Όσιος Πέτρος ο
Δαμασκηνός: Βιβλίο Πρώτο - Η αληθινή μετάνοια είναι μεγάλο αγαθό
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)
Αν όμως θελήσει κανείς,
βάζει πάλι αρχή με τη μετάνοια. «Έπεσες;» λέει κάποιος άγιος· «Σήκω. Έπεσες
πάλι; Και πάλι σήκω, χωρίς να απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου ό,τι και να γίνει.
Ούτε να παραδίνεις τον εαυτό σου θεληματικά στον εχθρό· αρκεί η υπομονή σου
αυτή και η αυτομεμψία για να σωθείς». «Ήμαστε, λέει ο Απόστολος, και εμείς
κάποτε ανόητοι και βαδίζαμε κατά τις επιθυμίες μας κλπ.»(Τίτ. 3,3).
Και συ λοιπόν μην
απελπιστείς καθόλου, αγνοώντας τη βοήθεια του Θεού, γιατί μπορεί να κάνει όσα
θέλει. Αλλά έλπισε σ' Αυτόν και θα κάνει ένα από τα εξής: ή με πειρασμούς και
άλλους τρόπους, που γνωρίζει Εκείνος, θα προξενήσει τη διόρθωσή σου, ή θα
δεχτεί την υπομονή και την ταπείνωσή σου αντί για άλλη πνευματική εργασία, ή
μέσω της ελπίδας θα βρει φιλάνθρωπα κάποιον άλλο τρόπο για να σώσει την ψυχή
σου που δεν έχει παρρησία. Μονάχα μην αφήσεις το Γιατρό, γιατί τότε θα υποστείς
κακώς το διπλό θάνατο, επειδή δεν γνωρίζεις τον κρυφό σκοπό του Θεού.
Όπως είπαμε για τη γνώση,
έτσι θα πούμε τώρα και για την πράξη. Ανάμεσα από έξι παγίδες περνά κάθε
σωματική και ψυχική πράξη: δεξιά και αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στην υπερβολή και
στην έλλειψη των κόπων πάνω και κάτω, δηλαδή ανάμεσα στην υψηλοφροσύνη και στην
απόγνωση• εσωτερικά και εξωτερικά, δηλαδή ανάμεσα στην δειλία και στο θράσος,
για το οποίο λέει ο Θεολόγος ότι απέχει πάρα πολύ από το θάρρος, αν και στο
όνομα είναι παρόμοιο.
Στο μέσον αυτών των έξι
παγίδων είναι η μετρημένη εργασία που γίνεται με ταπείνωση και υπομονή. Πρέπει
να θαυμάσει κανείς τον ανθρώπινο νου, πώς μεταβάλλει μέσα του όλα τα όντα όπως
θέλει, αν και αυτά είναι αμετάβλητα και σε άλλους έτσι ακριβώς μένουν. Και γι'
αυτό δεν έχομε όλοι την ίδια διάθεση για τα όντα, αλλά ο καθένας όπως θέλει
μεταχειρίζεται τα πράγματα, είτε ορθά, είτε άσχημα· τα αισθητά με το έργο, τα
νοητά με το λόγο και το διαλογισμό.
Σε τέσσερις, όπως νομίζω,
θεωρίες, ή καταστάσεις όπως τις λέει ο Θεολόγος, κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι.
Άλλοι είναι καλά και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα, όπως όλοι οι Άγιοι
και εκείνοι που έγιναν απαθείς. Άλλοι μόνον εδώ είναι καλά, γιατί ευεργετούνται
ψυχικά ή σωματικά χωρίς να το αξίζουν, επειδή δεν έχουν ευγνωμοσύνη στον
Ευεργέτη, όπως ο πλούσιος της παραβολής και οι όμοιοί του.
Άλλοι μόνον εδώ
κολάζονται• εκείνοι δηλαδή που είναι πολύν καιρό άρρωστοι, όπως ο παράλυτος
εκείνος και όσοι δέχονται αυτοπροαίρετα τους πειρασμούς ευχαριστώντας το Θεό.
Άλλοι πάλι κολάζονται και εδώ και εκεί, όπως εκείνοι που πειράζονται εξαιτίας
των δικών τους θελημάτων, όπως ο Ιούδας και οι όμοιοί του.
Και πάλι, τέσσερις
διαθέσεις έχουν για τα αισθητά πράγματα. Άλλοι μισούν τα έργα του Θεού, όπως οι
δαίμονες, και από την κακή τους προαίρεση τα κατηγορούν. Άλλοι τα αγαπούν σαν
καλά, αλλά εμπαθώς, όπως τα άλογα ζώα, και δεν φροντίζουν διόλου για τη φυσική
θεωρία ή την ευχαριστία του Θεού.
Άλλοι, σαν άνθρωποι,
σύμφωνα με τη φύση και με γνώση πνευματική και ευχαριστία τα χρησιμοποιούν όλα
με εγκράτεια. Άλλοι τέλος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση, σαν άγγελοι, τα
θεωρούν όλα προς δόξαν του Δημιουργού και χρησιμοποιούν από αυτά μόνο τα
αναγκαία για τη ζωή τους, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Τιμ.6,8).
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 149-150)
Γενικές και ειδικές ευεργεσίες του Θεού
(Φιλοκαλία των Ιερών
Νηπτικών, γ΄τόμος)
Γι' αυτό έχομε χρέος να ευχαριστούμε
πάντοτε το Θεό όλοι οι άνθρωποι, για τις ευεργεσίες Του, τις γενικές και τις
ειδικές, τις ψυχικές και τις σωματικές. Οι γενικές είναι τα τέσσερα στοιχεία (ο
αέρας, το χώμα, το νερό και η φωτιά) και όλα όσα προέρχονται από αυτά, και όλα
τα θαυμάσια και εξαίσια πράγματα του Θεού που περιέχονται στις θείες Γραφές.
Οι ειδικές είναι όσα
έδωσε ο Θεός ιδιαιτέρως στον καθένα· είτε πλούτο για ελεημοσύνη, είτε φτώχεια
για υπομονή με ευχαριστία, είτε εξουσία για απονομή δικαιοσύνης και ενίσχυση
της αρετής, είτε υποταγή και δουλεία για άμεση σωτηρία ψυχής, είτε υγεία για
βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη και για θεάρεστη εργασία, είτε ασθένεια για το
στεφάνι της υπομονής, είτε γνώση και δύναμη για την απόκτηση αρετών, είτε
αδυναμία και άγνοια για υποταγή με ησυχία και ταπείνωση και αποφυγή των
πραγμάτων, είτε αθέλητη στέρηση της περιουσίας για θεληματική σωτηρία και
βοήθεια προς εκείνους που δεν μπορούν να φτάσουν στην τελειότητα της
ακτημοσύνης, ή τουλάχιστο για ελεημοσύνη, είτε άνεση και ευημερία, για εκούσιο
αγώνα και κόπο στο στίβο των αρετών, ώστε να γίνομε απαθείς και να σώσομε και
άλλες ψυχές, είτε πειρασμό και δυσκολία για να σωθούν και χωρίς να θέλουν όσοι
δεν μπορούν να κόψουν τα θελήματά τους, ή για την τελειότητα εκείνων που
μπορούν να κάνουν υπομονή με χαρά.
Όλα λοιπόν τα παραπάνω,
αν και είναι αντίθετα μεταξύ τους, είναι πάρα πολύ καλά όταν αντιμετωπισθούν
σωστά· όταν όμως δεν αντιμετωπισθούν όπως πρέπει, δεν είναι καλά, αλλά μάλλον
βλαβερά στην ψυχή και στο σώμα.
Καλύτερο από όλα είναι η
υπομονή στις θλίψεις. Εκείνος που αξιώθηκε να έχει αυτό το μεγάλο χάρισμα,
οφείλει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί ευεργετήθηκε περισσότερο από όλους• έγινε
μιμητής του Χριστού και των αγίων Αποστόλων Του, των Μαρτύρων και των Οσίων,
γιατί έλαβε μεγάλη δύναμη και γνώση από το Θεό να απέχει θεληματικά από τα
ευχάριστα και να επιθυμεί μάλλον τα δύσκολα με την αποκοπή των θελημάτων του
και την άρνηση όσων νοημάτων δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να
κάνει και να νοεί πάντοτε τα θεάρεστα.
Και όσοι αξιώθηκαν να μεταχειρισθούν
τα πράγματα σύμφωνα με τη φύση τους, οφείλουν να ευχαριστούν πολύ το Θεό με
μεγάλη ταπείνωση, γιατί ελευθερώθηκαν από τα παρά φύση και την παράβαση των
εντολών, με τη χάρη του Θεού.
Εμείς όμως που είμαστε
ακόμη εμπαθείς και κάνομε κακή χρήση των πραγμάτων, επειδή ενεργούμε παρά φύση,
έχομε χρέος να ευχαριστούμε πολύ τον Ευεργέτη με όλη την ευγνωμοσύνη μας και να
θαυμάζομε την ανείπωτη μακροθυμία Του, γιατί αν και παρακούομε τις εντολές Του
και κάνομε κακή χρήση των πραγμάτων και αποστρεφόμαστε τις δωρεές Του, ανέχεται
την αγνωμοσύνη μας και δεν παύει να μας ευεργετεί, αλλά περιμένει την επιστροφή
και τη μετάνοιά μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή.
Ώστε οφείλομε να τον
ευχαριστούμε όλοι οι άνθρωποι, όπως έχει λεχθεί: «Να ευχαριστείτε το Θεό για το
κάθε τι»(Α΄ Θεσ. 5,18). Και από αυτό θα εκπληρωθεί άλλος λόγος του Αποστόλου:
«Να προσεύχεστε αδιάλειπτα»(Α΄ Θεσ. 5,17), δηλαδή το να έχομε τη μνήμη του Θεού
σε κάθε καιρό και τόπο και πράγμα. Ό,τι και να κάνει κανείς, χρεωστεί να
θυμάται τον Ποιητή του κάθε πράγματος. Για παράδειγμα, βλέπεις το φως, μη
λησμονήσεις Εκείνον που σου το χάρισε. Βλέπεις ουρανό και γη, θάλασσα και όλα
τα δημιουργήματα, θαύμασε και δόξασε τον Δημιουργό τους.
Φόρεσες ρούχο, γνώριζε
Εκείνον που σου το χάρισε και ύμνησέ Τον που προνοεί για τη ζωή σου. Και
γενικά, κάθε κίνηση να σου γίνεται αφορμή να δοξάζεις το Θεό, και ιδού,
προσεύχεσαι αδιάλειπτα. Και από όλα αυτά χαίρεται πάντοτε η ψυχή, σύμφωνα με τα
λόγια του Αποστόλου(Α΄ Θεσ. 5,16). Γιατί η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή,
λέει ο άγιος Δωρόθεος, φέρνοντας μάρτυρα και τον Δαβίδ που λέει: «Σκέφτηκα το
Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76,4).
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 151-152)
Ο Θεός τα έκανε όλα προς το συμφέρον μας
(Φιλοκαλία των Ιερών
Νηπτικών, γ΄τόμος)
O Θεός έκανε όλα τα όντα
προς ωφέλειά μας. Οι Άγγελοι μάς φυλάγουν και μας διδάσκουν, οι δαίμονες μας
πειράζουν για να ταπεινωνόμαστε και να καταφεύγομε στο Θεό. Και με αυτά
σωζόμαστε, και λυτρωνόμαστε από την έπαρση και την αμέλεια από το φόβο των
πειρασμών.
Και πάλι· από τα
ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση,
τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική
κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα
θεωρούνται καλά σ' αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς
τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνομε το αγαθό όσο μπορούμε, ως
φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψομε τάχα με την
αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος.
Από εκείνα τώρα που
νομίζονται δυσάρεστα, όπως η ασθένεια, η δυσκολία, ο κόπος, η αδυναμία, η
αθέλητη λύπη, το σκοτάδι, η άγνοια, η φτώχεια, η δυστυχία σε όλα, ο φόβος της
στερήσεως, η ατιμία, η καταπόνηση, η στέρηση των αναγκαίων και όλα όσα είναι
αντίθετα στα ευχάριστα που προείπαμε, φτάνομε στην υπομονή, στην ταπείνωση και
στην καλή ελπίδα για το μέλλον. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και στον παρόντα αιώνα
μας προξενούν μεγάλη παρηγοριά.
Ώστε όλα καλά τα
οικονόμησε για μας ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο με την ανείπωτη αγαθότητά Του.
Εκείνος που θέλει να τα γνωρίζει αυτά και να τα έχει όπως πρέπει, ας αγωνίζεται
να αποκτήσει τις αρετές, ώστε όλα όσα έχομε αναφέρει, να τα δέχεται με
ευχαριστία, και τα καλά και εκείνα που φαίνονται κακά, και να είναι σε όλα
ατάραχος.
Και όχι μόνον αυτό• αλλά
και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να
υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα
και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του
προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο
εκείνο λογισμό και να νικά τούτον.
Ώστε με τη μνήμη να κάνει
τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ
ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για
τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν
τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στο Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί
ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του
αναπνοή.
Και αυτή είναι η μεγάλη
εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν
την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την
αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο
αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα
σωθεί(Ματθ. 10,22).
Εκείνος όμως που θέλει να
γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν
τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ' αυτό κυριεύεται
ολότελα.
Σαν δούλος φοβάται τα
δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς
λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από
που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί
αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του.
Αυτό είναι που λέγεται
αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος στη διήγηση για τον
μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που
προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι
κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος.
Όπως λοιπόν οι υπερβολικά
εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού
των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα
του νου τους.
------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 152-153)
Ο λόγος του Θεού δεν είναι πολυλογία
(Φιλοκαλία των Ιερών
Νηπτικών, γ΄τόμος)
Ο λόγος του Θεού, λέει ο
άγιος Μάξιμος, δεν είναι πολυλογία· αλλά και αν πούμε όλοι οι άνθρωποι πολλά,
τότε ένα λόγο του Θεού δεν ολοκληρώσαμε. Για παράδειγμα· είπε ο Θεός: «Να
αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη κλπ.»(Δευτ. 6,5· Ματθ. 22,37). Πόσα άραγε
δεν είπαν και δεν έγραψαν οι Πατέρες, και ακόμη λένε και γράφουν, και δεν
ολοκλήρωσαν το ένα αυτό ρητό; Γιατί το "με όλη την ψυχή", όπως λέει ο
Μέγας Βασίλειος, είναι το να μην αγαπά κανείς τίποτε άλλο μαζί με το Θεό.
Επειδή αν αγαπά κανείς
την ψυχή του, δεν αγαπά με όλη του την ψυχή το Θεό, αλλά με τη μισή. Αν λοιπόν
αγαπούμε τους εαυτούς μας και άλλα αναρίθμητα πράγματα, πώς μπορούμε να
αγαπούμε το Θεό ή πώς τολμούμε να το πούμε αυτό; Το ίδιο συμβαίνει και με την
αγάπη του πλησίον. Αν δεν απορρίπτομε την πρόσκαιρη ζωή μας, ακόμη ίσως και την
μέλλουσα, για χάρη του πλησίον όπως ο Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, πώς
μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε τον πλησίον μας;
Ο Μωυσής είπε για το λαό
στο Θεό: «Αν θέλεις να τους συγχωρήσεις τις αμαρτίες, συγχώρησέ τες. Αλλιώς,
σβήσε κι εμένα από το βιβλίο της ζωής που μ' έχεις γραμμένο»(Έξ. 32,32). Κι ο
Απόστολος είπε: «Ας χωριζόμουν εγώ από το Χριστό κλπ.»(Ρωμ. 9, 3-4).
Παρακαλούσε δηλαδή να χαθεί ο ίδιος για να σωθούν οι άλλοι, οι Ισραηλίτες, που
μάλιστα ζητούσαν να τον σκοτώσουν.
Τέτοιες είναι οι ψυχές
των Αγίων· αγαπούν τους εχθρούς περισσότερο από τον εαυτό τους, ώστε και στον
παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα προτιμούν σε όλα τον πλησίον και αν ακόμη από
την κακή του προαίρεση είναι εχθρός τους, χωρίς να ζητούν ανταμοιβή από
εκείνους που αγαπούν, αλλά χαίρονται σαν να παίρνουν όταν δίνουν τα πάντα στους
άλλους, για να αρέσουν στον Ευεργέτη και να μιμηθούν όσο μπορούν τη φιλανθρωπία
Του, γιατί Εκείνος είναι αγαθός προς τους αχάριστους και αμαρτωλούς(Λουκ.
6,35).
Ή μάλλον, όσο περισσότερο
αξιωθεί κανείς να έχει αυτά τα χαρίσματα, τόσο οφείλει να νομίζει τον εαυτό του
χρεώστη απέναντι στο Θεό που τον ανύψωσε από τη γη και αξίωσε το χώμα να
μιμείται εν μέρει τον Πλάστη και Θεό.
Γιατί το να υπομένει
κανείς τις αδικίες με χαρά και να ευεργετεί τους εχθρούς με ανεξικακία και να
θυσιάζει τη ζωή του για χάρη του πλησίον και τα όμοια, είναι δώρα του Θεού και
δίνονται σ' εκείνους που έχουν την καλή διάθεση να τα δεχθούν και με επιμέλεια
να τα εργάζονται και να τα φυλάγουν, όπως είπε ο Θεός στον Αδάμ(Γέν. 2,15), για
να μένουν σ' αυτούς τα δώρα με την ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη.
Γιατί κανένα καλό δεν
αποκτήσαμε ποτέ δικό μας, αλλά όλα τα αγαθά δίνονται σ' έμας από το Θεό κατά
χάρη, όπως το είναι από το μη ον. «Τι έχεις που δεν το έλαβες δωρεάν από το
Θεό;» λέει ο Απόστολος. Κι αφού όσα έχεις τα έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι
σαν να μην τα έλαβες(Α΄ Κορ. 4,7), αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος —πράγμα
αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω.
15,5).
------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 154-155)
Η σωτηρία είναι αδύνατη χωρίς ταπεινοφροσύνη
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)
Δεν ξέρω αν είναι
δυνατόν, από το μεγάλο σκοτισμό των παθών να φτάσει κανείς σε τέτοια ανοησία,
που να νομίσει ότι είναι ίσος με τους Αγγέλους, και μάλιστα μεγαλύτερος, από
έλλειψη ταπεινοφροσύνης, αυτήν που αστόχησε ο πρώην εωσφόρος (φωτοφόρος), και
χωρίς άλλη αμαρτία έγινε σκοτάδι.
Λοιπόν τι μέλλει να πάθει
εκείνος που δεν έχει ταπείνωση, ο θνητός, το χώμα, για να μην πω ο αμαρτωλός;
Ίσως επειδή είναι τυφλός,
δεν πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός. Είναι οπωσδήποτε ανάγκη —λέει ο Χρυσόστομος—
ο τέλειος άνθρωπος να γίνει ισάγγελος, όπως λέει ο Κύριος, στην ανάσταση των
νεκρών βέβαια, και όχι από αυτόν τον κόσμο• αλλά ούτε τότε είπε ότι θα γίνουν
άγγελοι, αλλά ισάγγελοι(Λουκ. 20,36).
Γιατί, λέει, οι άνθρωποι
δε θα μπορέσουν ν' αλλάξουν τη φύση τους σε αγγελική, αλλά θα γίνουν όπως οι
άγγελοι αμετάβλητοι στο αγαθό, κατά χάρη, και ελεύθεροι από κάθε ανάγκη, και θα
έχουν αυτοπροαίρετη την εξουσία και ατελείωτη την ευφροσύνη και την αγάπη στο
Θεό και όσα δεν είδε μάτι ανθρώπου κλπ.(Α΄ Κορ. 2,9). Εδώ είναι αδύνατο να γίνει
κανείς τέλειος, απλώς δέχεται μόνο προκαταβολή των υποσχεμένων αγαθών.
Όπως όσοι δεν έχουν θεϊκά
χαρίσματα οφείλουν να ταπεινωθούν ως φτωχοί, το ίδιο οφείλουν και εκείνοι που
τα έχουν, γιατί τα έλαβαν από το Θεό, για να μην καταδικαστούν για αγνωμοσύνη.
Και όπως οι πλούσιοι οφείλουν να ευγνωμονούν το Θεό για τα καλά που τους έδωσε,
έτσι και οι πλούσιοι σε αρετές οφείλουν να ευχαριστούν πολύ περισσότερο.
Και όπως οφείλουν οι
φτωχοί να ευχαριστούν το Θεό και να αγαπούν εκείνους που τους ευεργετούν
πλουσιοπάροχα, γιατί ευεργετούνται από αυτούς, έτσι και οι πλούσιοι πολύ
περισσότερο, γιατί σώζονται και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με την
ελεημοσύνη. Γιατί χωρίς τους φτωχούς δεν μπορούν οι πλούσιοι να σωθούν, αλλά
ούτε και τους πειρασμούς του πλούτου μπορούν να ξεφύγουν.
Και όπως οι μαθητές
οφείλουν να αγαπούν τους δασκάλους, έτσι και οι δάσκαλοι τους μαθητές, και να
ομολογούν και τούτοι και εκείνοι τις ευεργεσίες του Θεού, ο οποίος δίνει σε
όλους τη γνώση και κάθε άλλο αγαθό, για τα όποια χρεωστούμε όλοι πάντοτε να τον
ευχαριστούμε. Πολύ περισσότερο όσοι ενισχυθήκαμε στο να επανέλθομε στην πρώτη
κατάσταση του θείου βαπτίσματος με τη μετάνοια, χωρίς την οποία κανείς δεν
μπορεί να σωθεί. Γιατί ο Κύριος είπε: «Γιατί με φωνάζετε "Κύριε,
Κύριε" και δεν κάνετε ο,τι σάς λέω;»(Λουκ. 6, 46).
Αλλά μην τυχόν κανένας
ανόητος, όταν ακούσει τα λόγια αυτά του Κυρίου, νομίσει ότι αν δεν επικαλεστεί
τον Κύριο, είναι ακατηγόρητος. Το αντίθετο• καταδικάζεται περισσότερο, όπως
λέει ο Κύριος: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα γίνει στο ξερό;»(Λουκ. 23,
31). Και ο Σολομών λέει: «Αν μόλις σώζεται ο δίκαιος, που θα φανεί ο άδικος και
αμαρτωλός;»(Παροιμ. 11, 31).
Ούτε πάλι, βλέποντας ότι
δυσκολεύεται από τις θείες εντολές, να απελπίζεται, και καταδικαστεί χειρότερα
από τον αυτόχειρα. Αλλά μάλλον οφείλει να θαυμάσει τις θείες Γραφές και τις
εντολές, πώς από δω και από κει ωθούν τον άνθρωπο προς την τελειότητα, για να
μην μπορεί να ξεφύγει από το αγαθό βρίσκοντας άνεση στα χειρότερα, αλλά μόλις
θελήσει να κάνει κάτι τέτοιο, βρίσκει μπροστά του όλα τα δεινά και στρέφεται
στο καλό, όπως με φιλανθρωπία οικονομεί ο Θεός αξιοθαύμαστα.
Αυτό για να γίνει κάθε
άνθρωπος τέλειος, κατά κάποιο τρόπο και χωρίς να θέλει, αν και είναι
αυτεξούσιος. Οι ευγνώμονες όμως, αγωνίζονται περισσότερο, φιλοτιμούμενοι από
τις ευεργεσίες, όπως εκείνοι που πέρασαν τον ποταμό ενώ κοιμόνταν, όπως είπε ο
άγιος Εφραίμ.
Γι' αυτό, λέει ο άγιος
Ισαάκ, έδωσε ο Θεός πολλούς πειρασμούς, για να τους φοβόμαστε και να
καταφεύγομε σ' Αυτόν. Εκείνος που δεν το εννοεί αυτό αλλά από φιληδονία το
κακίζει, αυτός σκότωσε τον εαυτό του και τον κατέστρεψε· αφού πήρε όπλα κατά
των εχθρών, τα χρησιμοποίησε για να. σφάξει τον εαυτό του.
Λέει ο Μέγας Βασίλειος
ότι, όπως ο Θεός σαν αγαθός που είναι, θέλει όλους να τους ευεργετήσει, έτσι
και ο διάβολος, σαν πονηρός που είναι, θέλει όλους να τους σύρει στη μοχθηρία
του, αν και δεν μπορεί. Και όπως οι φιλότεκνοι γονείς συνετίζουν με απειλές τα
παιδιά τους όταν κάνουν παράλογα πράγματα, ενεργώντας από στοργή προς αυτά,
έτσι και ο Θεός παραχωρεί τους πειρασμούς σαν ραβδί που κάνει τους άξιους να
επιστρέφουν από τα θελήματα του διαβόλου.
Όποιος διστάζει να
χρησιμοποιήσει το ραβδί, μισεί το παιδί του, ενώ όποιος το αγαπά, το παιδαγωγεί
με επιμέλεια(Παροιμ. 13,24). Επειδή όμως εμείς που είμαστε φιλήδονοι και
φίλαυτοι διατρέχομε κίνδυνο και από τις δύο μεριές —αν και για τους φιλόθεους
είναι μάλλον σωτηρία—, από τους πειρασμούς, δηλαδή, κατά παραχώρηση του Θεού,
και από την έκπτωση στην απώλεια που προέρχεται από την υπερηφάνεια και την
απομάκρυνση από το Θεό, σαν υιοί που παιδαγωγούμαστε αλλά δε θανατωνόμαστε(Β΄
Κορ. 6,9), πρέπει να διαλέξομε το ελαφρότερο.
Γιατί είναι καλύτερα με
την υπομονή των θλίψεων να καταφεύγομε στο Θεό, παρά από το φόβο των κινδύνων
να καταλήγομε στην έκπτωση από Αυτόν και να πέσομε στα χέρια του διαβόλου, με
αποτέλεσμα να υποστούμε μαζί του την αιώνια έκπτωση, ή μάλλον κόλαση. Γιατί ένα
από τα δύο θα γίνει, ή τους πειρασμούς θα υπομένομε, που είναι πρόσκαιροι, ή
την κόλαση που είναι αιώνια.
Τους δικαίους όμως
κανένας από τους δύο κινδύνους δεν τους αγγίζει, γιατί αγαπούν με χαρά εκείνα
που μας φαίνονται δύσκολα, και αγκαλιάζουν τους πειρασμούς σαν να βρήκαν
ευκαιρία αιώνιου κέρδους και μένουν απλήγωτοι από αυτούς.
Δεν πεθαίνει ο καθένας
που του έριξαν βέλος και δεν τον πλήγωσε, αλλά εκείνος που δέχθηκε καίρια
πληγή. Τι έβλαψε τον Ιώβ η πληγή; Μάλλον δεν του προξένησε στεφάνι;(Ιώβ 40, 8).
Ή μήπως φόβισε ποτέ τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες; «Χαίρονταν, λέει, γιατί
αξιώθηκαν να ατιμασθούν για το όνομά Του»(Πράξ. 5, 41).
Όσο περισσότερο ο νικητής
πολεμείται, τόσο στεφανώνεται, και απ' αυτό παίρνει μεγάλη χαρά. Όταν ακούσει
τη φωνή της σάλπιγγας δεν τη φοβάται ως προκήρυξη σφαγής, αλλά μάλλον
ευφραίνεται γιατί του προμηνύει την απονομή των στεφανιών.
Τίποτε άλλο δε βλέπομε
συνήθως να φέρνει χωρίς κόπο τη νίκη, όσο η τόλμη που συνοδεύεται από βέβαιη
πίστη. Ούτε άλλο φέρνει την ήττα, όσο η φιλαυτία και η δειλία που προέρχεται
από την απιστία.
Ούτε υπάρχει οδηγός προς
την ανδρεία, όσο η επιμέλεια και η εμπειρία. Ούτε άλλο οδηγεί στη λεπτότητα των
λογισμών, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Ούτε άλλο προξενεί λησμοσύνη, όπως η
αργία. Ούτε υπάρχει σύντομος δρόμος για την άφεση των αμαρτιών, όπως η
ανεξικακία. ούτε άλλο προξενεί τη συμφιλίωση με το Θεό από την έχθρα για τις
αμαρτίες, όσο η μετάνοια και το κόψιμο της αμαρτίας.
Ούτε τη σύντομη προκοπή
της ψυχής, όπως το κόψιμο των θελημάτων και των νοημάτων μας. Ούτε υπάρχει
μεγαλύτερο, από το να ρίξει κανείς τον εαυτό του μπροστά στο Θεό νύχτα και
ημέρα και να τον παρακαλεί να γίνει το θέλημά Του σε όλα τα ζητήματα.
Ούτε χειρότερο, από το να
αγαπά κανείς την ανεξαρτησία και το μετεωρισμό της ψυχής και του σώματος. Κι
αυτό, γιατί σ' εμάς που αγαπούμε το αγαθό μόνο από το φόβο των κολάσεων και των
πειρασμών, δε μας συμφέρει διόλου η ανεξαρτησία, αλλά ο περιορισμός και η
αποφυγή των πραγμάτων, για να μπορέσομε τουλάχιστον με την αποφυγή εκείνων που
βλάπτουν την ασθένειά μας να παλεύομε εναντίον των λογισμών.
Οι απαθείς εξουσιάζουν τα
αρχοντικά πνεύματα, επειδή νίκησαν τα αισχρότατα πάθη, ενώ οι υποτακτικοί σε
πνευματικό πατέρα εξουσιάζουν τα αρχόμενα πνεύματα. Γιατί, όπως λένε ο άγιος
Μακάριος και ο αββάς Κρόνιος, οι δαίμονες διακρίνονται σε άρχοντες και σε
αρχόμενους. Αρχοντικά πάθη είναι η κενοδοξία, η οίηση και τα όμοια· αρχόμενα
είναι η γαστριμαργία, η πορνεία και τα παρόμοια.
Εκείνοι που έφτασαν στην
τέλεια αγάπη έχουν εξουσία, γιατί κάνουν χωρίς βία το αγαθό και χαίρονται να το
κάνουν και ποτέ δε θέλουν να το αφήσουν. Και όταν τους τύχει εμπόδιο χωρίς να
θέλουν, νιώθουν σαν αυτούς που τυραννιούνται· τους έλκει τότε ο θείος πόθος και
φεύγουν αμέσως στην ησυχία και την πνευματική εργασία, γιατί την έχουν απόλαυσή
τους και συνήθεια.
Σ' αυτούς είναι που λένε
οι Πατέρες: «Λίγο να προσεύχεσαι, λίγο να διαβάζεις, λίγο να μελετάς, λίγο να
εργάζεσαι, λίγο να φυλάγεις το νου σου, και έτσι να περνάς τον καιρό σου». Τα
λένε αυτά γιατί οι απαθείς εξουσιάζουν τους εαυτούς τους και δεν
αιχμαλωτίζονται από κανένα θέλημα, αντίθετα απ' ό,τι πρέπει, αλλά όταν θέλουν,
συγκεντρώνουν το νου τους και διατάζουν το σώμα σαν δούλο.
Εμείς όμως χρεωστούμε να
είμαστε κάτω από νόμο και κανόνα, ώστε παρά τη θέλησή μας και αναγκαζόμενοι από
το χρέος, να κάνομε το αγαθό. Κι αυτό γιατί ακόμη αγαπούμε περισσότερο τα πάθη
και τις ηδονές, δηλαδή την ανάπαυση του σώματος και τα θελήματά μας, και ο
εχθρός οδηγεί όπου θέλει το νου μας.
Επίσης και το σώμα που
έχει άτακτες ορμές, κάνει ό,τι θέλει, σαν να μην έχει λογικό. και είναι εύλογο.
Όπου δεν υπάρχει επιστασία από το νου, όλα γίνονται παρά το λόγο και παρά τη
φύση, και όχι όπως αρμόζει σε "αληθινούς Ισραηλίτες".
Έτσι είπε ο Κύριος προς
τον ζηλωτή Σίμωνα τον Κανανίτη: «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα
του»(Ιω. 1, 28). Με τα λόγια αυτά διακήρυττε την αρετή του Ναθαναήλ. Γιατί η
λέξη Ναθαναήλ ερμηνεύεται ζήλος Θεού. Και το κύριο όνομά του ήταν Σίμων·
λεγόταν Κανανίτης γιατί καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, και Ναθαναήλ
πάλι, για την αρετή του· επίσης και Ισραηλίτης, που σημαίνει, νους που βλέπει
το Θεό, χωρίς κανένα δόλο.
Γιατί είναι συνήθεια της
Γραφής, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, να ονομάζει τους ανθρώπους από την αρετή
τους, παρά από τη γενιά τους. Παράδειγμα, οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και
Παύλος: τον πρώτο ο Κύριος τον ονόμασε Πέτρο (βράχο) για τη σταθερότητά του(Μάρκ.
3, 16), ενώ ο δεύτερος που ονομαζόταν Σαύλος, δηλαδή ζάλη, μετονομάστηκε
Παύλος(Πράξ. 13, 9), δηλαδή ανάπαυλα - ανάπαυση, και πολύ φυσικά· γιατί όσο
τάραξε πρωτύτερα τους πιστούς, τόσο ύστερα ανέπαυσε όλων τις ψυχές με έργο και
με λόγο, όπως λέει γι' αυτόν ο Χρυσόστομος.
Κοίταξε την ευλάβεια του
Αποστόλου. Θυμούμενος το Θεό, δε δίδασκε μέχρις ότου πρόσφερε στο Θεό την
ευχαριστία και υπόσχεση που χρεωστούσε(Πράξ. 18, 18), φανερώνοντας έτσι ότι από
Αυτόν έχει τη γνώση και τη δύναμη· όπως είναι εύλογο, συνεδύαζε την ευχή με τη
νουθεσία. Και ο θεσπέσιος Λουκάς άφησε ασυμπλήρωτες τις Πράξεις των Αποστόλων
όχι από αμέλεια ή άλλη ανάγκη, αλλά γιατί αποδήμησε στο Θεό.
Εμείς όμως όταν αφήσομε
κάτι ατελείωτο, ενεργούμε από αμέλεια ή ανικανότητα, γιατί δεν κάνομε το έργο
του Θεού με επιμέλεια και δεν το αγαπούμε σαν κύριο έργο, αλλά το καταφρονούμε
σαν πάρεργο και βαρετό, και γι' αυτό μένομε χωρίς προκοπή. Ή και γυρίζομε πίσω
μερικοί πολλές φορές, όπως εκείνοι που στράφηκαν πίσω και δεν ακολούθησαν πλέον
τον Ιησού(Ιω. 6, 66).
Αν και —όπως λέει ο
Χρυσόστομος— δεν ήταν σκληρός ο λόγος όπως νόμιζαν(Ιω. 6, 60), αλλά ό,τι
ειπώθηκε σ' αυτούς τότε, αναφερόταν σε δόγματα. Όπου όμως δεν υπάρχει
προαίρεση, ούτε προθυμία, και τα εύκολα τα βρίσκει κανείς δύσκολα, όπως και αντίθετα.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 155-159).
Οικοδόμηση της ψυχής με τις αρετές
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)
Κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη
προπάντων από υπομονή, όπως η γη από βροχή, λέει ο Μέγας Βασίλειος, για να
βάλει πάνω σ' αυτή το θεμέλιο, που λέει ο Απόστολος, δηλαδή την πίστη(Εβρ. 6,
1), και πάνω στην πίστη κτίζει σιγά-σιγά η διάκριση σαν έμπειρος οικοδόμος το
σπίτι της ψυχής.
Βάζει λοιπόν συνεχώς
λάσπη από τη γη της ταπεινώσεως, για να δένει τη μιά πέτρα με την άλλη, δηλαδή
τη μιά αρετή με την άλλη, μέχρις ότου τοποθετηθεί η στέγη, δηλαδή η τέλεια
αγάπη.
Τότε μπαίνει ο νοικοκύρης
και κατοικεί στην ψυχή, αν έχει βέβαια καλούς θυρωρούς, οπλισμένους πάντοτε,
δηλαδή φωτεινά νοήματα και θεοπρεπείς εργασίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν
ανενόχλητο τον βασιλιά.
Να μην έχει για θυρωρό
γυναίκα με το εργόχειρο στο χέρι(Β΄ Βασ. 4, 6), όπως λέει ο άγιος Νείλος
ερμηνεύοντας την παλιά ιστορία. Γι' αυτό, λέει, δεν έβαλε ο πατριάρχης Αβραάμ
γυναίκα θυρωρό, αλλά μάλλον ανδρείο και απότομο λογισμό, οπλισμένο με διάφορα
όπλα, όπως λέει ο Απόστολος, κι ανάμεσα σ' αυτά και με το ξίφος του Πνεύματος,
δηλαδή με το λόγο του Θεού(Εφ. 6, 17), για να σκοτώνει ή ν' απομακρύνει όσους
τον πλησιάζουν.
Γιατί μένει ανύστακτος
και ορθός, σκοτώνοντας τους εχθρικούς λογισμούς με την αντίθετη πνευματική
εργασία και τον αντιρρητικό λόγο, και αποκρούει με την καταφρόνηση και την
εκδίωξη κάθε τι που έρχεται στην καρδιά και δεν είναι σύμφωνο με το σκοπό του
Θεού, ώστε να μην εμποδίζεται διόλου ο φωτισμένος νους από τη θεωρία του Θεού
και τα θεία νοήματα. Αυτό, λέει, είναι το έργο της ησυχίας· όπως σε άλλο μέρος
ο άγιος Νείλος ερμηνεύει αλληγορικά τη θεία Γραφή και διασαφηνίζει ότι ο
περισπασμός είναι η αιτία να σκοτισθεί ο νους. Και εύλογα.
Γιατί αν δεν συγκρατείται
από όλα τα μέρη ο νους, σαν νερό μέσα στο σωλήνα, δεν μπορεί η διάνοια να
μαζευτεί στον εαυτό της για να ανεβεί και στο Θεό. Κι αν δεν ανεβεί κανείς
νοερά και δεν γευθεί τα άνω, πώς μπορεί εύκολα να καταφρονήσει τα κάτω;
Ώστε οφείλομε, με την
ενίσχυση της πίστεως, να τρέχομε με υπομονή, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 12,
1-2), και να έχομε σαν έργο μας να ευαρεστήσομε το Θεό. Και όταν έρθει ο
καιρός, εκείνοι που τρέχουν καλά, θα μπορέσουν να αποκτήσουν τη μερική γνώση
και ύστερα στο μέλλον την ολική, αφού καταργηθούν οι καθρέφτες(Α΄ Κορ. 1312),
δηλαδή η φθαρτή αυτή ζωή.
Εκεί, στη μέλλουσα ζωή, η
ψυχή δεν επιθυμεί πια αντίθετα με τη σάρκα, ούτε η σάρκα αντίθετα με το
Πνεύμα(Γαλ. 5, 17)· ούτε η ραθυμία μπορεί να φέρει τη λησμοσύνη και η λησμοσύνη
την άγνοια, όπως τώρα παθαίνομε οι περισσότεροι κι έχομε ανάγκη να γράφομε για
να θυμόμαστε.
Πολλές φορές μου ήρθε
αυθόρμητα κάποια σκέψη και την έγραψα να τη θυμάμαι· και σε καιρό πνευματικού
πολέμου την είχα για βοήθεια και ανακούφιση ή ευχαριστία, όταν στηριζόταν στη
θεία Γραφή. Αν όμως ήμουν αμελής σ' αυτά και δεν την έγραφα, δεν την είχα, όταν
τη χρειαζόμουν, και ζημιωνόμουν από την παγκάκιστη λησμοσύνη.
Γι' αυτό έχομε χρέος να
μάθομε στην πράξη τις αρετές, για να διατηρείται από τη συνήθειά τους η
ενθύμηση του αγαθού, και όχι μόνο με τα λόγια. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος,
δεν είναι λόγια η βασιλεία του Θεού, αλλά δύναμη(Α΄ Κορ. 4, 20).
Εκείνος που ζητάει με τα
έργα, εκείνος γνωρίζει τη ζημία και το κέρδος σε όποιο πράγμα ασχολείται, λέει
ο άγιος Ισαάκ, και αυτός μπορεί να δώσει συμβουλή σε άλλους, γιατί έπαθε πολλές
φορές και απέκτησε πείρα.
Γιατί, λέει, υπάρχουν
πράγματα που φαίνονται καλά, κρύβουν όμως όχι τυχαία ζημία· και είναι άλλα που
φαίνονται κακά, και εντούτοις περιέχουν πολύ μεγάλο κέρδος. Γι' αυτό, λέει, δεν
είναι ο κάθε άνθρωπος αξιόπιστος να δώσει συμβουλή, αλλά εκείνος που έλαβε από
το Θεό χάρισμα διακρίσεως, και από την πολυκαιρία στην άσκηση απέκτησε
διορατικό νου, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος.
Και αυτό να το κάνει με
μεγάλη ταπείνωση, να μη συμβουλεύει τους πάντες, αλλά εκείνους που ερωτούν
θεληματικά και αβίαστα και με διάθεση μαθητείας. Και αυτό για να εντυπωθεί ο
λόγος μέσα στην ψυχή εκείνου που ερωτά με ταπείνωση και με εκούσια αίτησή του,
και να θερμαίνεται από την πίστη βλέποντας τον αγαθό σύμβουλο, σαν το θαυμαστό
εκείνο σύμβουλο που είπε ο προφήτης Ησαΐας, «τον ισχυρό Θεό, τον Εξουσιαστή
κλπ.»(Ησ. 9,6), εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ο Οποίος είπε σ' εκείνον που
του παραπονέθηκε: «Ποιος με όρισε άρχοντα και δικαστή σε σας»(Λουκ. 12, 14), αν
και, όπως λέει η Γραφή, ο Πατέρας έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους
ανθρώπους(Ιω. 5, 22).
Αλλά είπε έτσι για να μας
δείξει και με αυτό, όπως και με όλα, το δρόμο της σωτηρίας με την αγία Του
ταπείνωση. Γιατί δεν αναγκάζει, αλλά λέει: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας
απαρνηθεί τον εαυτό του και ας με ακολουθεί(Ματθ. 16, 24)· δηλαδή να μη
φροντίζει διόλου για τη ζωή του, αλλά όπως κάνω εγώ και υπομένω τον αισθητό και
εκούσιο θάνατο για χάρη όλων, έτσι και αυτός ας με ακολουθεί με έργο και με
λόγο, όπως οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Αλλιώς, ας υπομένει τουλάχιστον το
θάνατο της προαιρέσεως». Και πάλι, στον πλούσιο εκείνο είπε: «Αν θέλεις να
γίνεις τέλειος πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου κλπ.»(Ματθ. 19, 21).
Λέει ο Μέγας Βασίλειος
ότι είπε ψέμματα ο πλούσιος πως φύλαξε τις εντολές. Γιατί αν τις είχε φυλάξει,
δεν θα είχε κτήματα πολλά, αφού ο Νόμος λέει πρώτα-πρώτα: «Θα αγαπήσεις τον
Κύριο και Θεό σου με όλη την ψυχή σου»(Δευτ. 6, 4-5).
Λέγοντας "με όλη την
ψυχή σου", δεν επέτρεψε σ' εκείνον που αγαπά το Θεό, να αγαπά και κάτι
άλλο, για το οποίο να λυπάται όταν το απαρνείται. Επίσης ο Νόμος λέει: «Θα
αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»(Λευιτ. 19, 18), δηλαδή τον κάθε
άνθρωπο. και πώς φυλάει την εντολή, όταν άλλοι πολλοί έχουν ανάγκη από την
καθημερινή τροφή, ενώ αυτός έχει κτήματα πολλά και μάλιστα είναι δεμένος μαζί
τους με πάθος; Γιατί αν τα είχε όπως ο Αβραάμ, ο Ιώβ και οι λοιποί Δίκαιοι, σαν
να ήταν του Θεού, δεν θα έφευγε από το Χριστό λυπημένος(Ματθ. 19, 22).
Επίσης και ο Χρυσόστομος
λέει ότι ο πλούσιος πίστεψε ότι εκείνα που του έλεγε ο Κύριος ήταν αλήθεια, γι'
αυτό και έφυγε λυπημένος· ήταν αδύνατος όμως να τα εκτελέσει. Γιατί υπάρχουν
πολλοί που πιστεύουν τα λόγια των Γραφών, είναι όμως αδύνατοι στην εκπλήρωσή
τους.
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 159-161)
Είναι μεγάλο αγαθό η αγάπη και η συμβουλή με
ταπείνωση
(Φιλοκαλία των Ιερών
Νηπτικών, γ΄τόμος)
Αυτά λοιπόν και άλλα
περισσότερα συμβουλεύει ο Κύριος, όπως και οι Απόστολοι που γράφουν: «Σας
παρακαλούμε, αγαπητοί, κάνετε τούτο κι εκείνο»(Α΄ Θεσ. 4, 10). Εμείς όμως δεν
καταδεχόμαστε να παρακαλέσομε εκείνους που ζητούν από εμάς συμβουλή, ώστε όταν
μας δουν ότι ταπεινωνόμαστε και ότι τους τιμούμε, να υπακούσουν με χαρά και να
πληροφορηθούν ότι με αγάπη και μεγάλη ταπείνωση μιλάμε το λόγο της αγίας
Γραφής.
Και για την τιμή και
αγάπη που τους δείχνομε, θα σπεύσουν και θα αποδεχθούν τα δύσκολα και θα τους φανούν
εύκολα λόγω της αγάπης. Όπως ο άγιος Απόστολος Πέτρος, όταν άκουε συχνά σταυρό
και θάνατο, χαιρόταν και ήταν σε τέτοια διάθεση, σαν να μην άκουε τίποτε γι'
αυτά, από την αγάπη που είχε στον Διδάσκαλο.
Και για τα θαύματα δεν
είχε κανένα πρόβλημα όπως οι άπιστοι, αλλά έλεγε στον Κύριο: «Έχεις λόγια της
αιώνιας ζωής»(Ιω.6, 68). Δεν ήταν όμως έτσι ο Ιούδας που πέθανε δύο φορές.
Γιατί κρεμάστηκε(Ματθ. 27, 5), μα δεν πέθανε, αλλά αφού έζησε αμετανόητος
αρρώστησε βαριά, σχίστηκε η κοιλιά του(Πράξ. 1,18), όπως λέει ο Απόστολος
Πέτρος στις Πράξεις των Αποστόλων.
Και ο άγιος Απόστολος
Παύλος, γράφοντας στους αδελφούς, άλλοτε λέει: «Σας αγαπώ τόσο πολύ, ώστε θέλω
να σας δώσω όχι μόνο το Ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά και την ψυχή μου»(Α΄ Θεσ.
2, 8), και άλλοτε: «Εμείς είμαστε δούλοι σας για το Χριστό»(Β΄ Κορ. 4, 5). Στον
Τιμόθεο πάλι γράφει, τους γεροντότερους να τους έχει σαν πατέρες, τους
νεώτερους σαν αδελφούς(Α΄ Τιμ. 5, 1).
Και ποιος είναι ικανός να
εννοήσει τελείως την ταπείνωση των Αγίων και την διάπυρη αγάπη που είχαν στο
Θεό και στον πλησίον; Δεν οφείλομε λοιπόν αυτούς μονάχα να προσέχομε, αλλά και
εκείνους στους οποίους μιλούμε ή γράφομε.
Γιατί εκείνος που θέλει
να νουθετήσει και να δώσει συμβουλή σε κάποιον, ή μάλλον υπενθύμιση όπως λέει ο
Ιωάννης της Κλίμακος, οφείλει πρώτα να καθαρθεί από τα πάθη, για να γνωρίζει
χωρίς πλάνη το σκοπό του Θεού και την κατάσταση εκείνου που ζητεί συμβουλή.
Γιατί δεν ταιριάζει σε
όλους το ίδιο φάρμακο, και αν ακόμη πρόκειται για την ίδια ασθένεια. Έπειτα
πρέπει να βεβαιωθεί για τη διάθεση εκείνου που ζητεί συμβουλή, βλέποντας είτε
την ολική υποταγή του με την ψυχή και το σώμα, είτε ότι τον παρακάλεσε
αυθόρμητα με θερμή πίστη και ότι ζήτησε συμβουλή χωρίς να παρακινηθεί από το
διδάσκαλο και χωρίς να υπάρχει κάποια ανάγκη που να τον κάνει να υποκρίνεται,
ότι τάχα έχει πόθο να ακούσει λόγο.
Αλλιώς μπορεί να πέσουν
και οι δύο σε ψεύδος, πολυλογία, πονηρία και πολλά άλλα. Αυτός που ερωτά, καθώς
εξαναγκάζεται από τον δήθεν διδάσκαλο να πει παρά την προαίρεσή του, και
ψεύδεται από ντροπή και υποκρίνεται ότι θέλει να κάνει καλό.
Ο διδάσκαλος πάλι, με
πονηρία, κολακεύει τον διδασκόμενο, για να ανακαλύψει τάχα εκείνα που κρύβει
μέσα στη διάνοιά του• και γενικά θέτει σε κίνηση κάθε μηχανή και πολυλογία. και
όπως λέει ο Σολομών, με την πολυλογία δε θα αποφύγει κανείς την αμαρτία(Παροιμ.
10,19).
Έγραψε και ο Μέγας
Βασίλειος ποιά είναι τα αμαρτήματα από αυτήν. Αυτά όμως δεν ειπώθηκαν για να
απομακρύνομε εκείνους που έρχονται για νουθεσία με πνεύμα υποταγής και με
βέβαιη πίστη, και μάλιστα όσοι από μας είναι απαθείς, αλλά για να μη διδάσκομε
εξαιτίας της κενοδοξίας μας με αυθάδεια, εμείς που είμαστε ακόμη εμπαθείς,
εκείνους που ούτε από έργα ούτε από θερμή πίστη θέλουν να ακούσουν.
Ούτε να τους διδάσκομε
αυταρχικά, αλλά όπως έλεγαν οι Πατέρες, ότι χωρίς ερώτηση των αδελφών δεν
πρέπει να ομιλεί κανείς με σκοπό να ωφελήσει, για να γίνεται το καλό με τη
συγκατάθεσή τους(Φιλήμ. 14), όπως λένε οι Απόστολοι: «Μην ενεργείτε σαν να
είστε εξουσιαστές του ποιμνίου, αλλά να γίνεστε υπόδειγμα γι' αυτό»(Α΄ Πέτρ. 5,
3).
Και ο Παύλος γράφει προς
τον άγιο Τιμόθεο: «Ο γεωργός πρέπει πρώτος να τρώει από τους καρπούς»(Β΄ Τιμ.
2, 6), δηλαδή να κάνει πρώτος εκείνα που μέλλει να διδάξει. Και αλλού του λέει:
«Κανένας να μη σε καταφρονεί για τη νεότητά σου»(Α΄ Τιμ. 4, 12), δηλαδή να μην
κάνεις τίποτε απ' όσα συνηθίζουν οι πιο νέοι, αλλά να είσαι τέλειος με τη χάρη
του Χριστού.
Επίσης και το Γεροντικό
γράφει ότι οι Πατέρες χωρίς να ερωτηθούν από τους αδελφούς δεν έλεγαν τίποτε
για σωτηρία ψυχής, αλλά το νόμιζαν αργολογία. και δικαίως. Γιατί το να μιλάμε
χωρίς να ερωτηθούμε, σημαίνει ότι νομίζομε πως έχομε περισσότερη γνώση από τους
άλλους.
Γιατί όσο περισσότερο
είμαστε αμαρτωλοί, τόσο νομίζομε ότι έχομε ελευθερία· όπως και οι Άγιοι, όσο
πλησιάζουν το Θεό, τόσο περισσότερο νομίζουν ότι είναι αμαρτωλοί, λέει ο άγιος
Δωρόθεος. Γεμάτοι έκπληξη που αξιώθηκαν τη γνώση περί Θεού, έρχονταν σε
αμηχανία.
Επίσης και οι άγιοι
Άγγελοι από την απέραντη ευφροσύνη και έκπληξη δε χορταίνουν να δοξολογούν το
Θεό. Και διότι καταξιώθηκαν να υμνούν τέτοιον Κύριο, τον υμνούν ακατάπαυστα,
θαυμάζοντας τα έργα Του, όπως είπε ο Χρυσόστομος, και προοδεύοντας σε
μεγαλύτερη γνώση, όπως λέει ο Θεολόγος. Το ίδιο και όλοι οι Άγιοι και σ' αυτόν
τον κόσμο και στον μέλλοντα.
Όπως οι νοερές δυνάμεις
μεταδίδουν η μιά στην άλλη το φωτισμό, έτσι και οι λογικοί διδάσκονται ο ένας
από τον άλλον. Άλλοι μαθαίνουν από τις θείες Γραφές και διδάσκουν τους
υποδεέστερους· άλλοι μαθαίνουν νοερά από το Άγιο Πνεύμα και φανερώνουν τα
μυστήρια που τους αποκαλύφθηκαν γραπτώς.
Γι' αυτό έχομε ανάγκη να
ταπεινωθούμε εμπρός στο Θεό και τους άλλους, αφού έχομε την ύπαρξη και τα πάντα
από το Θεό και, μέσω Αυτού, τη γνώση ο ένας από τον άλλον. Εκείνος που έχει
ταπείνωση, φωτίζεται περισσότερο· εκείνος όμως που δεν έχει ταπείνωση, μένει στο
σκοτάδι, όπως εκείνος που ήταν πρωτύτερα εωσφόρος, και ύστερα διάβολος.
Γιατί ο εωσφόρος ήταν ο
πρώτος στο κατώτερο τάγμα των νοερών δυνάμεων, δηλαδή το δέκατο στη σειρά μετά
το ανώτατο που παραστέκεται εμπρός στον φοβερό θρόνο του Θεού και πρώτο από τη γη
προς τα πάνω.
Αλλά για την έπαρσή του
έπεσε, μαζί με τους αγγέλους που του υπάκουσαν, όχι μόνο κάτω από τα εννέα
τάγματα και από εμάς τους γήινους, αλλά και κάτω από τα καταχθόνια, και ρίχτηκε
στον τάρταρο για την αγνωμοσύνη του. Γι' αυτό πολλές φορές έχει λεχθεί ότι
αρκεί η αλαζονεία για να χαθεί η ψυχή, χωρίς άλλη αμαρτία.
Εκείνος που νομίζει ότι
είναι μικρά τα αμαρτήματά του, παραχωρείται να πέσει σε μεγαλύτερα, λέει ο
άγιος Ισαάκ. Και εκείνος που έλαβε δώρο από το Θεό και είναι αχάριστος,
ετοιμάζει τη στέρηση του δώρου, γιατί έκανε τον εαυτό του ανάξιο της δωρεάς του
Θεού, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Γιατί η ευχαριστία είναι μεσίτριά μας.
Πλην όμως η ευχαριστία να
μην είναι όπως του Φαρισαίου εκείνου(Λουκ. 18, 11), που κατέκρινε τους άλλους
και δικαίωνε τον εαυτό του, αλλά μάλλον να αναγνωρίζει ότι χρωστά περισσότερα
από όλους και, απορώντας πώς να τα ανταποδώσει, να ευχαριστεί γεμάτη έκπληξη,
κατανοώντας την ανείπωτη μακροθυμία και ανοχή του Θεού.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά
πρέπει και να θαυμάσομε πώς ο Υπερύμνητος Θεός, ενώ δεν έχει ανάγκη από τίποτε,
δέχεται από εμάς την ευχαριστία, και αυτό, ενώ εμείς τον παροργίζομε και τον
παραπικραίνομε πάντοτε, μ' όλο που τόσες και τόσο μεγάλες ευεργεσίες μας έκανε,
γενικές και ειδικές, για τις οποίες έγραψε ο Θεολόγος Γρηγόριος και οι λοιποί
Πατέρες, όχι μόνο σωματικές, αλλά και ψυχικές με πολλούς τρόπους.
Αυτές είναι αναρίθμητες,
κι ανάμεσά τους και τούτη: Άλλα από τα περιεχόμενα των θείων Γραφών είναι
φανερά και ευκολονόητα, ενώ άλλα ασαφή και δυσκολονόητα. Και τούτο για να έλκει
με τα πρώτα τους πιο αμελείς στην πίστη και στην αναζήτηση των υπολοίπων, ώστε
να μην πέσομε από τη μεγάλη ακατανοησία των Γραφών σε απόγνωση και απιστία· με
τα άλλα πάλι, να μην καταδικαστούμε περισσότερο εξαιτίας της καταφρονήσεως του
ευκολονόητου ρητού, αλλά με αυτοπροαίρετους κόπους όσοι θέλουν να ερευνούν
έμπρακτα τα δυσκολονόητα και από αυτό θα επαινεθούν, όπως λέει ο Χρυσόστομος.
------------------------------------------------
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο απο το Βιβλίο
Φιλοκαλία των Ιερών
Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986,
γ΄τόμος, σελ. 161-164
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου