ΤΑ ΜΠΟΥΓΑΖΙΑ Τ’ΑΪΒΑΛΙΟΥ
ΤΟΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ είναι άληθινή, κι άς φαίνεται σάν ταίριασμα τής φαντασίας.
Στής Ανατολής τά μέρη βρίσκεται ένα μπουγάζι κλεισμένο όλοτρόγυρα, σά νά ’ναι ένας κόσμος χωρισμένος από τόν άλλο κόσμο. Άπ’ όξω, από τό πέλαγο, δέ φαίνεται τίποτα, παρά κάτι χαμηλά βουνά. Κατά τό βασίλεμα τό ζώνει ή άνοιχτή θάλασσα, μ’ ένα πλήθος ρημονήσια, έξόν ένα, τό μεγαλύτερο, τό λεγόμενο Μοσκονήσι, πόχει ένα χωριό. Ανάμεσα σέ τούτο τό νησί καί στή μεγάλη στεριά, πού βγαίνει είδος στεριόνησο κι άγκαλιάζει τό μπουγάζι, βρίσκεται τό στόμα τού μπουγαζιού, τό λεγόμενο Ταλιάνι, πού θά πει βιβάρι στά τούρκικα.
"Οποιος μπει στην άπό μέσα θάλασσα, άπορεί καί έξίσταται πού βρισκότανε μαθές καί δέ φαινότανε αύτός ό κόσμος, λές κι άνοιξε μιά μαγική πόρτα καί μπήκε μέσα. Έκεΐ πέρα βρίσκει μιά πλάση τής φαντασίας, γεμάτη ειρήνη κι άγαλλίαση.
"Ολα είναι μικρά καί καθαρογραμμένα, σά νά ’ναι ζωγραφισμένα μέ τό πινέλο, τά ήμερα τά βουνά, τά παράδοξα τά βράχια, οί κάβοι, οί άμμουδιές, οί άγκάλες πού καλάρει άπό μέσα τους ένας μοσκοβολημένος αγέρας, ένα-δυό νησάκια σάν πλεούμενα, τά παράξενα καΐκια μέ σκέδιο αρχαίο, π’ αρμενίζουνε στις πιό κρυφές γωνιές τοΰ μπουγαζιού, μ’ έναν σύντομον λόγο δλα είναι σάν ψεύτικα παιγνίδια τής φαντασίας. Γιατί είναι τόσο όμορφα καί τέτοιαν ευφροσύνη αισθάνεται ό άνθρωπος οπού μπαίνει σέ τούτο τό μέρος, ώστε άν πει πώς ό Παράδεισος δέ θά ’ναι ομορφότερος, δέ λέγει κανένα ψέμα. Ναί, μέν, είναι κείνα τά μαγικά νησιά στόν ωκεανό, πού λένε πώς ζοΰνε οί άγριοι άνθρωποι, αλλά δέν μπορούνε νά παραβγοΰνε μέ τούτα τά μέρη, γιατί εξόν άπό την ξωτική όψη τής φύσης, πού τά παρομοιάζει μέ κείνα τά νησιά, τούτα τά ’βαλεν ό Θεός μέσα στό ελληνικό πέλαγο, όπού ’ναι ή καρδιά τού κόσμου, σιμά στην Άσία, κατά τό μέρος πού βγαίνει ό ήλιος, Ανατολή Ανατολών.
Περπατάς σέ έρημες άκρογιαλιές, μά δέν σοΰ φαίνουνται έρημες, γιατί οί πιό άρχαΐοι άνθρωποι εδώ ζήσανε, άπό τότες πού θεμελιώθηκεν ό κόσμος. Βλέπεις στόν άμμο άποκαΐδια άπό φωτιά άνάμεσα σέ δυό κοτρόνες τής θάλασσας καί κόκκινα τσόφλια άπό καβούρια ψημένα, καί λές μέ τόν νοΰ σου πώς σέ κείνο τό μέρος θά δείπνησε ό Όδυσσέας μέ τά συντρόφια του.
Πίσω άπό ’να μικρό καί έρημο άκρωτήρι, είναι τραβηγμένο στ’ άπάνεμο ένα τρεχαντήρι φρεσκοβαμμένο, ενώ άπό τήν άλλη μεριά τού κάβου αφρίζουνε τά δροσερά κύματα, πού τά σαλαγά σάν πρόβατα ό γερο-βοριάς· τό τρεχαντήρι είναι, θαρρείς, ή Αργώ, καί τό τραβήξανε όξω ό σγουρομάλλης Ίάσονας κ’ οί σύντροφοι του. Δέν άλλαξεν όλότελα άπό τότες, μήτε ή γυριστή μύτη του, μήτε τά κουπιά, μήτε τά διχάλια πού βάζουνε τήν άντένα καί τό κατάρτι, μήτε τό σωτρόπι, μήτε ή καρίνα, μήτε τά μάτια κ’ οί γοργόνες πού ’ναι ζωγραφισμένες στά μάγουλά του. Όλάκερη ή σκάφη του μοσκομυρίζει άπό τήν όρε-χτικιά καί δροσερή άρμη πού μύριζε κ’ ή Αργώ.
Μά κ’ οί άνθρώποι, πού ’ναι καθισμένοι παραπέρα, κάτω άπό ’ναν πρίνο τής θάλασσας, σταυροπόδι ό ένας κοντά στόν άλλον, κ’ οί κουβέντες τους κ’ οί χειρονομίες τους καί τό σκέδιο πούχουνε στό πρόσωπό τους, είναι τά ϊδια κι απαράλλαχτα μέ τούς αρχαίους, δπως τά βλέπουμε σκαλισμένα στά μάρμαρα γιά ζωγραφισμένα στά κανάτια. Άπ’ αύτουνούς τούς άπελέκη-τους άνθρώπους, εξόν άπό τά συνηθισμένα λόγια, πού ’ναι καί κείνα πιό καθαρά έλληνικά άπ’ δ,τι μιλάμε εμείς οί γραμματισμένοι, άκοϋς καί κάτι άλλα λόγια άρχαΐα, πού σωθήκανε μονάχα στό στόμα τους.
Στά βουνά άπάνου είναι χτισμένα ρημοκκλήσια σά βίγλες τοΰ Προφήτ’ Ήλία είναι τά πιό ψηλότερα. Λένε πώς οί άρχαΐοι "Ελληνες χτίζανε καί κείνοι έκκλησιές άπάν’-άπάνου στά βουνά στ’ δνομα τ’ Απόλλωνα, όπού τόν λατρεύανε γιά θεό πού δίνει τό φώς, σάν τόν ήλιο, νά πούμε- καί πώς, σά γινήκανε χριστιανοί οί "Ελληνες, βάλανε στόν τόπο του τόν Προφήτ’ Ήλία, γιατί καί κείνος άνέβηκε στόν ουρανό καθισμένος άπάνου σ’ ένα άμάξι άπό φωτιά. "Εχουνε νά πούνε πώς "Ηλιος καί Ήλίας είναι τό ίδιο, καί χτίζουνε τά ξωκκλήσια στις κορφές, γιατί άπάνου τους πρωτοχτυπά ό ήλιος πού βγαίνει τό πρωί.
’Άκουσα καί μιάν άλλη ιστορία γιά τόν Προφήτ’ Ήλία στά μέρη τού Μόριά:
Μιά φορά ταξίδεψε μ’ ένα καράβι καί τούς έπιασε τρικυμία μεγάλη καί πέσανε δξω καί πνιγήκανε δλοι, εξόν άπό τόν Προφήτ’ Ήλία, πού γλύτωσε καί βγήκε στή στεριά- άλλά τέτοια τρομάρα έπήρε άπό τή θάλασσα, σά στεριανός πού ήτανε, πού τράβηξε μακριά δίχως νά κοιτάξει πίσω του, μ’ ένα κουπί στόν ώμο. Περπάτηξε κατά μέσα, δσο πού δέ φαινότανε πιά ή θάλασσα, κ’ έφταξε σ' ένα μέρος πού ’χανε μαντρί κάτι τσομπάνηδες, καί τούς ρώτηξε «τ’ είναι τούτο;» δείχνοντάς τους τό κουπί, καί κείνοι τ’ άποκριθήκανε πώς είναι κουπί. Άκούγοντας έτσι, δέ στάθηκε- μόνο πήρε πάλε δρόμο καί περπάτηξε δλη τή μέρα, ως πού έφταξε σ’ ένα χωριό, καί ρωτά πάλε «τ’ είναι τούτο;» καί τ’ άπαντήσανε «κουπί». Ευθύς κίνησε κι άπό κεΐ καί περπάτηξε κάμποσο, ως πού έφταξε πρός τό βράδυ σ’ ένα άλλο μέρος μέ βουνίσιους ανθρώπους καί τούς ρώτηξε πάλε «τ’ είναι τοΰτο πού βαστώ;» καί κείνοι τ’ άποκριθήκανε «ξύλο!» — γιατί δέ γνωρίζανε άπό θάλασσα καί δέν είχανε ξαναδει κουπί ποτέ τους. Τότες πιά καταλάγιασε ό Προφήτ’ Ήλίας καί κάθισε σέ κείνο τό μέρος, κ’ έχτισε τό σπίτι του άπάνου στά βουνά. Γιά τούτο λένε πώς τά ρημοκκλήσια του είναι δλα άπάνου στις κορφές, μακριά άπό τή θάλασσα. Αυτή τήν ιστορία τήν ακόυσα άπό στεριανούς, κι όχι άπό θαλασσινούς. Σέ τούτα τά μέρη πού ξιστοροΰμε τώρα, τά ρημοκκλήσια τ’ 'Άη-Λιά βρίσκουνται πολλές φορές καί κοντά στή θάλασσα, άλλά πάντα είναι χτισμένα άπάνου στά κορφοβούνια.
Εξόν άπό τά ξωκκλήσια, φαίνεται πού καί πού καί κανένας παλιόπυργος ρημαγμένος, γιά κανένα κάστρο έρημο, άπάνου σ’ άπόγκρεμνα βουνά κι άπάνου στά ρημονήσια.
Γιά όλα τούτα, καί γιά πολλά άλλα, ή ομορφιά κ’ ή κατάνυξη κ’ ή χαρά ή άνεκλάλητη πού φέρνει στόν άνθρωπο τοΰτο τό μέρος, κρίνω πώς είναι έξαίσια κι άνώτερη άπό κάθε άλλο. Καί δίκια ένας καλόγερας 'Αγιονορείτης, πού πέρασε λίγον καιρό σ’ ένα μοναστήρι άπό κείνα πού βρίσκουνται μέσα στό μπουγάζι, έγραψε στήν τάβλα ενός Ψαλτηριοΰ:
«Τί ζωή! Τι ευτυχία!
Παράδεισος τή αλήθεια!»
Απο το Βιβλίο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η εικόνα είναι του Κ.Ξενόπουλου
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου