Ο Εγκυκλοπαιδικός
έρμηνευτής
Γενική θεώρηση
Εισαγωγή
Ό Δίδυμος γεννήθηκε καί
πέθανε (π. 313-398) στην Αλεξάνδρεια, όπου έδρασε ώς έρμηνευτής τής ΠΔ κυρίως
καί διδάσκαλος στήν έκεΐ κατηχητική Σχολή. Υπήρξε φυσιογνωμία θαυμαστής φιλοπο
νίας καί σπάνιας μνήμης. ’Έζησε τελείως αθόρυβα καί άπέφευγε στήν κρίσιμη ώρα
οξείες αντιπαραθέσεις, πρός τούς άρειανούς πρώτα καί τούς άντιωριγενιστές
έπειτα. Ηταν από χαρακτήρα πράος καί συμπαθής, γι’ αυτό καί όλοι τόν
αγαπούσαν, άλλά καί όλοι σιώπησαν γιά τήν δράση καί τό έργο του. Έάν έλειπαν οί
σύντομες κι ένίοτε όχι ακριβείς άναφορές τών Ιερωνύμου (De viris ill. 109 καί
Χρονικόν 8, 812), Ρουφίνου (Hist, eccles. II 7) καί Παλλαδίου (Λαυσαϊκόν 4),
πού γιά κάποιο διάστημα έγιναν καί ακουστές τοϋ Διδύμου, δεν θά γνωρίζαμε γι'
αύτόν από συγχρόνους του σχεδόν τίποτα. ’Άλλωστε τά έργα του δέν περιέχουν
καθόλου βιογραφικά στοιχεία, πλήν τής μνείας δικών του, προγενέστερων έκάστοτε,
έργων.
Ό Δίδυμος είχε αξιόλογη
εγκυκλοπαιδική μόρφωση, μικρή φιλοσοφική κατάρτιση καί μεγάλη συγγραφική δράση
χωρίς ό ίδιος νά μπορεί νά διαβάζει. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, πρίν μάθει
ανάγνωση καί γραφή, τυφλώθηκε (Παλλάδιος). Τόν Ε' αί. ό Σωζομενός (Έκκλησ. Ιστ. Γ'15) πληροφορεί ότι ό Δίδυμος τυφλώθηκε, αφού είχε ήδη μάθει τά πρώτα
γράμματα. Καί αυτό άν είχε συμβεΐ, δεν μειώνει τό γεγονός ότι ό νεαρός Δίδυμος
απέκτησε τήν παιδεία του μόνο ακούοντας δασκάλους καί προπαντός ειδικό
διαβαστή, πού τού εξασφάλιζε ή εύπορη οικογένειά του.
Οί παράγοντες πού
συνετέλεσαν στήν διαμόρφωση τής σκέψεως τού Διδύμου καί πού ερμηνεύουν τό έργο
του είναι τρεις:
α. Αναπτύχτηκε σέ
περιβάλλον στό όποιο κυριαρχούσε ή ορθόδοξη θεολογία καί μάλιστα ή μορφή τού Μ.
Αθανασίου, γι’ αυτό στίς κρίσιμες δεκαετίες 330-380, όταν δηλ. έπικρατούσε ό
αρειανισμός, ό Δίδυμος δέν γνώρισε αμφιταλαντεύσεις, άν κρίνουμε από τά έργα
του, αλλά καί δέν αντιμετώπισε διώξεις άπό τούς άρειανούς.
β. Αγάπησε τήν έρμηνεΐα
τών Γραφών, έργο στό όποιο άφιέρωσε ολόκληρη τήν ζωή του μέ Αδιαμφισβήτητο
δάσκαλο τόν ’Ωριγένη. Τά έργα καί οί αντιλήψεις τού τελευταίου συγκρότησαν τήν
πρώτιστη πηγή τής θεολογικής του σκέψεως καί τών θεωρητικώνμετα φυσικών του
Αναλύσεων, πρός τίς όποιες έδειχνε ιδιαίτερη κλίση. Ή έρμηνεία ήταν τό πιό
δύσκολο Απ’ όσα θά μπορούσε νά κάνει ώς τυφλός, διότι Απαιτούσε λεπτομερή γνώση
πολλών συγχρόνως κειμένων.
γ. ’Ενωρίς άποσύρθηκε σέ
Απομονωμένη κατοικία ή κελλί έξω από τήν Αλεξάνδρεια, όπου έζησε ώς μοναχός μέ
άσκηση καί μελέτη. Δέν Ανήκε σέ κάποιο Από τά πλησίον τής Αλεξάνδρειας εύρισκό
μενα σπουδαία τής εποχής του Ασκητικάμοναστικά κέντρα τών Κελ λίων, τής Σκήτης
ή τής Νιτρίας. "Ισως γι’ αύτό δέν μιλάει γιά τόν μοναχισμό τής εποχής του.
Φαίνεται όμως ότι σχετιζόταν μέ μοναστικούς κύκλους, πού μελετούσαν καί
τιμούσαν πολύ τόν ’Ωριγένη. Ό Δίδυμος, σέ Αντίθεση μέ τά πλήθη τών Απαίδευτων
μοναχών, καλλιεργούσε καί πρόβαλλε ένα πρότυπο θεωρητικών καί μορφωμένων
μοναχών (τόν «θεωρητικόν» καί «γνωστικόν» άνθρωπον: Εις Ζαχαρ. II 29 IV 112 I
269), πού θά οργανώσει Αργότερα, μετά τό 383, ό Εύάγριος σέ ομάδα γνωστικών
μοναχών ή «παρεμβολήν τών γνωστικών», όπως τήν όνόμαζαν. Αύτή θά έξελιχτεΐ σέ
παράταξη ώριγενιστών.
Αυτονόητα καί οί τρεις
αυτοί παράγοντες προσδιόρισαν καί τό διδακτικό έργο τοΰ Διδύμου, όταν, σέ
άγνωστο γιά μάς χρόνο, τόν διόρισε ό ’Αθανάσιος διευθυντή στην κατηχητική
Σχολή. Έκεΐ άπέκτησε φήμη σπουδαίου δασκάλου, ώστε νά σπεύσουν νά τόν ακούσουν
μεταξύ άλλων καί οί λατίνοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Ρουφΐνος καί 'Ιερώνυμος,
πού μέ τόν Κασσιόδωρο καί τόν Έπιφάνιο Σχολαστικό μεταφύτευσαν τόν Δίδυμο στήν
Δύση, μεταφράζοντας έργα του στήν λατινική. Βέβαια, στήν μεταφύτευση αύτή
προηγήθηκε ό Αμβρόσιος Μιλάνου, πού γιά τό έργο του π.χ. De apologia David καί
δή τό De Spiritu sancto κύρια πηγή του είχε κείμενα του Διδύμου. Τά έργα του,
ερμηνευτικά ή διατριβές, είναι κυρίως μαθήματαόμιλίες άπό τήν έδρα, πού
έπειτα χωρίς ή μέ επουσιώδεις
επεμβάσεις άποτέλεσαν ενότητες.
Ή έρμηνεία του
Τό έρμηνευτικό έργο τού
Διδύμου είναι τεράστιο γιά τήν εποχή του, δεδομένου μάλιστα ότι τό δημιούργησε
όντας τυφλός. Τό έργο αυτό έγινε κυρίως γνωστό μετά τόν β' παγκόσμιο πόλεμο,
αφού μόλις τό 1941 ανακαλύφτηκαν στήν Toura τής Αίγύπτου (στήν μονή τοΰ άγιου
’Αρσενίου) πάπυροι περίπου 2000 σελίδων μέ έργα τού ’Ωριγένη καί τού Διδύμου. Ή
τυχαία όσο καί περιπετειώδης αύτή ανεύρεση απέδωσε πέντε ύπομνήματα τού Διδύμου
(στήν Γένεση, τούς Ψαλ μονς, τόν Ίώβ, τόν Εκκλησιαστή καί τόν Ζαχαρία), ενώ
παλαιότερα γνωρίζαμε μόνο αποσπάσματα ορισμένων εξηγητικών του έργων, πού
σώζονται σέ διάφορες «Σειρές», ’Ήδη έχουν έκδοθεΐ όλα τά ύπομνήματα καί
συνεχίζεται ή έρμηνευτική καί θεολογική τους άπο τίμηση.
Βάσει λοιπόν τών παλαιών
καί τών νέων έργων ό Δίδυμος άποδει κνύεται άξιόλογος, άλλά όχι πολύ πρωτότυπος
ερμηνευτής τής ΠΔ. Μέ τήν ΚΛ άσχολήθηκε πολύ λίγο. Σώζονται μόνο αποσπάσματα
Σχολίων του σέ καινοδιαθηκικά κείμενα καί λατινική μετάφραση σύντομου
ύπομνήματος στις Κανονικές ( = Ποιμαντικές) Επιστολές. Γιά τόν Κανόνα τής ΚΑ
είχε συγκεχυμένη αντίληψη καί μεγάλη ανοχή γιά τά απόκρυφα, διότι θεωρεί
κανονικά βιβλία τίς Πράξεις Ίωάν νου, τόν Ποιμένα τοΰ Έρμα, τήν Επιστολή
Βαρνάβα, τήν Διδαχή καί τήν Επιστολή A' Κλήμη Ρώμης (Εις Ζαχαρίαν καί Εις
Εκκλησιαστήν). Προϋποθέτει εύρύτατη γνώση τής μεθόδου καί τών ανάλογων
έρμηνευτικών έργων τοΰ Ωριγένη, τόν όποιο δέν μνημονεύει γιά νά μήν προκαλεΐ
τούς άντιωριγενιστές, άλλά δέν γνωρίζει ολόκληρη τήν έρμηνευτική διεργασία τής
’Ανατολής. Δείχνει εξαιρετική φροντίδα γιά τό βιβλικό κείμενο πού χρησιμοποιεί,
άλλά δέν είναι στούς σκοπούς του ή άποκατάσταση τοΰ κειμένου, έφόσον άγνοού σε
την έβραϊκή καί ή έλλειψη όράσεως τόν δυσκόλευε νά ελέγχει συγχρόνως πολλές
γραφές χωρίων. Γιά τό κείμενο των θ' χρησιμοποιούσε καί έκδοση πού δέν μας
είναι γνωστή.
Επειδή παρακολουθούσε τό
βιβλικό κείμενο μόνο μέ τήν ακοή, έκανε διάφορα λάθη, όπως π.χ. όταν εξηγούσε
τόΓενέσ. 16,5. Έκεΐ αντί «αδικούμαι έκ σοΰ» άκουσε ή θυμόταν «αδικούμαι εξ ού»
καί συζητάει τήν έρμηνεία του. "Αλλοτε πάλι ερμηνεύει λέξεις πού δέν
υπάρχουν στό έρμηνευόμενο χωρίο.
Ή ερμηνευτική μέθοδος τού
Διδύμου αποτελεί συνέχεια τής έρ μηνευτικής άντιλήψεως τού ’Ωριγένη, πού
διέκρινε τριπλή έννοια στίς Γραφές, δηλ. τήν σωματική, τήν ψυχική καί τήν
πνευματική (Περί άρχών). Ό Δίδυμος διασαφήνισε μέ άκρίβεια τήν ίδια μέθοδο,
διακρίνοντας τέσσερα στάδια ερμηνείας:
α) «πρός ρητόν», δηλαδή
ό,τι άπλώς δίνει τό γράμμα τού χωρίου β) «καθ’ ιστορίαν», δηλ. ό,τι μάς δίνουν
τά ιστορικά δεδομένα καί συμβάντα, τά όποια προκάλεσαν ή εντός των όποιων
υπάρχει τό κείμενο
γ) «κατ’ άλληγορίαν»,
δηλ. επισήμανση λέξεων ή εικόνων πού σημαίνουν κάτι διαφορετικό από αύτό πού
δηλώνει τό γράμμα τους δ) «κατ’ αναγωγήν», δηλ. άνεύρεση τής βαθύτερης σημασίας
ή τού νοήματος πού έχουν οί άλληγορικές λέξεις ή εικόνες (π.χ. ή λέξη
Ιερουσαλήμ σημαίνει Εκκλησία), κάτι πού συνίστά τήν πεμπτουσία τής έρμηνείας.
Βέβαια ή γ' καί δ'
περιπτώσεις τελικά ταυτίζονται καί άπορρο φοΰν τό ενδιαφέρον τού Διδύμου, ένώ ή
α' καί ή β' πού τόν απασχολούν σχετικώς λίγο εκφράζουν τήν πολύ γνωστή
γραμματικοϊστορική έρμηνεία, πού ασκήθηκε μερικώς από τόν Ωριγένη καί
κυριάρχησε στόν άντιοχειανό χώρο.
Τίς διαδοχικές αυτές
φάσεις στήν έρμηνεία διατυπώνει σέ όλα τά ύπομνήματά του καί ιδιαίτερα εις
τόεις τόν Ζαχαρία, χρησιμοποιώντας μάλιστα καί γλωσσικούς τύπους παράλληλους
πρός τούς παραπάνω ή παράγωγους.
Ή «ιδεατή» Εκκλησία καί
οί θεωρητικοί
Άφότου ή άμφισβήτηση τής
γνησιότητας τού έργου «Περί Τριά δος» έντάθηκε, ή άποτίμηση τής θεολογίας τού
Διδύμου πρέπει νά στηρίζεται μόνο στά λοιπά γνήσια έργα του, στά όποια ή
τριαδολο γία, ή χριστολογία καί ή έκκλησιολογία έχουν στοιχειώδη παρουσία. Ό
Δίδυμος άναπτύχτηκε σέ περιβάλλον όρθόδοξο καί στόν άγώνα τής Εκκλησίας κατά τού
άρειανισμού καί τού άπολιναρισμού στάθηκε στό πλευρό τού Μ. ’Αθανασίου, τού
όποιου έπανέλαβε τά θεμελιώδη θεολογικά έπιχειρήματα κατά τών αιρέσεων τούτων.
Παράλληλα όμως έμποτίστηκε από τήν νοοτροπία τοϋ Ωριγένη. Γι’ αύτό εμφανίζει
διάθεση ελιτίστική, κατανοεί τόν έαυτό του (όπως ό ’Ωριγένης) ώς διδάσκαλο
θεωρητικό, ό όποίος μπορούσε νά βλέπει τήν «ιδεατή» ’Εκκλησία, τήν έπάνω καί
πέρα από τήν ιστορική ’Εκκλησία. Πολεμά τούς εχθρούς τής ’Εκκλησίας, άλλ’
άποφεύγει νά περιγράφει τήν δράση, τούς άγώνες καί τήν ιστορική δομή της, τήν
όποία όμως γνωρίζει, έφόσον άναφέρει ότι «ευπρέπεια τοΰ οίκου τού Θεού ή των
δογμάτων αλήθεια καί ή διαταγή των κανόνων τής ’Εκκλησίας, οίκου νοουμένης»
(Εις Ψαλμούς ΚΕ' η': ΒΕΠ 45, 105).
'Υπογραμμίζει τήν σημασία
τής ένσαρκώσεως τού Υιού (στό ίδιο, ΚΘ' α': ΒΕΠ 45, 110), άλλά φαίνεται νά τόν
κατανοεί περισσότερο ώς Λόγο, πού έπιφοιτά στούς πιστούς καί τούς φωτίζει,
οπότε αύτοί ώς φωτισμένοι καί μεταξύ τους ενωμένοι συγκροτούν τήν Εκκλησία, τής
όποιας «θεμέλιος» είναι ό ίδιος ό Λόγος (Εις τήν Γένεσιν Α' 1419: ΒΕΠ 50,
3435). Γενικά υποφώσκει στόν Δίδυμο μιά θεωρητική ίδεαλιστική προσέγγιση τής
Εκκλησίας καί γΓ αύτό στό ύ πόμνημά του στόν Ζαχαρία εννοεί τήν ’Εκκλησία
κυρίως ώς μυστική σύναξη των ψυχών, ενώ τήν χαρακτηρίζει καί «σώμα Χριστού»,
όπου οί «θεωρητικοί άνδρες» καί οί «διορατικοί όφθαλμοί» (Θ' 58: ΒΕΠ 48, 157).
Οί έκλεκτοί καί
θεωρητικοί άνδρες τής Εκκλησίας έχουν «έρωτα ουράνιον», έπιδιώκουν τό κάλλος
τής αλήθειας καί άποκτοΰν θεωρία τών θείων, διότι ό νους τους στρέφεται μόνο
πρός τόν Θεό καί τήν θεωρία του, λησμονώντας τά άνθρώπινα (Εις Ψαλμ. ). Ή
«κατάστασις» αύτή, πού άποτελεΐ τήν ύψιστη πνευματική βαθμίδα τού θεωρητικού
μέλους τής ’Εκκλησίας, δέν συνοδεύεται στά σχετικά κείμενα καί από περιγραφή
τών άναγκαΐων άσκητικών αγώνων. Ή «κατά στασις» αύτή συνδέεται πρώτιστα μέ τήν
γνώση καί τά έπιτεύγματα τοΰ διορατικού νοΰ, τόν όποιο παρατηρεί όρθά τά βιβλικά κείμενα ταυτίζουν μέ τήν καρδία
(Εις Ψαλμ. ΚΑ' 27: ΒΕΠ 45, 349).
Στοιχειώδης τριαδολογία
καί πνευματολογία
Ό Δίδυμος ακολούθησε στήν
τριαδολογία τόν Αθανάσιο καί σέ κάποια μόνο σημεία τόν Βασίλειο, τόν όποιο δέν
γνώριζε καλά. 'Υποστήριζε πάντοτε τήν όμοουσιότητα (π.χ Εις Εκκλησιαστήν ΙΓ' 7:
ΒΕΠ 47, 196) τών τριών θείων προσώπων καί τήν έδειχνε κυρίως μέ τήν ταυτότητα
τών ενεργειών τους. "Οσα έχουν κοινή τήν ένέρ γεια είναι όμόούσια:
«άναγνωρίζεται ότι ή
ένέργεια τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοΰ καί τοϋ άγιου Πνεύματος είναι έν πάσιν ή αύτή.
"Οσων δέ ή ένέργεια είναι μία καί ή ούσία αύτών είναι μία, έφ’ όσον όσα
έχουν τήν αύτήν ού σίαν είναι όμοούσια καί Εχουν τάς αύτάς Ενέργειας δσα δέ
Εχουν διάφορον ουσίαν είναι άνομοιούσια, άσύμφωνα καί ποικίλα» (Περί τοϋ άγ.
Πνεύματος 17: ΒΕΠ 49, 224).
Προχωρεί άκόμη
περισσότερο καί, άπηχώντας τόν Βασίλειο, συνδέει τά πολλά «ονόματα» πού
χρησιμοποιούμε γιά τό άγιο Πνεύμα μέ τήν ποικιλία των ενεργειών του:
«προσαγορεύεται (= τό άγ.
Πνεύμα) κατά τάς διαφόρους αύτοϋ Ενέργειας καί τά πολλαπλά ονόματα των άγαθών
τής διανοίας, διότι εις τούς μετέχοντας Εαυτού δεν χαρίζει Εξ ίσου τήν αυτήν
άρε τήν διά τής κοινωνίας του...» (αυτόθι, 9).
Παρά ταΰτα συγχέει στόν
Θεό τήν ουσία καί τήν υπόσταση («δύ ναται νΰν ύπόστασις άντί ουσίας λέγεσθαι»:
Εις Ψαλμ. ΛΗ' 6 ΒΕΠ 45, 131) καί δέν μπορεί νά διακρίνει μεταξύ φύσεως καί
είναι στά θεΐα πρόσωπα. Γι’ αυτό, χωρίς νά κατανοεί τίς συνέπειες, ταυτίζει τίς
ενέργειες καί τά άγαθά πού δωρίζει τό άγιο Πνεύμα μέ τήν θεία ουσία, αντί νά τά
βλέπει ώς Ενέργειες τής ύποστάσεώς του (Περί τοϋ άγ. Πνεύματος 8, 9, 11, 31 καί
37).
Ή αδυναμία τού Διδύμου νά
θεολογεί καί Ενεκα τής αναπηρίας του νά παρακολουθεί τήν πορεία τής όλης
θεολογίας στήν εποχή του τόν οδηγεί σέ μεγαλύτερες παρεξηγήσεις. Εξηγεί τήν
Επήρεια τού σατανά ώς «κατ’ Ενέργειαν», εφόσον στόν άνθρωπο μόνο «ή φύσις (natura)
καί ή ουσία (substantia) τής Τριάδος... δύναται νά είσέλθη» (αυτόθι, 61),
Επειδή δήθεν αυτή μόνο συνιστά ύπόσταση. Συνεπής πρός αυτά δηλώνει τήν μετοχή
τού άνθρώπου στόν Θεό κυρίως μέ τόν όρο «μετουσΐα». Τό ίδιο κάνει καί ό
Γρηγόριος Νύσσης, άλλ’ αυτός Εχει Εξηγήσει ότι πρόκειται γιά μετοχή μόνο στό
είναιένέργειες τού Θεού.
Ή έκπόρευση του άγ.
Πνεύματος
Τόν όρο «ιδιότητα», μέ
τόν όποιο οί καππαδόκες άπό τό 364 δήλωναν τά ιδιώματα των θείων
ύποστάσεωνπροσώπων, ό Δίδυμος χρησιμοποιεί γιά νά δηλώσει τήν ουσία τους:
«ό Υίός, ό Ελθών Εν τφ
όνόματι τού Πατρός, φέρει τήν ιδιότητα καί τό όνομα ( = Κύριος) τού Πατρός καί,
δι’ αύτών, αναγνωρίζεται ώς ό μονογενής Υίός τού Θεού. Έφ’ όσον άρα τό άγιον
Πνεύμα πέμπεται παρά τού Πατρός Εν τω όνόματι τού Υιού, εχον τήν ιδιότητα τοϋ
Υιού, κατά λόγον ότι είναι Θεός, ούχί όμως καί τήν υίότητα, ώστε νά είναι Υίός
αύτοΰ, τούτο άποδεικνύει ότι Εκείνο είναι ήνωμένον μετά τού Υιού» (αύτόθι, 31).
Κατορθώνει όμως νά
παραμένει ορθόδοξος, διότι, άκολουθώντας τήν Παράδοση, άποδΐδει σαφώς στόν
Πατέρα καί τόν Υίό ιδιώματα (Ενέργειες) πού ισχύουν άποκλειστικά γιά τό κάθε
θείο πρόσωπο. Έτσι ό Πατέρας είναι ό μόνος γεννήτορας καί μέ την Ιδιότητά του
αυτήν έκπορεύει τό άγ. Πνεύμα:
«ό Σωτήρ λέγεται ότι
έξήλθε παρά τοϋ Θεοϋ καί ότι τό Πνεϋμα τής άληθείας έκπορεύεται παρά τοΰ
Πατρός, διότι τό Πνεϋμα, λέγει, 'παρ’ έμοϋ έκπορεύεται’ ( = βλ. Ήσ. 57, 16)...
Διότι, καίτοι ήδύνα το νά εΐπη ( = έκπορεύεται) παρά τοϋ Θεοϋ ή παρά τοϋ
Κυρίου... είπε παρά τοϋ Πατρός, διότι λέγεται ότι τό Πνεϋμα τής άληθείας
έκπορεύεται παρ’ αύτοΰ κατά την Ιδιότητα καί τήν έννοιαν τοϋ γεννήτορος» (τό
λατ. κείμενο: sed secundum proprietatem et intellectual parentis egredi ab eo
dicitur Spiritus veritatis) (αύτόθι, 26).
Καί ό Υιός, μολονότι τήν
«ιδιότητα»ούσία του έχει καί τό αγ. Πνεϋμα, διατηρεί αύτός αποκλειστικά «τήν
υίότητα» καί δεν τήν μεταδίδει, μολονότι «έν τω όνόματΐ του» «πέμπεται» τό
Πνεϋμα (αυτόθι, 31).
Επειδή ό Δίδυμος δέν
παρακολούθησε τήν θεολογική διάκριση μεταξύ ουσίας καί ύποστάσεως, δυσκολευόταν
νά προχωρήσει σέ περαιτέρω θεολογικές διευκρινήσειςγιά τίς σχέσεις των θείων
προσώπων. ’Ακολουθώντας όμως τήν Παράδοση, χρησιμοποιεί άποκλει στικά γιά τήν
αιώνια σχέση Πατέρα καί Πνεύματος τις λέξεις «εκπορεύεται» καί «έκπορευόμενον»,
ενώ γιά τήν έν χρόνω αποστολή τοϋ Πνεύματος από τόν Πατέρα καί τόν Υιό
χρησιμοποιεί τύπους τοΰ ρήματος «πέμπειν» καί «δίδειν» (αύτόθι, 2526, 31, 34,
38):«τό Πνεϋμα τής άληθείας, πεμπόμενον ύπό τοϋ Υίοϋ κατά τόν προλεχθέντα
τρόπον (= δηλ. χωρίς νά άποκόπτεται άπό τόν Υίό ώς πρός τήν φύση), εκπορεύεται
παρά τοϋ Πατρός» (αύτόθι, 25).
«έκπορεύεται (= τό
Πνεϋμα) παρ’ αύτοϋ (= τοϋ Πατρός) κατά τήν ιδιότητα καί τήν έννοιαν τοϋ
γεννήτορος... "Οταν δέ ό Υιός πέμπη τό Πνεϋμα τής άληθείας... καί ό Πατήρ
όμοϋ πέμπει τοϋτο, άφοϋ τό Πνεϋμα έρχεται διά τήςαύτής θελήσεως τοϋ Πατρός καί
τοϋ ΥΙοϋ» (αύτόθι, 26).
Τό τελευταίο χωρίο
προϋποθέτει μιά πολυσήμαντη διάκριση. Ή πέμψη τοϋ Πνεύματος είναι άποτέλεσμα
θείας θελήσεως καί άρα πράξη έν χρόνω, πού έκδηλώνεται καί άπό τόν Πατέρα καί
άπό τόν Υίό. 'Η έκπόρευση όμως τοΰ Πνεύματος άναφέρεται μόνο στόν Πατέρα ώς
γεννήτορα. Κι έφόσον ή έκπόρευση δέν είναι άποτέλεσμα θείας θελήσεως, είναι
γεγονός προαιώνιο, άίδιο. "Αρα τό Πνεϋμα έκπο ρεύεται προαιώνια μόνο άπό
τόν Πατέρα.
Μολονότι αύτά είναι
άρκετά σαφή πρός κατανόηση τής σκέψεως τοϋ Διδύμου, ένα χωρίο του, μέ τό όποιο
θέλει νά δείξει ότι τό Πνεύμα θά διδάξει σύμφωνα μέ τήν θέληση των άλλων δύο
θείων προσώπων, λέγει ότι τό Πνεϋμα
«Ού γάρ λαλήσει άφ’
έαυτοΰ... έφ’ όσον είναι άδιαχώριστον
τής ίδικής μου ( = τοϋ Υίοϋ) καί τής τοϋ Πατρός θελήσεως, έφ’ όσον δέν είναι (ή
ύπάρχει) άφ’ έαυτοϋ, άλλ’ είναι (ή ύπάρχει) έκ τοΰ Πα τρός καί έμοϋ ( = τοϋ
Υίοϋ) (αυτόθι, 34) (τό λατ. κείμενο:... quia non ex se est, sed ex Patre et me
est, hoc enim ipsum, quod subsistit et loquitur, a Patre et me illi est).
Τό χωρίο δεν έχει
σαφήνεια καί δυτικοί ερευνητές νόμισαν ότι στηρίζει τήν ιδέα τοϋ filioque, ότι
δηλαδή τό Πνεύμα εκπορεύεται από τόν Πατέρα καί τόν Υιό. Πρόκειται όμως γιά
παρεξήγηση, διότι στόν Δίδυμο τό «έκπορεύειν» (operatio ad intra) ανήκει μόνο
στόν Πατέρα, διότι εδώ τό κείμενο μιλάει γιά τήν θέληση τοϋ Πατέρα καί του Υιού
(έν χρόνω) νά «λαλήσει» τό Πνεύμα (missio ad extra) στους ά ποστόλους (έν
χρόνω) καί διότι, τέλος, ό Δίδυμος δέν είχε ποτέ αυστηρή ορολογία στά κρίσιμα
θεολογικά προβλήματα.
"Οτι ό Δίδυμος είχε
συνείδηση τής προαιώνιας έκπορεύσεως τού Πνεύματος καί τής έν χρόνω άποστολής
του φαίνεται καί στό εξής χωρίο:
«... τό Πνεύμα τής
άληθείας έκπορεύεται παρά τοϋ Πατρός καί ό Θεός δ ί δ ε ι τό άγιον Πνεύμα εϊς
τούς άναζητοϋντας αύτόν...» (αύτόθι, 38).
Τό Πνεύμα συνεχίζει τό
διδακτικό άποκαλυπτικό έργο τοϋ Κυρίου
Ή γνώση τής άλήθειας
είναι γιά τόν Δίδυμο άποτέλεσμα φωτισμού καί καθοδηγήσεως τού άγ. Πνεύματος.
’Έχοντας μάλιστα έπΐγνω ση τοΰ ότι ό ίδιος δέν μπόρεσε νά γνωρίσει όλη τήν
άλήθεια περί τοΰ άγ. Πνεύματος, αφήνει τά περαιτέρω σέ άλλους θεολόγους, στούς
όποιους ό Κύριος ίσως «άποκαλύψει» καί «οδηγηθούν πολύ πλησίον τής αλήθειας»,
οπότε θά γράψουν άνώτερα (αύτόθι, 38). Μέ τό πρόβλημα τούτο άσχολεΐται
έκτεταμένα, ερμηνεύοντας κυρίως τά χωρία Ίωάν. ιδ' 2526 καί ιστ' 1213. Ό Κύριος
δίδαξε μόνο όσα μπορούσαν οί άπόστολοι νά κατανοήσουν. Τά άλλα θά τά μάθαιναν
από τό άγ. Πνεύμα. Αύτό θά «οδηγήσει εις πάσαν τήν άλήθειαν», «είσερχόμενον εις
τήν καθαράν καί απλήν διάνοιαν» αύτό όδηγεΐ στήν κατανόηση τού Κυρίου καί κάθε
πράγματος πνευματικού αύτό ώς Πνεύμα άποκαλύψεως αποκαλύπτει στούς ανθρώπους
τόν έ αυτό του, «προσθέτον κ α ι ν ά εις τά παλαιά» (αύτόθι, 31-33). Τά «καινά»
όμως συνίστοΰν εύρύτερη καί βαθύτερη γνώση τής ίδιας άληθείας, γνώση πού
«έγχαράττεται» στήν «διάνοια» τοΰ πιστού.
Μεταφυσικές άποκλίσεις
Ή άδυναμία του νά
γνωρίζει καλά τά προβλήματα καί τήν Παράδοση τής Εκκλησίας καί ό έγκλωβισμός
του στήν σκέψη καί τήν νοοτροπία τοΰ ’Ωριγένη έγιναν μάλλον ή αιτία τής ροπής
του πρός τελείως θεωρητικές αναζητήσεις, πρός τά «μεταφυσικά» λεγάμενα θέματα,
δπως τής συνθέσεως τοΰ άνθρώπου, του πώς καί πόθεν ή ψυχή, τοΰ πώς καί γιατί
βρέθηκε ή ψυχή στό σώμα καί τά όμοια. Ή ενασχόληση μέ αύτά είχε αρχίσει από
τούς κλασικούς φιλοσόφους καί τήν συνέχισαν οί νεοπλατωνικοί, δημιουργώντας ένα
κλίμα έκφραστής τοΰ όποιου στόν χριστιανικό χώρο άπέβη ό Εύάγριος Ποντικός (+
399), τόν όποιο ασφαλώς γνώρισε ό Δίδυμος στά τελευταία χρόνια τής ζωής του.
Ένώ όμως ό πρώτος διέθετε συστηματικό νοΰ, ώστε νά συγκροτήσει δικό του
κακόδοξο μεταφυσικό σύστημα, ό δεύτερος, όντας κυρίως ερμηνευτής, διατύπωσε στά
ύ πομνήματά του μόνο άποσπασματικά σχετικές αντιλήψεις. Καί αύ τές δέν είναι
διατυπωμένες μέ απόλυτη συνοχή, οΰτε είναι ικανοποιητικά μελετημένες ώς πρός
τίς συνέπειές τους, εφόσον επιλεκτικά τίς έπαιρνε κυρίως από τόν Ωριγένη ή από
άνθολόγια φιλοσοφίας. Ό Δίδυμος λοιπόν δέν έχει πάντα ένιαία θεώρηση τών
θεμάτων αύ τών καί συχνά αμφιταλαντεύεται ή αισθάνεται ανασφάλεια.
Τρισύνθετος άνθρωπος
Στό θέμα τής συνθέσεως
τοΰ άνθρώπου, άν είναι δηλαδή τρισύνθετος ή δισύνθετος, ό Δίδυμος έχει λίγα
χωρία, στά όποια φαίνεται νά προϋποθέτει τόν άνθρωπο δισύνθετο, καί περισσότερα
σαφή χωρία,στά όποια τόν θεωρεί τρισύνθετο. Τά πρώτα μάλιστα έχουν γενικό
χαρακτήρα:
«Εΐ καί μή άλλος ό
σύνθετος άνθρωπος παρά τήν ψυχήν καί τό σώμα, έξ αύτών γάρ τούτων συντέθειται,
άλλά γε του όλου ή ψυχή λέγεται, ώς άλλη αύτοΰ... Εντός δέ αύτοϋ καλεϊ πάσαν
τήν λογικήν τοΰ άνθρώπου δύναμιν» (Εις τούς Ψαλμούς [Σειρών] ΡΒ' 1: ΒΕΠ 45,
227).
’Ακόμη καί στό χωρίο
τοΰτο, πού θεωρείται ώς άποδεικτικό τών διχοτομικών άντιλήψεων τοΰ Διδύμου,
ύπάρχει καί ή τελευταία φράση περί τής «λογικής τοΰ άνθρώπου δυνάμεως», ή όποια
φαίνεται νά διακρίνεται ώς κάτι τό τρίτο. Στά περισσότερα σχετικά του κείμενα,
όπου μάλιστα επιθυμεί νά είναι άκριβέστερος, δέχεται σαφώς τρι σύνθετον άλλά
βέβαια ένιαΐον τόν άνθρωπο: ψυχή + πνεΰμα ή νοΰς ι σώμα. Καί στις περιπτώσεις
όμως αύτές είναι λιγότερο άκριβής άπ’ όσο χρειάζεται, ένώ συχνά ύποψιάζεται
κανείς τήν άμηχανία του: «όμολογοΰμεν τόν Θεόν Λόγον έπιδεδημηκέναι, τόν έκ
ψυχής καί σώματος καί πνεύματος τέλειον άνθρωπον άνειληφότα» (Εις Ζαχαρίαν 12,
8).
Δηλαδή ό τέλειος
άνθρωπος, τόν όποιο άνέλαβε ό Λόγος, ήταν σύνθετος άπό ψυχή, σώμα καί πνεΰμα:
«Τά έκ πολλών συνκείμενα
ή έπινοούμενα έκαστον τοΰ όλου λέγεται. Ό άνθρωπος συνέστηκεν έκ ψυχής καί
σώματος καί πνεύματος... "Εκαστον δέ ( = μέρος) έτερον αύτοϋ έστιν, πάντα
δέ άμα ό άνθρωπός έστιν» (Εις Εκκλησιαστήν 7, 25).
Ό Δίδυμος παρά καί τίς
κάποιες διχοτομικές έκφράσεις του είναι σαφής γιά τό τρισύνθετο τοΰ ανθρώπου.
"Αλλωστε οί άπολίνα ριστικές αντιλήψεις, τίς όποιες γνώριζε καί άπέρριπτε,
τοΰ έδωσαν τήν αφορμή νά σκεφτει καί νά γίνει δσο μπορούσε άκριβής στό θέμα
τοΰτο. Παρατηρούμε όμως ότι γιά τόν Δίδυμο τό τρίτο στοιχείο στόν άνθρωπο, δηλ.
τό πνεύμα, φέρει καρπούς μόνο άν δεχτεί τήν θεία χάρη· ιδέα πού όντως απαλύνει
τήν ακραία τριχοτομΐα ή τό τρισύνθετο.
Προΰπαρξη καί ενσωμάτωση
τής ψυχής
Οί μεταφυσικές άντιλήψεις
του Διδύμου συνδυάζονται καί μέ κοσμολογικές, ώστε νά δοθεί εξήγηση τής
ένοικήσεως τής ψυχής σέ ύλικό σώμα καί τής πρός τό κακό ροπής τής ψυχής.
Εκκινώντας από τήν φιλοσοφική ιδέα ότι τοΰ κακοΰ προηγείται τό αγαθό,
προϋποθέτει κατάσταση (πριν από τήν κοινή δημιουργία;), στήν οποία προϋπήρξε
δημιουργημένη ή λογική ουσία, ό νοΰς, ώς τό κατ’ εξοχήν «κατ’ εικόνα» τοΰ
Θεοΰ.Ό νοΰς όμως απομακρύνθηκε από τόν Θεό (αμάρτησε) καί μεταβλήθηκε σέ ψυχή,
πού έφερε είδος πνευματικού σώματος, «αύγοειδοΰς» καί «οργανικού», μέ τό όποιο
έζησε στόν παράδεισο χωρίς υλικές άνάγκες. Έκεΐ πάλιν ή ψυχή, ένεκα τής
επιθυμίας της νά ένωθεΐ μέ ύλικό σώμα, έξέπεσε καί τιμωρήθηκε. Αυτό σήμαινε
περιβολήένδυσή της μέ σώμα ύλικό, τούς «δερμάτινους χιτώνας», ή τήν μεταβολή
τοΰ πνευματικού παραδεισιακού σώματός της σέ ύλικό.
Έπρόκειτο γιά παιδαγωγική
τιμωρία, ώστε νά καταστεί δυνατή ή σωτηρία τής ψυχής, ή όποια μάλιστα στόν
κόσμο έχει βοηθούς τις ψυχές τών άγιων, πού ένσαρκώθηκαν όχι ένεκα τών αμαρτιών
τους, άλλά γιά νά συντελέσουν στήν κάθαρση καί τήν μετάνοια τών κοινών
έκπεσμένων ψυχών. Καί οί ψυχές τών έκάστοτε γεννωμένων ανθρώπων προϋπάρχουν,
δέν είναι αποτέλεσμα τού ανθρώπινου σπέρματος, πού δημιουργεί μόνο τό σώμα. Οί
ψυχές απλώς ενσωματώνονται είς αύτό καί μέ τήν άσκηση τών άρετών θά έπανέλθουν
στό «ουράνιο» ή «αυγοειδές» ή πνευματικό ή «αιθέριο» σώμα.
«Πρότερον μέν ούν κατ’
εικόνα ό άνθρωπος γεγενήσθαι εΐρηται, δπερ δηλοΐ τό άυλον. Επειδή δέ καί έν
έτέρμ (= δηλ. σέ κατώτερη) καταστάσει γεγένηται ώς δεΐσθαί τίνος ώ χρήσεται,
έδέησεν αύτφ οργανικού σώματος, νύν δέ ( = μετά τήν πτώση) καί δερμάτινοι γίνονται...
ή ψυχή άπαλλαττομένη τοϋδε τού σώματος πρός τάς μεταβατικός έαυτής κινήσεις,
δπερ μέσον έστί συνάπτον τήν νοερόν ουσίαν πρός τό παχύ (= σώμα)· τούτο την
ψυχήν βαρεΐ, τού σκήνους ού την ψυχήν άλλα τόν νοΰν βρίθοντος» (Εις Γένεσιν Γ'
21).
Πριν δέ ταύτης ( = τής
ψυχής) άρξασθαι, ακόλουθον προειπεΐν τι να συντελοΰντα πρός τό προκείμενον ή
τού άνθρώπου ψυχή άθά νατος ύπάρχουσα καί ού μόνον έτέρας ούσίας παρά τό σώμα
άλλα καί θειοτέρας, τούτφ ( = τφ σώματι) συνεπλάκη κατά διαφόρους λόγους, ή τής
άξίας αύτής τής κατά ροπήν ιδίαν καί πόθον πρός τά σώματα κοινωνίαν πρός αύτά
έργασαμένης ή διά τό χρήσιμον τών ώφελείας δεομένων τούτφ συναφθείσης, Ούδέ γάρ
συνεσπάρη τφ σώματι... μή οϊόν τε είναι έκ σωματικού σπέρματος άσώματον ούσΐαν
ύποστήναι ούδ’ αύ ύστέρα τού σώματος πλάττεται προηγούμενη τυγχάνουσα» (Εις Ίώβ
Γ' 35).
Οί θεωρητικές μεταφυσικές
αντιλήψεις αυτές προδίδουν έλάχιστο ρεαλισμό, διατυπώνονται σχεδόν έρήμην τής
Παραδόσεως τής Εκκλησίας, πηγάζουν κυρίως από τόν ’Ωριγένη, μοιάζουν μέ τό
μεταφυσικό σύστημα του Εύαγρΐου καί προκάλεσαν την καταδίκη τού Διδύμου καί τών
σχετικών απόψεων του τό 543 καί στήν Ε' Οίκουμ. Σύνοδο (553), την οποία
υιοθέτησαν οί επόμενες Οίκουμ. Σύνοδοι. Τό γεγονός είχε ώς αποτέλεσμα νά
υποχωρήσει ή φήμη τού Διδύμου καί τά περισσότερα έργα του σχεδόν νά
λησμονηθούν. Εύτυχώς έ πέζησε στόν λατινικό χριστιανικό κόσμο μέ τίς
μεταφράσεις τού Ιερωνύμου κ.ά., όπως καί μέ τά έργα τού ’Αμβροσίου, τού όποιου
μία τών πηγών ύπήρξε ό Δίδυμος.
ΕΡΓΑ
Ό Δίδυμος ύπήρξε πολύ
παραγωγικός καί ώς τυφλός αποτελεί μοναδικό φαινόμενο πολυγράφου καί δή
έρμηνευτή συγγραφέα, τού οποίου ή αποτίμηση γίνεται δυνατή μέ τήν ανεύρεση στήν
Toura (1941) παπύρων, στους όποιους σώζονται έρμηνευτικά του έργα. Ό λόγος του
γενικά έχει τήν αρετή τής έπαγωγικότητας αλλά πολύ συχνά είναι δυσνόητος καί
αποσπασματικός. Διακρίνεται ακόμη άπό ένάργεια καί αμεσότητα, πού χαρακτηρίζουν
συνήθως τόν προφορικό λόγο. Επειδή όμως τά κείμενά του είναι κυρίως καταγραφές
μαθημάτωνόμιλιών, διατηρούνται καί όλα τά μειονεκτήματα τού προφορικού λόγου:
έπαναλήψεις, γλωσσικές ανακρίβειες, σολοικισμοί, άναπόδοτα σχήματα, όχι πλούσιο
λεξιλόγιο κ.λπ. Φαίνεται μάλιστα ότι πολλά κείμενά του κυκλοφόρησαν πολλά
χρόνια μετά τήν παρουσίασή τους ώς μαθημάτων ή ομιλιών καί μάλιστα στήν
γεροντική του ηλικία.
'Η συγγραφική
δραστηριότητα τού Διδύμου καλύπτει εύρύτατη θεματική, στήν όποια κυριαρχεί
βέβαια ή έρμηνεία τής ΠΔ, μέ τά σωζόμενα ύπο μνήματα
Εις τήν Γένεσιν, Εις τούς
Ψαλμούς, Εις τόν Ίώβ, Εις τόν Εκκλησιαστήν, Εις τόν Ζαχαρίαν, αλλά έκτείνεται
στην ΚΛ, τής όποιας ύπομνημάτισε το Εύαγγέλιο τοϋ Ίωάννου, τίς Πράξεις κι
Επιστολές τοϋ Παύλου, πιθανώς καί τό Εύαγγέλιο τού Ματθαίου, όπως εκτείνεται
καί σέ θεολογικά, άπολογητικά καί ήθικολογικά θέματα: Κατά μανιχαίων, Λόγος
περί τον άγιου Πνεύματος, Περί θεοφάνιας, Πρός φιλόσοφον, Περί άσωμάτου, Λόγος
περί αρετών, Λόγος περί τοϋ Υίοϋ, Κατά άρειανών, Περί ψυχής κ.ά.
Πολυσυζητημένο καί ακόμη
άμφιλεγόμενο θέμα συνιστά ή γνησιότητα ή μη τοϋ έργου «Περί Τριάδος», πού
έκδιδόταν ώς έργο τού Διδύμου, καί τά βιβλία IV καί V, τά όποια συνεκδίδονται
μέ τά βιβλία Ι111 τοϋ Μ. Βασιλείου «Κατά Εύνομίον» καί τά όποια πρόσφατα
μερικοί ερευνητές άπέδο σαν στόν Δίδυμο. Τό θέμα στασιάζεται καί συνεχώς
πληθύνονται τόσο οί ύποστηρικτές όσο καί οί άρνητές τής γνησιότητάς τους.
Φαίνεται όμως ότι ή
διαπίστωση κάποιων ομοιοτήτων ή κάποιων διαφορών μεταξύ τών παραπάνω καί τών
γνήσιων έργων τοϋ Διδύμου δέν πρέπει νά θεωρείται αποφασιστική. Οί πρώτες
μπορεί νά οφείλονται στό ότι τά έργα γράφηκαν από μαθητές τοϋ Διδύμου. Οί
δεύτερες μπορεί νά οφείλονται στό γεγονός ότι τά έργα τοϋ Διδύμου είναι
προφορικά καί μεταξύ τοϋ προφορικού λόγου π.χ. τοϋ 350 καί τοϋ προφορικού λόγου
τοϋ 390 δικαιολογούνται πολλές διαφορές. Φοβούμεθα λοιπόν ότι ή σχετική έρευνα
δέν θά οδηγήσει ποτέ σέ ασφαλή συμπεράσματα, εκτός έάν βρεθεί ασφαλής εξωτερική
μαρτυρία.
1. 'Υπόμνημα εις τήν Γένεσιν. Σώθηκε στούς παπύρους τής Toura
καί περιλαμβάνει τά κεφ. τής Γεν. A'ΙΖ'. Στήν αρχή, στό τέλος καί αλλού ή γραφή
τοϋ παπύρου είναι ανεπανόρθωτα φθαρμένη. Ό Δίδυμος γνωρίζει καί χρησιμοποιεί
τόν Θεόφιλο ’Αντιόχειας έμμεσα καί τούς Φΐλωνα καί ’Ωριγένη (Υπόμνημα είς τήν
Γένεσιν) άμεσα.
2. 'Υπόμνημα εις Ψαλμούς 2044, 4. Μολονότι ό 'Ιερώνυμος (De
vir. ill. 109) γνώριζε υπόμνημα σέ όλους τούς Ψαλμούς, οί πάπυροι τής Toura
παραδίδουν μόνο εξήγηση τών Ψαλμών 2044,4.
3. 'Υπόμνημα εις Ψαλμούς έτερον. Μεγάλος άριθμός άποσπασμάτων
σχολίων σέ όλους τούς Ψαλμούς άνιχνεύτηκε σέ σειρές καί δή στήν λεγάμενη
παλαιστινιακή. Τά άποσπάσματα προϋποθέτουν υπόμνημα, τό όποιο είναι διάφορο
έκείνου πού παραδίδουν οί πάπυροι τής Toura.
4. Υπόμνημα εις ’Ιώβ. Καί αύτό σώθηκε στά χειρόγραφα τής Toura διατηρημένο αρκετά καλά. Παλαιότερα ήσαν γνωστά πολλά σχόλια
σε σειρές καί δή τοΰ Νικήτα Ήρακλείας.
5. 'Υπόμνημα εις Εκκλησιαστήν. Καί αύτό στούς παπύρους τής
Toura, πού σε πολλά σημεία είναι κατεστραμμένοι. Πλήρες υπόμνημα.
6. 'Υπόμνημα εις τόν Ζαχαρίαν. Βρέθηκε σχεδόν πλήρες στούς
παπύρους τής Toura. Είναι από τά σπουδαιότερα έρμηνευτικά του κείμενα καί άπό
τά καλύτερα διατηρημένα στούς παπύρους. Γράφηκε περί τό 387 μέ υποκίνηση τού
'Ιερωνύμου, ό όποίος τό χρησιμοποίησε πολύ στήν σύνταξη τοΰ δικού του
ύπομνήματος στόν Ζαχαρία.
7. 'Υπόμνημα εις τάς Κανονικάς Έπιστολάς. Μέ τόν τίτλο «In
epistulas Canonicas brevis enarratio» σώζεται μετάφραση άπό τόν Έπιφάνιο τόν
Σχολαστικό ανάλογου έργου τού Διδύμου. Άνιχνεύτηκαν καί αποσπάσματα τού
πρωτοτύπου. Φαίνεται ότι δέν πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε γιά την γνησιότητά του,
μολονότι τό έργο ίσως νά γνώρισε μεταγενέστερες έπεμβάσεις.
8. Κατά Μανιχαίων. νΕργο τοΰ οποίου λείπει ή εισαγωγή καί ίσως
ακόμη μεγαλύτερο μέρος του. Άπαντά στό πρόβλημα τού κακού καί άναφέρεται σέ
πληθώρα θεμάτων.
9. Λόγος περί άγιου Πνεύματος (De Spiritu sancto). Τό 381 τό
χρήσιμο ποίησε ώς πηγή ό ’Αμβρόσιος γιά τό δικό του ομώνυμο έργο. Σώζεται μόνο
σέ μετάφραση (387) τοΰ 'Ιερωνύμου, πού ήθελε νά είναι πιστός στό πρωτότυπο.
Γράφηκε μάλλον μετά τό 375 καί ασφαλώς πρίν τό 381. Πρόκειται μάλλον γιά
συνένωση όμιλιών, μέ τίς όποιες ύποστήριζε τήν όμοουσιότη τα, την ταυτότητα τής
φύσεως τοΰ Πνεύματος μέ τήν φύση του Πατέρα καί τοΰ Υιού, καί ανέλυε τό έργο
τοΰ άγιου Πνεύματος. 'Η ορολογία του (στην λατινική μετάφραση) δέν είναι ακριβής
καί αποφεύγει βαθιές θεολογικές αναλύσεις.
10. Αποσπάσματα υπομνημάτων ή σχολίων εις ΠΑ
άπό σειρές καί άλλες πηγές:
Εις τήν Γένεσιν
Εις τήν Εξοδον:
Εις Β' Βασιλειών:
Εις τάς Παροιμίας
Εις τό Ασμα άσμάτων
Εις τόν Ήσαΐαν
Εις τόν Ιερεμίαν
Εις τόν Δανιήλ
Εις τόν Ώσηέ
11. Αποσπάσματα υπομνημάτων ή σχολίων άπό
σειρές ή άλλες πηγές:
Εις τόν Ίωάννην
Εις τάς Πράξεις
Εις τήν πρός Ρωμαίους
Εις τάς πρός Κορινθίους
Εις τήν πρός Εβραίους
Εις τήν ’Αποκάλυψιν
12.’Αποσπάσματα
άπολεσθέντων έργων:
Περί θεοφάνιας
Πρός φιλόσοφον
Περί άσωμάτου
Είς Λώτ καί Δαυίδ
Διάλεξι ςσυζήτησις μετά
αιρετικού (άσφαλώς άπολιναριστή). Σέ φύλλο παπύρου τής Toura. Έκδόθηκε άπό τόν
Β. Kramer: ΖΡΕ 12 (1978) 202211.
13.'Αποσπάσματα αδήλων
έργων: PG 9596, όπου ή συλλογή Ιερά παράλληλα.
14.Τίτλοι άπολεσθέντων
έργων:
Λόγος περί άρετών. Λόγος
περί τού Υιού. Υπόμνημα εις τόν Ματθαίον και ΐσως Υπόμνημα εις τόν Ιεζεκιήλ.
Αυτά μνημονεύονται άπό τόν ίδιο τόν Δίδυμο στό υπόμνημά του στόν Ζαχαρία καί
άρα γράφηκαν πριν τό 386. Ό Doutreleau καταλήγει ότι ό Δίδυμος έγραψε ακόμη καί
Υπομνήματα Εις Λευϊτικόν καί Εις τόν Λουκάν: SCh 83, σσ. 125126. Συμβουλευτική
ηθική (Σωκράτους, Έκκλησ. ιστορία Δ' 23). Υπόμνημα εις τό «Περί ρρχών» τού
Ώριγένους. Διατί άποθνήσκουσι τά παιδία. Scctarum volumen. Περί ψυχής. Περί
πίστεως. Λόγος περί θεοφάνιας. Περί τού περιττού αριθμού. Κατά άρειανών βιβλία
δύο.
’Αμφιβαλλόμενα ή νόθα:
Περί Τριάδος βιβλία τρία.
’Ακέφαλο έργο, πού αρχίζει άπό τό κεφ. 7 τού Α' βιβλίου. Γράφηκε μετά τό 380.
Τά δύο πρώτα βιβλία άφιερώνονται στην ορθόδοξη έκθεση τής διδασκαλίας περί Υιού
καί άγ. Πνεύματος. Τό τρίτο έρμηνεύει παρεξηγημένα άπό τούς αιρετικούς βιβλικά
χωρία σχετικά κυρίως μέ τά πρόσωπα τής άγ. Τριάδας, τά όποια είναι όμοούσια. Κι
εδώ εμφανίζεται ή δυσχέρεια νά διακρίνει ό συντάκτης μεταξύ ουσίας καί
ύποστάσεως. Επομένως γράφηκε μέ την επήρεια τοΰ Διδύμου, άλλά καί μέ κάποια
γνώση τής θεολογίας τών Καππαδοκών. Τό πρόβλημα τής γνησιότητάς του συζητεϊται
άκόμη. Στούς πρόσφατους ύποστηρικτές τής γνησιότητας άνήκει ό A. Heron καί
στούς άρνητές ό Μ. Simonciti.
Κατά Εύνομίου. Έκδιδόταν
ώς Δ' καί Ε' βιβλία τοΰ Κατά Εύνομίου Λ Γ' έργου τοΰ Μ. Βασιλείου δέν άνήκουν
όμως σ’ αυτόν. Άλλά καί ή άπό δοσή τους στόν Δίδυμο δέν έχει άποδεικτικά
έρείσματα. Ή σχετική συζήτηση συνεχίζεται καί τό πρόβλημα είναι άκόμη
δυσκολότερο, διότι τό έργο δέν έχει ένιαία δομή.
Διάλεξις μοντανιστοϋ καί
ορθοδόξου. Αντιρρητικό έργο βασιζόμενο σέ παλαιότερες πηγές.
Περί πίστεως λόγος
μείζων. Έκδιδόταν ώς έργο τοΰ Μ. Αθανασίου, αποδόθηκε στόν Μάρκελλο Άγκυρας καί
ό Simonetti βρίσκει έννοιες του στά έργα τοΰ Διδύμου, κάτι όμως πού δεν
φαίνεται νά είναι άποφασιστικό:
135. ΣΥΝΟΔΟΙ NIMES
(NEMAUSENSE) (396)
καί TOYPINOY (TAURINENSE)
(398)
A. Ή καταδίκη καί ή εκτέλεση
τοϋ Πρισκιλλιανού (385) προκάλεσαν την διαίρεση των έπισκόπων τής Γαλατίας σέ
όπαδούς τοΰ Felix των Τρεβίρων, υπερασπιστή τοΰ πρισκιλλιανιστή Ίθακίου, καί
άντιπάλους τοϋ Felix. Προσπάθειες συμφιλιώσεως, τήν όποια έπιδΐωξε καί ό
’Αμβρόσιος Μιλάνου, ά πέτυχαν. Χάριν τής συμφιλιώσεως κλήθηκαν γιά τήν 1η
’Οκτωβρίου τοϋ 396 (ή 394) οί γαλάτες έπίσκοποι στήν Nunes τής Γαλλίας.
Προσήλθαν όμως μόνο 21 καί αύτοί οπαδοί τοϋ Felix. Φυσικά δεν έλυσαν τήν
σοβοϋσα κρίση, άλλά συνέταξαν 7 κανόνες, τούς οποίους άπέστειλαν σέ όλους τούς
γαλάτες έπισκόπους. Κυρίως τόνισαν μέ τούς κανόνες τήν αυθεντία τοϋ επισκόπου,
άπέκλεισαν τήν πρόσληψη καί κρίση κληρικών άπό επίσκοπο άλλης έπισκοπής καί
όρισαν τά συστατικά γράμματα (epistolia), μέ τά όποια έμφανίζονταν όπουδήποτε κληρικοί
καί λαϊκοί έφοδιασμένοι, νά ύπο γράφονται μόνο άπό τόν οικείο έπίσκοπο. ’Ακόμη,
μέ τόν δεύτερο κανόνα άπαγορεύουν τήν χειροτονία τών γυναικών ώς διακονίσσων.
Β. ’Επειδή άπό την σύνοδο
τής Nimes απούσιασαν οί άντιφηλικιανοί επίσκοποι (αντίπαλοι τού πρισκιλλιανιστή
Felix των Τρεβίρων), δεν δόθηκε λύση στό σχίσμα μεταξύ όπαδών καί αντιπάλων τοΰ
Felix. Ή λύση καί ή άρση τοΰ σχίσματος έπιτεύχτηκε τό 398 (τό έτος συγκλήσεως
τής συνόδου αυτής έχει πολύ συζητηθεί· γενικά τώρα γίνεται δεκτή ή σύγκλησή της
πριν τό τέλος τοΰ Δ' αι. καί όχι τό 404 ή 417) στό Τουρίνο κοντά στό Μιλάνο. Ό
Μιλάνου Σιμπλικιανός, τήν βοήθεια τοΰ όποιου ζήτησαν οί γαλάτες επίσκοποι,
κάλεσε σύνοδο επισκόπων καί κληρικών τής μητροπόλεώς του στό Τουρίνο, όπου
προσήλθαν καί μίλησαν εκπρόσωποι των φηλικιανών καί των άντκρηλικιανών. Οί
συνοδικοί συνέταξαν κείμενο άποφάσεως, πού άρ γότερα διαιρέθηκε (κατά
παραγράφους καί περιπτώσεις) σέ 8 κανόνες. Τό σχίσμα έληξε μέ τήν παραίτηση τοΰ
Felix καί τήν κοινωνία μεταξύ όπαδών καί άντιπάλων του. Ή άπόφαση στηρίχτηκε σέ
δύο κείμενα, τά όποια μνημονεύονται στόν κανόνα 6 καί είναι σχετικές Επιστολές
τοΰ μόλις άποθα νόντα ’Αμβροσίου Μιλάνου καί τοΰ Ρώμης Σιρικίου. Τό γεγονός
ύπογραμ μίζει ότι άπό τήν εποχή τοΰ ’Αμβροσίου τουλάχιστον ώς τό τέλος τοΰ Δ'
αΐ. ή μητρόπολη τοΰ Μιλάνου είχε κϋρος άνάλογο μέ αύτό τής Ρώμης, όπως δείχνουν
οί γενικότερες πρωτοβουλίες τοΰ ’Αμβροσίου καί τοΰ Σιμπλι κιανοΰ. Ή σύνοδος μέ
τούς κανόνες (άποφάσεις) της έδειξε σύνεση καί διάθεση συμφιλιωτική,
συνδυασμένη μέ τήν έμμονή στήν παράδοση καί τήν τάξη τής Εκκλησίας. Επέλυσε
θέματα δικαιοδοσίας μητροπολιτών καί πρωτείων κατά τίς χειροτονίες καί, πλήν
άλλων, άπαγόρευσε τήν χειροτο νία σέ άνώτερο «βαθμό» κληρικού εγγάμου, πού
άπέκτησε τέκνα κατά τόν χρόνο πού ήταν κληρικός (κανόνας 8).
136. ΣΥΝΟΔΟΙ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ
(397, 397, 399)
Πρός έξασφάλιση τής
εύταξίας καί βεβαίωση τής αυτονομίας τους οί επίσκοποι τής Βόρειας Αφρικής
συγκρότησαν πολλές συνόδους καί δή στήν Καρθαγένη μέ τήν προεδρία τοΰ έπισκόπου
τής πόλεως Αύρηλΐου. Άπό τίς συνόδους αυτές κείμενα άποφάσεις γνωρίζουμε ότι συνέταξαν οί έξής
τρεις: τής 26ης ’Ιουνίου 397, τής 28ης Αύγούστου 397 καί τής 27ης ’Απριλίου
399. Τής πρώτης καί τής τρίτης σώθηκαν άπό ένας μόνο κανόνας. Σημαντικότερη
άναδείχτηκε ή δεύτερη, ή όποια προώθησε τήν οργάνωση τής βορειο αφρικανικής
Εκκλησίας, ισχυροποίησε τήν αυτονομία τής Εκκλησίας αυτής έναντι τής Ρώμης,
επικύρωσε τούς κανόνες τής συνόδου τής Ίππώ νας (393) (= breviarium) καί
παρενέβαλε σ’ αυτούς μερικές ακόμη διατάξεις. fH δεύτερη αύτή σύνοδος διέσωσε κι
επιστολή των έπισ κόπων Αύρηλίου καί Μουσωνίου πρός τούς έπισκόπους των
έπαρχιών Νουμιδίας, Μαυριτανίας κ.ά. 'Η επιστολή σχετίζεται μέ σύνοδο τής 13ης
Αύγουστου τοϋ 397 στην Καρθαγένη.
137. ΣΙΡΙΚΙΟΣ ΡΩΜΗΣ (384-399)
Ό Σιρίκιος διαδέχτηκε τό
384 τόν Δάμασο Ρώμης κι έδρασε όταν στόν
έκκλησιαστικό χώρο τής Δύσεως κυριαρχούσε άπόλυτα ή μορφή τοϋ Αμβροσίου
Μιλάνου. Δεν ήταν τόσο θεληματικός καί δραστήριος όπως ό προκάτοχός του, άλλα
έδειξε σύνεση κι ενδιαφέρον γιά τήν ειρήνη καί τήν αντιμετώπιση θεμάτων
εύταξίας στήν ’Εκκλησία. "Οπως παλαιότερα οί μεγάλοι έπίσκοποι ’Αθανάσιος,
Βασίλειος, Δά μασος κ.ά., αισθανόταν καί ό Σιρίκιος υπεύθυνος γιά τήν «μέριμναν
πασών των Εκκλησιών» (Β' Κορ. 11, 28) (βλ. Έπιστ. 1, 1 καί 6, 1). Μέ τό πνεύμα
τούτο συγκρότησε μικρές τοπικές συνόδους, άπευθύν θηκε σέ δυτικές ’Εκκλησίες,
έπενέβη γιά τό θέμα ’Αντιόχειας, ένεκα τής παλαιότερης έκεΐ άναμίξεως δυτικών,
καί άπέστειλε πολλά γράμματα, πού κυρίως οφείλονται στή όργανωμένη γραμματεία
του, άλλά καί πού οπωσδήποτε τόν εξέφραζαν. Ό Σιρίκιος φαίνεται ν’ άπαιτεΐ γιά
τις άποφάσεις του, όπως διατυπώνονται σέ γράμματά του, σεβασμό άνάλογο πρός τίς
αποφάσεις τοπικών συνόδων, ενώ δέν άντιδροΰσε στις πρωτοβουλίες δυτικών
μητροπολιτών καί δη τών ’Αμβροσίου καί Σιμπλικιανοΰ Μιλάνου, τών όποιων οί πρωτοβουλίες
άφοροΰσαν γενικά θέματα τής δυτικής Εκκλησίας.
Τού Σιρικίου σώθηκαν
πέντε Επιστολές, μία τών όποιων βρίσκεται πρώτη στά decretalia, στίς συλλογές
δηλ. παπικών γραμμάτων, πού έχουν κανονικό χαρακτήρα καί ισχύ.
138. ΟΠΤΑΤΟΣ ΜΙΛΕΒΗΣ (+ 392/400)
ΓΕΝΙΚΑ
Την φοβερή κρίση, τήν
όποια δημιούργησε στήν βορειοαφρικανική Εκκλησία ό δονατισμός, κατόρθωσαν πολύ
άργά ν’ αντιμετωπίσουν δύο έξοχες φυσιογνωμίες τής Νουμιδίας: ό Όπτάτος,
εκκινώντας άπό τήν κανονική Εκκλησία, καί ό Τυκόνιος (+ λίγο μετά τό 392), εκκινώντας
άπό τούς κόλπους τού δονατισμοΰ. Καί οί δύο, παραμερίζοντας τόν φανατισμό καί
τό κοινωνικοοικονομικό ύ~ πόβαθρο τής κρίσεως, κατανόησαν κι έδειξαν πειστικά ότι
τό σχίσμα των δονατιστών δεν είχε σοβαρή θεολογική βάση καί ότι ή θεμελιώδης
του διδασκαλία συμπίπτει γενικά πρός τήν διδασκαλία τής κανονικής Εκκλησίας.
~Ετσι καί οί δύο άνδρες, μολονότι τό περιβάλλον τους ήταν αδιάλλακτο καί οξύ,
εμφανίστηκαν μέ ειρηνικές τάσεις καί διάθεση ύπερβάσεως τής διαιρέσεως.
Ενδεικτικό είναι ότι ό Τυκόνιος τελικά έγκατέλειψε τούς δονατιστές (χωρίς όμως
νά προσχωρήσει στήν Εκκλησία) καί ό Όπτάτος τούς ονόμαζε αδελφούς, άφού κατά
τήν γνώμη του είχαν καί αύτοί τήν Ιδια πίστη (Adversus Parmenianum 9).
Γιά τόν Όπτάτο γνωρίζουμε
ότι έδρασε ώς επίσκοπος Μιλέβης (σήμερα Mila ’Αλγερίας) στό β' ήμισυ τού Δ' αί.
κι έγραψε κατά των δονατιστών. Στό έργο αύτό, τού όποιου αγνοούμε τόν ακριβή
τίτλο, αναιρεί τις κατηγορίες πού ό δραστήριος δονατιστής Παρμενιανός
Καρθαγένης (+ 391) άπέδιδε στήν κανονική Εκκλησία. Προπαντός, μεγάλη άξια έχει
τό έργο, διότι εκθέτει τό πώς άρχισε καί πώς έξελΐχτηκε τό σχίσμα καί μάλιστα
παραθέτει συλλογή έγγράφων πού άφοροΰν τό σχίσμα καί τήν αντιμετώπισή του.
Μέ αφορμή τόν δονατισμό
έπιχειρεΐ πρώτος ό Όπτάτος νά διευκρινίσει θέματα έκκλησιολογικά, πού είχαν μέ
άλλον τρόπο άνακύ ψει κι έρευνηθεΐ από τόν Κυπριανό (+ 258) στήν Βόρεια ’Αφρική
κατά τόν προηγούμενο αιώνα, άλλα είχαν λησμονηθεί. Πολύ όρθά διέκρι νε ό
Όπτάτος ότι θεολογικά ή σύγχυση των δονατιστών οφειλόταν στήν αδυναμία τους νά
διακρίνουν τήν αίρεση άπό τό σχίσμα καί στήν θεώρηση γενικά τής Εκκλησίας ώς
σώματος άγιων, εκλεκτών καί άναμαρτήτων.
"Ετσι ταύτιζαν οί
δονατιστές τήν Καθολική Εκκλησία μέ τούς εκλεκτούς άγιους, οί όποιοι μόνοι
μπορούσαν νά τελούν έγκυρα μυστήρια, κάτι πού δεν ϊσχυε καί γιά τούς
εκπροσώπους τής κανονι κήςΚαθολικής Εκκλησίας. Ή απάντηση τού Όπτάτου ήταν
διαυγής: σχισματικοί είναι αυτοί πού σφάλλουν σέ ζητήματα εκκλησιαστικής
ευταξίας, ενώ αιρετικοί αυτοί πού σφάλλουν σέ θέματα πΐστεως. Οί δονατιστές
άνήκουν ούσιαστικά στήν πρώτη περίπτωση, άλλά πρέπει ν' άπαλλαγοΰν άπό τήν
ψευδαίσθηση ότι αύτοΐ είναι άγιοι κι εκλεκτοί. Μέ πολλή εύκολία ό Όπτάτος
μπορούσε νά δείξει ιστορικά ότι οί δονατιστές ήταν υπεύθυνοι πολλών σφαλμάτων,
καί βιβλικά ότι στήν Εκκλησία άνήκουν καί οί ενάρετοι καί οί αμαρτωλοί, πού θά
κριθούν στήν δευτέρα παρουσία, στήν τελική κρίση.
Εφόσον «ούδείς
άναμάρτητος», είναι λάθος ν’ άναζητεΐται ό τέλειος ήθικά λειτουργός γιά τήν
τέλεση τών μυστηρίων καί δή τού Βα πτίσματος, στήν τέλεση τού όποιου διακρίνει
τρεις θεμελιώδεις παράγοντες: in Trinitate (βάπτιση στό όνομα τής άγ. Τριάδας),
in credente (ή πίστη τού βαπτιζομένου) καί in operante (ό τελών τό βά πτισμα
κληρικός). Όλα είναι άπαραίτητα, άλλ’ όχι καί ή αγιότητα τού βαπτΐζοντος
κληρικού. Επομένως ή άρνηση έγκυρότητας τών μυστηρίων πού τελούν οί κληρικοί
τής κανονικής Εκκλησίας δέν έχει θεολογική θεμελίωση, εφόσον αυτά τελούνται
κανονικά. Εξηγεί μέ σαφήνεια ότι τήν χάρη τών μυστηρίων δέν προσφέρει στόν πι
στεύοντα ό κληρικός άλλά ή άγια Τριάδα. Ό κληρικός είναι μόνο ύπηρέτης τών
μυστηρίων καί ώς θνητός γνωρίζει διακυμάνσεις στόν βαθμό τής πνευματικής του
καθαρότητας. Πρόκειται γιά τήν διδασκαλία, πού άνέπτυξε μετά ό Αυγουστίνος καί
είναι γνωστή μέ τούς όρους ex opere operato καί όχι ex opere operands (ή θεία
χάρη δηλ. έξαρτάται άπό τό γεγονός τού τελεσθέντος μυστηρίου operato
καί όχι άπό τόν τελέσαντα τό μυστήριο operands).
Συνεπής πρός αύτά, ό
Όπτάτος εξηγεί ότι ή Εκκλησία είναι «αγία» ένεκα τών μυστηρίων της καί αληθείς
χριστιανοί είναι όσοι φέρουν τήν προσηγορία τού «καθολικού». Στόν όρο βέβαια
τούτο έδινε κυρίως έννοια γεωγραφική (παρουσία κι έξάπλωση στις τότε γνωστές
περιοχές, κάτι πού δέν είχε ή εκκλησία τών δονατιστών), άλλά τόν συνέδεε καί μέ
τήν κοινωνία μέ όλες τις Εκκλησίες καί δή μέ τήν Εκκλησία τής Ρώμης, τήν όποια
θεωρούσε σύμβολο ενότητας. Ή ένότητα καί ή κοινωνία με τήν έδρα τοΰ Πέτρου
είναι απαραίτητη, άλλα τονίζει εξίσου ότι ή ’Εκκλησία τής Ρώμης οφείλει μέ τήν
σειρά της νά κοινωνει μέ τίς Εκκλησίες τής ’Ανατολής, πού συνοπτικά τίς
ονομάζει septiformis ecclesia Asiae (2,6 καί 6,3),
Ό Όπτάτος, μολονότι
άποδείχτηκε ρεαλιστής στά θέματα τής αγιότητας καί τής διακρίσεως σχίσματος καί
αίρέσεως, έδειξε άνε δαφικότητα στήν θεώρηση τής σχέσεως αύτοκράτορα κι
Εκκλησίας. Εκκινώντας άπό τήν ιδέα τού Ευσεβίου Καισαρείας (+ 339), ότι πλέον
κράτος καί χριστιανισμός ταυτίζονται (κεφ. 3), υποστήριζε ότι κάθε χριστιανός
όφείλει ύπακοή σέ ό,τι γιά τά εκκλησιαστικά διατάσσει ό χριστιανός
αύτοκράτορας. Αύτό δέν τό έκανε ό Δονάτος καί γι’ αύτό ήταν ασυγχώρητος, όπως
καί οί οπαδοί του. Επομένως αίτιοι των εναντίον τους διώξεων τοΰ κράτους
υπήρξαν οί ίδιοι οί δονατι στές. Ή θέση του Όπτάτου μαρτυρεί έλλειψη θεολογικοΰ
ρεαλισμού καί τονίζει τήν αδυναμία κατανοήσεως των φυλετικών καί οίκονο
μίκοκοινωνικών λόγων, πού έτρεφαν τήν άντΐσταση των δονατιστών πρός τήν ρωμαϊκή
εξουσία καί πρός τήν κανονική βορειοαφρικανι κή Εκκλησία, ή όποια στά μάτια των
δονατιστών ταυτιζόταν μέ τήν «κρατική» Εκκλησία τής Ρώμης.
ΕΡΓΑ
Ό Όπτάτος υπήρξε δόκιμος
συγγραφέας, αλλά μέ βεβαιότητα τοΰ αποδίδεται μόνο ένα έργο, τοΰ όποιου μάλιστα
άγνοοΰμε τόν τίτλο. Πρόκειται γιά τό έργο, πού ορθά χαρακτηρίζει ό Ιερώνυμος ώς
Adversus Donatianae partis calumniam (Dc viris ill. 110), διότι όντως αναιρεί
έξη βασικά σημεία τοΰ δονατιστή επισκόπου Καρθαγένης Παρμενιανοΰ. Αύτό έγινε μέ
έξη βιβλίατμήματα περί τό 370374, ενώ άργότερα, μεταξύ 385 καί 390 ό Όπτάτος
άναθεώρησεβελτίωσε τό έργο του, προσθέτοντας μάλιστα έβδομο βιβλίο καί συλλογή
(βλ. κεφάλ. Δονατιστών συλλογή/Acta) εγγράφων (συ νοδικών καί μή) σχετικών πρός
τό σχίσμα των δονατιστών. Κατά καιρούς απέδωσαν στόν Όπτάτο ψευδοαύγουστίνειους
λόγους, αλλά χωρίς επιτυχία: δύο Εις τό Πάσχα καί τρεις Εις τά Επιφάνεια.
Εύτυχέστερη φαίνεται ή άπόδοση εις αύτόν ομιλίας Περί σφαγής άθώων, άλλά ίσως ό
Όπτάτος τών χειρογράφων της νά είναι ό δονατιστής Όπτάτος Thamugadi.
Adversus Parmenianum
donatistam (Κατά τοΰ δονατιστοΰ Παρμενιανοΰ).
’Αμφιβαλλόμενα καί νόθα:
Περί σφαγής άθώων:
139. ΓΕΛΑΣΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (+ 396/400)
Ό Γελάσιος, ανεψιός του
Κυρίλλου Ιεροσολύμων (+ 387), έγινε τό 366/7 επίσκοπος Καισαρείας τής
Παλαιστίνης. Σχεδόν αμέσως εξορίστηκε από τόν αύτοκράτορα Ούάλη κι έζησε πολλά
έτη στην Αίγυπτο. Επανήλθε στην επισκοπή του τό 379, μέ την άνοδο στόν θρόνο
του Μ. Θεοδοσίου (379395), καί τό 381, ώς ορθόδοξος, έλαβε μέρος στην Β'
Οΐκουμ. Σύνοδο. Ό Φώτιος (Βιβλιοθήκη 227) πληροφορεί ότι ό ’Αλεξάνδρειάς
Θεόφιλος κατηγόρησε τόν Γελάσιο, διότι συνέχιζε νά μνημονεύει στά δίπτυχα τόν
προκάτοχό του Ευσέβιο, πού βέβαια υπήρξε φίλος καί ύποστηρικτής ήπιος τού
Άρείου. Γό 394 έλαβε μέρος στην σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως καί τό 396 μάλλον
κυκλοφόρησε την Εκκλησιαστική ιστορία του. Τό 400 στην Καισαρεία ήταν άλλος
επίσκοπος, ό Εύλόγιος. "Αρα ό Γελάσιος είχε μάλλον πεθάνει.
Ό Γελάσιος είχε μέτρια
συγγραφική δραστηριότητα, από την όποια σώζονται μόνο αποσπάσματα. Σέ
μεταγενέστερες πηγές άναφέρονται οί έξης τίτλοι έργων του, πού ήσαν μάλλον
όμιλίες: Κατά άνομοίων (Φωτίου, Βιβλιοθήκη 102), Έξήγησις τού μαθήματος (τού
Συμβόλου) (Doctrina Patrum 31,92), Κατά τήνέκκλησίαν πρακτική στοιχείωσις (στό
ίδιο έργο 102), Λόγοι εις τά Επιφάνια καί τό Πάσχα καί φυσικά ’Εκκλησιαστική
ιστορία.
Τά άποσπάσματα, πλήν τής
Έκκλησ. ιστορίας, έξέδωκε ό F. Diecamp (Analecta Patristica, Roma 1936, σσ.
4449: Τά άποσπάσματα 13 καί 14 είναι άμφιβαλλόμενα). Αυτά δείχνουν ότι ό
Γελάσιος έλαβε μέρος στίς χρι στολογικές συζητήσεις, δεχόμενος ότι ό Χριστός
είναι Θεός καί άνθρωπος.
Ή «Εκκλησιαστική
ιστορία», δημοσιευμένη μάλλον τό 396, συνιστά έ πανέκδοση τοΰ ομώνυμου έργου
του Ευσεβίου, στό όποιο ό Γελάσιος πρόσ θεσε τά στοιχεία από τό έτος 324 μέχρι
τό 395. Ή έκδοση αυτή μέ τήν προσθήκη δυστυχώς χάθηκε, άλλά έχει άποδειχτεϊ ότι
άποτέλεσε πηγή, άμεση κι έμμεση, των μεταγενέστερων ιστορικών Σωκράτη, Γελασίου
Κυζί κου, Ρουφίνου (διασκεύασεμετέφρασε τήν προσθήκη τοΰ Γελασίου τό 402/3),
Γεωργίου Μονάχου, καθώς καί Βίων άγίων. “Εκδοση κριτική των άμεσων αποσπασμάτων
τοΰ ιστορικού έργου τοΰ Γελασίου δέν έχει γίνει. Φαίνεται όμως ότι ό Γελάσιος
δέν είχε κριτική διάθεση καί δέν ήταν ικανός θεολόγος, γιά νά εκτιμήσει καί νά
δώσει τά γεγονότα μιας τόσο συγκεχυμένης άλλά καί δημιουργικής έποχής.
ΕΥΖΩΙΟΣ. Συμμαθητής
άλλοτε τοΰ Γρηγορίου Θεολόγου στήν Καισαρεία τής Παλαιστίνης, επιβλήθηκε άπό
τόν Ούάλη, ώς άρειανός, στήν έπισκο πή Καισαρείας Παλαιστίνης, όταν εξορίστηκε
(367) άπό τήν ίδια έπισκοπή ό Γελάσιος. ’Έμεινε στόν θρόνο μέχρι τό 378
περίπου, φρόντισε τήν ήδη ήμικατεστραμμένη βιβλιοθήκη τής πόλεως κι έγραψε
«πολλά καί διάφορα» έργα (Dc viris ill. 113), πού όμως όλα χάθηκαν.
140. ΚΥΡΙΛΛΩΝΑΣ
Ο Σύρος
Στην συριακή χριστιανική
γραμματεία ό πολύς Έφραίμ ό Σύρος (+ 373) είχε συνεχιστές, ελασσόνες βέβαια,
πού άφησαν ποιητικά κείμενα. Γνωστός από αυτούς είναι ό Κυριλλωνάς (Qurillona),
γιά τόν όποιο δυστυχώς λείπουν πληροφορίες. Πάντως έζησε στην Συρία καί δή στην
’Έδεσσα κατά τίς τελευταίες δεκαετίες τοϋ Δ' αϊ. ΤΗταν μάλλον πρεσβύτερος,
γνώριζε καλά τόν λειτουργικό βίο τής Εκκλησίας καί άνέπνεε την όρθόδοξη
παράδοση τού Έφραίμ, την οποία συναντάμε στά 6 σωζόμενα ποιήματά του, memra καί
madrasa ολιγοσύλλαβων στίχων. Αύτά τόν δείχνουν αξιόλογο ποιητή καί μέτριο
θεολόγο. ΓΗ αναφορά του, ως εις σύγχρονο γεγονός, στήν έπιδρομή (396) των
θύννων στήν ’Έδεσσα παρέχει σταθερό κριτήριο γιά τόν χρόνο συντάξεως ενός
τουλάχιστον ποιήματος του. Τήν ίδια αναφορά βρίσκουμε καί στον σύρο ποιητή
Absamja (περί τό 400-404). Γιά τόν λόγο αυτό κάποιοι ερευνητές ταυτίζουν τόν
Κυρίλλωνά μέ τόν τελευταίο.
Πρώτη αποκλειστική εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων
στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου