Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας
Κρασοκατάνυξις
Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός. Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί.
— Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει.
Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά.
Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.
— Πού και πού χρειάζεται, έλεγε. Να ξυπνούν τα αίματα!
Όταν άφησε τη θάλασσα ο Καπετάν Δημήτρης, καραβοτσακισμένος και θεόφτωχος, με δώδεκα δραχμές σύνταξι, ύστερ' από πενήντα χρόνια δούλεψι — τα μισά του τάφαγαν οι καπετανέοι και τα λιμεναρχεία — χωρίς να το καταλάβη έγινε Μπαρμπα-Δημητρός, επιστάτης για χρόνια στα σχολεία, με το βούρβουλα στα χέρια, και χωρίς να το καταλάβη πάλι πήρε τις συνήθειες του μακαρίτη του Παπα-Θανάση, του σύγγαμπρού του. Στο φαγί του έπινε νερό-νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι.
— Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παληόκοσμος! Το κρασάκι μας έμεινε!
Και με το δίκηο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δη στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν. Έχασε ό,τι είχε και δεν είχε· έχασε τα υπάρχοντά του· τη γρηά του την πάντρεψε· τα παιδιά του τάστειλε αποκεί που ήρθαν· το φως του τάφησε το μισό στο πέλαγο και μόνο τα πόδια του πληθύνανε. Από δυο γινήκανε τρία.
— Και με τη βοήθεια του Θεού θα ταυγατίσω ακόμα, έλεγε. Να περπατώ με τέσσερα, να κυνηγάω τα μούλικα στα σοκάκια.
Η μόνη του παρηγοριά έμεινε το κρασάκι. Πιο πιστό κι' απ' τη γυναίκα κι' απ' τη θάλασσα, κι' απ' όλα ταγαθά του κόσμου. Ας είνε καλά ταμπέλια του Θεού. Οι βαρέλλες δεν αδειάζουν ποτέ. Κι' αν αδειάσουν, ξαναγεμίζουν…
— Αυτό, που λες, δε θα μαρνηθή ποτέ. Ποτέ δε θα μαρνηθή. Τύφλα νάχουνε γυναίκες κ' υποστατικά και πλεούμενα και παιδιά και σκυλιά. Όλα μαρνηθήκανε και φύγανε. Πάνε. Αυτό δε θα μαφήση, αν δεν ταφήσω. Η ψυχή μου θα βγαίνη κι' ο παπάς θα με δροσίζη με το κουταλάκι… Αυτά είνε που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μακούς εμένα και να μαγαπάς.
Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ' το τεζάχι. Την είχε τη θέσι χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτή απ' τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα τουρχότανε βολικά εκεί σταπόμερο. Πρώτα είχε τις βαρέλλες δίπλα του, τις κύτταζε και τις καμάρωνε: το μοσχάτο, το μπρούσκο, το κοκκινέλι, το λιαστό… Κρασιά και κρασιά. Να πιή και να μεθύση η Οικουμένη. «Άγια χώματα η πατρίδα. Ρουφάει το νεράκι του Θεού και σου δίνει εφτά λογιών κρασί». Έπειτα εύρισκε την ησυχία του εκεί σταπόμερο. Δεν έκανε χάζι τον κόσμο. Αυτά τα παιδιά, με τα πλατειά ζουνάρια και τα μουστάκια τα στρημμένα, του χαλούσανε το στομάχι. Ούτε τα φερσίματά τους, ούτε τα λόγια τους, ούτε τα τραγούδια τους ήθελε να τακούη. Όλο και σαχλαμάρες. Πολιτική, κουβέρνο, συνδυασμοί, κωλυσιεργίες, ένα σωρό αηδίες. Αυτές ήταν οι κουβέντες τους. Κ' ύστερα φραγκοτράγουδα, γκαρίσματα, μπάσα και πρίμα, σωστές πριμαντόνες. Λίγο κρασί και πολλά φούμαρα. Γυναικοδουλειές, ερωτοδουλειές, ξεράσματα. Εκεί στη γωνιά του εύρισκε την ησυχία του. Κάλλια μονάχος. Μονάχος ως που να φανή κανένας άνθρωπος σωστός, του παλαιού καιρού.
Από το σούρπωμα ήτανε εκεί ο Μπαρμπα-Δημητρός. Αυτό το βράδυ είχ' αργήσει να φανή η παρέα του. Δηλαδή, να πούμε, ο Καπετάν Βαγγέλης. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τράβηξε ωστόσο τα κρασάκια του, σιγά-σιγά. Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάνα — δυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα:
— Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου;
Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντες;» έλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε».
Μπήκε άλλος.
— Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό.
Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.
— Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος.
— Την κακή ψυχρή σου μέρα.
— Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε.
— Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός.
Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του.
Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα. Κοντοστάθηκε, έρριξε μια ματιά ολόγυρα και τράβηξε ολόισα κατά το τεζάχι και κάθησε αντίκρυ στον φίλο του. Ούτε «καλησπέρα» ούτε «καλή σου σπέρα».. Αγροικηθήκανε με τα μάτια.
— Μονομπράτσο το πήρε! είπε κάποιος από τη γειτονική παρέα. Ύστερα θα πάρη τις βόλτες.
— Ας τους να λένε! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός.
Ο Σπανός ξαναγέμισε το εκατοστάρι. Οι γέροι κουτσόπιναν. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά. Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο.
— Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη.
— Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια.
Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες. Και πάντα σύμφωνοι.
— Έτσι που λες,
— Έτσι βέβαια. Αμ' πώς;
Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα… Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός.
— Έτσι δεν είνε; Πώς;
— Έτσι βέβαια, αμ' πώς;
Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά.
— Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης.
— Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός.
— Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει;
Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι.
— Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα. Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γρηούλα κι' ας μούλειπαν τα καλά μου.
Τον είχε πάρει το παράπονο.
— Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιο δεν τάχει, ταπογυρεύει.
— Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός.
Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε.
— Το θυμάμαι, λέει; Σαν νάνε τούτη η ώρα.
— Θεός σχωρέσ' την. Άγια γυναίκα.
— Κι' ωμορφούλα, παχουλή, σερπετή. Σου πήρε τα μυαλά.
— Ωμορφούλα, λέει;
Η φωνή του Μπαρμπα-Δημητρού όλο και αντρείευε. Έστησε το κορμί του ολόρθο και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Έστρηψε και το μουστάκι με τα δυο δάχτυλα.
— Άιντε ντε!… Αμ' αν δεν ήτανε τέτοια, δεν έτρωγα τα σίδερα να την πάρω. Πέντε χρόνια αγάπη.
— Πέντε, αι;
— Πέντε σωστά. Μ' έφαγε στο νάζι και στα πεισματικά. Μωρέ το θυμάσαι το Μοσχαδώ;
— Ακούς, λέει!
— Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα. Άξαφνα ακούω μια φωνή: — «Καλώς ώρισες, καπετάνιο!» — «Καλώς σας βρήκαμε». Βρε τι ήτανε εκείνο; Με χτύπησε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Έλα Κύριε! είπα μέσα μου. Τ' είνε τούτο το κακό; Γυρίζω και βλέπω. Θαμπώσανε τα μάτια μου. Χαμογελούσε και κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, οι άλλες βαστούσανε τα γέλια τους. Κοντοστάθηκα. «Δε με γνωρίζεις, Καπετάν Δημήτρη;» μου λέει. Λιγώθηκα. Ανοίξανε τα επουράνια! «Πού να σε γνωρίσω;» της κάνω. Η φωνή μου έτρεμε. Κύριε ελέησον! Τέτοιο μασκαραλίκι δεν το είχα ματαπάθει. — «Δεν είμ' εγώ το Μοσχαδώ της Σειραϊνώς, της παπαδιάς;» — «Εσύ είσαι;» Της δίνω το χέρι. Τα γόνατά μου λυγίσανε. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Τέτοιο ρεζιλίκι δεν τώχα ματαπάθει. «Αμ' πού να σε γνωρίσω; Σάφησα κοριτσόπουλο, και σε βρίσκω κοπέλλα». Ο κόσμος μου ήρθε γύρω. Τράβηξα στο σπίτι, στη γρηά. Μην τα ρωτάς ύστερα…
Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφός του τον κύτταζε στα μάτια. Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν.
— Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε.
— Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελείωσης;
— Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. «Το Μοσχαδώ σ' αγαπάει. Το Μοσχαδώ τρελλαίνεται για σένα», μου λέγανε η μια κ' η άλλη. Κάτι καταλάβαινα και μοναχός μου. Πάμε μια Κυριακή με τη γρηά να τους χαιρετίσωμε. «Έλα, Μοσχαδώ, μέσα», της λέει η μάννα της. «Δεν μπορώ, μάννα. Με πονάει το κεφάλι μου». — «Έλα που σου λέω». — «Δεν έρχομαι». Κακανογελούσε μέσα με ταδερφάκια της· τέτοιο πονοκέφαλο είχε. Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαι;» Μέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της. Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγης;» μου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;»
— «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλι!» της είπα. — «Καληνύχτα».
Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά. Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κ' έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ' τον καϋμό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω, — τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου.
Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε.
— Μέγας είσαι, Κύριε, μ' αυτά τα θηλυκά! Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα!
— Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξα;» Δεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια…
Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα. Οι γέροι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους έπιασαν σε καμμιά ντροπή.
— Ποιος είνε!
Ξεροβήξανε και τραβήχτηκε ο ένας απ' τον άλλον.
— Τον κακό σου τον καιρό, μπεκρούλιακα, παραλυμένε!..
Μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε απέξω.
— Να τσακιστής ναρθής στο σπίτι. Που σε μαζεύομε από τις ταβέρνες.
Ήτανε η γυναίκα του Καπετάν Βαγγέλη. Συνειθισμένη ιστορία στην ταβέρνα του Σπανού. Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα.
Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος.
— Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις.
Το ήπιε.
Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο. Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα.
— Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες.
— Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα.
Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια.
Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.
Σηκώθηκε άξαφνα απάνω.
— Καληνύχτα σας!
Και τράβηξε κατά την πόρτα.
— Πού πας; Παλάβωσες, γέρο;
— Πού πάω; Στο σπίτι μου. Πού θες να πάω;
— Βρε πέσε, γέρο, ψοφολόγα.
— Καληνύχτα σας, είπα!
— Ώρα σου καλή. Να μη γυρίσης μονάχα και χτυπάς την πόρτα. Ακούς;
— Καληνύχτα, καληνύχτα!
Βγήκε στο δρόμο. Ο Σπανός αμπάρωσε την πόρτα, μουρμουρίζοντας. Πού πάει τέτοια ώρα ο θεοσκοτωμένος! Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του.
— Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ.
Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι.
Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι.
Το σοκάκι ήτανε έρημο.
— Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε.
Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε.
— Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω.
Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ!
— Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες;
Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο. Έβγαλε το λαρύγγι του.
— Μοσχαδώ, άνοιξε, σου λέω. Κακιωμένη είσαι πάλε. Άνοιξε.
Η φωνή του είχε γίνει τρυφερώτερη, λιγωμένη:
— Άνοιξε, Μοσχαδώ.
Τίποτε. Το σκυλί μονάχα έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! Ο γέρος άρχισε τα κλάματα. Σε λίγο σωριάστηκε κάτω στο χώμα.
Πηδήματα βαρειά ακούστηκαν από μακρυά στο καλντερίμι. Ο Μπαρμπα- Δημητρός ανασήκωσε το κεφάλι και ξανάπεσε πάλι.
— Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογγούσε με βραχνιασμένη φωνή..
Δυο ανθρώποι ζυγώσανε τρομαγμένοι.
— Μωρέ τ' είν' εδώ; Ποιος βογγάει;
— Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον.
Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κ' έσκυψε να δη. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε:
— Εσύ 'σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο νάχης!
Και τραβήξανε το δρόμο τους.
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ' ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915
ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΗΓΗ
http://www.hellenicaworld.com/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου