ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Λόγος α΄ (1ος) έως Λόγος ξ΄ (14ος)

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Λόγος α΄ (1ος) έως Λόγος ξ΄ (14ος)



agios


Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: Βιβλίο Δεύτερο
Λόγος α΄ (1ος)
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Ιδού ο πρόλογος και το στοιχείο άλφα,
που την πνευματική σοφία περιέχει.
Επειδή, όπως αυτό των γραμμάτων όλων
τυχαίνει να 'ναι η αρχή σ' όλες τις γλώσσες,
έτσι και τούτη από τις αρετές όλες
είναι η αρχή, και σ' όλες είναι πάλι τέλος.
Αλλ' όπως το Αλφάβητο είναι
νηπίων μάθημα, μα δίχως τούτο
αδύνατη είναι η ανθρώπινη παιδεία,
έτσι και με τη γνώση• αν και η αρχή της
είναι πολύ μικρή, αλλά χωρίς ετούτη
διόλου δε γίνεται αρετή να αποκτήσεις.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την αρχή, πατέρα.
Αρχή όλων των γραμμάτων σε κάθε γλώσσα είναι το άλφα, αν και μερικοί δεν το γνωρίζουν. Και αρχή όλων των αρετών είναι η πνευματική σοφία, αν και η ίδια είναι και τέλος των αρετών. Γιατί αν αυτή δεν εισχωρήσει στο νου, δεν μπορεί ο άνθρωπος να πράξει το αγαθό, αφού δεν άκουσε ποτέ γι' αυτό. Και αν αξιώθηκε ν' ακούσει κάτι, αυτό το λίγο είναι σοφία.
Αλλά όπως το αλφάβητο είναι μάθημα για τα νήπια, και χωρίς αυτό δεν μπορεί κανείς ν' αποκτήσει τη σοφία των φυσικών μαθημάτων, έτσι και η αρχή της γνώσεως, αν και είναι πολύ μικρή, όμως χωρίς αυτή είναι τελείως αδύνατο να βρει κανείς την αρετή. Γι' αυτό δειλιάζω να γράψω κάτι περί σοφίας, αφού είμαι ολότελα άσοφος.
Καθώς νομίζω, είναι τέσσερις οι τρόποι, με τους οποίους ο νους μπορεί να εκφράζεται: ή από τη χάρη και τη μακαριότητα που έρχεται από άνω υπερφυσικά, ή από την καθαρότητα που προέρχεται από την κατά Θεόν άσκηση κι έχει τη δύναμη να επαναφέρει την ψυχή στο αρχικό της κάλλος, ή από την πείρα των φυσικών γνώσεων που αποκτάται από ανθρώπινη εκπαίδευση και άσκηση στην κοσμική σοφία, ή τέλος από την καταραμένη και σατανική πλάνη που προκαλεί η υπερηφάνεια και η πανουργία των δαιμόνων και αποτελεί εκτροπή της φύσεως.
Εγώ όμως, όντας αμέτοχος απ' όλα αυτά, πώς μπορώ να γράψω; Απορώ. Δεν ξέρω μήπως η πίστη σας που με πιέζετε κατά Θεόν, ελκύσει τη χάρη στη γραφίδα μου. Γιατί ο νους μου και το χέρι μου είναι ανάξια και ακάθαρτα. Το γνωρίζω αυτό καλά από την πείρα μου· γιατί αυτό πολλές φορές μου συνέβη και μου συμβαίνει πάντοτε.
Πιστέψτε με, πατέρες, όσες φορές θέλησα να γράψω κάτι, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πριν πιάσω τη γραφίδα. Αλλά ο νους πολλές φορές έπαιρνε αφορμή από ένα μικρό νόημα της Γραφής ή από την ακοή ή τη θέα κάποιου αισθητού πράγματος του κόσμου, και μόλις έπιανα τη γραφίδα και άρχιζα, αμέσως εύρισκα αυτό που έπρεπε να γράψω, για χάρη κάποιου που μου το ζητούσε επίμονα. Και έκτοτε έτσι γράφω, χωρίς εμπόδιο και φροντίδα, όσο μπορεί το χέρι μου, χωρίς διόλου να καθυστερεί. Ό,τι στέλνει ο Θεός στη σκοτεινή μου καρδιά, αυτό γράφω χωρίς να σκεφτώ. Πιστεύω ότι γίνεται έτσι για να μη νομίζω δικό μου αυτό που έλαβα με τις προσευχές κάποιου άλλου, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ακολουθώντας τα λόγια του Αποστόλου: «Τι έχεις που δεν το έλαβες; Αφού λοιπόν το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην είναι δώρο, αλλά δικό σου κατόρθωμα;»(Α΄ Κορ. 4, 7).
Όπως λέει και ο άγιος Ισαάκ, δεκτές είναι οι έννοιες που έρχονται αυτόματα και χωρίς σκέψη στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν. Το να σκεφτεί όμως κανείς, αποτελεί δικό του νόημα. Και ο άγιος Αντώνιος λέει: «Κάθε έργο ή λόγος πρέπει να έχει μαρτυρία από τις θείες Γραφές». Γι' αυτό λοιπόν, όπως κάποτε μίλησε η όνος του Βαλαάμ(Αρ. 22, 28-30), έτσι κι εγώ θ' αρχίσω τώρα να γράφω. Όχι για να διδάξω, μη γένοιτο· αλλά για έλεγχο της άθλιας ψυχής μου, ώστε τουλάχιστον από ντροπή από τα λόγια του, όπως λέει ο άγιος της Κλίμακος, ν' αρχίσει την εργασία εκείνος που δεν έχει έργο, αλλά μόνο λόγο.
Ποιος ξέρει αν θα ζήσω και αν θα μπορέσω να γράψω; Ή πάλι, αν εσείς θα μπορέσετε να τα τηρήσετε; Αλλά ας αρχίσομε, εγώ κι εσείς, τα λόγια και τα έργα, και όπου μπορέσει ο καθένας να φτάσει. Γιατί είναι άγνωστος ο θάνατός μας και αγνοούμε πότε θα έρθει το τέλος(Ματθ. 24, 14). Στο Θεό όμως, που προγνωρίζει τα πάντα, είναι γνωστά όσα μας αφορούν. Σ' Αυτόν η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 183-184)



Λόγος β΄ (2ος)
 (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Ο πρόλογος τώρα παρ' ελπίδα ολοκληρώθηκε.
Και πάλι να το δεύτερο στοιχείο,
το βήτα δηλαδή, και ο δεύτερος λόγος
που θα λεχθεί με κάθε συντομία.
Η πίστη είναι που γεννά την άλλη, τη μεγάλη
την πίστη, όπως λέν' οι άγιοι Πατέρες,
που είναι το θεμέλιο των αρετών, ως είπε
αυτός που εκεί την έθεσε, ο Απόστολος Κυρίου(Κολ. 1,23).
Η πρώτη χωρίς τις εργασίες του Νόμου γίνεται,
η άλλη από τα έργα τελειοποιείται.
Αυτή μέσα στην ησυχία βρίσκεται,
κατορθώνεται δε μέσω πολλών πολέμων.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Ο όσιος πατέρας μας Ισαάκ θέλησε να δείξει ότι η πίστη, που είπε ο Απόστολος, είναι θεμέλιο των κατά Θεόν εργασιών, δηλαδή η πίστη που λάβαμε από το θείο βάπτισμα με τη χάρη του Χριστού και όχι από τα έργα μας, και ότι αυτή γεννά το φόβο της πίστεως, με τον οποίο οδηγούμαστε στη φύλαξη των εντολών και στην υπομονή των πειρασμών, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος• και ακόμη ότι, αφού εργαστούμε τα καλά, τότε γεννιέται μέσα μας η μεγάλη πίστη της θεωρίας, για την οποία είπε ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη σαν ένα κόκκο σιναπιού κλπ.»(Ματθ. 17, 20).
Είπε λοιπόν ότι, άλλη είναι η κοινή πίστη των ορθοδόξων, δηλαδή τα ορθά δόγματα περί του Θεού και των κτισμάτων Του, νοητών και αισθητών, καθώς παρέλαβε, με τη χάρη του Θεού, η αγία καθολική Εκκλησία, και άλλη είναι η πίστη της θεωρίας, δηλαδή της γνώσεως, η οποία δεν είναι διόλου αντίθετη με την πρώτη που την γεννά, αλλά μάλλον την κάνει βεβαιότερη. Γιατί την πρώτη τη μάθαμε εξ ακοής, αφού την κληρονομήσαμε από ευσεβείς γονείς και διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως.
Η πίστη όμως της θεωρίας προέρχεται από την ορθή πίστη και το φόβο του Κυρίου, στον Οποίο πιστέψαμε. Γιατί από το φόβο του Κυρίου αποφασίσαμε να φυλάξομε τις εντολές και γι' αυτό θελήσαμε να εργαστούμε τις σωματικές αρετές, την ησυχία δηλαδή, τη νηστεία, τη σύμμετρη αγρυπνία, την ψαλμωδία, την προσευχή, την ανάγνωση και την ερώτηση των εμπείρων για κάθε λογισμό, λόγο και έργο.
Για να καθαρίζεται με αυτές τις πράξεις το σώμα από τα αισχρότατα πάθη, εννοώ τη γαστριμαργία, την πορνεία και τα περιττά χρήματα, ώστε να αρκούμαστε στα παρόντα(Εβρ. 13,5), κατά τον Απόστολο.
Από εδώ παίρνει δύναμη ο άνθρωπος να μένει κοντά στο Θεό με την αμεριμνία. Μαθαίνει από τις Γραφές και τους έμπειρους ανθρώπους για τα θεία δόγματα και τις εντολές, και απ' αυτά αρχίζει να καταφρονεί τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. και κατανοώντας τις απειλές της Γραφής, φοβάται το Θεό, όχι με συνηθισμένο φόβο, αλλά ως Θεό, κατά τον άγιο Νείλο.
Και από το φόβο αυτό αρχίζει την κατά γνώση φύλαξη των εντολών. Και όσο υποφέρει για κάθε εντολή τον κατά προαίρεση θάνατο, τόσο περισσότερο προχωρεί σε μεγαλύτερη γνώση και θεωρεί όσα γίνονται μέσα του από τη χάρη του Χριστού. Και από αυτό πιστεύει ότι πράγματι είναι μεγάλη η πίστη των ορθοδόξων. Αρχίζει τότε να ποθεί να αρέσει στο Θεό. Και δεν αμφιβάλλει πλέον, όπως πρωτύτερα, για τη βοήθεια του Θεού, αλλά αναθέτει στον Κύριο όλη του τη μέριμνα, όπως λέει ο Προφήτης(Ψαλμ. 54, 23).
Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, εκείνος που θέλει να έχει μέσα του τη μεγάλη πίστη, δεν πρέπει να φροντίζει διόλου για τη ζωή του ή τον θάνατό του, αλλά και αν δει θηρίο, ή εξεγέρσεις δαιμόνων ή κακών ανθρώπων, να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα, και δούλοι του Κυρίου όλα, όπως και αυτός, και δεν έχουν εξουσία εναντίον του, αν δεν επιτρέψει ο Θεός.
Το Θεό μόνο να φοβόμαστε, που έχει όλη την εξουσία, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Θα σας υποδείξω ποιόν να φοβηθείτε»(Λουκ. 12, 5), και πρόσθεσε: «Φοβηθείτε Αυτόν που έχει εξουσία να ρίξει στην κόλαση και την ψυχή και το σώμα». Και για να επιβεβαιώσει το λόγο, είπε: «Ναι, σας λέω, Αυτόν να φοβάστε». Και πολύ εύλογα.
Αν υπήρχε άλλος εκτός από το Θεό, που να έχει εξουσία, εκείνον έπρεπε να φοβόμαστε. Επειδή όμως μόνο Αυτός είναι ο Ποιητής και Κύριος των άνω και των κάτω, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς Αυτόν; Κι αν κανείς λέει ότι οι εχθροί μας είναι κτίσματα που έχουν αυτεξουσιότητα, θα απαντήσω ότι έχουν βέβαια οι νοερές δυνάμεις και οι άνθρωποι, καθώς και οι δαίμονες.
Αλλά οι τάξεις των ουρανίων ασωμάτων και οι αγαθοί άνθρωποι δεν ανέχονται να βλάψουν κανένα από τους συνδούλους τους, και ας είναι πολύ κακός· τον σπλαχνίζονται μάλλον και ικετεύουν γι' αυτόν το Θεό, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Οι κακοί όμως άνθρωποι και οι δάσκαλοί τους, οι πονηροί δαίμονες, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν κανένα, εκτός αν δώσει κανείς αφορμή να εγκαταλειφθεί από το Θεό με τα πονηρά έργα του.
Και αυτό όμως γίνεται για παιδαγωγία και σωτηρία του ανθρώπου αυτού από τον υπεράγαθο Θεό, αν βέβαια θέλει και ο ίδιος να διορθωθεί από την κακία του, με την υπομονή και την ευχαριστία προς το Θεό. Ειδεμή, γίνεται προς ωφέλεια άλλου, γιατί ο πανάγαθος Θεός θέλει να σωθούν όλοι(Α΄ Τιμ. 2, 4).
Οι δε πειρασμοί των δικαίων και των αγίων ανθρώπων γίνονται κατά την ευδοκία του Θεού, προς τελειοποίηση των ψυχών τους και αισχύνη των εχθρών τους δαιμόνων.
Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη του ο εργάτης των θείων εντολών του Χριστού, πιστεύει όχι απλώς ότι ο Χριστός είναι Θεός και ότι μπορεί — αυτό το είδαν στην πράξη και οι δαίμονες και έφριξαν(Ιακ. 2, 19)—, αλλά ότι όλα είναι δυνατά σ' Αυτόν και κάθε θέλημά Του είναι αγαθό, και χωρίς Αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα καλό.
Γι' αυτό ο άνθρωπος αυτός δε θέλει να κάνει κάτι έξω από το θείο θέλημα, ακόμη και αν αυτό το κάτι είναι ζωή. Αν και δεν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, γιατί μόνο το θέλημα του Θεού είναι ζωή αιώνια(Ιω. 12, 50) και εξαιρετικά αγαθή, και ας φαίνεται σε μερικούς κοπιαστική η εργασία αυτής της ζωής.
Και γι' αυτό είμαι χειρότερος από άπιστο, ο άθλιος, γιατί δε θέλω να εργαστώ για να βρω τη μεγάλη πίστη, και μέσω αυτής να φτάσω στο φόβο του Θεού και στην αρχή της σοφίας(Παροιμ. 1, 7) του Πνεύματος.
Αλλά άλλοτε κλείνω θεληματικά τα μάτια της ψυχής και παραβαίνω το νόμο, κι άλλοτε σκοτίζομαι από τη λησμοσύνη και φτάνω στην τέλεια άγνοια, και έτσι αγνοώ το συμφέρον της ψυχής μου και συνηθίζω στο πονηρό και αποκτώ έξη της κακίας.
Ώστε αν θελήσω να στραφώ εκεί απ' όπου ξέπεσα, δεν μπορώ, γιατί το θέλημά μου γίνεται μεσότοιχος και με χωρίζει από το Θεό, όπως λένε οι Πατέρες, και δε θέλω να κοπιάσω για να γκρεμίσω το μεσότοιχο αυτό.
Γιατί αν είχα την πίστη που προέρχεται από τα έργα της μετάνοιας, θα μπορούσα να πω: «Με τη βοήθεια του Θεού μου θα υπερπηδήσω το τείχος»(Ψαλμ. 17, 30). Δε θα δείλιαζα από αμφιβολία, λέγοντας: «Άραγε τι θα συναντήσω, όταν ορμήσω να φτάσω στο ύψος του τείχους; Μήπως υπάρχει πίσω κανένας λάκκος; Μήπως δεν μπορέσω να ανεβώ και γκρεμιστώ και πέσω κάτω, αφού κοπιάσω;». Και άλλα πολλά τέτοια.
Αυτά, εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι κοντά και όχι μακριά(Ιερ. 23, 23), ποτέ δεν τα σκέφτεται, αλλά τρέχει κατευθείαν προς το Θεό, που έχει όλη τη δύναμη και την εξουσία και κάθε αγαθότητα και φιλανθρωπία, για να κερδίσει το βραβείο(Φιλιπ. 3, 12)• όχι σαν να χτυπά στον αέρα(Α΄ Κορ. 9, 26), αλλά αγωνιζόμενος επιδιώκει τα ουράνια(Κολ. 3,1).
Και αφού αφήσει κάτω κάθε θέλημά του, βαδίζει προς το θείο θέλημα, μέχρις ότου ακούσει και αυτός καινούργιες γλώσσες(Μάρκ. 16, 17) ή ίσως και μιλήσει, αφού μάθει τα μυστήρια, κάνοντας, ή μάλλον παίρνοντας αναβάσεις από δύναμη πρακτική σε δύναμη θεωρίας(Ψαλμ. 83, 6), με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 184-187)



Λόγος γ΄ (3ος) 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Το γάμμα είναι τρίτο στα στοιχεία,
και λόγος ιδού τρίτος για το φόβο.
Είναι δύο ειδών ο φόβος του Κυρίου·
ο ένας εισαγωγικός, φυλάει απ' την κακία,
τέλειος ο άλλος, κι οδηγεί σε πρόθυμη εργασία.
και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Η γαστριμαργία είναι η πρώτη από τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. Ο θείος φόβος, που είναι η πρώτη εντολή, όλα τα νικά. Εκείνος που δεν έχει το θείο φόβο, ούτε άλλο καλό μπορεί να έχει. Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται; Εκτός και αν έχει φτάσει κανείς στην αγάπη. Αλλά και αυτός από το φόβο άρχισε, και αν ακόμη δεν γνωρίζει πώς πέρασε απ' αυτόν ο εισαγωγικός φόβος.
Αν τώρα λέει κανείς ότι από άλλο δρόμο βάδισε προς την αγάπη, αυτός ήταν αιχμάλωτος είτε της πνευματικής χαράς, είτε της αναισθησίας, όπως εκείνοι που τους πέρασαν από τον ποταμό κοιμισμένους, κατά τον άγιο Εφραίμ.
Γιατί βλέποντας ο άνθρωπος αυτός τις πολλές ευεργεσίες που τον αξίωσε η χάρη του Θεού, κυριεύεται από έκπληξη και αγαπά τον Ευεργέτη. Όταν όμως ζει κανείς αναίσθητα με απολαύσεις και τιμές, όπως ο πλούσιος της παραβολής, νομίζει ότι εκείνοι που λιώνουν από το φόβο και περνούν δοκιμασίες πάσχουν λόγω των αμαρτιών τους, και υπερηφανεύεται εις βάρος τους με αλαζονεία, θεωρώντας τον εαυτό του άξιο γι' αυτή την ευμάρεια που έχει χωρίς να την αξίζει, αφού έκανε τον εαυτό του ανάξιο για τη μέλλουσα ζωή.
Έτσι σκοτίζεται με την άλογη φιλία των πρόσκαιρων και νομίζει ίσως ότι έφτασε στην αγάπη και γι' αυτό ευεργετείται παραπάνω από εκείνους που υποφέρουν· και γι' αυτό αγνόησε τη συγκατάβαση του Θεού προς αυτόν.
Γι' αυτό και θα βρεθεί αναπολόγητος στην κρίση και δικαίως θα ακούσει: «Εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου»(Λουκ. 16, 25). Αυτό είναι φανερό από το ότι πολλοί άπιστοι ευεργετούνται με αυτό τον τρόπο ανάξια, και κανένας από τους φρόνιμους δεν τους μακαρίζει, ούτε λέει ότι είναι άξιοι να τους αγαπά ο Θεός, ή ότι αγαπούν το Θεό και γι' αυτό ίσως ευημερούν στη ζωή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.
Ο φόβος του Κυρίου είναι δύο ειδών, όπως και η πίστη. Και στα δύο υπάρχουν τα εισαγωγικά, υπάρχουν και τα τέλεια, που προκύπτουν από τα εισαγωγικά. Εκείνος που φοβάται τις κολάσεις, φοβάται δουλικά και ξεμακραίνει από τα κακά.
Όπως λέει η Γραφή: «Από φόβο του Κυρίου καθένας ξεμακραίνει από το κακό»(Παροιμ. 15, 27), και: «Θα σας διδάξω το φόβο του Κυρίου»(Ψαλμ. 33, 12). Αυτά λοιπόν και τα παρόμοια έχουν ειπωθεί για τον εισαγωγικό φόβο, κατά τον άγιο Δωρόθεο, για να ερχόμαστε από το φόβο των απειλών οι αμαρτωλοί σε μετάνοια, ζητώντας πώς να βρούμε απαλλαγή από τις αμαρτίες μας.
Και πάλι, όταν μένει μέσα μας ο φόβος, μας διδάσκει το δρόμο της ζωής, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Ξεμάκρυνε από το κακό και πράξε το αγαθό»(Ψαλμ. 33, 15). Όσο αγωνίζεται κανείς στο αγαθό, αυξάνει ο φόβος μέσα του, μέχρις ότου του φανερώνει και τα πιο μικρά πταίσματά του, τα οποία δεν τα λογάριαζε για τίποτε, όταν βρισκόταν στο σκοτάδι της άγνοιας.
Και όταν φτάσει ο άνθρωπος στον τέλειο φόβο, τότε φτάνει στην τελειότητα μέσω του πένθους, και δε θα θελήσει πλέον να αμαρτήσει. Αλλά επειδή φοβάται μήπως επιστρέψουν τα πάθη, μένει άτρωτος στον αγνό φόβο. «Ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός, λέει η Γραφή, και παραμένει σ' όλους τους αιώνες»(Ψαλμ. 18, 10).
Γιατί ο πρώτος φόβος δεν είναι αγνός, αλλά μάλλον πηγάζει από τις αμαρτίες. Ενώ αυτός που έφτασε στην κάθαρση, φοβάται χωρίς αμαρτία, όχι σαν να φταίει, αλλά γιατί είναι άνθρωπος μεταβλητός και πρόχειρος στο κακό.
Και όσο ψηλότερα ανεβεί με την απόκτηση των αρετών, τόσο περισσότερο φοβάται, από την ταπεινοφροσύνη του. Και εύλογα. Γιατί ο κάθε πλούσιος φοβάται πολύ τη ζημία, την τιμωρία και την ατίμωση, έπειτα από την πτώση του από ψηλά.
Ενώ ο φτωχός είναι το πιο πολύ άφοβος• μόνον φοβάται να μην τον δείρουν. Αυτά όμως ειπώθηκαν για τους πάρα πολύ τέλειους και καθαρούς στην ψυχή και στο σώμα. Αν τώρα κανείς φταίει ακόμη, έστω και σε ελάχιστα και μηδαμινά πταίσματα, ας μην πλανηθεί, ότι τάχα έχει αγνό φόβο. Αυτό είναι πλάνη, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Ο τέτοιος φόβος δεν είναι αγνός, ούτε είναι ταπείνωση, αλλά δουλική ευγνωμοσύνη και φόβος των απειλών. Έχει λοιπόν ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να διορθώσει το λογισμό του, για να μάθει σε ποιόν φόβο βρίσκεται και να καθαιρεί με το ακρότατο πένθος και την υπομονή των θλίψεων τις αμαρτίες του, και έτσι να μπορέσει να έρθει στον τέλειο φόβο με την χάρη του Χριστού.
Σημάδι του πρώτου φόβου είναι το να μισεί την αμαρτία και να οργίζεται εναντίον της, όπως εκείνος που πληγώθηκε από θηρίο. Σημάδι του τέλειου φόβου, το να αγαπά την αρετή και να φοβάται την αλλοίωση, γιατί κανείς δεν είναι αμετάβλητος.
Γι' αυτό λοιπόν στο κάθε τι στη ζωή μας οφείλομε πάντοτε να φοβόμαστε την πτώση, βλέποντας τον μέγα Προφήτη και βασιλιά να θρηνεί για δύο αμαρτήματα(Ψαλμ. 50, 1-6), και τον Σολομώντα που ξέπεσε σε τόση κακία(Γ΄ Βασ. 11, 1-10).
Όπως λέει και ο Απόστολος: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται καλά, ας προσέχει να μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12). Κι αν κανείς λέει ότι η αγάπη διώχνει το φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18), σύμφωνα με τον Θεολόγο, ορθά λέει· όμως πρόκειται για τον πρώτο φόβο, τον εισαγωγικό.
Για τον τέλειο φόβο λέει ο Δαβίδ: «Είναι μακάριος ο άνθρωπος που φοβάται τον Κύριο• αυτός θα τηρήσει με σφοδρό πόθο τις εντολές Του»(Ψαλμ. 111, 1), δηλαδή θα αγαπήσει σφοδρά την αρετή.
Αυτός βρίσκεται στην τάξη του υιού, γιατί δεν το κάνει αυτό από το φόβο της κολάσεως, αλλά από την αγάπη εκείνη που διώχνει το φόβο. Γι' αυτό θα τηρήσει τις εντολές με σφοδρό πόθο, κι όχι αναγκαστικά, σαν δούλος, από τον φόβο των κολάσεων. Από αυτές είθε να λυτρωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 187-189)



Λόγος δ΄ (4ος)

 (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Τώρα ο τέταρτος, για την ευσέβεια είναι
λόγος ο παρών, που έχει γράμμα
το δέλτα, δηλαδή το επόμενο ψηφίο.
Αυτός ο λόγος την εγκράτεια περιέχει,
που είναι η αρχή στους οκτώ αντιπάλους
των οκτώ παθών, μαζί με τη σωφροσύνη.
Αυτές οι δυο της ευσέβειας είναι έργα.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Είναι γνωστό ότι η ευσέβεια είναι λέξη πολύμορφη και πολύτροπη, όπως η κοσμική φιλοσοφία. Γιατί όταν ολοκληρωθούν τα δέκα μαθήματα, τότε λέμε πώς έχομε φιλοσοφία, και δεν ανήκει η ονομασία αυτή σε ένα ή δύο μαθήματα, αλλά στα δέκα.
Έτσι και η ευσέβεια δεν είναι όνομα μιας αρετής, αλλά όλων των αρετών. Προέρχεται από το «εύ + σέβω», δηλαδή υπηρετώ καλώς. Αν τώρα κανείς λέει ότι η λέξη αναφέρεται στην πίστη, στο να σεβόμαστε καλώς το Θεό, ας μας εξηγήσει πώς πρώτα φοβάται κανείς τον Κύριο κι έπειτα τον πιστεύει, και δε συμβαίνει πρώτα μάλλον να τον πιστεύει και έπειτα να τον φοβάται; Ώστε από την πίστη πηγάζει ο φόβος και από αυτόν η ευσέβεια, σύμφωνα με τον Προφήτη, ο οποίος αφού μίλησε πρώτα για τη σοφία, κατεβαίνοντας είπε: «Πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2-3).
Και ο Κύριος αφού άρχισε από το φόβο, οδήγησε στο πένθος(Ματθ. 5, 3-4) εκείνον που έχει φόβο. Να μιλήσομε τώρα με τάξη για το σύνολο της ευσέβειας, δηλαδή για κάθε πνευματική εργασία, δεν υπάρχει καιρός. Αλλά αφού αφήσομε κατά μέρος τις πριν από τη μεγάλη πίστη και τον αγνό φόβο σωματικές πράξεις, γιατί όλοι τις γνωρίζουν, θα κάνομε λόγο περί των φυτών του νοητού Παραδείσου, δηλαδή περί των ψυχικών αρετών με συντομία, με τη βοήθεια της χάρης.
Από αυτές γεννιέται η γενική εγκράτεια, δηλαδή η αποχή απ' όλα τα πάθη. Υπάρχει βέβαια, μεταξύ των σωματικών πράξεων, και η μερική εγκράτεια, η οποία διδάσκει την ορθή χρήση των φαγητών και ποτών.
Η γενική όμως εγκράτεια συγκρατεί κάθε λογισμό και κάθε κίνηση μελών που δε γίνεται κατά το θέλημα του Θεού, γι' αυτό και λέγεται εγκράτεια των παθών. Εκείνος που έχει αυτή την εγκράτεια, δεν ανέχεται διόλου ούτε λογισμό, ούτε λόγο, ούτε κίνηση ποδιού ή χεριού ή άλλου μέλους του σώματος, έξω από την αναγκαία χρήση του σώματος, δηλαδή για τη σωματική ζωή και την ψυχική σωτηρία.
Και από αυτά πολλαπλασιάζονται οι πειρασμοί από τους δαίμονες, που βλέπουν τον άνθρωπο να γίνεται άγγελος με σώμα από την προθυμία και την εργασία των καλών. Και αυτό είναι το «να εργάζεται κανείς και να φυλάγει»(Γεν. 2, 12)· γιατί πρόκειται για έργο τέλειο που χρειάζεται αδιάλειπτη προσοχή, μην τυχόν και περάσει μέσα χωρίς να το καταλάβει κανένα από τα πάθη που στέκονται απ' έξω.
Και δεν είναι όμοιες οι δύο εγκράτειες και σωφροσύνες. Η πρώτη συγκρατεί την πορνεία και τα αισχρότατα πάθη, ενώ η δεύτερη μαζεύει στον εαυτό της και τον πιο λεπτό και αναμάρτητο λογισμό και διά μέσου της τον ανυψώνει προς τον Θεό.
Γι' αυτό ούτε με το λόγο δεν μπορεί κανείς να μιλάει με ακρίβεια ή να γνωρίζει εξ ακοής, αλλά από την πείρα έρχεται στην πνευματική εργασία και στη γνώση καθεμιάς από αυτές, οι οποίες φέρνουν σε μεγάλη έκπληξη το νου.
Και είναι θαυμαστό, πώς η εγκράτεια, με τόσο απλό όνομα, έχει τόση δύναμη ώστε να ανυψώνει το χώμα —τον άνθρωπο— και να κάνει άυλο τον υλικό. Η κοσμική παιδεία μπορεί να κατανοεί το περιεχόμενο διαφόρων ονομάτων, παίρνοντας αφορμή από την ετυμολογία τους.
Η πείρα όμως και η απόκτηση των αρετών, έχει ανάγκη από το Θεό, και γίνεται με πολύ κόπο κι έπειτα από πολύ χρόνο, και μάλιστα προκειμένου περί των αρετών της ψυχής, γιατί αυτές είναι μυστικότερες και κυρίως αρετές.
Οι σωματικές αρετές θεωρούνται μάλλον εργαλεία των αρετών, και είναι ευκολότερες, αν και χρειάζονται σωματικούς κόπους. Οι αρετές της ψυχής έχουν ανάγκη μόνο από την επιστασία του λογισμού, εντούτοις είναι δυσκολοκατόρθωτη η απόκτησή τους. Γι' αυτό ο Νόμος λέει από την αρχή: «Πρόσεχε στον εαυτό σου»(Εξ. 23, 21). Πάνω σ' αυτό το ρητό, ο Μέγας Βασίλειος έγραψε έναν αξιοθαύμαστο λόγο.
Εμείς τι να πούμε, που δεν προσέχομε διόλου, αλλά είμαστε μερικοί σαν τους Φαρισαίους; Νηστείες και αγρυπνίες και τα όμοια, ίσως έχουν μερικοί, και συχνά με μερική πνευματική γνώση. Διάκριση όμως δεν έχομε, γιατί δε θέλομε να προσέχομε στους εαυτούς μας και να γνωρίζομε τι είναι εκείνο που ζητείται από εμάς.
Ούτε θέλει κανείς να υπομένει στην προσοχή των λογισμών, για να λάβει ίσως πείρα από τους πολλούς πολέμους και πειρασμούς, και να γίνει τουλάχιστον για τους άλλους έμπειρος ναύτης, ή ακόμη και πλοίαρχος.
Αλλά ενώ είμαστε όλοι τυφλοί, λέμε όπως οι Φαρισαίοι(Ιω. 9, 41) ότι βλέπομε· γι' αυτό, όπως λέει ο Κύριος, θα έχομε βαρύτερη καταδίκη(Μάρκ. 12, 40). Γιατί αν ήμαστε τυφλοί, δε θα είχαμε καταδίκη, αλλά θα ήταν αρκετή η ευγνωμοσύνη και η ομολογία της ήττας και της αγνωσίας μας. Τώρα όμως, αλοίμονο! Γι' αυτό έχομε μεγαλύτερη καταδίκη, όμοια με τους ειδωλολάτρες, όπως λέει ο Σολομών(Σ. Σολ. 13, 8-9), οι οποίοι ενώ τόσα σοφίστηκαν, έχασαν το ζητούμενο.
Λοιπόν, θα σωπάσομε, αφού δεν έχομε έργα; Αυτό είναι χειρότερο. Ο Απόστολος συμβουλεύει: «Μάλλον να ελέγχετε· γιατί όσα γίνονται κρυφά,είναι ντροπή και να τα λέμε»(Εφ. 5, 11-12). Έτσι θα σωπάσω γι' αυτό το θέμα, θα αρχίσω όμως να μιλώ για τις αξιοθαύμαστες αρετές. Γιατί η σκοτεινή καρδιά μου δοκιμάζει ηδονή από τη μνήμη και τη γλυκύτητά τους.
Και απ' αυτό λησμονώ την κατάστασή μου και δεν με μέλλει για την καταδίκη που με περιμένει από το να λέω και να μην πράττω. Η εγκράτεια λοιπόν και η σωφροσύνη έχουν την ίδια δύναμη και είναι διπλές, όπως είπαμε· αλλά τώρα θα πούμε για τα τελειότερα.
Εκείνος λοιπόν που με τη χάρη του Θεού έχει τη μεγάλη πίστη και τον αγνό και θείο φόβο και θελήσει έπειτα να έχει την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, οφείλει να κυριαρχεί στον εαυτό του εντελώς, και εσωτερικά και εξωτερικά, και να είναι σαν νεκρός στο σώμα και στην ψυχή προς αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους, λέγοντας για όλα στο λογισμό του: «Ποιος είμαι εγώ; Και τι είμαι στην πραγματικότητα, παρά ένα σίχαμα; Η αρχή μου είναι από το χώμα(Γεν. 3, 19), το τέλος μου στη σαπίλα, και το ενδιάμεσο είναι γεμάτο από κάθε θρασύτητα και κάτι περισσότερο. Τι είναι η ζωή μου; Και πόση είναι; Μία ώρα, και ύστερα, ο θάνατος. Τι με μέλλει για τούτο ή εκείνο; Όπου να είναι, πεθαίνω· γιατί ο Χριστός κανονίζει τη ζωή και το θάνατο. Εγώ γιατί μεριμνώ και φιλονεικώ μάταια; Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω; Αν έχω αυτό το λίγο, περιττεύει κάθε μέριμνα. "Αν δεν το έχω, ίσως μεριμνήσω μόνο γι' αυτό, από ατέλεια της γνώσεώς μου, αν και ο Θεός είναι εκείνος που προνοεί.»
Όλη λοιπόν η μέριμνα του ανθρώπου ας στρέφεται στη φύλαξη των αισθήσεων και των λογισμών, για να μην πιστέψει ή κάνει τίποτε που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού. Να ετοιμάζει επίσης τον εαυτό του για να υπομείνει όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα του προξενούν οι δαίμονες ή οι άνθρωποι, ώστε μήτε από αυτά, μήτε από εκείνα να ταραχθεί ή να δοκιμάσει άλογη χαρά και υπερηφάνεια, ή λύπη και απελπισία, και να μη δέχεται κανένα θρασύ λογισμό, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 190-192)



Λόγος ε΄ (5ος) 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄τόμος)
Του πέμπτου λόγου η σειρά, που έχει ως ψηφίο το έψιλον,
και την υπομονή θα μας παρουσιάσει.
Πρώτη είν' η υπομονή,
αυτή είν' η πιο μεγάλη ανάμεσα στις αρετές,
μα και σε κάθε γνώση.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Είπε ο Κύριος: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22). Η υπομονή είναι η συγκρότηση όλων των αρετών. Γιατί καμία αρετή δε στέκεται χωρίς την υπομονή. Καθένας που θα στραφεί πίσω δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών(Λουκ. 9, 62).
Αλλά και αν νομίζει κανείς ότι έχει όλες τις αρετές, πάλι δεν είναι κατάλληλος, αν δεν υπομείνει μέχρι το τέλος, ώστε αφού σωθεί από τις παγίδες του εχθρού, να φτάσει στη βασιλεία των ουρανών. Επειδή και εκείνοι ακόμη που έλαβαν τον αρραβώνα της βασιλείας, έχουν ανάγκη από υπομονή, για να λάβουν το τέλειο βραβείο στον μέλλοντα αιώνα. Γιατί σε κάθε επιστήμη και γνώση υπάρχει ανάγκη υπομονής. Και είναι φυσικό.
Ούτε τα αισθητά πράγματα γίνονται χωρίς υπομονή, αλλά και αν γίνει κανένα, έχει ανάγκη από υπομονή, για να παραμείνει στη θέση του. Και γενικά, κάθε πράγμα πριν να γίνει, γίνεται με την υπομονή, και αφού γίνει, με αυτήν διατηρείται, και χωρίς αυτήν ούτε στέκεται, ούτε τελειώνεται. Γιατί αν αυτό είναι καλό, η υπομονή το έχει δώσει και το φυλάει.
Αν πάλι είναι κακό, αυτή δίνει ανάπαυση και μεγαλοψυχία και δεν αφήνει τον πειραζόμενο να στενοχωρηθεί από τη μικροψυχία, που είναι αρραβώνας της κολάσεως. Η υπομονή θανατώνει την απόγνωση που θανατώνει την ψυχή. Αυτή παρηγορεί την ψυχή και δεν την αφήνει να αθυμήσει από το πλήθος των πολέμων και των θλίψεων.
Αυτήν αφού έχασε ο Ιούδας, βρήκε το θάνατο της ψυχής και του σώματος(Ματθ. 27, 5), γιατί δεν είχε πείρα του πολέμου. Αυτήν είχε ο Πέτρος, ως εμπειροπόλεμος, και μ' όλο που έπεσε, νίκησε τον διάβολο που τον είχε καταβάλει(Ματθ. 26, 75).
Αυτή βρήκε ο μοναχός εκείνος που έπεσε κάποτε σε πορνεία, και νίκησε το νικητή του διάβολο με το να μην υποχωρήσει στο λογισμό της απελπισίας που τον έσπρωχνε να εγκαταλείψει το κελί του και την έρημο• αλλά έλεγε με υπομονή στους λογισμούς του: «Δεν αμάρτησα. Και πάλι σας λέω, δεν αμάρτησα».
Τι ένθεη φρόνηση και υπομονή έδειξε ο γενναίος άνθρωπος! Αυτή η μακάρια υπομονή έφερε σε τελείωση τον Ιώβ και τα πρώτα του αγαθά έργα. Γιατί λίγο μόνο να την έχανε ο δίκαιος, θα έχανε τα πάντα. Αλλά ο Θεός που γνώριζε την υπομονή του Ιώβ, παραχώρησε τις συμφορές(Ιώβ 1, 12·2, 6) για την τελείωσή του και για ωφέλεια πολλών.
Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει τι τον ωφελεί, πριν απ' όλα αγωνίζεται να έχει την υπομονή, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Γιατί λέει: «Μην πολεμήσεις όλα τα πάθη μαζί, γιατί μπορεί να αποτύχεις και να γυρίσεις πίσω και να μη βρεθείς κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών(Λουκ. 9, 6)• πολέμησε τα ένα-ένα, αρχίζοντας με την υπομονή στους πειρασμούς».
Πολύ σωστά. Αν δεν έχει κανείς την υπομονή, δεν θα μπορέσει ποτέ να σταθεί σε αισθητό πόλεμο, αλλά μονάχα γίνεται αίτιος φυγής και απώλειας στον εαυτό του και στους άλλους με την οπισθοχώρησή του, σύμφωνα με το λόγο που είπε ο Θεός στο Μωυσή: «Ο δειλός να μη βγαίνει στον πόλεμο κλπ.»(Δευτ. 20,8).
Και στον αισθητό πόλεμο, μπορεί ίσως κανείς να μένει μέσα στο σπίτι του και να μην βγει στη μάχη. Από αυτό βέβαια χάνει τις δωρεές και τα στεφάνια, και μένει ίσως σε φτώχεια και ατιμία. Στο νοητό όμως πόλεμο είναι αδύνατο να βρει κανείς τόπο χωρίς πόλεμο, ακόμη κι αν γυρίσει όλη την κτίση, αλλά όπου και αν πάει, πόλεμο βρίσκει. στην έρημο, θηρία και δαίμονες και λοιπές ταλαιπωρίες και φόβητρα· ανάμεσα στους ανθρώπους, δαίμονες και ανθρώπους που προκαλούν πειρασμούς. Δεν υπάρχει ποτέ τόπος χωρίς πειρασμούς. Γι' αυτό χωρίς υπομονή δεν μπορεί να βρει κανείς ανάπαυση.
Η υπομονή προέρχεται από το φόβο και την πίστη, και αρχίζει από τη φρόνηση. Ο φρόνιμος δοκιμάζει τα πράγματα με το νου του και, βρίσκοντας τα αδιέξοδα, όπως η Σωσάννα(Δαν. 22), προτιμά τα ανώτερα, όπως εκείνη.
Συγκεκριμένα, η μακάρια Σωσάννα είπε προς το Θεό: «Παντού βρίσκω αδιέξοδο· αν κάνω το θέλημα των ανόμων πρεσβυτέρων, χάνεται η ψυχή μου με τη μοιχεία, ενώ αν τους παρακούσω, θα με κατηγορήσουν για μοιχεία και ως άρχοντες του λαού θα με καταδικάσουν σε θάνατο. Καλύτερα όμως να καταφύγω στον Παντοδύναμο, και αν ακόμη πρόκειται να θανατωθώ.»
Τι φρόνηση είχε η μακαρία! Γιατί διέκρινε σωστά και δεν έπεσε έξω στην ελπίδα της. Έτσι, όταν συγκεντρώθηκε ο λαός και κάθισαν οι άνομοι κριτές για να κατηγορήσουν την άμεμπτη και να την καταδικάσουν σε θάνατο ως μοιχαλίδα, ευθύς ο δωδεκάχρονος Δανιήλ αναδείχθηκε προφήτης από το Θεό(Δαν. 50) και την λύτρωσε από το θάνατο, στρέφοντας το θάνατο πάνω στους πρεσβυτέρους που θα την έκριναν άνομα(Δαν. 62). Με αυτήν έδειξε ο Θεός ότι είναι κοντά σ' εκείνους που προτιμούν να υπομείνουν τον πειρασμό για χάρη Του και να μην προδώσουν την αρετή από ολιγοψυχία για τον πόνο, αλλά να προτιμήσουν το νόμο του Θεού υπομένοντας τις συμφορές και να χαίρονται με την ελπίδα της σωτηρίας.
Και πολύ εύλογα. Γιατί αν αντιμετωπίζομε δύο κινδύνους, έναν πρόσκαιρο κι έναν αιώνιο, δεν είναι καλό να προτιμήσομε τον πρόσκαιρο; Γι' αυτό λέει ο άγιος Ισαάκ: «Καλύτερα να υπομείνει κανείς τους κινδύνους για την αγάπη του Θεού και να οδεύει προς Αυτόν με την ελπίδα της αιώνιας ζωής, παρά από το φόβο των πειρασμών να ξεπέσει από το Θεό στα χέρια του διαβόλου και μαζί με αυτόν να πάει στην κόλαση».
Καλό λοιπόν θα ήταν να χαίρεται κανείς στους πειρασμούς, όπως οι Άγιοι, για την αγάπη του Θεού. Αν όμως δεν είμαστε τέτοιοι, τουλάχιστον ας διαλέξομε το ελαφρότερο στην παρούσα ανάγκη· επειδή πρόκειται ή εδώ να υποστούμε σωματικούς κινδύνους και να συμβασιλεύσομε νοητά με το Χριστό, σ' αυτή τη ζωή με την απάθεια, αλλά και στη μέλλουσα, ή από το φόβο των πειρασμών να ξεπέσομε όπως είπαμε και να πάμε στην αιώνια κόλαση.
Από αυτήν είθε να μας λυτρώσει ο Θεός μέσω της υπομονής των δεινών. Η υπομονή είναι σαν ασάλευτη πέτρα απέναντι στους ανέμους και στα κύματα του βίου. Και όποιος την έχει, ούτε στην πλημμύρα ατονεί ή στρέφεται πίσω, ούτε στη γαλήνη και στη χαρά υπερηφανεύεται· αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην ευημερία και στη δυσκολία.
Γι' αυτό και μένει άτρωτος από τις παγίδες του εχθρού. Όταν συναντά τρικυμία, υπομένει με χαρά, περιμένοντας το τέλος της• όταν είναι καλός καιρός, περιμένει πειρασμό ως την έσχατη πνοή του, όπως είπε ο Μέγας Αντώνιος. Ο άνθρωπος αυτός γνωρίζει ότι τίποτε απολύτως στη ζωή δεν είναι αμετάβλητο, αλλά όλα περνούν. Γι' αυτό και δεν φροντίζει για τίποτε απ' αυτά, αλλά τα αφήνει στο Θεό, γιατί Αυτός φροντίζει για μάς(Α΄ Πέτρ. 5, 7).
Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.



Λόγος ζ΄(6ος) 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Ο λόγος ευαγγελικό είχε ο πριν το θέμα,
με την ελπίδα αυτός εδώ ασχολείται των μελλόντων.
Το ζήτα έκτο έρχεται στην σειρά των ψηφίων,
κι ο νους ζητά κι επιθυμεί αμέριμνος να γίνει.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Η αμέριμνη ελπίδα είναι ζωή και πλούτος, κρυφός μεν στην αίσθηση, μαρτυρούμενος όμως από τη φρόνηση και τη φύση των πραγμάτων. Οι γεωργοί κοπιάζουν σπέρνοντας και φυτεύοντας• οι ναυτικοί επίσης περνούν πολλούς κινδύνους• και τα παιδιά κουράζονται να μαθαίνουν γράμματα και επιστήμες.
Και όλοι αυτοί στην ελπίδα αποβλέπουν, γι' αυτό και κοπιάζουν με χαρά και πετούν φαινομενικά τα έτοιμα (π.χ. σπόρο, χρήματα κλπ.), ενώ στην πραγματικότητα υπομένουν για να κερδίσουν περισσότερα, και πολλές φορές πληρώνουν με στέρησή τους.
Ίσως όμως πει κανείς ότι αυτοί μαθαίνουν από την πείρα για το κέρδος, ενώ για τα νοητά, δεν αναστήθηκε κανείς εκ νεκρών, για να μας τα πει. Αυτό λοιπόν συμβαίνει από απειρία των πνευματικών χαρισμάτων και γνώσεων, και δεν είναι περίεργο. Γιατί κι εκείνοι που δεν έχουν πείρα σ' αυτά που προείπαμε, δειλιάζουν, μέχρις ότου λάβουν πείρα.
Τα παιδιά, ας πούμε, με το να μη γνωρίζουν την ωφέλεια των γραμμάτων και των λοιπών μαθημάτων, τα αποφεύγουν. Αλλά οι γονείς, επειδή γνωρίζουν το κέρδος, τα πιέζουν και τα αναγκάζουν σ' αυτά· κι όταν έρθει ο καιρός, αποκτούν και τα παιδιά πείρα και αρχίζουν όχι μόνον να αγαπούν και τα γράμματα και τους γονείς που τα εξαναγκάζουν σ' αυτά, αλλά και με χαρά να προσπαθούν όσο μπορούν για τα μαθήματα.
Γι' αυτό και εμείς οφείλομε πρώτα, παρακινημένοι από την πίστη, να τρέχομε με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και να μην αποθαρρυνόμαστε στις θλίψεις, ώστε όταν έρθει ο καιρός, να μάθομε την ωφέλεια όσων γίνονται και έτσι με χαρά και ευφροσύνη θα εργαζόμαστε χωρίς κόπο.
Γιατί βαδίζομε με την πίστη, όχι με την αίσθηση(Β΄ Κορ. 5, 7), όπως λέει ο Απόστολος. Όπως ένας έμπορος του καιρού αυτού δεν μπορεί να βρει αμέσως το κέρδος, έτσι είναι αδύνατο να βρει κανείς την γνώση και την ανάπαυση προτού κοπιάσει με έργο και λόγο στις αρετές.
Και όπως οι έμποροι πάντοτε φοβούνται τη ζημία και ελπίζουν στο κέρδος, έτσι πρέπει να γίνεται και στα πνευματικά, ως την τελευταία πνοή. Και όπως οι έμποροι τρέχουν όχι μόνον όταν κερδίσουν, αλλά και μετά τη ζημιά και τους κινδύνους, έτσι οφείλουν να κάνουν και οι πνευματικοί αγωνιστές, γνωρίζοντας ότι όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει από τους κόπους του, γι' αυτό και γίνεται φτωχός και οφειλέτης ίσως πολλών ταλάντων. Γι' αυτό λέει ο Προφήτης: «Μ' έβαλες να κατοικήσω γεμάτος ελπίδα»(Ψαλμ. 4, 9), και ο Απόστολος: «Έφυγαν από τη ζωή με ελπίδα»(Εβρ. 11, 39, 40).
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν με συντομία από τα πράγματα της φύσεως και από τις θείες Γραφές. Αν όμως κανείς θέλει να αποκτήσει πείρα, ας εργάζεται όσο μπορεί τις επτά σωματικές πράξεις στο σύνολό τους, σαν να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς περισπασμούς, και να φροντίζει και για την ηθική, δηλαδή την ψυχική εργασία.
Και απ' αυτές αφού φτάσει στην ελπίδα και επιμείνει με καρτερικότητα σ' αυτήν, θα γνωρίσει με ακρίβεια αυτά που λέω, και ότι από την αρχή της μετάνοιας, όταν άρχισε τις επτά πράξεις, από την πρώτη ήδη πράξη, δηλαδή την ησυχία, ήταν ο μισθός της ελπίδας και το κέρδος έτοιμο πριν να κοπιάσει για τις υπόλοιπες έξι, δηλαδή τη νηστεία, την αγρυπνία κλπ.
Αλλά μόλις άρχισε να ασκεί την πρώτη, την ησυχία, που είναι και η αρχή της καθάρσεως της ψυχής, αμέσως είχε ετοιμασθεί και το κέρδος. Επειδή όμως ο μαθητής ήταν άπειρος, δε γνώριζε τη χάρη του Κυρίου, όπως και το νήπιο δε γνωρίζει την ωφέλεια από τους γονείς, αν και προτού γεννηθεί, οι γονείς ήταν κατά την προαίρεση ευεργέτες του, προσευχόμενοι να γεννηθεί και να ζήσει.
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και να τους κληρονομήσει και να έχει όσα προετοίμασαν και όσα ακόμη θα δημιουργήσουν με το μόχθο τους. Το νήπιο όμως, επειδή δεν ξέρει, δεν φροντίζει διόλου γι' αυτά, αλλά το έχει για ενόχληση να υποτάσσεται στους γονείς, και αν δεν ήταν ο δεσμός της φύσεως και η ανάγκη της τροφής, δεν θα είχε καμία ευγνωμοσύνη σ' αυτούς.
Εκείνος τώρα που θέλει να κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών και δεν υπομένει τα θλιβερά, δείχνει μεγαλύτερη αγνωμοσύνη. Γιατί δημιουργήθηκε με τη χάρη, παίρνοντας όλα όσα έχει και ελπίζοντας για τα μέλλοντα, και θα συμβασιλεύει αιώνια με το Χριστό, ο Οποίος τον αξίωσε, αυτόν που δεν είναι τίποτε, τόσο πολλές και μεγάλες δωρεές, αισθητές και νοητές, ώστε να ευδοκήσει ακόμη και το υπέρτιμο αίμα Του να χύσει γι' αυτόν, χωρίς να ζητά τίποτε από αυτόν, εκτός από το να θελήσει να λάβει τα αγαθά Του, και τίποτε άλλο.
Αυτή και μόνη είναι η απαίτηση του Κυρίου, που όποιος μπόρεσε να την εννοήσει, εκπλήττεται. Γιατί λέει η Γραφή: «Τι άλλο ζητά ο Θεός από σένα;»(Μιχ. 6, 8). Τι ανόητοι είμαστε! Πώς, ενώ βλέπομε, δε βλέπομε τα φρικτά Του μυστήρια; Γιατί και αυτό που φαίνεται ότι ζητά, είναι μεγαλύτερο δώρο.
Πώς δεν εννοούμε ότι καλύτερος από όλους είναι εκείνος που φροντίζει για την αρετή και είναι πάνω απ' όλους και πετά ψηλά, και ας είναι φτωχός και άσημος; Μήπως δε μάθαμε για τους Προφήτες σ' αυτόν τον κόσμο, ή για τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες, και γι' αυτό αμφιβάλλομε για τα μέλλοντα; Ας δούμε τους βίους των και τι έκαναν, και από που λένε ότι έπαιρναν τη χάρη και τη δύναμη; Και όχι μόνο αυτά, αλλά και μετά θάνατον θαυματουργούν.
Ας δούμε τους βασιλιάδες και τους πλουσίους, πώς προσκυνούν τις άγιες εικόνες τους; Ας δούμε τους ενάρετους τώρα, πώς ζούνε με κάθε ευχαριστία και αρετή και πνευματική χαρά, ενώ οι πλούσιοι αγανακτούν και πειράζονται περισσότερο από τους ασκητές και ακτήμονες; Και απ' αυτό ελπίζομε ότι η αρετή είναι καλύτερη απ' όλα.
Αλλιώς, ας δούμε, πώς οι άπιστοι, αγνοούν ίσως το Θεό, επαινούν όμως την αρετή, ακόμη και αν ο ενάρετος τους φαίνεται αλλόπιστος. Γιατί συνήθως την αρετή τη σέβεται και ο εχθρός. Και αν πιστεύομε ότι η αρετή είναι αγαθή, κατ' ανάγκην ο Θεός που έκανε την αρετή και τη χάρισε στους ανθρώπους, είναι αγαθός. Και αν είναι αγαθός, κατ' ανάγκην είναι και δίκαιος, γιατί η δικαιοσύνη είναι αρετή, γι' αυτό είναι και αγαθή. Και αν ο Θεός είναι αγαθός και δίκαιος, οπωσδήποτε από αγαθότητα κάνει όσα έκανε και κάνει, ακόμη και αν αυτό δε φαίνεται στους πονηρούς.
Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει όσο η πονηρία. Ο Θεός όμως φανερώνεται στην απλότητα και στην ταπείνωση και όχι με τους κόπους. Φανερώνεται δε, όχι όπως μερικοί από απειρία τους νομίζουν, αλλά με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων Του, και με τις αποκαλύψεις των μυστηρίων Του που περιέχονται στις θείες Γραφές.
Αυτός είναι ο μισθός της ησυχίας και των λοιπών πράξεων σ' αυτή τη ζωή• ενώ στη μέλλουσα, αυτά που μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν τ' άκουσαν, ούτε τα διανοήθηκε ποτέ άνθρωπος, τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 9) και εγκαταλείπουν τα θελήματά τους με την υπομονή και την ελπίδα των μελλόντων αγαθών.
Αυτά ευχόμαστε να επιτύχομε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία, στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 195-198)



Λόγος η΄ (7ος) 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Το ήτα είναι έβδομο γράμμα του αλφαβήτου,
κι ο λόγος ο αντίστοιχος, περί απροσπαθείας.
Η απροσπάθεια γεννιέται απ' την ελπίδα
κι αποτελεί φυγή από τον κόσμον όλο.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Η απροσπάθεια (ελευθερία από εμπαθείς κλίσεις) πηγάζει από την ελπίδα• επειδή εκείνος που ελπίζει να επιτύχει άλλου αιώνιο πλούτο, εύκολα περιφρονεί αυτόν που έχει στα χέρια του, και αν ακόμη μπορούσε να δώσει κάθε ανάπαυση ο πρόσκαιρος πλούτος.
Αφού όμως ο βίος είναι κοπιαστικός και γεμάτος βάσανα, ποιος πείθει τον λογικό άνθρωπο να προτιμά αυτόν από την αγάπη του Θεού, που δίνει και τον πρόσκαιρο και τον αιώνιο πλούτο σ' εκείνους που τον αγαπούν; Εκτός αν είναι τυφλός ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βλέπει από απιστία ή κακή προαίρεση και πονηρή συνήθεια.
Γιατί αν είχε πιστέψει, θα φωτιζόταν κι αν έπαιρνε λίγο φωτισμό από βέβαιη πίστη, θα είχε αγωνιστεί να εξαλείψει την κακίστη συνήθειά του. Και αν έπαιρνε σταθερή απόφαση, η χάρη θα συνεργούσε και θα αγωνιζόταν μαζί του.
Γι' αυτό λέει ο Κύριος: «Είναι λίγοι οι σωζόμενοι»(Λουκ. 13, 23)· επειδή τα πρόσκαιρα θεωρούνται γλυκά, κι ας είναι πικρά. Ο σκύλος που γλύφει τη λίμα, ματώνει τη γλώσσα του, από τη γλυκύτητα όμως δεν αισθάνεται τον πόνο και ότι πίνει το ίδιο του το αίμα.
Έτσι και ο γαστρίμαργος, τρώγοντας εκείνα που τον βλάπτουν στην ψυχή και στο σώμα, δεν αισθάνεται τη βλάβη. Και όλοι όσοι δουλεύουν στα πάθη, το ίδιο παθαίνουν από αναισθησία. Κι αν ίσως σηκώσουν κεφάλι, πάλι σέρνονται από τη συνήθεια.
Γι' αυτό είπε ο Κύριος: «Η βασιλεία των ουρανών απαιτεί βία από την πλευρά του ανθρώπου»(Ματθ. 11, 12). Και τούτο όχι εκ φύσεως, αλλά εξαιτίας της συνήθειας των παθών. Γιατί αν από τη φύση της απαιτούσε βία, κανένας δεν θα έμπαινε σ' αυτήν.
Αλλά για όσους έχουν την προαίρεση, ο ζυγός του Κυρίου είναι καλός και το φορτίο Του ελαφρό(Ματθ. 11, 30)· ενώ για εκείνους που δε θέλουν, είναι στενή η πύλη και δύσβατος ο δρόμος(Ματθ. 7, 14), και η βασιλεία απαιτεί βία. Για τους πρώτους, η βασιλεία είναι μέσα τους(Λουκ. 17, 21) και κοντά τους, επειδή τη θέλουν και επειδή θέλουν να αποκτήσουν σύντομα την απάθεια.
Γιατί εκείνο που βοηθεί ή εμποδίζει τη σωτηρία είναι η θέληση και τίποτε άλλο. Θέλησες κάποιο αγαθό; Πράξε το. Δεν μπορείς; Έχε τουλάχιστον την προαίρεση, και να, το έχεις, αν και δεν το έχεις. Και έτσι η συνήθεια σιγά-σιγά αυτόματα εργάζεται είτε το καλό, είτε το κακό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν.
Κι όμως, όχι μόνο σώθηκαν, αλλά και έλαμψαν πολλοί από τους ληστές. Κοίταξε πόσο μακρινή είναι η απόσταση από το ληστή στον άγιο• εντούτοις, δεν υπερίσχυσε η συνήθεια, αλλά νίκησε η προαίρεση. Εκείνον τώρα, που με τη χάρη του Χριστού είναι ευλαβής χριστιανός ή και μοναχός, τι τον εμποδίζει να γίνει όπως εκείνοι; Εκείνοι είναι μακριά, αυτός κοντά, και το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου το έλαβε κατά χάρη ή λόγω φυσικής κλίσεως ή επειδή από τους γονείς κληρονόμησε την ευσέβεια και την ευλάβεια.
Άραγε δεν είναι παράδοξο, όταν ληστές και τυμβωρύχοι γίνονται άγιοι, ενώ μοναχοί θα καταδικαστούν; Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Η ντροπή κάλυψε το πρόσωπό μου(Ψαλμ. 43, 16). Οι βασιλιάδες γίνονται φτωχοί, όπως ο άγιος Ιωάσαφ και οι όμοιοί του, και ο φτωχός δεν μπορεί να διατηρήσει την φτώχεια, στην οποία ήταν ανέκαθεν συνηθισμένος, ώστε να μπει χωρίς κόπο στη βασιλεία των ουρανών, με την απροσπάθεια των πραγμάτων, τα οποία δεν είχε από κληρονομία των γονέων του.
Αλλά όταν είπε ότι απαρνείται τον κόσμο, αν και δεν είχε τίποτε (γιατί τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου τα κατέχει άλλος, κι αυτός είχε εξουσία μόνο να τα επιθυμεί), όταν λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο, τότε βρέθηκε με πολλά. Και λέει, «δεν μπορώ να είμαι ακτήμων, ούτε να υπομένω όσα μου έρχονται». Ποιά, πες μου; Τις φυλακές και τα δεσμά που είχε πρωτύτερα, κι ας ήταν και άρχοντας; Γιατί εκείνοι που έχουν τις αρχές και τα πλούτη, αυτοί τα παθαίνουν αυτά. Αλλά ποιά; Τη στέρηση των αναγκαίων, την γυμνότητα και τα λοιπά που είχε;
Δε θέλω να μιλώ λεπτομερώς και να μακραίνω το λόγο και να καταισχύνω εκείνους που είναι γεμάτοι αισχύνη• είναι αρκετή για μας αυτή ακριβώς η εμπαθής προσκόλληση σε κάτι από τα ορατά, των οποίων την επιθυμία απαρνηθήκαμε, να μας γεμίσει αισχύνη και ντροπή στο μέλλον, όπως έγινε με το Γιεζή(Δ΄ Βασ. 5, 20· και 26, 27) και τον Ιούδα(Ματθ. 26, 15· 27, 5).
Ο πρώτος, ως γνωστόν, επιθύμησε εκείνα που δεν είχε, γι' αυτό μαζί με την πτώση, έλαβε και τη λέπρα από το Θεό. Ο δεύτερος πάλι, αφού απαρνήθηκε εκείνα που είχε, πάλι επιθύμησε να τα έχει• γι' αυτό μαζί με την αγχόνη κληρονόμησε και την απώλεια.
Τι παραπάνω έχει ο μοναχός, αν δεν ασκεί την παρθενία και την ακτημοσύνη; Τις υπόλοιπες εντολές όλοι οι άλλοι χρεωστούν να τις φυλάξουν, γιατί είναι φυσικές. Το να αγαπά το Θεό και τον πλησίον, να υπομένει τους πειρασμούς, να μεταχειρίζεται κατά φύση τα πράγματα, να απέχει από πονηρά έργα, οφείλει κανείς να τα κάνει και μη θέλοντας.
Αν δεν τα τηρεί αυτά, δε βρίσκει ανάπαυση ούτε σ' αυτή τη ζωή. Γιατί και οι νόμοι τιμωρούν τους φταίχτες και οι άρχοντες εξαναγκάζουν στην αρετή, κατά τον Απόστολο. «Δεν έχει, λέει, χωρίς λόγο το σπαθί. Θέλεις εσύ να μην φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και αυτή θα σ' επαινέσει»(Ρωμ. 13, 3-4).
Όλα μεν αυτά, ως φυσικά, όλοι και τα πράττουν και τα θέλουν, αλλά και τιμωρούν την παράβασή τους. Ο κλήρος όμως του μοναχού είναι τα υπέρ φύση, αφού είναι στρατιώτης του Χριστού. Γι' αυτό και έχει χρέος να γευθεί τα παθήματα του Χριστού, για να απολαύσει και τη δόξα Του.
Αλλά και αυτό πάλι είναι φυσικός νόμος που μαρτυρείται από τα αισθητά πράγματα. Οι στρατιώτες του βασιλιά δεν δοξάζονται επειδή υποφέρουν μαζί του; Όσο υποφέρει κανείς εδώ, τόσο έπαινο δεν έχει; Και όσο ανίκανος φανεί, τόσο δεν περιφρονείται; Δε φαίνεται κανείς πιο φίλος του βασιλιά όσο περισσότερο όμοια στολή φορεί με αυτόν; Και όσο πιο ανόμοια στολή φορεί, τόσο περισσότερο δεν φαίνεται ξένος; Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για τον δικό μας Βασιλιά.
Όσο κανείς υποφέρει και μιμείται τη φτώχεια του Χριστού και γεύεται τα παθήματα και τις ύβρεις που Αυτός υπέφερε πριν σταυρωθεί για χάρη μας και ταφεί, τόσο περισσότερο γίνεται οικείος Του και συγκοινωνός της δόξας Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου. «Αν υποφέρομε, λέει, μαζί Του, τότε και θα συνδοξαστούμε »(Ρωμ. 8, 17).
Αλοίμονο, πώς δεν γνωρίζομε ότι για ψωμί μόνο, πόσο υποφέρουν και κοπιάζουν στρατιώτες και ληστές; Και πόσο μακριά πηγαίνουν στην ξενητιά οδοιπόροι και ναυτικοί; Και πόσο κόπο υποφέρουν οι άνθρωποι, χωρίς την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών; Αν και συχνά δεν πετυχαίνουν ούτε το σκοπό για τον οποίο μοχθούν.
Κι εμείς δεν θέλομε, για χάρη της βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, να υποφέρομε λίγο. Αν και αυτό δε γίνεται ίσως τόσο κοπιαστικό, όταν η προαίρεση ευχαριστείται και δε νομίζει φορτική και ανυπόφορη την απόκτηση των αρετών, αλλά μάλλον χαρά και ανάπαυση με την ελπίδα, την αμεριμνία και την ακούσια τιμή που ακολουθεί την αρετή, την οποία συνήθως και ο εχθρός σέβεται και θαυμάζει. Η αρετή καταλήγει στην ευφροσύνη και την αγαλλίαση.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά με την αρετή έχει ενωμένη τη χαρά η απροσπάθεια, όπως τη λύπη με τα πάθη της ατιμίας η υλιστική ζωή. Από την οποία είθε να ελευθερωθούμε και να επιτύχομε την άυλη και αιώνια ζωή μέσω της απροσπάθειας που γεννά τη νέκρωση του σώματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 198-200)

Λόγος θ΄ (8ος) 
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Όγδοος λόγος στη σειρά, με γράμμα του το θήτα.
Η απροσπάθεια γέννα νέκρωση των παθών μας•
και αν κανείς δε την κρατά με κόπο και με πόνο,
ούτε από τα πάθη του λυτρώνεται ποτέ του.
Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Αυτός που έφτασε στην απροσπάθεια, είναι συνεχώς στραμμένος στο Θεό μέσω της θεωρίας. Γιατί η απροσπάθεια των αισθητών προκαλεί τη θεωρία των νοητών. Θεωρία εδώ εννοώ, όχι των όντων, αλλά των δεινών που είναι πριν και μετά τον θάνατο, για τα οποία διδάσκει η χάρη τον απροσπαθή, ώστε με το πένθος να νεκρωθούν τα πάθη του και να φτάσει στην πραότητα των λογισμών όταν έρθει ο καιρός.
Από την πίστη γεννιέται ο φόβος, και από αυτόν η ευσέβεια, δηλαδή η εγκράτεια• έπειτα η υπομονή του πένθους, η πραότητα, η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης, δηλαδή όλων των αρετών, και η ελεημοσύνη, κατά τους μακαρισμούς του Κυρίου(Ματθ. 5, 3-12) κατόπιν η απροσπάθεια, και από αυτήν η νέκρωση του σώματος από τους πολλούς στεναγμούς και τα πικρά δάκρυα της μετάνοιας και της λύπης, με τα οποία η ψυχή αποβάλλει τη χαρά του κόσμου και αυτή την τροφή, εξαιτίας της αγωνίας της.
Γιατί αρχίζει να βλέπει τις αμαρτίες της σαν την άμμο της θάλασσας. Και αυτό είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και σημάδι της υγείας της. Γιατί εκείνα που γίνονταν πρωτύτερα, δάκρυα ίσως και θεία τάχα νοήματα και κατάνυξη, είναι εμπαιγμός και απάτη των δαιμόνων, και μάλιστα σ' εκείνους που ζουν ανάμεσα στους ανθρώπους ή σε περισπασμό, ακόμα και σε πολύ μικρό. Γιατί είναι αδύνατο, έχοντας ακόμη κλίση σε κάτι αισθητό, να κατανικήσομε τα πάθη μας.
Αν τώρα κανείς φέρνει για παράδειγμα τους παλιούς που κατόρθωναν τούτο έχοντας και τα αισθητά, ας μάθει ότι τα είχαν βέβαια, αλλά δε μεταχειρίστηκαν με πάθος κανένα απ' αυτά ολότελα. Και αυτό είναι φανερό από το ότι πήραν γυναίκες και ύστερα από πολλά χρόνια ήρθαν σε συζυγικές σχέσεις μ' αυτές, όπως έχει γραφεί στην Παλαιά Διαθήκη για τη γενεαλογία των ανθρώπων· και αν τις είχαν ή δεν τις είχαν, το ίδιο ήταν.
Επίσης, από τον Ιώβ και τους λοιπούς Δικαίους. Αλλά και ο Δαβίδ ήταν βασιλιάς και προφήτης, όπως και ο Σολομών ως ένα σημείο. Ο τελευταίος μάλιστα είπε: «Ο Θεός έδωσε περισπασμό πονηρό στους ανθρώπους, να απασχολούνται με τα μάταια, για να μην ξεκλίνουν στα χειρότερα»(Εκκλ. 1, 13). Και αυτό το διδάσκει η φύση των πραγμάτων.
Γιατί αν με χίλιους-δύο περισπασμούς, μερικοί βρίσκουν την ευκαιρία να διαπράττουν τα άνομα, πόσο μάλλον αν η ζωή ήταν χωρίς περισπασμούς; Γι' αυτό ένας τέτοιος ας έχει περισπασμό. Καλύτερο είναι να έχει κανείς περισπασμό πονηρό, και να είναι αργός από τα θεία πράγματα και νοήματα, παρά να πράττει τα κακά, τα χειρότερα από τον περισπασμό.
Εκείνος όμως που με τη χάρη του Θεού έφτασε σε κάποια μερική γνώση, και μπόρεσε να εννοεί τα πριν και μετά το θάνατο δεινά, τα οποία προξένησε η παρακοή των πρωτοπλάστων, δεν πρέπει να αφήνει τα τέτοια νοήματα, ούτε τα έργα που τα φέρνουν, με κάθε ησυχία και αμεριμνία, και να απασχολείται με τα μάταια.
Γιατί όλα είναι μάταια, ολότελα μάταια(Εκκλ. 1, 2). Από αυτό το ρητό πήρε αφορμή ο Δαμασκηνός και έγραψε: «Αληθινά, τα πάντα είναι ματαιότητα, κι η ζωή μας σκιά και όνειρο. Γι' αυτό και μάταια ταράζεται κάθε άνθρωπος, όπως είπε η Γραφή(Ψαλμ. 38, 12)». Και πολύ εύλογα. Από αυτό που καταλήγει στη σαπίλα και στο χώμα, τι πράγμα είναι πιό μάταιο; Γι' αυτό η απροσπάθεια είναι νέκρωση, αλλά όχι του νου, παρά του σώματος από τις προηγούμενες τάσεις του για τρυφή και ανάπαυση.
Γιατί η ανάπαυση είναι σαρκικό θέλημα, ακόμη και αν είναι πολύ μικρή. Επειδή η ψυχή από αυτό λυπάται περισσότερο, αν βλέπει να έχει οπωσδήποτε κάποιο πνευματικό έργο ή γνώση. Αν όμως είναι και αυτή σαρκική, δε θα παραμείνει σ' αυτήν το Πνεύμα του Θεού(Γεν. 6, 3).
Γι' αυτό ούτε που τη μέλλει για κανένα έργο αγαθό, αλλά αγωνίζεται να κάνει τα θελήματα του σώματος και των παθών της, και παίρνοντας σκοτάδι πάνω στο σκοτάδι, περνά όλον τον καιρό της πρόθυμα μέσα σε καθολική άγνοια.
Εκείνος όμως που φωτίστηκε ώστε να βλέπει τις αμαρτίες του, δεν παύει να θρηνεί τον εαυτό του και όλους τους ανθρώπους, βλέποντας την τόση ανοχή του Θεού και τις τόσες αμαρτίες που από την αρχή κάναμε και εξακολουθούμε να κάνομε διαρκώς οι άθλιοι.
Απ' αυτό γίνεται ευγνώμων, μη τολμώντας να κατακρίνει κανένα, από ντροπή για τις πολλές ευεργεσίες του Θεού και τα δικά μας αμαρτήματα. Έτσι με χαρά εγκαταλείπει κάθε δικό του θέλημα που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, και επιμελείται τις αισθήσεις του να μην κάνουν τίποτε απολύτως που να είναι παραπάνω από την αναγκαία χρήση, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Δαβίδ: «Κύριε, δεν υψώθηκε η καρδιά μου, ούτε κοίταξαν αγέρωχα τα μάτια μου»(Ψαλμ. 130, 1).
Αλλά πρέπει να προσέχει, μήπως και αυτός, αφού φτάσει στο ύψος που έφτασε ο Δαβίδ, από αμέλεια ή υπερηφάνεια πάθει ό,τι έπαθε εκείνος, και ίσως δεν μπορέσει να μετανοήσει όπως εκείνος. Γιατί η αμαρτία είναι πρόχειρη και στους πολύ δικαίους, ενώ η μετάνοια δεν είναι σε όλους πρόχειρη, για το λόγο ότι είναι κοντά ο θάνατος, και πριν το θάνατο, η απόγνωση.
Πιό καλό λοιπόν είναι να μην πέφτει κανείς, παρά να πέφτει και να σηκώνεται. Αν όμως συμβεί να πέσομε, καλό είναι να μην απελπιζόμαστε και αποξενωνόμαστε από τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Γιατί και μπορεί και θέλει να δείξει έλεος στην ασθένειά μας.
Μόνο να μη φεύγομε από Αυτόν, ούτε να δυσφορούμε όταν πιεζόμαστε από τις εντολές Του και, καθώς δεν μπορούμε να τις φτάσομε, να αποκάμομε· αλλά να ξέρομε ότι χίλια χρόνια μπροστά στον Κύριο είναι σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4), και μία ημέρα σαν χίλια χρόνια. Ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να λυγίζομε, αλλά διαρκώς να βάζομε αρχή. Έπεσες; Σήκω. Και πάλι έπεσες; Σήκω πάλι.
Μόνον τον Γιατρό να μην αφήσεις και καταδικαστείς χειρότερα από τον αυτόχειρα λόγω της απογνώσεως. Μείνε κοντά Του και Αυτός θα δείξει έλεος, είτε με την επιστροφή σου, είτε διά μέσου πειρασμών, είτε με άλλο τρόπο της πρόνοιάς Του, χωρίς να το γνωρίζεις.
Ο διάβολος έχει συνήθεια να επιβάλλει στην ψυχή ό,τι βρίσκει πιό κοντινό σ' αυτήν•• είτε χαρά, είτε οίηση, είτε λύπη και απελπισία, είτε υπερβολικούς κόπους, είτε τέλεια αργία, είτε πράγματα και νοήματα μάλλον παράκαιρα ή έξω από την ορθή χρήση, είτε σκοτισμό και μίσος αδιευκρίνιστο εναντίον όλων των όντων.
Και γενικώς όποιο υλικό βρει σε κάθε ψυχή, αυτό της επιβάλλει, για να μην της γίνει χρήσιμο· πού μπορεί να είναι καλό και θεάρεστο, αν γίνει μετρημένη χρήση του από εκείνους που μπορούν να κρίνουν τα πράγματα και να βρουν το σκοπό του Θεού που κρύβεται ανάμεσα στα έξι πάθη που τον περικυκλώνουν. Αυτά βρίσκονται από πάνω και από κάτω, από δεξιά και από αριστερά, από έξω και από μέσα.
Γιατί κάθε θεάρεστη πράξη και κάθε γνώση περικλείει σκοπό αγαθό, ο οποίος βρίσκεται στο μέσο των αντιθέτων του έξι παθών. Γι' αυτό, σε κάθε ζήτημα έχει ανάγκη ο καθένας —κατά τον άγιο Αντώνιο— να ερωτά, και μάλιστα όχι τους τυχόντες, αλλά εκείνους που έχουν το χάρισμα της διακρίσεως, για να μην πέσουν και οι δύο από την απειρία τους σε χαντάκι, κατά το ευαγγελικό παράδειγμα(Ματθ. 15, 14).
Γιατί χωρίς διάκριση κανένα καλό δεν γίνεται, ακόμη και αν φαίνεται πολύ καλό σ' όσους αγνοούν· γιατί γίνεται είτε παράκαιρα, είτε έξω από την ορθή χρήση, είτε παρά το μέτρο του πράγματος ή τη δύναμη του ανθρώπου ή τη γνώση του, και αλλά πολλά. Εκείνος τώρα που έχει χάρισμα διακρίσεως, το έλαβε από την ταπεινοφροσύνη. Γι' αυτό όλα τα γνωρίζει κατά χάρη και, στον κατάλληλο καιρό, φτάνει στη διόραση.
Από το πένθος λοιπόν και την υπομονή γεννιούνται η ελπίδα και η απροσπάθεια, από τις οποίες έρχεται η νέκρωση του κόσμου. Αν τώρα κανείς υπομένει καλά χωρίς να απελπίζεται επειδή βλέπει παντού στενοχώριες και θανάτους, αλλά γνωρίζει ότι είναι δοκιμασία και φωτισμός, και αν πάλι δεν ξεθαρρέψει ότι έφτασε σε ψηλά επίπεδα, βλέποντας τα πολλά δάκρυα της λύπης, τότε φτάνει στο να βλέπει καθαρά τα άγια πάθη του Κυρίου, και παρηγορείται πολύ από αυτά και θεωρεί τον εαυτό του αληθινά κάτω από όλα και όλους, βλέποντας τόσα αγαθά να γίνονται σ' αυτόν από τη χάρη του Θεού.
Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 201-204)


Λόγος ι΄ (9ος) 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Ιδού το γιώτα, και ιδού ο ένατος ο λόγος που ομιλεί για του Χριστού τα σεβάσμια πάθη. Απ' του θανάτου δηλαδή και των αμαρτημάτων τη μνήμη, δάκρυα πολλά πηγάζουν στον εργάτη• κι από αυτά μπορεί κανείς στο νου να διατηρήσει τη μνήμη των παθών Χριστού και όλων των Αγίων. και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Για να μη νομίζει κανείς ότι κάνει κάτι το σπουδαίο με την άσκηση και τους πολλούς στεναγμούς και τα δάκρυα, του δίνεται η γνώση των παθημάτων του Χριστού και όλων των Αγίων.
Και κατανοώντας τα, γεμίζει έκπληξη και συγχρόνως θαυμάζει και κατακομματιάζει τον εαυτό του στην άσκηση. Γιατί αντιλαμβάνεται τη δική του αδυναμία από τη θεωρία των τόσο πολλών πειρασμών, οι οποίοι είναι αναρίθμητοι. Πώς μπόρεσαν τόσα και τόσα να υποφέρουν oι Άγιοι με χαρά; Και πόσα έπαθε για μας ο Κύριος; Μαζί με αυτά φωτίζεται στη γνώση των έργων και των λόγων του Κυρίου.
Και κατανοώντας όλα όσα λέγονται στο Ευαγγέλιο, αρχίζει, άλλοτε να θρηνεί πικρά από τη λύπη, ενώ άλλοτε από την ευχαριστία χαίρεται πνευματικά• όχι επειδή νομίζει ότι έχει έργα αγαθά —γιατί αυτό είναι οίηση—, αλλά διότι, ενώ είναι πάρα πολύ αμαρτωλός, αξιώθηκε να φτάσει στη θεωρία αυτών. Και ταπεινώνεται περισσότερο με έργο και λόγο με τις επτά σωματικές πράξεις που είπαμε και με την ηθική πράξη, δηλαδή την ψυχική, και με τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων και των εντολών του Κυρίου.
Αυτά όμως δεν τα λογαριάζει σαν καλά έργα και αξιόμισθα, αλλά μάλλον σαν χρέος, και ούτε ελπίζει να απαλλαγεί ποτέ από το χρέος του, λόγω του μεγέθους των γνώσεων που του δόθηκαν. Και γίνεται κατά κάποιο τρόπο αιχμάλωτος των νοημάτων των λόγων που διαβάζει ή ψάλλει. Από την ηδονή αυτή πολλές φορές λησμονεί χωρίς να θέλει τις αμαρτίες του και αρχίζει να δακρύζει από μιά γλυκύτητα σαν το μέλι. Και πάλι συστέλλεται, από το φόβο της πλάνης, μήπως δε γίνεται αυτό στον καιρό του.
Και καθώς θυμάται τον προηγούμενο βίο του, δακρύζει πικρά πάλι, και έτσι προχωρεί ανάμεσα στα δύο αυτά είδη δακρύων, αν βέβαια προσέχει και συμβουλεύεται σε όλα κάποιον έμπειρο, και αν πέφτει μπροστά στο Θεό με την καθαρή προσευχή, η οποία αρμόζει στον πρακτικό, συνάγοντας το νου του από όλα όσα είδε ή άκουσε, στη μνήμη του Θεού, και αν ζητεί να γίνει μόνο το θέλημα του Θεού(Ματθ. 6, 10) σε όλα τα έργα και τα νοήματά του.
Αν δεν κάνει έτσι, θα πλανηθεί νομίζοντας ότι μέλλει να δει σε όραμα κάποιον από τους αγίους αγγέλους ή τον Χριστό, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος που θέλει να δει το Χριστό, δεν πρέπει να τον ζητά απ' έξω, αλλά μέσα του, με τη μίμηση της ζωής Του στον κόσμο και με το να γίνει αναμάρτητος στο σώμα και στην ψυχή, σαν το Χριστό.
Και να έχει νου που να νοεί πάντοτε για το Χριστό. Το να έχει όμως κάποιο σχήμα ή χρώμα ή λογισμό στον καιρό της προσευχής δεν είναι καλό, αλλά μάλλον υπερβολικά βλαβερό. Τι σημαίνει να βρίσκεται ο νους στον τόπο του Θεού, το εξήγησε ο άγιος Νείλος, παίρνοντας αφορμή από το ρητό του Ψαλτηρίου: «Στον τόπο Του επικρατεί η ειρήνη»(Ψαλμ. 75, 3).
Ειρήνη είναι το να μην έχει κανένα λογισμό, καλό ή κακό• γιατί, λέει, αν ο νους αισθανθεί κάτι τέτοιο, δε βρίσκεται μόνο στο Θεό, αλλά και στον εαυτό του. Και πολύ σωστά. Γιατί ο Θεός είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, χωρίς μορφή και χρώμα. Και εκείνος που λέει ότι είναι μόνο με το Θεό, πρέπει ομοίως να είναι άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος και απερίσπαστος. Το πέρα απ' αυτό είναι πλάνη δαιμονική.
Γι' αυτό οφείλει κανείς να προσέχει και, χωρίς ερώτηση των εμπείρων, να μη δεχτεί λογισμό καλό ή κακό, γιατί τ' αγνοούμε και τα δύο. Επειδή οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, όπως και ο ανθρώπινος νους σχηματίζεται και βάφεται ανάλογα με την όψη του πράγματος που αναλαμβάνει. Αλλά οι δαίμονες το κάνουν αυτό για παραπλάνησή μας, ενώ ο νους μας γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί πριν να φτάσει στην τελειότητα.
Πλήν όμως, όσο μπορεί ο καθένας, οφείλει να κρατά το νου του σε κάποια μελέτη κατά Θεόν. Γιατί όπως είναι επτά οι σωματικές εργασίες, έτσι οκτώ είναι και οι θεωρίες του νου ή γνώσεις. Τρεις είναι οι προαναφερθείσες για τα άχραντα πάθη του Κυρίου, τις οποίες έχει χρέος ο καθένας από μόνος του να μελετά πάντοτε, για να πενθεί την ψυχή τη δική του και των συνανθρώπων του.
Δηλαδή να εννοεί τα δεινά που προξενήθηκαν στο ανθρώπινο γένος από την παράβαση των Πρωτοπλάστων, και πως η ανθρώπινη φύση ξέπεσε σε τόσα πάθη• επίσης να συλλογίζεται τις αμαρτίες του και τους πειρασμούς που στέλνει ο Θεός για διόρθωση.
Έπειτα να συλλογίζεται το θάνατο και τα δεινά που περιμένουν μετά θάνατον τους αμαρτωλούς, για να συντριβεί η ψυχή του και να σχολάζει στο πένθος για παρηγοριά της και ταπείνωσή της, για να μην απελπίζεται ίσως από τα πολλά και φρικτά εκείνα νοήματα· ούτε πάλι να νομίζει ότι κατόρθωσε πνευματικό έργο, αλλά να μένει στο φόβο και στην ελπίδα, κατάσταση που λέγεται πραότητα των λογισμών και δεν έχει μεταπτώσεις.
Αυτή φέρνει το νου στη γνώση και στη διάκριση, σύμφωνα με τα λόγια του Προφήτη: «Θα οδηγήσει τους πράους στην ορθή κρίση»(Ψαλμ. 24, 9), ή μάλλον στην διάκριση, η οποία λέγεται από άλλον Προφήτη γνώση με ευσέβεια.
Όπως όμως η ευσέβεια έχει ένα όνομα, αλλά πολλές εργασίες, έτσι και η γνώση είναι ένα όνομα, περιέχει όμως πολλές γνώσεις και θεωρίες. Γιατί και η αρχή της σωματικής πράξεως ήταν γνώση, αφού χωρίς γνώση κανείς δεν έρχεται στην εργασία του αγαθού• και μέχρι το τέλος, δηλαδή τη θεία υιοθεσία και την ανάληψη του νου στον ουρανό με τη χάρη του Χριστού, λέγεται γνώση και θεωρία.
Η πρώτη όμως δίνεται πριν από τους κόπους για να κατορθώνεται με αυτήν το έργο, όπως γίνεται το κτίσιμο με εργαλεία, ενώ η δεύτερη δίνεται μετά την πίστη, για να φυλάγεται από το φόβο σαν τείχος. και πάλι η γνώση γίνεται και εργασία των αρετών της ψυχής, για να ετοιμάζονται και να φυτεύονται τα φυτά αυτά του παραδείσου.
Κατόπιν έρχεται η γνώση του νου και η πνευματική εργασία, δηλαδή η επιστασία του νου και η τακτοποίηση των ηθών της ψυχής, για να εργάζεται ο εργάτης των εντολών και να φυλάγει(Γεν. 2, 15) αυτά τα φυτά με επιτηδειότητα. από αυτά γίνεται η επιμέλεια των φυτών και έρχεται η θεία βοήθεια σαν ήλιος, άνεμος και αύξηση, χωρίς τα οποία όλος ο κόπος του εργάτη είναι μάταιος, ακόμη και αν ίσως γίνεται σύμφωνα με τη λογική.
Γιατί ούτε χωρίς τη θεία βοήθεια μπορεί ποτέ να γίνει κάτι καλό, ούτε η θεία βοήθεια και η χάρη έρχεται σ' εκείνον που δεν έχει προαίρεση, λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όλα στη ζωή αυτή είναι διπλά: πράξη και γνώση, προαίρεση και χάρη, φόβος και ελπίδα, αγώνες και βραβεία. Τα δεύτερα όμως δε γίνονται, πριν γίνουν τα πρώτα.
Μπορεί ίσως να φαίνεται, αλλά αυτό είναι πλάνη. Όπως εκείνος που δεν γνωρίζει από γεωργία, όταν δει τα άνθη, νομίζοντάς τα για καρπούς, θα ορμήσει να τα μαζέψει, και δεν γνωρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τον καρπό, έτσι και εδώ• το να νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν επιτρέπει να γίνει αυτό που νομίζει, λέει ο άγιος Νείλος. Γι' αυτό πρέπει να μένει κανείς κοντά στο Θεό και να πράττει τα πάντα με διάκριση.
Η διάκριση προξενείται από το να ερωτά κανείς με ταπείνωση και από το να κατηγορεί τον εαυτό του, τις πράξεις του και τα νοήματά του. Γιατί ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14), και δεν είναι αυτό παράξενο. Αφού και οι λογισμοί που προέρχονται από αυτόν, φαίνονται σαν ενάρετα νοήματα στους άπειρους.
Η ταπείνωση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια, ενώ υλικό της ταπεινώσεως είναι η πραότητα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο να είναι όμοιος και στα δύσκολα και στα εύκολα πράγματα και νοήματα, και ούτε για τιμή ούτε για καταφρόνηση φροντίζει, αλλά δέχεται και τα ευχάριστα και τα κοπιαστικά με χαρά και δεν ταράζεται όπως η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.
Λέει συγκεκριμένα: «Κάποτε, ενώ βρισκόμουν στον τάδε αββά, ήρθε κάποια μοναχή και είπε στον γέροντα: "Αββά, τρώω κάθε έξι ημέρες και αποστηθίζω κάθε μέρα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη". Της αποκρίθηκε ο γέροντας: "Σου έγινε η στέρηση σαν αφθονία;" Αυτή απάντησε, όχι. "Ούτε η περιφρόνηση σαν έπαινος;" "Όχι Αββά". "Ούτε οι εχθροί όπως οι φίλοι;" Πάλι αυτή είπε όχι. Είπε τότε ο σοφός εκείνος γέροντας: "Πήγαινε να εργαστείς, γιατί δεν έκανες τίποτε".» Πολύ εύλογα. "Αν νήστευε τόσο πολύ, ώστε να τρώει μιά φορά την εβδομάδα, και αυτό λίγο, δεν έπρεπε να έχει τη στέρηση σαν την αφθονία; Και πάλι, αφού αποστήθιζε κάθε μέρα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δεν είχε μάθει την ταπείνωση; Και αφού δεν είχε τίποτε στη ζωή, δεν έπρεπε να τους έχει όλους φίλους; Ούτε τουλάχιστον τους εχθρούς δεν μπόρεσε να έχει σαν φίλους ύστερα από τόσους κόπους; Καλά λοιπόν της είπε ο γέροντας ότι δεν έκανε τίποτε.
Εγώ προσθέτω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιπλέον καταδικάζεται αυστηρά, όπως λέει ο Χρυσόστομος για τις πέντε μωρές παρθένες. Αυτές δηλαδή κατόρθωσαν να ασκήσουν το βαρύτερο, δηλαδή την παρθενία που υπερβαίνει τη φύση, και δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την ελεημοσύνη που είναι το ελαφρότερο, την οποία ως φυσική ασκούν και οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι μέχρι σήμερα.
Επειδή λοιπόν η μοναχή που λέμε δε γνώριζε ποιο είναι το ζητούμενο, γι' αυτό κοπίαζε μάταια. «Έπρεπε, μας λέει ο Κύριος, και τούτο να πράξετε, κι εκείνα να μην παραλείψετε»(Ματθ. 23, 23). Καλή είναι η άσκηση, αλλά όταν έχει ορθό σκοπό. Και αυτή οφείλομε να την έχομε, όχι σαν έργο, αλλά σαν ετοιμασία έργου· ούτε σαν καρπό, αλλά σαν γη, η οποία μπορεί με τον καιρό, με τον κόπο και με τη χάρη του Θεού να βγάλει φυτά, από τα οποία γίνεται ο καρπός· κι αυτός είναι η κάθαρση του νου και η ένωση με το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 204-207).




Λόγος κ΄ (10ος) 
(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Κάππα το δέκατο ιδού, κι εδώ γίνεται λόγος
για την ταπείνωση που ο Χριστός χαρίζει.
Αυτήν γεννά η έλλειψη κάθε φροντίδας,
όταν καλλιεργεί μονάχα τον εαυτό της
η ψυχή παντοτινά με κάθε εργασία.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Κυρίως ο ταπεινόφρων δεν παύει ποτέ να κατηγορεί τον εαυτό του, ακόμη και αν όλος ο κόσμος τον πολεμά και τον περιφρονεί. Kαι αυτό, για να μη σωθεί μόνο ακούσια, όπως εκείνοι που έχουν υπομονή, αλλά και για να τρέχει εκούσια στα πάθη του Χριστού, από τα οποία έμαθε ο άνθρωπος αυτός την ταπείνωση, τη μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, στην οποία κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. Αυτή είναι η θύρα της βασιλείας, δηλαδή της απάθειας.
Και εκείνος που εισέρχεται απ' αυτή, φτάνει στο Θεό. Χωρίς αυτήν είναι μάταιος ο κόπος και πολύ κοπιαστικός ο δρόμος. Αυτή χαρίζει κάθε ανάπαυση σ' εκείνον που την έχει στην καρδιά του, γιατί έχει κάτοικο μέσα της το Χριστό. Με αυτήν παραμένει η χάρη και φυλάγονται τα χαρίσματα. Αυτή γεννιέται από πολλές αρετές, δηλαδή από την υπακοή, την υπομονή, την ακτημοσύνη, τη φτώχεια, το θείο φόβο, τη γνώση και άλλες, και κυριότερα απ' όποιες προέρχεται η διάκριση που φωτίζει πέρα ως πέρα το νου.
Ας μη νομίζει όμως κανείς ότι απλώς και ως έτυχε μπορεί να αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι κάτι το υπερφυσικό και σχεδόν όσο μεγάλο είναι το χάρισμα, τόσο μεγαλύτερη δυσκολία έχει και χρειάζεται μεγάλη φρόνηση και υπομονή εναντίον των πειρασμών και των δαιμόνων που του εναντιώνονται· γιατί η ταπεινοφροσύνη ξεπερνά όλες τις παγίδες τους.
Η ταπείνωση είναι γέννημα της γνώσεως και η γνώση είναι γέννημα των πειρασμών. Σ' εκείνον που γνώρισε τον εαυτό του, δίνεται η γνώση των πάντων, και σ' εκείνον που υποτάχθηκε στο Θεό, θα υποταχθούν τα πάντα, όταν κυριαρχήσει η ταπείνωση στα μέλη του. Και είναι εύλογο. Από τους πολλούς πειρασμούς και την υπομονή σ' αυτούς γίνεται κανείς έμπειρος, και από αυτό γνωρίζει την αδυναμία του και τη δύναμη του Θεού.
Και από τη γνώση της αδυναμίας του και της αγνωσίας που είχε άλλοτε ότι αγνοούσε εκείνα που έμαθε τώρα, καταλαβαίνει ότι όπως αυτά κάποτε τα αγνοούσε πραγματικά και δε γνώριζε ότι αγνοεί, έτσι είναι και άλλα πολλά, τα οποία ίσως μάθει αργότερα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτός λέει ότι αν δε γευθεί κανείς κάτι, δεν ξέρει τι στερείται. Εκείνος τώρα που γεύθηκε τη γνώση, γνωρίζει ότι είναι και άλλα που τα αγνοεί, και έτσι η γνώση του γίνεται πρόξενος ταπεινώσεως.
Και πάλι, εκείνος που εννόησε τον εαυτό του ότι είναι κτίσμα μεταβλητό, ποτέ δεν υπερηφανεύεται σε τίποτε, γιατί κι αν ίσως έχει κάτι, το έχει από τον Κτίστη. Κανείς δεν επαινεί ένα σκεύος ότι αυτό έκανε τον εαυτό του εύχρηστο, αλλά επαινεί τον κατασκευαστή του.
Κι όταν καταστραφεί το σκεύος, τότε κατηγορεί τον αίτιο της καταστροφής και όχι τον κατασκευαστή. Αν τώρα το σκεύος είναι λογικό, κατ' ανάγκην είναι και αυτεξούσιο. Άρα λοιπόν, των καλών χορηγητής είναι ο Ποιητής, όπως είναι αίτιος και της δημιουργίας• στην πτώση όμως και στην παρεκτροπή, αιτία είναι η προαίρεση του αυτεξουσίου.
Όπως λοιπόν επαινείται κατά χάρη εκείνος που μένει αμετάτρεπτος, έτσι απευθύνεται και κατηγορία σ' εκείνον που δέχεται την κακία του φιδιού-διαβόλου. Βέβαια, έπαινος αρμόζει όχι σ' εκείνον που δέχεται δώρα, αλλά σ' Εκείνον που τα δίνει, μαζί με ευχαριστία. Ίσως πρέπει να επαινεθεί κατά χάρη κι εκείνος που έλαβε δώρα, γιατί έλαβε λόγω της προθέσεώς του εκείνα που δεν είχε, ή μάλλον για την ευγνωμοσύνη του προς τον Ευεργέτη. Και αν δεν συμβαίνει αυτό, όχι μόνο χάνει τους επαίνους, αλλά και καταδικάζεται για την αχαριστία του.
Κανείς δεν έχει τόση αναίδεια, ώστε να τολμά να λέει ότι όσα έλαβε δεν είναι δώρα, αλλά με πανουργία κατακρίνει όποιους δεν έγιναν τάχα σαν αυτόν, κλέβοντας έτσι τον έπαινο και καυχώμενος κρυφά· σαν να δείχνει ότι όσο πλούτο νομίζει πως έχει, τον πρόσφερε ο ίδιος στον εαυτό του και δεν τον έλαβε κατά χάρη.
Κι αν ίσως ένας τέτοιος άνθρωπος ευχαριστεί τον Δωρητή, μοιάζει με τον Φαρισαίο της παραβολής, καθώς λέει προς τον εαυτό του: «Σε ευχαριστώ που είμαι τούτο κι εκείνο»(Λουκ. 18, 11). Καλά λοιπόν είπε ο Ευαγγελιστής, ή μάλλον ο καρδιογνώστης Θεός, ότι ο Φαρισαίος έλεγε όχι προς το Θεό, αλλά προς τον εαυτό του. Γιατί κι αν ακόμη φαινόταν ότι μιλούσε προς το Θεό με το στόμα, αλλά Εκείνος που γνώριζε την υπερήφανη ψυχή του δεν είπε "προς το Θεό", αλλά είπε: «Στάθηκε ο Φαρισαίος και έλεγε προς τον εαυτό του»(Λουκ. 18, 11).
Το να λέει η Γραφή πολλές φορές τα ίδια ρητά η όμοιά τους, δεν είναι —λέει ο Χρυσόστομος— παλιλλογία ή πολυλογία, αλλά γίνεται για να εντυπωθεί ο λόγος στην καρδιά των ακροατών. Κι ο Ψαλμωδός από θείο πόθο επαναλάμβανε το κάθε ρητό και δεν ήθελε να το αφήσει, όπως εκείνοι που δε γεύθηκαν τη γλυκύτητά του και από την ακηδία τους καταπατούν και το ίδιο το ρητό, για να απαλλαγούν από το βάρος του.
Άραγε ένας τέτοιος άνθρωπος θα καρπωθεί ποτέ από τις θείες Γραφές κάτι το χρήσιμο; Μάλλον θα λάβει μόνο καταδίκη και σκοτισμό του νου καθώς ανοίγει θύρα στους δαίμονες που τον πολεμούν, σύμφωνα με το ρητό του Κυρίου: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα κάνουν στο ξερό;»(Λουκ. 23, 31), και: «Αν ο δίκαιος μόλις και σώζεται, πού θα φανεί ο άδικος και ασεβής;»(Παροιμ. 11, 31· Α΄ Πέτρ. 4, 18).
Και αν εκείνους που έχουν όλο το νου τους στη μνήμη του Θεού άυλο και ασχημάτιστο, τους πολεμούν οι δαίμονες, και αν χωρίς τη βοήθεια του Θεού μέσω της ταπεινοφροσύνης τους, δεν θα είχε η προσευχή τους τη δύναμη να ανεβεί, αλλά θα γύριζε πίσω άπρακτη, τι θα κάνομε εμείς οι άθλιοι που ούτε έστω προφορικά δεν προσευχόμαστε, ώστε να μας σπλαχνιστεί κάποτε ο Θεός, και να κάνει συγκατάβαση στην άγνοια και στην αδυναμία μας για την καλή μας διάθεση;
Για το ότι οι δαίμονες πολεμούν και τους τελείους, ας ακούσομε τι λέει ο άγιος Μακάριος. Λέει ότι κανείς δεν γίνεται τέλειος σ' αυτόν τον κόσμο, γιατί τότε δεν θα ήταν προκαταβολή εκείνο που δίνεται εδώ. Και φέρνει μαρτυρία έναν αδελφό, ο οποίος προσευχόταν μαζί με άλλους και ευθύς αρπάχθηκε στον ουρανό νοερά και είδε την άνω Ιερουσαλήμ και κατοικητήρια Αγίων.
Μετά που κατέβηκε, ξέπεσε από την αρετή και κατάντησε σε τέλεια απώλεια, γιατί νόμισε ότι κάτι κατόρθωσε και όχι ότι μάλλον έβαλε μεγαλύτερο χρέος, αφού αξιώθηκε τέτοιο ύψος, ενώ ήταν ανάξιος και χωμάτινος κατά τη φύση. Και πάλι ο ίδιος Άγιος είπε: «Γνώρισα πολλούς, και από την πείρα μου, καθώς συναναστράφηκα μαζί τους, γνωρίζω ακριβώς ότι κανείς εδώ δεν είναι τέλειος, αλλά και αν γίνει τελείως άυλος και ενώνεται σχεδόν με το Θεό, η αμαρτία πάλι τον ακολουθεί και ποτέ δεν εξαφανίζεται πριν από το θάνατο».
Και ο άγιος Νείλος είπε για κάποιον ότι προσευχόταν και, κατά παραχώρηση Θεού, για ωφέλεια δική του και πολλών άλλων, τον τίναζαν οι δαίμονες ψηλά, πιάνοντάς τον από τα χέρια και τα πόδια, και για να μην πάθει τίποτε το σώμα του πέφτοντας στη γη, τον δέχονταν σε μιά ψάθα. Και αφού το έκαναν αυτό επί πολύ, δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν το νου του από τους ουρανούς. Άραγε, ένας τέτοιος άνθρωπος, πότε θα αισθανθεί ότι έχει ανάγκη τροφής; Ή πότε θα νιώσει την ανάγκη ψαλμωδίας ή αναγνώσεως; Εμείς όμως έχομε ανάγκη από αυτά για την αδυναμία του νου μας, αν και ούτε έτσι δε θέλομε να προσέχομε.
Αλοίμονο• ένας τέτοιος Άγιος αντιμετώπιζε πόλεμο, κι εμείς είμαστε αμέριμνοι για τον πόλεμο; Οι Άγιοι με την ταπείνωση φυλάγονται από τις παγίδες του διαβόλου, κι εμείς υπερηφανευόμαστε από άγνοια; Πραγματικά, άγνοια μεγάλη είναι το να υπερηφανεύεται κανείς για εκείνο που δεν έχει. Λέει ο αββάς Κασσιανός: «Τι έχεις, παρά ό,τι έλαβες δωρεάν από το Θεό ή με τις προσευχές κάποιων άλλων; Και αφού έλαβες, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 4, 7), τι καυχιέσαι σαν να μην έλαβες, αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος;».
Η ταπείνωση λοιπόν γεννιέται από τη γνώση, και η ίδια γεννά τη διάκριση, από την οποία γεννιέται η διόραση, που ο Προφήτης την ονομάζει "βουλή"(Ησ. 11, 2)• αυτή βλέπει τα πράγματα κατά φύση και έτσι νεκρώνεται ο νους από τον κόσμο μέσω της θεωρίας των κτισμάτων του Θεού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 207-210)


Λόγος λ΄ (11ος) 

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Οι λόγοι είναι ένδεκα, και το ψηφίο λάμδα..
Η ταπείνωση γεννά το να διακρίνει κανείς
τα αισθητά κτίσματα κατά φύση.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Είναι πολύ ωφέλιμο να ερωτά κανείς σε όλα, αλλ' όμως τους έμπειρους. Το να ερωτά κανείς τους απείρους είναι επικίνδυνο, γιατί δεν έχουν διάκριση. Η διάκριση γνωρίζει τον καιρό, τη χρήση, την κατάσταση του ανθρώπου, την ποσότητα, τη δύναμη, τη γνώση και την προαίρεση εκείνου που ερωτά, το σκοπό του Θεού και κάθε ρητού της θείας Γραφής, και άλλα πολλά.
Εκείνος που δεν έχει διάκριση, ίσως να κοπιάζει πολύ, αλλά δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε. Αν βρεθεί κάποιος που την έχει, αυτός είναι οδηγός τυφλών και φως των σκοτισμένων(Ρωμ. 2, 19), και οφείλομε να αναθέσομε τα πάντα σ' αυτόν και να δεχόμαστε ό,τι μας λέει, και αν ακόμα δεν τα βλέπομε όπως εμείς τα θέλομε, από την απειρία μας.
Εκείνος όμως που έχει τη διάκριση, φαίνεται απ' αυτό: μπορεί να κάνει όσους τον ακούνε να εννοούν τα λεγόμενα και χωρίς να θέλουν. Επειδή το Πνεύμα ερευνά και φανερώνει τα θεία πράγματα, αφού μπορεί να πείσει το νου να πιστέψει και χωρίς να θέλει, όπως στην περίπτωση του Ιωνά(Ιωνά 2, 1-3), του Ζαχαρία(Λουκ. 1, 18-20) και κάποιου Δαβίδ(Λειμωνάριο) που πριν γίνει μοναχός ήταν ληστής.
Τον τελευταίο ένας ΄Αγγελος τον εμπόδισε να λέει το παραμικρό πέρα από τον κανόνα του, όπου έψαλλε. Κι αν δεν υπάρχει κανείς στη γενιά μας να έχει διάκριση, επειδή λείπει η μητέρα της, η ταπείνωση, οφείλομε να προσευχόμαστε για κάθε εγχείρημα με πόνο, κατά τον Απόστολο(Α΄ Τιμ. 2, 8). Αν δηλαδή δεν έχομε "όσια χέρια", δηλαδή καθαρότητα ψυχής και σώματος, ας φροντίσομε τουλάχιστον να είμαστε καθαροί από μνησικακία και πονηρούς λογισμούς.
Γιατί αυτό σημαίνει το αποστολικό: «να υψώνετε όσια χέρια σε προσευχή, χωρίς οργή και διαλογισμούς»(Α΄ Τιμ. 2, 8). Και ό,τι καταλαβαίνομε ότι είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, ας το εκτελούμε χωρίς πάθος· και αν ίσως δεν είναι πάρα πολύ καλό, αλλά για την άγνοιά μας και τον κατά Θεόν σκοπό μας θα μας λογαριασθεί για καλό από τη χάρη• αν πάλι υπάρχει πάθος, αλλά ας γίνει το θείο θέλημα, όπως είπαμε.
Και αυτά γίνονται κατ' ανάγκην, για την αγαθότητα του Θεού μόνον. Όπου όμως υπάρχει δικό μας θέλημα και όχι θεϊκό, εκεί είναι υπερηφάνεια και ο Θεός δεν ευχαριστείται, ούτε φανερώνει το θέλημά Του, για να μην καταδικαστεί κανείς περισσότερο, επειδή θα γνωρίζει, αλλά δε θα πράττει.
Γιατί όσα μας δίνει ο Θεός και όσα δεν μας δίνει, είναι προς το συμφέρον μας, ακόμη και αν εμείς σαν νήπιοι τα αγνοούμε. Δεν αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα Του σ' εκείνον που δεν καθάρισε τον εαυτό του από τα πάθη με τις σωματικές και ηθικές πράξεις, για να μην ξαναπέσει από τη συνήθεια στα πάθη και γίνει ένοχος ως ανάξιος της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος.
Αλλά όταν πολυκαιρίσει κανείς στην άσκηση και καθαρίσει πρώτα το σώμα του από την έμπρακτη αμαρτία, μικρή και μεγάλη, έπειτα την ψυχή του από κάθε επιθυμία και κάθε είδος θυμού, και τακτοποιήσει τα ήθη του με την καλή συνήθεια, ώστε να μην κάνει τίποτε παρά το θέλημα του νου με τις πέντε αισθήσεις, μήτε να δίνει εσωτερική συγκατάθεση σε τίποτε τέτοιο, και υποταχθεί στον εαυτό του, τότε και ο Θεός υποτάσσει σ' αυτόν τα πάντα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, μέσω της απάθειας.
Γιατί πρέπει πρώτα κανείς να υποταχθεί στο νόμο του Θεού, και τότε υποτάσσονται σ' αυτόν εκείνα που είναι υποχείριά του, ώστε να βασιλεύει ο νους, όπως κτίσθηκε από την αρχή, με βασιλεία φρόνιμη, σώφρονα, ανδρεία και δίκαιη. Και άλλοτε καταπαύει το θυμό με τη μαλακότητα της επιθυμίας, ενώ άλλοτε κατευνάζει την επιθυμία με την αυστηρότητα του θυμού.
Και ξέρει ότι είναι αυτοκράτορας και όλα τα μέλη του εργάζονται κατά την εντολή του Θεού, και δεν εξαπατάται πλέον από τη λησμοσύνη και την άγνοια όπως πριν. Τότε λοιπόν από την συνεχή προσήλωση στο Θεό, γίνεται διορατικός και αρχίζει να προβλέπει τις στημένες παγίδες του διαβόλου και εκείνα που γίνονται με απάτη χωρίς να φαίνονται. Δεν προβλέπει όμως τα μέλλοντα όπως οι Προφήτες.
Αυτό είναι υπέρ τη φύση και παρέχεται προς το συμφέρον του λαού. Η διόραση όμως είναι φυσική και, όταν ο νους καθαρθεί, αυτή φανερώνεται σαν να σκεπαζόταν πρωτύτερα από σκοτάδι, λόγω της κυριαρχίας των παθών. Και με την ταπεινοφροσύνη έρχεται η χάρη και ανοίγει τον οφθαλμό της ψυχής που τύφλωσε ο διάβολος, και αμέσως αρχίζει κανείς να βλέπει τα πράγματα κατά φύση. Και δεν δελεάζεται πλέον από την εξωτερική θεωρία των πραγμάτων όπως πριν.
Τώρα βλέπει χωρίς εμπαθή προσκόλληση τον χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους, και δεν πλανάται, ούτε κρίνει εσφαλμένα από εμπάθεια, αλλά γνωρίζει ότι αυτά προέρχονται από τη γη, όπως και τα υπόλοιπα υλικά του κόσμου, καθώς λένε οι άγιοι Πατέρες. Και βλέπει τον άνθρωπο και ξέρει ότι είναι από τη γη και στη γη πάλι θα επιστρέψει(Γεν. 3, 19).
Αυτά δεν τα συλλογίζεται έτσι επιφανειακά, όπως όλοι οι άνθρωποι που από την πείρα τα ξέρουν αυτά, αλλά επειδή τυραννούνται από τα πάθη, αποκτούν προσκόλληση στα πράγματα.
Αν όμως από οίηση νομίζει ότι χωρίς τους προηγούμενους κόπους και τις αρετές έφτασε να βλέπει τα πράγματα κατά φύση, αυτό δεν είναι θαυμαστό. Γιατί η οίηση γνωρίζει να κάνει και τυφλούς να νομίζουν ότι βλέπουν και ανόητους να κομπάζουν μάταια. Αν ήταν τόσο εύκολο να βλέπει κανείς τα πράγματα κατά φύση, με το να τα σκέφτεται μόνον, τότε θα ήταν περιττό το πένθος και η κάθαρση που πηγάζει από αυτό, όπως και η πολύτροπη άσκηση και η ταπείνωση και η θεία χάρη και η απάθεια. Αλλά δεν είναι έτσι, δεν είναι.
Αυτό βέβαια συμβαίνει ευκολότερα πολλές φορές στους πολύ απλούς που έχουν πολύ καθαρό το νου από τα πράγματα και τις πονηρίες του κόσμου, όταν τύχει να υποταχθούν σε τέτοιο έμπειρο πνευματικό πατέρα, ή πάλι όμοια με τους παλιούς Δικαίους, με τρόπο που οικονομεί η χάρη, προτού γνωρίσουν τα δεξιά ή τα αριστερά, δηλαδή το καλό ή το κακό, όπως λέει ο Σολομών(Γ΄ Βασ. 3, 7).
Για μας όμως που από τη νεαρή ηλικία δουλωθήκαμε στα πάθη και διαπράξαμε σχεδόν κάθε πονηρία και ραδιουργία με όλη μας την προθυμία, είναι αδύνατο, χωρίς να αφιερώσομε κόπο και χρόνο και χωρίς τη θεία βοήθεια, να λυτρωθούμε από αυτά τα κακά και να βλέπομε τα πράγματα κατά φύση.
Εκτός αν, όπως αγαπήσαμε τα πονηρά, αγαπήσομε και την απόκτηση των αρετών, και επιμεληθούμε με ζήλο να τις κατορθώσομε με έργο και λόγο. Αν και πολλές φορές ούτε τότε δεν μας ωφελεί η επιμέλειά μας αυτή, είτε γιατί δεν υπομένομε τους πειρασμούς ως το τέλος, είτε γιατί αγνοούμε το δρόμο ή το σκοπό, ή από οκνηρία, ή απιστία, ή από άλλο λόγο, και οι λόγοι είναι αναρίθμητοι.
Αφού είναι έτσι τα πράγματα και είμαστε υπερβολικά μακριά, πώς θα τολμήσομε να πούμε ότι φτάσαμε στο αρχικό κάλλος; Εκτός αν βρισκόμαστε σε πλάνη από αυταρέσκεια και αφανή απώλεια. Γιατί όπως η αυτομεμψία είναι αφανής προκοπή, λόγω του ότι βαδίζει κανείς καλά και δεν το αισθάνεται, έτσι και η οίηση και η αυταρέσκεια είναι αφανής απώλεια, γιατί γυρίζει κανείς πίσω και δεν το καταλαβαίνει. Και είναι εύλογο.
Στην κενόδοξη ψυχή επιστρέφουν ακόμη και τα πάθη που καθάρισε η χάρη. Όπως είπε ο Κύριος: «Όταν βγει το ακάθαρτο πνεύμα κλπ.»(Ματθ. 12, 43). Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή δεν υπάρχει εργασία πνευματική στον τόπο από τον οποίο βγήκε, ούτε ταπείνωση, γι' αυτό επιστρέφει το ακάθαρτο πνεύμα και ξανακατοικει μαζί με πολλά άλλα κακά και πολλά που από τη δουλεία τους είχε πριν απαλλαγεί η ψυχή. Ο νοών νοείτω.
Δε θέλει ο θείος λόγος να τα διασαφηνίσει όλα, ούτε πάλι να τα παραλείψει, αλλά όπως συμφέρει. Όπως λέει ο Χρυσόστομος, είναι μεγάλη ευεργεσία του Θεού και αυτή, το να υπάρχουν στις θείες Γραφές άλλα ευκολονόητα και αλλά δυσνόητα. και τούτο, για να ερχόμαστε με τα πρώτα σε πίστη και προθυμία και όχι επειδή δεν τα εννοούμε διόλου να καταλήγομε σε απιστία και ραθυμία, ενώ με τα άλλα να διεγειρόμαστε σε αναζήτηση και κόπο, να λυτρωνόμαστε από την αλαζονεία και να βρίσκομε την ταπείνωση, ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να τα εννοήσομε. Και έτσι και από τα δύο να κερδίζομε ταπείνωση και πόθο προς το Θεό, αν κατανοήσομε τις δωρεές του Θεού.
Αυτή λοιπόν είναι η πέμπτη θεωρία, για την οποία μιλούμε, και η ασφάλεια: το να μπορεί δηλαδή να βλέπει κανείς στην πράξη τα αισθητά κτίσματα και τους λογισμούς με τη διάκριση, και να μην αγνοούν οι εμπαθείς από κάποια πλάνη, και πράττουν κάτι παρά το σκοπό του Θεού, ή συγκατατίθενται στον λογισμό τους· αλλά και θάνατο αν αντιμετωπίζουν, να μη βγαίνουν από το θείο σκοπό με λόγο και έργο.
Αυτό βέβαια ειπώθηκε για το τέλος της γνώσεως• επειδή στην αρχή κανείς, ως μαθητής, εξ ανάγκης με την υπακοή πετυχαίνει το σκοπό, ή ίσως και λόγω της πρακτικής του εργασίας, καθώς τον έλκει η συνήθειά του σ' αυτήν. Και άλλοτε κατ' οικονομίαν πλανάται για λίγο και αμέσως επιστρέφει με μεγάλη ταπείνωση, ενώ άλλοτε από την οίηση φτάνει στην υπερηφάνεια.
Στην κατάσταση αυτή οφείλει να γνωρίζει ότι η χάρη τον παιδαγωγεί και τον διδάσκει να ταπεινωθεί και να μάθει από που παίρνει τη δύναμη και τη γνώση• για να μην έχομε πεποίθηση στον εαυτό μας, όπως λέει ο Απόστολος, αλλά σ' Αυτόν που ανασταίνει τους νεκρούς(Β΄ Κορ. 1, 9), πράγμα που και εδώ γίνεται.
Γιατί αν κανείς υπομένει δίχως να υπερηφανεύεται μήτε να οπισθοχωρεί από την αρετή, ανασταίνεται και αυτός από τη νέκρωση του σώματος και των πραγμάτων προς τη γνώση των όντων.
Όπως δηλαδή λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 6, 4-6), ο άνθρωπος συσταυρώνεται, σωματικά με τις σωματικές πράξεις και ψυχικά με τις ψυχικές, κατόπιν συνθάπτεται με τη νέκρωση των αισθήσεων και τη γνώση των πραγμάτων κατά φύση, και ανασταίνεται με την απάθεια νοερά, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 211-214)


Λόγος μ΄ (12ος)

 (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Στοιχείο το μι, και δωδέκατος λόγος
λοιπόν ο παρών. Των αισθητών κτισμάτων
δηλώνει αυτός της θεωρίας την πείρα,
που πρόωρα κανείς να ζητήσει δεν πρέπει.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Αν δεν αποκτήσει ο νους νέκρωση των παθών, δεν τον συμφέρει να έρθει στη θεωρία των αισθητών. Όταν βρίσκεται σε περισπασμούς και δε σχολάζει στη μελέτη των θείων Γραφών με γνώση και ησυχία, σκοτίζεται περισσότερο ο άνθρωπος από τη λησμοσύνη και φτάνει σιγά - σιγά στην άγνοια.
Αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν είχε φτάσει ίσως πρωτύτερα σε νοερή γνώση, και μάλιστα αν η γνώση του ήρθε όχι από τη χάρη, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος, αλλά έμαθε από την ανάγνωση και από τους έμπειρους τα μυστήρια αυτά.
Όπως δηλαδή όταν ο γεωργός δεν καλλιεργεί τη γη, αυτή χορταριάζει, και μάλιστα αν είναι γόνιμη, έτσι και ο νους αν δε σχολάζει στην προσευχή και στην ανάγνωση και δεν το έχει αυτό ως έργο, παχύνεται και φτάνει στην άγνοια.
Και όπως όταν η γη δέχεται βροχές και ήλιο, δεν ωφελείται ο γεωργός αν δεν την σπείρει και δεν την παρακολουθεί, έτσι ούτε ο νους μπορεί να έχει τη γνώση χωρίς την ηθική πράξη, ακόμη και αν ίσως τα έλαβε αυτά από τη χάρη• αλλά μόλις στραφεί λίγο, από αμέλεια, προς τα πάθη, αμέσως πλανάται. Αν έχει τώρα και οίηση, έστω και λίγη, εγκαταλείπεται από τη χάρη.
Γι' αυτό λοιπόν οι Πατέρες, μπορεί λόγω γηρατειών και αδυναμίας πολλές φορές να λιγόστεψαν τις σωματικές πράξεις, αλλά τις ψυχικές ποτέ. Γιατί αντί τις σωματικές πράξεις είχαν τη σωματική ασθένεια, που μπορούσε να ταλαιπωρήσει την σάρκα. Είναι όμως αδύνατο, χωρίς την ηθική πράξη να φυλάξει κανείς την ψυχή αναμάρτητη, για να φωτιστεί ο νους.
Γιατί και ο γεωργός αλλάζει πολλές φορές τα εργαλεία ή ίσως και τα βάζει στην αποθήκη· τη γη όμως ποτέ δεν την αφήνει ακαλλιέργητη η άσπαρτη ή αφύτευτη, ή αφύλακτο τον καρπό, αν βέβαια θέλει να γευθεί από τον καρπό αυτό.
Αν τώρα κανείς είναι κλέφτης και ληστής και δεν θελήσει να μπει από τη θύρα, αλλά ανεβαίνει από αλλού, όπως λέει ο Κύριος(Ιω. 10, 1και 10), αυτόν δεν τον ακούνε τα πρόβατα, δηλαδή τα θεία νοήματα κατά τον θείο Μάξιμο.
Γιατί ο κλέφτης δεν μπαίνει παρά για να κλέψει με την ακοή και να σφάξει τα νοήματα με την αλληγορία, μην μπορώντας να ερμηνεύει τη Γραφή, και θα απωλέσει και τον εαυτό του και τα νοήματα με την ψεύτικη γνώση του από την οίηση.
Ενώ ο βοσκός κακοπαθεί μαζί με τα νοήματα ως καλός στρατιώτης του Χριστού(Β΄ Τιμ. 2, 3) κατά τον Απόστολο, με τη φύλαξη των θείων εντολών, και εισέρχεται από τη στενή πύλη(Ματθ. 7, 13), δηλαδή την ταπεινοφροσύνη, η οποία είναι θύρα της απάθειας. Και πριν καταξιωθεί να λάβει τη θεία χάρη, σχολάζει και μαθαίνει για όλα εξ ακοής.
Και όταν έρχεται κάποιο νόημα που είναι λύκος με όψη προβάτου, το διώχνει με την αυτομεμψία λέγοντας: «Δεν ξέρω ποιος είσαι. Ο Θεός ξέρει». Αν το νόημα έρχεται με αναίδεια και ζητεί να γίνει δεκτό λέγοντας ότι «αν δε δέχεσαι τα νοήματα και δε διακρίνεις τα πράγματα, τότε δεν έχεις ούτε πίστη, ούτε γνώση», αποκρίνεται: «Και μωρός αν πεις ότι είμαι, ξέρω από τον ιερό Χρυσόστομο ότι ο μωρός σε τούτο τον κόσμο μπορεί να γίνει σοφός(Α΄ Κορ. 3, 18), κατά τον Απόστολο».
Όπως λέει και ο Κύριος, οι άνθρωποι του κόσμου τούτου είναι πιο έξυπνοι στη γενιά τους από τα τέκνα της βασιλείας των ουρανών(Λουκ. 16, 8). Και πραγματικά. οι πρώτοι ποθούν να νικούν και να πλουτίζουν, να αλαζονεύονται και να δοξάζονται, να εξουσιάζουν και αλλά τέτοια· και αν ακόμη αποτύχουν και μένει ανώφελος ο κόπος τους, αλλά πάλι φροντίζουν περισσότερο από τη δύναμή τους γι' αυτά.
Ενώ τα "τέκνα της βασιλείας" θέλουν να έχουν τα αντίθετα από τα προηγούμενα, με τα οποία πολλές φορές από εδώ λαμβάνουν τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας και φροντίζουν πολύ, τουλάχιστον όσο οι προηγούμενοι, να λάβει ο νους ελευθερία κατά χάρη, με την οποία μπορεί να έχει τη μνήμη ανύστακτη και τα νοήματα, ή να γνωρίζει ότι τα νοήματά του μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές και από εκείνους που έχουν πείρα της πνευματικής γνώσεως, ή τουλάχιστον να αγνοεί με πολλή γνώση, λόγω απορίας.
Και να γνωρίζει ότι τα προηγούμενα νοήματα ήταν πειρασμοί για δοκιμή του αυτεξουσίου, ώστε ο ταπεινός να αποστρέφεται και να απιστεί στο δικό του λογισμό και σκοπό, ή μάλλον να φοβάται και να ερωτά με πολλά δάκρυα και να καταφεύγει στην ταπείνωση και στην αυτομεμψία, και να θεωρεί μεγάλη ζημία τη γνώση και τα χαρίσματα.
Αντίθετα, ο υπερήφανος επιδιώκει να στηρίξει τα δικά του νοήματα, χωρίς να ακούει τον Ιωάννη της Κλίμακος που λέει να μη ζητούμε πράγματα ενός καιρού πριν τον καιρό τους, ή τον άγιο Ισαάκ που διδάσκει: «Μην μπεις μέσα με αναίδεια, αλλά σιωπηλά ευχαρίστησε».
Επίσης τον Χρυσόστομο, που έμαθε από τον Απόστολο να λέει "δε γνωρίζω"(Β΄ Κορ. 12, 2-3), ή το Δαμασκηνό που είπε για τον Αδάμ, ότι δεν ήταν ακόμη καιρός να στραφεί στη θεωρία των νοητών. Γιατί τα αισθητήρια των νηπίων είναι αδύνατα για στέρεη τροφή, και έχουν ανάγκη από γάλα, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 5, 12-14).
Γι' αυτό ας μη ζητήσομε θεωρία σε καιρό που δεν είναι για θεωρία, αλλά πρώτα να αποκτήσομε τις μητέρες των αρετών μέσα μας, και θα έρθει μόνη της η γνώση, με τη χάρη του Χριστού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 214-216)


Λόγος ν΄ (13ος)

 (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Στοιχείο το νι, λόγος δέκατος τρίτος
μιλά εδώ για των νοητών τη γνώση.
Για τις νοερές στρατιές των ασωμάτων
απ' τα αισθητά συμπεραίνει όποιος βλέπει.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Η γνώση γίνεται νοητή μετά τον εθισμό στη θεωρία των αισθητών, αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο γνωστικός θα δει άγγελο. Γιατί πώς ο άνθρωπος, που ούτε τη δική του ψυχή δε βλέπει, θα μπορέσει να δει άυλη ουσία και γνωστή μόνο στον Ποιητή της;
Για κοινή ωφέλεια και κατά πρόνοια του Θεού εμφανίζονταν πολλές φορές οι Άγγελοι στους πατέρες μας, σ' εμάς όμως ούτε αυτό γίνεται, γιατί το θέλομε από υπερηφάνεια, και ούτε για την κοινή ωφέλεια φροντίζομε, ούτε υποφέρομε τίποτε κατά Θεόν.
Γι' αυτό και εκείνος που επιθυμεί τέτοιο πράγμα, μάλλον επιθυμεί να δει δαίμονα, αφού αυτός παίρνει μορφή φωτεινού αγγέλου, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 11, 14). Είναι ενδεχόμενο να γίνει εμφάνιση αγγέλου, όταν όμως δε βάζει κανείς διόλου κάτι τέτοιο στο νου του, ούτε το πιστεύει, αν ίσως και γίνει· και τότε πάλι γίνεται αν κανείς το δέχεται για κοινή ωφέλεια. Τούτο λοιπόν αναγνωρίζεται από το να μη θέλομε ούτε στο όνειρό μας να το δεχόμαστε, ούτε να το λογαριάζομε αν γίνει, αλλά να είμαστε σαν να μη γνωρίζομε τίποτε.
Γιατί αν είναι πράγματι άγγελος, έχει εξουσία από το Θεό να κάνει το νου να ειρηνεύει και να τον δέχεται, και χωρίς να θέλει. Ενώ ο δαίμονας δεν μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά αν δει το νου ότι τον δέχεται, εμφανίζεται κατά παραχώρηση. Διαφορετικά, φεύγει διωγμένος από τον φύλακα Άγγελο που έχομε από το βάπτισμα, επειδή ο νους δεν παρέδωσε το αυτεξούσιο.
Αυτά λοιπόν έτσι είναι. θα γίνει λόγος τώρα για μιά θεωρία των άνω Τάξεων, πώς είναι εννέα τάγματα κατά τον Μέγα Διονύσιο και όπως βλέπομε σε όλες τις Γραφές. Έχουν τα εννέα τάγματα ονόματα, ανάλογα με την φύση και την ενέργειά τους. Λέγονται ασώματοι γιατί είναι άυλοι, νοεροί γιατί είναι νόες, και στρατιές(Λουκ. 2, 13) γιατί είναι πνεύματα που υπηρετούν(Εβρ. 1, 14) τον Βασιλέα των πάντων.
Έχουν επίσης και άλλα ονόματα που είναι ταυτόχρονα κοινά και ειδικά, δηλαδή λέγονται Δυνάμεις(Εφ. 1, 21· Α΄ Πέτρ. 3, 22) και Άγγελοι(Ματθ. 1, 20κ.α.). Δυνάμεις είναι το όνομα ενός από τα ουράνια τάγματα, κατά την ενέργεια όμως και τα εννέα τάγματα λέγονται Δυνάμεις, γιατί έχουν τη δύναμη να εκτελούν όλα τα θεία θελήματα. Άγγελοι πάλι είναι η ειδική ονομασία του ενός τάγματος που είναι πρώτο πάνω από εμάς και ένατο από το φοβερό θρόνο του Θεού, κατά την ενέργεια όμως λέγονται άγγελοι όλοι, γιατί αναγγέλουν τις θείες προσταγές στους ανθρώπους.
Όπως και στο βιβλίο του Ιώβ, ο Σολομών λέει ότι «ήρθε άλλος άγγελος»(Ιώβ 1, 16-19), δεν ήταν όμως άγιος Άγγελος, αλλά, όπως λέει ο Χρυσόστομος, ονομάστηκε έτσι επειδή μόνο αυτός σώθηκε και ήρθε να αναγγείλει τα συμβάντα. Αλλά και τον Κύριο η Παλαιά Διαθήκη τον ονομάζει σε διάφορα σημεία Άγγελο.
Λέει, για παράδειγμα, ότι ο Αβραάμ φιλοξένησε Αγγέλους(Γεν. 18, 1-5), και ήταν ο Κύριος προτού σαρκωθεί• όπως λέει ο Δαμασκηνός προς τη Θεοτόκο: «Ο Αβραάμ στη σκηνή του αντίκρυσε, Θεοτόκε, το σχετικό με σένα μυστήριο. Υποδέχθηκε δηλαδή τον Υιό σου πριν σαρκωθεί κλπ.».
Επίσης ο Ίδιος ήταν σαν Άγγελος μαζί με τους τρεις νέους μέσα στην κάμινο(Δαν. 3, 25). Ο Κύριος λέγεται Άγγελος κατά την ενέργεια, όπως τον ονομάζει ο προφήτης Ησαΐας "Άγγελο της μεγάλης βουλής"(Ησ. 9, 6), και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, ότι «όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, αυτά θα σας αναγγείλω»(Ιω. 8, 26). Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν .
---------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 187-189)


Λόγος ξ΄ (14ος)

 (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, γ΄ τόμος)
Ο λόγος τούτος που το ξι στοιχείο συνοδεύει,
την αληθή απάθεια έχει ως μόνο θέμα.
Έγιναν δεκατέσσερα τα κεφάλαια τώρα
και σε μορφή συνοπτική, με του Χριστού τη χάρη.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Η απάθεια είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο, γιατί έχει τη δύναμη, αφού ο άνθρωπος κυριαρχήσει στα πάθη και αποκτήσει έξη σ' αυτό, να τον κάνει μιμητή του Θεού, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο. Γιατί ενώ πάσχει και πολεμείται ο απαθής από τους δαίμονες και από πονηρούς ανθρώπους, είναι σαν να μην υποφέρει αυτός, αλλά κάποιος άλλος, όπως ήταν οι άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες.
Και ούτε όταν δοξάζεται υπερηφανεύεται, ούτε όταν τον βρίζουν θλίβεται, γιατί συλλογίζεται ότι τα μεν ευχάριστα είναι χάρη και συγκατάβαση του Θεού που δεν τα αξίζει, τα δε θλιβερά, είναι δοκιμασία. Και τα πρώτα δίνονται εδώ κατά χάρη για παρηγοριά, ενώ τα άλλα για ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα για το μέλλον. Και έτσι ο απαθής με τη διάκριση είναι σαν αναίσθητος —με πολλή αίσθηση— απέναντι στα λυπηρά.
Η απάθεια δεν είναι μία αρετή, αλλά ονομασία του συνόλου των αρετών. Όπως ο άνθρωπος δεν είναι ένα μέλος, αλλά πολλά μέλη, και ούτε και αυτά μόνα τους, αλλά μαζί με την ψυχή, έτσι και η απάθεια είναι σύνδεσμος πολλών αρετών και σαν ψυχή έχει το Άγιο Πνεύμα.
Επειδή όλα τα λεγόμενα πνευματικά έργα είναι άψυχα αν δεν έχουν το Άγιο Πνεύμα, από το οποίο έλαβε και την ονομασία εκείνος που λέγεται πνευματικός. Αν η ψυχή δεν αποβάλει όλα τα πάθη, δεν έρχεται το Άγιο Πνεύμα σ' αυτήν, μα ούτε και χωρίς Αυτό λέγεται απάθεια η περιεκτική αυτή αρετή, αλλά και αν ακόμη κανείς την αποκτήσει, μάλλον σε αναισθησία βρίσκεται.
Γι' αυτό και οι Έλληνες, μη γνωρίζοντας αυτά, λένε: «Μη γίνεις απαθής σαν άψυχος, μήτε εμπαθής σαν άλογος». Και το "απαθής σαν άψυχος" το είπαν ανάλογα με τη γνώση που είχαν, γιατί δεν είχαν γνώση Πνεύματος Αγίου. Το να πουν όμως άλογο τον εμπαθή άνθρωπο, μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό δεν το λέμε απλώς, μαθαίνοντάς το από εκείνους, γιατί αυτό ούτε γνώση είναι ούτε πείρα, αλλά αφού λάβαμε πείρα της τυραννίας των παθών, μάθαμε εκείνο που πάθαμε.
Και πάλι, αφού μάθαμε από τους Πατέρες που αξιώθηκαν την απάθεια, γράφομε για την απόκτηση των αρετών. Λένε δηλαδή ότι ο υπερβολικά εμπαθής γίνεται αιχμάλωτος και αναίσθητος από τη φιλία με τα πάθη. Και άλλοτε από επιθυμία ορμά απερίσκεπτα σαν άλογο ζώο, άλλοτε από το θυμό που υπερασπίζεται την επιθυμία, τρίζει τα δόντια του κατά των συνανθρώπων του.
Έτσι και ο απαθής από την τέλεια αγάπη του Θεού γίνεται αναίσθητος. και άλλοτε μεν έχει το Θεό συνεχή μελέτη, άλλοτε δε κάποιο από τα θαυμάσιά Του ή κάποιο ρητό των θείων Γραφών, κατά τον άγιο Νείλο. Και αν είναι ανάμεσα σε πολλούς ή στην αγορά, ο νους του βρίσκεται σαν να είναι μόνος. Αυτή η κατάσταση έρχεται από τη φύλαξη των εντολών του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 218-219)


Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας,
Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |