ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μετάνοια και Πνευματικός Αγων

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Μετάνοια και Πνευματικός Αγων



Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Οψώμεθα τόν Θεόν καθώς εστί
Μετανοια Και Πνευματικος Αγων

Άπασα η επίγειος ημών ζωή, από της γεννήσεως μέχρι και της τελευταίας αναπνοής, θα φανή εν τη υστάτη αυτής τελειώσει ως ενιαία τις άχρονος πράξις. Θα είναι δυνατόν να ίδωμεν το περιεχόμενον και την ποιότητα αυτής εν ριπή οφθαλμού. Αναλογισθήτε καθαρόν τι σκεύος ιδεώδους κρυστάλλου, πλήρες ύδατος. Ευθύς εξ αρχής δυνάμεθα να είπωμεν, εάν το ύδωρ είναι διαυγές ή ουχί, και μέχρι τίνος βαθμού. Ούτω θα συμβή και εις ημάς κατά την στιγμήν της μεταβάσεως ημών εις τον άλλον κόσμον. Εκάστη κίνησις, και η πλέον παροδική, της καρδίας ή του νοός αφίνει ίχνος τι επί του όλου σώματος της ζωής ημών. Ας υποθέσωμεν ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της επιγείου υπάρξεως μου εισέβαλεν εις την καρδίαν μου πονηρός τις λογισμός, φόνου επί παραδείγματι, έστω και άπαξ μόνον (βλ. Ματθ. ιε’ 19). Και η μοναδική αύτη σκέψις θα παραμείνη ως μελανή τις κηλίς επί του συνόλου της ζωής μου, εάν δεν αποβάλω αυτήν δια της μετανοίας και αυτομεμψίας. Ουδέν δυνάμεθα να αποκρύψωμεν: «Ουδέν δε συγκεκαλυμμένον εστίν ό ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται» (Λουκ. ιβ’ 2‐3).



 Συχνάκις καθησυχάζομεν την συνείδησιν ημών σκεπτόμενοι ότι ουδείς ημάς βλέπει ή ουδείς γνωρίζει  τους λογισμούς ή τας πράξεις ημών. Όταν όμως κυριαρχή η μέριμνα της ετοιμασίας ημών δια την αιωνιότητα, τότε το παν αλλάσσει και ημείς αγωνιζόμεθα, ίνα απαλλαγώμεν παντός εσωτερικού ζόφου. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς  πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ιωάν. α’ 8‐9). Δια της ειλικρινούς μετανοίας και της αποφασιστικής αυτοκατακρίσεως ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων καθαίρεται ο έσω άνθρωπος, και το ύδωρ εν τω σκεύει, διελθόν δια του πνευματικού φίλτρου της μετανοίας, αποκαθίσταται εν τη καθαρότητι αυτού. Επομένως, όταν εξομολογούμαι, μέμφομαι εμαυτόν δια παν κακόν, διότι δεν υπάρχει εν τω κόσμω άπαντι αμαρτία την οποίαν δεν διέπραξα, έστω και στιγμιαίως, δια του νοός μου. Αυτή αύτη η δυνατότης τοιαύτης κινήσεως του πνεύματος μου αποτελεί ένδειξιν της αμαρτωλού καταστάσεως μου. Και τις δύναται να ισχυρισθή ότι είναι ελεύθερος εκ της εξουσίας των εμπαθών λογισμών, οίτινες προσβάλλουν αυτόν; Και πού είναι η εγγύησις, ότι η στιγμιαία επαφή μετά του πονηρού λογισμού δεν θα μετατραπή εις αιωνιότητα; Εν όσω ζώμεν υπάρχει εισέτι δυνατότης επανορθώσεως. Δεν γνωρίζομεν όμως τι αναμένει ημάς μετά την έξοδον ημών εκ της ζωής ταύτης. Εκ της παρατηρήσεως του υλικού κόσμου γνωρίζομεν ότι, εάν μάζα τις δεχθή επαρκώς ισχυράν ώθησιν, δύναται – θεωρητικώς – εκφυγούσα την σφαίραν έλξεως της γης να κινήται αενάως μετά μεγάλης ταχύτητος εις τα αχανή κοσμικά διαστήματα. Δεν θα συμβή άρα γε το αυτό και εις την ψυχήν; Ελκυσθείσα αύτη υπό της Θείας αγάπης, εγκαταλιπούσα το σώμα, θα πορεύηται προς τον Θεόν· ή και αντιθέτως: Απωθήσασα αύτη τον Θεόν, θα βυθίζηται «εις το σκότος το εξώτερον» (Ματθ. η’ 12), εις τας ατελευτήτους βασάνους της εναντίας προς την αγάπην καταστάσεως. Ούτω λοιπόν, καθ’ όσον δυνάμεθα έτι να ίδωμεν 61 εαυτούς, είναι ανάγκη να εξομολογώμεθα καθαρώς τας αμαρτίας ημών, ίνα μη φέρωμεν αυτάς μεθ’ ημών μετά θάνατον. Η άμεσος αντιπαράθεσις προς τους πονηρούς, ή έστω και ματαίους λογισμούς, δεν είναι πάντοτε η καταλληλοτέρα μέθοδος υπερνικήσεως αυτών. Συχνάκις ο καλύτερος τρόπος είναι η μνήμη του μεγαλείου της προαιωνίου περί ημών βουλής του Πατρός. Ίνα ζήσωμεν, ως οφείλομεν, είναι απαραίτητον να γνωρίζωμεν περί εαυτών ότι προωρίσθημεν προ καταβολής κόσμου δια το πλήρωμα της τελειότητος (βλ. Ματθ. ε’ , Εφεσ. β’ 10 και α’ 4‐5). Να υποβαθμίση τις την πρωταρχικήν περί ημών ιδέαν του Θεού αποτελεί ουχί μόνον σφάλμα, αλλά και μέγα όντως αμάρτημα. Οι άνθρωποι, μη διακρίνοντες εν εαυτοίς – πολλώ δε μάλλον εν τω αδελφώ – την μη παρερχομένην αυτών αξίαν, αποβαίνουν θηριώδεις εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις και αδιστάκτως φονεύουν αλλήλους. Ώ, οποίον παράδοξον κράμα ο άνθρωπος! Αφ’ ενός μεν διεγείρει ενθουσιασμόν και θαυμασμόν, αφ’ ετέρου δε πικράν απορίαν δια την σκληρότητα και αγριότητα αυτού. Η ψυχή παραδίδεται εις την υπέρ του κόσμου προσευχήν, αλλ’  η προσευχή αύτη ουδέποτε επιτυγχάνει το έσχατον αυτής τέλος, εφ’ όσον ουδείς και ουδέν δύναται να στερήση τους ανθρώπους της ελευθερίας να κλίνουν προς το κακόν, να προτιμούν το σκότος αντί του φωτός (βλ. Ιωάν. γ’ 19). Η θεοπρεπώς προσφερομένη προσευχή εις τον Κύριον, «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. δ’ 23), είναι ενέργεια άφθαρτος και ακατάλυτος. Ψυχολογικώς είναι δυνατόν, εν μέσω της βιοτικής ματαιότητος, να επιλησθώμεν 62 αυτής, αλλ’ Αυτός ο Θεός φυλάττει αυτήν αιωνίως (βλ. Λουκ. ι’ , Αποκ. ε’ 8). Εν τη ημέρα της αναστάσεως και της κρίσεως, παν ό,τι εποιήσαμεν αγαθόν κατά την διάρκειαν της ζωής ημών, θα συμπαραστά προς δικαίωσιν ημών· και αντιθέτως, παν ό,τι εποιήσαμεν πονηρόν, και δια το οποίον δεν προσεφέρομεν ανάλογον μετάνοιαν, θα στηλιτεύση ημάς. Φαύλαι πράξεις και σαπροί λόγοι δύνανται να εξαλειφθούν εκ της ψυχής ημών δια των δακρύων της μετανοίας, όσον και εάν τούτο φαίνηται παράδοξον και λογικώς έτι ακατόρθωτον. Τα αρνητικά εφ’ ημών αποτελέσματα της αμαρτίας θεραπεύονται και αφανίζεται η φθοροποιός ενέργεια των διαπραχθεισών υφ’ ημών πράξεων εναντίον του πλησίον· θεία δυνάμει αποκαθίσταται το πλήρωμα της ζωής, ουχί όμως δια της μονομερούς επεμβάσεως του Θεού, αλλά πάντοτε δια της συνεργίας της μετανοίας και της προαιρέσεως των ανθρώπων, διότι ο Θεός ουδέν ποιεί μετά του ανθρώπου άνευ της συγκαταθέσεως αυτού. Την συμμετοχήν του Θεού εις την προσωπικήν ημών ζωήν ονομάζομεν Πρόνοιαν. Η Πρόνοια αύτη ουδόλως ομοιάζει προς την ειδωλολατρικήν ειμαρμένην. Εις κρισίμους στιγμάς της ζωής ημών, τω όντι, ημείς οι ίδιοι επιλέγομεν   τινα εκ των προτεινομένων δυνατοτήτων. Όταν προ ημών ανοίγωνται ποικίλαι οδοί, τότε, υπό κανονικάς συνθήκας, οφείλομεν να κινηθώμεν αποφασιστικώς προς εκείνην, ήτις οδηγεί προς το ποθούμενον υφ’ ημών ύστατον Αγαθόν. Η εκλογή αύτη συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ετοιμότητος προς θυσίας. Εν τοιαύταις περιπτώσεσιν η πνευματική ημών ελευθερία καθίσταται ιδιαιτέρως έκδηλος. Συχνότατα, δυστυχώς, οι άνθρωποι υποκινούμενοι υπό προσκαίρων παρορμήσεων 63 εκτρέπονται της υπό του Θεού υποδειχθείσης οδού, ήτις οδηγεί εις την Βασιλείαν του Φωτός. Ούτως εμπίπτει ο άνθρωπος εις την δίνην των αποπλανώντων αυτόν παθών, άτινα κωλύουν να ίδωμεν την ποθεινήν αυγήν. Παρά ταύτα, τα παθήματα και αι θυσίαι είναι αναπόφευκτα εις πάσαν εκλογήν. Όταν δε ημείς εκλέγωμεν το θέλημα του Θεού, πάσα θυσία εξομοιοί ημάς προς τον Χριστόν: «Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ Εμού· πλην μη το θέλημα Μου, αλλά το Σον γινέσθω» (Λουκ. κβ’ ). Είναι ανάγκη δια πάντας ημάς, όπως διέλθωμεν δια του μυστηρίου του θανάτου χάριν τελειοτέρας εξομοιώσεως προς τον Χριστόν. Όπισθεν του ορίου τούτου, αγνώστου εισέτι, ο Θεός και Πατήρ ημών εισάγει ημάς εις την σφαίραν της ανεσπέρου ημέρας. Τοιαύτη είναι η εν Χριστώ προσδοκία ημών, ήτις μέλλει να εκπληρωθή, επειδή πάσαι αι επαγγελίαι Αυτού είναι αψευδείς και αμετάθετοι, ως απέδειξεν η μακραίων πείρα της Εκκλησίας ημών. Το Ευαγγέλιον, η Καλή Αγγελία, και άρχεται και καταλήγει δια της κλήσεως προς μετάνοιαν. Η διδαχή των αγίων ασκητών, των Πατέρων ημών και της Εκκλησίας, είναι εμπεποτισμένη δια της συνειδήσεως ότι, οσάκις ο άνθρωπος προσφέρει προσευχήν εις τον Θεόν ουχί ως αμαρτωλός, η προσευχή αυτού δεν φθάνει εις τον θρόνον του Υψίστου, διότι ο Υιός του Θεού ήλθε να καλέση ουχί τους «πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» (Λουκ. ιη’ 9), και συνεπώς ευρισκομένους εκτός της αληθείας (βλ. Α’ Ιωάν. α’ 8), αλλ’ εκείνους οίτινες αναγνωρίζουν εαυτούς αμαρτωλούς (βλ. Ματθ. θ’ 13). «Την θάλασσαν την οζομένην, την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας 64 παρελθείν δυνάμεθα, της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. Εάν δε οι κωπηλάται ούτοι του φόβου ου κυβερνώσι το πλοίον τούτο της μετανοίας, δι’ ής διερχόμεθα την θάλασσαν του κόσμου τούτου προς τον Θεόν, καταποντιζόμεθα εν τη οζομένη θαλάσση. Η μετάνοια εστι το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού· η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός … εις όν περώσι πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι εν τη μετανοία. Και ότε φθάσομεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν» (Ισαάκ Σύρου, Λόγος οβ’). Η μετάνοια αποτελεί το θεμελιώδες βάθρον πάσης της ασκητικής ημών ζωής. Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος κατέλιπεν εις ημάς πολύτιμον προσευχήν: «Δώρησαι μοι του οράν τα εμά πταίσματα». Και πάλιν επαναλαμβάνομεν: Να ίδη τις την αμαρτίαν αυτού είναι πνευματική πράξις μεγίστης αξίας δια πάντας τους εκζητούντας το Πρόσωπον του Ζώντος Θεού. Έτι μάλλον, η πράξις αύτη είναι η εν ημίν ενέργεια του Ιδίου του Θεού, Όστις είναι Φως. Κατά την επί δεκαετίας διακονίαν μου ως πνευματικού παρετήρησα μετά λύπης ότι σπάνιοι είναι οι άνθρωποι οι κατανοούντες εν αισθήσει καρδίας την αληθινήν φύσιν της αμαρτίας. Συνήθως οι πλείστοι παραμένουν επί του επιπέδου της ανθρωπίνης ηθικής, και εάν ποτε αρθούν υπεράνω αυτής, πράττουν και τούτο πάλιν ανεπαρκώς. Εκ των οδών, αίτινες οδηγούν προς την επίγνωσιν των αμαρτιών ημών, ασφαλεστέρα είναι η πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, χάριν της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η αγάπη του Αγίου Πνεύματος. Όστις εγνώρισε δια πείρας το άγιον πυρ της Θείας Αγάπης, είναι φυσικόν να αγωνίζηται, όπως παραμείνη εν τη χαρισματική ταύτη καταστάσει. Και εάν διαπράξη ο,τιδήποτε, είτε 65 εν έργω είτε μόνον δι’ εσωτερικής κινήσεως αυτού, όπερ συνεπάγηται εξασθένησιν της αισθήσεως της Θείας Αγάπης, τότε αυτή αύτη η μείωσις της χάριτος, άνευ ουδεμιάς λογικής ψυχαναλύσεως, αποτελεί ένδειξιν παρεκκλίσεως εκ της δικαιοσύνης του Θεού. Τότε το πνεύμα ημών στρέφεται ορμητικώς προς τον Θεόν εν προσευχή μετανοίας, δια της οποίας έρχεται η άφεσις ως αποκατάστασις εν τη αγάπη. Και όσον μεγαλυτέρα ήτο η χάρις την οποίαν εγνώρισε κατά τας ώρας της επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος, τοσούτον οδυνηροτέρα και βαθυτέρα γίνεται η μετάνοια. Ο τοιούτος άνθρωπος ζη ενώπιον του Θεού εν απλότητι και τρόπον τινά άνευ ορθολογισμού, αγόμενος υπό της αγάπης και του φόβου του Θεού. Ο τοιούτος δύναται να ανέλθη εις ύψη αγιότητος έτι και εις την τελειότητα, μη υποπτευόμενος ο ίδιος το γεγονός τούτο (βλ. Λουκ. ιζ’ 20, Ματθ. κε’ ‐). Ετέραν οδόν προς επίγνωσιν της αμαρτίας συνιστά η υποβολή του πνεύματος του ανθρώπου εις την κρίσιν του λόγου του Θεού. Δια συνετού ελέγχου της εσωτερικής αυτού καταστάσεως, ο άνθρωπος πείθεται ότι δεν τηρεί τας εντολάς, και ένεκα τούτου έρχεται εις μετάνοιαν.


 Η δια της οδού ταύτης προσέγγισις εις το ζητούμενον επιβάλλει την μετά ζήλου μελέτην του νόμου του Κυρίου, διότι «πλατεία η εντολή του Θεού», και «σφόδρα εβαθύνθησαν οι διαλογισμοί Κυρίου» (πρβλ. Ψαλμ. ριη’ 96, Ψαλμ. ϰα’ 6). Η συνείδησις και ο νους του ανθρώπου, κατά την ικανότητα αυτών να εισδύουν εις τον χώρον του Πνεύματος, ευρίσκονται πολύ χαμηλότερον του επιπέδου εκείνου των εις ημάς δοθεισών εντολών. Είναι αναγκαίον προς επίτευξιν του πληρώματος της μετανοίας να ακολουθήσωμεν τας δύο ταύτας οδούς, της καρδίας και του 66 νοός, αίτινες βραδύτερον εν τη πράξει της γνησίας αιωνίου ζωής συνενούνται εις έν. «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α’ Ιωάν. δ’ 8) και γνωρίζει Εαυτόν και ημάς δι’ απολύτου τρόπου· και το παν εν Αυτώ είναι έν. Ούτω και ο άνθρωπος οφείλει να φθάση πρώτον εις την κατάστασιν της Θείας Αγάπης, ύστερον δε της θεογνωσίας (βλ. Α’ Ιωάν. δ’ 7‐8) και της αυτογνωσίας: να εισχωρήση εις την προαιώνιον βουλήν του Θεού περί του ανθρώπου. Προς διασάφησιν της σκέψεως μου φέρω το εξής παράδειγμα: Ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει περί εαυτού ότι πολλάκις ενεφανίζετο εις αυτόν φως τι και ότι ούτος ηγάπησε το φως τούτο και ειλκύετο προς αυτό, αλλ’ ότι επί μακρόν δεν εγνώριζε Ποίος είναι αυτό το φως. Εν τέλει, εις τινα στιγμήν της θεωρίας του φωτός, ανεύρεν ούτος εν εαυτώ την τόλμην να ερωτήση: «Ώ Δέσποτα, τίς ποτε ής»; Και έλαβεν απάντησιν και εγνώρισεν ότι ο εμφανιζόμενος ως Φως ήτο ο Ιησούς Χριστός. Μετά τούτο ουχί μόνον παρέμενεν εν τη αγάπη, αλλά και «εγνώριζε» την αγάπην ταύτην. Η συνένωσις βιώματος και γνώσεως εισάγει εις την ζωήν ημών την αξιοπιστίαν και την σταθερότητα. Παρόμοιαι εμπειρίαι και άλλων ασκητών εθεμελίωσαν την διδαχήν της Εκκλησίας περί της ακτίστου φύσεως του εμφανιζομένου εις αυτούς Φωτός. «Και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη Τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί τω ονόματι Αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη» (Λουκ. κδ’ ‐). Μέγα και άρρητον το δώρον της μετανοίας: Μετ’ αυτού συνδέεται η διείσδυσις του πνεύματος ημών εις τα Μυστήρια του Ανάρχου Θεού, του Πατρός ημών. Ουχί 67 άλλως, ει μη δια μετανοίας αφομοιούμεν υπαρκτικώς την Αποκάλυψιν, τίνι τρόπω συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τη προαινίω Βουλή του Τριαδικού Θεού προ καταβολής κόσμου. Η γνώσις του πανταχού παρόντος Θεού είναι εφικτή υπό των λογικών κτισμάτων εν παντί τόπω. Προς απόκτησιν όμως ταύτης δεν επαρκεί η προσφορά των θεολογικών σχολών και συγγραμμάτων. Η αληθής γνώσις εισδύει ανερμηνεύτω τρόπω εις αυτήν ταύτην την ύπαρξιν ημών, όταν Ούτος ευρίσκηται μεθ’ ημών. Η ενεργός διαμονή του Θεού εν ημίν μαρτυρεί την είσοδον ημών εις αυτήν ταύτην την ζωήν του Θείου Όντος. Και δι’ αυτής ακριβώς της οδού κοινωνείται εις το πνεύμα ημών η ζώσα και αναφαίρετος γνώσις του Θεού. Το ασφαλέστερον μέσον προς απόκτησιν του αγαθού τούτου είναι η προσευχή της μετανοίας, ήτις παρέχεται εις ημάς κατά το μέτρον της εις Χριστόν πίστεως. Εάν δεν εμβαθύνωμεν εις την πρωταρχικήν ιδέαν του Θεού περί της δημιουργίας του Ανθρώπου, εάν δεν βιώσωμεν την αγιότητα του Θεού, δεν θα έλθη εις ημάς μετά της οφειλομένης ισχύος η μεταμέλεια δια την απώλειαν, την οποίαν υπέστημεν εκ της πτώσεως. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εν τη παρούση καταστάσει ημών· είναι δυνατόν εκ μέρους, και ως εξ αποστάσεως, να αισθανθώμεν το Θείον Πυρ, και εξ αυτού να μετανοώμεν κατά το μέτρον της κατανοήσεως ημών. Αλλ’ εντελώς άλλη μετάνοια, ολοκληρωτική πλέον, καταλαμβάνει ισχυρώς άπασαν την ύπαρξιν ημών, όταν το άκτιστον Φως επιτρέψη εις ημάς να ίδωμεν τον εν ημίν άδην και εν ταυτώ να αισθανθώμεν την Αγιότητα του Ζώντος Θεού. Εν καταστάσει βαθέως πένθους δια τας αμαρτίας 68 ημών, προσλαμβάνομεν εντός ημών, θαυμαστώ τω τρόπω, την ενέργειαν του Ιδίου του Θεού. Όστις πατρικώς και τρυφερώς περιπτύσσεται ημάς δια της αγάπης Αυτού. Την λεπτήν ταύτην Αύραν της αγάπης δεν δυνάμεθα να κρατήσωμεν δια των ιδίων δυνάμεων. Όταν αύτη εγκαταλείπη ημάς, βυθιζόμεθα εκ νέου εις το σκότος του θανάτου. Αναζητούμεν Αυτόν, αλλ’ Ούτος, ο τα πάντα πληρών, φαίνεται εις ημάς απροσίτως απομεμακρυσμένος. Όταν εξετάζω εμαυτόν υπό το φως των εντολών του Χριστού (αγαπήσεις τον Θεόν εξ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν), τότε δεν έχω την δυνατότητα να κρίνω κατά πόσον απέχω του προκειμένου σκοπού. Έχω την αίσθησιν τότε ότι δεν έφθασα εισέτι εις την μετάνοιαν, αν και η φλοξ αυτής ήψατο εμού και έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω αυτήν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν κατέπληξαν εμέ οι λόγοι του αποθνήσκοντος Σισώη του Μεγάλου προς τον εμφανισθέντα εις αυτόν άναρχον Κύριον: «Παρακαλώ, ίνα αφεθώ μετανοήσαι μικρόν» … Οι αδελφοί, οι ιστάμενοι πέριξ της επιθανατίου κλίνης αυτού, είπον: «Ου χρείαν έχεις μετανοήσαι, πάτερ». Απεκρίθη ο άγιος: «Φύσει ουκ οίδα εμαυτόν ότι έβαλον αρχήν». Δια τους αδελφούς οι λόγοι του Σισώη απετέλουν ένδειξιν ότι έφθασεν ούτος μέχρι των ορίων της επί γης εφικτής τελειότητος. Παράδοξον φαίνεται τούτο, αλλ’ ούτως ακριβώς κατανοείται υφ’ ημών το άναρχον του Θεού. Η αφόρητος δίψα δια τον Ζώντα Θεόν, όταν υπερβή τα μέτρα των δυνάμεων της αντοχής ημών, αποσπά το πνεύμα ημών από παντός κτιστού και εισάγει αυτό εις τινα ανείκαστον άβυσσον πνευματικού χώρου, όπου ουδέν και ουδείς υπάρχει, 69 ει μη μόνον ο Θεός της αγάπης και η θέα της Αυτού απειρότητος. Εκεί το Φως δεν οράται ως τοιούτον, αλλ’ εκεί ούτε και σκότος υπάρχει, διότι η άβυσσος αύτη είναι παραδόξως διαφεγγής, και ο νοερός οφθαλμός ακωλύτως διαπερνά το αχανές και ουδαμού συναντά τα όρια αυτής. Οι πιστεύοντες εις τον Χριστόν δια πίστεως ελευθέρας πάσης αμφιβολίας ως Θεόν Δημιουργόν και Θεόν Σωτήρα ημών, εν παραφορά μετανοίας, λαμβάνουν πείραν και του άδου και της αναστάσεως, πριν ή γευθούν του σωματικού θανάτου. Η μετάνοια δεν είναι απλώς νοητική πράξις, ως αλλαγή της διανοητικής ημών προσεγγίσεως προς παν το τελούμενον εν τω κόσμω. Η αλλαγή αύτη, η στροφή του νοός, συνοδεύεται κατά φυσικόν τρόπον υπό αισθήσεως πικρίας δια την αχρειότητα ημών και υπό θλίψεως καρδίας δια τον χωρισμόν ημών από του Αγίου Θεού. Δεν υπάρχει οδύνη μεγαλυτέρα της επιγνώσεως ότι είμεθα όντως χείριστοι πάντων. Πάσαι αι επίγειοι εμπειρίαι είναι πρόσκαιροι, ενώ αι σχέσεις ημών μετά του Θεού εξέρχονται του χρόνου. Ερριμένοι εις τας εκτάσεις του αιωνίου Πνεύματος δια προσευχής, ήτις πηγάζει εκ του αυτομίσους, προσευχόμεθα άνευ επιστροφής της προσοχής ημών προς εαυτούς. Πάσα  θεωρία θείων πραγματικοτήτων είναι δυνατή μόνον, όταν το πνεύμα του ανθρώπου έλθη εις κατάστασιν αντιστοιχούσαν, εν τινι μέτρω, προς το θεωρούμενον. Όντως πως θα ηδύνατο ο δέσμιος της υπερηφανίας να είναι κατοικητήριον του Ταπεινού Αγίου Πνεύματος; Είναι άρα γε δυνατόν εν τη σκοτοδίνη του μίσους και των άλλων καταχθονίων παθών να ίδη τις το υπερνοητόν Φως 70 της θεότητος; Ή, πώς «ο καταφρονών (έστω και) ενός των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη’ 10) θα θεολογήση περί της θείας αγάπης; Επομένως μόνον ο διαμένων αισθητώς εν τη χάριτι του Αγίου Πνεύματος θα αξιωθή της θεωρίας της αθανάτου δόξης και του αδύτου Φωτός. Πάσα αληθής θεοπτία είναι δώρον του Μεγάλου Θεού, Όστις καθιστά ημάς κοινωνούς της ζωής Αυτού: της ταπεινώσεως και της ειρήνης, της σοφίας και της γνώσεως, της αγάπης και της αγαθωσύνης. Δια της εν ημίν ενοικήσεως της Ακτίστου Δυνάμεως καθιστάμεθα κοινωνοί της ανάρχου ζωής. Δυνάμει τούτου οι σεσωσμένοι γίνονται «άναρχοι» (ουχί κατ’ ουσίαν, αλλά κατά χάριν). Εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής ο βαθμός των χαρισμάτων κρίνεται βάσει του μέτρου της εξομοιώσεως ημών προς τον Χριστόν κατά το φρόνημα, τα βιώματα, τους στεναγμούς εν ταις προσευχαίς …, επειδή οφείλομεν να έχωμεν φρόνημα «ό και εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. β’ 5), «Ός εν ταις ημέραις της σαρκός Αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σώζειν Αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων» (Εβρ. ε’ 7) προσέφερε. Μένοντες εν τω πνεύματι του Χριστού, γινόμεθα υιοί του Ανάρχου Πατρός και θεοί έτι εντεύθεν. Δεν θα ήτο ίσως περιττόν να υπογραμμίσωμεν ότι δια τον απλούν παρατηρητήν, όστις δεν εγνώρισεν εμπειρικώς την χριστιανικήν ζωήν, ουδέν υπάρχει άξιον προσοχής εις τον τοιούτον φορέα του αΰλου Φωτός. Ο πιστός άνθρωπος είναι δυνατόν να φαίνηται κατά την εξωτερικήν αυτού εμφάνισιν αξιολύπητος, πτωχός, ρακένδυτος, ανυπεράσπιστος ενώπιον του Άρχοντος του κόσμου τούτου, αλλ’ όμως είναι αληθώς μέγας κατά το ενοικούν εν αυτώ πνεύμα.


 Η  Βασιλεία, εις την οποίαν ανήκει κατά την Άνωθεν δωρεάν, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψις, συντόμως όμως διαπιστούμεν ότι διεισδύει εντός ημών ενέργεια νέας ζωής, επιφέρουσα θαυμαστήν αλλοίωσιν του νου. Αυτή καθ’ εαυτήν η κίνησις προς μετάνοιαν εμφανίζεται ως ανεύρεσις του Θεού της αγάπης. Ενώπιον του πνεύματος ημών διαγράφεται ευκρινέστερον η απεριγράπτως μεγαλοπρεπής εικών του Πρωτοπλάστου Ανθρώπου. Ατενίζοντες εις το κάλλος τούτο ανακαλύπτομεν οποίαν φοβεράν διαστροφήν υπέστη εν ημίν η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού περί ημών. Το Φως, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, χορηγεί εις ημάς τον «φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. δ’ 6). Εκείνος ο Ίδιος είπεν: «Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας Με ελκύση αυτόν» (Ιωάν. στ’ ). Η χάρις της μετανοίας αποκαλύπτει εν ημίν την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ώ, πόσον οδυνηρά είναι η πορεία αύτη! Πεπυρωμένη ρομφαία διέρχεται την καρδίαν ημών. Και πώς να ομιλήσωμεν περί της φρίκης, ήτις διακατέχει ημάς τότε; Και πώς να περιγράψωμεν την πράξιν ταύτην της αναπλάσεως ημών υπό του Θεού; Η εικών του Μονογενούς και ομοουσίου τω Πατρί Υιού και Λόγου ανάπτει εν ημίν σφοδρόν πόθον να ομοιωθώμεν προς Αυτόν εν πάσι. Και εκ νέου ευρισκόμεθα εις την παράδοξον θέσιν: Πάσχομεν, αλλά δι’ άλλης οδύνης, αγνώστου πρότερον εις ημάς. Η οδύνη αύτη εμπνέει ημάς, δεν φονεύει. Εν αυτή συνυπάρχει άκτιστος δύναμις. Ριπτόμεθα εις την θείαν απειρότητα. Μένομεν εκστατικοί ενώπιον του εν ημίν ενεργουμένου γεγονότος. Το μεγαλείον αυτού υπερβαίνει 72 ημάς. Συστελλόμεθα και σμικρυνόμεθα εις το έπακρον εν τη συνειδήσει ημών αυτών, εν ταυτώ δε έρχεται ο Θεός να εναγκαλισθή ημάς, ως ο Πατήρ της ευαγγελικής περικοπής (βλ. Λουκ. ιε’ 20). Ο φόβος και ο τρόμος αποχωρούν αφ’ ημών δίδοντες την θέσιν αυτών εις το προ του Θεού «θάμβος». Ο Πατήρ ενδύει ημάς δια πολυτίμων ιματίων· κοσμεί ημάς δι’ ουρανίων δωρεών, καλλίστη των οποίων είναι η τα πάντα περιβάλλουσα αγάπη. Η πρώτη ημών οδύνη της μετανοίας μεταβάλλεται εις χαράν και γλυκύτητα αγάπης. Νυν η αγάπη λαμβάνει νέαν μορφήν: την ευσπλαγχνίαν προς παν κτίσμα στερούμενον του Θείου Φωτός. Ο ενθουσιασμός είναι μέγας έτι και εκ του γεγονότος ότι αρχόμεθα να κατανοώμεν το θέλημα του Θεού περί ημών· βλέπομεν εαυτούς ελκυμένους εις την οδόν της δημιουργικής πορείας του Ιδίου του Θεού. Συνειργάσθημεν μετ’ Αυτού εις την ιδίαν ημών ανόρθωσιν εκ της πτώσεως και των παραμορφώσεων· και ιδού, καθιστά ημας συνεργούς εις το Αυτού «γεώργιον». Τοιαύτη είναι η ακολουθία της εν Πνεύματι αναγεννήσεως ημών δια της μετανοίας. Ο Κύριος «εν ταις ημέραις της σαρκός Αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σώζειν Αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσενέγκας, και εισακουσθείς από της ευλαβείας, καίπερ ών Υιός, έμαθεν αφ’ ών έπαθε την υπακοήν, και τελειωθείς, εγένετο τοις υπακούουσιν Αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας αιωνίου … Περί ού πολύς ημίν ο λόγος και δυσερμήνευτος λέγειν» (Εβρ. ε’ 7‐11). Τα βάθη της χριστιανικής ζωής είναι ανεξερεύνητα και δυσερμήνευτα δια τους μη μεμυημένους 73 εις την θαυμαστήν ταύτην σφαίραν. Ο Χριστός «πάσι τοις υπακούουσιν Αυτώ» εγένετο η μόνη οδός, και δεν αρνείται εις αυτούς να ομοιωθούν προς Αυτόν εν τη προσευχή. Τί να είπω εγώ ο μηδαμινότερος πάντων ανθρώπων; Κατά το διάστημα της μακράς ζωής μου και εγώ «προσήνεγκον Αυτώ δεήσεις τε και ικετηρίας μετά κραυγής ισχυράς και καυστών δακρύων». Εις την προσευχήν ταύτην ωδήγησεν εμέ η απόγνωσις δια την κατάστασιν μου, όταν έθεσα εμαυτόν υπό την κρίσιν των εντολών του Χριστού. Ενίοτε η τυραννική πικρία του μίσους προς εμαυτόν, κρημνίζουσα εμέ εις απερίγραπτον δια του λόγου άβυσσον, υπεχώρει δίδουσα εν συνεχεία τόπον εις την φωτοφόρον αγάπην. Ενόμιζον ότι η αγάπη εγίνετο ανεπίστροφος. Εφαίνετο εις εμέ ότι εκείμην προ της εισόδου, ήτις εισάγει «εις το εσώτερον του καταπετάσματος» (Εβρ. στ’ 19), εκ του οποίου ουδόλως θα ήθελον να επιστρέψω εις την γην, την οποίαν εγκατέλιπον. Ο Κύριος εν τουτοις δεν ηυδόκησε να λάβη εμέ προς Εαυτόν. Πολλάκις εμνήσθην του Προφήτου Μωϋσέως, όστις, μετά την Αποκάλυψιν παρά «τη αφλέκτω βάτω», απεστάλη εις Αίγυπτον και επί τεσσαράκοντα έτη κατεπονείτο εν τω βορβόρω ευτελών παθών ανθρώπων, τους οποίους ώφειλε να σώση, καίτοι οι ίδιοι  δεν επεζήτουν την εαυτών σωτηρίαν. Βεβαίως, ομιλών ούτως, δεν επιχειρώ να εξισώσω εμαυτόν προς τους Προφήτας ή τους Αποστόλους ή τους Πατέρας, αλλά διακρίνω μόνον μικράν τινα δόσιν αναλογίας, άνευ της οποίας θα ήτο αδύνατον να προσανατολισθώμεν εν τη πορεία ημών. Ο Θεός εν τη αμέτρω Αυτού ταπεινώσει δεν απεδοκίμασεν, αλλ’ ηξίωσεν εμέ της θεωρίας του 74 ακτίστου Αυτού Φωτός. Ο Χριστός εγένετο η ζωή μου. Ηγάπησα Αυτόν και ουδένα δύναμαι να διανοηθώ ικανόν να συγκριθώ προς Αυτόν. Είναι δι’ εμέ ο μόνος Κύριος και Θεός. Σχεδόν ακαταπαύστως φέρω εν τη καρδία μου πόνον, φοβούμενος μη τυχόν απολέσω την ευσπλαγχνίαν Αυτού δια το πλήθος των αντιστάσεων μου. Εν τούτοις, ουχί άνευ πάλης μετ’ Αυτού, ουχί άνευ πολυαρίθμων αποπειρών να παρεκκλίνω από του σταυρού Αυτού, ασπάζομαι τον σταυρόν του Χριστού, και τρόπον τινά αίρω τον δοθέντα εις εμέ σταυρόν, τον σταυρόν μου (βλ. Ματθ. ιστ’ 24). Και νυν ευλογώ τον Θεόν μου, Όστις ηυδόκησε να αναγεννηθώ εν φλογερά μετανοία.

 Δ’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Ιδού, βλέπω την καρδίαν μου εν πάλη: Πώς θα ομιλήσω εις τους συγχρόνους μου περί του αγίου πένθους; Γνωρίζω ότι ούτοι θεωρούν αισχύνην δια τους ενηλίκους να κλαίουν δι’ ο,τιδήποτε. Όντως είναι υποτιμητικόν να κλαίη τις, αλλά τούτο μόνον όταν πρόκειται περί παρερχομένων πραγμάτων: περί σταδιοδρομίας, περιουσίας, προνομίων, κοινωνικής θέσεως ή περί υγείας και των ομοίων προς αυτά. Το πένθος όμως, περί ού ημίν ο λόγος, άπτεται των σχέσεων ημών μετά του Αιωνίου Θεού. Ανήκει τούτο εις έτερον επίπεδον του είναι. Διεγείρεται δια της επαφής ημών μετά του Πνεύματος του Θεού. Ούτος επισκέπτεται ημάς …· πληροί την καρδίαν αφθάρτου αγάπης, τον δε νουν καταπλήττει δια νέας θεωρίας …· αρπάζει το πνεύμα ημών εις την σφαίραν του ακτίστου Είναι. Το πυρ της «Γεθσημανίου» προσευχής – της συμπαθείας προς άπαντα τον κτιστόν κόσμον – προσεγγίζει την εύθραυστον ύπαρξιν ημών, και αύτη παραδίδεται ολοκληρωτικώς εις την εξουσίαν της Αγάπης. Δια τοιούτου πένθους εθρήνουν οι Απόστολοι και οι Πατέρες 76 ημών, οίτινες εδέχθησαν την ουράνιον ταύτην ευλογίαν. Το πυρ τούτο ερρίφθη επί της γης της καρδίας ημών υπό του Ιδίου του Χριστού (βλ. Λουκ ιβ’ , κβ’ ). Σπανιώτατα η εκ του Θεού εκπορευομένη αγία δύναμις της αγάπης εκχέεται εφ’ ημάς μετά τοσαύτης δυνάμεως: Η φλοξ αύτη θα ήτο αφόρητος δια την φύσιν ημών εν τη παρούση αυτής καταστάσει. Συνήθως η αναγέννησις ημών άρχεται δια της εμφανίσεως εις ημάς του ακτίστου Φωτός, όπερ αποκαλύπτει το μυστήριον του χωρισμού ημών από του Θεού. Και η καρδία, εκτός των δακρύων, δεν έχει άλλον τρόπον να εκφράση την κατάνυξιν αυτής, την περίλυπον αγάπην, ενώπιον του Θεού. Είναι αφελής όστις νομίζει ότι είναι δυνατόν να ακολουθήση τα ίχνη του Χριστού άνευ δακρύων. Βάλε ξηρόν κάρυον υπό ισχυράν πίεσιν και θα ίδηης ότι θα σταλάξη έλαιον. Παρόμοιον τι συμβαίνει και εις την καρδίαν ημών, όταν το αόρατον πυρ του λόγου του Θεού πυρπολήση αυτήν πανταχόθεν. Απελιθώθη η καρδία ημών εν τω κτηνώδει αυτής εγωϊσμώ και, όπερ χείριστον, εν τω υπερηφάνω αυτής σπασμώ. Αλλ’ υπάρχει αληθώς τοιούτον πυρ (βλ. Λουκ. ιβ’ ), ικανόν να τήξη έτι και τα πλέον ισχυρά μέταλλα και τους λίθους. Όστις δεν ησθάνθη την επαφήν μετ’ αυτού του Πυρός, έστω άπαξ, κατά την διάρκειαν της ζωής αυτού, ούτος δεν θα εννοήση περί τίνος ενταύθα γίνεται λόγος. Ο πρώτος λόγος του ευαγγελικού κηρύγματος, «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ’ 17), καλεί ημάς εις ριζικήν αλλαγήν ολοκλήρου της ζωής ημών. Η αλλαγή αύτη δεν είναι κατορθωτή άλλως, ει μη δια της συγχωνεύσεως του πυρίνου πόθου ημών μετά της επενεργείας του ουρανίου Πυρός, όπερ απαλύνει την 77 καρδίαν. Και η απαλυνθείσα ήδη καρδία σφυρηλατείται υπό κτυπημάτων ισχυράς σφύρας. Το πνευματικόν πένθος είναι κατά την φύσιν αυτού διάφορον του ψυχικού πένθους. Συνδέεται μετά της αδιαλείπτου σκέψεως περί του Θεού, εν τη οδυνηρά θλίψει δια τον απ’ Αυτού χωρισμόν. Το εμπαθές, το ψυχικόν, πένθος φονεύει το σώμα, σβεννύει την ζωηρότητα αυτού, εν αντιθέσει προς το πνευματικόν, όπερ καθαίρει τον άνθρωπον εκ των θανατηφόρων παθών, και ούτω ζωοποιεί αυτόν όλον. Δια ζεόντων δακρύων απαλλάσεται ο νους ημών από των εμπαθών εικόνων. Δια του πένθους κατέρχεται επί την ψυχήν ημών η πνευματική ανδρεία, και ο άνθρωπος τίθεται υπεράνω αγωνιών και φόβων. Όσον βαθύτερος είναι ο κλαυθμός της μετανοίας, τοσούτον ριζικώτερον ελευθερούμεθα από σειράς φυσικών φαινομενικώς αναγκών και ολεθρίων παθών, ως η υπερηφανία και ο θυμός. Εντός ημών σκηνοί η έως τότε άγνωστος χαρά της ελευθερίας. Μόνον εκείνος, όστις ουδέποτε ησθάνθη την  φονικήν εξουσίαν της αμαρτίας επ’ αυτού, δύναται να νομίση ότι η εντελλομένη υπό του Ευαγγελίου μεταμόρφωσις της φύσεως ημών είναι δυνατή άνευ δακρύων. Το πένθος, πικρόν κατά το στάδιον της προκαταρκτικής μετανοίας, μεταβάλλεται ύστερον εις δάκρυα Θείας αγάπης, ήτις μεταρσιοί ημάς. Και τούτο είναι σημείον ότι η προσευχή ημών εισηκούσθη, και ότι δια της ενεργείας αυτής εισαγόμεθα εις νέαν, άφθαρτον ήδη ζωήν. Το πνευματικόν πένθος είναι φαινόμενον ουρανίου τάξεως. Προσπαθώ και δεν δύναμαι να ενθυμηθώ, εάν ποτε έκλαυσα κατά την ώριμον νεαράν μου ηλικίαν. Και όμως η ζωή μου συνέπεσε μετά των πλέον τρομερών γεγονότων του αιώνος ημών. Πολλάκις ευρέθην εις περιστάσεις 78 ουχί μόνον δυσκόλους, αλλά και θανασίμως επικινδύνους. Ότε όμως δια του εμφανισθέντος εις εμέ Φωτός έβλεπον το βάθος της πτώσεως μου, τότε ήρχετο κλαυθμός, τον οποίον δεν ηδυνάμην να αναχαιτίσω. Υπερίσχυεν εμού τούτο εν τη απογνώσει, εν ή ευρισκόμην. Κατ’ αρχάς έκλαιον δι’ εμαυτόν φρικιών δια την πτώσιν μου. Βραδύτερον εθρήνουν δια τους ανθρώπους τους μη γνωρίζοντας τον Θεόν, διακατεχόμενος υπό οίκτου δια την ελεεινήν εκ της αγνοίας του Θεού κατάστασιν αυτών. Εις τον Άθωνα δε, και ιδιαιτέρως εν τη ερήμω, κατά την διάρκειαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχεον πικρά δάκρυα δι’ όλον τον κόσμον. Επί μακρόν ήρχετο εις τον νουν μου ο λόγος: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού Ζώντος» (Εβρ. ι’ 31). Φρικτόν η υπό του Θεού εγκατάλειψις. Έξω του Θεού της αγάπης το παν στερείται νοήματος. Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην εις το σκότος του θανάτου (βλ. Α’ Κορ. ιγ’ 1‐3). Ο φόβος εκ του σκότους τούτου είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλ’ εδρεύει εν εμοί.


 Όταν όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου άδου, τότε απέρχεται απ’ εμού πάν πάθος, και κατανοώ ότι ο Παντοκράτωρ Κύριος δύναται και εμέ να ποιήση κύριον κατ’ εικόνα της Αυτού Κυριότητος: ελεύθερον πάσης αλλοτρίας εξουσίας, άτρωτον από πάσης κακίας. Η μεταβολή της εσωτερικής μου καταστάσεως συνεπήγετο και αλλαγήν εις τον χαρακτήρα του πένθους. Κατά καιρούς και η καρδία και ο νους απέλαυον θαυμαστής αναπαύσεως, και τα δάκρυα εγίνοντο «ηδέα» εξ αγάπης. Ότε δε το Πνεύμα του Κυρίου απεχώρει και η πνοή της αθανάτου ζωής εσβέννυτο εν εμοί, τότε αθυμία τις, μάλλον δε και ταραχή εισεχώρουν εις την καρδίαν. 79 Η προσευχή ελάμβανε μορφήν τυραννικής απογνώσεως και συνέβαινεν επί ώρας να κείμαι κατά πρόσωπον επί της γης. Εξηντλημένος μετέβαινον εις την σκληράν κλίνην μου. Τα δάκρυα εξηκολούθουν να ρέουν και ο νους εσίγα εν εξαντλήσει. Θα ήθελον να ομιλήσω περί των φαινομένων τούτων κατά τον απλούστερον τρόπον, αλλά θα απεκρύπτετο τότε από του αναγνώστου η κραταιά ισχύς των «φαινομένων» αυτών, άτινα αναντιρρήτως υπερβαίνουν το μέτρον του ανθρώπου, διότι είναι δώρον Άνωθεν. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ’ 24). Οι λόγοι του Χριστού, «εν πνεύματι και αληθεία», επιδέχονται διττήν ερμηνείαν: το Πνεύμα της Αληθείας, «Ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. ιε’ 26), και το πνεύμα και η αλήθεια, άτινα χαρακτηρίζουν τον μετανοούντα άνθρωπον (βλ. Α’ Ιωάν. α’ 8‐10). Το Πνεύμα το Άγιον κατέρχεται επί του ανθρώπου και ούτος, ως εικών του Θεού, τη επενεργεία της Θείας Αληθείας, γίνεται ωσαύτως αληθινός. Η υπαρξιακή ένωσις ημών μετά του Θεού της αγάπης προϋποθέτει την συμφωνίαν δύο θελήσεων: της Θείας και της ανθρωπίνης. Η ένωσις καθ’ εαυτήν επιτελείται εν καταστάσει αγάπης. Ο Θεός‐το Προσωπικόν Πνεύμα, και ο άνθρωπος‐πρόσωπον συνενούνται εις έν εν τη αιωνία πράξει της Θείας Ζωής. Ούτω γινώσκεται υφ’ ημών ο Θεός. Το ύστατον τέλος της χριστιανικής ασκήσεως είναι η απόκτησις της αγάπης ταύτης. Η επίτευξις αυτού συνδέεται μετά μακράς και τραχείας οδού. Είναι δυνατόν να γευθή τις της επισκέψεως του Θεού εν μεγάλη δυνάμει 80 εις τινας μόνον στιγμάς, κατά την Άνωθεν δωρεάν, όταν η ψυχή, εν παραφορά μετανοίας δια τας αμαρτίας αυτής, καθίσταται δεκτική του επ’ αυτής κατερχομένου Θείου Φωτός. Εν τούτοις, αι πρώται αύται επισκέψεις δεν είναι εισέτι η εις τους αιώνας κεκτημένη κατάστασις των σωζομένων. Είναι μόνον ο «άδικος μαμωνάς», όστις δύναται να αφαιρεθή ένεκεν απιστίας. Να διαφυλάξη δε τις την χάριν ταύτην, να παραμείνη πιστός προς παν ό,τι εδίδαξεν ημάς αύτη, είναι αδύνατον άνευ βαθέος κλαυθμού επί έτη (βλ. Λουκ. ιστ’ 9‐12). Εάν τις εφρόνει άλλως, δεν θα συνεφώνουν μετ’ Αυτού οι Πατέρες ημών. Και ημείς αγωνιζόμεθα να παραμείνωμεν εν τη εξ αυτών κληρονομηθείση παραδόσει της αγίας ζωής. Τοιαύτη είναι η οδός του Κυρίου: Ούτος εμφανίζει Εαυτόν εις τον ειλικρινώς μετανοούντα άνθρωπον, και ο άνθρωπος δέχεται αχρόνως την αγάπην Αυτού εν τω ακτίστω Φωτί. Επαναλαμβάνομεν συνεχώς την λέξιν «Αγάπη», αλλ’ εν αυτή περικλείεται οντολογικώς και η υπερκόσμιος σοφία, και το άπειρον εν τη ιδιαζούση αυτώ άκρα ταπεινώσει μεγαλείον, το τα πάντα υπερέχον κάλλος, και η βαθεία ειρήνη. Επισκεπτόμενος ο Θεός τον άνθρωπον, δι’ αυτού τούτου του γεγονότος, καθιστά αυτόν κοινωνόν του απεριγράπτου δι’ ανθρωπίνων λόγων Είναι Αυτού. Κατέχει ημάς η μόνη επιθυμία: να αποκτήσωμεν την γνωσθείσαν Θείαν Αγάπην, ούτως ώστε αύτη να αποβή φύσις ημών, αναφαίρετος εις τους αιώνας. Όταν ο Θεός ίδη ότι ουδέν πλέον εν όλω τω κόσμω θα δυνηθή να χωρίση εκ νέου την ψυχήν από της αγάπης Αυτού (βλ. Ρωμ. η’ 35‐), τότε άρχεται περίοδος δοκιμασιών, αληθώς βαρειών, άνευ των οποίων θα παρέμενον άδηλα τα βάθη της κτιστής και της ακτίστου μορφής του 81 Είναι. Η δοκιμασία αύτη είναι «σκληρά»: Αόρατος μάχαιρα αποκόπτει ημάς από του ηγαπημένου Θεού, από του ανεσπέρου Αυτού Φωτός. Ο άνθρωπος πλήττεται εφ’ όλων των επιπέδων της υπάρξεως αυτού. Ευρίσκεται εν απορία: Δια τι η προσευχή, η ομοία προς εκείνην της Γεθσημανή, ήτις εφαίνετο ήδη ως τελειωτικός «σύνδεσμος αγάπης», μετετράπη εις άδην Θεο‐εγκαταλείψεως; Την απάντησιν εις την απορίαν ταύτην ευρίσκομεν εν τω δωδεκάτω κεφαλαίω της προς Εβραίους επιστολής και ιδιαιτέρως εις τους στίχους 26 έως 29 (12.26 ου η φωνή την γήν εσάλευσε τότε, νυν δε επήγγελται λέγων· έτι άπαξ εγώ σείω ου μόνον την γήν, αλλά και τον ουρανόν.  το δε έτι άπαξ δηλοί των σαλευομένων την μετάθεσιν ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα. 12.28 Διό βασιλείαν ασάλευτον παραλαμβάνοντες έχωμεν χάριν, δι᾿ ής λατρεύωμεν ευαρέστως τω Θεώ μετά αιδούς και ευλαβείας·  και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον). Αλλά προ πάντων και υπέρ πάντα έχομεν το «υπόδειγμα» (Ιωάν. ιγ’ 15) του Ιδίου του Χριστού· επί του Γολγοθά προσηλωμένος επί του σταυρού ανεβόησε προς τον Πατέρα: «Ινατί με εγκατέλιπες;» και ευθύς μετά τούτο: «Τετέλεσται· και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ματθ. κζ’ , Ιωάν. ιθ’ 30). Κατ’ αυτόν τον τρόπον αποκαλύπτεται εις ημάς το Μυστήριον της Θείας Αγάπης. Το πλήρωμα της κενώσεως προεργάζεται το πλήρωμα της τελειότητος. Η Αγάπη, η φλοξ της οποίας ερρίφθη υπό του Χριστού εις την ψυχήν του ανθρώπου, έχει έν εκπληκτικόν ιδίωμα. Οδηγεί αυτόν εις αβύσσους και ύψη απρόσιτα εις οιονδήποτε άλλον άνθρωπον. Ενισχύει αυτόν να υπερνικήση παν πάθημα, έτι δε και τον θάνατον. Ρίπτει αυτόν πολλάκις εις απερίγραπτον απειρότητα, όπου αυτός «μόνος» καταπονείται, ίνα ίδη εκ νέου το Φως του ηγαπημένου Θεού. Τοιαύτη είναι η διαδικασία, δι’ ής καθαίρεται η φύσις ημών, ήτις εμολύνθη υπό του εωσφορικού ιού. Η οδός του Χριστού οδηγεί εκ της σχετικής, αιωνίως σαλευομένης μορφής του γίγνεσθαι, εις την απόλυτον, την ασάλευτον Βασιλείαν. Είναι φυσικόν δια το πνεύμα του ανθρώπου 82 να αδημονή, όταν συνεπεία της πτώσεως ευρίσκηται αποκεκομμένον της τελείας Πατρικής αγάπης. Η εικών του Θεού, ο άνθρωπος, αναζητεί το άγιον, το αμετάθετον, το απόλυτον Αγαθόν. Και τίς δύναται να περιγράψη την προς τον Θεόν αγάπην; Πού θα εύρισκε τις λόγους ικανούς να αποδώσουν, έστω και σκιάν εκείνης της οδύνης, την οποίαν αισθάνεται η ψυχή εκ του χωρισμού από του Θεού; Μόνον η αγία αγάπη, και ουδέν άλλο, καθιστά την καρδίαν του χριστιανού ικανήν να αναβλύζη δάκρυα.


Η Γραφή λέγει ότι ο Ιησούς, «αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιωάν. ιγ’ 1). Και μόνον δια του «εις τέλος» εξηγείται ο αιματηρός ιδρώς Αυτού κατά την εν Γεθσημανή προσευχήν. Όπου δεν υπάρχει αγάπη, εκεί δεν υπάρχουν δάκρυα, έστω και εάν ο ασκητικός αγών λαμβάνει ακραίαν μορφήν: εντατικόν διαλογισμόν, παρατεταμένην νηστείαν, αυστηράς συνθήκας ζωής εν απομονώσει εκ του λοιπού κόσμου. Πολλά τοιαύτα παραδείγματα συναντώμεν και εις την χριστιανικήν Δύσιν και εις την μη χριστιανικήν Ανατολήν. Όταν το ταπεινόν πνεύμα κατέχη ημάς, τότε αναβλύζουν δάκρυα εκ βάθους καρδίας. Περί αυτών των δακρύων ομιλεί ο Χριστός: «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Δια ποίας παρακλήσεως; Εν τη περιπτώσει ταύτη πρόκειται περί της παρακλήσεως της προερχομένης εκ του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον ο Χριστός ωνόμασε Παράκλητον· δια παρακλήσεως ουχί ψυχολογικής ή φυσικής τάξεως, αλλά οντολογικής, αναφερομένης εις την Θείαν αιωνιότητα. 83 Εάν νυν παρέλθωμεν τας γενικάς θεολογικάς και ασκητικάς θέσεις και στραφώμεν προς τινας «λεπτομερείας» της μακραίωνος πείρας των χριστιανών ασκητών, θα πράξωμεν τούτο κατά το δυνατόν βραχύτερον. Το πνευματικόν πένθος αλλάσσει χαρακτήρα συμφώνως προς την κατάστασιν, εν τη οποία ευρίσκεται ο ασκητής. Ενίοτε ρέουν γλυκέα δάκρυα εκ της εγγύτητος του Θεού της Αγάπης. Όστις περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον. Συχνότερον παρατηρείται το μέτριον πένθος, εν τω οποίω είναι μεμιγμέναι η χαρά και η λύπη. Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατούν τα πικρά δάκρυα, τα γεννώμενα ή εκ της συνειδήσεως της δουλείας ημών εις τα αμαρτωλά πάθη, ή εκ της υφέσεως της αισθητής χάριτος, ή εκ της πικρίας της Θεο‐εγκαταλείψεως. Υπάρχει ωσαύτως το πένθος της ευσπλαγχνίας προς το γένος των ανθρώπων, έτι δε και προς πάσαν την κτίσιν. Εις πάσας τας μορφάς ταύτας το πνευματικόν πένθος αποπλύνει τον άνθρωπον από πάσης κηλίδος, ήτις εμόλυνεν αυτόν εν τη ροή της καθ’ ημέραν ζωής· εγκαινίζει εν ημίν την δύναμιν της εφέσεως προς τον Θείον Κόσμον. Ο κλαυθμός εξ αγάπης προς τον Θεόν καθιστά τον όλον άνθρωπον κοινωνόν του Ηγαπημένου Δεσπότου: Νους, ψυχή, και σώμα εισέτι, τα πάντα συνενούνται εις έν, εις μίαν ισχυράν φοράν προς το άκτιστον Φως. Το τοιούτον πένθος διαρρηγνύει τον στενόν κλοιόν της γηΐνης υπάρξεως, εισάγον εις ουρανίους σφαίρας το πνεύμα του ανθρώπου, ηλευθερωμένον πλέον εκ της βιαιότητος των αμαρτωλών παθών· μεταδίδει εις ημάς την πείραν της απαθείας, του αγιασμού πάσης ημών της «συστάσεως». Η απουσία δακρύων αποτελεί, κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ημών, ένδειξιν ότι η προσευχή ημών δεν έφθασεν εισέτι την πρώτην βαθμίδα της αναβάσεως 84 αυτής προς τον Θεόν. Ενδέχεται όμως εξαντληθέντων των φυσικών δακρύων, να δοθή άλλη προσευχή άνευ λόγων, ως τρυφερά αίσθησις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εντός ημών, οπότε η ειρήνη, «η πάντα νουν υπερέχουσα» (Φιλ. δ’ 7), πληροί την καρδίαν. Παρομοία λεπτή θεωρία συνήθως περιπτύσσεται τον άνθρωπον κατόπιν προσευχής, εν ή προσέφερεν ούτος εις τον Θεόν θυσίαν αγάπης έως τέλους. Ο πνευματικός κλαυθμός είναι το «περισσόν ζωής» – το ακατασχέτως αυξάνον εκ της δυνάμεως της αγάπης – εν αντιθέσει προς τον «ψυχικόν» κλαυθμόν, όστις αποκτείνει τους γηγενείς. Η πρόνοια του Θεού ωδήγησεν εμέ να ζήσω εν χώρα, όπου οι άνθρωποι από παιδικής ηλικίας μανθάνουν να μη κλαίουν· όπου τα δάκρυα υποτιμώνται ως τι ανάρμοστον δια τον πεπαιδευμένον άνθρωπον. Δεν δυνάμεθα να μη σεβασθώμεν την αγωγήν ταύτην, αλλ’ οφείλομεν όπως μη επιλανθανώμεθα ότι τούτο αναφέρεται εις εκείνην την κατάστασιν, κατά την οποίαν οι πόδες ημών είναι ισχυρώς προσκεκολλημένοι επί του φλοιού της γης. Οι ασκηταί‐πατέρες δεν θρηνούν δια την στέρησιν προσκαίρων αξιών, ταυτοχρόνως όμως επιμένουν εις το απαραίτητον των πνευματικών δακρύων, άνευ των οποίων δεν απαλύνεται η εκ των παθών πεπωρωμένη καρδία, η ανίκανος να αγαπήση δια της ευαγγελικής αγάπης. Ο νους του πενθούντος χριστιανού είναι εξ ολοκλήρου εστραμμένος προς την σφαίραν της Θείας αιωνιότητος. Και μόνον δια την τελευταίαν ταύτην γίνεται λόγος εν ταις εντολαίς του Χριστού. Πλήθος καταστάσεων, αφορήτων δι’ όσους ζουν την τετριμμένην ζωήν του κόσμου, παρέρχονται απαρατήρητοι δι’ εκείνον, όστις πενθεί κατά την εντολήν του Θεού. Τον τοιούτον δεν πτοεί η ένδεια, δεν καταβάλλουν αι επιπλήξεις ή αι εξουθενώσεις 85 εκ μέρους των υιών του αιώνος τούτου, ούτε άλλα πλήγματα της προσκαίρου ζωής, διότι ουχί μόνον ο νους, αλλά και οι πόδες αυτού έχουν αρθή υπεράνω της γης. Σπλαγχνίζεται ούτος τους ανθρώπους, πενθεί δι’ αυτούς ενώπιον του Θεού, αλλά δεν εμπλέκεται εις τα ενδιαφέροντα αυτών, πλήρης ών εμπνεύσεως εν τη ορμή αυτού προς την αμετάθετον Αλήθειαν. Το αληθώς πνευματικόν πένθος είναι συνέπεια επενεργείας Πνεύματος Αγίου. Ομού μετ’ αυτού κατέρχεται εφ’ ημάς το άκτιστον Φως. Η καρδία, ύστερον δε και ο νους, αντλούν δύναμιν, όπως περιλάβουν εν εαυτοίς πάσαν την οικουμένην και αγαπήσουν άπασαν την κτίσιν. Το πνευματικόν πένθος έχει καθωρισμένην φοράν: Κατευθύνεται προς τον Θεόν, και ο άνθρωπος διαμένων εν τω Θεώ, εν τη μετά δακρύων προσευχή αυτού υπέρ όλης της ανθρωπότητος, συμπάσχει μετά του κόσμου παντός. Οι Πατέρες συνιστούν να διαφυλάττωμεν το δώρον τούτο δια της τηρήσεως των εντολών, ώστε να μη λυπώμεν το Πνεύμα το Άγιον δι’ οιασδήποτε αμαρτίας. Είναι αδύνατον όμως να «καλλιεργήσωμεν» το δώρον τούτο, διότι δεν περικλείεται εν τοις ορίοις της κτιστής ημών φύσεως. Τούτο είναι χάρις, και η Θεία χάρις δεν υπόκειται εις την εξουσίαν ημών. Ενίοτε τα δάκρυα της αγάπης δίδονται εν αφθονία και ρέουν κρουνηδόν. Εις περιόδους όμως Θεο‐εγκαταλείψεως το παν αποξηραίνεται εντός ημών, και μόλις συλλέγεται από των οφθαλμών δάκρυόν τι, όπερ ομοιάζει προς ρανίδα καυστού αίματος αναβλύζοντος εκ τετρωμένης καρδίας. Όστις δεν εγεύθη εν εαυτώ της ενεργίας του ουρανίου Πυρός (βλ. Λουκ. ιβ’ ), ούτος δεν θα εννοήση το λεγόμενον. Εκ νέου τολμώ να υπομνήσω ότι οι ασκηταί ίστανται 86 προ της κρίσεως του Θεού μετά φόβου. Δεν πρόκειται περί ταχέως παρερχομένων πραγμάτων, αλλά περί της αιωνιότητος, είτε εν τω Φωτί του Προσώπου του Υψίστου, είτε εν «τω σκότει τω εξωτέρω» (πρβλ. Ματθ. κε’ 30). Ένεκα τούτου ούτοι μένουν αδιάφοροι προς την επίγειον αυτών κατάστασιν. Ο νους αυτών είναι εν τω Θεώ, και όταν έρχηται «παράκλησις» εκ του Πατρός των Φώτων, τότε ο πενθών ευκόλως συγχωρεί πάσαν κατ’ αυτού αδικίαν, διότι το πνεύμα αυτού έχει υψωθή από της γης εις τον ουρανόν, και εν Πνεύματι Αγίω καθίσταται ούτος ικανός να αγαπά και τους εχθρούς εισέτι. Είς εκ των γερόντων του Άθωνος, εις τας συνομιλίας αυτού περί της προσευχής, ανεφέρετο εις τας ποικίλας μορφάς δακρύων, και διέκρινεν αυτάς συμφώνως προς την ενέργειαν εκάστης εξ αυτών επί του ανθρώπου. Απηρίθμει ούτος αυτάς έως δώδεκα. Και εγώ, ως και πάντες οι λοιποί, εγνώρισα διαφόρους μορφάς δακρύων κατά τους μακρούς χρόνους της απεγνωσμένης μετανοίας μου, αλλ’ ουδέποτε ήλθεν εις εμέ η σκέψις να καταμετρήσω αυτάς. «Και νυν, λέγει ο Κύριος …· επιστράφητε προς Με εξ όλης της καρδίας υμών και εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ» (Ιωήλ β’ 12)· «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4, πρβλ. Λουκ. στ’ 21), είπεν ο Κύριος και ο λόγος Αυτού μένει εις πάντας τους αιώνας. Όντως και ο Ίδιος «εν ταις ημέραις της σαρκός Αυτού, δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σώζειν Αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσήνεγκεν και εισηκούσθη από της ευλαβείας» (πρβλ. Εβρ. ε’ 7). Δι’ όλους, αλλά και δι’ 87 έκαστον όστις φέρεται προς την Θείαν αιωνιότητα, απόκειται ακριβώς η οδός αύτη: Η «μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων» ικεσία, ίνα σωθώμεν εκ του κατέχοντος ημάς θανάτου, της αμαρτίας.

Ε’ ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ


Ο Χριστός είναι η Ζώσα Αλήθεια: «Εγώ ειμι … η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6), Ζωή άναρχος υπό ουδενός περιοριζομένη, αδέσμευτος, συναΐδιος τω Πατρί, αχώριστος απ’ Αυτού και αδιαίρετος. Η Αγάπη και το Φως Αυτού ήγγισαν εμέ εν τη αυγή της ζωής μου. Εν τούτοις, ούτε το δώρον τούτο της χάριτος διεφύλαξεν εμέ από του ολισθήματος εις την άβυσσον του σκότους της ανυπαρξίας. Προς το τέλος της ωρίμου νεότητος διέπραξα μέγα αμάρτημα: Εγκατέλιπον Αυτόν, δια τινος κινήσεως επιπολαίου υπερηφανίας, χάριν ενός άλλου, υποθετικού Υπερ‐ προσωπικού Απολύτου. Καταστείλας την αγαθήν έξιν να προσεύχωμαι εις τον Θεόν της παιδικής μου ηλικίας,εφερόμην, εις ώρας υπερβατικού διαλογισμού, προς το απόλυτον Είναι. Απεξεδυόμην, ως εφαίνετο εις εμέ, παν σχετικόν συνδεόμενον  μετά ποικίλων μορφών: ορατών, αοράτων, αισθητών ή νοητών. Επιμόνως προσέφευγον εις τον γνόφον της αγνωσίας, όπως δια της απεκδύσεως παντός παρερχομένου φθάσω Εκείνο, ή Εκείνον, όστις υπερβαίνει τα όρια πάσης μεταβλητής και ασταθούς πραγματικότητος. Ενίοτε 90 ησθανόμην «ανάπαυσιν» τινα, και απέλαυον, κατά τρόπον ουχί ψυχο‐σωματικόν, της καταστάσεως αυτής. Κατά τινα πλέον ολοκληρωτικήν ορμήν προς το ανονόμαστον πανυπερβατικόν Όν‐Μη Όν, είδον τον νουν μου ως φως. Ουδέν επεδίωκον επί της γης, ει μη μόνον το Αιώνιον. Παραλλήλως επεζήτουν διακαώς να εκφράσω δια της ζωγραφικής το φυσικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει σχεδόν παν φυσικόν φαινόμενον. Την περίοδον εκείνην της ζωής μου θα ηδύνατο τις να θεωρήση πλήρη εμπνεύσεως, αλλ’ εγώ ουδόλως ενθυμούμαι αυτήν μετ’ αγάπης: Κατενόησα ότι παρεδιδόμην είς τινα ιδιότυπον «ηρεμίαν», ήτις κατ’ ουσίαν δεν ήτο ει μη αυτοκτονία επί μεταφυσικού επιπέδου. Εκ της νόθου ταύτης καταστάσεως ουδέποτε θα εξηρχόμην δι’ ιδίων δυνάμεων, αλλ’ ο Κύριος ηλέησε και προέφθασεν εμέ εν τη εσχάτη ίσως στιγμή. Εποίησεν Ούτος το θαύμα τούτο της ευσπλαγχνίας επισκεφθείς την καρδίαν μου, την οποίαν επί μακρόν χρόνον προσεπάθουν να αγνοήσω. Δεν γνωρίζω τίνι τρόπω να διηγηθώ την ακολουθίαν των πνευματικών γεγονότων εκείνου του καιρού. Αίφνης κατέστη εις εμέ σαφές μέχρις οφθαλμοφανείας, ότι η τεχνητή κατάδυσις μου εις την αφηρημένην νοητήν σφαίραν δεν θα ωδήγει εμέ προς την αυθεντικήν γνώσιν της Πρωταρχικής Αρχής πασών των αρχών. Δια της ασκητικής απεκδύσεως μου από παντός σχετικού δεν επετύγχανον της πραγματικής ενώσεως μετά του υπ’ εμού Ποθουμένου. Αι μυστικαί εμπειρίαι μου έφερον αρνητικόν χαρακτήρα. Ενώπιον μου ενεφανίζετο ουχί το «Καθαρόν Είναι», αλλά ο θάνατος ολοκλήρου του είναι μου, συμπεριλαμβανομένης και της υποστατικής μου αρχής. Η εντολή «αγαπήσεις τον Θεόν δι’ όλης της υπάρξεως 91 σου και τον πλησίον ως σεαυτόν» (πρβλ. Λουκ. ι’ 27), δι’ απροσδοκήτου εις εμέ τρόπου, ωρθώθη προ του νοός μου εν τω ευαγγελικώ αυτής περιεχομένω: Η υπαρξιακή ένωσις μετά του Θεού συντελείται δια της αγάπης. Και ούτως, ό,τι παλαιότερον απέτρεψεν εμέ από του Ευαγγελίου, το «αγαπήσεις», όπερ εφάνη εις εμέ τότε, κατ’ εκείνην την παράδοξον ώραν επί της οδού της Μόσχας, ως ανάξιος ψυχισμός, νυν εισέδυσεν εις την καρδίαν και τον νουν μου ως φως αληθούς γνώσεως. Η οντολογική ένωσις πραγματοποιείται εν τη ενεργεία της αγάπης. Η Ευαγγελική έννοια της αγάπης εξέρχεται ασυγκρίτως πέραν των ορίων της ψυχικής ή της σαρκικής ημών αντιλήψεως. Ο Θεός της παιδικής μου ηλικίας επέστρεψεν εις εμέ δια του φωτός της επιγνώσεως. Η χριστιανική ζωή θεμελιούται επί της ταυτίσεως δύο θελήσεων: της Θείας, αιωνίως ασαλεύτου, και της ανθρωπίνης, υποκειμένης εις ταλαντεύσεις. Ο Θεός αποκαλύπτει πολυτρόπως Εαυτόν εις τον άνθρωπον. Δεν παραβιάζει την ανθρωπίνην θέλησιν. Εάν μετ’ αγάπης αποδεχώμεθα την προς ημάς προσέγγισιν Αυτού, τότε συχνάκις επισκέπτεται Ούτος την ψυχήν μετά της πραότητος και της ταπεινώσεως Αυτού. Καθώς μαρτυρεί η ιστορία της χριστιανικής πίστεως, δύναται να εμφανίση Εαυτόν εις τον άνθρωπον εν μεγάλω Φωτί. Η ψυχή, θεασαμένη την Χριστόν εν τω Φωτί της αγάπης Αυτού, ελκύεται προς Αυτόν. Δεν δύναται, ούτε και θέλει, να αντισταθή εις την έλξιν αυτήν. Εκείνος είναι Πυρ φλέγον ημάς. Πάσα προσέγγισις προς Αυτόν συνδέεται μετ’ οδυνηράς εντάσεως. Είναι φυσικόν εις την πεπτωκυίαν φύσιν ημών να αποστρέφηται τον πόνον· και ημείς σαλευόμεθα εν τη αποφάσει ημών, όπως ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού. Να παραμείνη δε τις έξω του Φωτός Αυτού, είναι 92 ωσαύτως αποτρόπαιον. Και ούτω το πνεύμα μου εταλαντεύετο μεταξύ δύο θέσεων: Να αναμιχθώ δια νόθου ταπεινώσεως μετά της περιβαλλούσης εμέ πραγματικότητος και να καταδικάσω εμαυτόν εις φθοράν, ή να αποδεχθώ την φοβεράν κλήσιν του Χριστού. Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ. Ο Κύριος γνωρίζει μετά ποίου φόβου και τρόμου εγράφησαν πολλαί εκ των σελίδων τούτων της εξομολογήσεως μου. Εν τω τέλει της ζωής μου τολμώ να είπω ότι οι λόγοι του τριακοστού τρίτου ψαλμού εδικαιώθησαν και εν εμοί, ουχί άπαξ: «Ούτως ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού … φοβήθητε τον Κύριον … ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις Αυτόν». Ουδόλως είναι ευχάριστον να ίδη τις εαυτόν «πτωχόν», να έλθη εις επίγνωσιν της τυφλότητος αυτού. Είναι αφορήτως μέγας ο πόνος να ακούσω την εις θάνατον καταδίκην μου, δια το ό,τι ευρίσκομαι εν τοιαύτη καταστάσει. Εν τούτοις προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου είμαι μακάριος, χάριν ακριβώς αυτής της γνώσεως της μηδαμινότητός μου (βλ. Ματθ. ε’ 3). Η πνευματική αύτη όρασις συνδέεται μετά της αποκαλυφθείσης εις ημάς «βασιλείας των ουρανών». Οφείλω να ίδω τον Χριστόν «καθώς εστιν», ίνα παραβάλω εμαυτόν προς Εκείνον και εξ αυτής της συγκρίσεως αισθανθώ την α‐μορφίαν μου. Δεν δύναμαι να γνωρίσω εμαυτόν, εάν δεν έχω ενώπιόν μου την Αγίαν Αυτού Μορφήν. Ισχυρά υπήρξε, και παραμένει εισέτι, η αποστροφή μου προς εμαυτόν. Αλλά εκ της φρίκης ταύτης εγεννήθη εν εμοί προσευχή ιδιαιτέρας απογνώσεως, ήτις εβύθισεν εμέ εις θάλασσαν δακρύων. Ουδαμού διέκρινα τότε οδούς προς ίασιν μου· εφαίνετο εις εμέ ότι η δυσμορφία μου ήτο αδύνατον να μεταποιηθή εις ομοίωσιν προς το κάλλος Αυτού. 93 Και η παράφορος αύτη προσευχή, ήτις συνεκλόνισε την ύπαρξιν μου, είλκυσε προς εμέ την συμπάθειαν του Υψίστου Θεού, και το Φως Αυτού κατηύγασε το σκότος του είναι μου. Εν βαθεία σιγή εδόθη εις εμέ να θεωρήσω την αγαθότητα, την σοφίαν, την αγιότητα Αυτού. Διά μέσου του άδου της απελπισίας μου ήλθεν η ουράνιος λύτρωσις. Ανεδύθησαν εντός μου νέαι δυνάμεις, ετέρα όρασις, άλλη ακοή. Ηδυνήθην να γνωρίσω απερίγραπτον ωραιότητα. Εν τούτοις τούτο δεν ήτο «εμόν». Αι αμφιταλαντεύσεις εν τω είναι μου δεν είχον εισέτι παύσει: Εξέπιπτον της υπερκοσμίου ελλάμψεως και επέστρεφον εις την πτωχείαν μου. Παρά ταύτα εγνώριζον μετά βεβαιότητος ότι η Αγία Βασιλεία του Χριστού είναι η αιώνιος πραγματικότης. Την πραγματικότητα ταύτην οφείλομεν να αποκτήσωμεν δια μακροχρονίου αγώνος προσευχής: «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12). Πρέπει να ευλογώμεν τον Θεόν, όταν αποκαλύπτηται εις ημάς αφ’ ενός μεν η ουσία της απωλείας – ουχί μόνον της επιγείου, αλλά και της αιωνίου – αφ’ ετέρου δε το ανεκδιήγητον Φως της Θεότητος. Η Γραφή ομιλεί περί «αιωνίου κολάσεως» (Ματθ. κε’ ). Εις τι συνίσταται αύτη; Κατ’ ουσίαν δεν γνωρίζομεν εισέτι πάσας τας μορφάς βασάνου, τας οποίας ενδέχεται να συναντήσωμεν μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. Αλλά και πάλιν η ιδία Γραφή λέγει: «… εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η’ 12).



 Ούτω και εγώ πιστεύω ότι η «αιώνιος κόλασις» δεν έγκειται εις το ότι εν τω άδη σκοτειναί υπάρξεις θα υποβάλλουν ημάς εις βασανιστήρια επί πυράς, αλλ’ εις το ότι θα αποδειχθώμεν ανάξιοι να 94 εισέλθωμεν εις την Αγίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Θεού. «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ’ 17). Τοιαύτη είναι η αρχή του κηρύγματος του Ιησού Χριστού. Δια της μετανοίας αναγεννάται εντός ημών η δύναμις της ζωής. Ανακαινίζεται η απολεσθείσα εν τη πτώσει του Αδάμ αξία του ανθρώπου. Δια του θρήνου της μετανοίας αποκαθίσταται η εκ της αμαρτίας αποκτανθείσα ικανότης ημών να προσλάβωμεν το εκ του Θεού – της Αγίας Τριάδος – εκπορευόμενον άκτιστον Φως. Αλλά τί υπέδειξεν εις εμέ η πείρα μου; Ιδού τί: Δεκαετίαι οδυρμών επί του εσωτερικού μου νεκρού δεν κατέστησαν εμέ ασάλευτον εν τη κατά Θεόν ζωή· δια της μιάς ή της άλλης μορφής η αμαρτία νικά εμέ. Έκαστον ολίσθημα εις την αμαρτίαν θλίβει βαθέως την ψυχήν. Εκτός τούτου, συχνάκις δεν έχομεν – δεν έχω εννοώ – την βεβαιότητα κατά πόσον είμαι δίκαιος εις τας ενεργείας μου, ή πόσον απέχω από της αληθώς αγίας ζωής. Ιδιαιτέρως αισθάνομαι τούτο εις τας ασυμφωνίας μου μετά των ανθρώπων. Ακαταπαύστως καταδιώκει ημάς η συνείδησις της ανεπαρκείας ημών και ικετεύομεν τον Κύριον: «Συγχώρησον μοι, τω αχρείω δούλω Σου» (βλ. Λουκ. ιζ’ 10). Βεβαίως, ως μοναχός εδιδάχθην να καταδικάζω εμαυτόν εις πάντα, «να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην». Το έργον όμως τούτο απαιτεί μεγάλην υπομονήν. Και μόνον δια της οδού ταύτης κατορθούται ο περιορισμός των εξαντλητικών δια την καρδίαν και τον νουν ταλαντεύσεων. Η τελεία δε σταθερότης θα εμφανισθή εις την αιωνιότητα, ως έσχατον δώρον του Θεού, του Σωτήρος ημών. Μόνον ο Χριστός δίδει εις ημάς κατά τρόπον μοναδικόν 95 την επίγνωσιν των επιγείων και ουρανίων πραγμάτων. Ιδού, Ούτος είπεν: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’ 33). Ενίκησε δε ουχί ως Θεός, Δημιουργός πάντων των όντων, αλλ’ ως άνθρωπος. Εις τούτο δε καλεί και ημάς. Ως νικητής του κόσμου ο «άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (Α’ Τιμ. β’ 5) εγένετο υπερκόσμιος. Προς τοιαύτην νίκην οδηγεί η συμφώνως προς τας ευαγγελικάς εντολάς ζωή. Και ημείς οι άνθρωποι δυνάμεθα να νικήσωμεν και να γίνωμεν υπερκόσμιοι, τουτέστι θεοί, αλλ’ ουχί άλλως, ει μη μόνον εν Αυτώ και δια της Αυτού δυνάμεως. Ουδείς υπάρχει εν πάση τη κτίσει, όστις θα διήνοιγεν εις ημάς τα μυστήρια του Είναι εν τη απειρότητι Αυτού, ει μη μόνον ο Κύριος Ιησούς. Ουδείς υπάρχει, όστις θα ηδύνατο να συμπεριλάβη εις μίαν αιώνιον Πράξιν και τον Ουρανόν και την Γην και τα Καταχθόνια, ει μη ο συνάναρχος τω Πατρί Μονογενής Υιός. Εάν ακολουθώμεν οπίσω Αυτού, εν αποφάσει να παραμείνωμεν εν τω πνεύματι της διδαχής Αυτού, τότε δίδονται και εις ημάς στιγμαί κατά τας οποίας, κατηυγασμένοι υπό του Φωτός, εναγκαλιζόμεθα και ημείς εν προσευχή και την Γην και τα Καταχθόνια, έτι δε και τον Ουρανόν, και ασπαζόμεθα την Αιωνιότητα. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ’ 8). Έχοντες εντρυφήσει εις το πολυπόθητον Φως του Ουρανού, ευρίσκομεν και πάλιν εαυτούς εις φοβεράς καταστάσεις: Το Πνεύμα το Άγιον, απομακρυνθέν αφ’ ημών, εγκαταλείπει τον οίκον ημών έρημον. Εφαίνετο ήδη εις ημάς ότι επετύχομεν του Ποθουμένου, ότι κατωπτεύσαμεν τα απ’ αιώνος απόκρυφα Μυστήρια εν τοις κόλποις της Θεότητος … και αίφνης, είμεθα εκ νέου 96 όμοιοι προς γυμνούς επαίτας. Είμεθα μακάριοι, όταν εκ του σκότους της αγνοίας και του θανάτου μεταφερώμεθα εις το θαυμαστόν Φως· όταν όμως εκπίπτωμεν εκ του Φωτός εις το πρότερον σκότος ημών, τότε βιούμεν αυτό το σκότος μετ’ εντονωτέρας οδύνης. Θα παρέλθη ουχί βραχύς χρόνος, πριν ή αρξώμεθα να κατανοώμεν τας οδούς του Θεού ημών. Ούτος εν τη απείρω Αυτού προς ημάς αγάπη διψά να καταστήση ημάς μετόχους του Θείου πληρώματος, αλλ’ ημείς δεν πρέπει να υπολαμβάνωμεν ως δυνατήν την επίτευξιν του πληρώματος τούτου εν τοις ορίοις της γης. Ενταύθα είμεθα πάντοτε, κατά τινα τρόπον, διεσπασμένοι: Τείνομεν δι’ όλης ημών της δυνάμεως προς την Αιωνιότητα, αλλά πειθόμεθα δια την ανικανότητα του παρόντος σώματος ημών να προσλάβη και να φέρη μετά σταθερότητος το πλήρωμα. Εις τινα στιγμήν το Φως δεικνύει εις το πνεύμα ημών την απειρότητα, ύστερον όμως αναποφεύκτως απομακρύνεται. Όντως, εις τι βάθος του υποστατικού ημών είναι αποτυπούται αμυδρώς, «ως εν εσόπτρου», το εν αστραπή εμφανισθέν Φως, αιώνιον όμως κατά την φύσιν αυτού. Ο Κύριος ανέστη, και το αναστηθέν Αυτού σώμα προσέλαβε τας ιδιότητας του πνεύματος. Επομένως, έως ότου είμεθα ενδεδυμένοι το μη εισέτι μεταμεμορφωμένον δια της αναστάσεως σώμα, δεν θα αποφύγωμεν τας οδυνηράς αμφιταλαντεύσει κατά την πορείαν ημών επί τα ίχνη του Χριστού. Δι’άνθρωπον της ηλικίας μου είναι φυσικώτερον να ετοιμάζηται μάλλον δια τον θάνατον ή να συγγράφη. Και ποίος είμαι εγώ, ώστε να ομιλώ περί του πώς διήλθεν η ζωή μου επί του επιπέδου του πνεύματος; Κατά το παρελθόν ουδέποτε διενοήθην παρόμοιόν τι. Επί πλέον δεν 97 είχον την πρόθεσιν να φανερώσω την εσωτερικήν μου πορείαν. Εθεώρουν αυτήν ως αποτέλεσμα της πτώσεως μου, της οποίας την καταχθόνιον φύσιν ανεγνώρισα βραδύτερον. Αι εσωτερικαί συγκρούσεις εις τας οποίας ευρισκόμην θα ηδύνατο ίσως να φανούν εις πολλούς ως φαινόμενον μικρόν απέχον της παραφροσύνης. Εμέ όμως, κατά τινα τρόπον, επληροφόρει η διαίσθησις ότι η περίπτωσίς μου εξήρχετο της αρμοδιότητος της κοινής ψυχιατρικής επιστήμης. Θα ήτο δε ασυγχώρητος βεβήλωσις εάν απετεινόμην προς επαγγελματίας ιατρούς. Αι ημέραι της ζωής μου, κατά το πλείστον, παρήρχοντο εις στενόν μάλλον κύκλον επαφών. Ως εκ τούτου δεν εξάγω ταχέως γενικά συμπεράσματα. Νυν εν τούτοις δεν φοβούμαι ότι θα διαπράξω σοβαρόν σφάλμα, εάν υποθέσω ότι σήμερον εκατομμύρια ανθρώπων εκ των πλέον διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και εθνικοτήτων ζουν εν τινι τραγικώ κύκλω αντιφάσεων αναλόγων κατά το μάλλον ή ήττον προς τας ιδικάς μου. Η γνώσις μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως, ως η ιδική μου, θα ηδύνατο δια τινας εξ αυτών των ανθρώπων να αποδειχθή έτι και ωφέλιμος. Εν τη ζωή εκάστου χριστιανού η πνευματική αύξησις ακολουθεί ιδιαίτερον ρυθμόν ή διαδικασίαν, ήτις προσιδιάζει μόνον εις το δεδομένον πρόσωπον. Αλλ’ ως βάσις των πάντων κείται το αυτό Πνεύμα (βλ. Α’ Κορ. ιβ’ 4‐11, Εφεσ. β’ 21‐22, Κολ. β’ 19), επομένως ο αυτός τελικός σκοπός, ως εκφράζεται δια των εντολών του Χριστού, των οποίων η κατακλείς είναι: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. ε’ ). Εξ αυτού συμπεραίνομεν ότι τα πνευματικά γεγονότα εις την πορείαν ενός προσώπου είναι δυνατόν να συμπίπτουν προς τας εμπειρίας πολλών 98 άλλων προσώπων της ιδίας πίστεως, τα οποία ασκούνται εις διαφόρους εποχάς και υπό διαφόρους ουχί μόνον εσωτερικάς, αλλά και εξωτερικάς συνθήκας. Η αυτή περί τελειότητος εντολή εδόθη δι’ όλους τους αιώνας, εις όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως χώρου, πολιτισμού, εθνικότητος ή οιασδήποτε άλλης συμβατικής και σχετικής ιδιαιτερότητος. Εν άλλαις λέξεσιν, αι εντολαί του Θεού έχουν απόλυτον χαρακτήρα. Η πνευματική ζωή του χριστιανού φέρει ιδιαιτέρως δυναμικόν χαρακτήρα. Ουδέποτε είναι στατική. Είναι απείρως πλουσία εις τας εκδηλώσεις αυτής. Τούτο αφ’ ενός μεν αποτελεί τον πλούτον αυτής, αφ’ ετέρου δε συνιστά ένδειξιν της μη εισέτι αποκτηθείσης τελειότητος. Εν τη ζωή αυτής ταύτης της Τριαδικής Θεότητος η δυναμική και η στατική έποψις συνάγονται εις τινα ακατάληπτον δι’ ημάς ενότητα. Και εν αυτή τη «ενότητι» περικλείεται η αληθής σταθερότης, ήτις επηγγέλθη δι’ όλους εκείνους οίτινες προσέφερον γνησίαν μετάνοιαν. Η ζωή του κόσμου προσεγγίζει την στιγμήν, ότε «πάντες αλλαγησόμεθα εν ριπή οφθαλμού», ότε «ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται», όταν θα συντελεσθή «των σαλευομένων η μετάθεσις ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα» (Α’ Κορ. ιεʹ ‐, Β’ Πέτρ. γʹ 12, Εβρ. ιβʹ 26‐28, βλ. Αποκ. καʹ 1). Εις τον άνθρωπον θα δοθή η διαμονή εν τη Θεία και ασαλεύτω σταθερότητι, τη αιωνίως και εις το έπακρον δυναμική. Και τούτο είναι αληθώς η αιωνία κατάπαυσις. 99

Εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ) 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου Ιερά Πατριαρχική
και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 
Τίτλος πρωτοτύπου: Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), ВИДЄТЬ БОГА как Он есть 
© Archimandrite Sophrony (Sakharov) Great Britain, 
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |