– Ἡ θεία παρηγοριὰ τί εἶναι; Θὰ σᾶς πῶ ἕνα
παράδειγμα, γιὰ νὰ καταλάβετε καλύτερα. Ἕνα παιδάκι κάνει μιὰ μικρὴ ζημιά,
σπάζει λ.χ. ἕνα ἐργαλεῖο τοῦ πατέρα του, καὶ ὕστερα στενοχωριέται καὶ κλαίει,
γιατὶ τὴν θεωρεῖ πολὺ μεγάλη. Ὅσο περισσότερο κλαίει καὶ ἀναγνωρίζει τὴν ζημιὰ
ποὺ ἔκανε καὶ ὑποφέρει, τόσο περισσότερο ὁ πατέρας του τὸ χαϊδεύει καὶ τὸ
παρηγορεῖ: «Καλά, παιδάκι μου, μὴ στενοχωριέσαι, δὲν
πειράζει, θὰ ἀγοράσουμε ἄλλο». Ἐκεῖνο
ὅμως, βλέποντας τὴν στοργὴ τοῦ
πατέρα του, κλαίει ἀπὸ φιλότιμο περισσότερο. «Δὲν μπορῶ, λέει, νὰ μὴ
στενοχωριέμαι. Νά, τώρα χρειάζεται τὸ ἐργαλεῖο καὶ ἐγὼ τὸ ἔσπασα». «Παιδάκι
μου, δὲν εἶναι τίποτε, παλιὸ ἦταν», τοῦ λέει. Ἀλλὰ ἐκεῖνο πάλι στενοχωριέται.
Καὶ ὅσο αὐτὸ στενοχωριέται, ἄλλο τόσο ὁ πατέρας του τὸ σφίγγει στὴν ἀγκαλιά
του, τὸ φιλάει καὶ τὸ χαϊδεύει. Ἔτσι, καὶ ὅσο περισσότερο ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος
καὶ λυπᾶται γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του ἢ γιὰ τὴν ἀχαριστία του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ
κλαίει φιλότιμα ποὺ λύπησε μὲ τὶς ἁμαρτίες του τὸν Θεὸ Πατέρα του, τόσο
περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνταμείβει μὲ θεία ἀγαλλίαση καὶ τὸν γλυκαίνει ἐσωτερικά.
Αὐτὴ ἡ λύπη ἔχει μὲν πόνο, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Ὅποιος
ὅμως θέλει τὴν θεία παρηγοριά,
δὲν πρέπει νὰ
ζητάη παρηγοριά.
Πρέπει νὰ νιώση τὸ σφάλμα του, νὰ
μετανοιώση, καὶ τότε θὰ ἔρθη ἀπὸ μόνη της ἡ θεία παρηγοριά.
Κάποτε εἶχε δημιουργηθῆ
στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνα θέμα
καὶ εἶχαν ἐκτεθῆ μερικοί. Τυχαῖα
μὲ συνάντησε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἐκτεθῆ καὶ μοῦ εἶπε:
«Ἄχ, καὶ σὲ ἤθελα, γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσης».
Καὶ αὐτό, γιατὶ τὸν εἶχε ξεσκονίσει
κάποιος. Καὶ εἶχε δίκιο ὁ ἄλλος ποὺ τὸν
ξεσκόνισε. Ὅταν τὸ ἄκουσα, ἀπόρησα! Νὰ ζητάη παρηγοριά, ἐνῶ εἶχε σφάλει! Ἂν δὲν
ζητοῦσε παρηγοριά, ἀλλὰ ταπεινωνόταν καὶ ἔλεγε: «ἔσφαλα, Θεέ μου», θὰ ἐρχόταν ἡ
θεϊκὴ παρηγοριὰ μέσα του. Τώρα αὐτός, ἐνῶ εἶχε σφάλει, ἤθελε νὰ τοῦ πῶ: «Δὲν
πειράζει, μὴ στενοχωριέσαι, δὲν ἦταν καὶ τόσο μεγάλο τὸ φταίξιμό σου, δὲν φταῖς
μόνον ἐσύ, φταίει καὶ ὁ ἄλλος». Ἔ, τί παρηγοριὰ εἶναι αὐτή; Αὐτὸ εἶναι κοροϊδία.
Ἡ θεία παρηγοριὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν μετάνοια.
– Ὅταν, Γέροντα, μετὰ ἀπὸ μιὰ πτώση ἀκολουθῆ
μιὰ κατάσταση μετανοίας,
ἀλλὰ αἰσθάνεσαι ἕνα ψυχικὸ καὶ σωματικὸ
τσάκισμα, σημαίνει ὅτι ἡ μετάνοια δὲν εἶναι σωστή;
– Τὴν πρώτη μέρα δικαιολογεῖται ἕνα ψυχικὸ
καὶ σωματικὸ τσάκισμα. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν ὑπάρχη πραγματικὴ μετάνοια, ἂν καὶ λυπᾶται
καὶ πονάη ἐσωτερικὰ ὁ ἄνθρωπος, νιώθει τὴν θεία παρηγοριά.
– Ναί, ἀλλὰ δὲν ξεχνάει καὶ τὸ σφάλμα του.
– Ναί, δὲν τὸ ξεχνάει. Θλίβεται-παρηγοριέται,
θλίβεται-παρηγοριέται. Ἕνα σκαμπίλι δίνει στὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ σφάλμα ποὺ ἔκανε,
ἕνα χάδι δέχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα σκαμπίλι-ἕνα χάδι... Αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ
φέρνει τὴν θεία παρηγοριά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Λουκ. 15, 17.
2 Λουκ. 15, 7.
3 Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Ἁλώνιος γ´, σ. 20.
4 Ἀπὸ τὸ τρίτο τροπάριο
τῆς ζ´ ὠδῆς
τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ
Κανόνος στὴν
Παναγία.
5 Ματθ. 26, 75 καὶ Λουκ. 22, 62.
6 Ἰω. 3, 5.
7 Ἰω. 3, 5.
8 Ἔρχεται
ἡ Χάρις: Ὁ Γέροντας χρησιμοποιεῖ αὐτὴν τὴν ἔκφραση μὲ τὴν σημασία τοῦ
«ἐνεργοποιεῖται, φανερώνεται ἐνεργῶς».
9 Βλ. Ματθ. 27, 3-5.
10 Ὑπακοὴ τοῦ Α´ ἤχου.
11 Ψαλμ. 50, 5.
12 Ψαλμ. 37, 19.
13 Ψαλμ. 50, 5.
14 Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι,
Λόγος Λ´, σ. 111.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου