Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
"Η ζωή εκ τάφων"-Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου,
Ειρήνης και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων
Το βιβλίο "Η ζωή εκ τάφων" περιγράφει αναλυτικά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα έτη 1959-1962 στην περιοχή Θερμή της Λέσβου. Τρείς άγιοι, ο Άγιος Ραφαήλ, ο Άγιος Νικόλαος και η Αγία Ειρήνη εμφανίστηκαν πολλές φορές και σε πολλούς κατοίκους της Θερμής και των γύρω χωριών, και αποκάλυψαν ότι το έτος 1463 επιτέθηκαν οι Τούρκοι σε ένα μοναστήρι που βρίσκονταν στον λόφο πάνω από την Θερμή, βασάνισαν φρικτά και σκότωσαν τους τρεις αγίους καθώς και πολλούς μοναχούς και κατοίκους που είχαν καταφύγει στο μοναστήρι.Οι άγιοι αποκάλυψαν τα ονόματα τους, την ζωή τους, και -το εκπληκτικώτερο- τα ακριβή σημεία όπου ήταν θαμένοι. Και όλα αυτά με εμφανίσεις σε πολλούς ανθρώπους, έτσι ώστε οι μαρτυρίες του ενός να επιβεβαιώνουν και να συμπληρώνουν τις μαρτυρίες του άλλου.Οι άγιοι επίσης υπέδειξαν πού να σκάψουν για να βρεθούν άγια εικονίσματα και το αγίασμα του αρχαίου μοναστηριού, ενώ από τις πρώτες εμφανίσεις επιβεβαίωσαν την αγιότητά τους με την επιτέλεση θαυματουργικών ιάσεων.Μια ιερή ιστορία, ένας ιερός τόπος αναδύθηκαν από την απόλυτη λήθη μετά 500 χρόνια, καθώς τίποτε δεν είχε απομείνει από το ολοκαύτωμα της αρχαίας μονής, ούτε στην μνήμη των κατοίκων, ούτε στην επιφάνεια της γης, αφού τα χώματα και τα ελαιόδενδρα κάλυψαν τα πάντα. Μόνο κάποια χαλάσματα από παλαιό εξωκκλήσι απέμειναν στόν τόπο αυτό, χωρίς οι ντόπιοι να γνωρίζουν την προέλευσή τους. Και όταν, κατά θεία ευδοκία, αποφάσισαν να το αναστηλώσουν, η ώρα των θείων αποκαλύψεων είχε έρθει.
Στην συνέχεια παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο μαζί με αυθεντικές φωτογραφίες της εποχής των αποκαλύψεων.
Απροσδόκητο εύρημα
Οι εργασίες άρχισαν στις 22 Ιουνίου του έτους 1959, ημέρα Δευτέρα. Την προηγούμενη μέρα είχαν ανεβή επάνω ο Άγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό γιά να συνεννοηθούν επί τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς όπου ήταν τα ερείπια από το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια. Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.
Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την περιοχή, αλλά ξένη, "σαρμουσακόπετρα" όπως λένε στην τοπική διάλεκτο. Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα. Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. Ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα χαράς. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε. «Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος. Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.
Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα. Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα ανθρώπινο σκελετό...».
Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα. Ο νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα. Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα χωματένιο καντήλι.
Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα. Προσπάθησε με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω σ’ ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.
Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε τον Άγγελο Ράλλη. "Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Άγγελος. Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;". "Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό" απάντησε ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.
Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους ντόπιους θερμιώτες. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί χριστιανός. Όλοι τους απαντούσαν "Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;".
"Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. "Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου, εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους. Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να τα πλύνουμε και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γι’ αυτό και είπαμε στον Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε.
Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο. Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού. Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας "Τι λέτε; θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;". Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας μέρας.
Την προηγουμένη όμως που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το Ιερό. Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί. "Καθώς έσκυψα" αφηγείται ο ίδιος "νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ... τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά... τίποτα! Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά. Απ’ το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος".
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου