Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016
΄Ή γνώσις τής άμαρτίας άπό τήν ίδια τήν άμαρτία
Καί λοιπόν γιά νά άρχίσουμε άπό τό α) ή
άμαρτία αύτή καθ’ έαυτήν είναι ένα κακό άπειρο, διότι είναι μία προσβολή στόν
άπειρο Θεό καί μία καταφρόνησι τής άπειρης μεγαλειότητάς του· έπειδή, όταν, άς
ύποθέσουμε, έσύ θέλεις νά κάνης φόνο ή πορνεία ή κλοπή ή κάποια άλλη άμαρτία,
σκέψου, ότι ό Θεός στέκεται άπό τό ένα σου μέρος καί ό διάβολος άπό τό άλλο. 'Ο
Θεός σού λέει· «Άνθρωπε, μή κάνης τήν άμαρτία αύτή, διότι είναι πράγμα ένάντιο
στόν νόμο μου· διότι, έάν δέν τήν κάνης, θά κερδίσης έναν αιώνιο Παράδεισο καί,
έάν τήν κάνης, θά κερδίσης μία αιώνια κόλασι». Ό διάβολος πάλι σού λέει· «Κάνε
τήν άμαρτία αύτή καί μή σκέπτεσαι ούτε τήν προσβολή, πού αύτή προξενεί στόν
Θεό, ουτε τήν τιμωρία, πού θά πάρης άργότερα».
Έσύ λοιπόν έάν άκούσης τόν διάβολο καί
διαπράξης τήν άμαρτία αύτή, τί κάνεις; περιφρονείς τόν Θεό, καταφρονείς τόν
νόμο του, έξευτελίζεις τήν μεγαλειότητά του καί, έάν όχι μέ τόν λόγο, όμως μέ
τό έργο φαίνεται, ότι τού λές έκείνα τά τού Ίώβ· «Λέει στόν Κύριο· φύγε άπό
έμένα· δέν θέλω νά γνωρίζω τά θελήματά σου καί τίς έντολές σου» (Ίώβ 21,14)·
έγώ δέν φροντίζω γιά έσένα, έγώ δέν θέλω τόν Παράδεισό σου, δέν ύπολογίζω τήν
κόλασί σου, δέν φοβούμαι τήν όργή σου, δέν σέ ξέρω γιά αύθέντη δικό μου· γι’
αύτό δέν θέλω νά άκούσω τήν φωνή καί τήν προσταγή σου· μοιάζοντας καί έσύ μέ
τόν σκληροτράχηλο Φαραώ, πού έλεγε· «Ποιος είναι αύτός, τού όποίου τήν φωνή θά
άκούσω; Δέν γνωρίζω τόν Κύριο» (Έξοδ. 5,2).
Λοιπόν έτσι έσύ βρίζοντας καί
καταφρονώντας τον Θεό, άμαρτάνεις σέ όλα, όπως είναι γραμμένο στήν αϊνεσι τών
τριών Παίδων·
«Άμαρτήσαμε σέ όλα»· διότι τόν καταφρονείς ώς
Νομοθέτη, μή θέλοντας νά τηρήσης τόν νόμο του· τόν καταφρονείς ώς Δεσπότη, μή
ύποτασσόμενος στήν έξουσία του· τόν καταφρονείς ώς Δημιουργό, γυρίζοντας έπάνω
του τό είναι σου, τόν νού σου, τό αύτεξούσιό σου καί όλα όσα πήρες άπό
αύτόν.Αμαρτάνεις σέ όλα· διότι τόν καταφρονείς ώς έσχατο τέλος, μή φροντίζοντας
γιά τήν μακαριότητα, πού σού ύποσχέθηκε· τόν καταφρονείς ώς Λυτρωτή, μή
σκεπτόμενος τό αίμα, πού έχυσε καί τόν έπώδυνο θάνατο, πού δοκίμασε γιά σένα·
τόν καταφρονείς ώς Κριτή, μή φοβούμενος τήν φρικτή του άπόφασι, ουτε τόν θυμό
του, ουτε τίς κολάσεις τούτον καταφρονείς ώς Φίλο, μή θέλοντας τήν φιλία του,
ουτε τήν χάρι του· τόν καταφρονείς ώς Πατέρα, άποστρεφόμενος τήν κληρονομιά καί
τό άξίωμα τής υιοθεσίας του.
Αμαρτάνεις σέ όλα· διότι καταφρονώντας τήν
εύσπλαγχνία του, τήν χρησιμοποείς ώς ένα όργανο, γιά νά άμαρτάνης άχαλίνωτα·
καταφρονείς τήν άγαθότητά του, κάνοντάς την νά ύποφέρη έσένα τόν άποστάτη καί
νά σέ ύπηρετή στίς πράξεις έκείνες, πού αύτή έμποδίζει· καταφρονείς τήν
δικαιοσύνη του, μή σκεπτόμενος τίς οικουμενικές παιδείες, πού αύτή έδωσε σέ
τόσους καί τόσους παράνομους σάν καί έσένα· καταφρονείς τήν πρόνοιά του,
χαλώντας τήν τάξι καί τό τέλος, γιά τό όποίο αύτή σέ διάταξε καταφρονείς τήν αίωνιότητά
του, κάνοντας τήν άμαρτία, ή όποια, έάν ύπήρχε τρόπος νά φθαρή τό είναι τού
Θεού καί όλο τό μεγαλείο καί ή δόξα καί ή ζωή καί ή βασιλεία, θά μπορούσε νά τά
διαφθείρη όλα αύτή ή άμαρτία σου.
Καί γιά νά μιλήσω μέ συντομία, άμαρτάνεις
σέ όλα· διότι καταφρονείς όλα τά άλλα τελειότατα, παγκάλλιστα καί άπειρα
ιδιώματα τού Θεού καί χρησιμοποιείς όλα τά καλά τής φύσεως καί όλα τά καλά τής
θείας του χάριτος, σάν τόσα άρματα νά πολεμής αύτόν τόν ίδιο, πού σού τά έδωσε·
Ώ ϋβρις άκατανόητη! ώ καταφρόνησις άπειρη!
Ώστε, όσο άπειρες είναι οί τελειότητες καί
τά ιδιώματα τού Θεού καί όσα είναι τά χαρίσματα τά φυσικά, τά ύπερφυσικά, τά
κοινά, τά μερικά, τά κρυφά, τά φανερά, τά όποια χάρισε ό Θεός σέ έσένα τόν
άνθρωπο, τόσο άπειρη είναι ή κακία τής άμαρτίας σου, άνθρωπε, ή όποια
καταφρονεί καί βρίζει αύτά όλα.
Τό ότι όμως αύτά δέν είναι άπλοι
στοχασμοί, άλλά άλήθειες άναντίρρητες, μαρτυρεί ό ίδιος ό Θεός, άλλοτε
παραπονούμενος καί λέγοντας γιά τούς άμαρτωλούς, ότι παρέβηκαν τόν νόμο του καί
τόν καταφρόνησαν· «Αύτοί ώς άνθρωπος άμαρτωλός καταπατώντας τήν διαθήκη μου·
έκεί μέ καταφρόνησε» (Ώσ. 6,7)· άλλοτε πάλι, ότι γέννησε καί άνέθρεψε τούς
ύβριστές του· «Υιούς γέννησα καί δόξασα, αύτοί όμως μέ άρνήθηκαν» (Ήσ. 1,2)·
άλλοτε πάλι, ότι αύτός τούς άγαπά, σάν ένας έραστής, ένώ αύτοί τόν καταφρονούν
καί τόν άποστρέφονται «'Όπως μία γυναίκα φαίνεται άπιστη στόν άνδρα της, έτσι
καί ό Ίσραηλιτικός λαός φάνηκε άπιστος σέ έμένα» (Τερεμ. 3,20)· καί άλλοτε, ότι
ό θυμός τους καί ή ύπερηφάνειά τους άντιστέκεται σέ αύτόν· «Ό θυμός σου, άπό
τόν όποίον κυριεύθηκες έναντίον μου καί ή πικρία τής ψυχής σου άνέβηκαν πρός
έμένα» (Ήσ. 37,29).
Τά μαρτυρεί καί ό θείος Παύλος φωνάζοντας,
ότι οί άμαρτωλοί καταφρονούν τήν άγαθότητα καί μακροθυμία τού Θεού· «Ή
περιφρονείς τήν άπειρη καλωσύνη καί τήν άνεκτικότητα καί τήν μακροθυμία τού
Θεού;» (Ρωμ. 2,4)· ότι αύτοί καταπατούν τόν Υιό τού Θεού, ότι βεβηλώνουν τό
αίμα του καί ότι περιφρονούν τήν χάρι του· «Έκείνος πού ξευτέλισε τόν Υιό τού
Θεού καί τό αίμα τής νέας διαθήκης τό θεώρησε χωρίς άξια καί πού έξύβρισε τό
'Άγιο Πνεΰμα, τό όποίο τού δώρισε τήν χάρι» (Έβρ. 10,29).
Όλα αύτά, άδελφέ μου, είναι λόγια ζωντανά,
μέ τά όποία άποδεικνύεται πόσο ό Θεός βλάπτεται καί περιφρονείται άπό τήν
άμαρτία καί μάλιστα τήν θανάσιμη· καί πόσο άληθέστατο είναι τό άπόφθεγμα
έκείνο, πού είπε μία παρθένος, δηλαδή ότι, έάν ύποθέσουμε ότι μπροστά της ήταν
ένα πέλαγος άπό φωτιά καί στό λιμάνι του βρισκόταν μία άμαρτία θανάσιμη θά
προτιμούσε νά πέση αύτή σέ έκείνο τό πύρινο πέλαγος, παρά νά πέση στά χέρια τής
άμαρτίας·[216]
Θέλεις νά καταλάβης, άμαρτωλέ, τήν άπειρη
ϋβρι, πού προξενεί ή άμαρτία στόν Θεό; Κατάλαβέ την άπό τήν άπειρη πληρωμή, πού
έδωσε γι’ αύτήν ό Υιός τού Θεού, μέ τόσα πάθη καί μέ τόσο οδυνηρό θάνατο·
διότι, έάν, ύποθετικά, βάλης στό ένα μέρος τής ζυγαριάς τήν θανάσιμη άμαρτία
καί άπό τό άλλο μέρος βάλης όλη τήν άγάπη τών Αγγέλων, όλες τίς άξιομισθίες τής
Βασίλισσας τών Αγγέλων καί Θεοτόκου, όλα τά αίματα τών Μαρτύρων, όλα τά δάκρυα
καί τούς κόπους καί τίς νηστείες τών Ασκητών,καί γενικά όλα τά καλά έργα τών
Αγίων, όλα αύτά συγκεντρωμένα μαζί δέν βαραίνουν τόσο, όσο βαραίνει μία θανάσιμη
άμαρτία.
Τί λέω; Έάν ό Θεός ήθελε νά δημιουργήση
άλλους τόσους κόσμους, όσα είναι τά άστρα τού ούρανού καί ήθελε νά τούς γέμιση
όλους άπό άγιους άνθρώπους, οί όποίοι σέ χίλια χρόνια τής ζωής τους άλλο νά μήν
έκαμναν, παρά νά κλαΐνε καί νά παρακαλούν, όλα αύτά τά καλά τους δέν μπορούσαν
νά ίσοζυγιασθούν μέ τήν μικρότερη θανάσιμη άμαρτία· άλλά θά φαίνονταν, σάν νά
έβαζες άπό τό ένα μέρος τής ζυγαριάς ένα σπειρί άμμου καί άπό τό άλλο μέρος ένα
πάρα πολύ μεγάλο βουνό· διότι όλοι οί θησαυροί τών κτισμάτων δέν έπαρκούν, όχι
γιά νά δώσουν μία τέτοια πληρωμή, άλλ’ ούτε κάν νά έξαγοράσουν μία μόνη σταγόνα
άπό τό νερό έκείνο, πού έπιθυμούσε στόν άδη ό πλούσιος.
Μόνη λοιπόν, μόνη πληρωμή αύτού τού
άπειρου χρέους τής άμαρτίας, είναι τό άπειρότιμο αίμα ένός Θεού, καί μόνος ό
Σταυρός καί τά καρφιά καί τά πάθη του μπόρεσαν νά ίσοζυγιάσουν μέ τό βάρος τής
άμαρτίας.
Θαυμάζεις, άδελφέ, άκούοντας αύτά; Άλλά έγώ
θαυμάζω περισσότερο έσένα, πώς τολμάς καί άμαρτάνεις έσύ ό Χριστιανός, πού
πιστεύεις αύτές τίς άλήθειες· πού πρέπει ή νά ζής χριστιανική ζωή ή νά μήν
ονομάζεσαι Χριστιανός [217]
Β'
Ή γνώσις τής άμαρτίας άπό τίς περιστάσεις.
Αποδείξαμε συνεσκιασμένα πόση είναι ή
κακία τής άμαρτίας, αύτή καθ’ έαυτήν έξεταζόμενη· τώρα θά σού άποδείξουμε τήν
κακία της καί άπό τίς περιστάσεις, πού τήν συνοδεύουν.
Α'
Περίστασις τής άμαρτίας.
Πρώτη λοιπόν περίστασις τής άμαρτίας είσαι έσύ
ό ίδιος, πού τήν κάνεις, έπειδή έσύ, πού άντιστέκεσαι σέ τόση άπειρη
μεγαλειότητα τού Δημιουργού σου, ποιος είσαι; ένα τιποτένιο σκουλήκι τής γής,
ένας λίγος πηλός, όπως λέει ό Ήσαΐας· «Πατέρας μας είσαι έσύ, ένώ έμεϊς πηλός»
(Ήσ. 64, 8). Ένας άνθρωπος, πού όχι μόνον
έχεις τήν προέλευσί σου άπό τό χώμα καί στό χώμα θά διαλυθής· άλλά καί ένας
άνθρωπος άπόλυτα εύεργετημένος άπό τόν Θεό, δημιουργημένος μέ τήν άπειρη δύναμι
καί σοφία του, διαφυλαγμένος μέ τήν άπειρη πρόνοιά του, έξαγορασμένος μέ τά
άναρίθμητα βάσανά του καί πόνους, υιοθετημένος στό βάπτισμά του, κοινωνός τών
Μυστηρίων του, θηλασμένος μέ τό αίμα του, άναθρεμμένος μέ τό σώμα του· καί ένας
τέτοιος άνθρωπος νά άμαρτάνη; ώ φρικωδεστάτου θεάματος!
Νά άμαρτάνη ένας Σκύθης, ένας Αγαρηνός,
ένας ειδωλολάτρης, ύπομονή· «Έάν ό έχθρός μου μέ έβριζε, θά τό άνεχόμουν»
(Ψαλμ. 54,13)· άλλά νά άμαρτάνη ένας Χριστιανός, πού έγινε μέτοχος άπό τό Πνεύμα
τού Θεού, πού στρατεύεται κάτω άπό τήν σημαία καί τήν σκέπη τού Ίησού Χριστού,
πού είναι οικείος του, πού απόλαυσε τόσες φορές τίς χάρες του, πού τού οφείλει
όλον τόν έαυτό του,[218] αύτό δέν έχει
ύπομονή· «Έσύ όμως άνθρωπε, πού σέ θεωρούσα σάν τόν έαυτό μου καί σέ άγαπούσα,
πού μέ τήν παρουσία σου γλύκανες τά φαγητά μου»; (Ψαλμ. 54,15).
Γι’ αύτό δίκαιο είχε ό ιερός Αύγουστΐνος
νά λέη, ότι όταν άμαρτήση ένας άπιστος, είναι άξιος τής κολάσεως· όταν όμως
άμαρτήση ένας Χριστιανός, δέν είναι άξιος μόνο τής τού άδου κολάσεως, άλλά
χρειάζεται νά γίνη επίτηδες γι’ αύτόν ένας δεύτερος άδης· καί ή μεγάλη έκείνη
κάμινος
τού πυρός, πού θά τόν δεχθή, χρειάζεται νά
έχη, όπως ή Βαβυλώνια, φλόγες έπταπλασιώτερες καί δαίμονες έπτά φορές
σκληρότερους καί βασανιστήρια άλλα διαβολικά, έπτά φορές φοβερώτερα καί
περισσότερα άπό τά βασανιστήρια τών άπιστων.
Β' Περίστασις τής άμαρτίας.
Δεύτερη περίστασις τής άμαρτίας είναι ή
αιτία, γιά τήν όποια άμαρτάνεις έσύ, άμαρτωλέ· άραγε τολμάς έσύ καί κάνεις τήν
άμαρτία γιά κάποια μεγάλη σου άνάγκη; γιά νά φυλάξης τήν ζωή σου; γιά νά
άποκτήσης δόξα ή πλούτο καί βασιλεία; όχι· τήν κάνης γιά λίγη φακή, όπως ό
Ήσαϋ· γιά νά φάς λίγο μέλι, όπως ό Ίωνάθαν· ή γιά νά άποκτήσης λίγο κριθάρι ή
κομμάτι ψωμί «Βεβήλωσαν τό Όνομά μου πρός τόν λαό μου, γιά μία χούφτα κριθάρι
καί μερικά τεμάχια άπό ψωμί». Έτσι παραπονείται ό Θεός μέ τόν ’Ιεζεκιήλ (Ίεζ. 13,19).
Έσύ άπορρίπτεις πολλές φορές τήν χάρι του,
καταπατείς τόν νόμο του, καταφρονείς τίς εύεργεσίες του· γιατί; γιά μία
συχαμερή ήδονή, γιά ένα κέρδος τιποτένιο, γιά μία μόνη μάταια φαντασία σου, γιά
ένα, γιά ένα μηδέν. Νά σέ ποιά ύπερβολή φθάνει ή κακία τής καρδιάς σου,
άνθρωπε, γιά τήν όποια παραπονετικά φωνάζα ό ’Ιησούς «Έμίσησάν με δωρεάν»
(Ίωάν. 15,25). Αλλοίμονο! Γιά μία τέτοια σου καταφρόνησι δέν έπρεπε ό ούρανός
νά βρέξη πάλι έπάνω σου τήν φωτιά καί τό θαάφι τών Σοδόμων γιά νά σέ κατακάψη;
δέν έπρεπε νά άνοιξη ή γή ξαφνικά κάτω άπό τά πόδια σου καί νά σέ καταπιή
ζωντανό, όπως τόν Δαθάν καί τόν Άβειρών;
Γ'
Περίστασις τής άμαρτίας.
Τρίτη περίστασις τής άμαρτίας είναι ό
τόπος στόν όποίο τήν κάνεις, άδελφέ.
Άχ! καί άν έβριζες τόν Θεό σέ κάποιον τόπο,
πού νά μή βλέπη αύτός τήν υβρι, ύπομονή· άλλά έάν ό Θεός περιέχη όλους τούς
τόπους ώς πανταχού παρών καί ύπέρ τό παν, πώς μπορεί νά βρεθή τέτοιος τόπος
ποτέ; στό πρόσωπό του λοιπόν, στό πρόσωπό του μπροστά άμαρτάνεις, άμαρτωλέ,
μπρος στούς ίδιους του οφθαλμούς καί φαίνεσαι σάν νά τού λές·
«Μολονότι είσαι παρών, μολονότι βλέπεις
καί άκούς κάθε μου λογισμό καί λόγο καί έργο, μολονότι καί οί φωτεινότατοι
οφθαλμοί σου βλέπουν μέ μίσος τήν κακία, όμως έγώ θέλω νά τήν κάνω. Έάν τήν
βλέπης καί έάν δέν σού άρέση, λίγο μέ ένδιαφέρα γι’ αύτό· φθάνα νά μή μέ δούν
τά μάτια τών άνθρώπων καί τά δικά σου έάν μέ δούν, δέν συχίζομαι»· ώ τόλμη
άνήκουστη! ώ αύθάδαα άνεκδιήγητη!
Καί
ποιος φταίχτης άποτολμά ποτέ νά σφάλλη μπροστά στόν δικό του κριτή; ποιος
άποστάτης έπιβουλεύεται τόν αύθέντη του μπροστά στά ίδια του τά μάτια; μόνος,
μόνος έσύ, άθλιε άμαρτωλέ, κάνεις αύτό τό τόλμημα· μόνος έσύ, πού,
συγκρινόμενος μέ τήν άπειρία τού Θεού, είσαι άπείρως μικρότερος άπό τό
παραμικρότατο σκουλήκι τής γής, αύθαδειάζεις νά σηκώνης τόν τράχηλό σου
έναντίον σέ μία ύψηλότατη μεγαλειότητα καί νά ζητής νά τής πάρης τόν στέφανο
άπό τήν κεφαλή καί νά τήν διαφθείρης· πράγμα, πού είναι τολμηρότερο, παρά έάν
ένας μύρμηγκας μπορούσε νά σηκωθή ένάντια στόν "Ηλιο καί νά ζητή νά τόν
σβύση· «'Ύψωσε αύθάδη καί άλαζονικό τόν τράχηλό του έναντίον Κυρίου τού
Παντοκράτορος· έτρεξε έναντίον του μέ ύπερηφάνεια» (Ίώβ 15,25).
Δ'
Περίστασις τής άμαρτίας.
Τέταρτη περίστασις είναι ό καιρός, στόν
όποίον κάνεις τήν άμαρτία, άπό τήν όποια περίστασι ιδιαίτερα φαίνεται ή μεγάλη
κακία της· διότι δέν τήν κάνεις μόνον, όταν ό Θεός σέ παιδεύη καί σέ τιμωρή,
άλλά παντοτεινά. Έτσι παραπονείται ό ίδιος ό Θεός· «Ό λαός αύτός πού φέρεται
πάντοτε προκλητικά ένώπιόν μου καί μέ παροργίζει» (Ήσ. 65,3). Γιά πάντα καί
όταν σού δίνη τό συμφέρον σου καί όταν σού φυλάη τό είναι σου καί όταν σού
χαρίζη τήν ζωοτροφία καί ένδυμασία σου. Γιά πάντα, καί όταν σέ σκεπάζη άπό
χίλιους κινδύνους φοβερούς, καί όταν σού δίνη τήν δύναμι, τήν ύγεία, τήν
ομορφιά, τούς φίλους, τήν περιουσία καί όλα τά άλλα άγαθά, όσα καί άν έχης.
Καί τό μεγαλύτερο, ότι στόν ίδιο καιρό,
πού δέχεσαι αύτά άπό τόν Θεό, έσύ τά χησιμοποιείς ώς όπλα, γιά νά πολεμής άκατάπαυστα
αύτόν τόν ίδιο, πού σού τά έδωσε· πράγμα, πού έάν τό έκαμνες έναντίον ένός
έπίγειου Βασιλιά, θά ήσουν ένα τέρας παρανομίας καί άχαριστίας. Θά μιλούσαν γιά
τήν άχαριστία σου αύτήν όλες οί Ιστορίες τού κόσμου καί θά ντρέπονταν οί
άνθρωποι όλοι, πού έχουν κοινή τήν φύσι μέ έσένα.
Ε’
Περίστασις τής άμαρτίας.
Πέμπτη περίστασις τής θανάσιμης άμαρτίας
είναι τά φοβερά κακά καί άποτελέσματα, πού αύτή σού προξενεί, τά όποια είναι
έπτά, όπως οί έπτά κεφαλές τού φαρμακερού δράκοντα.
Α' Κακό τής άμαρτίας.
Α'
κακό είναι ή στέρησις τής χάριτος τού Θεού, τής προκαταρκτικής, λέω, καί
δραστικής καί δικαιούσης, καί γενικά τής γενικής χάριτος τού Χριστού, πού
άποκτάται μέ τήν πίστι, ή όποια είναι μαργαρίτης τόσο πολύτιμος, πού ξώδευσε ό
Κύριος όλο του τό αίμα, γιά νά σού τόν έξαγοράση, τόν όποίο έσύ, ταλαίπωρε,
άλλάζεις μέ ένα τίποτε καί κάνεις πιό άνόητα άπό ένα νήπιο, πού άλλάζει ένα
διαμάντι μέ ένα μόνο καρύδι.
Χωρίς αύτή τήν χάρι ή ψυχή σου, άδελφέ,
μένει τόσο άσχημη, πού δέν μπορεί κανείς νά τήν δή όπως είναι καί νά μή πεθάνη.
Καί άπό πού είναι αύτό φανερό; άκουσε· Φαίνεται στίς ’Εκκλησιαστικές Ιστορίες,
ότι μία παρθένος είδε ένα δαίμονα, πού είχε τόση άσχήμια, πού αύτή έταξε νά
προτιμήση καλλίτερα νά βαδίση έναν δρόμο γεμάτο άπό άναμμένα κάρβουνα καί
πυρακτωμένα σίδερα καί νά τόν βαδίζη μέ γυμνά πόδια μέχρι τήν συντέλεια τού
κόσμου, παρά νά δή άλλη μία φορά τέτοιο άνυπόφορο θέαμα· καί παρόλα αύτά ό Θεός
τής είπε, ότι δέν είδε όλη τήν άσχήμια τού δαίμονα, όπως είναι, άλλά μόνο μία
εικόνα έκείνης.
Άχ!
καί έάν μία μόνον θανάσιμη άμαρτία προξένησε στόν δαίμονα μία τερατώδη άσχήμια
καί άπό λαμπρό τού ούρανού άστέρα, τόν έκανε δαυλό τού άδη· πόση άραγε άσχήμια
άπέκτησε, άδελφέ, ή δική σου ψυχή, γιά τόσες καί τόσες άμαρτίες; ποιος μπορεί
νά καταλάβη πόσο συχαμερή είναι αύτή μπροστά στά μάτια τού Θεού; καί πόση
βρωμιά βγάζουν οί πληγές της; καί έάν ή ίδια παρθένος αισθανόταν τήν βρωμιά τών
άμαρτωλών καί δέν μπορούσε νά ύποφέρη· πόσο τάχα βρωμερός είσαι έσύ ό
σαρακωφαγωμένος άπό τίς άμαρτίες μπροστά στόν Θεό;
Βεβαιότατα, κανένα έρπετό, κανένας δράκοντας,
κανένα θηρίο δέν είναι τόσο μισητό μπροστά σέ έσένα, άμαρτωλέ, όσο είσαι έσύ
μισητός στόν Θεό μέ τήν άμαρτία. Καί παρόλα αύτά έσύ ό ταλαίπωρος δέν βλέπεις
τήν βρωμισμένη σου ψυχή καί νά λυπάσαι· άλλά σάν τό παγώνι χαίρεσαι ή γιά τά
όμορφα ρούχα πού φορείς ή γιά τό ώραΐο σου πρόσωπο ή γιά τίς άλλες έξωτερικές
σου έπιφάνειες. Γι’ αύτό καί ό Κύριος μέ κάθε δίκαιο ώνόμασε έσένα καί τούς
όμοιούς σου τάφους άσβεστωμένους, πού άπό έξω μέν είναι ένα ώραΐο μάρμαρο ή μία
έπιγραφή όμορφη, μέσα όμως είναι γεμάτοι άπό κόκκαλα βρώμικα· «Αλλοίμονο σέ
έσάς ... πού μοιάζετε μέ τάφους άσβεστωμένους, πού έξωτερικά μέν φαίνονται
ωραίοι, ένώ άπό μέσα είναι γεμάτοι άπό όστά νεκρά καί κάθε άκαθαρσία» (Ματθ.
23,27).
Β' Κακό τής άμαρτίας.
Β'
κακό τής θανάσιμης άμαρτίας είναι τό νά στερή τήν ψυχή σου, άμαρτωλέ, άπό τήν
θεία υιοθεσία, ή όποια είναι μία ειδική καί ξεχωριστή δωρεά καί ένα τόσο υψηλό
χάρισμα, πού κάνει τό Πνεΰμα τό 'Άγιο νά κατοική σέ έσένα μέ μία ιδιαίτερη καί
διαφορετική άπό όλους τούς άλλους τόπους παρουσία του καί ένέργεια.
Αύτή σέ κάνει υιό Θεού καί κληρονόμο τής
βασιλείας του καί αύτή κάνει τά έργα σου άξια τόσο μεγάλου μισθού, ώστε καί ή
πιό μικρή μικρή σου πράξις είναι τόσης πολλής τιμής άξια, όσο είναι καί όλος ό
Παράδεισος· άλλά άμέσως μόλις χάσης αύτή τήν χάρι τί γίνεσαι;
Αλλοίμονο! υιός τού διαβόλου, παρόμοιος μέ
έκείνον γιά τήν άμαρτία, όπως καί ό υιός μοιάζει μέ τόν πατέρα του γιά τήν
φύσι· «Εσείς κατάγεσθε άπό τόν πατέρα σας τόν διάβολο» (Ίω. 8,44).
Γ' Κακό τής άμαρτίας.
Το
κακό τής άμαρτίας είναι τό νά σέ στερή, άδελφέ, άπό τήν αιώνια
κληρονομιά τού Παραδείσου, όπως προείπαμε, τήν όποια είχε έτοιμασμένη νά σού
δώση ό έπουράνιός σου Πατέρας. Καί ποιος μπορεί νά πή, πόσο άπό όλους τιμάται
ένας πρωτότοκος υιός καί κληρονόμος ένός Βασιλιά; πόσο άπό όλους φθονείται;
πόσο μακαρίζεται; βέβαια κανένας. Έτσι άντίθετα δέν μπορεί κανείς νά πή πόσο
είναι άνόητος, πόσο χλευάζεται άπό όλους ένας, πού θά πουλήση τά πρωτοτόκιά του
αύτά καί τήν κληρονομιά του γιά κάτι άσήμαντο, όπως ό Ήσαϋ τά πούλησε γιά λίγη
φακή. Σύγκρινε τώρα έσύ, άμαρτωλέ, τόν ούρανό μέ τήν γή, τήν κληρονομιά τής
άφθαρτης βασιλείας, πού έχασες, μέ τά πρωτοτόκια τού Ήσαϋ καί μέ τήν έπίγεια
κληρονομιά τής φθαρτής βασιλείας καί θά καταλάβης πόσο περισσότερο άξιος γιά
γέλοια είσαι καί πόσο περισσότερο άνόητος. Γι’ αύτό έγραφε ό Απόστολος· «Μήπως
ύπάρχη κανένας πόρνος ή μέ κοσμικό φρόνημα όπως ό Ήσαϋ, ό όποίος γιά ένα πιάτο
φαγητό, πούλησε τά δικαιώματά του τού πρωτότοκου. Ξέρετε βέβαια, ότι άργότερα,
όταν θέλησε νά πάρη τήν εύλογία, άποδοκιμάσθηκε. Δέν μπόρεσε νά άλλάξη τήν
γνώμη τού πατέρα του, άν καί τό έπεδίωξε μέ δάκρυα» (Έβρ. 12,16).
Δ' Κακό τής άμαρτίας.
Δ' κακό, πού κάμνει ή άμαρτία, είναι τό νά
σέ στερή, άγαπητέ, άπό όλους τούς μισθούς όλων τών καλών έργων, πού έκανες πρίν
άπό τήν άμαρτία· γιά παράδειγμα· Έάν έσύ δοκίμαζες μία σκληραγωγία γιά έξήντα
ολόκληρα χρόνια, μένοντας ολόγυμνος, τό μέν θέρος καιγόμενος άπό τήν ζέστη τού
Ήλιου, τόν δέ χειμώνα παγώνοντας άπό τό ψϋχος, όπως ό Όνούφριος καί ό Πέτρος ό
Αθωνίτης· έάν φορούσες στόν λαιμό σου μία σιδψένια άλυσίδα είκοσι χρόνια, σάν
τόν Άγιο Εύσέβιο· έάν κατοικούσες μέσα σέ έναν τάφο δεκατέσσερα χρόνια, σάν τόν
Όσιο ’Ιάκωβο· έάν έμενε; σαράντα χρόνια έπάνω σέ έναν στύλο, σάν τόν Άγιο
Συμεών τόν Στυλίτη· έάν έπέστρεφες στήν πίστι πφίσσότερα έθνη άπό τούς
Αποστόλους· έάν δεόσουν πφίσσότφες άποκαλύψας άπό τούς Προφήτες· έάν έχυνες
πφίσσότφο αίμα άπό όλους τούς Μάρτυρες καί ϋστφα άπό όλα αύτά διέπραττες μία
μόνο θανάσιμη άμαρτία, έξαφανίζονται άμέσως άπό αύτήν όλα σου έκείνα τά πρώτα
καλά καί οί μισθοί καί, πεθαίνοντας στήν άμαρτία, δέν θά ώφεληθής τίποτε: άπό
αύτά. Έτσι άποφασίζει ό ίδιος ό Θεός γιά τόν δίκαιο, πού θά άμαρτήση, ότι δέν
θά ύπολογισθούν οί προηγούμενες δικαιοσύνη του· «Όλες οί δικαιοσύνες του δέν θά
ληφθούν ύπ’ όψιν» (Ίεζ. 33,13), [219] έπειδή σύμφωνα μέ τόν Νύσσης θέϊο
Γρηγόριο· «Ό θέίκός οφθαλμός πάντοτε βλέπα τό παρόν, δέν σκέπτεται τό παρελθόν»
(Έρμην. στόν πθ' Ψαλμ. Τόμ. α').
Καί μπορεί νά βρεθή στόν κόσμο καμμία άλλη
μεγαλύτερη ζημία άπό αύτήν; Βεβαιότατα, άδελφέ, στήν τόσο μεγάλη καταστροφή σου
άπορεί κανείς καί δέν ξέρει τί νά πή· όπως καί οί φίλοι έκείνοι τού Ίώβ,
βλέποντας τήν τόση μεγάλη ζημία καί συμφορά, πού έπαθε, έπτά ολόκληρες ήμέρες
καθισμένοι μπροστά του, σιώπησαν καί δέν μπόρεσαν νά πούν ούτε έναν λόγο·
«Κάθισαν κοντά στόν Ίώβ έπτά ήμέρες καί έπτά νύκτες καί κανένας άπό αύτούς δέν
μίλησε, διότι έβλεπαν, ότι τό κτύπημα ήταν πάρα πολύ οδυνηρό» (Ίώβ 2,13).
Ε' Κακό τής άμαρτίας.
Ε' κακό, πού προξενεί ή άμαρτία είναι τό
νά σέ στερή, άδελφέ, άπό τίς έξαίρετες βοήθειες τού Θεού· διότι, όπως μία
φιλόστοργη μητέρα άγαπά καί φροντίζει πάντοτε μέ όλη της τήν καρδιά τό παιδί
της, έτσι καί ό Θεός φροντίζει γιά τήν ψυχή σου, όταν είναι χωρίς άμαρτία
θανάσιμη· «"Οπως ή μητέρα παρηγορεί τό παιδί της, έτσι καί έγώ θά σάς
παρηγορήσω» (Ήσ. 66,13). Αύτός τήν βοηθεί, τήν κυβερνά, τήν κρατεί στήν άγκαλιά
του, τής γλυκαίνει τήν καρδιά, τής φωτίζει τόν νού, τής θερμαίνει τήν θέλησί
καί τής δίνει μία δραστική δύναμι, γιά νά έργάζεται εύκολα τήν σωτηρία της.
Όταν όμως έσύ άμαρτήσης θανάσιμα, άν καί ό
Θεός δέν σέ έγκαταλείπη έντελώς, όμως δέν διαχέει στήν ψυχή σου τίς
προηγούμενες έπιρροές καί βοήθειες τής χάριτός του· στερούμενος όμως αύτών τών
δωρεών, γίνεται δυσκολώτερη ή σωτηρία σου. ’Επειδή τό άνώτερο μέρος τής ψυχής
σου άδυνατίζει καί δυναμώνει καί ύπερνικά τό κατώτερο καί παθητικό καί έτσι
πέφτοντας άπό μία σέ άλλη άμαρτία, καταντάς τελευταία σέ μία άβυσσο τών κακών.
ΣΤ' Κακό τής άμαρτίας.
ΣΤ' κακό, πού σού προξενεί ή άμαρτία,
άδελφέ, είναι τό νά σέ κάνη ένοχο τής αιωνίου κολάσεως· διότι, μόλις άμαρτήσης
θανάσιμα, έξαλείφεται τό όνομά σου άπό τήν βίβλο τής ζωής καί γίνεσαι ύπόδικος
σέ έκείνα τά τρομερά τού άδη βασανιστήρια, γιά νά τιμωρήσαι αιώνια.
Ζ' Κακό τής άμαρτίας.
Το
κακό τής άμαρτίας είναι τό τελευταίο, πού συμβαίνει μετά τόν θάνατο·
διότι, έάν δέν διαφθείρης τήν άμαρτία πρίν άπό τόν θάνατό σου μέ μία άληθινή
καί τέλεια μετάνοια καί διόρθωσι, κατεβαίνει έμπρακτα ή ψυχή σου μέσα σέ
έκείνες τίς φυλακές τού άδη, σέ τόπο οδυνηρό, σέ τόπο σκοτεινό, παραμένοντας
έκεί μέχρι νά γίνη ή κοινή άνάστασις νά άναστηθή καί τό σώμα σου, γιά νά λάβης
καί τό τέλειο τής κολάσεως.
Όλα
αύτά τά άμέτρητα κακά καί ζημίες, πού σού προξενεί ή άμαρτία, νά τά μελετάς
πάντοτε καί νά τά σκέπτεσαι, σύντροφέ μου άμαρτωλέ, γιά νά μισήσης άπό τό βάθος
τής καρδιάς σου τήν άμαρτία, σάν έναν θανάσιμο καί τόν μεγαλύτερο σου έχθρό καί
άλλη φορά νά μή τήν διαπράξης.
Γνώσις τής άμαρτίας άπό τίς τρεις παιδείες, πού έλαβε.
Τώρα έμεινε, άδελφέ, νά σού άποδείξουμε τήν
κακία [220] τής άμαρτίας καί άπό τήν αύστηρή παιδεία, μέ τήν όποια ό Θεός τήν
παίδευσε, α') στούς Αγγέλους β') στούς άνθρώπους γή στό πρόσωπο τού Ίησού
Χριστού.
Παίδευσε τήν άμαρτία στούς Αγγέλους ό Θεός,
έπειδή γιά έναν μόνο ύπερήφανο καί άποφασιστικό λογισμό τους, γκρέμισε στόν άδη
ένα άναρίθμητο πλήθος άπό αύτούς καί δέν τούς ύπολόγισε, πού ήταν πνεύματα άυλα
στήν φύσι, άθάνατοι στήν υπαρξι, σοφώτεροι άπό όλους τούς άνθρώπους,
δυνατώτεροι άπό όλα τά κατώτερα κτίσματα, δέν ύπολόγισε ούτε τήν εύγένειά τους,
ούτε τόν λεπτότατο νού τους, ουτε τήν άυλη γνώσι τους· άλλά τούς κατεδίκασε νά
παιδεύωνται αιώνια μέ τά χειρότερα παιδευτήρια τού άδη, γιά νά μάς κάνη νά
γνωρίσουμε πόσο μισεί συγχρόνως καί παιδεύει τήν άμαρτία· «Αγγέλους πού δέν
έμειναν πιστοί στό άξίωμά τους, άλλά έγκατέλειψαν τήν ούράνια κατοικία τους, ό
Κύριος τούς έχα φυλακίσει στό σκοτάδι μέ αιώνια δεσμά, γιά νά δικασθούν τήν
μεγάλη ήμέρα τής κρίσεως» (Ίούδ. 6). Καί ό Απόστολος Πέτρος είπε «Ό Θεός οίπε
τούς Αγγέλους δέν λυπήθηκε όταν άμάρτησαν, άλλά τούς έρριξτ στά τάρταρα, όπου
φυλάγονται δέσμιοι στό σκοτάδι περιμένοντας τήν τελική κρίσι» (Β' Πέτρ. 2,4).
Β' Παιδεία τής άμαρτίας στούς άνθρώπους.
Παίδευσε τήν άμαρτία στούς άνθρώπους,
διότι τόν πρώτο άνθρωπο, τόν Άδάμ, μόλις παράκουσε τήν έντολή του, τόν έξώρισε
άπό τόν Παράδεισο καί κατεδίκασε αύτόν καί έμάς όλους τούς άπογόνους του νά
ζούμε σέ αύτήν τήν καταραμένη γή μέ φτώχειες, μέ άσθένειες, πόνους,
άναστεναγμούς, δυστυχίες καί τελευταία, νά δοκιμάζουμε έναν άφύσικο καί οδυνηρό
θάνατο. Παίδευσε τήν άμαρτία, διότι τούς άνθρώπους, πού άμάρτησαν τήν έποχή τού
Νώε κατέπνιξε μέ έναν παγκόσμιο κατακλυσμό άπό νερό· διότι τά Σόδομα καί τά
Γόμορα τά κατέκαψε μέ έναν άλλον καινούργιο κατακλυσμό άπό θειάφι καί φωτιά·
καί τελευταία, διότι κατεδίκασε τούς άμετανόητους άμαρτωλούς νά κατακαίγωνται
αιώνια μέσα στό πΰρ τής κολάσεως, όπου οί βασανιστές τους δαίμονες ποτέ δέν θά
κουρασθούν καί ό Θεός δέν θά συμπονέση ποτέ τήν συμφορά τους, δέν θά άκούση
ποτέ τά κλάματά τους, άλλά μάλλον θά τούς πολεμή καί θά τούς μισή αιώνια· διότι
αύτός είναι ό δυστυχής έκείνος λαός, πού άναφέρει ό Μαλαχίας· «Λαός, έναντίον
τού όποίου άντιτάσσεται γιά πάντα ό Κύριος» (Μαλ. 1,4).
Σού φαίνονται, άδελφέ μου, μεγάλες αύτές
οί παιδείες τής άμαρτίας; άλλά γνώριζε ότι κάθε άμαρτία δέν παιδεύεται ποτέ άπό
τόν Θεό, όπως άξίζει, άλλά πάντοτε μέ εύσπλαγχνία· καί ένας άμαρτωλός, μολονότι
κολάζεται αιώνια, όμως κολάζεται λιγώτερο άπό ό,τι τού πρέπει. Καί μπορεί καί
αύτός νά πή έκείνο τού Ίώβ· «Πόσα έργα άξια κατακρίσεως δέν διέπραξα καί ό
Κύριος δέν μέ τιμώρησε άνάλογα μέ τίς άμαρτίες μου» (Ίώβ 33,27).
Γ' Παιδεία τής άμαρτίας στό πρόσωπο τού
Ίησού Χριστού.
Παίδευσε ό Θεός τήν άμαρτία καί στό
πρόσωπο τού Ίησού Χριστού, άλλά μέ τόση σκληρή παιδεία, πού όλες οί παραπάνω
παιδείες συγκρινόμενες μέ αύτήν, φαίνονται σάν ένας ίσκιος· διότι μία μόνο καί
έλαφριά πληγή στό πρόσωπο τού Σωτήρος Χριστού, μία άγκίδα άπό τά άγκάθια του,
μία μόνον μαστίγωσί του είναι μεγαλύτερη παιδεία, άπό τό άν ό Θεός κατέστρεφε
όλο τόν κόσμο καί γκρέμιζε άνθρώπους, Αγγέλους, Αρχαγγέλους καί κάθε άλλο
κτίσμα μέσα στό πύρ τής κολάσεως. Διότι, τί έχει νά κάνη ή παιδεία όλων τών
κτισμάτων, μέ τήν μικρότερη βάσανο τού Κτίστη, τού άθωώτατου, τού άγιώτατου,
τού μονογενούς Υίού;
Καί όμως ό ούράνιός του Πατέρας δέν
εύχαριστήθηκε νά πάθη ό Υιός του μία μικρή βάσανο, γιά νά χαλάση τήν άμαρτία,
άλλά μία ύπερβολική βάσανο. Θέλεις νά τό καταλάβης, άμαρτωλέ; γύρισε καί δές
τόν Ίησού, πώς πάσχει γιά τήν άμαρτία σου! Προδίνεται, (ξορκίζεται, έμπαίζεται,
σέρνεται στά κριτήρια ώς κατάδικος. Δές πώς οί οφθαλμοί του είναι
καταπληγωμένοι άπό τούς γρονθισμούς καί τούς κονδύλους! πώς τό πρόσωπό του
είναι γεμάτο άπό έμπτύσματα! ότι τά μάγουλά του είναι ολόμαυρα άπό τά
ραπίσματα! ότι ό λάρυγγάς του είναι ξηραμένος άπό τήν δίψα! Δές πώς τά χείλη
του είναι πικραμένα άπό τήν χολή! ότι ή κεφαλή του είναι κατατρυπημένη άπό τά
σκληρότατα άγκάθια! ότι οί βραχίονες καί οί σφυγμοί του είναι σφικτοδεμένοι μέ
δυνατά σχοινιά!· ότι οί ώμοι του είναι καταδαμασμένοι άπό τό βαρύτατο βάρος τού
Σταυρού!; ότι τά χέρια του καί τά πόδια είναι καρφωμένα μέ πάρα πολύ μυτερά
καρφιά. [221] Δές, άμαρτωλέ, ότι οί
φλέβες του όλες είναι άδειες άπό αίμα! ότι ή πλευρά του είναι λογχευμένη! ότι
όλες του οί άρθρώσεις είναι βγαλμένες άπό τό σφοδρότατο άπλωμα στόν Σταυρό! καί
ότι κρεμασμένος έπάνω στά σκληρά καρφιά, παρέδωσε τό πνεΰμα! Δές πώς όλο του τό
σώμα έγινε μία ολόκληρη πληγή χωρίς είδος, χωρίς κάλλος άνθρώπινο! «Τόν είδαμε
καί δέν είχε είδος, ουτε κάλλος» (Ήσ. 53,2).
Πέρασε τώρα, άδελφέ, μέ τόν νού σου στό
έσωτερικό μέρος τής ψυχής τού Ίησού, γιά νά δής έκεί μέσα, πόσο άσυγκρίτως
περισσότερο έπαθε μέ τήν ψυχή, άπό ό,τι έπαθε μέ τό σώμα, λυπούμενος πάρα πολύ
γιά τόσες άμαρτίες, γιά τόσες ύβρεις καί γιά τόση μεγάλη καταφρόνηση πού
έπρόκειτο νά κάνουν στήν μεγαλειότητά του καί στά πάθη του, οί ίδιοι έκείνοι
άμαρτωλοί, τούς όποίους γιά νά σώση, τόσα καί τόσα έπαθε. Καί γιά νά πώ μέ
συντομία, τόσο ύπερβολικό ήταν τό έσωτερικό πάθος, πού ύπέμεινε ό Ιησούς γιά
τούς άνθρώπους, ώστε είναι άδύνατο νά τό καταλάβη κανείς στήν παρούσα ζωή· μόνο
τήν ήμέρα τής κρίσεοος, σύμφωνα μ μερικούς Διδασκάλους, θά τό γνωρίση καθένας
στήν τελειότητά του· διότι τότε; θά τό δεαίξη ό Κύριος, γιά νά τό δούν όλοι οί
άνθρωποι, πρός καταισχύνη τών άποδοκιμασμένων άμαρτωλών.
Τί λές τώρα γιά τήν άμαρτία, άγαπητέ;
καταλαβαίνας πόσο άπαρη τιναι ή κακία της άπό αύτήν τήν άκατάληπτη παιδαα, πού
έπαθε ό γλυκύτατος Ιησούς, γιά νά τήν χαλάση; [222] Λοιπόν τώρα πού γνώρισα; τήν κακία τής
άμαρτίας καί άπό αύτήν καθ’ έαυτήν τήν άμαρτία καί άπό τίς πτριστάσας της καί
άπό τήν παιδτία, μέ τήν όποια ό Θεός τήν παίδευσε λυπήσου τήν ψυχή σου,
σύντριψε: τήν καρδιά σου, έλα στόν έαυτό σου καί άποφάσισε: σταθτρά χίλιτς
φορές νά πλάνης καλύτερα, παρά νά διαπράξης κάποτε: κάποια θανάσιμη άμαρτία.
ΣΤ' Προφυλακτικό ή Προσευχή.
Ό ιερός Αύγουστΐνος λέει, ότι ό άνθρωπος
πρέπει νά κάνη έκείνο, πού μπορεί καί νά ζητά άπό τόν Θεό έκείνο, πού δέν
μπορεί «Νά κάνης έκείνο, πού μπορείς καί νά ζητάς έκείνο, πού δέν μπορείς». Γι’
αύτό καί έμεϊς, άφού σού δώσαμε, άδελφέ, τά προανερθέντα προφυλακτικό, γιά νά
μή ξαναπέσης στήν άμαρτία, τά όποια μπορείς νά τά κάνης μόνος σου μέ τήν δική
σου δύναμι καί προαίρεσι, τελευταία σού δίνουμε καί ένα έκτο προφυλακτικό, τό
όποίο είναι ή ιερά Προσευχή. Μή παύης λοιπόν νά άφιερώνης τόν έαυτό σου στόν
Θεό καί νά τόν παρακαλής θερμότατα νά δυναμώση τήν άσθένειά σου καί νά
σταθεροποιήση τήν θέλησί σου στήν άπόφασι αύτή, πού πήρες, μέ τήν έξ υψους χάρι
του καί βοήθεια, έλπίζοντας, ότι θά σέ είσακούση γιά τήν μεγάλη του έλεημοσύνη,
όπως τό ύπόσχεται μόνος του· «Έάν φωνάξη πρός έμένα δυνατά, θά άκούσω τήν φωνή
του, διότι είμαι ευσπλαγχνος» (Έξ. 22,27).
Δέν έχεις δύναμι άπό μόνος σου; δέν είσαι
βέβαιος γιά τήν θέλησί σου; ή αιτία είναι, πού δέν ζητάς άπό τόν Θεό· «Δέν
έχετε, έπειδή δέν ζητάτε» λέει ό θείος ’Ιάκωβος (Ίακ. 4,2). Φοβάσαι τόν
κίνδυνο; τρομάζεις τόν πειρασμό τής άμαρτίας; νά άγρυπνάς καί νά προσεύχεσαι,
γιά νά μή πέσης σ’ αύτόν· «Γρηγορείτε καί προσεύχεσθε, ϊνα μή είσέλθητε είς
πειρασμόν» (Ματθ. 26,41). Γιά μεγαλύτερη όμως εύκολία, νά πού σού σημειώνουμε
έδώ τήν παρούσα Εύχή.
Εύχή
«Πολυέλεε Κύριε Ίησού Χριστέ ό Θεός μου,
ευχαριστώ σοι, ότι διά της πρός τόν Πνευματικόν μου Πατέρα μυστηριώδους
έξομολογήσεως, μέ ήξίωσες τόν άμαρτωλόν νά λάβω παρά σού τήν συγχώρησιν τών
άμαρτιών μου. Λοιπόν, μιμούμενος τόν Δαυίδ, όπου είπε· «Ώμοσα καί έστησα τού
φυλάξασθαι τά κρίματα τής δικαιοσύνης σου» (Ψαλμ. 118, 106)· σού ύπόσχομαι μέ
μίαν άποφασιστικήν θέλησιν τής ψυχής μου, ότι προτιμώ νά λάβω μυρίους θανάτους
καλύτερα, παρά νά πράξω πλέον καμμίαν θανάσιμον άμαρτίαν καί νά παραπικράνω μέ
αύτήν τήν άπειρόν σου άγαθότητα. Άλλ’ έπειδή ή ίδική μου θέλησις είναι άσθενής
άπό λόγου της, χωρίς τήν ίδικήν σου βοήθειαν, σέ παρακαλώ θερμώς νά μέ
ένδυναμώσης μέ τήν χάριν σου καί νά μέ στερεώσης μέ τήν κραταιάν σου βοήθειαν,
ϊνα μένω μέχρι τέλους άμετάθετος είς τήν άγίαν μου τούτην άπόφασιν. Ναί,
φιλοψυχότατέ μου Ίησού, ένδυνάμωσόν με νά περάσω έν μετάνοια τό υπόλοιπον τής
ζωής μου, διά νά άπολαύσω έδώ κάτω τήν χάριν σου, έκεί δέ είς τόν ούρανόν τήν
μακαρίαν σου δόξαν διά πρεσβειών τής Ύπερευλογημένης σου Μητρός καί πάντων σου
τών Αγίων. Αμήν».
Επίλογος
Τελειώνω καί επισφραγίζω τήν συμβουλή αύτή
μέ αύτά τά λόγια· ό Πατέρας, πού έστειλε τόν Πρόδρομο Ιωάννη νά βαπτίζη, κήρυξε
μέ τό στόμα έκείνου στούς άμαρτωλούς«Μετανοείτε» (Ματθ. 3,2). Ό Υιός, όταν
φανερώθηκε στόν κόσμο, αύτόν τόν λόγο έβαλε ώς άρχή καί θεμέλιο τού κηρύγματος
του «Μετανοείτε» (Ματθ. 4,17). Τό Πνεύμα τό 'Άγιο, όταν κατέβηκε μέ τήν μορφή
τών πύρινων γλωσσών, αύτόν τόν λόγο είπε μέ τόν Απόστολο Πέτρο, «Μετανοήστε»
(Πράξ. 2,38). Τρεις είναι οί μαρτυρούντες καί τών τριών ή μαρτυρία είναι άληθινή,
μάλλον όμως αύτοαλήθεια. Λοιπόν, άμαρτωλοί σύντροφοι δικοί μου· Μετανοείτε,
Μετανοείτε, Μετανοείτε διότι πλησίασε ή βασιλεία τών ούρανών.[223]
ΛΟΓΟΣ ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ [224]
Ή
αύθάδεια έκείνων, πού άμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα, ότι μπορούν νά έξομολογηθούν
καί νά μετανοήσουν.
Πρόλογος.
’Εγώ ρωτώ, γιά ποιά αιτία ό άνθρωπος σέ
όλα τά σωματικά του έργα κλίνει περισσότερο στόν φόβο, παρά στήν έλπίδα, ένώ
στά έργα τής ψυχής περισσότερο έλπίζει καί δέν φοβάται; Αύτό βέβαια δέ
συμβαίνει γιά τίποτε άλλο, παρά διότι δέν άγαπά πολύ τήν σωτηρία του. Καί έτσι
δέν φοβάται, διότι δέν άγαπάει.
'Υπάρχουν πολλοί, καί σχεδόν άναρίθμητοι
χριστιανοί, πού όπως λέει ό Ίώβ πίνουν τή σωτηρία σάν νερό (Ίώβ 15,16). Γιατί ό
καθένας άπό αύτούς πρίν άμαρτήση λέει: Άς άμαρτήσω καί θά έξομολογηθώ καί θά
μετανοήσω’. Καί άφού άμαρτήση καί έξομολογηθή, δέν ένδιαφέρεται πλέον γιά τήν
άμαρτία, διότι λέει ό Σειράχ: «νΩ πονηρόν ένθύμημα. Πόθεν ένεκυλίσθης καλΰψαι
τήν ξηράν έν δολιότητί;» (Σοφ. Σειρ. 37,3). Πού σημαίνει: Πονηρή σκέψις, άπό
πού σκέφθηκες νά καλύψης τήν ξηρά;
Ώ, παρανομώτατη πλάνη καί πρόληψις, πού
σκεπάζεις τήν γή μέ τίς άμαρτίες, άπό ποιόν βυθό βγήκες; όχι άπό άλλο βέβαια,
παρά άπό τόν βυθό τού άδη.
Δέν πρέπει λοιπόν νά γυρίσης πάλι πίσω
στόν άδη καί νά μή πλανάς τούς χριστιανούς; Γι’ αύτό έμεϊς στόν λόγο αύτό θά
μιλήσουμε γιά τήν αύθάδαα έκείνων πού λέγουν αύτά
ΜΕΡΟΣ Α'
Δέν
βρέθηκε βέβαια ποτέ κανένας έμπορος τόσο άνόητος, ώστε χωρίς λόγο νά ρίξη τό
έμπόρευμά του στήν θάλασσα, έλπίζοντας, ότι πάλι θά τό πάρη πίσω. Υπάρχουν όμως
τόσοι άνόητοι χριστιανοί, πού μέ τήν θέλησί τους ρίχνουν τήν καθαρότητα τής
ψυχής τους καί τήν χάρι τού Θεού, πού είναι τό μεγαλύτερο χάρισμα πού στόν
κόσμο αύτό μπορεί νά μάς τό δώση ό Κύριος, έλπίζοντας ότι τήν καθαρότητα έκείνη
καί τά ούράνια χαρίσματα πού έχουν, μπορούν πάλι νά τά άποκτήσουν μέ τήν
μετάνοια καί τήν έξομολόγησι. Καί έτσι οί ταλαίπωροι αύτοί γίνονται σκλάβοι τού
Άδη, δεμένοι μέ τίς άλυσίδες του.
Καί αύτό τό παθαίνουν, διότι έλπίζουν πώς,
όταν θελήσουν, μπορούν νά κόψουν καί τίς άλυσίδες. Καί πηγαίνουν μπροστά στόν
Εωσφόρο μέ τά κλειδιά τής ψυχής τους στά χέρια, νομίζοντας, ότι όταν θελήσουν
μπορούν νά τά πάρουν πίσω. Καί άπό τή μιά μεριά δέν άπορώ γιατί τό σφάλμα αύτό
δέν είναι νέο στούς άνθρώπους .
Μάλιστα αύτός ήταν καί ό πρώτος πειρασμός
τού κόσμου. Μέ αύτόν τόν πειρασμό ό διάβολος παρακίνησε τήν Εύα νά παραβή τήν
έντολή τού Θεού, δείχνοντάς της τήν εύσπλαγχνία καί τήν άγαθότητα τού Θεού καί
λέγοντας· «Δέν θά πεθάνετε» (Γέν. 3,4). Δηλαδή, κάνετε ό,τι θέλετε καί δέν θά
πάθετε κανένα κακό, γιατί ό Θεός είναι πάρα πολύ σπλαγχνικός καί άγαθός. Καί
αύτός ό Άδάμ, πού, όπως λέει ό άπόστολος, δέν πλανήθηκε, όπως ή γυναίκα (Α'
Τιμ. 2,14), παρόλα αύτά τρώγοντας τόν άπαγορευμένο καρπό έγινε καί αύτός
συνυπεύθυνος μέ τήν Εΰα. Γιατί νόμισε, ότι τό φταίξιμό του, μολονότι ήταν πάρα
πολύ βαρύ, όμως εύκολα θά τό συγχωρούσε ό Δημιουργός του, όπως λέει ό ιερός
Αύγουστΐνος στό ένδέκατο βιβλίο του καί όπως λέει καί άλλος θεολόγος τής
’Εκκλησίας: «Ήμαρτεν Άδάμ λογιζόμενος τό θειον έλεος», δηλαδή άμάρτησε ό Άδάμ,
νομίζοντας, ότι ή εύσπλαγχνία τού Θεού δέν θά τόν τιμωρούσε, όπως τόν φοβέρισε.
Καί τί άλλο θέλεις πιό βέβαιο άπό αύτό,
άδελφέ, όταν βλέπης ότι ό διάβολος τόσο αύθαδίασε, ώστε πήγε νά πολεμήση καί
τόν Κύριό μας Ίησού Χριστό, έχοντας μεγάλη πεποίθηση ότι θά τόν νικήση μέ αύτά τά
ίδια όπλα τής έλπίδας στόν Θεό, τά όποια μεταχειρίσθηκε σέ άλλους τόσες φορές
μέ έπιτυχία;
Γι’ αύτό ό μιαρός συμβούλευε τόν Κύριο νά
γκρεμισθή άπό τό πτερύγιο τού ίερού μέ τήν έλπίδα, ότι οί άγγελοι άμέσως θά
τρέξουν νά τόν κρατήσουν, γιά νά μή πάθη κανένα κακό, σύμφωνα μέ τήν έντολή,
πού τούς έδωσε ό Θεός νά προστατεύουν τούς δούλους του: «Ρίξε κάτω τόν έαυτό
σου, διότι έχει γραφή, ότι θά δώση έντολή γιά σένα στούς άγγέλους του καί θά σέ
σηκώσουν στά χέρια τους, γιά νά μή σκοντάψη τό πόδι σου σέ πέτρα» (Ματθ. 4,6).
Δέν πρέπει λοιπόν νά άπορή κανείς, πού ό
διάβολος παράζα τούς χριστιανούς μέ τόν άπατηλό αύτό λογισμό, παρακινώντας τους
νά γκρεμίζωνται καί νά πέφτουν σέ κάθε είδους παρανομία καί νά προσθέτουν στήν
πρώτη τους παρανομία άλλες χίλιες. Καί αύτό γίνεται μέ τήν πρόβλεψι και τήν
έλπίδα, ότι θά εξομολογηθούν καί θά τούς συγχωρήσουν οί πνευματικοί, τρέχοντας
σ' αύτούς σάν σέ άγγέλους τής ειρήνης, γιά νά μή τούς άφήσουν νά πέσουν στόν
άδη.
Άλλά έκείνο γιά τό όποίο κάποιος πρέπει νά
άπορή είναι τό ότι οί χριστιανοί δέ γνωρίζουν μία τόση φανερή καί χειροποιαστή
άπάτη τού διαβόλου καί τό ότι δείχνουν τόση μεγάλη άχαριστία στόν Θεό. Γιατί
μεταχειρίζονται τήν έξομολόγησι καί τήν μετάνοια ώς αιτία τής άμαρτίας. Καί τήν
εύσπλαγχνία καί τήν άγαθότητα τού Θεού, πού είναι αιτία τής σωτηρίας τους,
αύτοί τήν μετατρέπουν σέ αιτία τού γκρεμίσματος καί τής καταστροφής των!
Καί όπως τό φαρμακερό χορτάρι, πού λέγεται
Νάπιλλος, αύξάνει τό φαρμάκι του καί μέ αύτήν τήν πιό γλυκειά δροσιά τού
ούρανού, έτσι καί αύτοί οί ταλαίπωροι μέ τό γλυκύτατο καί σωτήριο αίμα τού
Ίησού Χριστού, αύξάνουν τό φαρμάκι καί τόν θάνατό τους. Διότι αύτό τό αίμα, πού
βοηθεί στό λουτρό τής μετανοίας καί τής έξομολογήσεως, γιά νά πνίξη τίς
άμαρτίες τους, τό χρησιμοποιούν σχεδόν, γιά νά ποτίζη καί νά αύξάνη τίς
άμαρτίες τους!
Καί ύπάρχει μεγαλύτερη άμαρτία άπό αύτήν; Καί
τί άλλο γίνεται μέ αύτό πού κάνουμε παρά τό νά χρησιμοποιούμε τό ιατρικό μας
γιά τόν θρίαμβο καί τή νίκη τού διαβόλου; "Ετσι θρηνεί ό άγιος Αμβρόσιος
γιά τήν ύπόθεσι αύτή λέγοντας: «Τό δικό μας φάρμακο γίνεται θρίαμβος γιά τόν
ίδιο τόν διάβολο» (Περί Μετανοίας, Βιβλίο δεύτερο).
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙΟΝ»
Σύντομη διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό πώς
νά έξομολογή μέ βοηθό τούς Κανόνες τού άγίου Ίωάννου τού Νηστευτού έξηγημένους
μέ άκρίβεια, γλαφυρή συμβουλή πρός τόν μετανοούντα πώς νά έξομολογήται, καί
λόγο ψυχωφελή περί μετάνοιας.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ψηφοποίηση σκανάρισμα,
μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε
από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε
Ορθόδοξα Ιστολόγια (Διαβάστε και τούς όρους χρήσης του ©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ) , αρκεί να διατηρείται
το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
216
Ένας ’Επίσκοπος έλεγε, ότι έάν έβλεπε άπό τό ένα μέρος άνοικτη τήν πόρτα
της κολάσεως καί άπό τό άλλο μία θανάσιμη άμαρτία, θά προτιμούσε νά ριχθη στήν
κόλασι, παρά νά πέση σέ αύτή τήν άμαρτία. Ή Μαγδαληνή Μαρία, λένε μερικοί, ότι
όταν άκουγε μόνο τό όνομα της θανάσιμης άμαρτίας, έτρεμε ολόκληρη άπό τήν
κεφαλή μέχρι τά πόδια καί έπεφτε στήν γη σάν νεκρή, καί έλεγε, ότι δέν μπόρεσε
ποτέ νά καταλάβη πώς τολμά ό άνθρωπος νά άμαρτήση θανάσιμα καί νά παραπικράνη
τόν Θεό (Στήν 'Ερμην. τού Έλέησόν με ό Θεός. Κεφ. δ').
217
Κατά τόν μέγα Αθανάσιο (Τόμ. α') «Ό Χριστιανός είναι άληθινός οίκος
Χρίστου λογικός, πού άποτελείται άπό άγαθά έργα καί όρθά δόγματα». Καί ό
Αλεξάνδρειάς Κύριλλος (Βιβλ. ε' Τόμ. στ') έρμηνεύοντας τό τού Ήσάΐου έκείνο·
«Σέ έκείνους, πού μέ ύπηρετούν θά δοθη νέο όνομα, τό όποίο θά είναι εύλογημένο
σέ όλη τήν οικουμένη· διότι θά δοξάσουν τόν άληθινό Θεό» (65,15) λέει·
«Προσερχόμαστε στόν Χριστό μέ νέα ζωή εύαγγελική καί τήν άπό αύτόν κλήσι,
έχοντάς την ώς στεφάνη χρηματίζουμε Χριστιανοί· αύτό λοιπόν είναι τό περιβόητο
καί ευλογημένο όνομα σέ όλη τήν οικουμένη». Καί ό Θεοδώρητος αύτό τό ίδιο ρητό
έρμηνεύοντας λέει (Τόμ. β')· «Μετά τήν έπιφάνεια τού Δεσπότου Χριστού
Χριστιανοί ώνομάσθηκαν όσοι πίστεψαν καί οί άνθρωποι τό προφέρουν αύτό άντί γιά
κάθε εύφημία· διότι, όταν θέλουν νά επαινεθούν1, μετά τούς πολλούς έπαίναυς
συνηθίζουν νά συμπληρώνουν· όντως χριστιανός είναι· καί παρακαλώντας πάλι
συνηθίζουν νά λένε· κάνε ώς Χριστιανός· κάνει, όσα πρέπουν σέ Χριστιανό)· τόσο
γεμάτη είναι ή ονομασία άπό εύλογία καί έπαινο». Ό Θεοφόρος Ιγνάτιος στήν γ'
πρός Μαγνησίσυς επιστολή γράφει ώς έξης· «Άς γίνουμε άξιοι της ονομασίας, πού
δεχθήκαμε... πράγμα πού έγινε άρχικά στήν Συρία· διότι πρώτα στήν Αντιόχεια οί
μαθητές ώνομάσθηκαν Χριστιανοί» (Πράξ. 11,26). Καί πάλι στήν ιβ' πρός Ρωμαίους
έπιστολή λέει «Δέν θέλω μόνο νά λέγωμαι Χριστιανός, άλλά καί νά βρεθώ. Διότι,
έάν βρεθώ, καί νά λέγωμαι μπορώ». Ό δέ Νύσσης Γρηγόριος στήν πρός Αρμόνιο
έπιστολή (Τόμ. γ') διδάσκει τί είναι τό όνομα καί τό έπάγγελμα τών Χριστιανών
καί λέει· «Χριστιανισμός είναι της θείας (ρύσεως μίμησις». Καί στήν πρός
’Ολύμπιο Μοναχό λέει τά έξης· «Τρία είναι τά χαρακτηριστικά τού Χριστιανού στήν
ζωή του· ή πράξις, ό λόγος ή ένθύμησις».
218
"Ενας Διδάσκαλος συμπεραίνοντας άπό την πλάσι καί άπό τήν άνάπλασι
τού άνθρώπσυ, τό χρέος πού πρέπει νά έχη ό άνθρωπος στόν Θεό, συνήθισε νά λέη
αύτά τά άξιομνημόνευτα λόγια· «Έάν σού οφείλω ολόκληρο τόν έαυτό μου, έπειδή μέ
δημιούργησες, τί θά σέ οφείλω, πού μέ ανακαίνισες;» (Στήν άσφαλή 'Οδηγία).
219
Γι’ αύτό καί ό μέγας Βασίλειος έκ συμφώνου λέει· «Αύτός πού σημείωσε
κάποια πρόοδο στά άγαθά έργα καί κατόπιν έπέστρεψε στήν άρχαία συνήθεια, όχι
μόνον έχασε τόν μισθό τών αγαθών έργων πού έχει κάνει, αλλά θά καταδικασθη
βαρύτερα, διότι μολονότι γεύθηκε τό αποτέλεσμα τών καλών λόγων τού Θεού καί
άξιώθηκε καί γνώρισε τά Μυστήρια, όλα τά πρόδωσε, άφού δελέασθηκε άπό κάποια
μικρή ήδονή» (Λόγος κατά μεθυόντων). Καί ό Θεολόγος Γρηγόριος είπε στά
τετράστιχα· «Ονομάζουμε κακούς όχι αύτούς πού είναι πεσμένοι κάτω, άλλά αύτούς
πού, όταν ύψωθούν, πέφτουν πολύ χαμηλά». Καί ό Σολομώντας είτε· «Τρομερή
πάντοτε καί ξαφνική είναι ή τιμωρία τών παράνομων άρχόντων. Διότι οί άσημοι
άνθρωποι είναι άξιοι συγγνώμης καί έλέους, ένώ οί άρχοντες θά κριθούν μέ
αύστηρότητα» (Σοφ. Σολ. 6,56). Βλέπε γι’ αύτό καί τόν ενενηκοστό πρώτο Λόγο τού
Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου.
220
Σημείωσε, ότι ή άμαρτία κυρίως καί άπό μόνη της κακία ονομάζεται, πού
γίνεται άπό μοχθηρή καί κακότροπη προαίρεσι. Καταχρηστικά όμως καί ή ποινή καί
παίδευσι της άμαρτίας κακία λέγεται, διότι κάνα κακούς τούς άμαρτάνοντες, πού
γίνεται πρός τό συμφέρον, σύμφωνα μέ τό έπόμενο θέλημα τού Θεαΰ, γιά τήν όποια
λέει ό Άμώς· «Είναι δυνατό νά ύπάρξη κάποια παίδευσι σέ μία πόλι, τήν όποια νά
μήν έχη παραχωρήσει ό Κύριος» (Άμώς 3,6). (Βασιλ. Λόγ. στό ότι «ούκ έστιν
αίτιος τών κακών ό Θεός»),
221
'Ένας εύλαβής Διδάσκαλος βλέποντας τόν Κύριο καρφωμένο στόν Σταυρό,
καταφλεγόμενος άπό τήν άγάπη, έλεγε· «Δέν θέλω νά παραμένω άτρωτος, βροντάς σε
πληγωμένο» (στήν άσφαλή Όδηγία). Καί ό θεοφόρος ’Ιγνάτιος έγραφε στήν πρός
Ρωμαίους δωδέκατη Έπιστολή του αύτά τά ερωτικά λόγια. «Τόν Κύριο ποθώ, τόν Υϊό
τού άληθινού Πατρός Ίησού τόν Χριστό, έκείνον ζητώ, πού πέθανε καί άναστήθηκε
γιά μας... Έπιτρέψτέ μου, νά είμαι μιμητής τού πάθους Χριστού τού Θεού μου... ό
δικός μου ό έρωτας σταυρώθηκε καί δέν ύπάρχει μέσα μου φωτιά, πού νά μέ άγαπά,
άλλά ύπάρχει ζωντανό νερό σ’ έμένα. πού άπό μέσα μου μού λέει· «Έλα πρός τόν
Πατέρα»· δέν ευχαριστιέμαι μέ τήν τροφή της φθοράς, ουτε μέ τίς ήδονές αύτής
τής ζωής· θέλω τόν άρτο τού Θεού, άρτο ούράνιο, άρτο ζωής, πού είναι ή σάρκα
τού Χριστού τού Υίού τού Θεού... καί ποτό θέλω τό ποτό του, πού είναι άγάπη
άφθαρτη καί άέναη ζωή· δέν θέλω νά ζώ όπως οί άνθρωποι·... πιστέψτε με ότι toy
Ίησού άγαπώ, πού παραδόθηκε γιά μίνα... Μή μέ εμποδίστε νά φθάσω στήν ζωή·
διότι ό Ίησούς είναι ή ζωή τών πιστών, μή θελήστε νά πεθάνω· διότι θάνατος
είναι ή ζωή χωρίς Χριστό... ζώντας σάς γράφω, άγαπώντας πολύ νά πεθάνω γιά τόν
Χριστό». Άλλά καί ό Παΰλος, ολόκληρος όντας κατειλημμένος άπό τόν έρωτα τού
’Εσταυρωμένου, έλεγε μέ ένθουσιασμό· «’Έχω πεθάνει craw Σταυρό μαζί μέ τόν
Χριστό. Τώρα πλέον δέν ζώ έγώ, άλλά ζή στό πρόσωπό μου ό Χριστός. Καί ή τωρινή
σωματική μου ζωή είναι ζωή βασισμένη στήν πίστι μου στόν Υίό τού Θεού, πού μέ
αγάπησε καί παρέδωσε σέ θάνατο τόν έαυτό του γιά μένα» (Γαλ. 2,20). Καί άλλού ό
ίδιος Παΰλος φανερώνοντας πόση άγάπη πρέπει νά έχουν όλοι οί Χριστιανοί στόν
εσταυρωμένο Ίησού, έλεγε· «'Όσοι ζούν, δέν μπορούν πλέον νά ζούν γιά τόν έαυτό
τους, άλλά γιά έκέΐνον πού πέθανε καί άναστήθηκε γι’ αύτούς» (Β' Κορ. 5,15).
222
'Ένας Διδάσκαλος έλεγε γι’ αύτό· Άπό αύτό τό ιατρικό (δηλαδή τό πάθος
τού Χριστού) έγώ συμπεραίνω πόσο μεγάλο ήταν τό κακό των πληγών μου (σελ. 202
τού Μετανοών Διδασκόμενος). Καί ό θεοφόρος ’Ιγνάτιος έλεγε, ότι τόσο μεγάλες
ήταν οί πληγές τών άμαρτωλών, πού χρειάσθηκε νά πληγωθη ό Κύριος γιά νά τίς
θεραπεύση (Στήν Έρμην. τού Έλέησόν με ό Θεός. Κεφ. δ').
223
Άς γνωρίζετε ότι, όπως λέει ό Ίώβ, ό επονομαζόμενος άμαρτωλός στό περί
Μυστήριον, εκείνος πού μετανοεί, λέγεται, ότι βρίσκεται στό κατά φύσιν (επειδή
είναι γνώρισμα της άνθρώπινης φύσεως όταν σφάλλη γιά κάποια ύπόθεσι, νά
μετανοη)· εκείνος πού σφάλλει καί δέν μετανοεί, ουτε διορθώνεται, αύτός δίκαια
καί πρέπει καί όνομάζρπαα παρά φιχπν διότι βγήκε έξω άπό τά όρια της άνθρώπινης
φύσης καί παρωμοιώθηκε μέ τά άλογα ζώα, μάλλον μέ τούς δαίμονες πού δέν
μετανοούν ποτέ Γι’ αύτό καί ό Θεός παραπονούμενος λέει· «Δέν ύπάρχει άνθρωπος
πού νά μετανοη γιά τήν κακία του καί νά λέη· Τί έκανα;» (Ιερεμ. 8,6). Καί τό
έξης ακόμη νά γνωρίζετε, ότι ή μετάνοια, καθόσον είναι έννοια δεύτερη καλή, πού
γίνεται μετά άπό τήν πρώτη κακή έννοια, όπως τήν όριζε1 ό Άγιος Μάξιμος τό
άμάρτημα, πού έγινε μέ έπίγνωσι, τό κάνες σάν νά έγινε έν άγνοια Καθόσον δέ
είναι θεληματική, τό άμάρτημα πού έγινε μέ τήν θέλησί κάποιου, τό κάνει σάν νά
έγανε ακούσιο, σύμφωνα μέ τόν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο. Καθόσον πάλι ανατρέπει τήν
αιώνια, δηλαδή σάν νά λέμε, τήν άπειρη τιμωρία της κολάσεως, τό αμάρτημα, πού
είναι ένα κακό άπειρο, τό κάνει πεπερασμένο, σύμφωνα με τόν Κορέσσιο Γεώργιο
ώστε, όποίος μετανοεί, δείχνει, ότι άμάρτησε έν άγνοια, άτι άμάρτησε χωρίς τήν
θέλησί του, καί έπί πλέον, τελείωνα τήν άπειρη άμαρτία του. Καί όποίος δεν
μετανοεί, έκτος τού ότι δείχνει, ότι άμάρτησε έν γνώσει του και μέ τήν θέλησί
του, κάνει έπί πλέον \ά διαμένη καί παντοτινά ή άμαρτία του άπειρη, διότι δέν
τήν άποτελείωσε μέ τήν μετάνοια καί τήν έξομολόγησι
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου