ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Περι του Ακτίστου Φωτός

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Περι του Ακτίστου Φωτός



Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Οψώμεθα τόν Θεόν καθώς εστί

Περι Του Ακτιστου Φωτος

1.Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑΝ

 Ως θεμέλιον της χριστιανικής ζωής κείται το γεγονός της Σαρκώσεως του Θεού. Εν τη σαρκί ημών, τη υπ’ Αυτού κτισθείση, εφανέρωσεν Ούτος εις ημάς την άναρχον τελειότητα Αυτού. Το γεγονός τούτο παρέχει εις ημάς ψηλαφητόν κριτήριον δεικνύον πόσον απεμακρύνθημεν απ’ Αυτού ή πόσον προσεγγίζομεν το υπερκόσμιον Αυτού Είναι. Μόνον όταν εξομοιούμεθα προς Αυτόν κατά τας εσωτερικάς κινήσεις της καρδίας ημών, τον τρόπον σκέψεως, τας αντιδράσεις προς πάντα τα συμβαίνοντα εις ημάς επί της γης, γινόμεθα όμοιοι προς Αυτόν και κατά την Θεότητα Αυτού. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν Αυτόν μετ’ επαρκούς εναργείας και η πείρα της εν Αυτώ ζωής εκτίθεται εν ταις Επιστολαίς των Αποστόλων. Αι εντολαί Αυτού είναι το άκτιστον Φως, εν τω οποίω ιδιαιτέρως αποκαλύπτεται Ούτος «καθώς εστιν» (Α’ Ιωάν. γ’ 2). «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών Εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιωάν. η’ 12). 2 Θαυμασταί είναι αι ενέργειαι του Φωτός τούτου εφ’ ημάς. Ιστάμεθα μετ’ άκρας εκπλήξεως προ του ασυλλήπτου θαύματος της εμφανίσεως ημών εις τον κόσμον τούτον.




 Η δημιουργία παντός υπαρκτού αποτελεί μυστήριον ελκύον ημάς προς Αυτόν. Προ της Άνωθεν όμως ελλάμψεως, παραμένοντες εν τω σκότει της αγνοίας, διερχόμεθα μετά καταθλιπτικής απορίας την οδυνηράν οδόν της αυξήσεως ημών εν τω Είναι: Δια ποίον λόγον ήτο αναγκαία η πολύπλοκος αύτη διαδικασία δια την «εκ του μηδενός» δημιουργίαν των υιών του Θεού, τουτέστιν η γέννησις του πνεύματος ημών εν σώματι αποτελουμένω εκ των στοιχείων της γης; Πώς είναι δυνατόν να συζευχθή το πνεύμα, το ομοίωμα τούτο του Απολύτου, μετά της γης; Το πνεύμα ημών συσφίγγεται ως εν μαγγάνω: Είναι αθάνατον κατά την φύσιν αυτού, το δε σώμα ημών υπόκειται εις την αποσύνθεσιν και τον θάνατον. Ως εκ τούτου άρχεται έντονος πάλη: Το πνεύμα ορμά προς τον Θεόν, θέλει να ίδη και το σώμα αυτού άφθαρτον και ικανόν να ακολουθήση αυτό εις την ανάβασιν. Το σώμα όμως έλκειται προς τα κάτω, προς την γην «εξ ής ελήφθη», και μεταδίδει εις το πνεύμα την θνητότητα αυτού. Μη εννοών ουδέν εξ όσων συνέβαινον εν εμοί, εξησθενημένος εκ των ακαταπαύστων συγκρούσεων και των αλύτων αντιφάσεων, προσεπάθουν να θέσω εμαυτόν εις την θέσιν του Δημιουργού, και διελογιζόμην: Πώς άρα γε θα έκτιζον εγώ τον κόσμον; Αποσυρθείς εις σκοτεινόν και ήσυχον τόπον, συνεκέντρωσα την σκέψιν μου εις το πρόβλημα τούτο. Επί τη βάσει της ήδη δοθείσης εις εμέ πείρας του είναι, έχων κατά νουν τας δυσκολίας τας οποίας διήλθον, διέβαινον εκ των λεπτομερειών της ευμεταβλήτου καθ’ ημέραν ζωής εις τους συνεχώς επεκτεινομένους 2 ορίζοντας του κοσμικού είναι. Τί συνέβη όμως τότε; Αντί να επιφέρω διορθώσεις εις την «ασυναρτησίαν» της δημιουργίας του Θεού, ταχέως κατελήφθην υπό θαυμασμού ενώπιον εκείνου του Νοός, όστις μετά τοιαύτης γνώσεως έπλασε και τον ουρανόν και την γην. Ανεκάλυψα μετά λύπης, αλλ’ εν ταυτώ και μετά χαράς, την άκραν αδυναμίαν μου. Και ο νηπιώδης νους μου προσέβλεψε προς τον Πατέρα μειδιών, ως το εν τω λίκνω βρέφος μειδιά προς την εαυτού μητέρα. Ο ενθουσιασμός εκ της ανεξιχνιάστου σοφίας του Θεού κατέκλυσε την ψυχήν μου. Είς τι μέρος μακράν, εις το άπειρον του ουρανού, αμυδρά τις λάμψις του Φωτός διήγειρε προσευχήν δοξολογίας και εγέννησεν εν εμοί την δίψαν να μετάσχω του μεγάλου δημιουργικού Έργου του Ποιητού. Συνέβαινεν ενίοτε, ότε εν υπαίθρω εζωγράφουν τοπία, να πλησιάζουν τινές εκ των όπισθεν και επί μακρόν να παρακολουθούν εν σιωπή την εργασίαν μου. Ούτω θα ήθελον να σταθώ και εγώ πλησίον του Παντοκράτορος και να απολαύσω δια της θεωρίας την δημιουργικήν Αυτού έμνευσιν. Τοιαύτας σκέψεις αποτολμά τις εις καιρούς, κατά τους οποίους ο θάνατος ατενίζει αυτόν κατά πρόσωπον ή απειλεί να στερήση απ’ αυτού ηγαπημένα πρόσωπα. Το θάρρος μου ήτο αφελές, αλλά μεμιγμένον μετά τινος δυσαρεσκείας κατά του Θεού. Εν τη Βίβλω εύρον λόγους, οίτινες παραπλησίως εξέφραζον τα βιώματά μου: «Είπεν ο Κύριος τω Ιώβ δια λαίλαπος και νεφώς· Τίς ούτος ο κρύπτων Με βουλήν, συνέχων δε ρήματα εν καρδία, Εμέ δε οίεται κρύπτειν; 2 Ζώσαι ώσπερ ανήρ την οσφήν σου, ερωτήσω δε σε, σύ δε Μοι αποκρίθητι. Πού ής εν τω θεμελιούν Με την γην; … Τίς έθετο τα μέτρα αυτής; … Επί τίνος οι κρίκοι αυτής πεπήγασι; Τίς δε εστιν ο βαλών λίθον γωνιαίον επ’ αυτής; Ότε εγενήθησαν άστρα, ήνεσάν Με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί Μου

… Ήλθες επί πηγήν θαλάσσης, επί δε ίχνεσιν αβύσσου περιεπάτησας; Ανοίγονται δε σοι φόβω πύλαι θανάτου; … Εν ποία δε γη αυλίζεται το φως; Σκότους δε ποίος ο τόπος; Τίς έθετο σοφίαν εν καρδία, ή τίς έδωκεν αίσθησιν λόγω; Και απεκρίθη Κύριος ο Θεός τω Ιώβ και είπε· μή κρίσιν μετά ικανού εκκλινεί, ελέγχων δε Θεόν αποκριθήσεται αυτήν; Υπολαβών δε Ιώβ λέγει τω Κυρίω· Οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί δε Σοι ουδέν. Τίς δε αναγγελεί μοι ά ουκ ήδειν, μεγάλα και θαυμαστά ά ουκ επιστάμην; … Ακοήν μεν ωτός ήκουον Σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακε Σε. Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν. (Ιώβ, αποσπάσματα εκ των κεφαλαίων λη’‐μβ’). Εάν εξετάσωμεν εαυτούς υπό το φως ζωής συμφώνου προς τας εντολάς του Κυρίου, θα ίδωμεν ότι είμεθα εντελώς διεφθαρμένοι και ανίκανοι προς το αγαθόν. Έντρομοι εκ της καταστάσεως ημών μετανοούμεν ενώπιον 2 του Θεού και δυσωπούμεν Αυτόν να θεραπεύση ημάς εκ του πλήξαντος ημάς θανάτου. Είμεθα έτοιμοι να διαρρήξωμεν τον στενόν κλοιόν της ατομικής ημών θελήσεως και να παραδοθώμεν εν πάσιν εις το άγιον και τέλειον Αυτού θέλημα. Ω, πόσον επώδυνος είναι η άσκησις αύτη, ιδιαιτέρως εν τη αρχή, αλλά εν αυτή δίδεται εις ημάς η δυνατότης να ενταχθώμεν εις το ρεύμα της αιωνιότητος Αυτού! Ελπίζοντες επί τον Θεόν κατά τας ώρας του κινδύνου, έχοντες το πνεύμα προσηλωμένον προς Αυτόν, θα δυνηθώμεν και ημείς να αισθανθώμεν εν ημίν την επαφήν της αθανάτου Αυτού πνοής. Το μέγα τούτο δώρον έρχεται δια της ταπεινής, αλλά πυρίνης μετανοίας. Παράδοξον θαύμα: Όσον εναργέστερον βλέπω τον Θεόν, τοσούτον φλογερωτέρα γίνεται η μετάνοιά μου, διότι τότε συνειδητοποιώ σαφέστερον την αναξιότητά μου ενώπιον Αυτού. Και το θαύμα τούτο επαναλαμβάνεται απαραλλάκτως ανά τους αιώνας. Ιδού παράδειγμα εκ της Παλαιάς Διαθήκης: «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί Θρόνου υψηλού … και Σεραφίμ ειστήκεισαν κύκλω Αυτού … και εκέκραγεν έτερος προς τον έτερον και έλεγον: Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου. Και απεστάλη προς με έν των Σεραφίμ, και εν τη χειρί είχεν άνθρακα, όν τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου, και ήψατο του στόματός μου και είπεν· ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί» (Ησ. στ’ 17). Εν τη Καινή Διαθήκη θαυμαστόν είναι το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου. Τότε μόνον ησθάνθη ούτος 2 την αμαρτίαν αυτού, ότε κατά την πορείαν προς Δαμασκόν ενεφανίσθη εις αυτόν ο Κύριος εν τω μεγάλω Φωτί της Θεότητος Αυτού· όθεν απεμακρύνθη ούτος εν συνεχεία εις την έρημον (βλ. Γαλ. α’ 17), ίνα προσφέρη μετάνοιαν εις Εκείνον τον Οποίον πρότερον εδίωκε. Το παρελθόν αυτού ήτο τρομερόν. Προ της συναντήσεως μετά του Χριστού ο Παύλος ηδύνατο να νομίζη ότι, ως και ο προφήτης Ηλίας, ούτω και εκείνος, «ζήλων εζήλωσε τω Κυρίω παντοκράτορι» (Γ’ Βας. ιθ’ 10), βλ. Ιωάν. ιστ’ 2). Και αίφνης, ό,τι πρότερον έζη ως φως και δικαιοσύνην Θεού, παρουσιάσθη εις την πνευματικήν αυτού όρασιν ως σκοτία και έχθρα εναντίον του Θεού (βλ. Ιακ. δ’ 4, Λουκ. ια’ 35). Και μετ’ οξέος πόνου ωμολόγησεν εαυτόν αμαρτωλόν πλείον πάντων: «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτος ειμι εγώ» (Α’ Τιμ. α’ 15)· «Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών … ετάφη και … εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς … ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ … έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί· εγώ γαρ ειμι ελάχιστος των Αποστόλων, ός ουκ ειμί ικανός καλείσθαι Απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού» (Α’ Κορ. ιε’ 3‐9)· «Χάριν έχω τω ενδυναμώσαντί με Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ότι πιστόν με ηγήσατο, θέμενος εις διακονίαν τον πρότερον βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν· αλλ’ ηλεήθην …» (Α’ Τιμ. α’ 12‐ 13). Και ο Πέτρος μετά την άρνησιν αυτού, «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. κστ’ 75). Ουδείς των ανθρώπων υπήρξεν άνευ αμαρτίας, εκτός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας. Εις πολλούς δυνατόν να φανή ακατανόητος, εισέτι 2 δε και παράδοξος, η κατάστασις εκείνη της ψυχής, την οποίαν συναντώμεν εις ανθρώπους, οίτινες εγνώρισαν την φανέρωσιν του Θεού εν δυνάμει. Ούτοι όντως θεωρούν εαυτούς αξίους του άδου, αλλ’ ο Κύριος παραμένει δι’ αυτούς ευλογητός εις τους αιώνας. Η θέα της ατελευτήτου αγιότητος του ταπεινού Θεού αφ’ ενός, και η συναίσθησις του εν ημίν ζώντος εωσφορικού σκότους αφ’ ετέρου, οδηγούν τον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε όλη η ύπαρξις αυτού συνθλίβεται εκ της ακράτου οδυνηράς ορμής προς τον Άγιον Θεόν. Εν ταυτώ κατέχεται υπό ισχυράς προς εαυτόν αποστροφής, και βαθύς κλαυθμός κυριεύει της ψυχής. Ο πόνος ούτος είναι πνευματικός, μεταφυσικός, αφόρητος. Ο πόθος προς συγχώρησιν‐ συμφιλίωσιν μετά του Θεού ομοιάζει προς θανατηφόρον δίψαν. Τούτο δυσκόλως ερμηνεύεται εις τους μη έχοντας πείραν. Ο κλαυθμός ούτος κατά την φύσιν αυτού είναι φαινόμενον εντελώς διάφορον του ψυχικού κλαυθμού, όστις συνδέεται μετά συμφορών εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής (βλ. Α’ Κορ. ιε’ ‐, Ιακ. γ’ 15, Ιούδα 19). Όταν ο άνθρωπος δι’ όλης της υπάρξεως αυτού θρηνή εκ του πόνου, τον οποίον αισθάνεται ένεκα της επιγνώσεως της ρυπαρότητος αυτού, τότε ο πόνος ούτος υπερβαίνει πάσαν άλλην οδύνην, και εν τω μαρτυρίω τούτω θεωρεί εαυτόν χείριστον πάντων. Το Φως της Βασιλείας του Θεού, όπερ ωράθη επί του Θαβώρ, επί της οδού προς Δαμασκόν, και εις άλλας περιπτώσεις, ελκύει προς εαυτό, οράται όμως ως τι απρόσιτον, απείρως υπερβαίνον την αξίαν, ακριβέστερον ειπείν, την απαξίαν ημών. Η εν τω αγίω τούτω πόνω προσευχή δύναται να αποσπάση το πνεύμα του ανθρώπου εκ του κόσμου τούτου και να μεταθέση αυτό εις άλλον κόσμον· και ο γήϊνος 2 ούτος κόσμος περιέρχεται εις λήθην· και αυτό τούτο το σώμα παύει πλέον να είναι αισθητόν. Οι Πατέρες ημών ωνόμασαν την κατάστασιν ταύτην «άδην μετανοίας». Δι’ αυτής γινόμεθα όμοιοι προς τον Χριστόν, τον κατελθόντα εις τον Αυτού «άδην της Αγάπης». Όσον βαρεία και εάν φαίνηται αύτη η «βάσανος του Αδάμ», όσον μεγάλα και εάν είναι τα παθήματα, συνοδεύονται εν τούτοις υπό της χαράς της κλήσεως του Θεού και του Φωτός της νέας ζωής. Οι Πατέρες ημών, δια της δωρεάς της χάριτος εν τη αιωνοβίω πείρα ήτις επαναλαμβάνεται από γενεάς εις γενεάν, βεβαιούν κατηγορηματικώς ότι δεν υπάρχει άλλη οδός προς τον Πατέρα των φώτων. Η χάρις της τοιαύτης μετανοίας εδόθη εις τον κόσμον δια της εν Γεθσημανή προσευχής, δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού επί του Γολγοθά και δια της Αναστάσεως Αυτού (βλ. Λουκ. κδ’ ). Δεν είναι ακίνδυνον να ομιλή τις ανεπιφυλάκτως περί του θέματος τούτου μεταξύ των απίστων, επειδή δεν είναι ούτοι ικανοί να συλλάβουν την ουσίαν αυτού, ως ώφειλον. Οι «ψυχικοί» άνθρωποι αναποφεύκτως θα εκλάβουν τον λόγον τούτον κατά τρόπον εσφαλμένον, ανταποκρινόμενον εις την κατάστασιν αυτών. Ο μακάριος Παύλος γράφει περί τούτου ως εξής: «…2.11 τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ; Ούτω και τα του Θεού ουδείς οίδε ει μη το Πνεύμα του Θεού. 2.12 Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα από του Θεού χαρισθέντα ημίν· 2.13 ά και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ᾿ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες. 2.14 Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος 2 του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται· 2.15 ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ᾿ ουδενός ανακρίνεται» (Α’ Κορ. βʹ 11‐15). Προτιθέμενος να προσεγγίσω κατά την εμήν δύναμιν την περιγραφήν των ενεργειών του Θείου Φωτός, θεωρώ απαραίτητον να είπω εν ολίγοις προκαταρκτικώς περί μιάς μορφής των φωτεινών εμφανίσεων, της οποίας έλαβον πείραν. Κατά τους χρόνους της ωρίμου νεότητος συνέβαινε ενίοτε, εν καταστάσει εντόνου στοχασμού περί των μυστηρίων του Είναι, να αισθάνωμαι‐ να βλέπω την διανοητικήν μου ενέργειαν ομοίαν προς φως. Ο κόσμος των νοερών διαλογισμών είναι φωτεινός κατά ιδιάζοντα τρόπον. Αλλά και ο νους ημών είναι ωσαύτως «εικών του Νοός του Πρώτου», όστις είναι Φως. Όταν η διάνοια συγκεντρωθή επί των μεταφυσικών προβλημάτων, είναι δυνατόν να απολέση την αντίληψιν του χρόνου και του υλικού χώρου, να εξέλθη, τρόπον τινα, των ορίων αυτών. Εν τοιαύτη ακριβώς καταστάσει είδον τον νουν μου ως φως. Αυτού του είδους η κατάστασις είναι φυσικώς προσιτή εις τον άνθρωπον.


Βραδύτερον διεπίστωσα ότι η περιγραφόμενη υπ’ εμού κατάστασις διακρίνεται ποιοτικώς εκείνης, κατά την οποίαν ο Θεός εμφανίζεται εν τω Ακτίστω Φωτί, εκείνης ήτις είναι ένωσις εν τω είναι. «Κύριε, είναι φρικτόν εις εμέ να ομιλώ … Συγχώρησον μοι, ίασαι με, βοήθησον μοι, μή αποστής απ’ εμού». Οι Απόστολοι επί του Θαβώρ ηξιώθησαν να εισέλθουν 2 εις την σφαίραν του εκ του Πατρός εκπορευομένου Φωτός και να ακούσουν της φωνής Αυτού, ήτις εμαρτύρει περί του ηγαπημένου Υιού. Τούτο όμως δεν κατέστη δυνατόν εις αυτούς, πριν ή ομολογήσουν την Θεότητα του Χριστού (βλ. Ματθ. ιστ’ 13 κ.ε.). Έτυχε να βιώσω είδη τινά φωτός και φώτων: το «φως» της καλλιτεχνικής εμπνεύσεως, όπερ προκαλείται υπό της ωραιότητος του ορατού κόσμου· το «φως» του φιλοσοφικού στοχασμού, όπερ ανάγεται εις μυστικήν θεωρίαν· ας προσθέσωμεν εις αυτά και το «φως» της επιστημονικής γνώσεως, όπερ έχει πάντοτε και αναποφεύκτως σχετικήν αξίαν. Επειράσθην ωσαύτως υπό φωτοειδών εμφανίσεων προερχομένων εκ των εναντίων πνευμάτων. Αλλ’ ότε εις ώριμον ήδη ηλικίαν επέστρεψα εις τον Χριστόν ως τον τέλειον Θεόν, περιέλαμψεν εμέ το άναρχον Φως. Το θαυμαστόν τούτο Φως, έστω και εν τω μέτρω εν  τω οποίω εδόθη εις εμέ να γνωρίσω δια της Άνωθεν ευδοκίας, επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι και τους πλέον λαμπρούς αστέρας. Η Εκκλησία είναι  τεθεμελιωμένη επί την πέτραν της ομολογίας της Θεότητος του Ιησού Χριστού. (βλ. Ματθ. ιστ’ 18). «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί …» (Α’ Τιμ. γ’ 16). «Εν αρχή ήν ο Λόγος … Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν … πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α’ 1 και 14). Ο συναΐδιος Υιός του Πατρός εγένετο «Υιός ανθρώπου». Εγεννήθη εκ της Παρθένου Μαρίας. Το μεγαλείον Αυτής, ως Μητρός του Ιησού‐Θεού, υπερβαίνει το μέτρον του ανθρώπου. Είναι αδύνατον να χωρίσωμεν Αυτήν από του Χριστού‐Θεού· και συγχρόνως Αύτη είναι ομοούσιος ημίν κατά πάντα. Έν τινι στιχηρώ των Χριστουγέννων 2 τονίζεται ότι έκαστον κτίσμα προσέφερε τι κατά την Σάρκωσιν εκ των ιδίων, «ημείς δε – οι άνθρωποι – Μητέρα Παρθένον». Άνευ τούτου η «ιστορικότης» της Σαρκώσεως θα ηδύνατο να κλονισθή και η σημασία της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού να αμφισβητηθή (δοκητισμός). Το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού κατέχει κεντρικήν θέσιν εν όλη τη ιστορία του γένους ημών και εν πάση τη κτίσει. Το γεγονός τούτο ανατρέπει πάσαν ανθρωπίνην απόπειραν γνώσεως της Ανάρχου Αρχής τη βοηθεία δυνάμεων προερχομένων εκ των κάτω, όσον και εάν αύται φαίνωνται ενίοτε ότι φέρουν πνοήν μεγαλοφυίας. Νυν εδιδάχθημεν ότι δεν πρέπει να αποδίδωμεν εις τον Θεόν τα αποκυήματα της γηΐνης διανοίας ημών και της νοσηράς φαντασίας. Πάσαι αι ιδέαι ημών, πάσα αναγνώρισις ή απόρριψις ημών, ουδόλως δύνανται να αλλοιώσουν τον Θεόν εν τω ανάρχω Αυτού Είναι. Όταν αγωνιζώμεθα να γνωρίσωμεν την αλήθειαν, οφείλομεν να απαντήσωμεν εις το ερώτημα: Είμεθα άρα γε διατεθειμμένοι να δεχθώμεν ως αλήθειαν Εκείνο ή Εκείνον, Όστις ή Ό,τι αποτελεί όντως το Πρωταρχικόν Είναι, την Αρχήν παντός υπαρκτού, ανεξαρτήτως εάν τούτο συμπίπτη ή ουχί μετά των ιδεών ημών, ή αποκλείομεν εκ των προτέρων παν ό,τι δεν ανταποκρίνεται εις την περί «Αληθείας» αντίληψιν ή εις τας επιθυμίας ημών; Προσωπικώς διψώ να γνωρίσω τον όντως Όντα· και τότε να θέσω ως σκοπόν μου πώς να είμαι μετ’ Αυτού. Πώς να είμαι μετ’ Αυτού; Ιδού, ο Ίδιος απεκάλυψε τούτο εις ημάς· Εκείνος, Όστις είπεν, ουχί ως τις παράφρων, αλλά μετά απολύτου συνειδήσεως, «Εγώ ειμι … η αλήθεια» (Ιωάν. ιδ’ 6), και η μεγάλη πλειονότης των 2 ανθρώπων εκυριεύθη υπό τρόμου. Ούτος ουδόλως εντάσσεται εις τα πλαίσια της κοινής ημών διανοήσεως. Τα προστάγματα Αυτού προς ημάς είναι τελείως ανέφικτα· η ζωή Αυτού είναι πλήρης τοιούτων παθημάτων, ώστε η ψυχή περιέρχεται εις φόβον, αλλ’ ο Ίδιος λέγει ότι δεν υπάρχει άλλη οδός, ει μη μόνον να ακολουθήσωμεν Αυτόν. Τί λοιπόν εναπόκειται εις ημάς, μάλλον εις εμέ, να πράξω; Εδοκίμασα άλλας οδούς και εβεβαιώθην δια του πλέον πειστικού τρόπου ότι εκεί δεν υπάρχει Αλήθεια. Επέστρεψα προς Αυτόν ως ο «άσωτος», αλλά μετά νέας εν τούτοις γνώσεως περί του ανθρώπου και του είναι εν γένει. Οι λόγοι Αυτού ήχουν δι’ εμέ διαφόρως ή πρότερον. Επίστευσα εις Αυτόν ολοτελώς. Και τούτο ουχί διότι Εκείνος προσηρμόσθη εις τον ιδικόν μου τρόπον σκέψεως, ή διότι αι εντολαί Αυτού εφάνησαν εις εμέ εύκολοι· ή διότι εδέχθην επιπολαίως να εξομοιωθώ προς Αυτόν εν τοις παθήμασιν. Ουχί. Αλλ’ ουδέ και νυν δύναμαι να διηγηθώ περί της βαθείας διεργασίας, ήτις συνετελείτο εντός μου. Δεν ευρίσκω όνομα, ίνα ονομάσω την δύναμιν εκείνην, ήτις, διακριτικώς αλλ’ αποτελεσματικώς, εθεράπευε τον νουν και την καρδίαν μου. Εις το πλέον ενδόμυχον βάθος της καρδίας μου ηγέρθη μυστηριώδες τι, οικείον εν τούτοις εμοί εκ της τρυφεράς παιδικής μου ηλικίας. Η διαδικασία αύτη ήτο ιδιόμορφος: Άλλοτε ελάμβανε μορφήν βραδείας και οδυνηράς πορείας, άλλοτε δε δι’ αιφνιδίων αναλαμπών εχώριζεν εμέ από παντός, ό,τι δεν ήτο Εκείνος. Υποθέτω ότι τούτο δεν ήτο άλλο τι, ει μη η Αυτό‐αποκάλυψις του Θεού εντός του πνεύματός μου. «Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ο Πατήρ ο 2 πέμψας Με ελκύση αυτόν …» (Ιωάν. στ’ ). Άρα γε ο Πατήρ Αυτού αναζητεί μόνον τους μεγάλους ή και τους μικρούς; Εάν το τελευταίον είναι δυνατόν, τότε δια ποίον λόγον θα απέκλειον τούτο δι’ εμέ, καίτοι είμαι τοσούτον μηδαμινός; Δεν έθεσεν άραγε Ούτος εν εμοί λεπτήν τινα διαίσθησιν, ήτις εν τούτοις ήτο βαθυτέρα πασών των άλλων σκέψεών μου και πλέον αξιόπιστος πασών των άλλων γνώσεών μου; Όπως και εάν είχε το πράγμα, ότε αδιστάκτως επίστευσα εις την Θεότητα του Χριστού, περιέλαμψεν εμέ Φως ουχί εκ του κόσμου τούτου. Και μέχρι τινός, ως και ο Παύλος, ανεγνώρισα Αυτόν εν τω Φωτί Αυτού. Πρώτον επίστευσα δια ζώσης πίστεως και κατόπιν απεκαλύφθη εις εμέ το Φως. Δεν συνέβη άρά γε το αυτό και εις τους Αποστόλους Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην; Ότε ούτοι δια του στόματος του Πέτρου ωμολόγησαν την Θεότητα Αυτού, Ούτος απήντησεν : «αμήν λέγω υμίν, εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη Βασιλεία Αυτού» (Ματθ. ιστʹ 28), όπερ εξεπληρώθη ταχέως μετά ταύτα επί του Θαβώρ. Κατά τον ίδιον τρόπον και ο Παύλος έφερε πνευματικώς εν τη καρδία αυτού τον Χριστόν, τον Οποίον εδίωκεν, και δια τούτο ενεφανίσθη εις αυτόν το Φως της Θεότητος εν δυνάμει. Και τολμώ να είπω ότι η όρασις του ακτίστου Φωτός συνδέεται αρρήκτως μετά της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού. Ουχί δε μόνον συνδέεται, αλλά και κατά παράδοξον τρόπον εξαρτάται το έν εκ του άλλου. Εν ενί Φωτί εμφανίζονται και ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα. Το Φως τούτο μαρτυρεί περί της Θεότητος του Χριστού, διότι είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν τον Θεόν εν τω Φωτί εκείνω περί του οποίου γίνεται λόγος. Αι ενέργειαι αυτού είναι απερίγραπτοι· 2 εν αυτώ η αιωνιότης, εν αυτώ και η ανεκλάλητος μακαριότης της αγάπης. Εν αυτώ το πνεύμα ημών βλέπει απεράντους ορίζοντας. Και ουχί αιφνιδίως, αλλά βαθμηδόν, το πνεύμα ανακαλύπτει συνεχώς και νέα βάθη εν εκείνω τω φωτοφόρω ρήγματι του Ουρανού, «ου εστίν ο Θεός» (πρβλ. Έξοδ. κ’ 21). «Νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη Τί εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιωάν. γ’ 2). Κατ’ ουσίαν ο Θεός παραμένει πάντοτε ο αυτός εν πάση φανερώσει Αυτού εις τον άνθρωπον, ημείς όμως δεν δεχόμεθα Αυτόν κατά τον οφειλόμενον τρόπον. Δεν δυνάμεθα να προσλάβωμεν Αυτόν εις το απόλυτον πλήρωμα Αυτού εντός των ορίων της γης, εν τούτοις όμως «βλέπομεν» Αυτόν, έστω και «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Και το «έσοπτρον» τούτο δεν είναι πάντοτε εις τον αυτόν βαθμόν «αινιγματώδες». Εξαρτάται εκ του μέτρου της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, δια των οποίων εδόθη η Αυτο‐αποκάλυψις του Θεού εις ημάς. Το Πνεύμα του Πατρός ζη εν ταις εντολαίς: «Τα ρήματα ά δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον (τα ρήματα ταύτα), και έγνωσαν αληθώς ότι παρά Σου εξήλθον» (Ιωάν. ιζ’ 8). Και έτι: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, … γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’ 31‐32). Η αποδοχή της αληθείας συντελείται μόνον εν ελευθερία. Ουδείς και ουδέν δύναται να επιβάλη αυτήν εις τον άνθρωπον‐πρόσωπον. Να άρη δε τις ταύτην δια της βίας είναι αδύνατον. Η πίστις ήτις επεβλήθη κατ’ επιταγήν δεν είναι τελεία εν τη ρίζη αυτής, καίτοι δύναται να μεταβληθή εις αληθινήν πίστιν, τουτέστιν εις εκείνην την 2 πίστιν δια της οποίας η ποθητή και περιζήτητος Αλήθεια σκηνοί εν ημίν εις πάντας τους αιώνας. Η Αλήθεια είναι το όντως Όν, «καθώς (Τούτο) εστιν». Απεκαλύφθη εις ημάς ως το Προσωπικόν Απόλυτον‐Τριάς Προσώπων εν πλήρει ενότητι και ταυτότητι του Είναι. Η ένωσις μετ’ Αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας. Ο Ευαγγελικός λόγος δια της εν αυτώ παραμονής γίνεται διαφανής ως κρύσταλλος και αφομοιούται υφ’ ημών τοσούτον, ώστε να κατέχωμεν αυτόν, ως κατέχομεν την μητρικήν ημών γλώσσαν. Όταν ο λόγος ούτος γίνη έν μετά της φύσεως ημών, τότε προσεγγίζομεν εις την ομοίωσιν προς τον Χριστόν, Όστις εδωρήσατο εις ημάς τον πολύτιμον τούτον θησαυρόν (βλ. Ιωάν. ιζ’ 8). Και καθώς είπον ήδη πολλάκις, η ομοίωσις ημών προς τον Σαρκωθέντα Θεόν εν τω παρόντι κόσμω «μεταβαίνει» κατ’ αναλογίαν εις την αιωνιότητα ως διηνεκής παραμονή εν τη σφαίρα του Θείου Είναι. Και τούτο είναι η θέωσις ημών. Πρέπει να τονίσωμεν και το αντίστροφον.


 Όταν ο Ευαγγελικός λόγος ουδόλως εφαρμόζηται εν τη πράξει της ζωής ημών, τότε παραμένει κατά την αιωνίαν αυτού φύσιν ακατανόητος υπό του ανθρώπου και αποβαίνει αδιαφανές τι προπέτασμα ανά μέσον του Θεού και ημών. Δεν επιτυγχάνομεν το πλήρωμα της τελειότητος του Χριστού· ως εκ τούτου όλαι αι κρίσεις ημών περί Αυτού παραμένουν ατελείς. Εν τούτοις είναι σημαντικόν ότι Ούτος, έστω και εν μέρει, αποκαλύπτει εις ημάς μετά οικειότητος τον εσωτερικόν Αυτού κόσμον. Δια της δοθείσης εις ημάς πείρας της χάριτος εν τη μακρά ασκήσει της ζωής ημών, βλέπομεν ως δια σχισμής περιφράγματος 2 το Φως της Θεότητος Αυτού (βλ. Α’ Κορ. β’ 9‐12). Και τι δύναμαι να είπω; Ως θεμέλιον της ζωής μου κείται η συνείδησις ότι ο Θεός, ο Δημιουργός του κόσμου και εμού, απόλυτος ών εν τω ανάρχω Αυτού Είναι, συγκατέβη μέχρις ημών και υπέδειξεν εις ημάς τας οδούς προς απόκτησιν της αιωνιότητος Αυτού· εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον του θανάτου, τουτέστι της αμαρτίας· απεκάλυψεν εις ημάς το νόημα του είναι, την αγάπην. Εάν δια του όρου «άσκησις» εννοώμεν τον εκούσιον αγώνα προς υπερνίκησιν εκείνων ή των άλλων εμπαθών τάσεων ημών, τότε εν τη αυθεντικώς χαρισματική ζωή άσκησις δεν υπάρχει. Η έλευσις εν ημίν της Θείας δυνάμεως έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνουν πάσαι αι εκδηλώσεις της ζωής ημών θετικόν χαρακτήρα, ελεύθερον εσωτερικών αντιφάσεων. Και ο νους και η καρδία κινούμενα υπό της αγάπης του Χριστού δεν γνωρίζουν αμφιβολίας. Όταν δε η αγάπη του Θεού εκχέηται εν αφθονία, τότε μεταβάλλεται αύτη εις θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός, όπερ χαρίζεται την απάθειαν και παρέχει την άφατον χαράν της ελευθερίας του πνεύματος, ώστε ο άνθρωπος να διαμένη εκτός θανάτου και φόβου. Δίδεται εις ημάς να γνωρίσωμεν καταστάσεις απαθείας, άλλοτε μικροτέρας, και άλλοτε μεγαλυτέρας διαρκείας. Κατ’ ουσίαν πρόκειται πρωτίστως περί της αγάπης, ήτις «έξω βάλλει τον φόβον» του θανάτου, πληρούσα την ψυχήν ενθέου εμπνεύσεως και εισάγουσα ημάς εις την θεωρίαν της Θεο‐ομοιώσεως. Αλλά, παραλλήλως προς πάντα ταύτα, η αυτή αγάπη βυθίζει την ψυχήν εις πέλαγος παθημάτων. Και όντως, «όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τοσούτον μεγαλυτέρα η οδύνη της ψυχής» (άγιος Σιλουανός). 2 Το άγιον Φως έρχεται κατά την προσευχήν βαθείας μετανοίας υπέρ ημών αυτών, ωσαύτως δε και κατά την μετ’ αγαπώσης ευσπλαγχνίας προσευχήν υπέρ όσων προσβάλλουν ημάς. Αίφνης η αγάπη ενούται μετά του Φωτός, και το Φως εισδύει εις την ψυχήν, και δημιουργείται έξωθεν ατμόσφαιρά τις πλήρης φωτός, αισθητή έτι και δια των σωματικών οφθαλμών. Το ουράνιον Φως δεν υπόκειται εις έλεγχον των αισθήσεων, είναι άλλο, ασύλληπτον κατά την φύσιν αυτού, έρχεται δι’ ακαθορίστου υφ’ ημών τρόπου. Το Είναι άλλων διαστάσεων διαπερά το περίβλημα του γηΐνου σώματος και πληροί την κτιστήν φύσιν ημών ακτίστου ενεργείας. Μεταδίδει εις ημάς την επίγνωσιν του υπερκοσμίου Όντος, ουχί δι’ οπτικών ή αισθητών, αλλά δια πνευματικών οράσεων. Η περιγραφή των οράσεων τούτων διατυπούται ποικιλοτρόπως, αναλόγως προς τον χαρακτήρα ή το χάρισμα λόγου του προσώπου εκείνου εις το οποίον εδόθησαν. Ανεξαρτήτως όμως του τρόπου της περιγραφής, εκείνος, όστις είχε την εμπειρίαν των Άνωθεν επισκέψεων, θα εννοήση περί τινος γίνεται λόγος και θα αναγνωρίση την όπισθεν αυτών κεκρυμμένην πραγματικότητα. Το Φως τούτο, απορρέον εκ της Μιάς Φύσεως, οδηγεί εις την μίαν γνώσιν του Θεού της Αγάπης. Δεν υπάρχουν διαφωνίαι ως προς τας συνεπείας της εμφανίσεως του αυθεντικώς ακτίστου Φωτός. Πάσαι αι εμφανίσεις αυτού συγκλίνουν εις έν: εις την Αποκάλυψιν της Θεότητος του Ιησού Χριστού. Δίδονται στιγμαί κατά τας οποίας το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται δια της Θείας δυνάμεως εις την Βασιλείαν του Χριστού, ήτις «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιωάν. ιη’ ). 2 Ο ασκητής κρίνων περί καλού ή κακού ουχί εκ της ποσότητος των εξωτερικώς τελουμένων πράξεων, αλλ’ εκ της πνευματικής ποιότητος των λογισμών, οίτινες επισκέπτονται αυτόν, και εκ των αντιδράσεων της ψυχής αυτού έναντι των «επισκεπτών» τούτων, αναγνωρίζει όντως εαυτόν χείριστον πάντων. Παραλλήλως προς τούτο, παρά το μέγεθος της αθλιότητος αυτού, βλέπει εαυτόν ευεργετηθέντα υπερμέτρως υπό του Θεού· «ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα» (Ιωάν. γ’ 34). Και απορεί δια ποίον λόγον πολλοί άλλοι, πλέον πεπροικισμένοι αυτού, παραμένουν εκτός του Φωτός. Η πτώσις του ανθρώπου ήτο βαρεία, ουχί όμως και απόλυτος. Ένεκα τούτου υπάρχει δυνατότης μετανοίας και σωτηρίας. Λέγει η Γραφή: «(Ούτος) ήν το Φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν. α’ 9). Επομένως δεν υπάρχει άνθρωπος εντελώς ξένος του Φωτός. Ωνόμασα «πλέον πεπροικισμένους» εκείνους τους «αρίστους», οίτινες παρέμειναν ικανοποιημένοι εις ό,τι ήσαν, και ως εκ τούτου «ουκ έγνωσαν ουδέ παρέλαβον Αυτόν» (πρβλ. Ιωάν. α’ 10‐11). Οι «χείριστοι» όμως «έλαβον χάριν αντί χάριτος» (πρβλ. Ιωάν. α’ 16) δια την διάπυρον αυτών μετάνοιαν (βλ. Ρωμ. ε’ 20, Λουκ, ε’ 32, Α’ Τιμ. α’ 15). Ακολουθών το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου παρακαλώ και εγώ πάντας τους διατεθειμένους να αναγνώσουν τα γραφόμενα υπ’ εμού να προσευχηθούν, όπως ο Θεός δώση και εις εμέ, τον δυσφραδή, λόγον κατάλληλον, όπως εκφράσω επαξίως το μυστήριον του Χριστού (βλ. Κορ. δ’ 3). Είναι γνωστόν ότι όστις ομιλεί πρεπόντως περί Θεού λαμβάνει χάριν, εκείνος όμως όστις κηρύττει ψευδή κρημνίζεται εις την άβυσσον του σκότους. Όταν προφέρωμεν πνευματικόν λόγον ενώπιον 2 του προσώπου του Πνεύματος της Αληθείας, πρώτοι ημείς υποπίπτομεν εις την κρίσιν του λόγου τούτου. Τούτο είναι φοβερόν δι’ όσους ηγάπησαν την επιφάνειαν του Σωτήρος εις τον κόσμον (βλ. Β’ Τιμ. δ’ 8). Ουδόλως είναι απλούν να διηγήται τις περί των συνδεδεμένων μετά της εις Χριστόν πίστεως δωρεών, εν τη φθοροποιώ ατμοσφαίρα των ημερών ημών. Ενώπιόν μου προβάλλει ο σκοπός να δώσω κατά το δυνατόν πιστοτέραν εικόνα εκείνου, όπερ Θεία Προνοία εδόθη εις εμέ να ζήσω· και δη, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να μη διαφύγουν της προσοχής του αναγνώστου αι βαθείαι κινήσεις της καρδίας. Ο Θεός ημών είναι ο Βασιλεύς της ταπεινής αγάπης. Καλεί ημάς να μάθωμεν παρ’ Αυτού του Ιδίου την ταπείνωσιν (βλ. Ματθ. ια’ 29). Ο πρώτος λόγος του κηρύγματος Αυτού ήτο: «Μετανοείτε». Η μακραίων πείρα του Χριστιανισμού έδειξεν ότι, ευθύς ως ο άνθρωπος αισθανθή μετ’ οδυνηράς πικρίας απέχθειαν δια την εωσφορικήν αυτού αξίωσιν να υπερέχη των άλλων και αποστραφή το σκοτεινόν τούτο πνεύμα, η καρδία αυτού εισάγεται εις σφαίραν ελευθερίας, αγνώστου έως τότε, και το Θείον Φως φέρει αυτόν εις μακαρίαν εξάντλησιν εκ της θεωρίας της Θείας αγαθότητος. Τότε το παν εντός αυτού σιγά: Ο νους δεν είναι εις θέσιν να σκεφθή, ουδέ η καρδία να εκφράση λόγον ευγνωμοσύνης. Ώ, ποίος θα δώση εις εμέ σύνεσιν αληθινήν και λόγον ορθόν, ίνα ομιλήσω περί του Φωτός της Θεότητος! Κυριεύομαι υπό αιδούς, όταν αποπειρώμαι να γυμνώσω την ψυχήν μου, να αποκαλύψω ό,τι έως του νυν επεδίωκον να αποκρύψω από των ξένων οφθαλμών. Σφάλλω άρα γε σκεπτόμενος ότι η αγάπη του Χριστού ωθεί εμέ εις το έργον τούτο; … Ο φόβος, όστις διακατέχει εμέ, 2 εξομολογούμενον ενώπιον ίσως πολλών, δεν επιτρέπει εις εμέ να παρεκκλίνω από του έργου, όπερ ανέλαβον. Ως εκ τούτου, παρακαλώ, εύχεσθε υπέρ εμού, όπου και εάν είμαι. Ο Χριστός είναι το μέτρον πάντων των πραγμάτων, Θείων και ανθρωπίνων. Είναι ο πνευματικός ήλιος, ο φωτίζων τα σύμπαντα. Εν τω Φωτί των προσταγμάτων Αυτού γνωρίζομεν την οδόν. «Δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν … προς τον Πατέρα» (Εφεσ. β’ 18). Ο άνθρωπος ως εικών του Απολύτου έλκεται κατά φυσικόν τρόπον προς την Αρχήν πασών των αρχών, το Πρωταρχικόν Όν. Εν τούτοις η πορεία αύτη άρχεται δια της καθόδου ημών εις τα κατώτατα βάθη. Ο Απόστολος Παύλος λέγει περί του Χριστού: «Το δε ανέβη τί εστι ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γης; Ο καταβάς αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. δ’ 9‐10). Αύτη ακριβώς είναι η οδός ημών μετά την πτώσιν, και δεν υπάρχει άλλη. Δια της αυτομεμψίας καταβαίνομεν εις ζοφώδη χάσματα, διότι, αφ’ ής στιγμής εν Χριστώ και δι’ Αυτού αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του Ανθρώπου, καθώς υπάρχει προαιωνίως εν τω δημιουργικώ νοΐ του Θεού, κατανοούμεν την άβυσσον του σκοτασμού ημών. Ως η αστραπή φωτίζει την νύκτα, όταν δε αύτη σβεσθή, το σκότος γίνεται πλέον αδιαπέραστον, κατά τον ίδιον τρόπον η εμφάνισις του Φωτός της Θεότητος επιτρέπει να ίδωμεν το εν ημίν σκότος όμοιον προς συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας. Εκ της οράσεως ταύτης γεννάται εντός ημών μεγάλη θλίψις πλήττουσα την ύπαρξιν ημών εις όλα αυτής τα επίπεδα. Η οδύνη του πνεύματος ημών γίνεται τότε εξωχρονική, 2 μεγαλυτέρα παντός άλλου φυσικού πόνου. Βυθιζόμεθα ολοτελώς εις πλήθος δακρύων. Δούλοι όντες των παθών, αίφνης ανακαλύπτομεν εαυτούς αποκεκομμένους από του Θεού, η ρομφαία της αγάπης του Οποίου έτρωσεν ημάς. «Εκ βαθέων κράζομεν» προς Αυτόν (πρβλ. Ψαλμ. ρκθ’ 1): «Ελθέ, Συ, μόνε Άγιε, και αγίασον με και καθάρισον με από πάσης κηλίδος. Ελθέ, Συ, ο μόνος Ζων εν αληθεία, και ίασαι με εκ του πλήξαντος εμέ θανάτου. Ελθέ, το Φως το αληθινόν, και σκήνωσον εν εμοί σκηνώματι αιωνίω». Ούτω γεννάται εν ημίν η μετάνοια. Εν αρχή συνοδεύεται αύτη υπό βαθείας λύπης. Ύστερον δε μεταβαλλομένη κατά την έντασιν και την μορφήν αυτής, δεν εγκαταλείπει πλέον ημάς. Επί της γης η μετάνοια δεν γνωρίζει τέλος. Το τέλος αυτής θα εσήμαινε την τελείωσιν της θεώσεως ημών δια της πλήρους ομοιώσεως προς τον Αναληφθέντα Χριστόν. Κατά καιρούς η ορμή της μετανοίας καταβροχθίζει το παν. Εν τω νοΐ και τη καρδία ουδέν άλλο υπάρχει, ει μη η πάσχουσα συνείδησις: «Είμαι αιχμάλωτος του πονηρού σκότους». Και ιδού, απροσδοκήτως το Φως του ακτίστου Ηλίου, το Φως, όπερ πληροί πάντα τα κοσμικά διαστήματα, εισδύει εις την σκοτεινήν φυλακήν της ψυχής. Τούτο εναγκαλίζεται εν αγάπη τον νουν και την καρδίαν ημών. Βλέπομεν Αυτό και μένομεν εν Αυτώ, εν τούτοις δεν έχομεν εισέτι την δύναμιν να πιστεύσωμεν εις το θαύμα τούτο της Αγαθότητος του Πατρός ημών. «Και ιδόντες Αυτόν προσεκύνησαν Αυτώ, οι δε εδίστασαν» (Ματθ. κη’ 17). 2 «Εδίστασαν», ανίκανοι να συλλάβουν το τελούμενον. Εις εμέ, τον πτωχόν και πένητα … είναι άρα γε τούτον δυνατόν;





2. Η ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ




Ενατενίζων επιμόνως προς τον καθαρόν και κυανούν ουρανόν, ενίοτε προσήλουν το βλέμμα μου εις συγκεκριμένην κατεύθυνσιν, ενίοτε δε διέτρεχον τούτον απ’ άκρου εις άκρον. Ότε έφθανον εις τον ορίζοντα, νοερώς μετέβαινον πέραν αυτού, και τότε έβλεπον αυτόν να περιβάλλη τον πλανήτην ημών. Προσεπάθουν να εισχωρήσω εις τα βάθη αυτού και να ανιχνεύσω τα όρια αυτού. Όσον συνεκέντρουν την προσοχήν μου επί του θαυμαστού τούτου φαινομένου, όσον εντονώτερον ενητένιζον εις την πλήρη φωτός ουράνιον σφαίραν, τοσούτω μάλλον αύτη έθελγεν εμέ δια του μυστηρίου αυτής. Ότε όμως, κατά την Άνωθεν δωρεάν ηξιώθην να ίδω το άκτιστον Φως της Θεότητος, τότε εις τον κυανούν ουρανόν του «κυανού πλανήτου» ημών μετά χαράς ανεγνώρισα το σύμβολον της ακτινοβολίας της υπερκοσμίου δόξης. Η λάμψις αύτη πληροί τα πάντα, όλας τας αβύσσους του σύμπαντος (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), παραμένουσα αναλλοιώτως ασύλληπτος και απρόσιτος εις τα κτίσματα. Το κυανούν είναι το χρώμα του επέκεινα, της υπερβατικότητος. Πολλοί επί της γης εδέχθησαν την μακαριότητα της θέας του θαυμαστού τούτου Φωτός. Οι πλείστοι εξ αυτών εφύλαξαν την ευλογίαν ταύτην ως το πολυτιμότερον μυστικόν της ζωής αυτών, και μετέβησαν εις τον άλλον κόσμον, ελκυόμενοι υπό του θαύματος τούτου. Άλλοι όμως έλαβον εντολήν 2 να αφήσουν εις τους εγγύς και τους μακράν αδελφούς αυτών την μαρτυρίαν περί της υψίστης ταύτης πραγματικότητος. Η ψυχή μετά φόβου αποφασίζει να ομιλήση περί του Φωτός εκείνου, όπερ επισκέπτεται τον άνθρωπον τον διψώντα να ίδη το Πρόσωπον του Ανάρχου. Η φύσις του Φωτός τούτου είναι μυστηριώδης. Ακατάληπτον, αόρατον, ενίοτε γίνεται ορατόν και δι’ αυτών εισέτι των σωματικών οφθαλμών. Ιλαρόν και τρυφερόν, ελκύει προς εαυτό και την καρδίαν και τον νουν ούτως, ώστε να επιλανθάνεταί τις της γης, αρπαζόμενος εις άλλον κόσμον. Τούτο δύναται να συμβή και εν τω εντόνω φωτί της ημέρας και εν τω σκότει της νυκτός. Καίτοι είναι πράον, εν τούτοις είναι ισχυρότερον παντός ό,τι περιβάλλει ημάς. Περιπτύσσεται τον άνθρωπον κατά παράδοξον τρόπον εκ των έξω· βλέπομεν τούτο, αλλ’ η προσοχή στρέφεται εις τα ενδότερα του έσω ανθρώπου, εις την καρδίαν την φλεγομένην υπό της αγάπης, αγάπης άλλοτε ευσπλάγχνου και άλλοτε   ευγνώμονος. Δύναται να συμβή ώστε να μη αισθάνεται τις την υλικότητα, ούτε την εαυτού ούτε την του περιβάλλοντος αυτόν κόσμου (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), και βλέπει εαυτόν ως φως. Παύει η αίσθησις του πόνου· αποχωρούν αι μέριμναι της γης· αι ανησυχίαι διαλύονται υπό της γλυκείας ειρήνης. Συνέβαινεν, ώστε το Φως τούτο να εμφανίζηται κατ’ αρχάς ως λεπτή φλοξ, θεραπευτική και καθαρτική, κατακαίουσα τρυφερώς δια τινος ανεπαισθήτου σχεδόν επαφής και εντός και εκτός παν ό,τι δεν ήτο ευάρεστον εις Αυτό. Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν αγάπην. Αποδιώκει πάσαν αμφιβολίαν 2 και πάντα φόβον, εγκαταλείπει μακράν εις τα οπίσω πάσας τας γηΐνας σχέσεις, άπασαν την πυραμίδα των κοινωνικών τάξεων και των ιεραρχικών αξιωμάτων. Ο άνθρωπος γίνεται τρόπον τινά «ουδείς»: Δεν ίσταται επί της οδού των αδελφών αυτού·  ουδεμίαν θέσιν επιδιώκει δι’ εαυτόν εν τω κόσμω τούτω. Το Φως τούτο είναι καθ’ εαυτό η ακήρατος ζωή, πεπληρωμένη υπό της ειρήνης της αγάπης. Δίδει εις το πνεύμα ημών την γνώσιν ενός άλλου, απεριγράπτου Είναι· ο νους σιγά καθιστάμενος υπεράνω της διανοήσεως εξ αιτίας αυτού τούτου του γεγονότος της εισόδου αυτού εις νέαν μορφήν ζωής. Το Φως;τούτο είναι ελαφρόν, λεπτότερον παντός ό,τι γνωρίζει η γη, απεργάζεται δε την ψυχήν άτρωτον και απρόσβλητον από παντός ό,τι συνέθλιβεν αυτήν πρότερον. Ο θάνατος τρέπεται εις φυγήν ενώπιον Αυτού και η προσευχή «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος» εναρμονίζεται θαυμαστώς μετ’ Αυτού. Το πνεύμα ημών αγάλλεται: Το Φως τούτο είναι Θεός· είναι παντοδύναμον και συγχρόνως αφάτως πράον. Ώ, μετά πόσης προσοχής χειρίζεται τον άνθρωπον! Θεραπεύει την συντετριμμένην εκ της απογνώσεως καρδίαν· εμπνέει δια της ελπίδος της νίκης την βεβαρυμένην υπό της αμαρτίας ψυχή. Σωστική δύναμις περικλείεται εντός της ανενδοιάστου πίστεως εις τον Χριστόν‐Θεόν. Ούτος είναι το υπέρτατον γεγονός του ανάρχου είναι. Είναι η αρχή και το τέλος, το Α και το Ω. Επί την πέτραν ταύτην της πίστεως καθίσταται δυνατή εισέτι και δι’ ημάς η αληθινή μετάνοια και η περαιτέρω πνευματική πείρα, ομοία προς εκείνην των Αποστόλων, των Πατέρων της Εκκλησίας, 2 και των ασκητών όλων των αιώνων. Εκ του είδους των δωρεών, αίτινες ακολουθούν την ειλικρινή μετάνοιαν, θα γνωρίση ο άνθρωπος την ουράνιον αυτών προέλευσιν. Το άκτιστον Φως περιέβαλεν επί του Θαβώρ τους Αποστόλους Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην, και εν τη λάμψει αυτού ήκουσαν ούτοι την άϋλον φωνήν του Πατρός, μαρτυρούντος περί του Χριστού ως περί του ηγαπημένου Αυτού Υιού. Ο Απόστολος Παύλος επί της οδού προς Δαμασκόν είδε το αυτό Φως, και εν τη εμφανίσει αυτού εγνώρισε την Θεότητα του Ιησού. Τοιαύτης δωρεάς ηξιώθησαν κατά τους παρελθόντας αιώνας πολλοί ιεράρχαι, ασκηταί, μάρτυρες και δίκαιοι. Και μέχρις εισέτι των ημερών ημών η χάρις αύτη δεν έπαυσε να εκχέηται επί τους πιστεύοντας. Της οράσεως του Φωτός προηγείται η άσκησις της μετανοίας, η καθαίρουσα ημάς από των παθών. Η άσκησις αύτη είναι λίαν επώδυνος, αλλ’ αυτή αύτη η θεωρία του Φωτός είναι ηδεία δια την καρδίαν και τον νουν. Το Φως τούτο είναι αγάπη εντελώς ιδιαιτέρα, η μακαριότης της οποίας είναι δυνατόν να ενταθή και να παραταθή κατά το μέτρον καθ’ ό ο ψυχισμός και το σώμα του ανθρώπου δύνανται να φέρουν την ουράνιον ταύτην φλόγα. Το Φως τούτο, φυσικόν ιδίωμα του «Πατρός των φώτων» (Ιακ. α’ 17), αναγεννά και εισέτι ανα‐δημιουργεί ημάς. Η προσοχή ημών μεταβάλλει ριζηδόν κατεύθυνσιν. Πρότερον ειλκύετο αύτη προς την γην και τα πρόσκαιρα πράγματα. Μετά την επενέργειαν όμως της χάριτος περικλείεται αύτη εντός, και εκείθεν ανέρχεται εις την πνευματικήν σφαίραν των «μη βλεπομένων και αιωνίων» (πρβλ. Β’ Κορ. δ’ 18). Ό,τι πρότερον εφαίνετο εις ημάς 2 σπουδαίον, και εισέτι μέγα, αποβαίνει ασήμαντον δια το πνεύμα ημών: Και ο πλούτος, και η εξουσία, και η επίγειος δόξα, και πάντα τα όμοια αυτών, παύουν να ελκύουν ημάς. Και η επιστήμη εισέτι, μη δίδουσα εις ημάς την πλέον ουσιώδη γνώσιν, τουτέστι την γνώσιν του Θεού, ως και αι φιλοσοφικαί ενατενίσεις, άμοιροι αυθεντικής ζωής, παρουσιάζονται μόνον ως παρερχόμεναι αξίαι. Όταν περιβάλλη ημάς το ανονόμαστον και απαραβίαστον κατά την φύσιν αυτού Φως και εισδύη εις την ψυχήν ημών, τότε και ημείς γινόμεθα τρόπον τινά, άχρονοι. Το Φως τούτο, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, είναι φως αγάπης και γνώσεως, αλλά αγάπης και γνώσεως ιδιαιτέρας τάξεως. Αμφότερα ταύτα συγχωνεύονται εις έν, μάλιστα δε και είναι έν εν τη αιωνιότητι. Η αγάπη συνενοί ημάς εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. Και ιδού, μένομεν εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. Και ιδού, μένομεν εν αυτώ τω Είναι και γνωρίζομεν αυτό δια της μετ’ αυτού ενώσεως ημών. Αλλά είναι αδύνατον να παραστήση τις τούτο δια λόγων. Η έλξις της αγάπης προς Αυτόν είναι τοσούτον ισχυρά, ώστε το πνεύμα ημών ουδέν προσέχει εκ των περίξ ημών συμβαινόντων, καίτοι ζη εν μέσω αυτών. Δεν υπάρχει στροφή προς ημάς αυτούς. Το πνεύμα ημών όλον ορμά να ψηλαφίση τον Αψηλάφιτον, να περιλάβη τον Αχώρητον, να κατανοήση τον Απερινόητον, να μένη μόνον εν Αυτώ και ουδέν άλλο πλέον να βλέπη. Πολυμερώς και πολυτρόπως εμφανίζεται εις ημάς το Φως. Αλλά πώς είναι τούτο δυνατόν; Δεν γνωρίζω πώς συνέβαινεν εις τους άλλους, εάν όμως τολμήσω να ομιλήσω εν τη αφροσύνη μου περί εκείνου, όπερ γνωρίζω, τότε θα είπω: 261 Ο Κύριος έδωκεν εις εμέ την χάριν της απογνώσεως, και έτι πλείον τούτου: Το άγιον μίσος προς την αμαρτίαν μου, τουτέστι προς εμέ τον ίδιον, τον βεβυθισμένον τη αμαρτία, η δυσωδία της οποίας είναι ομοία προς θανατηφόρον αέριον. Να θεραπευθή τις δια των ιδίων προσπαθειών είναι αδύνατον. Ευρισκόμενος τις εν πλήρει απογνώσει δια την κατάστασιν αυτού, ως εγώ ήμην, απομένει μόνον να ρίψη εαυτόν ενώπιον του Θεού μετ’ απεγνωσμένης ελπίδος. Το άλμα τούτο δύναται να είναι ολοκληρωτικόν, ανεπίστρεπτον: Φοβούμαι να επιστρέψω· δεν διαθέτω δυνάμεις να αντισταθώ εις την αμαρτίαν, να κρατήσω άσπιλον την νέαν ζωήν. Ο Κύριος εν τούτοις δεν παραλαμβάνει πάντοτε την ψυχήν εν τη καταστάσει ταύτη: «Εδέετο δε Αυτού ο ανήρ, αφ’ ου εξεληλύθει τα δαιμόνια (επειδή εφοβείτο να χωρισθή από του Χριστού) είναι συν Αυτώ· απέλυσε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· υπόστρεφε εις τον οίκόν σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός» (Λουκ. η’ ‐).


Πίστευε ότι ουδέν πλέον εκ των πενυμάτων, άτινα κατείχόν σε, θα λάβη εξουσίαν επί σε. Οι ασθενείς, οίτινες ευρίσκονται έστω εν μέρει εις κατάστασιν ομοίαν του «Γαδαρηνού», γνωρίζουν την αδυναμίαν αυτών να αντιταχθούν εις την «αιχμαλωσίαν», ήτις εκυρίευσεν αυτών πρότερον, φοβούνται να χωρισθούν Εκείνου, Όστις ηλευθέρωσεν αυτούς εκ της αλλοτρίας εξουσίας. Η ζωή της ψυχής, ήτις εγεύθη της μακαριότητος της αγάπης του Χριστού, θα συναντήση αφεύκτως πλήθος θλίψεων εν τω προτέρω αυτής περιβάλλοντι: «Εν τω κόσμω θλίψινν έξετε, αλλά θαρσείτε …» (Ιωάν. ιστ’ 33). Κατά παράδοξον τρόπον «η διήγησις», η μαρτυρία περί του Φωτός της Θείας αγάπης, διεγείρει εν ταις καρδίαις 262 πλείστων ανθρώπων την αντιπάθειαν. Είναι απαραίτητον εις ημάς να ζήσωμεν και αυτήν την θλίψιν του Ιησού. Αύτη θα βοηθήση ημάς να εισδύσωμεν βαθύτερον εις την επίγειον Αυτού ζωήν: «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’ 17). Εχάρη ο Θεός δια την εμφάνισιν του ανθρώπου εις τον κόσμον (βλ. Ιωάν. ιστ’ 21). Εχάρη και ο πεπτωκώς κόσμος δια την επιφάνειαν του Θεού επί της Γης: «Και είπεν αυτοίς ο Άγγελος· μη φοβείσθε· ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, Ός εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β’ 10). Ούτος ο Σωτήρ εδωρήσατο εις ημάς την γνώσιν περί του απολεσθέντος εν τη πτώσει ημών ουρανίου Πατρός. Απεκάλυψεν εις ημάς «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών» (Κολ. α’ 26). Μετέδωκεν εις ημάς τον λόγον, τον παρά του Πατρός εκπορευόμενον (βλ. Ιωάν. ιζ’ 14). Δίδει ωσαύτως εις ημάς την προαιώνιον δόξαν, την οποίαν ο Ίδιος έχει παρά του Πατρός (βλ. Ιωάν. ιζ’ 5 και 22). Και εν τω μέλλοντι αιώνι επιθυμεί να ίδη ημάς εκεί, όπου ο Ίδιος είναι, τουτέστιν, εκ δεξιών του Πατρός. Εν τη αρχή της οράσεως του Φωτός δεν υπάρχει η αίσθησις του μυστηρίου, ουδεμία ερώτησις τίθεται: Τα πάντα εντός και πέριξ είναι φωτεινά· ουδέν άλλο οράται ει μη το Φως. Ο νους και η καρδία «σιγούν», πεπληρωμένα μακαρίου θάμβους ενώπιον του Θεού: «Πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία … και εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν» (Ιωάν. ιστ’ 22‐23). 263 Η Σάρκωσις του Θεού κατέστησεν εις την ανθρωπότητα δυνατήν την είσοδον εις την απλανή οδόν προς τον Πατέρα, δια της παραμονής εν τω πνεύματι των εντολών του Χριστού υπό οιασδήποτε συνθήκας της επιγείου ζωής. Η εκ τούτου αυξανομένη αγάπη προς τον Χριστόν καθιστά την προσευχήν έντονον, φλογεράν· γεννά εν αυτή μεγάλην δίψαν δια τον Κύριον, οπότε το πνεύμα του ανθρώπου διαβαίνει τα όρια του κόσμου τούτου και βυθίζεται όλον εις τον Ένα Θεόν. Η προσευχή αύτη συγγενειάζει την ψυχήν προς το Πνεύμα της Αληθείας. Όταν δε γνωρίση Αυτό, έκτοτε θα αναγνωρίζη Αυτό «εκ της γεύσεως», ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, και θα παραδίδηται εις Αυτό. Αντιθέτως: Δια τινος διαισθήσεως θα αποκρούη ευθύς τα πολλά φάσματα της Αληθείας, τα δυνάμενα να προσελκύσουν τον άπειρον νουν και την αφώτιστον καρδίαν. Το Θείον Φως αποκαλύπτει την γνωσίαν μορφήν των πνευμάτων και δι’ αυτού του τρόπου απαλλάσσει τον άνθρωπον από του απατηλού θελγήτρου της πλάνης του αλλοτρίου. Το Φως όπερ εμφανίζεται εις τον άνθρωπον δια της εις Χριστόν πίστεως, μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού του Χριστού. Το πνεύμα ημών δέχεται τον Κύριον Ιησούν ως την αμετάθετον Αλήθειαν, την αυθεντικώς Αγίαν. Και το άναρχον τούτο Φως γεννά εν ημίν λόγους, οίτινες είναι όμοιοι προς την διδαχήν του Χριστού. Εν τω Φωτί τούτω ενορώμεν τον Πατέρα· αντιλαμβανόμεθα τούτο το Φως ως Πνεύμα Άγιον· εν Αυτώ βλέπομεν τον Χριστόν ως τον Μονογενή Υιόν του Πατρός. Δια της εμπειρίας ταύτης γνωρίζομεν το ομοούσιον των Τριών. Προσευχόμενοι εις αυτόν τον Θεόν, βιούμεν το έν είναι των Τριών. Εν αυτή ταύτη τη ενότητι ζώμεν όμως και 264 τας διακρίσεις: Άλλον χαρακτήρα φέρει η αναφορά μου προς τον Πατέρα, άλλως προσεύχομαι εις το Πνεύμα το Άγιον και κατά διάφορον τρόπον απευθύνομαι εις τον Χριστόν. Μεθ’ ενός εκάστου συνδέεται ιδιαίτερον τι πνευματικόν αίσθημα, ουδαμώς θραύον την Ενότητα του Είναι. Η σχέσις ημών προς εκάστην υπόστασιν της Αγίας Τριάδος διαφέρει κατά τινας αποχρώσεις. Εκ των Τριών εγγύτερον γνωρίζομεν τον Κύριον Ιησούν ένεκα της Σαρκώσεως Αυτού, της Ενανθρωπήσεως, και δι’ Αυτού εισαγόμεθα εις το Πρωταρχικόν Όν, όπερ και είναι ο Αληθινός Θεός: Τριάς ομούσιος και αχώριστος. Ενίοτε το Θείον Φως οράται δια τοιούτου  τρόπου ώστε ο άνθρωπος ουδόλως πλέον αντιλαμβάνεται τι των αισθητών. Εν τω καιρώ της προσευχής το πνεύμα αυτού εισάγεται εις την σφαίραν του νοερού Φωτός, και ομού μετά της απωλείας της αισθήσεως του περιβάλλοντος αυτόν υλικού κόσμου εγκαταλείπει αυτόν η αίσθησις του σώματος αυτού. Κατά την όρασιν ταύτην το πνεύμα αρπάζεται μετά τοιαύτης τρυφερότητος, ώστε ο άνθρωπος αδυνατεί να εκφράση το εν αυτώ τελούμενον. Δεν δύναται ύστερον να είπη, εάν ήτο εν σώματι ή εκτός σώματος. Συχνότερον συμβαίνει να διατηρήται η φυσική όρασις της υλικής πραγματικότητος· εν παρομοία καταστάσει ο άνθρωπος δύναται να έχη ανοικτούς τους οφθαλμούς και να βλέπη συγχρόνως δύο φώτα: το φυσικόν και το Θείον. Το τοιούτον φαινόμενον έχουν υπ’ όψιν οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί της οράσεως του ακτίστου Φωτός δια των φυσικών οφθαλμών. Όντως ορώνται δύο φώτα, αλλ’ ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Το άκτιστον 265 Φως, κατά την φύσιν αυτού είναι διάφορον και η θεωρία αυτού δεν είναι ομοία προς την φυσικήν όρασιν. Κατ’αυτήν το φως προκαλεί τον γνωστόν ερεθισμόν του οπτικού νεύρου και ακολουθεί ύστερον η ψυχοσωματική διαδικασία της οράσεως, ήτις δεν προξενεί εν ημίν πνευματικήν αντίδρασιν. Άλλως συμβαίνει μετά του Θείου Φωτός. Η έλευσις αυτού συνδέεται πάντοτε μετ’ ιδιαιτέρας καταστάσεως χάριτος, αισθητής εις την καρδίαν, τον νουν, έτι και εις το σώμα. Αόρατον κατά την φύσιν αυτού γίνεται ανερμηνεύτως ορατόν. Η τοιαύτη εμφάνισις είναι εν τούτοις ολιγώτερον συνήθης των τυχόν εντόνων πνευματικών καταστάσεων χάριτος, αίτινες όμως δεν συνοδεύονται υπό της θεωρίας του Φωτός. Ο πρώτος εκ των περιγραφομένων ενταύθα τρόπων θεωρίας είναι ανώτερος του δευτέρου, εφ’ όσον η μετοχή εις την Θείαν ζωήν, η επαφή προς το Άναρχον Είναι, βιούται εντονώτερον ή εν τω δευτέρω. Πώς όμως να εξηγήση τις ότι εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της θεωρίας ουδεμία διαδικασία σκέψεως γίνεται αντιληπτή, τουτέστιν ουδεμία εμφάνισις εννοιών ή παραστάσεων εν τω νοΐ; Εν τούτοις όμως, μετά την λήξιν της καταστάσεως ταύτης, και ο νους και η καρδία έχουν την αίσθησιν ότι είναι πεπληρωμένοι νέας γνώσεως· η καρδία, δια της εν αυτή ενεργείας της χάριτος της Θείας αγάπης, συλλαμβάνει βαθύτερον τα μυστήρια, τα υπερβαίνοντα πάσαν διανοητικήν αντίληψιν. Να ονομάση τις τούτο ανάστασιν ψυχής, ή πνοήν Αιωνιότητος, ήτις περιβάλλει ημάς; Αμφότεραι αι εκφράσεις αύται είναι δυναταί. Εν τη γηΐνη υπάρξει ημών, «πριν ή γευθώμεν θανάτου» (πρβλ. Ματθ. ιστ’ 28), η πλέον στενή κοινωνία μετά 266 της Θεότητος δίδεται εις ημάς δια της ελλάμψεως υπό του ακτίστου Φωτός. Όταν το Φως τούτο έρχηται εν δυνάμει τότε ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν ότι τούτο είναι ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Ποιητής παντός υπαρκτού. Κατά την στιγμήν της οράσεως ταύτης ο άνθρωπος φωτίζεται Πνεύματι Αγίω: «Πνεύματι Αγίω γνωρίζεται ο Κύριος, και το Πνεύμα το Άγιον πληροί τον όλον άνθρωπον: και την ψυχήν και τον νουν και το σώμα» (Άγ. Σιλουανός).



Η ενέργεια αυτού του Φωτός δεν δύναται να παρέλθη απαρατήρητος, άνευ συνειδήσεως του γεγονότος τούτου. Ως άναρχος ενέργεια του Θεού, το Φως τούτο εισδύει εν ημίν δια της δυνάμεως αυτού και ημείς γινόμεθα άναρχοι, ουχί κατά την φύσιν ημών, αλλά κατά την δωρεών της χάριτος: Άναρχος ζωή μεταδίδεται εις ημάς. Και δεν υπάρχει τέλος εις το μέτρον εκχύσεως της Πατρικής αγάπης επί τον άνθρωπον: Ο άνθρωπος γίνεται όμοιος προς τον Θεόν. Η ομοίωσις είναι κατά το περιεχόμενον και ουχί κατά το Άναρχον του Αυτο‐Είναι. Ο Θεός θα παραμένη αιωνίως Θεός δια τα λογικά κτίσματα. Ο Χριστός, μετά την ανάστασιν Αυτού, είπεν εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν: «… πορεύου προς τους αδελφούς Μου και είπε αυτοίς· αναβαίνω προς τον Πατέρα Μου και Πατέρα υμών και Θεόν Μου και Θεόν υμών» (Ιωάν. κ’ 17). Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εξηγεί θαυμασίως την έννοιαν των λόγων αυτών του Κυρίου: «Προς τον Πατέρα Μου» κατά την φύσιν, την απ’ αιώνος· «προς τον Πατέρα υμών» κατά την δωρεάν της Πατρικής αγάπης. «Προς τον Θεόν Μου» κατά την ανθρωπίνην φύσιν, την προσληφθείσαν υπ’ Αυτού, ουχί δε κατά «κυριολεξίαν» (Άγιος Γρηγόριος). Και η τάξις αύτη είναι αιώνιος. Δια τον Άνθρωπον‐Χριστόν, ο Πατήρ παραμένει 267 Θεός· δι’ ημάς ωσαύτως. Αλλ’ ως το πλήρωμα της Θείας ζωής μετεδόθη εις τον Άνθρωπον‐ Χριστόν, ούτω το αυτό πλήρωμα μεταδίδεται και εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ. Τούτο απορρέει εκ της προσευχής του Κυρίου: «… εκ του κόσμου ουκ εισίν, καθώς Εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί. Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία Σου· ο λόγος ο Σος αλήθειά εστι … Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις Εμέ, ίνα πάντες έν ώσι, καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ με απέστειλας. Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκάς Μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς Ημείς έν εσμεν, Εγώ εν αυτοίς και Συ εν Εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι Συ Με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς Εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους δέδωκάς Μοι, θέλω ίνα όπου ειμί Εγώ κακείνοι ώσε μετ’ Εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν ήν δέδωκάς Μοι …» (Ιωάν. ιζ’ 16‐26). Και εισέτι: «… τα Εμά πάντα Σα εστι και τα Σα Εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς» (Ιωάν. ιζ’ 10). Το Φως, το εκπορευόμενον εκ του Πατρός των φώτων, καθιστά  τους λόγους τούτους οικείους, ημετέρους εντός ημών. Το Φως τούτο εναποθέται αυτούς εις τα ενδότερα βάθη του είναι ημών. Εν τω Φωτί τούτω τελείται η κοινωνία ημών μετ’ Αυτού· κοινωνία «προσωπική», πρόσωπον προς Πρόσωπον. Αι αρχικαί ενέργειαι του Φωτός τούτου εις μικρόν βαθμόν, εάν θα ήτο δυνατόν να εκφρασθώμεν ούτω περί της Θείας ταύτης δωρεάς, αναγνωρίζονται δια τινος βαθείας αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καρδία και τω νοΐ ημών, ουχί όμως εισέτι ως έλευσις της Βασιλείας εν δυνάμει, ουχί ως εναργής «προσωπική» κοινωνία μετ’ 268 Αυτού. Είναι απαραίτητον να υπογραμμίσωμεν ότι το Θείον Φως αναποφεύκτως ενούται μετ’ αισθητής υφ’ όλης της υπάρξεως ημών χάριτος. Εν σχέσει προς τούτο ο μακάριος Γέρων Σιλουανός έλεγε και έγραφεν: «Εάν βλέπης μόνον φως, και η όρασις αύτη δεν συνοδεύεται μετ’ αισθητής χάριτος, τότε τούτο προέρχεται εκ του “αντικειμένου” και δεν πρέπει να δεχθής τούτο». Είναι δυνατόν να διαισθανθώμεν το ακατάληπτον του όντως Όντος και εις τους μεσαίους βαθμούς της πνευματικής γνώσεως. Πολλοί, μη ιδόντες εισέτι το άκτιστον Φως, τουτέστι το εν τω Θεώ υπαρκτικώς γνωριζόμενον (βλ. Ρωμ. α’ 19), κατώρθωσαν ήδη να διαισθανθούν το ασύλληπτον της Θεότητος δια της φυσικής πορείας του φιλοσοφικού στοχασμού. Το τελευταίον τούτο δεν είναι ισοδύναμον προς την πείραν του Μωϋσέως (βλ. Έξοδ. κ’ 21): Οντολογικώς είναι κατά πολύ υποδεέστερον, καίτοι δεικνύει ότι δύναται η διάνοια να έλθη εις αυθεντικήν θεωρίαν, ουχί όμως κεχωρισμένως από της καρδίας, του κέντρου τούτου της ανθρωπίνης υποστάσεως. Πολλάκις ανέφερον ότι παρόμοιαι διάνοιαι εν καταστάσει εντόνου αυτοσυγκεντρώσεως αισθάνονται εαυτάς ως φως· ασαφές μεν, αλλά φως. Και εάν η διάνοια εκλάβη εαυτήν ως την υψίστην εκδήλωσιν του ανθρώπου και παραδοθή εις αφηρημένας αναβάσεις προς το Απόλυτον Είναι, άνευ της καρδιακής αγάπης, τότε είς τινας περιπτώσεις δύναται να φθάση μέχρι εωσφορισμού· εωσφορισμού συνοδευομένου υπό του ανθρωποκτόνου αυτού ψυχρού φωτός και της αμειλίκτου καταφρονήσεως των παθημάτων εκατομμυρίων ανθρώπων. 269 Ο νους ημών εκτίσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Νοός του Πρώτου, του Θεού. Το φως είναι ίδιον του νοός ημών, διότι εδημιουργήθη κατ’ εικόνα Εκείνου, Όστις είναι το άναρχον Φως. Όταν ο νους υπερβή τα όρια του χρόνου και του χώρου εν τη πείρα των ασκητικών ενοράσεων περί των μυστηρίων του Ανάρχου Είναι, και όταν δι’ ημάς αυτούς γίνηται όμοιος προς φως, τότε ο άνθρωπος διατρέχει τον κίνδυνον να εκλάβη το φυσικόν τούτο φως του κτιστού νοός ως Άκτιστον, Θείον. Εν καταστάσει τοιούτων αποκλίσεων ο ανθρώπινος νους απεργάζεται μυστικάς θεωρίας, αίτινες είναι εφικταί εις αυτόν κατά την κτιστήν αυτού φύσιν, απομακρύνουν όμως αυτόν εκ της αυθεντικώς υπαρχούσης αιωνιότητος. Είναι δυνατόν ο χριστιανός διαμένων υπαρκτικώς εν τη σφαίρα του Ακτίστου Φωτός, να μη κατανοή εισέτι τί είναι το Φως τούτο. Εις εκείνον όμως, όστις δεν εγνώρισεν ενεργώς την κατάστασιν ταύτην, η συζήτησις περί της φύσεως του Φωτός τούτου δυνατόν να φανή ματαία, «ακαδημαϊκή», μη έχουσα ουσιαστικήν σημασίαν δια την σωτηρίαν ημών. Τούτο όμως δεν ισχύει δια τους ασκητάς, οίτινες παρέδωκαν εαυτούς εις τον έσχατον κόπον της μετανοίας. Και πώς είναι δυνατόν ο αναζητών την αληθινήν γνώσιν του Θεού να παρακάμψη το ερώτημα: Τί ή Τίς εμφανίζεται εις αυτόν; Η γνώσις του  Θεού, η οντολογική γνώσις, συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ελεύσεως του Θεού εντός του ανθρώπου. Το γεγονός τούτο κατά την ουσίαν αυτού είναι απεριγράπτως μέγα. Εν αυτή ταύτη τη καρδία δεν υπάρχουν ενδοιασμοί. Εν τούτοις όμως η εν δυνάμει εμφάνισις του Φωτός τοσούτον υπερβαίνει την πεπτωκυίαν φύσιν ημών, ώστε ουδείς 270 εκ των εις Χριστόν πιστευόντων πρέπει να εμπιστεύηται εις εαυτόν άνευ της απαραιτήτου μαρτυρίας είτε εκ των Γραφών, είτε εκ των έργων των Αγίων Πατέρων. Πλέον τούτου, και αι Γραφαί εισέτι δεν επαρκούν δια την τελικήν κρίσιν, διότι και ο λόγος του Θεού κατανοείται σχεδόν υφ’ ενός εκάστου κατά διάφορον τρόπον. Είναι απαραίτητος η επιβεβαίωσις άλλου προσώπου της αυτής πίστεως, το οποίον όμως ηξιώθη προ ημών της Θείας επισκέψεως. Επομένως είναι αναγκαία τα τρία ταύτα: Αι Άγιαι Γραφαί της Καινής Διαθήκης, τα έργα των αγίων ασκητών της Εκκλησίας ημών και ο «ζων» μάρτυς. Εάν ο τελευταίος ούτος δεν υπάρχη, τότε είναι ίδιον της δικαίας ψυχής η κραυτή προς τον Θεόν: «Φείσαι μου και μη εάσης με τον παραλελυμένον ψυχή τε και σώματι να εκπέσω της αληθείας Σου και να τραπώ εις άλλην, αλλοτρίαν οδόν». «Μη με δελεάσης απάτη». Τους λόγους τούτους θέτει η εκκλησιαστική υμνολογία εις το στόμα της Υπεραγίας Παρθένου, ότε Αύτη έλαβεν εκ του Αρχαγγέλου Γαβριήλ την αποκάλυψιν της εξ Αυτής παρθενικής γεννήσεως του Υιού του Θεού. Αι εμφανίσεις του Ακτίστου Φωτός δεν είναι τοσούτον σπάνιαι ως τινες νομίζουν. Πολλοί ασκηταί εν παραφορά μετανοίας ηξιώθησαν του δώρου τούτου, όμως δεν ετόλμησαν να εξετάσουν τούτο δια του νοός, ώστε να κατανοήσουν αληθώς: Τίς εστιν Ούτος; Ούτοι ηρκέσθησαν εις την επενέργειαν του Φωτός επί της ψυχής, τουτέστι την συμφιλίωσιν μετά του Θεού, την ανεκτίμητον παράκλησιν, την αίσθηιν της αιωνιότητος, την υπέρβασιν του θανάτου. Δεν κατέχουν πάντες εκ φύσεως την αυτήν δύναμιν 271 εκφράσεως της βιωθείσης υπ’ αυτών εμπειρίας. Τούτο παρατηρείται εισέτι και μεταξύ των μεγάλων. Επί παραδείγματι, ο Απόστολος Πέτρος, περιβεβλημένος δια του πυρός της προς τον Θεόν αγάπης, ετέλει θαύματα ως και Αυτός ο Κύριος· εν ταις επιστολαίς αυτού όμως δεν υπάρχει ο εκφραστικός πλούτος των Αποστόλων Ιωάννου και Παύλου. Ο Πέτρος μάρτυς της Θαβωρίου μεταμορφώσεως, εγνώριζεν ότι δια του Χριστού και εν Χριστώ ενούται ούτος μετά του Θεού εν τη αιωνιότητι· ότι «τα τίμια ημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται, ίνα δια τούτων γενώμεθα Θείας κοινωνοί φύσεως …» (πρβλ. Β’ Πέτρ. α’ 4)· ότι «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. δ’ 12). Ευρίσκονται και πολλοί άλλοι θαυμάσιοι λόγοι εν ταις επιστολαίς αυτού. Αλλά ο Ιωάννης και ο Παύλος, αν και ετέλεσαν ολιγώτερα ορατά θαύματα, έδωκαν εις ημάς δια της διδαχής αυτών έτι πλουσιώτερον υλικόν, όπερ διανοίγει ενώπιον ημών ατέρμονας ορίζοντας θεογνωσίας. Ο Απόστολος Παύλος, πλείον πάντων των λοιπών Αποστόλων, διέθετεν επαρκή κατάρτισιν (εις την οποίαν συμβάλλει συνήθως η επιστήμη) δια την περιγραφήν των δοθεισών εις αυτόν εμπειριών. Εις αυτόν ανήκει η αιώνιος δόξα δι’ ολόκληρον σειράν βαθυτάτων διατυπώσεων αποκεκαλυμμένων αληθειών. Η σκέψις μου, ως είναι φυσικόν, συχνάκις επιστρέφει εις τον κατά Θεόν πατέρα μου, τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν. Ο ταπεινός ούτος ανήρ παρέμενεν υπαρκτικώς εις καταστάσεις των οποίων ολίγοι μόνον ηξιώθησαν εν τη ιστορία της Εκκλησίας. Εν ταις γραφαίς όμως αυτού γίνεται σαφώς αντιληπτή η απουσία αποθέματος λέξεων και εννοιών δια την πλέον συστηματικήν 272 έκθεσιν των μεγάλων ευλογιών, αίτινες εξεχύθησαν επ’ αυτόν. Γνωρίζομεν ότι η Εκκλησία τιμά εξ ίσου και εκείνους, οίτινες δι’ ολίγων λόγων, αλλά δια πολλών θαυμάτων και υψηλού πνεύματος ωκοδόμησαν Αυτήν, και τους άλλους οίτινες υπηρέτησαν τον αυτόν σκοπόν δια του χαρίσματος της διδασκαλίας. Όταν ο εν αληθεία Ών Θεός, ο όντως Ών, αποκαλύπτηται εν τη εμφανίσει του Ακτίστου Φωτός, τότε ο άνθρωπος εγκαταλείπει ενστικτωδώς την εκ των κάτω πορευομένην φιλοσοφίαν περί του Υπερ‐προσωπικού Απολύτου. Η ουχί αφηρημένη, αλλ’ οντολογική γνώσις του Θεού ουδόλως περιορίζεται εις μόνην την διάνοιαν. Είναι απαραίτητος η ζώσα συμμετοχή του όλου ανθρώπου εις την Ενέργειαν του Θείου Είναι, και τούτο πραγματοποιείται εν τη αγάπη: «Ο δε (νομικός) αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27). Και αύτη είναι η γνωσιολογία ημών – η επιστήμη της γνώσεως. Η εντολή καλεί ημάς ʺνα αγαπήσωμενʺ. Επομένως η αγάπη δεν είναι ήδη δεδομένη εις ημάς. Οφείλομεν να αποκτήσωμεν αυτήν δια του αγώνος του προσωπικού ημών αυτοπροσδιορισμού. Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου. Ο νους‐ λογικόν είναι μία εκ των ενεργειών της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Η Θεία Αγάπη γεννάται εν τη καρδία δια της πίστεως και ο νους συμμορφούται προς το νέον εσωτερικόν γεγονός. Η φλόξ της αγάπης ταύτης ελκύει ολοτελώς τον νουν 273 εις την καρδίαν· και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης, ενούται μετά της καρδίας εις έν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος «ενοποιείται»: θεραπεύεται. Δεν υπάρχει αγών πλέον δυσχερής, πλέον επώδυνος, της πάλης δια τον θρίαμβον της αγάπης του Χριστού. Άρχεται αύτη εν ημίν αυτοίς, ύστερον δε εκχέεται προς όλον τον κόσμον. Όντως, η αγάπη αύτη δεν είναι εκ της γής, αλλά εκ του Ουρανού. Εν αυτή περικλείεται η έννοια του Είναι του Ιδίου του Θεού, Όστις έδωκεν εις ημάς την εντολήν του «αγαπάν». Η πνευματική ανάβασις εις την Βασιλείαν της Ακτίστου Αγάπης του Θεού απαιτεί λίαν παρατεταμένον ασκητικόν αγώνα. Εις την «ανάβασιν» ταύτην παρατηρούμεν αναλογίαν τινά προς την καταπονητικήν αναρρίχησιν εις απόκρημνον όρος, προς το μαρτύριον ταλαντούχων καλλιτεχνών δια δημιουργίαν εις πάντας τους τομείς της τέχνης, προς την μακροχρόνιον και επιμελή εργασίαν δια την απόκτησιν επιστημονικών γνώσεων, και προς πλείστα άλλα όμοια αυτών. Και εάν οι άνθρωποι κατά την πλειονότητα των περιπτώσεων είναι έτοιμοι να υποστούν πάσαν δυνατήν θυσίαν δια την κατάκτησιν εφημέρων υλικών αξιών ή προνομιούχων κοινωνικών θέσεων, τότε ουδόλως πρέπει να εκπλήττη ημάς η αναγκαιότης έτι και μεγαλυτέρων, πολλάκις, προσπαθειών προς επίτευξιν των μη παρερχομένων αγαθών της Βασιλείας του Θεού, κατά το ρήμα του Χριστού: «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12). 274 3.




3.ΒΙΩΘΕΙΣΑ ΠΕΙΡΑ

 Θα ήθελον νυν να ομιλήσω περί εκείνου, όπερ εχαρίσατο εις εμέ ο Κύριος μετά την επιστροφήν μου εις Αυτόν εν ωρίμω ηλικία, ότε αι θείαι επισκέψεις συνεδέοντο μετά βαθείας προσευχής μετανοίας. Εν τη αρχή της περιόδου ταύτης το Φως ενεφανίζετο μάλλον ως Πυρ καταφλέγον, και επί της επιφανείας του σώματός μου και εντός της ψυχής μου, ό,τι ησθανόμην κατά την καύσιν ταύτην ως αλλότριον του Θεού. Ώ, ουδέν τότε εγνώριζον και δεν κατενόουν τα εν εμοί τελούμενα. Η σκέψις μου δεν επεχείρει να ερευνήση την φύσιν του Πυρός και του Φωτός τούτου. Έπασχον εν τη μετανοία μου δι’ όλης της υπάρξεώς μου· εγνώριζον όμως ότι ανέζησα πνεύματι. Κατ’ εκείνους τους χρόνους κατέκλυζον εμέ ισχυρά κύματα συναισθημάτων και σκέψεων. Συνέρρεον άλλοτε αιφνιδίως, άλλοτε σταδιακώς· ενίοτε το παν ανεμιγνύετο ως εν καιρώ ταραχώδους μεσονυκτίου θυέλλης· είναι αδύνατον να προσδιορίσω νυν κατά χρονολογικήν σειράν τα υπ’ εμού βιωθέντα. Εκείνο όπερ μετά βεβαιότητος ενθυμούμαι είναι η ακατάσχετος ορμή μου προς τον Θεόν εκ του πόθου μου προς Αυτόν μέχρι θανάτου. Τούτον τον πόθον μου εξέχεον εις τας δεήσεις μου μετά τοιαύτης αυτοσυγκεντρώσεως, ώστε και εάν κατέβαινε Πυρ ή Φως, η προσοχή μου δεν απεσπάτο από του Θεού, και όλη η ορμή μου εστρέφετο προς Αυτόν. Και ιδού, την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου (ίσως το έτος 1924), το Φως επεσκέφθη εμέ μετά την Θείαν Μετάληψιν και ησθάνθην αυτό ως επαφήν της Θείας 275 αιωνιότητος μετά του πνεύματός μου. Ιλαρόν, πλήρες ειρήνης και αγάπης το Φως παρέμεινε μετ’ εμού επί τρεις ημέρας. Διέλυσε τον γνόφον της ανυπαρξίας, όστις ίστατο ενώπιόν μου. Ανέστην, και εντός μου μετ’ εμού ανέστη ο κόσμος όλος. Οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εις το τέλος της ακολουθίας του Πάσχα ήχησαν μετά συγκλονιστικής δυνάμεως: «Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος». Καταπεπονημένος υπό του θεάματος του γενικού θανάτου, ανέζησα εκείνην την στιγμήν: Αληθώς, και η ψυχή μου ανέστη και ουδένα πλέον βλέπω νεκρόν … Εάν τοιούτος είναι ο Θεός, πρέπει το συντομώτερον να εγκαταλείψω τα πάντα και να αναζητήσω μόνον την μετ’ Αυτού ένωσιν. Εις το τέλος των ημερών μου απεφάσισα να ομιλήσω εις τους αδελφούς μου περί εκείνου, περί του οποίου πρότερον δεν θα ετόλμων, θεωρών τούτο ως πράξιν ασύνετον. Όσον μηδαμινός και εάν είμαι από πάσης απόψεως, το γεγονός παραμένει γεγονός: Ο Θεός Πατήρ ηυδόκισεν εν εμοί, ως εν γένει είναι ίδιον Αυτού να ευδοκή εν πάσι τοις συντετριμμένοις τη καρδία (βλ. Ψαλμ. ν’ 19). Ο Πατήρ είλκυσεν εμέ προς τον ηγαπημένον Αυτού Υιόν, και ο Υιός ήγειρεν εμέ εκ της ολεθρίου πτώσεώς μου (βλ. Ιωάν. στ’ ‐, ‐). Το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, έδωκεν εις εμέ να ζήσω «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον· Θεό εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι» (Α’ Τιμ. γ’ 16). Νυν γνωρίζω ότι άνευ τοιαύτης πίστεως αι βιωθείσαι υπ’ εμού καταστάσεις θα απεκλείοντο. Η πίστις είναι δυνατόν να υπάρχη και εν ατελεί εισέτι εμπειρία. Αυξάνει 276 εν συνεχεία δια των εκχύσεων της χάριτος επί τον άνθρωπον. Μαρτυρώ ότι όταν όλον το είναι του ανθρώπου εν εντόνω αποστροφή προς εαυτό, ως όντως είναι, βυθίζηται εις προσευχήν προς τον Χριστόν – προσευχήν ήτις αποσπά το πνεύμα ημών εκ των ονύχων των παθών και των δεσμών της ύλης – τότε η αίσθησις της Θείας αιωνιότητος καθίσταται τοσούτον εναργής, ώστε ουδεμία λογική ή ψυχανάλυσις δύναται να κλονίση το οφθαλμοφανές. Διά ποίον λόγον ομιλώ περί λογικής και ψυχαναλύσεως; Διότι η πρώτη (λογική) δεν επιτρέπει να πιστεύσωμεν ότι είς ιστορικός άνθρωπος, τον οποίον είναι δυνατόν να ίδωμεν, να ψηλαφήσωμεν (Α’ Ιωάν. α’ 1), να φονεύσωμεν, κρεμώντες επί σταυρού ως ληστήν, είναι ο Δημιουργός σύμπαντος του απείρου κόσμου. Η δε δευτέρα (ψυχανάλυσις) πειράται να πείση ημάς ψυχολογικώς ότι είναι αναγκαίον να μη εμπιστευώμεθα εις τας εμπειρίας ημών. Αλλά, ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, τοιούτον φως, τοιαύτη αγάπη, τοιαύτη δύναμις ζωής και σοφία δύνανται να πηγάσουν μόνον εκ της Αληθινής Αρχής παντός υπαρκτού. Ο Όσιος Σιλουανός ήτο εξαιρέτως πεπροικισμένος άνθρωπος. Αλλά και εγώ, πατά την οικτράν αθλιότητά μου, δύναμαι πώς να κρίνω τί είναι εφικτόν εις το ανθρώπινον πνεύμα, ωσαύτως δε και εις την σκέψιν και τον ψυχισμόν ημών. Ο Απόστολος Παύλος μετά την εμφάνισιν του Χριστού εις αυτόν απεμακρύνθη εις την έρημον της Αραβίας (βλ. Γαλ. α’ 16)· εκεί, εν ορμή φλογεράς μετανοίας δια το παρελθόν αυτού, ηξιώθη πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων· μεταξύ αυτών ήτο η βεβαίωσις ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός. Δεν αναζητώ λογικάς αποδείξεις εκ των κάτω, αλλά εν τω θρήνω της μετανοίας μου, ήτις υπερέβαινε την δύναμίν μου και κατέκαιεν εμέ 277 δια του πυρός αυτής, επείσθην και εγώ περί τούτου: Ούτος, ο Χριστός είναι το ύψιστον, το άναρχον γεγονός του Είναι. Ο χαρακτήρ της μετανοίας μου ουδόλως επέτρεπε την δυνατότητα «να φαντάζωμαι» ότι ο άναρχος Θεός δύναται να είναι μετ’ εμού τοσούτον εγγύς, τοσούτον ενεργώς. Υπήρχον στιγμαί κατά τας οποίας κατενόουν την μορφήν της αποκαλύψεως των ουρανίων μυστηρίων των δοθέντων εις τους Προφήτας, τους Αποστόλους και τους Πατέρας ημών. Το Φως, όπερ επεσκέπτετο εμέ, είναι το Φως της «ουκ εκ του κόσμου τούτου» Βασιλείας, Βασιλέα της οποίας ωνόμαζεν Εαυτόν ο Χριστός (βλ. Ιωάν. ιη’ ‐). Τι συμβαίνει κατ’ ουσίαν; Πώς εξηγούνται παρόμοια γεγονότα; Το πνεύμα ημών εισάγεται δια του Πνεύματος του Θεού εις την σφαίραν της Βασιλείας ταύτης. Και τότε παύει πάσα διαλεκτική· ζώμεν νέαν δι’ ημάς μορφήν υπάρξεως. Δίδεται εις ημάς η εμπειρία του «είναι»: Εγώ ειμι. Και ο Απόστολος Παύλος και οι λοιποί Απόστολοι – Πέτρος, Ιωάννης … –, και πάντες οι μετέπειτα θεολόγοι της Εκκλησίας, διηγούνται περί των γνωσθέντων υπ’ αυτών γεγονότων του είναι. Συστέλλομαι μέχρι πόνου προφέρων τοιούτους λόγους, οίτινες δυνατόν να φανούν καθ’ υπερβολήν υπερήφανοι, και επομένως αποκρουστικοί. Αλλ’ εις τούτο έγκειται το παράδοξον, ότι εγώ ο ίδιος ζω διττήν κατάστασιν: την απεχθή μηδαμινότητά μου αφ’ ενός, και την ελεήμονα συγκατάβασιν του Θεού αφ’ ετέρου. Σκέπτομαι ούτως: Ο Θεός δεν αρνείται τας δωρεάς Αυτού εις ένα έκαστον εξ ημών (βλ. Ματθ. ζ’ 7‐11), αλλά παρέχει αυτάς κατά το μέτρον της δίψης και της πιστότητος εκάστου εξ ημών προς τον Δωρεοδότην: Είς τινας δίδει αφθόνως, εις άλλους μετρίως. Γνωρίζω εμαυτόν: Είμαι ο 278 πλέον κοινός άνθρωπος. Συχνάκις εύθυμος άνευ ιδιαιτέρου λόγου, ως τα μικρά παιδία· είναι περιττόν να ομιλώ περί της προφανούς ταύτης πραγματικότητος. Αλλ’ εκείνο, όπερ εδόθη εις εμέ παρά του Θεού κατά την Αυτού πρωτοβουλίαν, είναι τι ανάλογον προς εκείνο, όπερ έλαβον οι Απόστολοι, οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι καθοδηγηταί μου. Ένεκα της αναλογίας ταύτης το δοθέν εις εμέ εκφράζεται δια των αυτών λόγων, τους οποίους ευρίσκομεν εν ταις Γραφαίς της Καινής Διαθήκης και τοις έργοις των Πατέρων. Δεν υπάρχει αμφιβολία περί της κολοσσιαίας αποστάσεως μεταξύ της Παλαιάς Διαθήκης και της Διαθήκης του Χριστού (βλ. Ματθ. ε’ 17‐). Όμως και εν τοις ορίοις του Νόμου του Μωϋσέως οι Προφήται ενίοτε εξεφράζοντο μετά παρρησίας ομοίας εκείνης των Αποστόλων. Το αυτό συμβαίνει και εν τη περιπτώσει μου. Και εν τω μοναστηρίω και εν τη ερήμω εδόθη εις εμέ να γνωρίσω τας περιγραφομένας υπ’ εμού καταστάσεις του πνεύματος. Δεν διεφύλαξα αυτάς εν τη πλήρει αυτών εντάσει· επιστρέψας εις τον κόσμον απώλεσα βαθμηδόν πολλά. Ενθυμούμαι όμως αυτάς. Ό,τι εδωρήθη εις εμέ εν τη ερήμω, ηλευθέρωσε το πνεύμα μου εκ της εξουσίας των ανθρωπίνων κρίσεων περί εμού. Ο φόβος όμως του Θεού δεν παύει να συντρίβη εμέ. Τούτο σημαίνει ότι δεν υπερβαίνω το μικρόν μου μέτρον. Ιδού, τι αναγινώσκομεν εν ταις γραφαίς του Αγίου Σιλουανού: «Λέγουν τινές ότι τούτο ήτο τω καιρώ εκείνω, νυν δε πάντα ταύτα απηρχαιώθησαν. Όμως παρά τω Κυρίω ουδέν μειούται, ούτε μεταβάλλεται ποτέ, και μόνον ημείς αλλοιούμεθα, γινόμεθα κακοί και ούτω στερούμεθα της χάριτος. Εις τους εκζητούντας όμως αυτήν, ο Κύριος δίδει το παν, ουχί διότι είμεθα άξιοι, αλλά 279 διότι ο Κύριος είναι ελεήμων και αγαπά ημάς» (Κεφ. III, Περί ταπεινώσεως). Διάφοροι περιστάσεις ηνάγκασαν εμέ να αναχωρήσω εκ του Αγίου Όρους. Εν Ευρώπη εστερήθην βαθμηδόν πολλών εξ εκείνων, δια των οποίων ήτο πεπληρωμένη η ζωή μου εν τω Άθω. Η διακονία των ανθρώπων, ως δεικνύει η πείρα, συνδέεται μετά της αναγκαιότητος να εισέρχηταί τις εις τας θλίψεις, τα παθήματα, τον αγώνα κατά των παθών, και λίαν συχνάκις εις τας στοιχειώδεις αυτών ανάγκας. Δυστυχώς, τούτο δεν βοηθεί να παραμένη τις εν τη θεωρία και τη ησυχαστική προσευχή.


Η ροή των γεγονότων δεικνύει μετά πειστικότητος ότι η επιστροφή μου εις τον κόσμον ήτο θέλημα Άνωθεν. Αλλά και εν τη περιπτώσει ταύτη δεν παύω να θλίβωμαι δια την απώλειαν εκείνων των δωρεών, τας οποίας εξέχεεν επ’ εμέ ο Κύριος πέραν των προσδοκιών μου. Η ενέργεια του Φωτός, περί του οποίου γράφω, επί του πνεύματος του ανθρώπου μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού: Είναι άκτιστον, ανονόμαστον, ακράτητον· είναι μυστηριώδες, άϋλον, απαραβίαστον. Απορώ. Πώς να σκεφθώ ή ν ομιλήσω περί αυτού; Το Φως τούτο είναι ως προς τον φύσιν αυτού υπερκόσμιον. Η κάθοδος αυτού εφ’ ημάς δεν είναι άλλο τι, ει μη η φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον: αποκάλυψις ουρανίων μυστηρίων. Κατά την Μεταμόρφωσιν επί του Θαβώρ δια της δωρεάς του Φωτός τούτου εδραιώθη η Θεογνωσία. Από της στιγμής της ελλάμψεως των Αποστόλων υπό του Φωτός τούτου επί το Θαβώρ, το Φως εισήλθεν εις την ιστορίαν του κόσμου και εγένετο «αναφαίρετος κληρονομία» δια τας επερχομένας γενεάς 280 των πιστευόντων εις τον Χριστόν‐Θεόν. Άνευ του Φωτός τούτου η γη θα παρέμενεν έξω της αληθούς Θεογνωσίας. Βάσει της προσωπικής μου πείρας, επέτρεψα εις εαυτόν να ονομάση το Φως τούτο Φως αναστάσεως. Δια της ελεύσεως του Φωτός τούτου το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος. Άνευ της ελλάμψεως του Φωτός τούτου δεν κατανοείται ορθώς το μυστήριον των οδών της σωτηρίας· ο κόσμος, οι άνθρωποι, θα παρέμενον εν τω σκότει της αγνοίας. Η αφηρημένη θεολογική μόρφωσις, έτι και η πλέον εκλελεπτυσμένη, δεν σώζει, διότι παρέχει διανοητικήν μόνον γνώσιν και δεν ανάγει όντως εις τον χώρον του Θείου Είναι. Ενίοτε, δυνάμεθα να παρομοιάσωμεν το Φως τούτο προς νεφέλην καλύπτουσαν την κορυφήν όρους, επί του οποίου ιστάμεθα: Η νεφέλη καθ’ εαυτήν είναι έμπλεος Φωτός, αλλ’ ημείς ουδέν βλέπομεν, ει μη μόνον αυτήν. Άπας ο λοιπός κόσμος δεν οράται. Κατά τον αυτόν τρόπον το Θείον Φως, αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. Το Φως τούτο είναι ομοιόμορφον, ακέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Εν αυτώ η ψυχή θεωρεί την Αγάπην και την Αγαθότητα του Θεού. Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. Το Φως τούτο έρχεται ιλαρώς, τρυφερώς, ούτως ώστε να μη παρατηρώμεν πώς τούτο περιέβαλεν ημάς. Ουχί αίφνης, αλλ’ ηρέμα ο κόσμος συνήθως «λησμονείται». Το φαινόμενον τούτο ομοιάζει προς ήρεμον επέλευσιν ύπνου εις φυσιολογικώς υγιά άνθρωπον· όμως, βεβαίως, δεν πρόκειται περί 281 ύπνου, αλλά περί πληρώματος ζωής. Μετά την αποχώρησιν του Φωτός, ήτις συντελείται τοσούτον ησύχως, ως και η έλευσις αυτού, η ψυχή επανέρχεται βραδέως εις την συνήθη αίσθησιν της υλικής πραγματικότητος. Εντός της απαλυνθείσης καρδίας βασιλεύει βαθεία ειρήνη. Το πνεύμα του ανθρώπου διαμένει συγχρόνως και εν τη υψίστη Θεία ατμοσφαίρα και εν τη γηΐνη. Η πρώτη εν τούτοις υποχωρεί βαθμηδόν και εις την ψυχήν εισέρχεται θλίψις, αίσθημα λύπης τινός, διότι μειούται η δύναμις της αφάτως αγαθής επαφής αυτής μετά του Πνεύματος του Θεού, καθ’ όν χρόνον αποκαθίσταται η αίσθησις της φυσικής πραγματικότητος. Τα ευώδη ίχνη της οράσεως εξασθενούν, αλλά δεν απαλείφονται εντελώς. Παρά ταύτα και εξησθενημένη αύτη γεννά λεπτήν νοσταλγίαν δια τον Θεόν, και η προσευχή ρέει ειρηνικώς και εξ όλης της υπάρξεως. Η διαμονή μετά του Κυρίου φονεύει τα πάθη. Τότε δεν ελκύει ημάς ούτε η δόξα, ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσία, ούτε ο,τιδήποτε γήινον, αναποφεύκτως εμπαθές και πάντοτε φέρον την σφραγίδα του τραγικού και του εφήμερου. Επανειλημμέναι επισκέψεις της χάριτος εις την ψυχήν οδηγούν εις την παρατήρησιν ομοιότητος τινος μεταξύ της καταστάσεως της θεωρίας και της εντυπώσεως, ήτις προκαλείται εκ του Ευαγγελικού λόγου. Την τελευταίαν ταύτην αποδεχόμεθα ωσαύτως ως Φως, ως ζωοποιόν δύναμιν, ως νέαν πράξιν δημιουργίας, ουχί πλέον υπό μορφήν της προσταγής «γενηθήτω», αλλά ως κλήσιν προς το λογικόν δημιούργημα. Ο Ουράνιος Πατήρ καλεί τα τέκνα Αυτού άνευ βίας προς θαυμαστήν 282 ανάβασιν προς την βασιλείαν της Πατρικής αγάπης, ένθα ούτε θάνατος, ούτε αρχή, ούτε τέλος υπάρχει. Το πνεύμα ημών κατανοεί ότι αληθώς ο λόγος του Χριστού εκπορεύεται «από του Πατρός των φώτων», Όστις «βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας» (Ιακ. α’ 17‐18). Ο λόγος του Χριστού περιέχει Θείαν ζωήν, και όστις ανοίγει εις αυτόν έως τέλους την εαυτού καρδίαν γίνεται θεοειδής. Εν τη αρχή της μοναστηριακής μου ζωής εν Άθω ο Κύριος εχαρίσατο εις εμέ την αδιάλειπτον προσευχήν, ήτις, διατηρούσα την έντασιν αυτής, μετέβαινεν από καιρού εις καιρόν εκ του ενός θέματος εις το άλλο. Θα διηγηθώ περί τινος, όπερ ενθυμούμαι εναργώς, εφ’ όσον γίνεται λόγος περί προσευχών, αίτινες αφήκαν ανεξίτηλα ίχνη επί του είναι μου. Πολλάκις συνέβαινε το ακόλουθον: Το εσπέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, έκλειον τελείως το παράθυρον του κελλίου μου και εκάλυπτον τούτο δια τριών παραπετασμάτων, ώστε να δημιουργηθούν κατά το δυνατόν καλύτεραι συνθήκαι ησυχίας και σκότους … Προσπίπτων επί πρόσωπον επί του δαπέδου του κελλίου μου, προέφερον βραδέως τους λόγους της προσευχής τον ένα κατόπιν του άλλου· εξηφανίζετο πάσα αίσθησις της στενότητος του μικρού μου κελλίου και ο νους μου, επιλανθανόμενος του σώματος, ησθάνετο εαυτόν εν τω φωτί του Ευαγγελικού λόγου. Το πνεύμα μου προσηλωμένον εις την απύθμενον σοφίαν του λόγου του Χριστού, ελεύθερον παντός υλικού πράγματος, ησθάνετο εαυτό πεπυρωμένον εκ της ελλάμψεως του νοητού Ηλίου ως το σώμα το εκτιθέμενον υπό τον μεσημβρινόν ήλιον. Πραεία ειρήνη επλήρου τότε την ψυχήν μου, ήτις επελανθάνετο πάσης 283 ανάγκης και αγωνίας της γης. Πώς να εξηγήση τις ότι, δια της ελεύσεως εις ημάς του Φωτός του Χριστού, αι ολίγαι εντολαί Αυτού, κεχαραγμέναι επί της καρδίας και του νου, καταργούν πάντας τους άλλους νόμους, συμπεριλαμβανομένου και του Μωσαϊκού; Η νοερά αύτη όρασις ελάμβανε χαρακτήρα πλήρους βεβαιότητος: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου … και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ’ ‐). Ο Κύριος έδιδεν εις εμέ να ζήσω την κατάστασιν ταύτην, και το πνεύμα μου εδίψα να προσπέση εις τους πόδας Αυτού εν ευγνωμοσύνη δια την δωρεάν ταύτην. Επαναλήψεις τοιαύτης καταστάσεως, μετά τινων διαλειμμάτων, διήρκουν επί μήνας, ίσως και επί έτη. Υπό την επίδρασιν του αυτού Φωτός κατά την υπέρ του κόσμου προσευχήν βαθεία λύπη εκυρίευεν όλης της υπάρξεώς μου. Διέκρινον σαφώς ότι τα αναρίθμητα και ατελεύτητα παθήματα όλης της οικουμένης είναι συνέπεια του χωρισμού του ανθρώπου από του Θεού, του αποκαλυφθέντος ημίν Δημιουργού ημών. Εάν ο κόσμος ηγάπα τον Χριστόν και τας εντολάς Αυτού, τότε το παν θα μετεμορφούτο ριζηδόν και η γη θα μετεβάλλετο εις θαυμαστόν παράδεισον. Κατά την όρασιν ταύτην του Φωτός ο λόγος της Γραφής περί του πρωτοκτίστου παραδείσου ενεφανίζετο εις εμέ «εκείνην» την στιγμήν ως απτή πραγματικότηης. Εν τω χώρω του αιωνίου Πνεύματος αι παρελθούσαι χιλιετίαι συμπυκνούνται είς τινα άχρονον και άνευ διαρκείας θεωρίαν. «… Και έθετο ο Κύριος τον άνθρωπον εν τω παραδείσω της Εδέμ εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γέν. β’ 15): 284 Προορισμός, όστις εμπνέει τον άνθρωπον, καθιστών αυτόν συνεργόν του Θεού εις την δημιουργίαν του κόσμου. Εφαίνετο εις εμέ ότι η παρεχομένη ελευθερία δια προσευχήν, κατά την νυκτερινήν ησυχίαν του Αγίου Όρους, ήτο ήδη πρόγευσις της Βασιλείας.


Αρκεί η διαμονή αύτη εν τω ηγαπημένω Θεώ, ίνα κατανοήση τις το νόημα των λόγων: Παράδεισος Θεού. Οι Ευαγγελικοί λόγοι προήλθον εξ Αυτού του Αγίου των αγίων, και φέρουν τον απόλυτον χαρακτήρα της Θείας παγγνωσίας. Μετά το πέρας της προσευχής αυτομάτως ήρχοντο εις τον νουν μου οι στίχοι του Ψαλμού: «Νυξ φωτισμός εν τη τρυφή μου … ως ημέρα φωτισθήσεται» («… σκότος ου σκοτισθήσεται από Σου, και νυξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως το σκότος αυτής ούτω και το φως») (Ψαλμ. ρλη’ 11‐12). Περί τας αρχάς της δεκαετίας του 1930, ότε ήμην ήδη διάκονος, η ευδοκία του Θεού παρέμεινε μετ’ εμού επί δύο εβδομάδας. Το εσπέρας, ότε ο ήλιος έβαινε προς την δύσιν αυτού οπίσω του Ολύμπου, εκαθήμην επί του εξώστου πλησίον του κελλίου μου, ατενίζων προς τον δύοντα αστέρα. Κατ’ εκείνας τας ημέρας έβλεπον το εσπερινόν φως του ηλίου, και εν ταυτώ έν άλλο Φως, όπερ τρυφερώς περιέβαλλεν εμέ και ειρηνικώς εισεχώρει εις την καρδίαν μου κατά παράδοξον τρόπον, δίδον εις εμέ να αισθάνωμαι ευσπλαχνίαν και αγάπην προς τους ανθρώπους, οίτινες εφέροντο προς εμέ μετά τραχύτητος. Ησθανόμην ωσαύτως ανώδυνόν τινα συμπάθειαν προς πάσαν την κτίσιν εν γένει. Μετά την δύσιν του ηλίου απεσυρόμην εις το κελλίον μου, ως συνήθως, προς επιτέλεσιν του κανόνος προσευχής, του τεταγμένου ως προετοιμασία δια την Θείαν Λειτουργίαν, και το Φως 285 δεν εγκατέλειπεν εμέ καθ’ όλην την διάρκειαν της προσευχής. Και ιδού, εσπέραν τινά, επλησίασεν εμέ ο μοναχός π. Ιουβενάλιος (Εγκόρωφ), ο μόνος επί του ορόφου εκείνου γείτων μου, και ηρώτησεν εμέ: «Ανέγνωσα προ ολίγου τους Ύμνους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου … Είπατέ μοι, πώς αντιλαμβάνεσθε υμείς τας περιγραφάς της υπ’ αυτού οράσεως του ακτίστου Φωτός»; Μέχρις εκείνης της στιγμής έζων μετ’ ευγνώμονος καρδίας την εις εμέ συγκατάβασιν της ευλογίας του Κυρίου, αλλ’ ουδέποτε διηρωτήθην σχετικώς προς το φαινόμενον τούτο και η σκέψις μου, εστραμμένη προς τον Θεόν, δεν επέστρεφεν εις εμαυτόν. Ίνα απαντήσω εις τον π. Ιουβενάλιον, νοερώς εστράφην προς εκείνο, όπερ έζων κατ’ εκείνην την στιγμήν. Εν τη προσπαθεία μου να αποκρύψω εμαυτόν, απήντησα δι’ υπεκφυγής: «Δεν ανήκει εις εμέ να κρίνω περί του βιώματος του Αγίου Συμεών …, αλλ’ ίσως, διαμένων ούτος εν καταστάσει χάριτος, ησθάνετο αυτήν ως Φως … δεν γνωρίζω». Εφάνη εις εμέ ότι ο π. Ιουβενάλιος απήλθε μη υποψιασθείς πλείον τι εκείνου όπερ είπον εις αυτόν. Ευθύς μετά την σύντομον ταύτην συνομιλίαν συνέχισα, ως συνήθως, την προσευχήν μου. Το Φως και η αγάπη δεν ήσαν πλέον μετ’ εμού. Ούτως εγνώρισα επανειλημμένως, δια πικράς πείρας, ότι η καθαρά προσευχή δίδεται τότε μόνον, όταν το πνεύμα ημών βυθίζηται ολοτελώς εν τω Θεώ, άνευ στροφής προς εαυτό. Παράδοξον! Συνομιλών μετά του π. Ιουβεναλίου δεν παρετήρησα κίνησιν κενοδοξίας εντός μου … Και όμως! Θα ηδυνάμην άρα γε να προβλέψω ότι υπήρχε κίνδυνος η συνεχής θέα του Φωτός κατά τας εσπέρας και τας νύκτας εκείνης της περιόδου (κατά την αρχήν της ιερωσύνης μου) να οδηγήση εμέ εις έπαρσιν; 286 Εάν τοιαύτη συμφορά ανέμενεν εμέ καθ’ οδόν, τότε ο Κύριος εύρεν θαυμαστόν τρόπον να ταπεινώση εμέ δια της άρσεως της δωρεάς ταύτης. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτός Ούτος ο Θεός, Φως ών απρόσιτον και Ζωή αιώνιος, ήλθεν εις τον κόσμον, έζησε εν τω μέσω ημών φέρων την ψηλαφητήν ημών σάρκα, αλλ’ ο κόσμος «ουκ έγνω, ουδέ παρέλαβεν» Αυτόν. Όσοι δε ηγάπησαν την επιφάνειαν Αυτού, γνωρίζουν ότι δια του Μονογενούς υιοθετούνται και αυτοί υπό του Πατρός, του Παντοκράτορος Θεού. Ούτος αναγνωρίζεται ανερμηνεύτως εν τη εμφανίσει του Φωτός της χάριτος· Φωτός λεπτού και ευαισθήτου, παρακλητικού και ζωοποιού. Ο αισθητός ήλιος είναι θαυμαστή εικών του Ηλίου της Αγάπης και της Δικαιοσύνης. Άνευ των ακτίνων του ορατού ηλίου δεν θα ήτο δυνατή η ζωή επί του πλανήτου ημών. Πάντες ημείς αισθανόμεθα την ευεργετικήν ενέργειαν των ακτίνων αυτού. Παλαιότερον ο ήλιος εφαίνετο εις εμέ ως άυλος, αλλά μετά την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός της Θεότητος και αυτός –το φυσικόν φως‐ εγένετο δι’ εμέ τραχύς και κατά καιρούς επιθετικός. Φωτίζει την γηΐνην φύσιν, αλλά δεν δίδει εισέτι εις το πνεύμα ημών την άμεσον διείσδυσιν εις τα μυστήρια του Θείου Είναι. Άλλως συμβαίνει μετά του Φωτός της Θεότητος: Φέρει πρωτίστως την αποκάλυψιν της Βασιλείας του Ουρανίου Πατρός. Ο Χριστός μετά την ανάστασιν Αυτού ενεφανίζετο αποκλειστικώς εις εκείνους, οίτινες ήσαν ικανοί να αντιληφθούν Αυτόν εν τη ήδη τεθεωμένη και πεφωτισμένη σαρκί Αυτού, παραμένων αόρατος δια τους λοιπούς. 287 Κατά τον αυτόν τρόπον και το ΄Άκτιστον Φως, «το τα πάντα πληρούν», παραμένει αθέατον εις όσους δεν εξεζήτησαν την γνώσιν του Θεού δι’ όλης της υπάρξεως αυτών. Και πάλιν βλέπομεν περίεργον τινα αναλογίαν μετά του φυσικού φωτός: Τούτο παραμένει ωσαύτως αόρατον, εάν δεν εύρη το αντικείμενον, όπερ θα προσλάβη και θα αντικατοπτρίση αυτό. Υπό το φως του γηΐνου ηλίου η φύσις προβάλλει μεγαλοπρεπής εις τους οφθαλμούς, Το Θείον όμως Φως, όταν καταυγάση τον άνθρωπον, μεταμορφοί αυτόν δια θαυμαστού τρόπου. Τα πλέον κοινά πρόσωπα, αχρειωθέντα υπό της αμαρτίας, φωτίζονται εν τη προσευχή της μετανοίας υπό του Φωτός και φαίνονται νέα και εύμορφα εισέτι. Πάλιν και πάντοτε η καρδία είναι ετοίμη να ψάλη δοξολογίαν εις τον Χριστόν‐Θεόν, τον φανερούμενον εν τω ακτίστω Φωτί. Δια τοιούτου τρόπου ο απειροδύναμος, ο επέκεινα του παντός, συγκαταβαίνεικ μέχρις ημών. Το απαραβίαστον, το απρόσιτον Φως της Θεότητος Αυτού, ζωοποιεί τα πάντα, εναγκαλίζεται πάσαν την κτίσιν. Δεν υπόκειται εις την έννοιαν του χώρου, ούτε και του όγκου, και όμως είναι αχωρήτως πανταχού παρόν. Η έλλαμψις υπό του Φωτός τούτου δίδει εις τον άνθρωπον την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν της μελλούσης μακαριότητος. Το Φως τούτο αρρήτως πληροφορεί το πνεύμα ημών ότι κτισθείς ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα Θεού», εν τη εσχάτη τελειώσει αυτού θα αποβή φορεύς του πληρώματος της θεανθρωπίνης ζωής, θα τελειωθή καθ’ ομοίωσιν του Χριστού, του Θεανθρώπου. Δια της ενεργείας του Φωτός τούτου εντός του μετανοούντος προβάλλει έν θαυμαστόν άνθος: το Πρόσωπον‐ Υπόστασις. Και γνωρίζομεν ότι ίδιον αυτής της εν ημίν υποστατικής αρχής είναι να περιλάβη δια αγάπης εν 288 τη αιωνιότητι ανεκφράστως μεγαλειώδη και αγίαν ζωήν. Το Φως του Χριστού είναι «ενέργεια» της Θεότητος, άκτιστος, άναρχος ζωή του εν Τριάδι Θεού. Η ενέργεια αύτη είναι ίδιον και του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. Εν τω Φωτί τούτω γνωρίζομεν και τον Πατέρα, και το Πνεύμα το Άγιον, και τον Μονογενή Υιόν. Όταν το Φως τούτο δια της ευδοκίας του Θεού επισκιάση ημάς, τότε η εν ημίν δυνάμει μόνον κατά την γέννησιν ημών υποστατική αρχή ενεργοποιείται και αξιούται να ίδη τον Θεόν (βλ. Ματθ. ε’ 8), να προσλάβη τον οντολογικήν δύναμιν Αυτού, τον πλούτον της ζωής του Ιδίου του Θεού. Επί της γης ξο άνθρωπος δεν δύναται να περιλάβη την απόλυτον τελειότητα της Θεότητος, αλλά δια της εν αυτώ ενεργείας του Αγίου Πνεύματος αισθάνεται εαυτόν συνδεδεμένον μετ’ Εκείνου, Όστις είναι αληθώς ο Δημιουργός πάσης ζωής και το μόνον κέντρον παντός υπαρκτού. Και πάλιν επανέρχομαι επί του αυτού θέματος του Φωτός της ζωής, όπερ δεν «καταλαμβάνει» η σκοτία της ανυπαρξίας (πρβλ. Ιωάν. α’ 5). Δεν ζω αφ’ εαυτού. Φέρομαι όλος προς Εκείνον, τον Οποίον αγαπώ. Ούτος έδωκεν εις εμέ την ζωήν. Ούτος είναι η ζωή μου. Και εάν ούτως έχη, τότε λοιπόν τί είμαι εγώ; Μέγας είναι ο άνθρωπος όταν ευρίσκηται εν τω Μεγάλω Θεώ. Δια της δυνάμεως της Θείας αγάπης περιπτύσσεται τον κόσμον άπαντα και ο ίδιος, υπό τινα έννοιαν, αποβαίνει «κέντρον του κόσμου». Η σκέψις αύτη επεσκέφθη εμέ το πρώτον, ότε ο Θεός έδωκεν εις εμέ την χάριν της «μνήμης του θανάτου». Η μάλλον 289 αρνητική αύτη πείρα εν τη μεγίστη αυτής εντάσει έδιδεν εις εμέ να αισθανθώ την έξοδόν μου εις την ανυπαρξίαν ως εκμηδένισιν του σύμπαντος κόσμου εν εμοί: «Εν εμοι» δια του θανάτου μου αποθνήσκει άπαν το γένος των ανθρώπων μετά πάντων των παθημάτων και της χαράς, των πόθων και των γνώσεων αυτού. Επί πλέον ο Ίδιος ο Θεός, άγνωστος εισέτι αλλ’ εν μέρει οικείος, αποθνήσκει και Αυτός εν εμοί και μετ’ εμού. Άπαν το κτιστόν και άκτιστον είναι εξαφανίζεται εις τον αβυσσώδη γνόφον της λήθης. Αι εμπειρίαι τοιαύτης καταστάσεως ήσαν κατ’ ουσίαν θεωρία του «απολύτου», της υποστατικής εν ημίν αρχής (εικών‐αντανάκλασις του Απολύτου), αλλ’ υπό την αρνητικήν αυτής μορφήν. Ότε όμως ήλθε το άκτιστον Φως μαρτυρούν εις το πνεύμα μου την υπέρβασιν του θανάτου, τότε, παν ό,τι πρότερον απέθνησκεν εν εμοί, δια της ενεργείας του Φωτός τούτου συνανίστατο μετ’ εμού. Το απειλητικον σκότος του θανάτου, η καταθλιπτική αποστροφή προς εμαυτόν δια την ζώσαν εν εμοί αμαρτίαν – αισθητήν ως ρήξιν μετά του Θεού της αγάπης –, η πικρά απελπισία δι’ εμαυτόν, η αγανάκτησις δια το παράλογον της υπάρξεως εν γένει, ως τούτο πρότερον αντανεκλάτο εν τη συνειδήσει μου, πάντα ταύτα μεταμορφούνται ριζηδόν δια της αναγεννώσης δυνάμεως της μετανοίας, αποβαίνουν χριστοειδής «κένωσις». Οι ομοιωθέντες Αυτώ δια του θανάτου αυτών εγείρονται Πνεύματι Αγίω και ανυψούνται εις αιώνιον δόξαν ομοίαν προς την Εαυτού (βλ. Φιλ. β’ 7‐8, γ’ 9‐11, Ρωμ. στ’ 5). Ούτω γνωρίζεται ο Ιησούς Χριστός εν τη ανάρχω Αυτού κυριότητι, ως και εν τη αφάτω Αυτού κενώσει «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». 290 Ο Χριστός ενίκησε τον κόσμον (Ιωάν. ιστ’ 33). Ουδείς και ουδέν υπάρχει πλέον, όπερ θα ηδύνατο να περιορίση την Κυριότητα Αυτού. Δια πολλών παθημάτων ελευθερούμεθα από της εφ’ ημών εξουσίας παντός ό,τι πρότερον εβιώσαμεν. Πεπλουτισμένοι δια της  πείρας της νίκης μέσω της μετανοίας, γινόμεθα όμοιοι προς τον Μονογενή Υιόν κατά την Κυριότητα Αυτού: Ο άδης ουκέτι ημών κυριεύει και ημείς ατενίζομεν εις αυτόν άνευ της προτέρας φρίκης. Ουδόλως επιμένω ότι και ο Κύριος Ιησούς έζησε την κένωσιν Αυτού εν Γεθσημανή και επί του Γολγοθά κατά τον αυτόν τρόπον. Αλλά εν τη μετανοία μου ενώπιον Αυτού δι’ όλα τα πνευματικά μου εγκλήματα ούτως εδόθη εις εμέ να εννοήσω τούτο. Δια τί άρα γε είς τοιούτος άνθρωπος προσηύχετο: «Περίλυπος εστιν η ψυχή Μου έως θανάτου … Πάτερ Μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ Εμού το ποτήριον τούτο … εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Ματθ. κστ’ ‐, Λουκ. κβ’ ); Δια την μηδαμινότητά μου ήτο μέγα εκείνο όπερ εβίωσα, και μέχρι του νυν δεν παύει αυξανόμενον. Μετ’ ευλαβούς φόβου διερωτώμαι: Τί άρα γε έβλεπεν Ούτος, ο Κύριος μου, ο άπειρος εν τη Θεότητι Αυτού, ο ανεξιχνίαστος εν τη ταπεινώσει Αυτού, ο απέραντος εν τη «εις τέλος» (Ιωάν. ιγ’ 1) αγάπη Αυτού, ο απρόσιτος εν τη δόξη Αυτού, ώστε να προσεύχηται ούτως; Αναμφιβόλως το μαρτύριον Αυτού ήτο μείζον εκείνου των λοιπών ανθρώπων, ώστε να αποβή «κοσμοσωτήριον πάθος». Ούτος είναι αληθώς το Φως, το ελθόν εις τον κόσμον, «ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν εν τη σκοτία μη 291 μείνη» (πρβλ. Ιωάν. ιβ’ ). Αι ποικίλαι εμφανίσεις του Φωτός, απλού κατά την αιώνιον φύσιν αυτού, διαφέρουν ως προς την έντασιν και ως προς την μορφήν. Σπανίως εν τη ιστορία της Εκκλησίας αι οράσεις του Φωτός φθάνουν εκείνο το πλήρωμα κατά το οποίον, εν τη ελλάμψει, το πνεύμα του ανθρώπου αξιούται εισέτι και της προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού. Τούτο συνέβη επί του Θαβώρ, ότε ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ήκουσαν της αΰλου φωνής του Πατρός, ήτις εμαρτύρει περί του Ηγαπημένου Υιού. Ωσαύτως και επί της οδού προς Δαμασκόν ο Απόστολος Παύλος δια μεγάλης ελλάμψεως, και εν συνεχεία δια προσωπικής συνομιλίας μετά του Χριστού, εβεβαιώθη ότι Εκείνος, ο Ιησούς, είναι ο Θεός τον Οποίον ετίμα, Όστις απεκαλύφθη εις τον Μωϋσήν επί του Σινά: «Εγώ ειμι Ιησούς, Όν συ διώκεις» (Πράξ. θ’ 5). Έτι συχνότερον το Φως τούτο περιβάλλει τον άνθρωπον, όταν ούτος διαμένη εν καταστάσει προσευχής ολοκληρωτικής μετανοίας, επί των ορίων της απογνώσεως. Εν τη αρχή του αγώνος της μεταμελείας δια τας αμαρτίας, το άγιον τούτο Φως δίδει την πείραν του Θείου ελέους και της αγάπης, ουχί όμως εισέτι της συνομιλίας πρόσωπον προς Πρόσωπον. Τούτο το τελευταίον συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος διαμένη όντως εν τω Θεώ και ο Θεός εν αυτώ, και το πνεύμα του προσευχομένου γνωρίζει ότι ο εμφανισθείς εις αυτόν είναι ο Προαιώνιος Δεσπότης πάσης της κτίσεως, ο Πρώτος και ο Έσχατος, ο απρόσιτος και τοσούτον εγγύς, ο αόρατος και συγχρόνως αισθητός έτι και σωματικώς· αισθητός δια του πυρός της αγάπης του πληρούντος την καρδίαν, και δια του φωτός της συνέσεως του καταυγάζοντος τον 292 νουν. Τούτο είναι Φως γνώσεως, αλλ’ ανεκφράστου δια λόγων. Άλλως τε ο Ίδιος ονομάζει Εαυτόν Εγώ ειμι ο Ών. Έκαστος αντιλαμβάνεται τους αγιωτάτους τούτους λόγους κατά το μέτρον μόνον της πραγματικής αυτού πείρας. Και ουδείς εκ των βροτών δύναται να ισχυρισθή ότι εγνώρισεν «εις τέλος» οποίον Είναι κρύπτεται εν τοις λόγοις τούτοις. Εδόθη όμως εις ημάς η ελπίς ότι θα ανατείλη τοιαύτη αιώνιος ημέρα, όταν Ούτος θα είναι «τα πάντα εν πάσι» (Α’ Κορ. ιε’ 28). 293




Εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ) 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου Ιερά Πατριαρχική
και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 
Τίτλος πρωτοτύπου: Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), ВИДЄТЬ БОГА как Он есть 
© Archimandrite Sophrony (Sakharov) Great Britain, 
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/












Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |