Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016
Ὑπερηφάνεια, τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο τῶν παθῶν
ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
«Ὁ ὑπερήφανος εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν
Θεό, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κακὸς ἀγωγός, μονωτικό, ποὺ δὲν ἀφήνει τὴν Χάρη
τοῦ Θεοῦ νὰ περάση, καὶ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τὸν Θεό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Ὑπερηφάνεια, τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο
τῶν παθῶν
– Γέροντα, ἔχω ζήλεια, μνησικακία, κατακρίνω,
θυμώνω...– Ἡ ζήλεια,
ἡ κατάκριση, ὁ
θυμός, ἡ μνησικακία
κ.λπ., ὅλα ἀπὸ τὴν
ὑπερηφάνεια ξεκινοῦν. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο ὅλων τῶν παθῶν. Ἂν
λοιπὸν χτυπήσης τὴν ὑπερηφάνεια, χτυπᾶς ὅλα τὰ πάθη καὶ ἔρχεται μέσα σου ἡ ταπείνωση
καὶ ἡ ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό, νομίζω, ἀρκετὸ εἶναι νὰ ἀσχοληθῆς ἢ μᾶλλον νὰ ἀνοίξης
μέτωπο μάχης μὲ τὴν ὑπερηφάνεια· νὰ στρέψης ὅλα τὰ πυρὰ πρὸς τὸ κάστρο τῆς ὑπερηφανείας,
τὸ ὁποῖο μᾶς
χωρίζει ἀπὸ τὸν
Θεό. Βλέπεις, ὅταν ὁ ἐχθρὸς πολεμάη ἕνα κράτος, τὶς
περισσότερες δυνάμεις θὰ τὶς
στείλη νὰ χτυπήσουν τὴν
πρωτεύουσα. Μία βόμβα ἂν ρίξη στὴν πρωτεύουσα καὶ τὴν καταστρέψη, πάει μετά,
κατέστρεψε ὅλο τὸ κράτος.– Γέροντα, μὲ ποιόν συγγενεύει ὁ ὑπερήφανος;
– Μὲ τὸν ἔξω ἀπὸ ᾿δῶ, μὲ τὸν διάβολο... Ἂν καὶ εὐκολώτερα κάμπτεται ὁ διάβολος
παρὰ ὁ ὑπερήφανος. Γιατὶ τὸν δαίμονα τὸν κάμπτεις, ἂν ταπεινωθῆς, ἐνῶ τὸν ὑπερήφανο,
ἀκόμη καὶ νὰ ταπεινωθῆς καὶ νὰ τοῦ ζητήσης συγγνώμη, δὲν τὸν κάμπτεις· θὰ σοῦ πῆ:
«ὑποκρίνεσαι!».
Ὅποιος
ἔχει περισσότερη ταπείνωση, ἔχει
περισσότερο πνευματικὸ
περιεχόμενο. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει ἐσωτερικὸ περιεχόμενο. Εἶναι σὰν τὸ ἀψώμωτο
στάχυ ποὺ στέκεται ὄρθιο, ἐνῶ τὸ ψωμωμένο στάχυ γέρνει τὸ κεφαλάκι του. Καὶ ἐκτὸς
ποὺ εἶναι σκοτισμένος, εἶναι καὶ ἐσωτερικὰ ἀνήσυχος καὶ ἐξωτερικὰ ταραγμένος καὶ
θορυβώδης. Γιατί, ὅταν ὑπάρχη ὑπερηφάνεια,
ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι
μιὰ φούσκα ποὺ τὴν φουσκώνει ὁ διάβολος καὶ μετὰ τὴν τρυπάει μὲ μιὰ καρφίτσα,
κάνει κρότο καὶ σπάει. Εἶναι ἄτιμη ἡ ὑπερηφάνεια, εἶναι φοβερὸ πράγμα, ἀφοῦ τοὺς
Ἀγγέλους τοὺς ἔκανε δαίμονες! Αὐτὴ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν γῆ καὶ τώρα
ἀπὸ τὴν γῆ προσπαθεῖ νὰ μᾶς στείλη στὴν κόλαση.
Ὅταν δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ὑπερηφάνεια
– Ἐγώ, Γέροντα, δὲν καταλαβαίνω νὰ ὑπερηφανεύωμαι
γιὰ κάτι συγκεκριμένο. – Τότε θὰ ὑπάρχη μέσα
σου μιὰ γενικὴ
ὑπερηφάνεια. Πολλὲς φορὲς ὁ
διάβολος τὰ παρουσιάζει ὅλα καμουφλαρισμένα καὶ δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος εἴδηση, ὅταν
ἐνεργῆ ὑπερήφανα. Ἂν ὅμως παρακολουθῆ καὶ ἐξετάζη τὸν ἑαυτό του, βλέπει ποῦ ἐνήργησε
μὲ ὑπερηφάνεια. Μπορεῖ νὰ μὴν καταλαβαίνη ὅλη τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἔχει, ἀλλὰ λίγο
θὰ τὴν καταλαβαίνη. Θὰ δῆ ὅτι νιώθει μέσα του μιὰ ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση, μιὰ ὑπεροχὴ
ἀπέναντι στοὺς ἄλλους.– Καὶ ὅταν,
Γέροντα, κάποιος δὲν
μπορῆ νὰ καταλάβη καθόλου
ὅτι ἔχει ὑπερηφάνεια, τί γίνεται;
– Τότε
λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ
νόμοι. Ὑπερηφανεύεται, πέφτει
καὶ ταπεινώνεται. Ξανὰ ὑπερηφανεύεται, πάλι
πέφτει, πάλι ταπεινώνεται.
Καὶ συνεχίζεται ἡ ἴδια κατάσταση σὲ ὅλη του τὴν ζωή, ὑπερηφάνεια-ταπείνωση,
ὑπερηφάνεια-ταπείνωση. Αὐτὴ ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἀρετή· εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῶν
πνευματικῶν νόμων ποὺ λειτουργοῦν. Ταπεινώνεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ τὸ
θέλη καὶ χωρὶς νὰ βγαίνη τίποτε. Ὑπάρχει μιὰ στασιμότητα· τοῦ δίνεται μόνον ἡ εὐκαιρία
νὰ καταλάβη ὅτι δὲν πάει καλά. Λέω, ἂς ποῦμε, μὲ μιὰ ἀδελφή: «Αὐτὴν τὴν εἰκόνα
τὴν ἔκανες καλή». Ἂν ὑπερηφανευθῆ, ὅταν πρόκειται νὰ κάνη ἄλλη εἰκόνα, θὰ πῆ:
«Αὐτὴν τὴν εἰκόνα θὰ τὴν κάνω πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν προηγούμενη, γιὰ νὰ μοῦ πῆ ὁ
Γέροντας πάλι "μπράβο"». Καὶ βλέπεις, μετὰ κάνει μιὰ καρικατούρα. Τὴν
διορθώνω καί, ἐπειδὴ πάλι
λέει μέσα της:
«τώρα θὰ τὴν
κάνω ὅπως ἀκριβῶς
μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ μοῦ πῆ
"μπράβο"», κάνει πάλι καρικατούρα.
– Μπορεῖ ὅμως, Γέροντα, ἡ ἴδια νὰ τὴν θεωρῆ
καλή; – Πῶς δὲν μπορεῖ; Τὴν καρικατούρα μπορεῖ νὰ τὴν θεωρήση ἀριστούργημα καὶ
νὰ ἔρθη μὲ χαρὰ νὰ μοῦ πῆ: «Πῶς σᾶς φαίνεται, Γέροντα, τώρα; Εἶναι καλή;». Θὰ τῆς
ἀποδείξω ὅτι εἶναι καρικατούρα καὶ τότε θὰ καταλάβη.
– Κι ἂν δὲν τὸ καταλάβη; – Τότε ἡ ὑπερηφάνειά
της ἔχει πιάσει πουρὶ καὶ θὰ συνεχίζη νὰ κάνη τὰ ἴδια λάθη. Ὅ,τι καὶ νὰ πῆς, δὲν
θὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ δικό της. – Ἐάν, Γέροντα, μὲ τὸν νοῦ μου πιάνω τὴν ὑπερηφάνεια,
ἀλλὰ ἡ καρδιά μου
μένει σκληρή; – Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ ἀρχίσης καὶ
σιγὰ-σιγὰ θὰ ἔρθη ἡ θεραπεία. Ὁ γιατρὸς πρῶτακάνει τὴν διάγνωση καὶ ὕστερα
προχωρεῖ στὴν θεραπεία.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἰσχωρεῖ παντοῦ
– Γέροντα, πιὸ πολὺ μὲ βοηθάει νὰ ἔχω λίγη
δυσκολία, ὅταν κάνω τὰ πνευματικά μου καθήκοντα. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἔχη καὶ αὐτὸ ὑπερηφάνεια;
– Ἔ, ἂν δὲν προσέξη κανείς, καὶ ξαπλωμένος νὰ εἶναι καὶ νὰ μὴν κάνη τίποτε,
πάλι μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται. Τὸ τραῖνο ἐκτροχιάζεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ
τὰ δεξιά. Ὁ διάβολος καὶ ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ μᾶς πιάνει. Μὲ ρωτοῦν μερικοί: «Τί
νὰ προσέξω, γιὰ νὰ μὴν πέφτω στὴν ὑπερηφάνεια;». Εἶναι σὰν νὰ λένε: «Ἀπὸ ποῦ
κινδυνεύω νὰ πέσω; ἀπὸ ᾿δῶ ἢ ἀπὸ ᾿κεῖ;». Καὶ ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ μπορεῖ νὰ
πέσης, καὶ ἀπὸ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ δεξιά, καὶ ἀπὸ τὴν σκάλα καὶ ἀπὸ τὴν καρέκλα καὶ
ἀπὸ τὸ σκαμνί. Κάθε στιγμὴ
καὶ σὲ κάθε
περίπτωση χρειάζεται προσοχή,
γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἰσχωρεῖ
παντοῦ.
– Μπορεῖ, Γέροντα, κάποιος νὰ μὴν ἔχη τίποτε
καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται; – Καμμιὰ φορὰ αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἔχη περισσότερη ὑπερηφάνεια.
Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου1, στὴν Ἤπειρο, εἶχα μάθει γιὰ ἕναν γέρο τσομπάνο ὅτι
ἦταν τελείως ἐγκαταλελειμμένος. Δὲν εἶχε κάνει οἰκογένεια καὶ γύριζε ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Τελικὰ τὸν συμμάζεψε ἕνας ἄλλος τσομπάνος καὶ τὸν ἔβαλε σὲ μιὰ καλύβα, ὅπου εἶχε
τὰ κλαδιὰ γιὰ τὶς κατσίκες. Δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀνάβη οὔτε φωτιά, γιὰ νὰ ζεσταθῆ,
γιατὶ φοβόταν μὴν πιάσουν φωτιὰ τὰ κλαδιά. Ἐκεῖ μέσα στὸ κρύο, σὲ μιὰ γωνιὰ εἶχε
δύο σανίδες γιὰ κρεββάτι κι ἕνα στρῶμα. Ὅταν τὸ ἔμαθα, πῆγα νὰ τὸν δῶ. Ἦταν
χάλια. Εἶπα μετὰ σὲ μιὰ φτωχὴ γυναίκα: «Πόσα θέλεις, γιὰ νὰ τὸν πλένης λίγο;».
«Τίποτε, μοῦ λέει, μόνον τὸ σαπούνι νὰ μοῦ δίνης». Μιὰ μέρα ποὺ εἶχα πάει, ἦταν
μεσημέρι καὶ ἔτρωγε. Μόλις τέλειωσε τὸ φαγητό, μὲ κοιτάζει, γυρίζει τὸ πιάτο ἀνάποδα
καὶ λέει μὲ μιὰ ἱκανοποίηση: «Αὐτὸ θὰ πῆ μελό2, καλόγερε, αὐτὸ θὰ πῆ μελό! Ἔχει
σκυλιά, γατιὰ
ἐδῶ». Δηλαδὴ τὸ ὅτι γύρισε ἀνάποδα τὸ
πιάτο, γιὰ νὰ μὴν τὸ γλείφουν τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκυλιά, τὸ θεώρησε κατόρθωμα. Λὲς
καὶ ἀνέβηκε στὸ διάστημα. Νά, ὑπερηφάνεια! Τὰ χάλια του εἶχε, καὶ ὅμως τί ὑπερηφάνεια
εἶχε!
Οἱ ὑπερήφανοι λογισμοὶ
– Γέροντα, τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν μᾶς ἔρχωνται
λογισμοὶ ὑπερηφανείας; – Ὅπως οἱ ἄλλοι γελοῦν, ὅταν μᾶς βλέπουν νὰ ὑπερηφανευώμαστε,
ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ γελοῦμε μὲ τοὺς λογισμοὺς ὑπερηφανείας.
– Στὸν ταπεινὸ ἔρχονται ὑπερήφανοι λογισμοί;
– Ἔρχονται, ἀλλὰ γελάει, γιατὶ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του. – Γέροντα, κάπου διάβασα
ὅτι τὸν λογισμὸ τῆς ὑπερηφανείας πρέπει νὰ τὸν διώχνουμε ἀμέσως ὅπως τὸν αἰσχρὸ
λογισμό.
– Τὸ θέμα εἶναι ὅτι τὸν αἰσχρὸ λογισμὸ τὸν
καταλαβαίνεις εὔκολα, ἐνῶ τὸν λογισμὸ τῆς ὑπερηφανείας, γιὰ νὰ τὸν καταλάβης,
χρειάζεται πολλὴ ἐγρήγορση. Ἂν λ.χ. τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς περάση ἕνας ἄσχημος
λογισμὸς ἀπὸ τὸν νοῦ σου, θὰ τὸν καταλάβης καὶ θὰ τὸν διώξης ἀμέσως· «ἄντε φύγε
ἀπὸ ᾿δῶ», θὰ πῆς. Ἀλλά, ἂν στὴν ἐκκλησία σοῦ περάση ὁ λογισμὸς ὅτι διάβασες ὡραῖα
τὸ Ψαλτήρι καὶ ὑπερηφανευθῆς, χρειάζεται ἐγρήγορση, γιὰ νὰ τὸν καταλάβης καὶ νὰ
τὸν πετάξης.
– Γέροντα, τὶς περισσότερες φορὲς προλαβαίνει
καὶ ἔρχεται ὁ λογισμὸς τῆς ὑπερηφανείας σὲ χρόνο μηδέν. Πῶς θὰ προλαβαίνω νὰ
φέρνω ταπεινὸ λογισμό; – Πρέπει νὰ γίνη δουλειὰ ἀπὸ νωρίτερα – «ἡτοιμάσθην καὶ
οὐκ ἐταράχθην»3,
λέει ὁ Δαβίδ –, γιατὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ὑπερηφανείας
ἔρχονται ἀστραπιαῖα. Αὐτὸ εἶναι παλιὰ μηχανὴ τοῦ διαβόλου. Τώρα νὰ πάρης μιὰ
καινούργια μηχανὴ – νὰ καλλιεργῆς συνέχεια ταπεινοὺς λογισμούς –, γιὰ νὰ
τρέχης.
Μόνον οἱ ταπεινοὶ λογισμοὶ φέρνουν ταπείνωση
καὶ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση φεύγει ἡ ὑπερηφάνεια. Μιὰ φορὰ ἕνας ἱεροκήρυκας μοῦ εἶπε
ὅτι ἑτοίμασε ἕνα ὡραῖο κήρυγμα. Ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ μιλοῦσε πολὺ ὡραῖα.
Κάποια στιγμὴ ὅμως τοῦ πέρασε ἕνας ὑπερήφανος λογισμὸς καὶ μπερδεύτηκε. Ξέσπασε
τότε σὲ ἕνα νευρικὸ κλάμα καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ντροπιασμένος. Ὕστερα, γιὰ
πολὺν καιρὸ δὲν μποροῦσε νὰ κάνη κήρυγμα· εἶχε ἀχρηστευθῆ. «Κοίταξε, τοῦ λέω, ἐκεῖνο
τὸ ἔπαθες ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ
ὑπερηφανεύθηκες, ἀπομακρύνθηκε ἡ
Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τώρα νὰ ξεκινήσης ταπεινά. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα
νὰ ἀνεβῆς στὸν ἄμβωνα, νὰ πῆς: "Ἂν μπερδευτῶ, σημαίνει ὅτι μοῦ χρειάζεται
ρεζιλίκι, γιατὶ αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήση πνευματικά". Καὶ ἂν τυχὸν σὲ πιάση πάλι
τὸ κλάμα, οἱ ἄνθρωποι θὰ νομίζουν ὅτι συγκινήθηκες, ὁπότε θὰ βοηθηθοῦν καὶ δὲν
θὰ σκανδαλισθοῦν. Μὴ φοβᾶσαι». Πράγματι, ξεκίνησε ἔτσι ταπεινά, περιμένοντας ρεζιλίκι,
καὶ ἄρχισε πάλι νὰ κηρύττη.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ὁ Γέροντας μόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου
Κονίτσης ἀπὸ τὸ 1958 μέχρι τὸ 1962.
2 Μελό: Μυαλό.
3 Ψαλμ. 118, 60.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι πολύμορφη
Ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια
– Μοῦ εἴπατε, Γέροντα, ὅτι ἔχω κρυφὴ ὑπερηφάνεια.
Ποιά εἶναι ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια; – Εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ὑπερηφάνεια. Καὶ ἡ ἐσωτερικὴ
ὑπερηφάνεια εἶναι πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐξωτερική. – Γέροντα, τί διαφορὰ ἔχει ἡ
ἐξωτερικὴ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ὑπερηφάνεια; – Ἡ ἐξωτερικὴ ὑπερηφάνεια φαίνεται καὶ
θεραπεύεται εὔκολα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐξωτερικὴ ὑπερηφάνεια φαίνεται καὶ ἀπὸ
τὰ ροῦχα του καὶ ἀπὸ τὸ περπάτημά του καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία του, καὶ ἔτσι μπορεῖ
κανεὶς νὰ τοῦ πῆ καμμιὰ κουβέντα καὶ νὰ βοηθηθῆ. Ἐνῶ ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια εἶναι
πολὺ ὕπουλη καὶ γι᾿ αὐτὸ δύσκολα θεραπεύεται. Κρύβεται καὶ δὲν τὴν βλέπουν οἱ ἄλλοι·
μόνον ἕνας πεπειραμένος μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβη.
Ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια συνήθως ὑπάρχει
στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε, ἐνῶ ἔχουν ἐξωτερικὰ σχήματα ταπεινά, σχήματα
εὐλαβείας, μέσα τους κρύβουν τοῦ κόσμου τὴν ὑπερηφάνεια! Βλέπεις, ντύνεται στὰ
κουρέλια τὸ ταγκαλάκι...
– Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κρυφὴ ὑπερηφάνεια
τὴν καταλαβαίνει; – Ἂν παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του, τὴν καταλαβαίνει. – Γέροντα, ἔχω
τὸν λογισμὸ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει κρυφὴ ὑπερηφάνεια, δὲν νιώθει μέσα του ἀνάπαυση.
– Ἀνάπαυση θεϊκὴ δὲν νιώθει, οὔτε γνώρισε
ποτὲ τὴν θεϊκὴ ἀνάπαυση, ἀλλὰ ἀναπαύει τὸν λογισμό του. – Τί θὰ μὲ βοηθήση,
Γέροντα, νὰ καταλάβω ἂν ἔχω κρυφὴ ὑπερηφάνεια καὶ νὰ ἀγωνισθῶ νὰ τὴν διώξω;
– Ἂν κάνης, ἂς ὑποθέσουμε, ἕναν πνευματικὸ
ἀγώνα καὶ σοῦ λέη ὁ λογισμὸς ὅτι
κάνεις κάτι σπουδαῖο,
εἶσαι ἐνάρετη κ.λπ.,
σίγουρα ὑπάρχει μέσα
σου ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ τὴν κρύβεις. Ἂν λοιπὸν προσέξης, θὰ δῆς ὅτι
νιώθεις μιὰ ἱκανοποίηση ψεύτικη. Γιὰ νὰ φύγη ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια, πρέπει νὰ
σιχαθῆς αὐτὸ τὸ ψεύτικο καὶ νὰ τὸ πετάξης. Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐξωτερικὴ ὑπερηφάνεια,
τοὺς σιχαίνονται οἱ ἄλλοι, καὶ ἔτσι μποροῦν νὰ διορθωθοῦν· ἐνῶ, ὅσοι ἔχουν ἐσωτερική,
κρυφή, ὑπερηφάνεια, πρέπει οἱ ἴδιοι νὰ σιχαθοῦν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν
ἀπὸ αὐτήν. Ἀλλά, καὶ ὅταν δίνης στοὺς ἄλλους τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ κάνουν παρατηρήσεις, αὐτὸ θὰ
σὲ βοηθήση, γιατὶ θὰ βγῆ ἔξω
ἡ κρυφὴ ὑπερηφάνεια, θὰ φανερωθῆ
καὶ σιγὰ-σιγὰ θὰ φύγη.
Ἐγωισμός, τὸ ἀναρχικὸ παιδὶ τῆς ὑπερηφανείας
– Γέροντα, ἄλλο πάθος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια
καὶ ἄλλο ὁ ἐγωισμός; – Ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία κ.λπ., ἐκτὸς ἀπὸ
τὴν ἔπαρση ποὺ εἶναι ἑωσφορικὸς βαθμός, εἶναι τὸ ἴδιο πάθος μὲ μικρὲς διαφορὲς
καὶ διαβαθμίσεις.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι τὸ ἀναρχικὸ παιδὶ τῆς ὑπερηφανείας·
δὲν τὸ βάζει κάτω, ἐπιμένει. Ὅπως ὅμως τὰ δένδρα ποὺ δὲν λυγίζουν, σπάζουν
τελικὰ ἀπὸ τὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωισμό, ἐπειδὴ δὲν
κάμπτεται, σπάζει τελικὰ τὰ μοῦτρα
του. Μεγάλο κακὸ ὁ ἐγωισμός! Ἐνῶ καὶ ἀνάπαυση
δὲν ἔχει ὁ ἐγωιστής, πάλι ἐπιμένει! Δὲν βλέπεις, ὁ Ἄρειος; Ὅταν ἡ μητέρα του τοῦ
εἶπε: «καλά, τόσοι λένε ὅτι σφάλλεις· δὲν τὸ
καταλαβαίνεις;», «ναί, τὸ
ξέρω, τῆς ἀπάντησε, ἀλλὰ πῶς νὰ ὑποταχθῶ
σ᾿ αὐτούς;». Ὁ ἐγωισμός του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ παραδεχθῆ τὸ λάθος του.
– Καὶ δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε, Γέροντα, ποὺ εἶχε
παρασύρει τόσον κόσμο στὴν αἵρεση; – Ὄχι, δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε.
«Ἂν παραδεχθῶ ὅτι
σφάλλω, ἔλεγε, θὰ ἐξευτελισθῶ καὶ στοὺς ὀπαδούς μου». Καὶ ὅσο
καταλάβαινε ὅτι κάνει λάθος, ἄλλο τόσο ζοριζόταν νὰ τοὺς πείση ὅτι εἶχε δίκαιο.
Φοβερὸ πράγμα ὁ ἐγωισμός!
– Σὲ τί διαφέρει, Γέροντα, ὁ ἐγωιστὴς ἀπὸ
τὸν ὑπερήφανο; – Ὁ ἐγωιστὴς ἔχει θέλημα, πεῖσμα, ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος μπορεῖ νὰ μὴν
ἔχη οὔτε θέλημα οὔτε πεῖσμα. Ἂς ποῦμε ἕνα παράδειγμα: Στὴν ἐκκλησία προσκυνᾶτε
τὶς εἰκόνες μὲ μιὰ σειρά· ἡ καθεμιὰ ξέρει τὴν σειρά της. Μιὰ ἀδελφή, ἂν ἔχη ἐγωισμὸ
καὶ τῆς πάρη κάποια ἄλλη τὴν σειρά, θὰ κατεβάση τὰ μοῦτρα καὶ μπορεῖ νὰ μὴν πάη
οὔτε νὰ προσκυνήση. «Ἀφοῦ προσκύνησε ἐκείνη πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πῆ, δὲν πάω νὰ
προσκυνήσω». Ἐνῶ, ἂν ἔχη ὑπερηφάνεια, πάλι θὰ πειραχθῆ, ἀλλὰ δὲν θὰ ἀντιδράση ἔτσι·
μπορεῖ μάλιστα νὰ πῆ καὶ στὶς ἑπόμενες, δῆθεν μὲ εὐγένεια: «Περάστε! πέρνα κι ἐσύ,
πέρνα κι ἐσύ!».
– Τί νὰ κάνω, Γέροντα, ὅταν πληγώνεται ὁ ἐγωισμός
μου; – Ὅταν πληγώνεται
ὁ ἐγωισμός σου, μὴν τὸν
περιθάλπης· ἄφησέ τον νὰ
πεθάνη. Ἂν πεθάνη ὁ ἐγωισμός σου, θὰ ἀναστηθῆ ἡ ψυχή σου.
– Καὶ πῶς πεθαίνει, Γέροντα, ὁ ἐγωισμός; –
Πρέπει νὰ θάψουμε τὸ ἐγώ μας, νὰ σαπίση καὶ νὰ γίνη κοπριά, γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ
ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη.
Ἡ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας
– Γέροντα, γιατί ὑπερηφανεύομαι εὔκολα;
–
Γιὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι εὔκολα, σημαίνει
ὅτι ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό
σου. Πιστεύεις ὅτι κάτι εἶσαι. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθῆ κανείς, ἂν δὲν
πιστεύη ὅτι κάτι εἶναι. Ἀφοῦ λοιπὸν πιστεύεις ὅτι εἶσαι σπουδαία, μετὰ μὲ τὸ
παραμικρὸ ὑπερηφανεύεσαι, σὰν τοὺς ὑπερτασικοὺς πού, μόλις λίγο στενοχωρηθοῦν, ἀμέσως
ἀνεβάζουν πίεση.
–
Γέροντα, ἔχει παγώσει
πάλι ἡ καρδιά
μου. Γιατί φθάνω
σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση; – Γιατὶ ἀφήνεις τὸ κεφάλι σου
ξεβίδωτο καὶ παίρνει ἀέρα τὸ μυαλό σου. Ἐγὼ βάζω τάπα, τὴν βιδώνω, ἀλλὰ ἐσὺ τὴν
πετᾶς. Τώρα χρειάζεται νὰ βάλουμε τάπα μεγάλη καὶ νὰ τὴν βιδώσουμε γερὰ-γερά.
Ξέρεις πόσα θὰ σοῦ ἔδινε ὁ Χριστός, ἂν δὲν εἶχες αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα; Ὅταν δὲν
προσέχουμε, ἔρχεται ὁ διάβολος ὕπουλα, μᾶς τρυπάει τὸ κεφάλι μὲ τὸ σουβλί του,
τὴν οἴηση, μᾶς τὸ φουσκώνει σὰν μπαλόνι καὶ μᾶς σηκώνει στὸν ἀέρα.
– Γέροντα, ἕνας ποὺ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν
ἑαυτό του, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ δῆ τὸ καλὸ ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος. – Ἔτσι εἶναι. Αὐτὸς
ποὺ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, παραμένει μέσα
στὴν ἀντάρα τῆς ὑπερηφανείας καὶ δὲν ἔχει
οὔτε πνευματικὴ ὑγεία οὔτε ὁρατότητα, ὁπότε δὲν μπορεῖ νὰ δῆ τὰ χαρίσματα τοῦ ἄλλου.
Ἀλλὰ γιατί νὰ ἔχη κανεὶς μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς θὰ ἔρθουν οἱ θεῖες ἰδέες,
ἂν δὲν πετάξη τὴν δική του μεγάλη ἰδέα; Ἂν πάρη τὸ κατσαβίδι ὁ Χριστός, λίγο τὴν
βιδούλα νὰ στρίψη, μπανταλομάρες1 θὰ λέμε. Τί ἰδέα νὰ ἔχης λοιπὸν γιὰ τὸν ἑαυτό
σου;
Αὐτὸς ποὺ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό
του, εἶναι ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ του, παράφρων. Χρειάζεται νὰ κατεβῆ-νὰ κατεβῆ, νὰ
προσγειωθῆ, γιὰ νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του· ἀλλιῶς θὰ γυρίζη στὰ σύννεφα καὶ θὰ
ξοδεύη τὴν βενζίνη στὸν ἀέρα!
Ἡ αὐτοπεποίθηση
– Γέροντα, τί σημαίνει: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ
οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»2; – Αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν αὐτοπεποίθηση
τοῦ ἀνθρώπου. Βλέπεις, καὶ στὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Σχήματος, ὅταν ὁ ὑποψήφιος
μοναχὸς ἐρωτᾶται: «Ταῦτα πάντα ὑπομένεις;», ἀπαντᾶ: «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος»3.
Δὲν λέει: «Ναί, ἐγὼ μόνος μου θὰ ὑπομείνω». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν βάζη σὲ ὅλα
μπροστὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ λέη: «ἐγὼ μόνος μου θὰ κάνω αὐτό, ἐγὼ μὲ τὶς δικές μου
δυνάμεις θὰ κάνω ἐκεῖνο», τότε καὶ τὰ μοῦτρα του τρώει καὶ τίποτε δὲν κάνει. –
Γέροντα, στενοχωρῶ πολὺ τὶς ἀδελφές· ἄλλα μοῦ λένε νὰ κάνω, ἄλλα κάνω.
– Ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση τὸ παθαίνεις. Ἐσὺ
νομίζεις ὅτι πιάνεις πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἐνῶ πιάνεις ἀέρα! Σηκώνεις τὸ χέρι σου
καὶ νομίζεις ὅτι ἔπιασες ἕνα πουλί. «Τὸ ἔπιασα» λές, ἀλλὰ τὸ χέρι σου εἶναι ἄδειο.
Σηκώνεις καὶ τὸ ἄλλο σου χέρι, «τὸ ἔπιασα» λές, ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ χέρι σου εἶναι
ἄδειο. Νὰ βλέπης πρῶτα ἂν εἶναι γεμάτο τὸ χέρι σου καὶ ὕστερα νὰ λὲς «τὸ ἔπιασα».
– Γέροντα, οἱ ἀδελφὲς μοῦ λένε ὅτι
δυσκολεύονται μαζί μου, ἐπειδὴ ἐπιμένω στὴν γνώμη μου· ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνω
πάντοτε. – Ξέρεις τί συμβαίνει μ᾿ ἐσένα; Ὅταν σχηματίζης μιὰ γνώμη γιὰ κάτι, δὲν
λές: «μοῦ πέρασε αὐτὸς ὁ λογισμός, δὲν ξέρω ἂν εἶναι σωστός», ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι
ἡ
γνώμη σου εἶναι πάντοτε σωστὴ καὶ ἐπιμένεις.
Κάνεις σὰν ἐκείνη τὴν νοικοκυρὰ ποὺ τῆς ἀγόρασε ὁ ἄνδρας της ἕνα χταπόδι
νὰ μαγειρέψη, ἀλλὰ
τοῦ ἔλειπε τὸ ἕνα
πλοκάμι. «Τὸ μαγείρεψες, τῆς λέει, τὸ χταπόδι; ἔβρασε;». «Ποιό χταπόδι; λέει ἐκείνη,
τὸ ἑπταπόδι». Ὄχι τὸ ὀχταπόδι-ὄχι τὸ ἑπταπόδι, νευρίασε στὸ τέλος ὁ ἄνδρας της ἀπὸ
τὴν ἐπιμονή της καὶ τὴν πέταξε στὸ πηγάδι. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔδειχνε μὲ τὰ
δάκτυλά της «ἑπτά, ἑπτά, ἑπτά»! Κοίταξε, νὰ λὲς τὸν λογισμό σου, ἀλλὰ νὰ μὴν ἐπιμένης.
– Ὅμως, Γέροντα, πολλὲς φορὲς βλέπω ὅτι ἡ
δική μου γνώμη εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν γνώμη τῶν ἀδελφῶν μὲ τὶς ὁποῖες
συνεργάζομαι. – Ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση ποὺ ἔχεις βλέπεις ἔτσι τὰ πράγματα. Νὰ
προσέξης πολύ, γιατὶ ὅποιος
ἔχει πολλὴ λογικὴ
καὶ κρίση μὲ ἐγωισμὸ καὶ αὐτοπεποίθηση,
μπορεῖ νὰ φθάση νὰ μὴν παραδέχεται κανέναν.
– Πῶς θὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση; –
Ἂν γνωρίσης τὸν ἑαυτό σου, θὰ δῆς ὅτι δὲν ἔχεις τίποτε δικό σου καὶ τίποτε δὲν
μπορεῖς νὰ κάνης χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν καταλάβης πὼς ὅ,τι καλὸ
κάνεις εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅσες χαζομάρες κάνεις εἶναι δικές σου, τότε θὰ
πάψης νὰ ἔχης ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση.
Ἡ καυχησιολογία
– Γέροντα, ὅποιος ἔχει ὑπερηφάνεια πάντοτε
λέει τὸ καλὸ ποὺ κάνει; – Καὶ νὰ τὸ πῆ καὶ νὰ μὴν τὸ πῆ, τὄχει μέσα του κρυφὸ
καμάρι! Νά, αὐτὲς τὶς μέρες ἦρθε κάποιος νὰ μὲ δῆ. Μοῦ μιλοῦσε συνέχεια γιὰ τὸν
ἑαυτό του καὶ κάθε τόσο πρόσθετε: «Εἰς δόξαν Θεοῦ τὰ λέω». Ἔλεγε-ἔλεγε... «Εἰς
δόξαν Θεοῦ τὰ λέω». Μὲ τρόπο τοῦ εἶπα: «Μήπως μπαίνει λίγο καὶ ἡ δόξα ἡ δική
σου;». «Ἄ, ὄχι, μοῦ λέει, ὅλα εἰς δόξαν Θεοῦ...». Καὶ τελικὰ δὲν εἶχε ἔρθει νὰ
μοῦ πῆ κάτι ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε, ἀλλὰ νὰ μοῦ διηγηθῆ τὰ κατορθώματά του «εἰς
δόξαν Θεοῦ...», ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὅλα τὰ ἔλεγε γιὰ τὴν δόξα τὴν δική του.
Πάντως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνη γνωστὸ τὸ καλὸ ποὺ κάνει καὶ ὑπερηφανεύεται,
πάντοτε τὸ χάνει. Τότε καὶ κουράζεται ἄσκοπα καὶ κολάζεται. Κάποιος ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ γίνη ἱερέας πῆγε σὲ ἕνα ἀπομονωμένο μοναστήρι νὰ καθήση σαράντα μέρες πρὶν ἀπὸ
τὴν χειροτονία του. Στὶς τριάντα ὀκτὼ ὅμως μέρες παρουσιάσθηκε κάποια ἀνάγκη καὶ
χρειάσθηκε νὰ κατεβῆ στὸν κόσμο. Μετὰ ἔκανε τὸ πᾶν νὰ ἐπιστρέψη, γιὰ νὰ μείνη ἀκόμη
δυὸ μέρες, γιατὶ πῶς θὰ ἔλεγε ὅτι κάθησε στὴν ἔρημο σαράντα μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν
χειροτονία του; Βλέπεις, καὶ ὁ Μωυσῆς σαράντα μέρες κάθησε στὸ Σινᾶ, πρὶν πάρη
τὶς δέκα ἐντολές4!... Ἔλεγε μετὰ παντοῦ:
«Ἐγὼ
πρὶν ἀπὸ τὴν
χειροτονία μου κάθησα
στὴν ἡσυχία σαράντα
μέρες». Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις; Χίλιες
φορὲς νὰ καθόταν εἴκοσι μέρες ἢ δεκαπέντε ἢ νὰ μὴν καθόταν οὔτε μιὰ μέρα, γιὰ νὰ
μὴ καυχιέται ὅτι κάθησε σαράντα μέρες. Τότε περισσότερη Χάρη θὰ εἶχε.
– Γέροντα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ὁ
καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω»5. Αὐτὴ ἡ καύχηση μπορεῖ νὰ ἔχη ὑπερηφάνεια;– Ὄχι,
πῶς νὰ ἔχη ὑπερηφάνεια; Αὐτὸ ἔχει μιὰ δοξολογία, μιὰ εὐχαριστία στὸν Θεό. Ἂν
θεωροῦμε μεγάλη τιμὴ καὶ εὐεργεσία ποὺ οἰκονόμησε ὁ Καλὸς Θεὸς νὰ εἴμαστε
Χριστιανοί, αὐτὴ ἡ καύχηση δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια. Ὅταν κάποιος, ἂς ὑποθέσουμε,
θεωρῆ εὐλογία καὶ χαίρεται ποὺ ὁ
Θεὸς οἰκονόμησε νὰ ἔχη καλούς, εὐλαβεῖς, γονεῖς, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι
καμαρώνει κοσμικά, ἀλλὰ ὅτι ἔχει εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό.
Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια
– Γέροντα, πολλὲς φορὲς μὲ πιάνει ἕνα
παράπονο. – Τί παράπονο ἔχεις; ἔτσι;». – Νά, λέω: «Γιατί δὲν ἀναγνώρισαν τὸν
κόπο μου καὶ μοῦ συμπεριφέρθηκαν – Ὅταν κάποιος κάνη κάτι ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη,
καὶ δὲν βρῆ ἀναγνώριση,
μπορεῖ νὰ τοῦ ἔρθη καὶ ἕνα παράπονο. Αὐτὸ
εἶναι ἀνθρώπινο – ὄχι φυσικὰ ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ τότε ἔχει κανεὶς
κάποια ἐλαφρυντικά. Ὅταν ὅμως ἀπαιτῆ τὴν ἀναγνώριση, αὐτὸ εἶναι βαρύ· ἔχει μέσα
ἐγωισμό, δικαίωμα6, ἀνθρωπαρέσκεια. Ὅσο μπορεῖς, νὰ κινῆσαι ταπεινά. Ὅ,τι
κάνεις νὰ τὸ κάνης μὲ φιλότιμο, γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ
κενοδοξία, γιὰ νὰ ἀκούσης τὸ «μπράβο» ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν
δέχεται τὰ «μπράβο» ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐργάζεται μόνον γιὰ τὸν Θεό, τότε ἀνταμείβεται
ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ μὲ τὴν ἄφθονη Χάρη Του, καὶ στὴν ἄλλη μὲ τὰ ἀγαθὰ
τοῦ Παραδείσου.
– Μπορεῖ, Γέροντα, μέσα στὸ φιλότιμο νὰ ὑπάρχη
ἀνθρωπαρέσκεια; – Μπορεῖ ὁ διάβολος, ποὺ ὅλα θέλει νὰ τὰ μολύνη, νὰ κλέβη τὸ λίγο
φιλότιμο μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Ἔχει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος λίγο φιλότιμο, ἀλλά, ἂν
δὲν προσέξη, μπαίνει μέσα ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ μετά, ὅ,τι κι ἂν κάνη, πάει
χαμένο. Εἶναι σὰν νὰ βγάζη νερὸ μὲ τρύπιο κουβᾶ. Ἂν ὅμως καταλάβη πὼς ὅ,τι
κάνει ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια μολύνεται, μετὰ δὲν θὰ ἔχη ὄρεξη νὰ κάνη κάτι γιὰ νὰ ἐπιδειχθῆ·
δὲν θὰ ἔχη μάτια νὰ δῆ ἂν τὸν καμαρώνουν οἱ ἄλλοι οὔτε αὐτιὰ νὰ ἀκούση τί λένε
γι᾿ αὐτόν.
– Γέροντα, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ξεχωρίσω ἂν
κάτι τὸ κάνω ἀπὸ καθαρὸ φιλότιμο ἢ ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια. – Τὸ
καθαρὸ φαίνεται. Ὅταν
κινῆται κανεὶς μὲ
καθαρὸ φιλότιμο, ἔχει πληροφορία ἐσωτερική,
ἔχει δηλαδὴ μέσα
του ἀνάπαυση, γαλήνη,
ἐνῶ ἡ ἀνθρωπαρέσκεια φέρνει ἀνησυχία,
ταραχή.
– Γέροντα, μοῦ λέει ὁ λογισμὸς πὼς πέφτω σὲ
πειρασμούς, ἐπειδὴ ἡ καρδιά μου δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δοσμένη στὸν Θεό. – Ναί,
κλέβεσαι ἀπὸ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Προσπάθησε στὴν κάθε φιλότιμη ἐνέργειά σου νὰ
μὴ σφηνώνεται ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, γιὰ νὰ ἔχης καὶ καθαρὸ μισθό, χωρὶς κρατήσεις ἀπὸ
τὸ ταγκαλάκι, ἀλλὰ καὶ περισσότερη ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Νὰ ἐξετάζης τὰ ἐλατήρια μὲ
τὰ ὁποῖα κινεῖσαι καί, μόλις ἀντιληφθῆς ὅτι κινεῖσαι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, νὰ τὴν
χτυπᾶς ἀμέσως. Ἂν κάνης αὐτὸν τὸν «καλὸν ἀγῶνα»7, θὰ ἀποτοξινωθῆς ἀπὸ κάθε
κοσμικὸ ἐλατήριο ποὺ ἔχει κέντρο τὸ ἐγώ. Τότε θὰ γίνωνται ὅλα καλὰ καὶ δὲν θὰ ἔχης
πειρασμοὺς οὔτε ἐξωτερικοὺς οὔτε δικούς σου ἐσωτερικούς, ἀλλὰ θὰ ἔχης ἐσωτερικὴ
εἰρήνη.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι γιὰ τὴν
στασιμότητα ποὺ ἔχω. Θὰ ἤθελα κάθε μέρα νὰ προοδεύω πνευματικά.– Ξέρεις τί
συμβαίνει καμμιὰ φορά; Μπορεῖ νὰ θέλουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ νὰ
γίνουμε καλύτεροι, ὄχι γιὰ νὰ εὐαρεστήσουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀρέσουμε στοὺς
ἄλλους. Κι ἐσύ, ἂς ποῦμε, θέλεις νὰ γίνης καλύτερη, νὰ προχωρήσης πνευματικά. Ἐξέτασες
ὅμως γιατί τὸ θέλεις; Τὸ θέλεις, γιὰ νὰ πλησιάσης περισσότερο στὸν Θεὸ ἢ γιὰ νὰ
φαίνεσαι καλύτερη ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀδελφές; Βιάζεσαι
λ.χ.
νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία. Γιατί τὸ κάνεις;
γιὰ νὰ εἶσαι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν Ἀκολουθία, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ σωστὸ ἢ
γιὰ νὰ πᾶς πρώτη καὶ νὰ λένε οἱ ἀδελφὲς καλὰ λόγια γιὰ σένα; Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος
ἐνδιαφέρεται νὰ ἀρέση στὸν Θεό, ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. «Ἂν ἤθελα νὰ ἀρέσω στοὺς ἀνθρώπους,
λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ»8.
– Γέροντα, ἔχω πάντοτε ἕναν φόβο μὴν
ξεπέσω στὰ μάτια τῶν ἄλλων, ἐνῶ δὲν σκέφτομαι πῶς μὲ βλέπει ὁ Θεός. Πῶς θὰ αὐξηθῆ
ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; – Ἐγρήγορση χρειάζεται. Σὲ κάθε σου ἐνέργεια, ἀκόμη καὶ στὴν
παραμικρή
σου κίνηση, κέντρο νὰ εἶναι ὁ Θεός. Στρέψε
ὅλον τὸν ἑαυτό σου πρὸς τὸν Θεό. Ἂν ἀγαπήσης τὸν Θεό, ὁ νοῦς σου θὰ εἶναι
συνέχεια στὸ πῶς νὰ εὐχαριστήσης τὸν Θεό, στὸ πῶς νὰ ἀρέσης στὸν Θεό, καὶ ὄχι
στὸ πῶς νὰ ἀρέσης στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ πολὺ θὰ σὲ βοηθήση νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὶς
βαρειὲς ἁλυσίδες τῆς ἀνθρωπαρέσκειας ποὺ σοῦ εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀνώτερη ζωή.
Καὶ ὅταν θὰ χαίρεσαι, γιατὶ ξέπεσες στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, τότε θὰ γλυκαίνεσαι
ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸν Γλυκὺ Ἰησοῦ.
Ἡ καραμέλα τοῦ ἐπαίνου
– Γέροντα, ἄκουσα κάτι ἐπαίνους καί... – Ἔ,
καὶ τί ἔγινε; Τελείως κούφιο εἶσαι, βρὲ παιδί; Ἐμᾶς τί πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρη;
Πῶς μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι ἢ πῶς μᾶς βλέπει ὁ Χριστός; Οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ
κινητήρια δύναμη ἢ ὁ Χριστός; Ἐσὺ ἔχεις σοβαρότητα· μὴ γίνεσαι ἐλαφρούτσικη. Ἐμένα
πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ σοβαροὶ ἄνθρωποι, μοῦ λένε κάτι ἐπαινετικὸ καὶ μοῦ ἔρχεται
νὰ κάνω ἐμετό. Γελῶ ἀπὸ μέσα μου καὶ τὸ πετῶ πέρα. Κι ἐσὺ κάτι τέτοια νὰ τὰ πετᾶς
ἀμέσως. Εἶναι χαμένα πράγματα! Τί κερδίζουμε, ἂν μᾶς καμαρώνουν οἱ ἄλλοι; Γιὰ νὰ
μᾶς καμαρώνουν μεθαύριο τὰ ταγκαλάκια; Ὅποιος χαίρεται, ὅταν τὸν καμαρώνουν οἱ ἄνθρωποι,
κοροϊδεύεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Οἱ ἔπαινοι, εἴτε κοσμικοὶ εἶναι εἴτε
πνευματικοί, εἴτε στὸ σῶμα ἀναφέρονται εἴτε στὴν ψυχή, βλάπτουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος
εἶναι βλαμμένος, ὅταν δηλαδὴ ἔχη ὑπερηφάνεια ἢ προδιάθεση ὑπερηφανείας. Γι᾿ αὐτὸ
νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ἐπαινοῦμε εὔκολα τὸν ἄλλον, γιατί, ἂν τυχὸν εἶναι
φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεῖ νὰ καταστραφῆ.
Οἱ ἔπαινοι εἶναι σὰν τὰ ναρκωτικά. Κάποιος,
ἂς ὑποθέσουμε, ποὺ ξεκινᾶ νὰ κάνη κηρύγματα, μπορεῖ τὴν πρώτη φορὰ νὰ ρωτήση ἂν
τὸ κήρυγμα ἦταν καλό, ἂν πρέπη κάτι νὰ προσέξη, γιὰ νὰ μὴν κάνη κακὸ στὸν
κόσμο. Ὁπότε καὶ ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνη, τοῦ λέει: «Καλὰ τὰ εἶπες· μόνο
σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἤθελε λίγο νὰ προσέξης». Ὕστερα ὅμως, ἂν ἔχη λίγη
προδιάθεση ὑπερηφανείας, μπορεῖ νὰ φθάση νὰ ρωτάη ἂν ἦταν καλὸ τὸ κήρυγμα,
μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀκούση ὅτι ἦταν καλὸ καὶ νὰ αἰσθανθῆ ἱκανοποίηση. Κι ἂν
τοῦ ποῦν: «πολὺ καλὸ ἦταν», χαίρεται. «Ἄ, λένε καλὰ λόγια
γιὰ μένα!», σκέφτεται
καὶ φουσκώνει. Ἂν ὅμως τοῦ ποῦν: «δὲν ἦταν
καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πῶς μὲ μιὰ καραμέλα ἐπαίνου τὸν ξεγελάει τὸ
ταγκαλάκι; Στὴν ἀρχὴ ρωτάει μὲ καλὸ λογισμό, γιὰ νὰ διορθωθῆ, καὶ μετὰ ρωτάει,
γιὰ νὰ ἀκούη ἐπαίνους καὶ νὰ χαίρεται!
Ἂν χαίρεσθε καὶ νιώθετε ἱκανοποίηση, ὅταν
σᾶς ἐπαινοῦν, καὶ στενοχωριέσθε καὶ κατεβάζετε τὰ μοῦτρα, ὅταν σᾶς κάνουν καμμιὰ
παρατήρηση ἢ σᾶς ποῦν ὅτι μιὰ δουλειὰ δὲν τὴν κάνατε καλά, νὰ ξέρετε ὅτι αὐτὸ εἶναι
μιὰ κοσμικὴ κατάσταση. Καὶ ἡ στενοχώρια εἶναι κοσμικὴ καὶ ἡ χαρὰ εἶναι κοσμική.
Ἕνας ποὺ ἔχει πνευματικὴ ὑγεία, καὶ νὰ τοῦ πῆς: «αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανες καλό», χαίρεται,
γιατὶ τὸν βοήθησες νὰ δῆ τὸ λάθος του. Πιστεύει
ὅτι δὲν τὸ ἔκανε καλό,
γι᾿ αὐτὸ τὸν
φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ
τὴν ἑπόμενη φορὰ τὸ κάνει πολὺ καλό. Ἀλλὰ καὶ πάλι αὐτὸ τὸ ἀποδίδει στὸν
Θεό. «Τί θὰ ἔκανα ἐγὼ μόνος μου; λέει. Ἂν δὲν μὲ βοηθοῦσε ὁ Θεός, μπανταλομάρες
θὰ ἔκανα». Ὅλα δηλαδὴ τὰ τοποθετεῖ σωστά.
– Πῶς θὰ
μπορέσουμε, Γέροντα, νὰ αἰσθανώμαστε τὸ ἴδιο, καὶ ὅταν μᾶς ἐπαινοῦν καὶ ὅταν μᾶς προσβάλλουν; – Ἂν
μισήσετε τὴν κοσμικὴ προβολή, τότε θὰ δέχεσθε μὲ τὴν ἴδια διάθεση καὶ τὸν ἔπαινο
καὶ τὴν προσβολή.
Ἡ κενοδοξία
– Γιατί, Γέροντα, νιώθω μέσα μου ἕνα κενό;
– Ἀπὸ τὴν κενοδοξία εἶναι. Ὅταν ἐπιδιώκουμε νὰ ἀνεβαίνουμε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων,
νιώθουμε μέσα μας κενὸ – τὸν καρπὸ τῆς κενοδοξίας –, γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἔρχεται
στὸ κενό, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς οἱ
πνευματικοὶ ἄνθρωποι θέλουν τὴν ἀρετή, ἀλλὰ θέλουν καὶ κάτι ποὺ νὰ τρέφη τὴν ὑπερηφάνειά
τους, δηλαδὴ ἀναγνώριση, πρωτεῖα κ.λπ., κι ἔτσι μένουν μὲ ἕνα κενὸ στὴν ψυχή
τους, τὸ κενὸ τῆς κενοδοξίας· δὲν ὑπάρχει τὸ πλήρωμα, τὸ φτερούγισμα τῆς καρδιᾶς.
Καὶ ὅσο μεγαλώνει ἡ κενοδοξία τους, τόσο μεγαλώνει καὶ τὸ κενὸ μέσα τους καὶ
τόσο περισσότερο ὑποφέρουν.
– Γέροντα, ἀπὸ ποῦ προέρχεται τὸ ζόρισμα
ποὺ νιώθω στὸν ἀγώνα μου; – Δὲν ἀγωνίζεσαι
ταπεινά. Ὅποιος ἀγωνίζεται
ταπεινά, δὲν συναντᾶ δυσκολία στὸν ἀγώνα του. Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν
πνευματικὲς ἐπιδιώξεις ποτισμένες μὲ κενοδοξία, τότε ἡ ψυχὴ ζορίζεται. Τὰ ἄλλα
πάθη δὲν μᾶς δυσκολεύουν τόσο πολὺ στὸ πνευματικὸ ἀνέβασμα, ὅταν ἐπικαλούμαστε
ταπεινὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως μᾶς κλέβη τὸ ταγκαλάκι μὲ τὴν κενοδοξία, μᾶς
δένει τὰ μάτια καὶ μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ δικό του δύσβατο μονοπάτι καὶ τότε
ζοριζόμαστε, γιατὶ βρισκόμαστε σὲ ταγκαλίστικο χῶρο.
Ἡ
πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ὅπως ἡ κοσμικὴ
ζωή. Ἐκεῖ, γιὰ νὰ πάη, ἂς
ὑποθέσουμε, καλὰ μιὰ ἐπιχείρηση, πρέπει νὰ κάνη κανεὶς τὴν τάδε διαφήμιση, νὰ ρίξη
αὐτὰ τὰ φέιγ-βολάν, νὰ κοιτάξη πῶς νὰ προβληθῆ. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅμως, μόνον
ἂν μισήση κανεὶς τὴν κοσμικὴ προβολή, πάει καλὰ ἡ ἐπιχείρηση ἡ πνευματική.
– Γέροντα, πῶς θὰ διώξω τοὺς λογισμοὺς
κενοδοξίας; – Νὰ χαίρεσαι μὲ τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ κοσμικοί.
Μόνο μὲ τὰ ἀντίθετα τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων θὰ μπορέσης νὰ κινηθῆς στὸν
πνευματικὸ χῶρο. Στοργὴ θέλεις;
Νὰ χαίρεσαι, ὅταν δὲν σοῦ δίνουν σημασία.
Ζητᾶς θρόνο; Κάθισε τὸν ἑαυτό σου
στὸ σκαμνί. Ζητᾶς ἐπαίνους; Ἀγάπησε τὴν περιφρόνηση, γιὰ νὰ νιώσης τὴν ἀγάπη τοῦ
Περιφρονημένου Ἰησοῦ. Ζητᾶς
δόξα; Ζήτα ἀτιμία9,
γιὰ νὰ
νιώσης τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν νιώσης
τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θὰ νιώθης τὸν ἑαυτό σου εὐτυχισμένο καὶ θὰ ἔχης μέσα σου τὴν
μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ ὅλες τὶς χαρὲς ὅλου τοῦ κόσμου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τὴν λέξη
«μπανταλομάρα» ἀντὶ τῆς λέξεως «ἀνοησία».
2 Ψαλμ. 126, 1.
3 Βλ. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, Ἀκολουθία τοῦ
Μεγάλου καὶ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, σ. 207.
4 Βλ. Ἔξ. 34, 28.
5 Α’ Κορ. 1, 31. Βλ. καὶ Ρωμ. 5, 11·
Φιλιπ. 3, 3.
6 Ἡ λέξη «δικαίωμα» στὴν μοναχικὴ ζωὴ
δηλώνει τὴν τάση τοῦ μοναχοῦ νὰ δικαιώνη τὸν
ἑαυτό του καὶ τὴν ἀπαίτηση νὰ ἱκανοποιῆ ὁποιαδήποτε
ἐγωκεντρικὴ ἐπιθυμία του.
7 Α’ Τιμ. 6, 12.
8 Βλ. Γαλ. 1, 10.
9 Ἀτιμία: Ἀδοξία, ἔλλειψη τιμῆς καὶ δόξας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - Οἱ συνέπειες τῆς ὑπερηφανείας
Ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τὸν Θεὸ
– Γέροντα, βλέπω ὅτι δὲν πάω καλά. – Βρῆκες
τὴν αἰτία; Τὴν προηγούμενη φορὰ ποὺ εἶχα ἔρθει, εἶδα ὅτι, ἐπειδὴ σκεφτόσουν
σωστὰ καὶ ἐνεργοῦσες μὲ σύνεση, σὲ βοηθοῦσε καὶ ὁ Χριστός. Μήπως τώρα ὑπερηφανεύθηκες
γι᾿ αὐτό, ὁπότε πῆρε τὴν Χάρη Του ὁ Χριστός;
– Ναί, Γέροντα, ἔτσι εἶναι. – Ὅταν δὲν
καταλαβαίνουμε ὅτι προοδεύουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ νομίζουμε ὅτι τὰ
καταφέρνουμε μόνοι μας καὶ ὑπερηφανευώμαστε, παίρνει ὁ Θεὸς τὴν Χάρη Του, γιὰ νὰ
καταλάβουμε ὅτι μόνον ἡ θέληση καὶ ἡ προσπάθεια εἶναι δικά μας· ἡ δύναμη καὶ τὸ
ἀποτέλεσμα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μόλις ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς βοηθοῦσε καὶ γι᾿
αὐτὸ προοδεύαμε, ἀνοίγουν τὰ μάτια μας, ταπεινωνόμαστε, κλαῖμε γιὰ τὴν πτώση
μας, μᾶς λυπᾶται ὁ Θεός, μᾶς ξαναδίνει τὴν Χάρη Του καὶ προχωροῦμε.
– Γέροντα, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ὑπερηφανευθῆ,
ἡ θεία Χάρις φεύγει ἀμέσως; –
Φυσικά! Τί νομίζεις,
χρειάσθηκαν ὧρες γιὰ νὰ γίνη ὁ Ἑωσφόρος
ἀπὸ Ἄγγελος διάβολος; Μέσα σὲ δευτερόλεπτα ἔγινε. Λίγο ἕνας λογισμὸς ἂν
περάση στὸν ἄνθρωπο ὅτι κάτι εἶναι, ἀμέσως φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ τί
δουλειὰ ἔχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια; Ὁ Θεὸς εἶναι ταπείνωση. Καὶ ὅταν
φύγη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ὁ
διάβολος καὶ ζαλίζει
τὸν ἄνθρωπο. Μπορεῖ
μετὰ νὰ δεχθῆ ὁ
ἄνθρωπος μιὰ ἐπίδραση
δαιμονικὴ ἐξωτερικὴ καὶ
νὰ ἔχη μέσα
του σκοτάδι πνευματικό.
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει Χάρη Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει
κίνδυνος νὰ πάρη – Θεὸς φυλάξοι! – τὸν
μεγάλο κατήφορο. Εἶναι
χωρισμένος ἀπὸ τὸν
Θεό, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κακὸς ἀγωγός, μονωτικό,
ποὺ δὲν ἀφήνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ περάση καὶ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅταν φέρνουμε ὑπερήφανο λογισμό, τὰ
κάνουμε θάλασσα
– Γέροντα, εἶμαι πολὺ ἀπρόσεκτη· ὅλο ζημιὲς
κάνω. – Φαίνεται, θὰ ὑπάρχη μέσα σου κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπάει,
λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι1· κάνεις μιὰ ζημιὰ καὶ ταπεινώνεσαι. «Ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν
ταπεινωθήσεται»2.
– Γέροντα, φοβᾶμαι νὰ ξανασιδερώσω, γιατὶ ἔκαψα
ἕνα ξένο ράσο. – Νὰ κάνης τὸν σταυρό σου καὶ νὰ σιδερώνης.– Μήπως ἦταν τοῦ
πειρασμοῦ; – Σπάνια μιὰ ζημιὰ εἶναι ἀπὸ φθόνο τοῦ διαβόλου· συνήθως εἶναι ἀπὸ ὑπερήφανο
λογισμό. Ὅταν φέρνουμε ὑπερήφανο λογισμό, τὰ κάνουμε θάλασσα. Κι ἐσύ, φαίνεται,
ἔφερες ὑπερήφανο λογισμό.
– Γιατί κάηκε τὸ ράσο καὶ δὲν ἔπαθα ἐγὼ
ζημιά; – Γιατὶ τὸ ράσο πῆγε στὸν ἄλλον, ἔγινε γνωστὴ ἡ ζημιά, ὁπότε ἔτσι
ρεζιλεύτηκες καὶ ταπεινώθηκες. Ἐνῶ, ἂν πάθαινες ἐσὺ κάτι, δὲν θὰ ρεζιλευόσουν.
Γιατί ἐξομολογεῖται κανείς; Γιὰ νὰ θεατρινισθῆ ἡ ἁμαρτία· ἔτσι σκάζει ὁ
διάβολος.
– Ὅταν, Γέροντα, πάη κάποιος νὰ κάνη μιὰ
δουλειὰ καὶ τελικὰ γίνεται ζημιά, τί συμβαίνει; Δὲν δούλεψε σωστά; δὲν εἶχε
καθαρὴ διάθεση; – Εἶναι πολλὲς περιπτώσεις. Πρέπει νὰ ἐξετάση ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε.
– Μπορεῖ, Γέροντα, κάποιος νὰ κάνη ζημιὲς ἀπὸ
ἀφηρημάδα; – Τί θὰ πῆ ἀφηρημάδα; Ἂν ἐξετάσης, θὰ δῆς ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς
οἱ ζημιὲς στὴν ὑπερηφάνεια ὀφείλονται. Ἂν σὲ μιὰ νοικοκυρὰ περάση ὁ λογισμὸς ὅτι
καμμιὰ ἄλλη δὲν πλένει τὰ πιάτα τόσο καλὰ ὅσο αὐτή, μπορεῖ νὰ ρίξη ὅλο τὸ ράφι
μὲ τὰ πιάτα καὶ νὰ σπάσουν ὅλα. Μιὰ φορὰ κάποια ποὺ ἐργαζόταν σὲ ἕνα ὑαλοπωλεῖο
σκέφθηκε: «Τί εὔκολα κατεβάζω τὰ κουτιὰ μὲ τὰ ποτήρια!». Μόλις ἔβαλε αὐτὸν τὸν
λογισμό, τῆς ἔφυγαν τὰ κουτιὰ ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἔσπασαν ὅλα τὰ ποτήρια. Ἤ, ἂς ποῦμε,
ἕνας ὁδηγὸς βλέπει ἕνα γεροντάκι ἀνήμπορο καὶ τὸ παίρνει νὰ τὸ πάη στὸν
προορισμό του. Ἂν τοῦ περάση ὁ λογισμός: «γιά δές, ἄλλος θὰ τὸ ἔκανε αὐτό; τί
καλὰ λόγια θὰ λέη τώρα τὸ γεροντάκι γιὰ μένα!», θὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις τοῦ
Θεοῦ καὶ μπορεῖ νὰ πέση
πάνω σὲ καμμιὰ
κολόνα ἢ νὰ ἀνεβῆ πάνω
στὸ πεζοδρόμιο, νὰ χτυπήση καὶ κανέναν!
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει πνευματικὲς πτήσεις ἀλλὰ
πτώσεις
– Γέροντα, ὑποχώρησαν τὰ δέκατα ποὺ εἶχα.
– Χαίρομαι πολὺ ποὺ ὑποχώρησαν – δόξα τῷ Θεῷ –, γιατὶ πολὺ σὲ ταλαιπωροῦσαν.
Πιστεύω ὅτι τώρα θὰ ὑποχωρήσουν καὶ τὰ πνευματικὰ δέκατα, ἂν πιάσης τὴν ὑπερηφάνεια
ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται. Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἀνεβάζει ὄχι
μόνο δέκατα πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλο πυρετὸ πνευματικό. Ἀνάλογα μὲ τὸ ἀνέβασμα
τῆς ὑπερηφανείας εἶναι καὶ τὸ ἀνέβασμα τοῦ πνευματικοῦ πυρετοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιδρᾶ
καὶ στὸ σῶμα, καὶ ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνη καὶ ὁ σωματικὸς πυρετός, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ καὶ
τὸ σῶμα συνεργάζονται.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματικὴ
ἀρρώστια. Σὰν τὴν βδέλλα πού, ἂν κολλήση ἐπάνω σου, σοῦ ρουφάει τὸ αἷμα, ἔτσι
καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ρουφάει ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Φέρνει καὶ πνευματικὴ ἀσφυξία,
γιατὶ καταναλώνει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς.
– Γέροντα, ἔχω προσέξει πώς, μόλις βάλω μιὰ
σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, γίνονται ὅλα...–
Φαίνεται, λὲς μὲ τὸν λογισμό
σου «καλὰ πάω»,
γι᾿ αὐτὸ ὕστερα
ἔχεις πτώσεις. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει πνευματικὲς πτήσεις ἀλλὰ πτώσεις.
– Γέροντα, ὅ,τι καὶ νὰ κάνω ἢ νὰ πῶ, βλέπω
ὅτι μὲ κεντᾶ ἡ ὑπερηφάνεια.– Ὅ,τι κάνεις, νὰ τὸ κάνης μὲ ταπεινὸ λογισμό, γιατὶ
διαφορετικὰ βάζεις τὸν διάβολο ἀκόμη καὶ στὶς καλὲς ἐνέργειές σου. Ἄν, ἂς ὑποθέσουμε,
λέη κάποιος ὑπερήφανα: «θὰ πάω νὰ κάνω μιὰ καλωσύνη», βάζει καὶ τὸν διάβολο
μέσα καὶ μπορεῖ
νὰ συναντήση ἕνα σωρὸ ἐμπόδια καὶ τελικὰ νὰ
μὴν μπορέση νὰ πάη. Ἐνῶ, ἂν πάη ἀθόρυβα νὰ κάνη μιὰ καλωσύνη, τότε δὲν μπαίνει ὁ
διάβολος. – Πῶς γίνεται, Γέροντα, ἡ σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό μας;
–
Μυστικὰ καὶ σιωπηλά.
Ἡ πνευματικὴ ἐργασία
εἶναι πολὺ λεπτὴ
καὶ χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ
στὴν κάθε μας ἐνέργεια. Ἡ
πνευματικὴ ζωὴ εἶναι «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»3, λένε οἱ Ἅγιοι
Πατέρες. Τί ἐγρήγορση χρειάζεται! Τὸ ἀνέβασμα
στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ἀνέβασμα
σὲ μιὰ κυκλικὴ σκάλα ποὺ δὲν ἔχει κάγκελα. Ἂν ἀνεβαίνη κανεὶς χωρὶς νὰ βλέπη ποῦ
πατοῦν τὰ πόδια του καὶ λέη: «ὤ, πόσο ψηλὰ ἀνέβηκα! καὶ ποῦ θὰ φθάσω ἀκόμη!»,
παραπατάει καὶ πέφτει κάτω.
– Γιατί, Γέροντα, δὲν ἔχει κάγκελα ἡ
σκάλα; – Γιατὶ εἶναι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ τὸ μυαλὸ ποὺ
τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιῆ σωστά, τί νὰ τὸν κάνη ὁ Θεός;
– Γέροντα, μπορεῖ μιὰ κατάσταση πνευματικῆς
ξηρασίας νὰ ἔχη αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια; – Ναί, ἂν ὑπάρχη ὑπερηφάνεια, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει
νὰ μένη ὁ ἄνθρωπος σὲ μιὰ κατάσταση ὀκνηρίας, ἀκηδίας καὶ ψυχρότητος, γιατί, ἂν
τὸν βοηθήση καὶ γευθῆ κάτι οὐράνιο, τότε ἕνα κι ἕνα θὰ τὸ πάρη ἐπάνω του, θὰ
νομίζη ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στὸν ἀγώνα ποὺ ἔκανε καὶ θὰ ὑπερηφανεύεται: «Ἀγωνισθῆτε!
θὰ λέη μετὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Ἐγὼ ἀγωνίσθηκα καὶ τί ἀξιώθηκα νὰ ζήσω!», καὶ ἔτσι
θὰ πληγώνη ψυχές. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἀφήνει νὰ χτυπηθῆ, ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ
πεθάνη ἡ ἰδέα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἀπελπισθῆ μὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν
ἑαυτό του καὶ νὰ νιώση τὸ «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»4.
Ἡ ὑπερηφάνεια γελοιοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο
– Γέροντα, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει νὰ
θέλουμε νὰ γίνη γνωστὸ στοὺς ἄλλους ὅ,τι καλὸ κάνουμε, ἐνῶ ἔχει τόση γλυκύτητα,
τόση ἁπαλάδα, τὸ νὰ ζῆ καὶ νὰ ἐργάζεται κανεὶς στὴν ἀφάνεια;
– Τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἔχη ἐσωτερικότητα καὶ προσπαθῆ νὰ μὴ γίνεται γνωστὸ τὸ καλὸ ποὺ κάνει, αὐτὸ εἶναι
αἰσθητὸ στοὺς ἄλλους· ὅλοι τὸν εὐλαβοῦνται καὶ τὸν ἀγαποῦν, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ
καταλαβαίνη.
Πόσο
συμπαθὴς εἶναι ὁ
ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ
πόσο ἀποκρουστικὸς ὁ ὑπερήφανος! Τὸν ὑπερήφανο κανεὶς δὲν τὸν ἀγαπάει,
ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀποστρέφεται. Βλέπεις, καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἂν δοῦν κανένα
παιδὶ λίγο ὑπερήφανο, τὸ
κοροϊδεύουν, ἐνῶ ἕνα
παιδὶ σιωπηλό, συνετό,
πόσο τὸ ἐκτιμοῦν!
Ἤ, ἂν δοῦν κανέναν νὰ περπατάη καμαρωτὸς-καμαρωτός,
τὸν παίρνουν μυρωδιὰ καὶ τὸν κοροϊδεύουν. Θυμᾶμαι κάποιον στὴν Κόνιτσα πού, ἐνῶ
πέθαινε ἀπὸ τὴν πεῖνα, φοροῦσε κάθε μέρα κοστούμι, γραβάτα καὶ ρεπούμπλικο καὶ ἔβγαινε
στὴν πλατεία καμαρωτός. Τὰ παιδάκια, μόλις τὸν ἔβλεπαν, πήγαιναν ἀπὸ πίσω του
καὶ παρίσταναν πῶς περπατοῦσε. Μικρούτσικα παιδάκια
τώρα! Πόσο μᾶλλον
οἱ μεγάλοι
καταλαβαίνουν τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο! Μὴ
βλέπης ποὺ δὲν μιλοῦν, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐκθέσουν· ἀπὸ μέσα τους ὅμως ἀηδιάζουν. Ὅποιος
θέλει νὰ προβάλλη τὸν ἑαυτό του, τελικὰ γελοιοποιεῖται. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν στὸ
Σινᾶ5, εἶχε ἔρθει ἕνας παπᾶς ποὺ τὸν ἔλεγαν Σάββα. Ἦταν λίγο κενόδοξος, εἶχε καὶ
μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Μιὰ μέρα οἱ Βεδουΐνοι ἀνέβαζαν στὸ μοναστήρι ἕνα
βαρὺ πράγμα μὲ τὸ βίντσι καί, καθὼς τὸ σήκωναν, φώναζαν, γιὰ νὰ συγχρονισθοῦν, «σάουα-σάουα», δηλαδὴ
«ὅλοι μαζί». Τοὺς ἄκουσε ὁ
παπα– Σάββας κι ἔτρεξε ἀμέσως ἔξω. «Βρέ, ἀκόμη δὲν ἦρθα, λέει, καὶ
"Σάββα" φωνάζουν! Καὶ ἐδῶ ὅλοι μὲ ἔμαθαν!». Νόμιζε ὅτι οἱ Βεδουΐνοι
φώναζαν «Σάββα, Σάββα»! Μόλις τὸ ἄκουσα, μὲ ἔπιασαν τὰ γέλια! Εἶναι νὰ μὴ
γελάσης; Ὅπως δουλεύει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι τὰ ἑρμηνεύει ὅλα... Ἅμα ὁ ἄνθρωπος
εἶναι λίγο φαντασμένος, ὅλα φαντασμένα τὰ ἑρμηνεύει.
– Γέροντα, ἀπὸ ὑπερηφάνεια τὸ κάνει; – Εἶναι
αἰχμάλωτος στὴν κενοδοξία, τὸν κλέβει καὶ ἡ φαντασία καὶ φθάνει μετά... Μοῦ ἔλεγε
ἕνας μοναχὸς πώς, ὅταν ἦταν λαϊκός, εἶχε δώσει σὲ κάποιον ἕνα ἐπίσημο ἐπανωφόρι.
Μιὰ μέρα ποὺ βρέθηκαν μαζὶ σὲ μιὰ συντροφιά, ἐκεῖνος τὸ φοροῦσε, ὁπότε κάποια
στιγμὴ λέει: «Αὐτὸ τὸ παλτὸ ξέρετε ἀπὸ ποῦ τὸ ἔχω; Ἀπὸ τὸ Παρίσι! Ἂν ξέρατε καὶ
πόσο τὸ ἀγόρασα!». Καὶ νὰ εἶναι ἐκεῖ μπροστὰ καὶ ὁ ἄλλος ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἐπανωφόρι
εὐλογία!
– Καλά, Γέροντα, ἀνόητος ἦταν; – Μὰ πιὸ ἀνόητος
ἀπὸ τὸν ὑπερήφανο ὑπάρχει; Τελικὰ ἡ ὑπερηφάνεια γελοιοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ὁ
Γέροντας συχνὰ ἀναφερόταν στοὺς πνευματικοὺς νόμους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγραψε
ἐκτενέστερα στὸ βιβλίο «Ὁ Γέρων
Χατζη-Γεώργης ὁ Ἀθωνίτης», σ. 70 (Βλ. καὶ Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Τόμος
Δ’, «Οἰκογενειακὴ ζωή», Ἱ. Ἡσυχ. Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης,
72006, σ. 243).
2 Λουκ. 14, 11.
3
Βλ. Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου,
Πρὸς Θεόδουλον Λόγος
ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος
περὶνήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, ρκα’, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ.
«Ἀστήρ», Ἀθῆναι
1974, τόμος Α’, σ. 159.
4 Ἰω. 15, 5.
5 Ὁ Γέροντας ἀσκήτεψε στὸ Σινᾶ ἀπὸ τὸ 1962
μέχρι τὸ 1964.
Eισαγωγή
και δημοσίευση Κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια
και μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
.Διαβάστε και τούς Ορους Χρήσης του Ιστολογίου
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου