ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Τρεις βλάβες προξενεί ή άμαρτία στόν άμαρτωλό.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Τρεις βλάβες προξενεί ή άμαρτία στόν άμαρτωλό.



ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

    Στήν συνέχεια, γιά νά άποκτήσης καί τήν έπιτριβή, σκέψου, άδελφέ, καί πόσα κακά προξένησαν οί άμαρτίες στόν έαυτό σου.

    Α) Ότι αύτές σού έκαναν νά χάσης τίς ύπερφυσικές χάρες, πού σού χάρισε ό Θεός σέ αύτή τήν ζωή· τήν χάρι τής δικαιώσεως, τήν χάρι τής υιοθεσίας, τής διαμονής καί τίς ύπόλοιπες, τών όποιων ένας καί μόνος βαθμός είναι τιμιώτερος άπό όλες τίς εύγένειες, άπό όλες τίς σοφίες, άπό όλες τίς ομορφιές καί άπό όλες τίς δυνάμεις· μέ συντομία, άπό όλα μαζί τά χαρίσματα τής φύσεως καί τά πιό πολύτιμα καλά τού κόσμου, όπως λέει ό Σολομών· «Όλος ό χρυσός σέ σύγκρισι μέ αύτήν είναι λίγη άμμος» (Σοφ. Σολομ. 7,9).

    Β') Σκέψου, ότι αύτές σέ έκαναν νά χάσης όλη τήν αιώνια μακαριότητα τού Παραδείσου, τήν τού Θεού άπόλαυσι καί θεωρία, τήν θεωρία τής γλυκυτάτης Θεοτόκου, τής Μητέρας τού Θεού καί Μητέρας όλων τών Χριστιανών, τήν τών Αγγέλων ένωσι, τήν τών Αγίων συντροφιά, τήν άνεκλάλητη χαρά, τήν ουράνια βασιλεία, τήν παντοτεινή άνάπαυσι, τό αιώνιο φως καί γενικά όλα τά άγαθά έκείνα, τά όποια ουτε οφθαλμός είδε, ουτε αυτί άκουσε, ουτε νούς άνθρώπου μπορεί νά καταλάβη· καί σέ έκανε νά άλλάξης όλα αύτά μέ μία λίγη, μέ μία πικρή καί συχαμερή ήδονή· καί νά τά έξουθενώσης όλα σάν ένα τίποτε, όπως καί έκείνοι οί δύστροποι ’Ιουδαίοι, έξουθένωσαν τήν άντίτυπο τού Παραδείσου Ιερουσαλήμ· «Καί καταφρόνησαν γή έπιθυμητή» (Ψαλμ. 105,24).


    Γ) Σκέψου ότι οί άμαρτίες αύτές σού προξένησαν τήν αιώνια κόλασι, τό άσβεστο έκείνο πΰρ, τό τρίξιμο τών δοντιών, τόν σκώληκα τόν άκοίμητο, τόν βασανισμό όλων τών αισθήσεων τού σώματος καί όλων τών δυνάμεων τής ψυχής σου, ή οποία θά έχη παντοτεινά έκείνο, πού μισεί καί δέν θά έχη ποτέ έκείνο, πού επιθυμεί. Έκεί δέν θά άπολαύσης ποτέ καμμία ήδονή, δέν θά δής πλέον κανένα σου φίλο, δέν θά μιλήσης πλέον μέ κανένα σου συγγενή, δέν θά λάβης ύπνο ποτέ, δέν θά βρής καμμία άνάπαυσι ούτε μία στιγμή άπό έκείνους τούς δημίους δαίμονες, πού θά σέ βασανίζουν καί, γιά νά μιλήσουμε γενικά, σκέψου, ότι οί άμαρτίες σέ έκαναν νά κερδίσης μία αιωνιότητα τών άπειρων έκείνων βασάνων τής κολάσεως, τής όποιας μία μόνο στιγμή, υστέρα άπό τόσες μυριάδες χρόνων, όση είναι ή άμμος τής θάλασσας, όσα είναι τά άστρα τού ούρανού, όσες είναι οί σταλαγματιές τής βροχής, όσα είναι τά φύλλα τών δένδρων καί τά άτομα τού άέρα, δέν θά περάση ή στιγμή έκείνη ποτέ ποτέ. «Καί θά βασανισθούν μέ φωτιά καί θειάφι... καί ό καπνός άπό τά βασανιστήριά τους θά άνεβαίνη αιώνια» (Άποκ. 14,10-11).



    Αύτά σκεπτόμενος, κατά δεύτερο λόγο, άγαπητέ, βεβαιότατα θά κατανύξης τήν καρδιά σου καί θά άποκτήσης τήν προαναφερθείσα έπιτριβή, λυπούμενος, άν όχι γιά άλλο, άλλά τούλάχιστον διότι μέ τίς άμαρτίες σου, έσύ ό ίδιος είσαι, πού έπαθες μία άμέτρητη ζημία· ζημία τής όποιας, έάν δοθή όλος ό κόσμος μέ όλα του τά βασίλεια, δέν είναι άντάξιος νά πληρώση ουτε ένα πολλοστημόριο.

    Άχ!, καί είναι λίγη ζημία, είναι λίγη λύπη, τό νά χάσης, άθλιε άμαρτωλέ, τόν Θεό, ό όποίος είναι όλος γλυκασμός, όλος εύφροσύνη, όλος έπιθυμία καί όλος άχόρταστος χορτασμός; ό όποίος είναι όλος φως καί άρχή τού φωτός, όλος ζωή καί άρχή τής ζωής, όλος σοφία καί άρχή τής σοφίας; Είναι λίγη λύπη νά χάσης τόν Θεό, τού όποίου ή (αραιότητα ξεπερνά κάθε ώραιότητα, ή σοφία του κάθε σοφία, ή γλυκύτητά του κάθε γλυκύτητα; τού όποίου μία μόνον άκτίνα τής δόξας, άν έλαμπε στόν άδη, άμέσως ό άδης θά γινόταν Παράδεισος;

    Είναι λίγη λύπη νά χάσης τόν άναρχο Πατέρα, τόν συνάναρχο Υιό καί τό Πανάγιο Πνεΰμα, τόν ένα Τρισυπόστατο Θεό, άπό τόν όποίο κάθε ώραΐο έχει τήν ώραιότητα, κάθε λαμπρό τήν λαμπρότητα, κάθε ζώο τήν ζωή, κάθε νοερό τήν νόησι καί κάθε όν τήν οντότητα;

    Μέ έναν λόγο· είναι λίγη λύπη τό νά χάσης, ταλαίπωρε, τόν Θεό σου, πού είναι τό άκρο άγαθό, ή άρχή καί τό μέσον καί τό τέλος τού είναι σου; «Γνώρισε καί δές (σού φωνάζει αύτός ό ίδιος Θεός) γνώρισε καί δές, ότι είναι πικρό γιά έσένα νά έγκαταλείψης έμένα, λέει ό Κύριος ό Θεός σου» (Ίερεμ. 2,19). Γι’ αύτό είπε ό μέγας Βασίλειος, ότι, καί άν δέν κολασθή κανείς καί άν καί δέν βασανισθή, όμως τό νά στφηθή μόνο τόν Θεό, είναι πιό άνυπόφορο άπό όλες τίς μελλοντικές κολάσεις· «Ή άποξένωσις καί ή άποστροφή τού Θεού είναι άφορητότερη καί άπό τών άναμενομένων κολάσεων, καί βαρύτερο σέ αύτόν πού έπαθε κάτι, όπως ή στέρησις τού φωτός στόν οφθαλμό καί άν δέν ύπάρχη πόνος καί ή ζωή στό ζώο» (Όρ. κατά Πλάτ. β'). Καί άν ό Ήσαϋ, έπειδή έχασε τά πρωτοτόκια καί τήν εύλογία τού πατέρα του ’Ισαάκ, λυπήθηκε τόσο, πού έβγαλε μία πολύ πικρή καί φοβερώτατη φωνή· «Συνέβη, όταν άκουσε ό Ήσαϋ... φώναξε μέ πολλή μεγάλη φωνή καί μέ μεγάλη πικρία» (Γεν. 27,34)· πώς έσύ, τρισάθλιε, νά μή φωνάξης μέχρι τόν ούρανό; πώς έσύ, ταλαίπωρε, νά μήν άναστενάξης άπό τά βάθη τής καρδιάς, έπειδή έχασες τόσες ύπερφυσικές εύλογίες καί χάριτες τού έπουράνιου Πατέρα σου; Πού στερήθηκες τό γλυκύτατο πρόσωπο τής Μητέρας τού Θεού, τού όποίου ή θεωρία είναι μετά άπό τόν Θεό μία δεύτερη μακαριότητα στόν Παράδεισο καί έχασες παντοτεινά αύτήν τήν σπλαγχνικώτατη Μητέρα τών Χριστιανών, τής οποίας προσκυνούσες τούς Ναούς καί τίς ιερές εικόνες καί φώναζες σέ κάθε θλΐψι σου τό όνομά της καί άμέσως σέ ύπάκουε; πού στερήθηκες τήν πάντερπνη συναναστροφή όλων τών Αγγέλων καί τών Αγίων, τούς οποίους έώρταζες καί άκουγες καί διάβαζες καθημερινά τά ιερά τους βιβλία; καί διότι, άντίθετα, άντί γιά όλα αύτά τά άγαθά, κληρονόμησες μία άπειρία κακών καί βασάνων; Μέ συντομία, πώς έσύ νά μή θρηνήσης, άμαρτωλέ, διότι χάνοντας τόν Θεό σου, μέ αύτόν έχασες όλα όλα μαζί;

     Ώ, χαμός άπειρος! ώ χαμός άμέτρητος! είμαι βέβαιος, άδελφέ, ότι άν έβλεπες μία φορά αύτόν τόν μεγάλο χαμό, πού δέχθηκες μέ τίς άμαρτίες σου, θά φώναζες σάν τόν Βασιλιά έκείνον, πού έλεγε στόν καιρό τού θανάτου του, ότι τά έχασε όλα· διότι χάνοντας τόν Θεό, έχασε καί κορμί καί ψυχή καί γή καί ούρανό καί πρόσκαιρα καί αιώνια καί όλα, τά πάντα. «Τά χάσαμε όλα· στερηθήκαμε τό κάθε τι». Είμαι βέβαιος, ότι, άν έβλεπες συγκεντρωμένα μπροστά σου όλα αύτά, πού έχασες, χίλιες φορές θά άποφάσιζες νά μήν άμαρτήσης πλέον, άλλά νά διορθωθής καί νά ζήσης μία άγια ζωή· όπως διωρθώθηκε καί έκείνος ό νέος, ό όποίος χάνοντας πολλές φορές στό παιγνίδι τών χαρτιών χρήματα πολλά, διότι δέν τά έβλεπε κατόπιν καθόλου, έπειδή έχασε μία ήμέρα δώδεκα χιλιάδες δουκάτα καί τά είδε μπροστά του συγκεντρωμένα καί τοποθετημένα άπό τόν πατέρα του σέ είκοσι τέσσερις σακκούλες, τρόμαξε ό δυστυχής στήν μεγάλη αύτή άπώλεια καί άπό τότε άποφάσισε καί δέν τά έπαιξε πλέον.

 Ή γιά τά πρόσκαιρα άγαθά λύπη είναι άνωφελής.


    Γνώριζε άκόμη καί αύτό, άδελφέ, ότι δέν πρέπει νά λυπάσαι, έάν γιά τίς άμαρτίες σου χάσης κανένα φυσικό καί πρόσκαιρο άγαθό ή τά τέκνα σου ή τήν γυναίκα σου, ή καί αύτήν άκόμη όλη τήν βασιλεία τού κόσμου καί αύτήν άκόμη τήν ίδια σου ζωή· διότι ή λύπη αύτή δέν σού υπολογίζεται γιά μετάνοια, άλλά είναι μάταιη καί άνωφελής καί στόν Θεό άπρόσδεκτη. Αυπήθηκε καί ό Σαούλ, όταν άκουσε άπό τόν Σαμουήλ, ότι θά χάση τό βασίλειο καί τήν ίδια τήν ζωή τόσο, πού άπό τόν φόβο του έπεσε κάτω στήν γή· «Καί έσπευσε ό Σαούλ, καί έπεσε κάτω στήν γή» (Α' Βασιλ. 28,20)· άλλά άδικα. Κατάλαβε καί ό Άντίοχος τά κακά πού έκανε, όταν είδε ότι χάνει συγχρόνως καί ζωή καί βασιλεία, μέ τόν πικρό έκείνο θάνατο· άλλά άδικα, γι’ αύτό καί συμπληρώνει ή Γραφή· «Προσευχόταν ό μιαρός πρός Δεσπότη, ό όποίος δέν έπρόκειτο νά τόν έλεήση» (Β' Μακκαβ. 9,13). Δέν θέλω νά άναφέρω, ότι ή λύπη πού γίνεται γιά κοσμικά καί πρόσκαιρα άγαθά, όχι μόνον είναι άνώφελη στόν άμαρτωλό, άλλά τού προξενεί καί θάνατο,όπως λέει ό Παύλος «Ή λύπη τού κόσμου προξενεί θάνατο» (Β' Κορινθ. 7,10).


 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'

 Πώς πρέπει νά έξομολογήται ό άμαρτωλός.


    Άφού λοιπόν έτσι σκεφθής τίς άμαρτίες σου, σύντροφέ μου αμαρτωλέ, [187]  καί προετοιμασθής μέ τήν συντριβή αύτή καί τήν έπιτριβή, τότε πήγαινε στόν έμπειρο Πνευματικό, πού είπαμε, καί, άν είναι μακριά ή κατοικία του, μή φανής οκνηρός, όπως δέν φαίνεσαι οκνηρός νά πας καί στόν μακριά όντα έμπειρο ιατρό γιά τήν σωματική σου ασθένεια άλλά πές καί έσύ όπως ό Άσωτος έκείνος υιός· «Θά σηκωθώ καί θά πάω πρός τόν Πατέρα μου» (Λουκ. 15,18).

    Άφού λοιπόν έλθης πρός αύτόν, όταν έκείνος σού πή νά έξομολογηθής τίς άμαρτίες σου μπροστά στόν Δεσπότη Χριστό, τότε, έσύ, άφού γονατίσης μπροστά στήν ιερή του εικόνα, πές· «Πατέρα, άμάρτησα καί σέ έσένα· δέν είμαι άξιος νά όνομάζωμαι υιός σου» (ό. π.)· άλλά, νά, σήμερα διά μέσου αύτού τού Πνευματικού μου Πατρός «θά σέ δοξολογήσω μέ τήν ειλικρίνεια τής καρδιάς» (Ψαλμ. 118,7). Καί έτσι άρχίζεις νά έξομολογήσαι.

Τί είναι ή Έξομολόγησις.


    Πρίν όμως νά άρχίσης, γνώριζε ότι ή έξομολόγησις είναι μία θεληματική φανέρωσις τών πονηρών έργων καί λόγων καί λογισμών μέ τό στόμα, κατανυκτική, κατηγορητική, εύθεία, χωρίς ντροπή, άποφασιστική, πού γίνεται μπροστά σέ νόμιμο Πνευματικό.




 Ή Έξομολόγησις πρέπει νά είναι θεληματική.


    Λοιπόν καί έσύ, άδελφέ, α') πρέπει νά έξομολογήσαι μέ τό ίδιο τό στόμα σου [188]  όλα τά πονηρά έργα σου, όλα τά πονηρά λόγια σου καί όλους τούς πονηρούς λογισμούς σου· όχι άπό κάποια βία ή άνάγκη, άλλά θεληματικά καί άπό μόνος σου, λέγοντας μέ τόν Δαυίδ· «Μέ όλη μου τήν θέλησί θά τόν δοξολογήσω» (Ψαλμ. 27,7)· όχι νά περιμένης νά σέ ρωτά ό Πνευματικός, άλλά έσύ πρώτος νά τίς έξομολογήσαι189. Μή μοιάζης καί έσύ ώς πρός αύτό μέ τόν βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, ό όποίος δέν έλεγε ό ίδιος στους μάγους τό όνειρο, πού είδε καί υστέρα οί μάγοι νά τό έρμηνεύσουν· άλλά ζητούσε νά τού πούν έκείνοι καί τό όνειρο καί τήν έξήγησί του· «Θά μού πήτε όμως καί τό όνειρο καί τήν ερμηνεία του» (Δανιήλ 2,6)· άλλά έσύ πές πρώτα τό όνειρό σου, δηλαδή τίς άμαρτιές σου, καί τότε νά τίς άκούση ό Πνευματικός καί νά τίς διορθώση.

 Ή Έξομολόγησις πρέπει νά είναι κατανυκτική.


    Πρέπει νά έξομολογήσαι κατανυκτικά μέ πολλή ταπείνωσι καί μέ συντετριμμένη καρδιά, όπως έξωμολογείτο ή Πόρνη τίς άμαρτίες της, όπως ή Χαναναία καί όπως ό Τελώνης προσευχόταν, γιά νά δεχθή ό Θεός τήν έξομολόγησί σου καί νά σού δώση τήν άφεσι τών άμαρτιών σου· διότι «Καρδιά πού έχει συντριβή καί πού έχει ταπεινωθή ό Θεός ποτέ δέν θά τήν έξουθενώση» (Ψαλμ. 50,19). Τήν κατάνυξι όμως αύτή καί τήν ταπείνωσι πρέπει νά δείχνης καί όταν άκόμη σέ έλέγχη ό Πνευματικός γιά κάποιο σου άμάρτημα, σιωπώντας καί μή θυμώνοντας, ουτε κόβοντας τά λόγια του, άλλά δεχόμενος τόν έλεγχο μέ χαρά, σάν νά σού τόν κάνη ό ίδιος ό Θεός. Τί λέω νά τόν δέχεσαι μέ χαρά; άν ύπάρχη τρόπος πρέπει ώς κατάδικος νά σκύβης στήν γή καί νά βρέχης τά πόδια του μέ τά δάκρυά σου, όπως σέ συμβουλεύει ό 'Άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος· «Γίνε καί μέ τό ήθος καί μέ τόν λογισμό σάν κάποιος κατάδικος στήν έξομολόγησι σου, βλέποντας στήν γή, καί έάν είναι δυνατό, μέ δάκρυα βρέχοντας τά πόδια τού ίατρού, όπως τού Χριστού» (Λόγ. δ’).

 Ή Έξομολόγησις πρέπει νά είναι κατηγορητική.


    γ) Πρέπει νά μή κατηγορής τόν ένα καί τόν άλλον όταν έξομολογήσαι, προφασιζόμενος, ότι αύτοί έγιναν αίτιοι νά άμαρτήσης, όπως καί ό Άδάμ προφασίσθηκε τήν Εΰα καί ή Ευα τόν όφι· όχι· άλλά μόνο καί μόνο νά κατηγορής τόν έαυτό σου καί τήν κακή σου προαίρεσι· «Έάν θέλης νά κατηγορήσης, (σού λέει ό θείος Χρυσόστομος Όμιλ. να στόν Ματθ.) κατηγόρησε τόν έαυτό σου»· καί ό Παροιμιαστής· «Ό δίκαιος είναι κατήγορος τού έαυτού του» (Παροιμ. 18,17)· έαυτού λέει καί όχι τών άλλων, ώστε νά μή αύξήσης μέ τήν έξομολόγησι τίς άμαρτίες σου, προσθέτοντας καί τήν κατάκρισι. Τί νά λές όμως στόν Πνευματικό, σέ συμβουλεύει ό Ιωάννης τής Κλίμακος (Λόγ. δ')· «Πές καί μή ντραπής· δικό μου είναι τό τραϋμα, Πάτερ, δική μου ή πληγή, άπό τήν δική μου άδιαφορία έγινε καί όχι άπό άλλου· κανένας δέν είναι αίτιος αύτής, ούτε άνθρωπος, ουτε πνεΰμα, ουτε σώμα, ούτε κάτι άλλο, παρά ή δική μου άδιαφορία».

 Ή Έξομολόγησις πρέπει νά είναι εύθεία.


    δ') Πρέπει νά έξομολογήσαι μέ άλήθεια καί εύθύτητα τής καρδιάς σου, φανερώνοντας όλες σου τίς άμαρτίες έτσι, όπως τίς διέπραξες μέ όλα τά περιστατικά τού τόπου, τού χρόνου, τού προσώπου, τής αιτίας, τού άριθμού καί τού τρόπου, [190]  χωρίς νά προσθέσης ή νά άφαιρέσης, χωρίς νά λές τίς μισές άμαρτίες σου σέ έναν Πνευματικό καί τίς μισές σέ άλλον, όπως κάνουν μερικοί πονηροί, χωρίς νά τίς λές μέ κάποια λόγια τεχνικά, μέ τά όποια καί κρύβεις συγχρόνως άλλά καί φανερώνεις τήν άμαρτία σου, μέ σκοπό νά λιγοστεύσης τήν ντροπή· άλλά νά έξομολογήσαι άπλά καί ίσια, μέ καρδιά άδολη καί άληθινή, διότι έάν έξομολογηθής μέ δόλο καί επιφανειακά μόνο, νά γνωρίζης, ότι όχι μόνο θά γίνη μισητή ή έξομολόγησις σου κοντά στόν Θεό, πού άγαπά πάντοτε τήν άλήθεια· «’Ιδού γάρ άλήθειαν ήγάπησας» (Ψαλμ. 50,8), άλλά άκόμη καί οί άμαρτίες σου, πού έξωμολογήθηκες, θά ξεφυτρώσουν πάλι μετά άπό λίγο μέσα σου, όπως ξεφυτρώνουν καί οί άσπρες τρίχες σέ έκείνους τούς γέροντες, πού δέν τίς ξερριζώνουν, άλλά επιφανειακά μόνο τίς ξυρίζουν· μέ αύτό μοιάζεις καί έσύ ώς πρός αύτό, όπως λέει ό Δαυίδ· «Σάν μέ άκονισμένο ξυράφι έργάσθηκες δόλια» (Ψαλμ. 51,4) [191]


 Ή Έξομολόγησις πρέπει νά γίνεται χωρίς ντροπή.


    ε') Πρέπει νά έξομολογήσαι χωρίς ντροπή, διότι ή ντροπή, πού δέχεσαι όταν έξομολογήσαι, σού προξενεί δόξα καί χάρι κοντά στόν Θεό, σύμφωνα μέ τόν Σειράχ· «'Υπάρχει ντροπή, πού οδηγεί στήν άμαρτία καί ύπάρχει ντροπή, πού είναι δόξα καί χάρις» (Σοφ. Σειράχ 4,21). Ή ντροπή αύτή σέ κάνει νά έλευθερωθής άπό τήν μέλλουσα ντροπή, πού θά γίνη κατά τήν φοβερή ήμέρα τής Κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν τής Κλίμακος (Λόγ. δ')· «Δέν είναι δυνατό έκτος αισχύνης, νά άπαλλαγής άπό τήν αισχύνη»· καί σύμφωνα μέ τόν Θεολόγο Γρηγόριο (Λόγ. στό Βάπτισμα)· «Μήν άπαξιώσης νά έξομολογηθής τήν άμαρτία σου, ώστε τήν έκεί αισχύνη νά τήν άποφύγης μέ αύτήν πού γίνεται έδώ· έπειδή καί αύτό είναι μέρος τής έκεί κολάσεως καί νά δείξης, ότι όντως μίσησες τήν άμαρτία, άφού τήν διαπόμπευσες καί φάνηκες νικητής έναντίον της, ώς άξια περιφρονήσεως». Τί ντρέπεσαι, άμαρτωλέ; όταν έκαμνες τήν άμαρτία δέν ντρεπόσουνα καί τώρα πού ζητείς νά τήν ξεφορτωθής, ντρέπεσαι; άχ τρελλέ! καί δέν ξέρεις πώς ή ντροπή αύτή είναι τού διαβόλου, ό όποίος, όταν κάνης τήν άμαρτία, σού δίνει θάρρος καί άδιαντροπιά, καί όταν τήν έξομολογήσαι, σού προκαλεί φόβο καί ντροπή; έτσι μαρτυρεί ό Χρυσόστομος· «Αύτά τά δύο είναι, άμαρτία καί μετάνοια· στήν άμαρτία, ύπάρχει όνειδος, γέλως· στήν μετάνοια, έπαινος, παρρησία· άλλά άντιστρέφει τήν τάξι ό Σατανάς καί δίνει σέ έκείνους, πού τόν ύπακούουν, στήν μέν άμαρτία τήν παρρησία, ένώ στήν μετάνοια τήν αισχύνη έσύ όμως μή πεισθής σέ αύτόν» (Λόγ. περί Μεταν.) [192]

    Γι’ αύτό διαβάζουμε στά Πατερικά, ότι ένας ένάρετος πατέρας είδε τόν διάβολο όφθαλμοφανώς νά πηγαίνη συχνά στά έξομολογητήρια τών Πνευματικών, γιά νά δίνη ντροπή στούς έκεί έξομολογουμένους άμαρτωλούς. Ό Θεός δέν σού έδωσε Πνευματικό κανένα Άγγελο ή κάποιον Αρχάγγελο, γιά νά ντραπής, άλλά έναν άνθρωπο, έναν ομοιοπαθή σάν καί έσένα, γιά νά μή ντραπής καί σύ γιατί νά ντρέπεσαι; Έάν όμως, ύποθετικά, έμαθες άπό άλλους ή έσύ ύποπτεύεσαι, ότι ό Πνευματικός σου φανερώνει σέ άλλους τίς άμαρτίες· αύτό, άδελφέ μου, άς μή σέ έμποδίση άπό τήν έξομολόγησι, διότι είναι πλάνη τού διαβόλου, μέ τήν όποια ζητεί νά καταστρέψη τήν ψυχή σου· καί έάν μέν έκείνος τίς φανερώση (πού είναι πολύ δύσκολο, γιά νά μή πω καί άδύνατο νά τό κάνη), έκείνος θά δώση άπολογία στόν Θεό, γιά τό κακό αύτό, πού κάνει· ένώ έσύ, πού έξωμολογήθηκες, είσαι τελείως άθώος καί συγχωρη μένος γιά τίς άμαρτίες σου. Έτσι σέ πληροφορεί ό Άγιος Μελέτιος ό 'Ομολογητής (Βαθμ. ροα’)

    «Έάν κανείς πή την έξομολόγησι καί διαπόμπευση Αύτός θά δώση λόγο στόν Θεό κατά τήν κρίσι Ένώ αύτός πού έξαγορεύθηκε είναι έντελώς άθώος Καί τών σφαλμάτων του έντελώς άπαλλαγμένος.»

Όσοι μετανοούσαν, τόν παλαιό καιρό στέκονταν στήν πόρτα τής Εκκλησίας καί έξωμολογούντο τίς άμαρτίες τους σέ όλο τό πλήθος, πού έμπαινε στήν Εκκλησία, όπως λέει ό Σωζόμενος· «Άπό τήν άρχή φάνηκε καλό στούς Ιερείς, σάν σέ θέατρο μέ μάρτυρα τό πλήθος τής Εκκλησίας, νά ομολογούν τίς άμαρτίες» (Βιβλ ζ' κεφ. Ιστ’ καί ό νστ' καί οε' Κανόνας τού μεγάλου Βασιλείου τό ίδιο λένε

    Ένας δίκαιος Ίώβ δέν ντρεπόταν νά έξομολογήται μπροστά στό πλήθος, όπως τό διακηρύττει μόνος του· «Ποτέ δέν ντράπηκα τό πλήθος τού λαού, ώστε νά ομολογήσω ένώπιον αύτού τό πταίσμα μου» (Ίώβ 31,34), καί έσύ άδελφέ μου, άμαρτωλός όντας καί μπροστά μόνο σέ έναν άνθρωπο έξομολογούμενος, γιατί νά ντρέπεσαι; [193]


Οΐ άμαρτίες πρέπει νά φανερωθούν ή έδώ ή έκεί.


    'Ένα άπό τά δύο· ή έδώ κάτω στόν Πνευματικό μόνο πρέπει νά φανερώσης τίς άμαρτίες σου, άδελφέ, ή έκεί στόν φοβερό Κριτή. Άν έδώ τίς κρύψης, γνώριζε, ότι έκεί θά τίς παρουσιάση σάν σέ θέατρο οπωσδήποτε μπροστά σέ όλους τούς Αγγέλους καί τούς άνθρώπους ό φοβερός Κριτής μέ μεγάλο σου έλεγχο· Θά σού πή· «Θά σέ έλέγξω, καί θά παρουσιάσω ένώπιόν σου τίς άμαρτίες σου» (Ψαλμ. 49,21). Τί λέω ό Κριτής; αύτές οί ίδιες άνεξομολόγητες άμαρτίες σου θά σέ έλέγξουν τότε καί θά σέ παρουσιάσουν σάν σέ θέατρο σέ έκείνο τό παγκόσμιο κριτήριο· «Ή άποστασία σου θά σέ τιμωρήση καί ή κακία σου θά σέ έλέγξη» (Ίερεμ. 2,19) [194] · Γι’ αύτό καί ό θείος Χρυσόστομος σέ συμβουλεύει λέγοντας· «Αμαρτωλός είσαι; έλα στήν Εκκλησία, πρόσπεσε, κλάψε· άμάρτησες; έξομολογήσου στόν Θεό τίς άμαρτίες σου· πές έδώ, γιά νά μή έλεγχθής τότε άπό μυριάδες άγγέλους καί άνθρώπους καταντροπιαζόμενος. Πές μου, τί είναι προτιμότερο; Νά έξομολογηθής έδώ στήν Εκκλησία τού Θεού καί μόνο στόν Πνευματικό σου πατέρα ή έκεί νά δημοσιευθούν μπροστά σέ τόσες χιλιάδες;» (Τόμ. ζ', Λόγ. οζ').


 Άν μείνη άνεξομολόγητη μία μόνη άμαρτία, μένουν άσυγχώρητες καί οί ύπόλοιπες.


    Άλλά καί έάν έξομολογηθής όλες τίς άμαρτίες σου καί κρύψης άπό ντροπή μία μόνη, γνώριζε, ότι όχι μόνο καί οί άμαρτίες, πού έξωμολογήθηκες, μένουν άσυγχώρητες, [195]  άλλά προσθέτεις άκόμη έπάνω στόν έαυτό σου καί άλλη μία άμαρτία, τήν ιεροσυλία, γιά τό κρύψιμο αύτό, όπως λέει στό Έξομολογητάριο ό Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Γι’ αύτό καί ένας Διδάσκαλος σέ συμβουλεύει φρόνιμα ότι, έάν θέλης νά νικήσης τόν διάβολο, πού σού φέρνει τήν ντροπή, λέγε πρώτη άπό όλες έκείνη τήν άμαρτία, πού ντρέπεσαι περισσότερο.


 Ή Έξομολόγησις πρέπει νά είναι άποφασιστική.


    Έκτο καί τελευταίο, πρέπει νά έξομολογήσαι άποφασιστικά· δηλαδή νά κάνης μπροστά στόν Πνευματικό μία σταθερή καί βέβαια άπόφασι, ότι προτιμάς χίλιες φορές νά πεθάνης, παρά νά άμαρτήσης πλέον μέ τήν θέλησί σου, μέ τήν βοήθεια τής θείας χάριτος· διότι, έάν δέν κάνης τέτοια άπόφασι στήν καρδιά σου, λίγο θά σέ ώφελήση ή συντριβή, λίγο ή έξομολόγησις καί μετάνοιά σου, όπως λένε γενικά όλοι μαζί οί Διδάσκαλοι  [196]

    Γι’ αύτό όσοι δέν κάνουν τέτοια άπόφασι, τό ένα πόδι έχουν στόν Πνευματικό καί τό άλλο στήν άμαρτία· έξομολογούνται μέ τό στόμα καί μέ τήν καρδιά μελετούν πάλι νά κάνουν τήν άμαρτία, μοιάζοντας σέ αύτό μέ τόν σκύλο, ό όποίος άφού ξεράση, επιστρέφει πάλι στό ξέρασμά του, και μέ τόν χοίρο, ό όποίος, άφού πλυθή, κυλιέται πάλι στόν πρώτο του βούρκο, όπως λέει ό 'Άγιος Πέτρος· «Σέ αύτούς άποδεικνύονται άληθινές οί Παροιμίες· Τό σκυλί γυρίζει πίσω στό ίδιο του τό ξέρασμα, καί τό γουρούνι, άφού λουσθή, κυλιέται πάλι στόν βούρκο» (Β' Πέτρ. 2,22).

     Αύτοί, όπως λέει ό ιερός Αύγουστΐνος, δέν κόβουν τήν άμαρτία, άλλά τήν άναβάλλουν σέ άλλον καιρό· καί άπό συνήθεια μόνο έξομολογούνται, διότι έρχεται, άς πούμε, τό Πάσχα ή τά Χριστούγεννα ή έπειδή κινδυνεύουν γιά θάνατο καί όχι στήν πραγματικότητα.

     Διαβάζουμε στά Πατερικά, ότι ένας Άββάς έβλεπε τίς ψυχές πώς καταβαίνουν στόν Άδη, όπως καταβαίνει τό χιόνι στήν γή στήν μέση τού χειμώνα· καί γιατί άραγε αύτό; όχι έπειδή δέν έξομολογούνται οί Χριστιανοί (διότι σπάνια τυχαίνει νά πεθάνη κανείς άνεξομολόγητος)· άλλά έπειδή δέν έξομολογούνται καλά μέ άπόφασι νά μή άμαρτήσουν πλέον, διότι δέν σχίζουν τήν καρδιά τους μέ έναν άληθινό πόνο άποφασιστικής διορθώσεως, άλλά μόνο σχίζουν τά ίμάτιά τους, σύμφωνα μέ τόν Προφήτη, μέ έναν ψευδή καί επίπλαστο πόνο· «Σχίστε τίς καρδιές σας καί όχι τά ίμάτια σας» (Ίωήλ 2,13).

     Καί τί θά σέ ώφελήση, άδελφέ μου, έάν λές μόνο, «ήμαρτον, μετανοώ»; αύτό τό «ήμαρτον» τό είπε καί ό Σαούλ (Α' Βασιλ. 15,24), τό είπε καί ό Ιούδας (Ματθ. 27,4), άλλά δέν τούς ώφέλησε. Γι’ αύτό καί ό μέγας Βασίλειος λέει, ότι δέν ώφελείται άπό τήν έξομολόγησι, ούτε γενικά έξομολογείται έκείνος, πού λέει μόνο, ότι άμάρτησα, έπιμένει όμως πάλι στήν άμαρτία καί δέν τήν μισεί καί ότι δέν έχει κανένα όφελος άπό τίς άδικίες, πού τού συγχώρησε ό Πνευματικός, έάν πάλι αύτός άδικεί «Ούτε αύτός πού είπε άμάρτησα, καί κατόπιν επιμένει στήν άμαρτία, αύτός έξομολογείται άλλά σύμφωνα μέ τόν Ψαλμό, έκείνος πού βρήκε τήν άμαρτία του καί τήν μίσησε· διότι τί ώφελείται ό άσθενής άπό τήν έπίσκεψι τού ίατρού, όταν άσχολήται μέ όσα φθείρουν τήν ζωή; έτσι κανένα όφελος δέν προκύπτει σέ έκείνον πού συγχωρούνται τά άδικήματα, όταν ό ίδιος άκόμη άδικεί» (Στήν άνέκδοτη σειρά τού Νικήτα στόν Ψαλτήρ. Ψαλ. λε').

    Τό παν τής μετανοίας σου στέκεται στό νά άποφασίσης νά άλλάξης ζωή. [197]  Μή πής, έάν μπορέσω, θά διορθωθώ· ή, ήθελα νά μήν άμαρτήσω· όχι έτσι· άλλά νά λές· άποφασίζω νά διορθωθώ, θέλω νά μήν άμαρτήσω πλέον, μέ τέτοια σταθερή, άμετάθετη καί άποφασιστική θέλησί, όπως δέν θέλω ποτέ νά πιώ ένα ποτήρι γεμάτο φαρμάκι, όπως δέν θέλω ποτέ νά γκρεμισθώ άπό έναν γκρεμό καί όπως δέν θέλω ποτέ νά φονευθώ.

    Έπειδή όμως ή θέλησις τού άνθρώπου δέν μπορεί νά μένη σταθερή χωρίς τήν θεία βοήθεια, έμεϊς σού σχηματίσαμε μία Εύχή, πώς νά ζητάς άπό τόν Θεό αύτήν τήν βοήθεια, τήν όποια βλέπε παρακάτω στό τέλος τού έκτου Προφυλακτικού. [198]




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'


Πώς πρέπει νά δέχεται μέ χαρά τόν κανόνα του ό άμαρτωλός. Τί είναι ή Ίκανοποίησις.


    Μετά τήν έξομολόγησι άκολουθεί τό τρίτο μέρος τής μετανοίας, δηλαδή ή Ίκανοποίησις, ή όποια είναι μία έμπρακτη τελείωσι τού κανόνα, πού θά δώση ό Πνευματικός, όπως τήν ορίζει ό Φιλαδέλφειας Γαβριήλ στό περί Μυστηρίων.

    Λοιπόν καί έσύ, σύντροφέ μου άμαρτωλέ, πρέπει νά δέχεσαι μέ χαρά μεγάλη τόν κανόνα, πού θά σού δώση ό Πνευματικός, είτε νηστεία είναι, είτε γονυκλισίες, είτε έλεημοσύνη, είτε κάτι άλλο. Καί πρό πάντων, νά δέχεσαι ολόψυχα τήν άποχή τής Κοινωνίας σέ τόσα χρόνια πού θά σέ όρίση· διότι μέ αύτήν τήν λίγη παιδεία έξημερώνεις τήν μεγάλη όργή, πού έχει ό Θεός έναντίον σου· μέ αύτόν τόν πρόσκαιρο κανόνα, γλυτώνεις άπό τόν παντοτεινό κανόνα τής κολάσεως.

Παραδείγματα έκείνων, πού κανονίσθηκαν γιά τίς άμαρτίες τους.


    Έάν ή άδελφή τού Μωυσή δέν διωχνόταν έξω άπό τήν παρεμβολή έπτά ήμέρες, δέν θά καθαριζόταν άπό τήν λέπρα (Άριθμ. 12,14). Έάν έκείνος πού πόρνευσε στήν Κόρινθο, δέν παραδιδόταν στόν Σατανά, δέν θά σωζόταν ή ψυχή του (Α' Κοριν. 5,5).

    Έτσι καί έσύ, άδελφέ, έάν δέν λάβης τήν λίγη αύτή παιδεία τού κανόνα, ούτε άπό τήν λέπρα τής άμαρτίας τελείως καθαρίζεσαι, ουτε ή ψυχή σου σώζεται. Πραγματεία είναι αύτή, άγαπητέ, πολυκερδής καί μεγάλη κοντά στούς φρονίμους. "Ενα δίνεις καί γλυτώνεις άπό εκατομμύρια· λαμβάνεις προσωρινά καί γλυτώνεις άπό αιώνια.

    Ό Βασιλιάς Δαυίδ γιά ίκανοποίησι τών άμαρτιών του διώχθηκε άπό τό βασίλειό του άπό τόν ίδιο του υιό Άβεσσαλώμ. Περπατούσε τά βουνά καί τά λαγκάδια μέ γυμνά πόδια, βριζόταν καί λιθοβολείτο άπό τόν Σεμεί, κατεφρονείτο άπό όλους· καί έσύ ζητείς νά έξιλεώσης τόν Θεό χωρίς κανένα κανόνα; άνόητος πού είσαι! Ό μέγας Θεοδόσιος ό βασιλιάς έκανε μία περιβόητη ίκανοποίησι στά Μεδιόλανα, καθώς δέχθηκε έντολή άπό τόν 'Άγιο Αμβρόσιο· ό Βασιλιάς Ρωμανός, ό Γέρων καί Λεκαπηνός, γιά τούς όρκους πού παρέβηκε, άφού μετανόησε έγινε Μοναχός καί όταν έπρόκειτο νά φάη ψωμί, είχε ένα παιδί, πού τόν κτυπούσε στά πόδια μέ φραγγέλιο γιά ίκανοποίησι καί τού έλεγε· «Μπές κακομόναχε στήν τράπεζα» (Δοσιθ. Βιβλίον ζ' Σελ. 743). Καί άλλος Βασιλιάς γιά έναν φόνο, πού έκανε, κανονίσθηκε νά πάη έπάνω σέ ένα όρος ύψηλό μέ γυμνά πόδια καί έκεί έπάνω όντας γδυμένος τήν βασιλική στολή, πέρασε μία ολόκληρη τεσσαρακοστή ήμερων μέ μόνο ψωμί καί νερό, μέ παντοτεινή προσευχή καί σιωπή, κοιμισμένος έπάνω στήν σκληρή γή. Καί άλλοι πολλοί Βασιλείς δοκίμασαν αύστηρότατες ικανοποιήσεις γιά τίς άμαρτίες τους. Καί έσύ, άμαρτωλέ, είσαι τάχα μεγαλύτερος άπό αύτούς; ή έχεις εύγενέστερο καί τρυφερώτερο κορμί καί δέν δέχεσαι τόσον λίγο κανόνα τού Πνευματικού σου γιά τίς άμαρτίες σου; Μή σέ πλανέση ό λογισμός, ότι δίνεις χρήματα καί έξαγοράζεις τόν κανόνα σου. Αύτοί οί Βασιλείς είχαν περισσότερα χρήματα άπό έσένα καί μπορούσαν νά δώσουν έκατομμύρια, μόνο νά μή δεχθούν αύτούς τούς κανόνες· άλλά αύτό δέν μπορεί νά γίνη, καί άν άκόμη δώση κανείς καί ολόκληρο βασίλειο, έπαδή ή άδέκαστη δικαιοσύνη τού Θεού, μέ άλλον τρόπο δέν εύχαριστείται, παρά τό σώμα πού άμάρτησε, έκείνο τό ίδιο καί νά παιδευθή.

Έάν όμως βρεθή καί κανένας φιλοκερδής Πνευματικός καί σού πή νά τού δώσης χρήματα καί αύτός σέ συγχωρή, πρόσεχε νά μή τόν πιστέψης· διότι δέν μπορεί μέ τέτοιον τρόπο νά σέ συγχωρήση καί μόνο τά χρήματά σου χάνεις καί πάλι μένεις άσυγχώρητος [199]  διότι ό Άγιος ’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης γράφει σέ έναν τέτοιο Πνευματικό, ότι οΐ Πνευματικοί δέν μπορούν νά συγχωρούν τούς πλουσίους μέ τήν δόσι τών χρημάτων καί ότι αύτοί δέν είναι αύθέντες καί κύριοι τής συγχωρήσεως ή κληρονόμοι τού θείου θυσιαστηρίου, όπως έκείνοι οί άσεβείς, πού έλεγαν· «’Ελάτε νά κληρονομήσουμε γιά τόν έαυτό μας τό άγιαστήριο τού Θεού· διότι αύτοί πού προσφέρουν θυσίες γιά τά δικά τους άμαρτήματα, όπως είπε ό Απόστολος, δέν θα μπορούσαν άπό αύθεντία, καί άν άκόμη είναι πλούσιοι, νά συγχωρούν τίς άμαρτίες τών άμετανόητων» (Έπιστ. ξα' Ζωσίμω). Βλέπε καί στίς άρχές τού Θ' κεφ. τής Διδασκαλίας τού Πνευματικού.


Όποιος φυλάει τόν κανόνα του, είναι τέκνο γνήσιο τής Εκκλησίας.


     Έάν φυλάξης τόν κανόνα τού Πνευματικού σου, δείχνεις ότι άληθώς μετανοείς καί είσαι γνήσιο τέκνο τού Θεού καί τής Αγίας Εκκλησίας, ή όποια ώρισε τήν παιδεία αύτή. Έάν όμως άντιθέτως άθετήσης τόν κανόνα τού Πνευματικού σου, είναι σημάδι πώς ή μετάνοιά σου δέν είναι άληθινή, άλλά ψεύτικη· σημάδι πώς δέν είσαι τέκνο γνήσιο τού Θεού καί τής Εκκλησίας, καθώς λέγει ό Παϋλος· «Ποιό παιδί δέν τό διαπαιδαγωγεί ό πατέρας του; Έάν δέν έχετε τήν διαπαιγώγησι πού έχουν πάρει όλοι, τότε είσθε νόθα καί όχι γνήσια παιδιά» (Έβρ. 12,8) [200]


Όποιος μετανοεί, άπό μόνος του πρέπει νά ζητή περισσότερον κανόνα.


    Θέλω νά πω καί τό έξής· ότι, καί άν τυχόν ό Πνευματικός θέλη νά σού δώση μιρόν κανόνα, έσύ πρέπει άπό μόνος σου νά τόν παρακαλής νά σού δώση μεγάλον, καθώς τό κάνουν καί άλλοι πολλοί, πού μετανοούν θερμά, γιά νά έξιλεώσης μέ τόν πρόσκαιρο αύτόν κανόνα τήν θεία δικαιοσύνη περισσότερο καί νά πληροφορηθής καλύτερα, ότι ό Θεός σού χάρισε τήν αιώνια τιμωρία, όπου θά έπαιρνες γιά τήν άμαρτία [201]



 Ή έδώ πρόσκαιρα ή έκεί αιώνια πρέπει νά λάβη τόν κανόνα του ό άμαρτωλός.


    Μέ συντομία σού λέμε, ότι ένα άπό τά δύο πρέπει νά διαλέξης, άδελφέ· ή έδώ πρόσκαιρα νά λάβης τόν κανόνα τών άμαρτιών σου ή έκεί αιώνια. Έάν τόν λάβης έδώ, γλυτώνεις τόν έκεί· έάν έδώ δέν τόν λάβης, οπωσδήποτε θά τόν λάβης έκεί αιώνιο· καθώς καί ό Φιλαδέλφειας Γαβριήλ γράφει στό περί Μυστηρίων· «Στούς όποίους (κανόνες δηλαδή) έάν δέν πεισθή, άναγκαστικά θά στολή στά έκεί δικαστήρια καί θά δώση λόγο γιά όσα άνοσιουργήματα διέπραξε, έπειδή άθέτησε τούς θεσμούς τής Αγίας ’Εκκλησίας». Άλλά έκτος άπό αύτά πού λέχθηκαν, έάν έσύ δέν συμφωνήσης στόν λόγο τού Πνευματικού καί δέν δεχθής τόν κανόνα τόν νόμιμο, πού θά σού δώση, γνώριζε ότι ό Πνευματικός δέν έχει έξουσία νά σέ συγχωρήση, όπως λέει ό μέγας Βασίλειος· «Ή έξουσία τής άφέσεως δέν δίνεται έλείθερα, άλλά μέ τήν ύπακοή τού μετανοούντος καί μέ τήν συμφωνία έκείνου, πού φρόντιζα γιά τήν ψυχή του· διότι έχα γραφή γιά τούς παρόμοιους ότι· «’Εάν δύο άπό σάς συμφωνήσουν στήν γή γιά ένα πράγμα πού θά ζητήσουν, ό ούράνιος Πατέρας μας θά τούς τό κάνη» (Όροι κατ’ έπιτ. ιό).

  Ό μετανοών πρέπει νά φυλάγη τήν άποχή τής Κοινωνίας.


    Σού λέμε καί τό σπουδαιότερο, άδελφέ, ότι πρέπε νά φυλάγης μέ άκρίβεα τήν άποχή τής Κοινωνίας, όσα χρόνια ήθελε νά όρίση ό Π νοηματικός σου· διότι ή άποχή αύτή dvai μία ίκανοποίησις τών ικανοποιήσουν, άναγκαία καί συστατική τής άληθινής μετανοίας σου. ’Επειδή, έάν τολμήσης νά κοινωνήσης σέ αύτά τά χρόνια, γίνεσαι δεύτερος ’Ιούδας καί έάν βιάσης τόν Πνευματικό νά σέ συγχωρήση, έσύ δέν είσαι πλέον μετανοών, άλλά ένας δυνάστης καί ένας τύραννος, πού βιάζας τούς Νόμους τούς Θεϊκούς καί τούς Κανόνες τών Αγίων Συνόδων καί τών Πατέρων. Γι’αύτό καί ή θεία Κοινωνία δέν θά είναι γιά συγχώρησι άμαρτιών σου, άλλά γιά κατάκρισι καί μεγαλύτερη κόλασι· καί γιά νά τό καταλάβης καλύτερα, έχει τό παράδειγμα αύτό· Όπους ένας πού έχει πληγές στό σώμα, πήγαινα καί τίς δείχνα στόν ιατρό καί παίρνα άπό αύτόν τήν έντολή νά τίς βάλη τό τάδε: έμπλαστρο καί έπί πλέον νά μή πιή κρασί, ουτε: νά φάη τό τάδε φαγητό, διότι οί πληγές του δέν θεραπεύονται· έτσι καί έσύ, άδελφέ μου, είχες νοητές πληγές στήν ψυχή σου, τίς άμαρτίες· πήγες καί τίς έδειξες στόν Πνευματικό, δηλαδή τίς έξωμολογήθηκες· ό Πνευματικός σέ ώρισε νά τίς βάλης έμπλαστρο, δηλαδή τόν κανόνα τής νηστείας, τής ξηροφαγίας, τών γονυκλισιών, τής ελεημοσύνης καί τής προσευχής. Άκόμη σού παρήγγειλε νά μή πιής, ουτε νά φάς τό τάδε φαγητό, δηλαδή νά μή κοινωνήσης τά θεία Μυστήρια. Λοιπόν έάν έσύ τού παρακούσης καί φάς, τί γίνεται; Οί πληγές σου καί οί άμαρτίες σου δέν θεραπεύονται, άλλά μάλλον χειρότερε; καί μεγαλύτερες γίνονται. Τί λέω ότι δέν θεραπεύονται; καί θάνατος άκόμη σού συμβαίνα ψυχικός καί σωματικός, όπους λέει ό θείος Παΰλος· «Γι’ αύτό άνάμεσά σας υπάρχουν πολλοί άσθενείς καί άρρωστοι καί έχουν πεθάνει άρκετοί» (Α Κορινθ. 11,30)· δηλαδή, έπειδή μερικοί άνάξια μεταλαμβάνουν, γίνονται άρρωστοι καί άσθενείς καί πεθαίνουν καί άρκετοί άπό αύτούς [202]  Σύμφωνα λοιπόν με τόν Παΰλο, άναφέρει καί ό μαθητής του Αρεοπαγίτης Διονύσιος. «Οί δέ ύπόλοιπες τάξας αύτών πού καθαίρονται (δηλαδή αύτών πού βρίσκονται σέ μετάνοια) εύλογα άπομακρύνονται άπό τά θεαρχικά σύμβολα καί άπό τίς ιερές έποψίες καί κοινωνία;· διότι μετέχοντας άνιέρως (δηλαδή χωρίς δέος καί φόβο) θά ζημωθούν καί θά δείξουν μεγαλύτερη περιφρόνησι στά θεία καί στόν έαυτό τους» (Έκκλησ. Ίεραρχ. κεφ. ζ”).

    Τελευταία σού λέμε, άδελφέ, ότι τόν κανόνα, πού θά σού δώση ό Πνευματικός, πρέπει νά τόν κάνης, όσο μπορείς γρηγορώτερα, όσο βρίσκεσαι στήν χάρι τού Θεού, καί νά μήν άναβάλης τόν καιρό, διότι δέν ξέρεις τί θά σού παρουσιάση ή έπόμενη ήμέρα· «Ού γάρ οιδας τί τέξεται ή έπιούσα» (Παρ. 27,1).

    Καί περισσότερο άπό όλα αύτά σέ συμβουλεύουμε άγαπητέ, νά μή πιστέψης ποτέ μέ τόν λογισμό σου, ότι γιά τόν δικό σου κανόνα, καί άν άκόμη είναι σκληρός καί πολύς, λύνονται καί συγχωρούνται οί άμαρτίες σου· όχι, άλλά γιά τό έλεος τού Θεού καί γιά τήν ίκανοποίησι τού Ίησού Χριστού (Βλέπε στό ι' κεφ. τής Διδασκαλίας τού Πνευματικού γιά τό Πώς κανονίζονται οί φονείς).



Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙΟΝ»                  

Σύντομη διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό πώς νά έξομολογή μέ βοηθό τούς Κανόνες τού άγίου Ίωάννου τού Νηστευτού έξηγημένους μέ άκρίβεια, γλαφυρή συμβουλή πρός τόν μετανοούντα πώς νά έξομολογήται, καί λόγο ψυχωφελή περί μετάνοιας.
               
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ψηφοποίηση σκανάρισμα, μορφοποίηση κειμένου και εικόνων  έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια (Διαβάστε και τούς όρους χρήσης του  ©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ) , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/





ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ



    187     Έάν ξέρης γράμματα, άδελφέ, σημείωνε τίς άμαρτίες σου καί σέ χαρτί, γιά νά μή τίς λησμονήσης. Πρέπει όμως νά γνωρίζης καί τό έξης· ότι άν έσύ δέν κάνης τήν κατάλληλη έξέτασι τών άμαρτιών σου πρίν νά έξομολογηθής, όσες άμαρτίες λησμονήσης καί δέν τίς έξομολογηθης, είναι άσυγχώρητες· έπειδή ή άλησμονησία αύτή έγινε άπό έσένα μέ τήν θέλησί σου, επειδή μποροΰσες νά τίς θυμηθης μέ τήν έξέτασι καί δέν τό έκανες. Έάν όμως κάνης τήν κατάλληλη έξέτασι καί τύχη νά λησμονήσης κάποια άμαρτία σου, ώς άνθρωπος έπιλήσμων, πού είσαι, αύτή ή άμαρτία, λένε μερικοί, ότι συγχωρείται μαζί μέ τίς άλλες, πού έξωμολογήθηκες· διότι ή άλησμονησία αύτή δέν είναι θεληματική, άλλά άκούσια. Έάν όμως μετά τήν έξομολόγησι τήν θυμηθης, πρέπει νά πας πάλι στόν Πνευματικό καί νά έξομολογηθής καί αύτήν.


    188    Είπα ότι μέ τό δικό σου στόμα νά λές τίς άμαρτίες σου διότι καί άν άκόμη τίς έχης γραμμένες, γιά νά μήν τίς λησμονήσης, όμως είσαι ύποχρεωμένος έσύ ό ’ίδιος νά τίς διαβάζης στόν Πνευματικό σου· οπότε έκείνοι, πού γράφουν τίς άμαρτίες τους καί δίνοντας τό γράμμα στόν Πνευματικό άναχωρούν, κακώς καί σφαλερώς τό κάνουν καί ή έξομολόγησί τους είναι ατελής καί άς σταματήσουν στό έξης άπό αύτό τό παράτυπο καί άς διαβάζουν αύτοί μόνοι τό χειρόγραφο τών άμαρτιών τους.

    189    Γι’ αύτό ό θείος Χρυσόστομος (Λόγ. κ' στήν Γένεσ.) έρμηνεύοντας τό «Λέγε σύ πρώτος τάς άνομίας σου» λέει· «Μήν περιμένης έκείνον, πού έλεγχες μή δέχεσαι τόν κατήγορο, άλλά πρόλαβε έσύ καί άρπαξε τόν πρώτο λόγο».



      190      Βλέπε τό ε' Κεφάλαιο της Διδασκαλίας τού Πνευματικού γιά τίς περιστάσεις. 'Όμως τά κύρια ονόματα τών προσώπων έκείνων, μέ τά όποια άμάρτησες, δέν πρέπει νά τά φανερώνης.


    191    Γι’ αύτό καί ό θείος Χρυσόστομος (στόν ριη' Ψαλμό) έξηγώντας τό «Έξομολογήσομαί σοι έν εύθύτητι καρδίας» λέει· «Έξωμολογήθηκε καί ό ’Ιούδας λέγοντας· "’Ήμαρτον παραδούς αίμα άθώον”, άλλ’ όχι μέ εύθύτητα καρδιάς· διότι ήταν κυριευμένος άπό τήν φιλαργυρία». Βλέπεις ότι είναι άνώφελη ή έξομολόγησις, όταν δέν γίνεται μέ εύθύτητα καρδίας;


      192     Γνώριζε λοιπόν, άδελφέ, ότι ή ντροπή, πού θά δεχθης τήν ήμέρα της Κρίσεως, έάν έδώ ντροπής, είναι φοβερώτερη καί άπό αύτό τό σκότος καί τό πυρ τό αιώνιο. ’Έτσι τό διαβεβαιώνει ό μέγας Βασίλειος· «Όσοι διέπραξαν τά φαύλα, θά άναστηθούν γιά όνειδισμό καί αισχύνη, βλέποντας μέσα στόν έαυτό τους τό αίσχος καί τούς τύπους τών άμαρτημένων καί ίσως ή αισχύνη αύτή είναι φοβερώτερη άπό τό σκότος καί τό πυρ τό αιώνιο, όπου πρόκειται νά παραμένουν άμαρτωλοί, έχοντας πάντοτε στούς οφθαλμούς τά ’ίχνη της σαρκικής άμαρτίας, σάν κάποια βαφή άνεξάλειπτη πού παραμένει γιά πάντα στήν ψυχή τους» (Έρμην. στόν λβ' Ψαλ.).


     193      Γνώριζε, αγαπητέ, ότι καί τώρα επιτρέπεται νά έξομολογηται κανείς δημόσια τίς άμαρτίες του, έάν είναι πρόθυμος στήν μετάνοια· καί όποίος τό κάνει αύτό, δέχεται πιό γρήγορα άπό τόν Θεό τήν φιλανθρωπία καί τήν συγχώρηση γιά τήν μεγαλύτερη ντροπή καί καταισχύνη, πού δοκιμάζει σέ αύτήν τήν δημόσια έξομολόγησι. ’Εκτός δηλαδή άπό τόν Ίώβ, πού άναφέραμε παραπάνω καί τήν παλαιό συνήθεια, πού είχε σέ αύτό ή τού Χριστού ’Εκκλησία, βρίσκουμε άκόμη στίς Ιστορίες, ότι καί ό Βασιλιάς Ρωμανός, ό καλούμενος Γέρων καί Λεκαπηνός, έτσι έκανε· διότι αύτός μετανοώντας γιά τούς όρκους, πού παρέβη, τούς όποίους είχε μέ τόν γαμπρό του Κωνσταντίνο τόν Πορφυρογέννητο καί γιά τίς άλλες του άμαρτίες, έστειλε καί συγκέντρωσε τριακόσιους Μοναχούς άπό τήν Ρώμη καί τήν Ιερουσαλήμ καί, όταν έγινε Θεία Λειτουργία, τήν ώρα πού είπε ό Ιερέας «Μετά φόβου Θεού. Πίστεως», στάθηκε στό κέντρο της 'Εκκλησίας καί, καταφρονώντας τήν αισχύνη ό καλός Ρωμανός, έξωμολογήθηκε παρρησία τίς άμαρτίες του καί ζητούσε συγχώρησι· στήν συνέχεια, άφού έγραψε πάλι τίς άμαρτίες του σέ χαρτί, τίς έστειλε στούς Μοναχούς, πού δέν ήλθαν, καί μάλιστα καί στό Όρος τού Όλύμπου, παρακαλώντας τους νά κάνουν πρός τόν Θεό δέησι ύπέρ της άφέσεως αύτών. Αλλά άκούστε καί τήν φιλανθρωπία καί τό έλεος, πού έδειξε ό Θεός σέ αύτόν. Κάποιος ένάρετος στόν Όλυμπο, λεγόμενος Δερμοκάϊτος, παρακαλούσε γι’ αύτό τόν Θεό· καί λοιπόν έρχεται άπό έπάνω θεϊκή φωνή σέ αύτόν λέγοντας «Νίκησε ή φιλανθρωπία τού Θεού». Καί όταν ό Μοναχός άνοιξε τό χαρτί, ώ τού θαύματος! βρήκε σβησμένες καί έξαλειμμένες τίς άμαρτίες του (στόν Δοσίθ. Βιβλ. ζ'. σελ. 743).

     "Ενα παρόμοιο διηγείται καί ό ’Ιωάννης της Κλίμακος στόν περί Ύπακοής δ' Λόγο του, λέγοντας, ότι σέ ένα Κοινόβιο έτυχε νά έλθη ένας άνθρωπος ληστής καί φονιάς καί μάγος καί άσελγης, ζητώντας νά γίνη Μοναχός ό δέ Προεστώς τού Κοινοβίου τόν πρόσταζε νά έξομολογηθη μέ τόλμη μπροστά σέ όλους τίς άμαρτίες του· καί αύτός τό δέχθηκε μέ χαρά νά τό κάνη αύτό, έάν ήθελε, καί μέσα σέ όλη τήν πόλι της Αλεξάνδρειας. Τήν ήμέρα της Κυριακής λοιπόν όταν γινόταν Λειτουργία, μετά τό τέλος τού Εύαγγελίου, νά, έρχεται ό ληστής έκείνος στήν ’Εκκλησία, ώς κατάδικος, συρόμενος άπό μερικούς άδελφούς, κτυπώμενος, έχοντας δεμένα πίσω τά χέρια, ντυμένος σάκκο καί στάκτη έχοντας στην κεφαλή του καί άμέσως μόλις πλησίασε στήν πόρτα της ’Εκκλησίας,


«Στάσου» τού φωνάζει ό Ηγούμενος, «στάσου διότι δέν είσαι άξιος νά μπης έδώ μέσα»· καί αύτός νομίζοντας, ότι άκουσε κάποια βροντή καί όχι φωνή άνθρώπσυ, πέφτει άμέσως μπρούμυτα στήν γη μέ φόβο καί τρόμο καί μέ τά δάκρυά του βρέχει τό έδαφος· έπειτα τόν διατάζει νά έξομολογηθη όλες του τίς άμαρτίες άναλυτικά. Ό ληστής άρχισε καί τίς έξωμολαγήθηκε μία πρός μία άλλά δείτε καί τό έλεος τού Θεού· διότι τόν καιρό έκείνον πού έξωμολογέΐτο τίς άμαρτίες του, ένας άπό τούς άδελφούς πού βρισκόταν έκεί, έβλεπε έναν φοβερό άνδρα, πού κρατούσε στά χέρια του χαρτί γραμμένο καί κονδύλι· καί μόλις έξωμολογέΐτο ό ληστής τήν κάθε του άμαρτία, ό φοβερός έκείνος τήν έσβηνε μέ τό κονδύλι· καί μέ δίκαιο τρόπο· έπειδή ευτε ό Θεός μέ τόν Προφήτη Δαυίδ· «Είπα, θά έξομολογηθώ τήν άνομία μου στόν Κύριο. Καί έσύ άμέσως συγχώρησες τήν άσέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31,5)· καί άμέσως μετά τήν έξομολόγησι, έκανε ό Προεστώς έκείνος Μοναχό τόν ληστή καί τόν συναρίθμησε μέ τούς λοιπούς Μοναχούς. Βλέπε παραπάνω καί τόν Αρχιερέα έκείνο Ποτάμωνα, πού έξωμολαγήθηκε μπροστά σέ μία ολόκληρη Σύνοδο. Λοιπόν, άς μιμηθούμε αύτούς καί έμεϊς καί άλλους άκόμη πολλούς παρόμοιους μέ αύτούς καί άς μή ντρεπώμαστε όταν έξομολογούμαστε, γιά νά βρούμε καί έμεϊς γρηγορώτερα τό τού Θεού έλεος.

     194 Βλέπε καί τόν θείο Χρυσόστομο πού λέει «Εκεί όμως αύτά (τά πλημμελήματά μας) θά τά δούμε μπροστά στά μάτια μας γυμνά καί τετραχηλισμένα καί άδικα θά θρηνήσουμε έκεί» (Λόγ. ότι επικίνδυνον τοϊς άκούουσι καί τοϊς λέγουσι). Βλέπε καί τήν μαρτυρία τού μεγάλου Βασιλείου, ότι θά δούμε τότε τά άμαρτήματά μας κάθε ένα όπως έγινε, στό η' Κεφάλαιο της Διδασκαλίας τού Πνευματικού.

     195     Βλέπε σελ. 208 της Αμαρτωλών Σωτηρίας, όπου άναφέρεται, ότι μία γυναίκα, πού έξωμολαγήθηκε όλα τά άλλα άμαρτήματά της σέ έναν εύλαβη Πνευματικό, μία όμως μεγάλη άμαρτία της δέν έξωμολαγήθηκε, έβλεπε ό ύποτακτικός τού Πνευματικού, ότι έβγαινε άπό τό στόμα της ένα φίδι σέ κάθε άμαρτία, πού έξωμολογέΐτο, καί στό τέλος είδε ένα μεγάλο φίδι, πού έβγαλε τρεις φορές τήν κεφαλή του έξω άπό τό στόμα της γυναίκας, έπειτα πάλι σύρθηκε μέσα καί δέν βγήκε. Γι’ αύτό καί όλα τά ύπόλοιπα φίδια, πού βγήκαν προηγουμένως έπέστρεφαν πάλι καί μπήκαν στό στόμα της· καί άτι φάνηκε μετά τόν θάνατό της ή άθλια έκείνη καθισμένη έπάνω σέ έναν φοβερό δράκοντα καί είπε στόν Πνευματικό της καί τόν ύποτακτικό του, ότι κολάσθηκε, έπειδή δέν εξομολογήθηκε τήν άμαρτία έκείνη. Λέει άκόμη καί ό ’Ιωάννης της Κλίμακος, ότι έάν κανείς δέν έξομολογηθη τίς άμαρτίες του, δέν μπορεί νά πάρη τήν συγχώρησί τους· «Χωρίς έξομολόγησι, κανένας δέν θά συγχωρηθη» (Λόγ. δ' περίΎπακοης).

     196     Γι’ οαύτό καί στήν σελ. 307 της «Αμαρτωλών Σωτηρίας» διαβάζουμε, ότι ένας ’Εφημέριος της Θεοτόκου, μολονότι καί κοντά στόν θάνατό του έξωμολαγήθηκε μέ κατάνυξι καί δάκρυα όλες του τίς άμαρτίες, έπειδή όμως δέν πήρε σταθερή άπόφασι νά μήν άμαρτήση πλέον, άλλά σκεπτόταν καλά, ότι έάν ζήση, θά έπιστρέψη πάλι στίς προηγούμενες άμαρτίες του, γι’ αύτό κολάσθηκε ό άθλιος, όπως ό ίδιος φάνηκε μετά τόν θάνατό του στόν ’Εφημέριο της ίδιας ’Εκκλησίας καί τό είπε.

     197   ’Έτσι βλέπουμε, ότι έκοαναν καί οί Νινευΐτες· διότι όχι μόνο νήστεψαν καί φόρεσαν σάκκους όλοι άπό μικρού έως μεγάλου, μέχρι καί αύτόν τόν Βασιλιά, καί πένθησαν καί φώναξαν στόν Θεό μέ δάκρυα καί άναστεναγμούς· άλλά τό σπουδαιότερο προηγουμένως άλλαξαν καί ζωή καί έκαναν τέλεια άποχή τού κακού. Γι’ αύτό καί ό Θεός δέχθηκε αύτήν τήν μετάνοιά τους, ώς γνήσια καί άληθινή καί δέν τούς κατάστρεψε, όπως προείπε μέ τόν Ίωνα· «Είδε ό Θεός τά έργα τους, ότι πήραν τήν άπόφασι καί άπομακρύνθηκαν άπό τούς άμαρτωλούς δρόμους της ζωής τους καί άλλαξε ό Θεός άπόφασι γιά τήν τιμωρία, τήν οποία είχε άναγγείλλει έναντίον τους καί δέν τήν πραγματοποίησε» (Ίωνα 3,10). ’Επειδή όμως ύστερα οί ίδιοι Νινευΐτες έπέστρεφαν στίς πρώτες τους κακίες καί άμαρτίες, γι’ αύτό καί ό Θεός κατέστρεψε καί έξαφάνισε αύτούς καί τήν πόλι τους τόσο, ώστε κατοίκησαν σέ αύτήν οί σκαντζόχοιροι καί χαμαιλέοντες καί κόρακες καί όλα τά θηρία, όπως άναφέρει ό Προφήτης Ναούμ στό β' Κεφάλαιο, καί μάλιστα ό Προφήτης Σοφονίας (2,13).


    198  Πρέπει δέ νά σημειώσουμε έδώ, ότι γίνεται καί δεύτερη έξομολόγησις τών ίδιων άμαρτιών γιά τρεις αιτίες α) έάν δέν έξωμολαγήθηκε κανείς τίς άμαρτίες του μέ τά περιστατικά τους καί μέ τήν άνάλογη προετοιμασία καί κατάνυξι καί άπόφασι καί τήρησι τού κανόνα· β) έάν δέν διωρθώθηκε καί δέν κανονίσθηκε σωστά άπό τόν Πνευματικό, όπως λένε μερικοί· καί γ) σύμφωνα μέ τόν Θεσσαλονίκης Συμεών (Έρώτ. κδ' Σελ. 340), έάν, πέφτοντας πάλι στά ίδια άμαρτήματα η καί σέ άλλα, αποτελέσματα όντα τών προηγουμένων, λέη μαζί μέ τά δεύτερα καί τά πρώτα, ώς ρίζες καί αίτιες τών δευτέρων, η καί γιά συντριβή μεγαλύτερη της καρδιάς ταυ καί ταπείνωσι. Γράφεται άκόμη στό «Μετανοών Διδασκόμενος», ότι είναι ώφελιμώτατο πράγμα νά κάνη κάποιος καί μία γενική καί καθολική έξομολόγησι όλων τών άμαρτιών, πού διέπραξε σέ όλη του τήν ζωή (όπως κάνουν καί όσοι πρόκειται νά ίερωθούν καί όσοι κινδυνεύουν σέ θάνατο) τουλάχιστον μία φορά τόν χρόνο· καί μάλιστα, όταν τύχη νά πάη σέ άλλον καινούργιο Πνευματικό· έπειδή μέ τό μέσο αύτης της γενικής έξομολογήσεως συγκεντρώνονται όλες οί άμαρτίες ταυ σάν ποτάμια καί κάνουν ένα μέγα πέλαγος· ή σάν βουνά έπάνω σέ άλλα βουνά, σέ σημέΐο πού φαίνονται, ότι αύτές φθάνουν μέχρι τόν ούρανό, όπως λέει ό ’Έσδρας· «Τά σφάλματά μας είναι τόσο μεγάλα, πού έφθασαν μέχρι τόν ούρανό» (Β' ’Έσδ. 9,6). Βλέποντας λοιπόν αύτές ό έξομολογούμενος μέ μία ματιά τόσο πολλές συγκεντρωμένες, δέχεται μεγαλύτερη ντροπή, μεγαλύτερο πόνο, μεγαλύτερη ταπείνωσι καί στήν συνέχεια φοβάται περισσότερο τήν θεία δικαιοσύνη, πού τόσο πολύ παρώργισε. Καί άκόμη δέχεται μεγαλύτερη ειρήνη στήν συνείδησί του καί πληροφορία γιά τήν συγχώρησι τών άμαρτιών του. Καί άπό όλα αύτά δέχεται μεγάλο χαλινάρι καί έμπόδιο στό νά μή ξαναπέση πλέον· άλλά καί ό Πνευματικός, μαθαίνοντας άπό αύτήν τήν γενική έξομολόγησι τήν κατάστασι όλης της ζωής τού μετανοούντος, γνωρίζει καλύτερα νά τόν διορθώνη.


      199      Πρόσεχε, σού λέω πάλη άδελφέ, νά μή πιστέψης σέ αύτόν τόν Πνευματικό, γιά νά μή πάθης καί έσύ (πράγμα πού εύχομαι νά μή γίνη) έκείνο, πού έπαθε κάποτε ένας μεγάλος Άρχοντας, όπως τό διαβάζουμε στίς Ιστορίες· παράδειγμα αύτό ώς φρικτό καί φοβερό, άς βρίσκεται βαθειά τυπωμένο στήν μνήμη σου. Αύτός λοιπόν ό άρχοντας, όταν πλησίαζε νά τελειώση τήν ζωή του, φώναξε έναν γραμματικό της πολιτείας, γιά νά σχεδιάση τήν διαθήκη του· καί άφού τού είπε καί έγραψε μερικά, τού λέει καί τό έξης· Θέλω τό σώμά μου νά ταφή στήν γη, άπό τήν όποια καί πλάσθηκε, ή δέ ψυχή μου νά παραδοθη στά χέρια τού Διαβόλου, διότι είναι δική του. Άκούγοντας λοιπόν αύτά ό γραμματικός έμεινε άπό τόν φόβο έντρομος καί έκστατικός καί δέν ήθελε άλλο νά γράψη. Ό άσθενής όμως γεμάτος άπό θυμό καί όργή τού είπε πάλι· «Ναί, καί τήν ψυχή μου πρέπει νά λάβουν οί Δαίμονες καί τήν ψυχή της γυναίκας μου καί τήν ψυχή τών παιδιών μου καί τήν ψυχή τού Πνευματικού μου. Τήν δική μου ψυχή, διότι άδικα άρπαξα τό ξένο πράγμα καί τό κράτησα· τήν ψυχή της γυναίκας μου, διότι αύτή σέ αύτό μέ παρακίνησε τήν ψυχή τών παιδιών μου, διότι θέλοντας νά τά κάνω πλούσια, έκανα γι’ αύτά τόσες άδικίες· καί τήν ψυχή τού Πνευματικού μου πρέπει νά λάβουν οί Δαίμονες, διότι παράνομα μέ συγχώρησε καί ποτέ δέν μέ έλεγξε, ουτε μέ νουθέτησε· καί αύτά λέγοντας, παρέδωσε ό άθλιος τό πνεΰμα του» (Στό πολιτικό Θέατρο σελ. 353, Κεφ. 25). Βλέπε καί μία άλλη φοβερή Ιστορία στό ϊ Κεφάλαιο της Διδασκαλίας πρός τόν Πνευματικό, στό Όσοι δέν δέχονται τόν κανόνα τους άποβάλλονται, στήν ύποσημείωσι.



     200     Τό ότι όμως ή Ίκανοποίησις καί ό κανόνας, πού θά λάβη ό μετανοών άπό τόν Πνευματικό, δέν είναι παιδεία καί τιμωρία, άλλά μάλλον σωτηρία, μαρτυρεί ό θείος Χρυσόστομος, λέγοντας «’Άς μάθουμε καί έμείς αύτούς τούς νόμους της φιλανθρωπίας (τούς όποίους ό Παύλος, δηλαδή, σέ έκείνον, πού πόρνευσε νομοθέτησε). Διότι καί άν δής άλογο νά όδηγηται στόν γρεμό, βάζεις χαλινάρι καί τό άναχαιτίζεις μέ δύναμι καί τό μαστιγώνεις πολλές φορές· καί μολονότι καί αύτό είναι κόλασις, άλλά ή κόλασις αύτή είναι μητέρα σωτηρίας· έτσι κάνε καί σέ όσους άμαρτάνουν δέσε έκείνον πού άμάρτησε, μέχρι νά έξιλεώση τόν Θεό· μή τόν άφήσης έλεύθερο, γιά νά μή δεθη περισότερο μέ τήν οργή τού Θεού άν τόν δέσω έγώ, ό Θεός δέν τόν δένει άλλο· έάν όμως έγώ δέν τόν δέσω, τόν περιμένουν τά άρρητα δεσμά· διότι έάν κρίναμε τούς έαυτούς μας, δέν θά κρινώμασταν· μή νομίζης, ότι αύτό είναι άπόδειξις ώμότητος καί όπανθρωπίας, άλλά είναι άπόδειξις απόλυτης ήμερότητας καί άριστης θεραπείας καί μεγάλης φροντίδας» (Όμιλ. ιδ' της Β' πρός Κορινθ.).


     201    ’Έτσι διαβάζουμε στόν περί Μετανοίας Ε' Λόγο τού Κλίμακος, όπου ένας σπουδαίος καί ενάρετος άδελφός, βρισκόμενος σέ Κοινόβιο, επειδή άμάρτησε μία φορά, έξωμολογήθηκε στόν 'Ηγούμενο τήν άμαρτία του. Βλέποντας όμως, ότι έκείνος δέν τόν κανόνισε αύστηρά, αύτός έπεσε στά πόδια τού Ηγουμένου καί άφού τά κατάβρεξε μέ τά δάκρυά του, τόν παρακαλεί νά τόν κανονίση αύστηρά καί νά τόν άφήση νά πάη στό Μοναστήρι τών μετανοούντων, τό όποίο λάγψ της σκληρότητας τού τόπου καί τών άλλων άνεκδιήγητων κακοπαθειών, πού δοκίμαζαν οί έκεί μετανοούντες άμαρτωλοί, λεγόταν Φυλακή· καί έτσι βίασε τήν εύσπλαγχνία τού ίατρού ό καλός έκείνος μετανοών καί τόν κατάπεισε καί τόν άφησε καί πήγε. Αφού λοιπόν πήγε στήν φυλακή ό άοίδιμος, τόσο πολύ έκλαψε καί κατανύχθηκε, ώστε σέ οκτώ ήμέρες έκοιμήθη έν Κυρίω, παρακαλώντας πολύ νά μή τόν ένταφιάσσυν, άλλά νά τόν ρίξουν άταφο. Ό Ηγούμενος όμως έστειλε καί πήρε τό λείψανό του καί τό ενταφίασε στό Κοιμητήρι μέ τούς άλλους Πατέρες, ώς άξιο.





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |