Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας
Τά σκυλιά
— Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης:
Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του. Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του.
— Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του.
Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουπο — είχε πάρει πια να βραδυάση — φάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.
— Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα.
— Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί. Τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου; Μια και δυο τάχω ακουσμένα; Κάλλιο να τον έπαιρνε ο Θεός, σου τώπα, να ησύχαζε κι' αυτός, κ' οι γονέοι του, κ' οι ξένοι ανθρώποι.
Απάνω στην κουβέντα, γαβ-γαβ, λυσσάξανε τα σκυλιά στις πρίμες των καϊκιών. Δυο καΐκια ήτανε δεμένα στο μώλο. Γαβ-γαβ κι' από τα δύο, πότε τώνα σκυλί, πότε το άλλο. Τρώγανε τα λυσσακά τους να χυμήξουν όξω απ' το καΐκι, ροκανίζανε το παραπέτο με τα δόντια τους, όσο βλέπανε τον Αγγελή μπροστά τους. Εκείνος είχε σταματήσει απάνω στο μώλο και τα φοβέριζε με τα χέρια του, με το κεφάλι του, με τα πόδια, με όλο του το κορμί. Σηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι. Απ' τον καφενέ πετάχτηκαν όλοι οι χαζοί και κάνανε γούστο. Τα παράθυρα της ακρογιαλιάς γεμίσανε γυναίκες και κοριτσόπουλα. Τα παιδιά τρέχανε με σάλτους και φωνές στο μώλο κ' έσπρωχνε το ένα το άλλο να ζυγώσουνε, μα δεν κοτούσανε απ' το φόβο τους.
— Άκου νακούσης, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός ρουφώντας τον ναργιλέ του. Εδώ σε θέλω να ιδής τ' είνε το μυαλό του ανθρώπου. Αυτός, μάτια μου, έμαθε και τη γλώσσα των σκυλιών. Γαβ-γαβ! Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται Αυτό θα πη να χάσης το νοικοκύρη…
Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι' αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου-κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκρισι, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε. Χαλούσε ο κόσμος και ο Αγγελής το χαβά του.
— Δε σας τώπα, μωρέ, χίλιες φορές; Γιατί δε μ' αφίνετε ήσυχο; Γιατί δε λουφάζετε; Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς για τις ξένες έννοιες; Κουμάντο θα σας βάλω στο κεφάλι μου; Ε;
Τα σκυλιά λυσσάγανε απ' τις κουπαστές. Γαβ-γαβ! Γρρ… γρρ… Τρώγανε το ξύλο με τα δόντια τους, από τη μάνητα.
— Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;
Πρώτος και καλύτερος δεν ήμουνα μαθές στην κουβέρτα, στο τιμόνι, στις σταύρωσες, απάνω; Εγώ φοβήθηκα; Πέντε φορές δε χύμηξε το κύμα το ζωντανό να με συνεπάρη απ' την κουβέρτα και πάλαιψα σαν παλληκάρι; Τι σκούζετε το λοιπόν; Ποιος σας έβαλε και σκούζετε;
Σταμάτησε λιγάκι βραχνιασμένος. Τα σκυλιά ουρλιάζανε απ' τις κουπαστές και του δείχνανε τα δόντια τους άγρια και κοροϊδευτικά. Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάρι
— Φοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη!
Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη. Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκι
— Δε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη…
Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.
— Εγώ να συμμαζευτώ; Τι σας έφταιξα μαθές; Σα με βρίζουνε τι να κάνω; Φοβιτσιάρης, λέει, κι' άφησα το καράβι και βγήκα στη στερηά και σεργιανώ στα καλντερίμια και τρώω χαράμι το ψωμί… Κάθε μέρα τα ίδια μου λένε τα κοπρόσκυλα. Δεν είνε πια ζωή ετούτη, Μιχαληό μου.
— Έλα, σύρε στο σπίτι κι' άφησε τις παλαβομάρες, να μη σ' αναγελάη ο κόσμος. Έλα, το καλό που σου θέλω.
Ο Μιχαληός τον έσερνε απ' το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε.
— Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνη μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα ματια του απ' το κακό του.
Ο Μιχαληός, σαν είδε κι' απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό.
— Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπετανέων να τα συμμαζέψουν. Άιντε να ησυχάσης τώρα.
Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.
— Και των καπετανέων και των αλλωνών. Όλα τα σκυλιά. Κ' εδώ κι' απάνω στους μαχαλάδες. Και τα μαντρόσκυλα και τα μικρά τα κατσαρομάλλικα, τα στρίγγλικα και τα κουτάβια. Όλα να τα συμμαζέψουνε. Να μη με βρίζουνε σαν πηγαίνω το δρόμο μου. Δεν κοτάω να περάσω από γειτονιά. Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ' τις πόρτες κι' απ' τα παραθύρια. «Ο φοβιτσιάρης, ο φοβιτσιάρης!» Εγώ είμαι φοβιτσιάρης, Μιχαληό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ' άφησα και βγήκα στη στερηά — εσύ το ξέρεις το γιατί — ας όψεται που με κατάντησε.
Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαληός τονέ λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι. Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους.
Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ.
— Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψε — πέντε χρόνια πάνε τώρα — πες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.
— Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά;
— Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε. Άκουσες να τρελλαθή άνθρωπος από αγάπη; Ακουστά τώχα κ' εγώ στα παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι, βλέπεις, ένα πράμμα δεν είνε. Άλλος γεννιέται έτσι κι' άλλος γεννιέται αλλοιώς. Με το ζώδιό του καθένας. Ένας μερακλής και βερεμιάρης, κι' άλλος γλεντζές και καρφί δεν του καίγεται..
— Σωστά τα λες! είπε ο Καπετάν Γιάννης ξερά-ξερά, σκυμμένος απάνω στο μαρκούτσι του.
— Έτσι τα κόβει το ξερό μου. Αν είνε αλλοιώς, συμπάθα με. Τον είχα πάρει, που λες, με το μπρίκι μου. Πήγαμε να φορτώσωμε πυρήνα στο Βώλο. Καλός γεμιτζής ο Αγγελής και γερό παλληκάρι Σε κείνο το ταξίδι ωστόσο έγινε άλλος άνθρωπος. Η δουλειά του δουλειά, δε σου λέω! Μα ούτε να φάη, ούτε να πιή, ούτε να κοιμηθή μαθές. Ζαρωμένος στην πλώρη, κοντά στο τσιμπούκι, αγνάντευε το πέλαγο σα χαζός. Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθες;» Τίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα. Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη. Ο λοστρόμος όμως το χαβά του. «Άκου με που σου μιλάω, καπετάνιο, μου λέει Το παιδί είνε βαρεμένο από αγάπη. Απ' τη στιγμή που σαλπάραμε, τα μάτια του δεν ξεκολλήσανε απ' το νησί, και σαν αφήσαμε το νησί πίσω μας, πάλε, με τη μπούσουλα τα μάτια του εκεί γυρνούσαν μες στο πέλαγο. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Το ξέρεις το μικρό σπιτάκι απάνω στην Ανάληψι, με την κλιματαριά απόξω. Εκεί ταξίδευε η καρδούλα του». Έκανα το σταυρό μου. «Βρε του παπά την κόρη; » του κάνω. «Σωστά, μου λέει. Την παπαδοπούλα τη μικρή, το Μυγδαλιώ, με τις μακρυές κοτσίδες. Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα! Λογαριάζεις με την αγάπη!…» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα.
Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του.
— Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά. Βρήκε και την ώρα πούλειπε ο παπάς στον εσπερινό. Η παπαδιά, όπως είπαμε, ήτανε ένα με το κορίτσι και τον γουστάριζε μαθές για γαμπρό. Σαν τον είδανε ξαφνιστήκανε. «Με το καλό, πώς έτσι ξαφνικά;» του λέει η παπαδιά. Αυτόνε τονέ πήρανε τα κλάματα. «Θα την αφήσω τη θάλασσα, λέει, δε βαστάω πια. Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους. Κι' ο παπάς μαθές στον καιρό του και ταδέρφια μου και ταξαδέρφια μου, όλο μας το σώι και το σώι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μαννάδες κι' αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενητειά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθής μονάχος σημαδιακός;» Τούπε και τούπε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.
Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του:
— Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα.
— Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μας;» του ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω! Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους. Έφυγε καμμιά φορά να πάη να ιδή τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι' άλλα βρήκε. Τακούς;
— Κ' η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε Γιάννης ο Μελαχροινός ξερά-ξερά.
— Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραμματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζη, να τον τρώη η ψείρα και η κόνιδα. Παπαδοπούλα ήταν, καπετάνισσα να γένη λαχταρούσε… Παρακάτω μη ρωτάς και μη γυρεύης. Σαν του κλείσανε την πόρτα τα πεθερικά, τούβγαλε κι' αβανιές ο κόσμος. Άλλος πως φοβήθηκε τη θάλασσα, άλλος πως ξερνοβολούσε σαν το γατί, άλλος πως ήτανε σημειωμένος και μην τα ρωτάς. Νύχτες ολάκερες τριγύριζε στις κουμαριές, γύρω απ' την Ανάληψη, σαν το στοιχειό και σαν την άδικη κατάρα, καρτερώντας την κοπέλλα του. Μυαλό είν' αυτό. Δε θέλει και πολύ για να γυρίση. Σαν του γύρισε, άφησε τους ανθρώπους και τάβαλε με τα σκυλιά. Πρώτα-πρώτα τάβαλε με το σκυλί της παπαδιάς. Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα. Βρίσκεις άκρη; Σαν τον μυρίστηκαν κ' εκείνα τον κυνηγάνε και τον αλυχτούν, όπου βρεθή και — να μην τα πολυλογούμε, Καπετάν Γιάννη μου — είνε να τονέ κλαις.
Ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, πούχε μετρημένα τα λόγια του, τύλιξε το μαρκούτσι γύρω από τον ναργιλέ και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Είχε πάντα τη γνώμη τη δική του, μα δεν την έλεγε, πάρεξ πότε και πού. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του:
— Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε… είπε.
Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο.
Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του. Ήτανε κ' οι δυο σα ζαλισμένοι Γύρω τους ήτανε κι' άλλοι μαζεμμένοι, περιμένοντας ορθοί να μάθουν τα μαντάτα.
— Ο Μιχαληός θα μας πη, είπε κάποιος. Του λόγου του θα ξέρη…
Περιμένανε όλοι με ανοιχτά τα στόματα. Ο Μιχαληός δε μιλούσε. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του.
— Τι να σας πω κ' εγώ! Τα ξέρετε καλύτερά μου. Για την ώρα δε βρέθηκε ακόμα, εξόν από τη βάρκα που την έρριξε η θάλασσα απάνω στον κάβο. Ποιος ξέρει πού ταξιδεύει; Ταξίδι χωρίς μπούσουλα…
— Δεν είπε μαθές τίποτα στο σπίτι του, σαν έφυγε; Δεν το πήρατε χαμπάρι το τι μελετούσε; ρώτησε κάποιος απ' την παρέα.
— Τι να πη; αποκρίθηκε βαριεστισμένος ο Μιχαληός. Τρελλός άνθρωπος τι να πη;… Μοναχός μου τον πήγα ψες στο σπίτι, του, που πάλαιβε με τα σκυλιά των καϊκιών. Σαν νύχτωσε, σηκώθηκε στο πόδι. Πρώτη φορά ήτανε τάχατες που τώκανε; Ποιος να τονέ βαστάξη τρελλόν άνθρωπο; Έβαλε το σκούφο του και λέει της μάννας του: «Αφίνω γεια, μάννα. Στη θάλασσα ξαναγυρίζω. Πάλε γεμιτζής. Παληά μας τέχνη κόσκινο». Κ' έφυγε γελώντας. Πού να βάλη με το νου της κ' η δυστυχισμένη η μάννα του το τι μελετούσε μέσα του…
— Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις.
Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του.
— Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό. Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ. Με το καλό νανταμωθούμε πάλι. Πάω να σου φέρω απ' την Πόλη τα προικιά, τασημικά σου απ' τη Μαρσίλια. Κι' από της Βενετιάς τους χρυσικούς πάω να σου φέρω δαχτυλίδι..» Παλαβά λόγια!… Ορθός στεκότανε στην πρίμη με τη σκότα στα χέρια. Είχε φρεσκάρει. Οι στερηές βγάζανε αέρα. Λασκάδα το πανί, πρίμα κατάπριμα τον έβγαλε ο αέρας κατά το πέλαγο. Τι απόγινε; Πες μου να σου πω.
Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του..
— Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!…
Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων. Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του:
— Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώρα — που να μην έσωνα — θαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός!
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ' ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915
ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΗΓΗ
http://www.hellenicaworld.com/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου