Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
9. Τα μετά τη διάλυση του στρατού
Πέμπτη του Πάσχα 24 – 4 – 41
Εγώ ο Λεόντιος και δυο άλλα παιδιά φορτώσαμε τα πράγματά μας σε ένα ζώον. Κατά το απόγευμα
διετάχθη να αναχωρήσωμεν. Μόλις προχωρήσαμεν ολίγον, βλέπω τον ταγματάρχην Παράσχον και λέγει στον Ψαραδάκην: “¨Πάμε δεξιά; - Πάμε”. Λέγω εγώ στον λοχίαν Μαρσέλον ότι ιδικόν μας συμφέρον είναι να βαδίσωμεν αριστερά. Ο στρατός όμως ο περισσότερος εβάδιζε δεξιά. Επιστρέφει ο Ψαραδάκης να με πάρη μαζί του. Αφού τον μαλώσαμε ολίγον, φύγαμε, διότι προηγουμένως μας είχε αποχαιρετήσει. Τι ήθελε τώρα να κάνη; Προχωρώντας ολίγον κάτου, βλέπω αριστερά μας τον Διοικητήν. Αφήνω τον Λεόντιον με τους άλλους και μεταβαίνω εκεί. Λέγω στον Υποδιοικητήν ότι ποια οδόν να ακολουθήσωμεν κ.τ.λ. Μου λέγει ο Συνταγματάρχης: “Από που είσαι, παιδί μου; - Από την Πελοπόννησον”. Έκανε ένα μορφασμόν, δηλαδή ωσάν να μου έλεγε “σαν δύσκολον”. Του είπα ότι είμαι μοναχός και μπορεί να υπάγω εις Άγιον Όρος. “Αι”, μου λέγουν, να βαδίσω “αριστερά”. Με ευχήθησαν “καλήν τύχην” και με χαιρέτησαν δια χειραψίας και από τα μάτια του Συνταγματάρχη έρρεαν δάκρυα. Τρέχω, λοιπόν, να συναντήσω τον Λεόντιον και φώναζα, διότι, εάν χανώμεθα; Και είχε προχωρήσει αρκετά ούτος.
Καθώς έτρεχα και φώναζα, βλέπω να μου φωνάζη από δεξιά μου ο Ευστράτιος. Του λέγω να με ακολουθήση και αμέσως ήλθε κοντά μου, δεν πήρε όμως την χλαίνην του, την κουβέρταν του κ.τ.λ., που τα είχε σε ένα ζώον. Με κόπον φτάσαμε τον Λεόντιον και εβαδίζαμε πλέον ως ελεύθεροι, με την ελπίδα ότι την επομένην θα παραμέναμε στα Μετέωρα. Μετά πορείαν αρκετήν επί ανωμάλου δρόμου, αφίχθημεν στον αμαξιτόν. Ολίγον πιο κάτου είχαν σταματήσει τα ημέτερα αυτοκίνητα και με πολύν κόπον βαδίζαμε. Είδα έναν Γερμανόν να παίρνη από έναν στρατιώτην μας τα γιαλιά του ηλίου, που είχε. Εις άλλον εκάρφωσαν το πιστόλιόν τους στο κεφάλι του, διότι δεν ήθελε να τους δώση το ωραίον εγγλέζικον δερμάτινο, που φορούσε κ.τ.λ. Εις διάστημα προ της Καλαμπάκας περί τας δύο ώρας, υπάρχει γέφυρα. Κατά τας 7 η ώρα μ.μ., και μόλις επρόκειτο να διέλθωμεν ταύτην, μας σταμάτησαν οι Γερμανοί και, αφού μας έκαναν έρευνα, μας είπαν να καθήσωμεν εκεί. Ώσπου να νυκτώση, είχε συγκεντρωθή αρκετός στρατός, οι Γερμανοί δε είχαν βάλει φωτιάν και έκαιον τα παλαιά ημέτερα αυτοκίνητα. Εκοιμήθημεν με τα ζώα. Όλην την νύκτα διήρχοντο γερμανικές φάλαγγες.
Παρασκευή του Πάσχα 25 – 4 – 41
Το πρωί κατά τας 6 η ώρα μας άφησαν και προχωρήσαμε προς την γέφυραν, αλλά αμέσως μας άρχισαν τις πιστολιές και εστράφημεν πίσω, είχε δε συγκεντρωθή αρκετές χιλιάδες στρατός και ζώα. Την ημέρα αυτήν εστενοχωρήθην πολύ, όσον καμμία άλλη φορά ώς στρατιώτης. Τι θα μας κάνουν; Διατί μας κάμνουν αυτούς τους εξευτελισμούς; Αναμεταξύ΄μας υπήρχε και ένας συνταγματάρχης, ο οποίος ερώτησε τους Γερμανούς και του είπαν ότι δεν είμεθα αισμάλωτοι και ότι θα μας αφήσουν να αναχωρήσωμεν, όταν λάβουν διαταγήν. Μας έγιναν πολλοί εξευτελισμοί... Κατά τας 5 η ώρα μ.μ., (και ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής) διεδόθη ότι θα φύγωμεν και εδημιουργήθη ένας δαιμονιώδης θόρυβος από τον αλαλαγμόν και την μετακίνησιν του στρατοπέδου (εξακολουθούσε δε να καταφθάνη ακόμα στρατός), που εφοβήθησαν φαίνεται οι Γερμανοί. Μόλις όμως φτάσαμε στην γέφυραν, μας έδιωξαν όπισθεν. Μαρτύρια... Κατά τας 6 η ώρα παρουσιάστη εις γερμανομαθής και μας είπε ότι όποιος θέλει μπορεί να φύγη προς τα Γρεβενά.
Αφού διαβήκαμε δύο παραποτάμους μικρούς ξυπόλυτοι και ακουλουθήσαμε τον δρόμον των Γρεβενών, περί το τέταρτον της ώρας, εκλίναμε δεξιά και εισήλθομεν σε δάσος. Δεν εβλέπαμε πλέον Γερμανούς. Είχα απαγοητευθή και έλεγα όταν κατώρθωνα και έφευγα από αυτό το στρατόπεδον, να μην διέβαινα του λοιπού από κεντρικούς δρόμους. Είχαμε βρη και άλλα αντίσκηνα και δια τον Ευστράτιον κουβέρτα. Όπου γης και καοικία μας. Όταν διελύθη το Σύνταγμά μας, παρακαλούσαμε με έτι περισσότερον πόθον τον Πανάγαθον Θεόν να γίνη ό,τι θα είναι προς συμφέρον μας. Το μεσημέρι είχαμε ολίγον ψωμί και βούτυρον και φάγαμε. Μόλις εισήλθομεν στ δάσος, εσταματήσαμε και εφάγαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Δεν αφήσαμε ούτε ψυχία. Για πιο
κάτου είπαμε “Έχει ο Θεός”. Αφού προχωρήσαμε αρκετά μέσα στα βουνά και άρχισε να νυκτώνη, ευρέθημεν σε μια ποιμενικήν καλύβην. Μόλις μς είδε η οικοκυρά, άρχισε και έκλαιε. Είχε φονευθή ο προ έτους γαμβρος της στο Τεπελένι. Ήλθε ο οικοκύρης, τα τέκνα τους και είπαμε πολλά. Αγοράσαμε δύο οκάδες γάλα προς 10 δραχ., την οκά και μιαν οκάν τυρόν. Μας έδωσαν και μερική μπομπότα και εδειπνήσαμε. Εκοιμήθημεν εις μίαν καλύβην. Επεράσαμε καλά, το γάλα όμως με
πείραξε και υπέφερα ολίγον από τον στόμαχον.
Σάββατον του Πάσχα 26 – 4 – 41
Το πρωί, αφού αγοράσαμε και εγεμίσαμε τα παγούρια μας γάλα, και αφού μας εδόθησαν αι δέουσαι οδηγίαι δια τα Μετέρωρα, αναχωρήσαμε. Προτού φτάσωμεν στο χωρίον Καστράκι, καθήσαμε να φάγωμεν το γάλα και τυρόν, που είχαμε. Η ώρα θα ήταν 9η πρωινή, διήλθεν δε και ο οικοδεσπότης της φιλοξηνησάσης μας καλύβης, όστις μας είπε στο χωρίον, που θα πηγαίναμε, να φροντίζαμε να τον συναντούσαμε. Κατά τας 10η ώρα, εισερχόμεθα στο Καστράκι, εσταθμεύσαμε δε πλησίον της βρύσης. Διήλθον έμπροσθέν μας άνδρες, γυναίκες κ.λ.π., ουδείς όμως μας ωμίλησε. Κάτι παιδάκια ήλθαν και μας ζητούσαν να τους πουλήσωμεν ό,τι μας περισσεύει. Οι κάτοικοι του χωρίου αυτού έκαμαν μεγάλην εκμετάλλευσιν στους καταρρακωμένους εκ των γεγονότων στρατιώτας μας. Μας έπαιρναν κουβέρτες και μανδύες δια ένα τεμάχιον άρτου! Από όλους τους στρατιώτας, που διήλθον από εκεί, ήκουσα να τους κατηγορούν δια την ασπλαχνίαν τους. Μα ούτε ένα συμπαθητικόν λόγον δεν μας είπαν! Συνωμιλήσαμε με έναν δικηγόρον, όστις με τα λόγια του μας απογοήτευσε και δια τον δύστηνον Έθνος μας και δια την εις Μετέωρα μετάβασίν μας. Και εγώ όμως δεν το άφησα απλήρωτον (του έδωσα αρκετές “κατακεφαλιές”).
Προχωρώντας δια να εξέλθωμεν του χωρίου, μας συνήντησε ο γέρων ποιμήν και μας πήγε είς τινα οικίαν και μας έδωσαν ψωμί και ολίγον τυρόν και μας πρόσφεραν και ένα κονιάκ. Εγώ του εδώρησα την Καινήν Διαθήκην, που πήρα από τον Λοχαγόν μας. Μας έδωσε δε και παιδάκι να μας οδηγήση και υποδείξη τον δρόμον, όπως ανέλθωμεν στας Μονάς, αι οποίαι απέχουσι του χωρίου περί τα τρία τέταρτα ή και ώραν. Επλανήθημεν και βρήκαμε κάτι γυναίκες, που έπλεναν. Εσταθμεύσαμεν ολίγον. Τις ερωτήσαμε δια την οδόν. Τους είπαμε ότι είμεθα Καλόγεροι. Δεν το πίστευαν. “Αμ γυιέμ', Καλόεροι τώρα δεν γένονται πλεια. Τα κτήματά τους τα πήρε η Κυβέρνηση”. Και εδώ απογοήτευσις. Ούτε έναν ενθαρρυντικόν λόγον σαν γυναίκες Ελληνίδες. Πού είναι εκείνα τα λόγια, που ακούσαμε στο χωριό, που φάγαμε τα αυγά την ημέραν του Πάσχα; Τι θα έχαναν αυτές εδώ, εάν μας έλεγαν πέντε λόγια καλά; Αχ, η άγνοια τι κάνει! Εάν εγνώριζον ότι η αρετή δια να κατορθωθή χρειάζεται μόνον προαίρεσις, ασφαλώς δεν θα μας ωμιλούσαν τόσον ψυχρά. Ευτυχώς ότι μας έδειξαν την οδόν δια τας Μονάς. Πλησιάζοντας προς τας Μονάς, αρχίσαμε να χαιρώμεθα. Μας εδόθη η ευκαιρία και ενθυμήθημεν την περασμένην ήσυχον ζωήν μας. Εσκεπτόμην ότι το απόγευμα θα ψάλωμεν Εσπερινόν, αύριον δε θα λειτουργηθούμε κ.τ.λ. Η καρδία μου εσκίρτα.
Πλησιάζομεν την Μονήν. Ασφαλώς θα ήταν του Βαρλαάμ. Βλέπομεν μίαν λίθινην σκάλαν. Τη ανερχόμεθα. Προχωρούμεν. Φτάνομεν εις μίαν θύραν. Περιεργαζόμεθα το περιβάλλον της θύρας. Εφαίνετο ωσάν παγερόν και έρημον. Κτυπούμε κατ' επανάληψιν. Τίποτα! Κάποτε ακούμε φηματισμούς και ομιλίας. Ανοίγει η θύρα και εξήλθον δυο μεγάλοι αξιωματικοί Γερμανοί. Μας χαιρέτησαν με καλωσύνην και ανεχώρησαν, ο συνοδεύων δε αυτούς μεσήλιξ μοναχός μας λέγει: “Πώς ήλθατε εδώ; Τι θέλετε κ.τ.λ. - Είμεθα Μοναχοί κ.τ.λ. - Έχομεν διαταγήν να μην εισέλθη ουδείς στρατιώτης εντός της Μονής. Ούτε να προσκυνήσωμεν; - Ούτε και αυτό. Τι, στρατώνες θα τα κάνωμε τα μοναστήρια; - Βρε, είμεθα Καλόεροι, καταλαβαίνεις;” Και ακουμβά στην πόρταν και με ύφος ολίγον αγοραίον μου λέγει: “Βρε, δεν πα να είσαι και Πατριάρχης. Μέσα δεν μπαίνεις.” Κλίνει απότομα την πόρταν και φεύγει. Εμείς αναμέναμεν. Μετά μας ομιλεί από άνωθέν μας εις νεώτερος. Μας λέγει: “Τι αναμένετε, παιδιά;” Του λέγω: “- Τι είστε σεις; - Ιερεύς. - Δεν θα μας επιτρέψετε να προσκυνήσωμεν; - Όχι”. Του λέγω: “Πρέπει να ξεύρετε ότι θα έχετε συνεπείας δια αυτήν σας την πράξιν”. Εφοβήθη ολίγον, τίποτα όμως, ανένδοτος. “- Ολίγον άρτον τουλάχιστον; - Κατεβήτε κάτω και θα σας δώσωμεν”. Μας έρριξαν με το τσεγκέλιον αρκετόν άρτον, χαλβάν, τυρόν, και εγευματίσαμε.
Μετέβημεν και στην Μονήν Μετεώρου. Και εδώ τα όμοια, εάν δε δεν ήταν μέσα Γερμανοί αξιωματικοί και δεν άνοιγαν την θύραν δια να εξέλθουν, οπότε και μας είδαν, ούτε θα μας έβλεπαν καν, διότι όσο και να φωνάζαμε, δεν θα μας ήκουον. Προσπάθησα να πως στους Γερμαναρέους να τους έλεγαν να μας επιστρέψουν. Δεν συνεννοούμεθα. Μας κατέβασαν και εκεί άρτον αρκετόν. Δεν αποκλείεται να έχουν δίκιο το ότι δεν επέτρεπον να εισέλθη στρατιώτης εντός των Μονών, αφού
όμως τους παρουσιάζομεν φωτογραγίες μας ως Μοναχοί και τους λέγομεν ότι είμεθα Λογγοβαρδίται και αγιογράφοι και ότι μόνον να προσκυνήσωμεν θέλομεν, δεν δικαιολογούνται. Τουλάχιστον ούτε έναν καλόν λόγον; Δεν κακιώσαμε όμως. Το χρέος μας το εκτελέσαμε. Δεν μας επέτρεψαν. Ας κάνουν καλά. Το συμπέρασμά μου είναι ότι τα ηγουμενοσυμβούλια ή και η Μητρόπολις εκεί εφοβήθησαν μήπως, πηγαίνοντας στας Μονάς πολύς στρατός, τους κακομεταχειριστούν οι Γερμανοί κ.τ.λ., ή θα είναι γερμανόφιλοι μέχρις οστέων, χωρίς βέβαια να υπάρχη και ιδεολογία, ή και από οικονομικούς λόγους. Πάντως, οι κατόπιν κάτοικοι των χωρίων εφέρθησαν κατά πολύ ανώτερα στην προαίρεσιν και ευγένειαν. Τοιούτοι γινόμεθα εμείς οι Μοναχοί, ότε εισερχώμεθα στας Αγίας Μονάς και δεν προσέχωμεν και μελετώμεν, όπως αποκτήσωμεν τας αρετάς και καταστώμεν εις πάντας ευγενικοί και ωφέλιμοι. Άρτον όμως μας έδωσαν αρκετόν. Είπαμε ο Θεός, τον Οποίον παρακαλούσαμε να οικονομήση το συμφέρον ενός εκάστου εξ ημών, παραχώρησε να γίνη ούτως. Ίσως να επρόκειτο να ζημιωνώμεθα ψυχικώς.
Αναχωρήσαμεν βαδίζοντες προς το χωρίον Κόπραινα. Ο δρόμος ήταν σχεδόν αδιάβατος. Μέσα σε λόγγους και χωράφια περνούσαμε. Προτού κατέλθωμεν των βουνών των Μετεώρων, ήθελα να ξεκουράσωμεν ολίγον. Όταν εσηκώθην δια να αναχωρήσω, δεν ξυπνούσε ο Λεόντιος. Στο χωρίον αφίχθημεν ενωρίς. Ίσως να ήτο η ώρα 3η απογευματινή. Υπήρχε πολύς στρατός εκεί. Έδωσα τα ρούχα, που είχα πάρει, των αξιωματικών, και μου τα έπλυναν. Οι γυναίκες είναι ντυμένες και ομοιάζουν πολύ ωσάν τις των ποιμενοχωρίων της Τριπόλεως. Μας ωμίλουν με πόνον και μας παρηγορούσαν. Ήκουσα έναν νέον να λέγει ότι “Βρε παιδιά, από την Τετάρτην ήλθα εδώ, δεν κάμνουν άλλο τι οι γυναίκες του σπιτιού μας από το να ζυμώνουν και διανέμωμεν στους διερχομένους στρατιώτας. Κοντεύει όμως να τελειώση ο καρπός”. Είχε δίκαιο. Εσταθμεύσαμεν στο υπόστεγον της εκκλησίας. Ο ιερεύς απουσίαζεν. Ήταν ιερομόναχος. Είχε διαβάσει, ως μας είπε, ενωρίς Εσπερινόν. Ηθέλαμε να διαβάζαμε και εμείς, αλλά ήλθε αργά και είχε την διάθεσιν να εδιάβαζε πάλι χάριν ημών. Δεν το ηθέλαμεν. Του είπαμε ότι είμεθα Μοναχοί κ.τ.λ. Μας έδωσε δυο ευλογίδια και μίαν καραβάναν φασόλια. Να και φασόλια με λάδι! Πόσον καιρόν είχαμε να φάμε λάδι; Την νύκτα υπέφερα από τις ψείρες και τη βρώμα των ρούχων μου.
Κυριακή του Θωμά 27 – 4 – 41
Το πρωί εγώ με τον Ευστράτιον ψάλαμε. Στην Λειτουργίαν ήλθε και ένας συνάδελφος εκ Χαλκίδος. Είχε πολύ ωραίαν και δυνατήν φωνήν, αλλά δεν ήταν πολύ καλός τεχνίτης. Ο ιερεύς μας παρεκάλεσε και εψάλαμε πάλι τας “Καταβασίας”. Δεν είχε ακούσει άλλοτε τόσο καλά. Ψάλαμε όμως μαζί και ήταν ωραία. Ο Λεόντιος ωμίλησε. Πριν του “Κοινωνικού” διαδόθη ότι έρχονται οι Γερμανοί να μας συλλάβουν. Σε 5 λεπτά δεν έβλεπες στρατιώτη στο χωριό, εφοβήθησαν και έφυγαν. Εμάς μας πρόσφερε καφέ ο ιερεύς. Μας έδωσαν 60 δραχ., και κατά τας 9 π.μ., αναχωρήσαμε δια τα Τρίκαλα, τα οποία απείχαν τέσσερες ώρες. Μετά πορείαν μιας ώρας, εκαθήσαμεν κάτωθι ευθαλών δένδρων (πλατάνων) και εγευματίσαμε. Το γεύμα μας αποτελείτο από άρτον, τυρόν και ύδωρ εκ των υδροδοχείων μας. Τα μέρη, που διαβαίναμε, ήταν επίπεδα. Προ των Τρικάλων συναντήσαμε έναν απεσταλμένον ενός Μεράρχου, όστις είχε μεταβή στα Τρίκαλα με μοναδικόν σκοπόν να πληροφορηθή επισήμως πότε θα υπάρχη συγκοινωνία, και μας είπε ότι σε εξη ημέρες θα λειτουργήσουν τα τραίνα.
Στα Τρίκαλα είχαν γίνει μεγάλες ζημιές από βομβαρδισμούς. Ήταν πολλά σπίτια καταστρεμμένα κ.λ.π. Μερικαί γυναίκες έκλαιον, όταν μας έβλεπον. Ήτον γεμάτα στρατόν και Γερμανούς. Μετέβημεν εις ένα μαγειρείον. Μόνον ψητόν είχε. Πήραμε ένα κεφαλάκι αντί 30 δραχ., με την συμφωνίαν, μόλις θα έβγαινε το ψητόν, θα μας έδιδε 100 δράμια, μόλις όμως το έβγαλε ήλθαν δύο Γερμαναρέοι και πήραν το μισό και κατόπιν γελούσαν εις βάρος μας, και εμείς πληρώσαμε το κεφάλι και εξήλθομεν. Μόλις ερωτήσαμε να μας υποδείξουν την οδόν, την άγουσαν στον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν, βρίσκομε τον Καράλην και μερικούς άλλους του Λόχου μας. Ήταν ράκη και υπέφεραν πολύ από πείναν. Δεν μπορούσαν να οικονομήσουν να φάνε. Εκαθήμεθα μέσα σε ένα θάλαμον, γεμάτον στρατόν. Ο Λεόντιος και ο Ευστράτιος εκοιμήθησαν. Εγώ από τις ψείρες, ιδρώτα και συνωστισμόν υπέφερα. Καμιά φορά λέγω: “Εγώ, βρε αδελφέ, πάου να φύγω και ό,τι θέλει ας γίνη. Εάν χαθούμε, ας χαθούμε”. Ξύπνησαν και μου είπαν: “Δεν πας όπου θέλεις;”. Θα
πλησίαζε μεσάνυκτα. Βρίσκω αποκάτου σε ένα δένδρο επίπεδο μέρος, αλλάζω τα εσώρρουχά μου και εκοιμήθην αμέσως. Ο Σταθμός ήταν γεμάτος από στρατό. Μερικοί εμάλωναν (στον ύπνο μου το άκουσα), διότι αλληλοεκλέφθησαν και ήκουσα να γίνεται λόγος δια μαχαίρας κ.τ.λ.
Δευτέρα 28 – 4 – 41
Κατά τας 2 η ώρα ξυπνώ από φωνάς. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα να σβήνη μία μεγάλη λάμψις στον ορίζοντα. Είχαν πάρει μερικά σακκιά μπαρούτης φωτιά. Ευτυχώς όμως ότι δεν μετεδόθη στας οβίδας, που ήταν γεμάτος ο τόπος, εγγλέζικες, εγκαταλειμμένες. Εδημιουργήθη πανδαιμόνιον. Δεν ηξεύραμε περί τίνος πρόκειται. Τρέχω στον θάλαμον. Εκοιμώντο. Βρώμα εκεί. Με κόπον κατώρθωσα και τους ξύπνησα. “Βγέτε, ευλογημένοι, να σας δη ο Θεός έξω” τους λέγω και βγήκανε έξω και εκοιμήθημεν εκεί αποκάτου από το δένδρο εκείνο.
Κατά τας 5 η ώρα. Το τραίνον! ... Σηκωνόμεθα. Τίποτα. Μερικοί είχαν εισέλθει σε μια κενήν αμαξοστοιχίαν. Σε ένα βαγόνι ήταν ο κ. Σαχάς: “Ελάτε μεσα”. Εισερχόμεθα. Παίρνουν φωτιά πάλι κάτι τσουβάλια μπαρούτης. Φρίκη μας κατέλαβε, διότι εάν έπαιρναν φωτιά τα πυρομαχικά, θα εφονευόμεθα άπαντες. Εκαθόμου και με πάτησαν ... μετά εγέμισε τόσο πολύ το βαγόνι, που δεν μπορούσαμε να κινηθούμε. Ήρθε ατμομηχανή. Δεν πίστευαν τα μάτια μου. Και όμως ήταν και κατά τας 9 π.μ., αναχωρήσαμε. Μόλις προχωρήσαμε, εφάγαμε ό,τι είχαμε με τον Λεόντιον. Ο κ. Σάχας είχε και μου έδωσε ένα αυγό και ρεβύθια ωμά. Ούτος είχε βγάλει αρκετά χρήματα από τα πράγματα, που περισυνέλεγε και τα οποία πουλούσε. Το ζώον του όμως του το έκλεψαν. Ήθελε να μου έδιδε χρήματα και επέμενε, ώσπου του είπα ότι έχομεν πάνω από 500 δραχ., έκαστος και ησύχασε. Ευγενής ψυχή!
Εμείς, προτού φτάσωμεν στα Μετέωρα, είχαμε μελετήσει το ενδεχόμενον, ως και έγινε, να μη μας δεχθούν δηλαδή, και αποφασίσαμε να μεταβαίναμε στην Μονήν Ξενιάς, εκεί, που είναι ηγούμενος ο Καλλίνικος, αδελφός της Μονής μας, και ο Λεόντιος και άλλος ένας Λογγοβαρδίτης. Κατευθυνόμεθα εις τον Βόλον, όσοι όμως θα πήγαιναν δια τας Αθήνας θα έβγαιναν στον Σταθμόν Δεμερλή, δια να κατήρχοντο στην Λαμίαν κ.λ.π. Σε μια γωνιά του βαγονίου έβλεπα έναν και ωμοίαζε ωσάν τον Λινάρδον Γαϊτάνον, εκ Λευκών. Το λέγω στον Λεόντιον, μου λέγει: “Δεν είναι αυτός” και μάλιστα με αποπήρε. Τον ερωτώ: “- Δεν μου λέγεις πόθεν είσαι; - Τι να με κάνης, βρε συνάδελφε; - Για λέγε. - Είμαι νησιώτης – Από ποιο νησί; - Από την Πάρον. - Βρε δεν με γνωρίζεις;” Εξεπλάγη. Μου είπε ότι με είχε δια μη ζωντανόν. Τα είπαμε κ.τ.λ. Εσκέφθην ότι ο,τιδήποτε κα αν συμβή, ούτος θα μεταβή εις Πάρον και του δώσαμε ένα σημείωμα να το μεταφέρη στον Γέροντα, και τον πληροφορούσαμε ότι κατευθυνόμεθα εις Ξενίαν. Στο Δεμερλή εχωρίσθημεν και με τον Σαχάν, με συγκίνησιν βέβαια. Συζητώντας με μερικούς Βολιώτας, μας είπαν ότι συμφέρον μας είναι να παραμείνωμεν στο χωρίον Πυρσουφλί, από το οποίον απέχει έξη ώρα η Ξενιά, παρά να μεταβώμεν εις Βόλον, που απέχει η Μόνη δώδεκα ώρες. Η Θεία Πρόνοια;
Πριν βραδυάσει, ήμεθα στο χωρίον. Κοντά στον Σταθμόν ήταν η εκκλησία. Δύο ιερείς εκάθηντο εκεί. Μετέβημεν πλησίον τους. Τα είπαμε εν ολίγοις κ.τ.λ. Τους ζητήσαμε ψωμί. Ο εις ιερεύς δεν είχε, ο έτερος ήταν φιλοξενούμενος. Μαζί τους ήταν και εις λαϊκός, πρόσφυξ της Μακεδονίας, όστις έσπευσε και μας έφερε έναν αρκετά μεγάλον άρτον και μάλιστα φρέσκον. Ευγενής ψυχή! Ήταν πρόσφυξ. Αγοράσαμε από μίαν παρακειμένην οικίαν μερικόν τυρόν και κατήλθομεν εις ένα μιρκόν μαγειρείον. Εκεί ήταν έτοιμος προς εκκίνησιν δια Αλμυρόν ένας αραμπάς. Τον είχαν ναυλώσει αντί 800 δραχ., μερικοί στρατιώται, οι οποίοι εδέχθησαν να έπαιρναν και ημάς. Διότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος δεν ήθελε, παραμείναμε, ευτυχώς δε, που δεν πήγαμε, διότι καθ' οδόν τους χάλασε το κάρο και πήγαν να σκοτωθούν και τον πιο πολύ δρόμον πήγαν με τα ποδάρια. Βρήκαμε και εδειπνήσαμε αυγά, γάλα και γιαούρτι, εκοιμήθημεν δε στο ύπαιθρον, μέσα σε ένα χωράφι. Εκεί εκρυολόγησα ολίγον.
Τρίτη 29 – 4 – 41
Το πρωί αναχωρήσαμε κατά τας 5 π.μ. Καθ' οδόν βρήκαμε ποιμένας και μας εγέμισαν τα παγούρια
μας γάλα. Αφίχθημεν εις ένα χωρίον. - Άκεσι, νομίζε λέγεται – με πολλές βρύσες. Μας περιέβαλον με μεγάλην στοργήν. Μας παρηγόρησαν, μας έδωσαν άρτον και εφάγαμε. Εκεί εγνώρισα και έναν πατριώτην μου (εξ Ατσιχώλου),διαμένοντα μονίμως περί τα τριάντα χρόνια. Βαδίζοντας διήλθομεν ενός άλλου χωρίου, στο άκρον του οποίου εσταθμεύσαμε και ανεπαύθημεν εις έναν κήπον. Εξερχόμενοι του χωρίου, στο τελευταίον σπίτι μας φώναξαν και μας έδωσαν ψωμί άσπρο και εις ποσόν πολύ, που εσκεπτόμεθα πώς θα δυνηθώμεν να το μεταφέρωμεν. Τα μέρη, που διερχόμεθα, είναι του κάμπου της Θεσσαλίας και είναι γνωστόν ότι είναι πλούσια.
Στον Αλμυρόν αφίχθημεν κατά τας 11 π.μ. Ήταν γεμάτος Γερμανούς. Από το Πυρσουφλίον έως εκεί είναι τέσσερες ώρες. Υπήρχε αρκετή κίνησις. Εγευματίσαμε σε ένα εστιατόριον ενός Κρητικού. Μας είπαν ότι ο Αλμυρός δεν έπαθε ζημιές καθόλου, με όλον ότι πολύ πλησίον του υπάρχει αεροδρόμιον. Πήγαν – τους διηγούνται οι Γερμανοί – να τους βομβαρδίσουν, αλλά δεν υπήκουσε το κομβίον και η βόμβα δεν έπεσε, και εν τω μεταξύ είδαν ένα αραγμένο καράβι στην θάλασσαν και επορεύθησαν εις αυτό, του έρριξαν δε – λένε – περισσότερον από εξήντα βόμβας, αλλά δεν το επέτυχαν. Είναι ακόμα εκεί αραγμένο. Εγνώρισα και έναν βιβλιοχαρτοπώλην, από το Ίσαρι. Πολύ ευγενής. Είναι πατριώτης μου. Επάνω στο τραπέζι είχε τρία γλυκά βγάλει. “Παιδιά, λέει, πάρτε τα και εγώ χτες το βράδυ έβγαλα τη στολή τη στρατιωτική”. Ο Λεόντιος πήγε εις υποδηματοποιείον, όπως δεινοπαθούσε με τα καττύματα, που του έδωσα γτια τα παπούτισα. Εγώ με τον Ευστράτιον εξήλθομεν ολίγον έξω της πόλεως δια να ξεκουράσωμεν ολίγον, ήταν όμως πολλοί Γερμανοί εκεί και εκοιμήθημεν περί τας δύο ώρας μέσα σε κάτι κουκιά. Όταν ηγέρθημεν, εκόπταμε ολίγα κουκιά δια να τρώγαμε στην οδόν. Από ένα σπίτι ακούσαμε και μας καλούσε μια ευγενής κυρία να υπάγωμεν εκεί να μας δώση να φάγωμεν. Της είπαμε ότι έχομεν φάγει, επέμενε όμως και πλησιάσαμε κοντά στην οικίαν της. Χωρίς να το εννοήσωμεν μας παρουσίασε ένα πιάτον ριζόγαλον, δύο αυγά, τυρόν και αρκετόν άρτον, εστενοχωρήθη δε πολύ, διότι δεν το ήξευρε να μας μαγείρευε να τρώγαμε, που έκλαιγε. Ευγενής ψυχή! Η χαρά της και η έκπληξίς της ήταν μεγάλη, όταν έμαθε ότι είμεθα Μοναχοί. Ήλθε και η μήτηρ της, η οποία δεν εγνώριζε τα ελληνικά. Κατάγεται εκ Πόντου, ο σύζυγός της εκ του Καυκάσου. Οποία αντίθεσις με τους κατοίκους του χωρίου Καστράκι! Προαίρεσις αβραμιαία! Κατόπιν από αρκετάς ημέρας ήλθε στην Μονήν Ξενιάς με τον σύζυγόν της και το μοναδικόν τέκνον των και εγνωρίσθημεν στενότερον. Αποχαιρέτησα την κ. Ελένην και επορευόμεθα να συναντήσωμεν τον Λεόντιον, όπως αναχωρήσωμεν, αισθανόμουν όμως μεγάλην χαράν, διότι υπάρχουν τοιούτοι χριστιανοί, και εταλάνιζα τον εαυτόν μου ότι δεν έχω και εγώ αυτήν τη φιλαδελφίαν. Ούτε και προαιρετικώς... Συναντήσαμε τον Λεόντιον, μας εδόθησαν πληροφορίαι δια την οδόν προς την Μονήν κ.τ.λ., και αναχωρήσαμε.
Η Μονή απέχει του Αλμυρού περί τας τρεις ώρας περίπου. Μεγάλη κίνησις αεροπλάνων παρετηρείτο εδώ. Υπάρχουν και πολλαί κατασκηνώσεις Γερμανών. Στον δρόμον παρ' ολίγον να φόνευε τον Ευστράτιον ένα γερμανικό αυτοκίνητον. Περνούσαν μερικά αυτοκίνητα και επορεύοντο εις Θεσσαλονίκην και, εάν θέλαμε, θα μας έπαιρναν μαζί τους να μας μεταφέρουν εκεί. Πιο εμπρός εκαθήμετα και μας έρριξαν από ένα αυτοκίνητον αρκετά γερμανικά τσιγάρα. Ενυκτώσαμε και διανυκτερεύσαμε τρία τέταρτα προ της Μονής, στον Ναόν του Αγίου Αθανασίου. Από τον Αλμυρόν έως εκεί εκάναμε πολλάς στάσεις, διότι δεν μπορούσα να βαδίζω. Είχα φτάσει στο απροχώρητον. Θα μου ήτο αδύνατον να εβάδιζα περαιτέρω, εάν δεν μας φιλοξενούσαν στην Μονήν. Είχε αρχίσει και με ενωχλούσε και ο περιβόητος βήχας και υπέφερα. Είχε χαλάσει το στομάχι μου και αδυνάτισα πάρα πολύ. Εκεί κοντά διέμενον ποιμένες της Μονής και μας έδωσαν γάλα και εδειπνήσαμεν εκεί, στο υπόστεγον της εκκλησίας.
Τετάρτη 30 Απριλίου – 1 Ιουνίου 1941
Περί την 8ην πρωινήν εκαθήσαμε προ της Μονής και εφάγαμε ολίγον τυρόν και αυγά. Μας είδαν οι μοναχοί από παντού και, αφού δεν προχωρήσαμε, κατέβηκαν δυο μοναχοί και μας μετέφεραν εντός της Μονής. Δεν αναφέραμε ότι είμαστε Λογγοβαρδίτες. Ο π. Κυριακός, ο οικονόμος, ετοίμασε να φάγωμεν φαγητόν. “Περάστε”, λέει, “να φάτε”. Λέμε: “Θέλομεν τον Ηγούμενον – Περάστε – Βρε θέλομεν τον Ηγούμενον, θέλομεν τον Ηγούμενον”. Καμιά φορά ήρθε ο π. Καλλίνικος. Δεν με εγνώρισε. Κατόπιν εχάρη πάρα πολύ. Συγκινηθήκαμε, διότι είχαμε ζήσει αρκετό καιρό μαζί. Τον
Ευστράτιον τον θυμήθηκε, τον Λεόντιον δεν το είχε γνωρίσει. Μας έδωσε ρούχα και αλλάξαμε. Απασχόλησε μίαν γερόντισσαν και μας βοήθησε και βράσαμε τα ρούχα. Το μεσημέρι εκοιμήθημεν σε κρεββάτι! Μετά από εκατόν δέκα ημέρας υπνώσαμε σε κρεββάτι! Ο π. Καλλίνικος ήταν συνομίληκοι με τον Γέροντα, είχε υπηρετήσει στο Ιππικόν μαζί με τον Γέροντα, είχανε γνωριστεί εκεί πέρα το 1906 – 1907. Στον Βόλο, λοιπόν, ήτο ιδρυτής της Βιβλιοθήκης του Βόλου και έπαιρνε
3.000 το μήνα, και ψάλτης, πάλι και εκεί έπαιρνε 3.000 το μήνα. Ο πρώτος εξάδελφός του είχε δεκαοχτώ χρόνια κάνει στο Πατριαρχείο με τον Βιολάκη και είχε το ύφος πλέον πολύ βυζαντινό. Στη Λογγοβάρδα είχε έρθει το '31 και έμεινε ως το '33. Δίπλα του εγώ εκάθησα τριαντατρείς μήνες, που ήτανε, και κρατούσα, μπορεί να πη κανείς, το “ίσο”, αλλά, όταν έφυγε αυτός, μπορούσα και έψαλλα, όπως έψελνε και αυτός και είχα ωφεληθή πάρα πολύ. Έφυγε από τη Λογγοβάρδα, βέβαια, λόγω της υγρασίας και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί. Τον πήρε ο Χερουβείμ τότε και τον έβαλε ηγούμενο στην Νάξο σε μια Μονή και, όταν ανέλαβε ο Δημητριάδος ο Ιωακείμ, ήρθε πάλι και έγινε ηγούμενος στην Ξενιά. Ο δε Λεόντιος ήταν συνομήλικος και αυτός με τον Γέροντα και στην Πάτρα, που ήτανε ο Γέροντας, προτού να πάη στρατιώτης, ο Λεόντιος αυτός ήτανε συμμαθηταί με τον Γεώργιον Παπανδρέου και τον Τρεμπέλα. Είχε γίνει μοναχός στη Λογγοβάρδα και ο Γεράσιμος, που ήτανε από τον Βόλο. Ήτανε, λοιπόν, τρεις Λογγοβαρδίτες εκεί πέρα κα βέβαια πολύ χαρήκανε.
Η εκκλησία και η τράπεζα έχουν ακριβώς την τάξιν της Μονής μας. Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου θαυματουργός. Προσήρχοντο πολλοί προσκυνηταί. Λειτουργίαι. Η τοποθεσία και το περιβάλλον αυτής υπέροχον. Πολλά νερά. Οργασμός βλαστήσεως. Θαύμαζα τας αγελάδας, που έτρωγον τα τριφύλλια κ.λ.π. κ.λ.π. Πλάτανοι κ.λ.π., δένδρα αιωνόβια. Ευχαριστήθημεν πολύ. Εις εμέ επί αρκετάς ημέρας έδειχναν ιδιαιτέραν στοργήν δια την ασθένειαν. Την Μονήν την είχαν ανακαινίσει τότε. Είχε πολύ εργαστεί ο διάκονος τότε Γερμανός Δημάκος, που είναι από το χωριό Αγριδάκι, κοντά στη Λάστα, αλλά τότε δεν ήταν εκεί.
Την 14ην Μαΐου αποστείλαμε τον Λεόντιον εις Αθήνας, όπως μελετήση επιτοπίως την κατάστασιν και, ει δυνατόν, επικοινωνήση με τους εν Πάρω κ.τ.λ. Την 22αν του ιδίου μηνός έλαβον επιστολήν του Φιλαρέτου εξ Αθηνών και με πληροφορούσε δια πολλούς αδελφούς, και δια τον αδελφόν μου ακόμα, ότι ζουν και πολλά άλλα. Την 29ην έλαβον του ιδίου επιστολήν και μου έγραφε ότι δυνάμεθα να μεταβώμεν εις Πάρον. Εκεί τότε κατεβήκαμε με τον Ευστράτιον σε ένα χωριό – δεν το θυμάμαι πώς το λένε – και εκεί μας νόμισαν για Άγγλους, να μας κρύψουν, να μας περιποιηθούνε. Ένας γέρος: “Να σας κρύψω εγώ”. Μας παίρνανε, μας φιλούσαν εκεί πέρα! Τι να πω! Τι ενθουσιασμός, που ήταν αυτός!
2 – 7 Ιουνίου 1941
Την 2αν Ιουνίου αναχωρήσαμε με το Ευστράτιον. Εις τον Αλμυρόν με ζώον, εις τον Βόλον λεωφορείον. Εις τον Βόλον πήγαμε με τον π. Κυριακόν, ο οποίος μας συνέστησε εις τον κ. Σχοινάν, εκδότην της “Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης”. Δειπνήσαμε εις ένα μαγειρείον. Μεταξύ των πολλών, που ακούσαμε, ως σπουδαίον ήταν ότι επί χρόνια ο αχθοφόρος “μπαρμπα – Τάδες” παρουσιάστη Γερμανός συνταγματάρχης και λύνει και δένει τώρα. Υπνώσαμε εις την οικίαν του κ. Σχοινά, αφού είπαμε πολλά. Ο π. Κυριακός είχε μεταβή εις την Λάρισαν και μας περίμεν δια να μας εξυπηρετήση. Συνεπής εις το ραντεβού μας ανέμενε εις το Πρακτορείον και μας συνέστησε εις την οικογένειαν του κ. Κατσαρού. Μας έδειξαν πολλήν αγάπην. Μας φιλοξένησαν εις το καλύτερον τότε ξενοδοχείον, εις ένα χάνι, διότι η Λάρισα είχε μεγάλην καταστροφήν από βομβαρδισμούς και τον μεγάλον σεισμόν, που είχε γίνει. Την νύκτα εξερράγη πυρκαγιά και απετέφρωσε τρία – τέσσερα καταστήματα. Φρίκη! Δεν υπάρχει σχεδόν γερόν οίκημα. Δια κέντρον είχαμε το κατάστημα του κ. Κατσαρού, Χριστομάνου...
Την επομένην ανεχώρησεν ο π. Κυριακός. Εμείς προσπαθήσαμε να μας δοθή “Κατάστασις” δια να μη πληρώσωμεν εισιτήρια. Πήγαμε εις πολλάς υπηρεσίας, ακόμα και εις την Γερμανικήν Διοίκησιν, μα τίποτα. Το απόγευμα πήγαμε εις την Νομαρχίαν και μας έδωσαν. Υπνώσαμε, φιλοξενούμενοι και πάλιν εις το χάνι.
Την επομένην πήγαμε με χαράν εις τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν, αλλά δεν είχε θέσιν, δεν
επιστρέψαμε όμως πάλιν εις την πόλιν. Διανύσαμε την ημέραν γύρω εις τον Σταθμόν. Υπνώσαμε σε κάτι παράγκας. Γνωρίσαμε έναν νέον, προερχόμενον εξ Αθηνών, μεταβαίνοντα εις την Θεσσαλονίκην. Είχε φιλοξενηθή εις την Λαμίαν είς τινα οικογένειαν και τον είχε κατακυριεύσει κεραυνοβόλος έρωτας προς την κόρη των. Υπέφερε τρομερά. Πιστεύω ότι, με την βοήθεια του Θεού, πολύ τον βοηθήσαμε. Εις τον Βόλον και την Λάρισαν με έλεγαν “Λοχαγόν ιερέα”. Η Λάρισα και ο Βόλος ήταν γεμάτες Γερμανούς.
Το πρωί της επομένης δεν ήλθε το τραίνον, ως ανεμένετο την 5ην π.μ., αλλά ήλθε εις τας 5 μ.μ. Επιτέλους αναχωρήσαμε. Μας έτυχε καλόν βαγόνι με κρεββάτια και εκοιμήθημεν ώσπου αφίχθημεν εις την Λαμίαν και έως να εξημερώση. Η Λαμία ήταν γεμάτη από χιλιάδες (;) ζώα. Τα έφεραν, όπως τα καταγράψουν οι Γερμαναραίοι. Από την Λαμίαν έπρεπε να υπάγωμεν εις το πλησίον του Παρνασσού χωρίον Κοσσυφοχώριον δια να εύρωμεν εκεί τραίνον. Με πολλήν προσπάθειαν και πολλήν αγωνίαν μας μετέφερε ένα αυτοκίνητον φορτηγόν εκεί. Διήλθομεν από τας Θερμοπύλας, όπου είδαμε πολλά κατεστραμμένα τάνκς κ.λ.π., ένεκεν των γενομέων εκεί μαχών. Στις 6 μ.μ., ήλθε το τραίνον και αναχωρήσαμε δια τας Αθήνας, όπου αφίχθημεν περί την
3ην πρωινήν.
8 – 11 Ιουνίου 1941
Αναμέναμεν ως τας 6 π.μ., που ήλθε το τραμ. Μας υπεδέχθησαν εγκαρδίως και αυτοί ακόμα ανέβασαν τα πράγματά μας. Δεν μας άφησαν να τα ανεβάσωμεν εμείς. Ευλογημένη αγάπη! Συγκίνησις! Αφίχθημεν εις την Μονήν Πετράκη. Επλύθημεν και κατήλθομεν εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν. Εκεί βρήκαμε τον Λεόντιον και Φιλάρετον. Ήταν Κυριακή Πεντηκοστής. Ιεροκήρυξ Σεραφείμ Παπακώστας.
Μας εφιλοξένησε ο π. Ευσέβιος Μπιλάλης. Το εσπέρας εις τα Πετράλωνα εις την θείαν Ξένην Ν. Κόνιαρη, όπου είχον αφήσει τα πράγματά μου.
Το πρωί εφόρεσα τα ράσα μου και πήγαινα δια την Μονήν Πετράκη. Στην αρχήν δυσκολευόμουν εις το βάδισμα, διότι εμπόδιζαν τα ράσα. Κατήλθον του τραμ εις την Ομόνοιαν, όπου ξέχασα το σακούλιόν μου με τα υπάρχοντά μου. Με καρτερικότητα υπέμεινα τα πειράγματα κ.λ.π. κ.λ.π., κάποιος όμως μου να είπε να υπάγω εις την Καλιθέαν και θα είναι εκεί. Πήγα, λοιπόν, και από μακριά είδα το σακούλιόν μου να κρέμεται εις ένα παράθυρον του οικήματος. Αι δεσποινίδες δεν ζήτησαν τίποτα, διότι εις αυτό είδαν φωτογραφίας, ταυτότητα μου κ.λ.π., οπότε πήγα εν θριάμβω εις την Μονήν Πετράκη. Εκεί τότε ήταν και ο αδελφός μου Σταύρος. Υπνώσαμε κ.λ.π., εις τον π. Ευσέβιον και το απόγευμα της Τρίτης αναχωρήσαμε Λεόντιος και Φιλάρετος, οι τρεις μας – ο Ευστράτιος έμεινε στην Αθήνα – με μικρόν παριανόν καΐκι, και το απόγευμα της Τετάρτης, στας 6 η ώρα, αφίχθημεν εις τα λεγόμενα Πίσω Λειβάδια της νήσου Πάρου.
Το ταξίδιον αυτό ήταν για εμένα από τα πιο καλά, που έχει συμβή να πραγματοποιήσω. Ήταν συνέχεια λάδι η θάλασσα, κ.λ.π., την νύκτα όμως παρ' ολίγον να μας βούλιαζε ένα μεγάλο καΐκι. Μεταξύ Σύρου και Πάρου είδαμε να επιπλέη μισοαποσυνθεσμένον σώμα ανδρός. Μακάβριον πράγμα.
Εις τα Πίσω Λειβάδια βρήκαμε ζώον και μετάφερε τα πράγματά μας εις το χωρίον Δραουλάν. Εκεί συναντήσαμε τον αγαπητόν μας φίλον, φοιτητήν της Θεολογίας τότε, Αθανάσιον Ραγκούσην. Η εξαδέλφη αυτού δασκάλα Καλλιόπη με πολλήν αγάπη μας πρόσφερε γλυκόν. Το γλυκόν και η γαλήνιος ατμόσφαιρα του νησίου κάπως σαν να μας συνεκίνησε.
Μαζί με τον Αθανάσιον βρήκαμε ζώον και αναχωρήσαμε δια την Μονήν μας. Διερχόμενοι του χωρίου Κώστος (πατρίς του Αθανασίου του Παρίου) μας είδε ο ιερεύς παπά – Χρήστος. Βάζει τα κλάματα, μας ασπάζεται κ.λ.π. Επέμενε να εισέλθωμεν εις την οικίαν του, μα βιαζόμεθα, βραδυάζει. Τίποτα. Μας εισάγει εις την οικίαν. Δεν καταλάβαμε πως βρέθηκαν δύο – τρία φρέσκα τρυφερότατα αγγουράκια, όπου με το αλατάκι και, βέβαια, και παριανό ρακάκι, που ταίριαζε με αυτά ... Εξερχομενοι λέγω: “Βρε παιδιά, σαν αυτά να έπιασαν τόπο”. Συμφώνησαν όλοι. Εμείς, πραγματικά, με δυσχέρειαν, πιεζόμενοι, εισήλθομεν. Τα προσφερθέντα, κατά το λεγόμενον, εισήλθον στη καρδίαν μας. Δίδαγμα, λοιπόν: Ας μιμούμεθα τον παπα – Χρήστον.
Περί την 9ην μ.μ., αφίχθημεν εις το άνωθεν της Μονής μας βουνόν Μπαχνάς. Είχε πάει πρώτα ο
αγωγιάτης και είπε ότι πηγαίνομεν. Είχον ανεβή τρεις – τέσσερες Γέροντες, ακόμα και ο Θεοδόσιος, ο οποίος ήταν με ρευματισμούς και εκούτσαινε. Είχε και αυτός ανεβή επάνω. Δεν περιγράφεται “τι γαρ και γέγονεν”. Συγκίνησις.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου