ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 10. Σ’ ενα δικό του ευλογημένο κόσμο

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

10. Σ’ ενα δικό του ευλογημένο κόσμο


ΠΛΑΝΑΣ

 

ΟΣΑ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ καί όσα επακολούθησαν τής Μικρασιατικής καταστροφής δεν ήταν μόνο δυστυχία,απελπισία καί εξουθένωση. Μά καί μιά ευρύτερη ποσοτική καί ποιοτική άλλαγή στόν πληθυσμό τής Αθήνας.
Τά καράβια πού έρχονταν στήν Μητροπολιτική Ελλάδα: «Ερείπια ξεφορτιόνουν, κουρέλια ξεφορτώνουν, κουρέλια άνθρώπινα, ζωής άχνά άπομεινάρια. Μάτια κατακόκκινα άπό τίς φλόγες πού άντίκρισαν καί άπό τήν άγωνία, τήν κούραση, τό κλάμα».
Ξεφόρτωναν νέο πληθυσμό. Αλλά καί άπορίες, άμφιβολίες, μίση, φόβους, άγωνίες καί νέους προβληματισμούς γιά τή Ρωμιοσύνη.
«Κι άξαφνα έγινε ή Καταστροφή, ήρθαν τά τραγικά γεονότα. Απανωτά. Ήρθαν οί πρόσφυγες. Γέμισε ή Αθήνα άθλιότητα, έσχατη φτώχεια, δυστυχία πού δεν τή φαντάζεται ό άνθρωπος. Τό άπέραντο σπίτι των Ζακχαίων άνοιξε τίς πόρτες του, τά πελώρια δωμάτια γέμισαν προσφυγιά, γέμισαν πόνο».
Έβραζε παντού ή άγανάκτηση, ή οργή, ή σύγχυση. Κι άρχιζε τότε ένα γενικότερο κυνήγι άλλαγών Αλλαγές πολιτειακές. Αλλαγές κυβερνητικές. Ελευθέριος Βενιζέλος. Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Διαμαρτυρίες καί κινήσεις. Άναστατώσεις κοινωνικές καί αλλοιώσεις. Ένας κόσμος πέθαινε κι ένας άλλος ερχόταν. Άρχιζε κιόλας νά μετράει ένας άλλος χρόνος Νά γίνονται άλλοι λογαριασμοί γιά πρόσωπα, γεγονότα καί πράγματα.
«Ό στρατός έπαναστάτησε. Ένα σύνταγμα Πεζικού -τό μόνο πού άπόμεινε συντεταγμένο σχεδόν ολόκληρο ένα σύνταγμα μέ τόν Πλαστήρα έπικεφαλής έπαναστάτησε στή Χίο. Έβγαλε Προκήρυξη στόν Ελληνικό Λαό. Επαναστατική Επιτροπή έδρεύει τώρα στή Μυτιλήνη. Ό Κωνσταντίνος έφυγε -έφυγε νύχτα, κρυφά- άπό τόν Ώρωπό, μέ τούς δικούς του. Παραιτήθηκε. Έγιναν συλλήψεις στήν Αθήνα. Πάτησε τό πόδι της καί στήν Αθήνα ή Επανάσταση. Πιάσανε τό Γούναρη, τό Στράτο, τόν Πρωτοπαπαδάκη... Στούς δρόμους τής Αθήνας σέρνονται άπό τά ξημερώματα ως άργά τή νύχτα άντρες κουρασμένοι, άχαμνοί, άξύριστοι, άχτένιστοι, μέ κουρέλια, γυναίκες άναμαλλιασμένες, τυλιγμένες σέ μαύρους μποξάδες, μισόγυμνα παιδιά...». Είχε άπομείνει άκόμα ελπίδα; Καί ό παπα-Νικόλας Πλανάς τί έκανε μέσα σέ κείνη τή σύγχυση καί τόν πανικό;
Περισσότερο άπό κάθε άλλη έποχή, τώρα ό άγαθός λευίτης βρισκόταν έκεϊ, στή θέση του, όντας κιόλας σέ πολύ προχωρημένη ηλικία γιά τήν έποχή του (1851-1922).
Όλη κείνη τήν καταστροφή πού ήρθε καί κούρνιασε στις άλάνες, στις γουρουνόμαντρες, στά χωράφια, στις έκκλησίες, στά σχολεία καί στις παράγκες τή δέχτηκε άναλογικά καί στούς δικούς του ώμους
Ωσάν κυνηγημένος θεληματάρης έτρεχε νά φέρει σ’ αυτούς τούς συφοριασμένους άνθρώπους ψωμί, νερό, σκεπάσματα, μά καί κουράγιο. Ελπίδα καί έλεος.
Εξακολουθούσε νά κάνει τις άγρυπνίες του. Αλλά τώρα τις παρακολουθούσε μεγαλύτερο πλήθος. Καί κείνοι πού είχαν χρεία γιά βοήθεια ήταν άμέτρητοι... Καί ήταν φυσικό νά μήν προλάβαινε νά βρίσκεται συνάμα σ’ όλες τις περίπτώσεις πού παρουσιάζονταν. Γι’ αύτό τό φιλανθρωπικό έργο τού παπα-Νικόλα τό συμπλήρωναν οί καλές μυροφόρες του, οί όποιες έτρεχαν μέρα καί νύχτα, μέ καλό καί άσχημο καιρό νά δώσουν τή συνδρομή τους στούς φτωχούς, άλλά καί στούς άρρωστους, στούς άδύνατους, στούς λιγόψυχους, στούς δειλούς καί φοβισμένους, ένεκα αύτής τής καταιγίδας πού σάρωνε τή Ρωμιοσύνη καί τήν Αθήνα ίδαίτερα.
Αύτή τήν έποχή ό παπούλης πήγαινε τακτικότερα καί σε αυτούς τρεις ναούς πού λειτουργούσε: στόν 'Άγιο Έλισσαΐο, στόν 'Άγιο Παντελεήμονα καί στόν 'Άι-Γιάννη τού Αγρού.
Καί ή ένορία του δέν ήταν πιά μόνο οκτώ οικογένειες Είχε αύξηθεΐ. Κι έτρεχε γιά νά προφτάσει, όχι βέβαια μόνο σέ σπίτια καί σέ περιπτώσεις φτωχών καί απλών άνθρώπων. Αλλά, ένεκα τής φήμης του, καί σέ σπίτια άρχοντικά καί σέ άξιωματούχους τής κοινωνίας, οχι τούς τυχαίους..
-Παπούλη, παπούλη σέ ζητούν.
-Ποιος είναι τέτοια ώρα;
-Άπό τά βασιλικά άνάκτορα σέ θένε, λέει.
-Είπε τους Μαριγούλα μου, έ μπορώ. Έ μπορώ νά πάγου Τά πόδια μου έ μέ βαστούνε.
-Δέ γίνεται λένε. Είναι ή τρίτη πού έρχονται κι είναι άνάγκη Έφεραν καί τό μόνιππο νά σέ πάρουν.
-Έ, τότες άς περιμένουν. Θά υπάγω. Καλό νά ’χουν.
Άπό καιρό παρακαλοΰσαν τόν παπα-Νικόλα οί δυό κυρίες τών τιμών Σοφία Τρικούπη καί Μαρία Ζλατάνου νά έπισκεφτεΐ τή βασίλισσα Ελισάβετ. Μέρες τώρα καιγόταν άπό άνεξήγητο πυρετό. Καί ήθελαν τήν παρέμβαση τού παπα-Νικόλα. Ή κυρία Ζλατάνου μάλιστα, καθώς διηγείται ή μοναχή Μάρθα πού έζησε άπό κοντά τό περιστατικό, είχε έπισκεφτεΐ πολλές φορές τόν 'Άι-Γιάννη καί είχε πάρει άγιασμά καί άντίδωρο γιά τή βασίλισσα άπό τά χέρια τού παπούλη. Γι αύτό καί κάμφθηκε τελικά ό παπα-Νικόλας άπό την επιμονή της καί δέχτηκε νά έπισκεφτεϊ τήν άρρωστη βασί-λισσα Ελισάβετ τήν ομόζυγο τοϋ Γεωργίου τοΰ Β'.
Μόλις τελείωσε τ’ άνάκτορα ό παπα-Πλανάς παρακάλεσε τόν άνακτορικό αμαξά νά τόν μεταφέρει σ’ ένα φτωχικό καμαράκι, πλάι άκριβώς στόν 'Άι-Θανάση. Έκεΐ τοΰ είχε ζητήσει νά κάνει αγιασμό μιά πάμπτωχη, άγαθή γυναίκα, ή όποια δέν είχε τίποτ’ άλλο νά τοΰ δώσει παρά λίγες καραμέλες. "Ομως παρ’ όλο ότι τοΰ άρεσαν δέ δέχτηκε οΰτε αύτές νά πάρει άπό τή δύστυχη. Κι έφευγε ευλογώντας, όταν τόν πρόλαβε οπήν πόρτα τής παράγκας της καί τόν παρακάλεσε νά πάρει έστω δυό καραμέλες γιά νά μή φανεί ότι περιφρονοΰσε τή φτώχεια της. Τις δέχτηκε καί γύρισε στό κονάκι του.
Έκεΐ ήταν πολύ φυσικό οι άνθρωποι τοΰ σπιτιοΰ νά τοΰ ζητήσουν έπίμονα νά μάθουν τό τί είδε καί τί άκουσε στά βασιλικά άνάκτορα. Ένώ έκεΐνος πάντοτε σέ παρόμοιες περιπτώσεις ήταν λιγόλογος
-Πώς ήταν μέσα τ’ άνάκτορα, πατέρα, τόν ρώτησε στήν αρχή ή Μαριγούλα, ή νύφη του.
-Έ, πώς νά είναι "Ενα μεγάλο σπίτι ήταν.
-Καί τί είδες; Τή βασίλισσα τήν είδες; Μίλησες μαζί της;
-Δέν ήξεύρω μάτια μου Έγώ μιά γυναίκα είδα. Μιά άπλή γυναίκα.
-Καί τί, θά γίνει καλά;
-Θά γίνει, θά γίνει καλά. ’Άλλο τίποτις έ γνωρίζω, κόρη μου. Μή μέ ρωτάτε άλλο.
Καί πραγματικά ή βασίλισσα έγινε καλά. Δέν έκανε πιά πυρετό, γιατί ύστερα άπό λίγες μέρες ξανάστειλαν τόν άνακτορικό αμαξά, φέρνοντας στόν παπα-Νικόλα καί παράδες καί πολύτιμα δώρα άπό ράσα, άμφια, σταυρούς κι άλλα παπαδίστικα πράγματα, γιά νά έκδηλώσουν τή χαρά κι εύγνωμοσύνη τους άπό τό άποτέλεσμα.
Τέτοιες δωρεές όμως καί τέτοιες πολυτέλειες δέν τις κρατούσε ποτέ ό παπα-Νικόλας γιά τόν εαυτό του.

 «Τά μοίραζε όλα. Δέ νοιαζότανε γιά τήν αύριο. Ζοΰσε σάν πετεινό τ’ ούρανοϋ, χωρίς τοϋτο νά τόν εμποδίσει νά φτάσει σέ βαθύ γήρας καί τό διάβα του νά ώφελήσει, άφήνοντας παντού καί σ’ όλους έντονη οσμή ευωδίας πνευματικής. Τό άρωμα τής άγιότητας ξεχυνόταν παντού» (Κ. Μπαστιάς).
-Αυτά τά γυαλιστερά δεν είναι γιά μένα, κόρη μου.
-Μά, πατέρα κράτησε κάτι, θά σοϋ χρειαστεί.
-Τί νά τά κάμω Μαριγούλα μου; Πρέπει νά τά δώκω.
-Νά τ’ αλλάξεις μέ τά παλιά όπου φορείς.
-Σου λέγω εν πειράζει, καλά είν’ έδαϋτα όπου φορώ.
Αυτή τήν έποχή ό παπα-Νικόλας υποχρεωνόταν νά βρίσκεται συνέχεια στόν 'Άι-Γιάννη. Όχι μόνο γιατί είχε μεγαλώσει ή ένορία. Αλλά καί γιατί ώς παπάς «άνευ προσόντων καί βοηθός» του προϊσταμένου προέδρου, έπρεπε νά έκτελεϊ τίς έντολές του.Τώρα ό ναός είχε άποκτήσει καί 'Ιεροδιάκονο, ψάλτες -δεξιό καί άριστερό-, καινούργιο νεωκόρο, γραμματέα - λογιστή, κηπουρό κι άκόμα είχαν έκτελεστεΐ έργα άνακαίνισης καί έπέκτασης. Καί είχε προστεθεί μάλιστα καί δεύτερο καμπαναριό.
"Ολα είχαν άλλάξει πιά στόν 'Άι-Γιάννη καί δέν ήταν ό παπα-Πλανάς ό μοναδικός εφημέριος καί πρόεδρος μέ βοηθό του τήν κυρα-Σημίνα.
Από τόν Απρίλιο τού 1917 «έγένετο άποδεκτή ή ώς προέδρου παραίτησις τού ίερέως Ν. Πλανά καί κατόπιν γενομένης ψηφοφορίας έξελέγη διά ψήφων τεσσάρων καί μιας λευκής Πρόεδρος ό έτερος των έφημερίοτν ίερεύς κ. Ν. Λαμπρόπουλος».
Ωστόσο άφότου πρωτοπήγε έκεϊ ίσαμε κείνη τήν ώρα ό παπα - Νικόλας, σέ άντίθεση μέ άλλους δέν είχε άποκτήσει τίποτε δικό του, έξόν άπό τήν άγαθότητα καί αγιοσύνη του, πού σέ πείσμα κάποιων καλοθελητών είχε απλωθεί σ’ όλη τήν Αθήνα, γιά νά βεβαιωθεί άκόμα μιά φορά εκείνο πού έγραψε ό Εύαγγελιστής Ιωάννης:

 «Ούκ έξ αιμάτων, ουδέ έκ θελήματος σαρκός, ουδέ έκ θελήματος άνδρός, άλλ’ έκ Θεοΰ έγεννήθησαν», παρόμοιοι άντρες, ώσάν τόν παπα-Πλανά.
Άν καί ήταν δμως πιά ένα άνήμπορο γεροντάκι κι άναγκαζόταν συχνά νά κάνει βαριές δουλειές καί νά υποτάσσεται σέ άλλες θελήσεις, ή ψυχή του έξακολουθοΰσε νά άγωνιά γιά δλα καί οί δραστηριότητές του, οί μακρινές μετακινήσεις του νά είναι οί ίδιες
Έτσι μιά μέρα άπολείτουργα, κατάκοπος ώς ήταν άπό όλονυκτία καί λειτουργία, κάθισε νά ξεκουραστεί. Τόν πονοΰσαν καί τά πόδια του. ’Άχ, αυτοί οί πόνοι τόν τελευταίο καιρό...Δέν πρόλαβε δμως νά τό πραγματοποιήσει κι εύτύς τόν πλησιάζει ό συνεφημέριός του, κατά πολύ πιό νέος στήν ήλικία καί τοΰ ορίζει ξερά καί προστακτικά, χωρίς σέβας:
-Γέροντα, παράγγειλαν άπό τό σπίτι τοΰ κυρ-Σχοινά νά κοινωνήσουμε κάποιο μελλοθάνατο. Λέω νά πας ίσαμε κει τό ταχύτερο
Κεραυνός λές πώς έπεσε πάνω στόν παπούλη καί στή γυναικεία συνοδεία του μόλις τ’ άκουσαν. Ήταν πιά ένα ερείπιο άπό τήν κόπωση καί τήν ορθοστασία. Πώς θά κατάφερνε νά σταθεί όρθιος στά πόδια του; Καί γιατί τάχα νά μή πήγαινε έλόγου του ή κάποιος άλλος παπάς νά πράξει αύτό τό διακόνημα;
Κι δμως ό παπα-Νικόλας άχνα δέν έβγαλε άπό τά χείλη του. Άλλ’ εύτύς έλαβε στά χέρια του τήν Αγία Κοινωνία μέ τό δισκοπότηρο καί ξεκίνησε. Περπατούσε άργά-άργά βραδυποριόντας μά σταθερά καί μ’ αύτοπεποίθηση. Περνούσε μέσα άπό άγρούς, χωράφια καί κήπους τοΰ Νέου Κόσμου άγόγγιστα καί άτάραχα, τελώντας μέ ύπακοή, μέ πίστη τό χρέος του.
Μπροστά πήγαινε ό νέος νεωκόρος μ’ ένα άναμμένο λα- δοφάναρο. Καί πίσω του, κρατώντας τά 'Άγια των Αγίων, άκολουθοΰσε ό παπα-Πλανάς. Ένώ πλάι του δυό γυναίκες άπό τις μυροφόρες του πρόσεχαν νά μή σκοντάψει στούς χω ματόδρομους καί τόν βοηθούσαν νά ανεβαίνει κάποια σκαλοπάτια, μιά άνηφόρα.

Η περιοχή της Πλάκας Άέρηδες. τήν όποια περιδιάβαζε καθημερινά ό παπα-Νικόλας Πλανάς (τής Μαρίας Πώπ,1982).
Κι ήταν στ’ άλήθεια θέαμα πού σοΰ έσφιγγε τήν καρδιά, σε άνατάραζε καθώς έβλεπες στό διάβα αύτής τής μικρής, θρησκευτικής πομπής νά σταματούν μεσοδρομίς τά κάρα, οι άνθρωποι, τά παιδιά καί νά σκύβουν τό κεφάλι, κάνοντας συνέχεια τό σταυρό τους. Ή καί νά γονατίζουν μπροστά στή Θεία Μετάληψη. Ένώ άκούραστος καί πάντα τυλιγμένος στό μυστήριο τής άπόλυτης αυτοσυγκέντρωσης ό παπα - Νι- κόλας ψαλμωδούσε ψιθυριστά:
«Εις άφεσιν γενέσθω μοι των πταισμάτων τό άχραντόν σου σώμα καί θειον αίμα, εις Πνεύματος άγιου τε κοινωνίαν καί εις αιώνιον ζωήν, φιλάνθρωπε, καί παθών καί θλίψεων άλλοτρίωσιν».
Ό παπα-Νικόλας ήταν φύση αισθηματική. Συγκινιόταν μέ τό παραμικρό. Καί πληρωνόταν μέχρι τά βαθύτατα άκρα τής ψυχής του κάθε φορά πού βρισκόταν μπροστά σέ οποιοσδήποτε μορφής βία.
Είχε τό ύφος καί τή συμπεριφορά δειλού καί δίχως διαμαρτυρίες άνθρώπου. Μά μέσα του ήταν δυνατός καί άμετακίνητος στό φρόνημα, στήν πίστη καί στό όραμά του. Αλύγιστος στήν ταπείνωση καί στήν καθημερινή άσκηση. Έτσι, στό κάθε βήμα του κι δπου κείνος παρέμβαινε, ό πειρασμός καταπνιγόταν άπό τήν έπιμονή τής προσφοράς του. Πόσοι, στ’ άλήθεια χριστιανοί πονεμένοι κι άπελπισμένοι δέν έβρισκαν άνακούφιση κι έλπίδα στά συναπαντήματά τους μέ τόν παπα-Νικόλα; Τούτο συνέβαινε έπειδή κάθε φορά ό παπούλης έδινε κάτι άπό τόν έαυτό του. Καί τό έργο του τό λευιτικό ήταν ή ίδια ή ζωή του.
Βέβαια πολλές άπό τις πράξεις του δέν έρμηνεύονταν μέ τήν καθημερινή λογική, ή οποία κατά τό Λούθηρο είναι ή πόρνη τού διαβόλου. Αλλά κατανοοΰνταν μέ τή χάρη, μέ τήν ταύτιση, μέ τή συμπόρευση στόν άτέλειωτο βίο τού άνθρώπινου μόχθου καί τής περιπέτειάς του.

Αυτές οί μικρές κι άσήμαντες ίσως καθημερινές πράξεις τοΰ παπα-Νικόλα ήταν ή δύναμη τής ψυχής του. Κι είναι γιά δλους τούς άνθρώπους ό Θεός πού κλείνουμε μέσα μας. Κι αύτές είναι πού θά χαρίσουν τό φως τής άθανασίας. Ένα φως πού διαχέεται άδιάκοπα καί έπιτρέπει συχνά νά βλέπουμε τόν άλλο νά λάμπει, νά άκτινοβολεΐ καί νά πάει πάνω άπό τή γή...
"Ολα τούτα ό παπα-Νικόλας τά είχε μέσα του ώς καταβολές άπό μικρό παιδί. Γι’ αύτό στην άγνωστη Αθήνα δταν ήρθε δέν έψαχνε νά βρει θέσεις καί μετερίζια πνευματικά. Εξάλλου τί είχε καί τί ήταν ή Αθήνα τότε; "Ενας πνευματικός έρημότοπος Αλλά γύρεψε εύτύς νά βρει ψυχές καί νά τίς πιάσει άπό τό χέρι κι ώς τσοπάνος νά τις οδηγήσει στό μαντρί.
Μέσα στό προσωπικό του ήθος καί ύφος άνήκε καί ό ιδιότυπος χαρακτήρας τοΰ παπα-Πλανά πού συχνά έβγαινε άπό τά συνηθισμένα μέτρα. Αύτό δμως δέν τόν έμπόδιζε νά προσελκύει γύρω του άνθρώπους, έπειδή ούτε κρυβόταν ούτε προστάτευε τήν ιδιωτική ζωή του. Αντίθετα μάλιστα Ειλικρινής κι αύθόρμητος καθώς ήταν έδειχνε ολοκάθαρα τίς έπιθυμίες, τή θέλησή του καί τήν όποιαδήποτε δραστηριότητά του.
Ήταν ένας έλεύθερος άνθρωπος παρά τήν άπόλυτη ύπα- κοή του στό θέλημα τοΰ Θεοΰ καί στήν Εκκλησία. Καί δέ ζοΰσε προπαντός μέ ψευδαισθήσεις, μέ ιδεολογήματα καί μέ ψεύτικες άναμονές. Πράγματα πού αύτοαναιροΰνται καί αύτοκαταστρέφονται στήν καθημερινή διαφέντευση τής ζωής. Αλλά έμενε σ’ έναν κόσμο χρέους καί προσήλωσης διαχρονικό πού κρατάει τίς άρχές καί τό τέλος του στόν ούρανό.
« Ύπήκουσε τής φωνής τοϋ Κυρίου τοϋ Θεοϋ ημών».

Αστόχαστη άναταραχή


ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΤΑΝΑΝ τά γηρατειά, οί πόνοι στά πόδια, ή τραγωδία τοΰ Αιγαίου καί ή αλλοφροσύνη των Γραικών, ήρθε στερνά νά προστεθεί στην ψυχή τοΰ παπα-Νικόλα καί ή πίκρα τής άλλαγής τοΰ Ημερολογίου. Ήταν ένα μεγάλο πλήγμα πού τάραξε τά σπλάχνα τής Εκκλησίας κι έφερε σκανδαλισμό στους χριστιανούς, σ’ όποια πλευρά καί αν βρέθηκαν.
Κι άλήθεια, σέ μιά τόσο κρίσιμη δεκαετία γιά τό Έθνος, όπως αυτή τοΰ 1920-1930, ήταν άραγε άνάγκη νά προστεθεί κι αυτή ή άστοχία; Δεν μπορούσε νά τακτοποιηθεί μέ άλλο τρόπο τό ζήτημα, ώστε νά μήν φτάσουν στήν άκρη τοΰ γκρεμοΰ άνθρωποι καί θεσμοί; Νά μή ταπεινωθούν άθώοι ιερείς καί νά μήν γίνουν πράξεις άνεπίτρεπτης βίας καί κατατρεγμού;
Ωστόσο καί τούτο τό ζήτημα ό παπα-Νικόλας τό ξεπέρασε μ’ ένα αθόρυβο, ήπιο, άλλά άποφασιστικό τρόπο Επειδή γι’ αυτόν τό έτος ήταν μόνο εκκλησιαστικό, μόνο λειτουργικό καί ή κάθε στιγμή δοξαστική κι εύχαριστηριακή, έτσι καί τό κοινωνικό ή πολιτικό κονταροχτύπημα κείνων των ήμερων δεν μπόρεσε νά έχει καμιά άρνητική επίδραση πάνω στήν ποιμαντική του πορεία.
Κοντολογίς ή ξαφνική αύτή όχλοβοή στό τέλος τής ζωής του δέν τόν εμπόδισε νά συνεχίσει τήν άδιάλειπτη προσευχή του σέ όποιαδήποτε ώρα καί μέρα τοΰ χρόνου, γιορτή ή περίσταση. Γιατί ό παπα-Νικόλας δέν κυνηγούσε ούτε κομμάτιαζε τό χρόνο οΰτε βέβαια τόν στρίμωγνε μέσα σέ ημερομηνίες, πλαίσια καί όρια Αλλά βρισκόταν μέσα σ’ αυτόν. Πήγαινε μαζί του. Καί τόν άντιμετώπιζε μέ τήν μακαριότητα τού αιωνίου, τοΰ άείχρονου.
Όλη ή ζωή τοΰ παπα-Πλανά περνούσε μέσα στό εορτολόγιο καί τό θυσιαστήριο. Καί δέν υπήρχε έτσι γι’ αυτόν διαδοχή, εναλλαγή Αλλά μιά ενότητα τοΰ χρόνου καί τοΰ καιροΰ.
«Εξαγοραζόμενος τόν καιρόν» δηλαδή βρισκόταν μέσα σ’ αυτόν δουλεύοντας γιά τίς ψυχές πού ήταν αιώνιες, πέρα άπό τό καθημερινό τρεμόσβημα τοΰ χρόνου ή τό ημερολόγιο καί τό χρονολόγιο των άνθρώπιυν.
Γιά τόν παπα-Νικόλα χρόνος καί καιρός σήμαινε προσευχή, άγρυπνία, έκσταση μπροστά στό θυσιαστήριο καί στήν αγαπη. Κι αυτό εκανε μνημονεύοντας ώρες και ώρες νεκρούς καί ζωντανούς. Άγιους καί άμαρτωλούς, πλούσιους καί πένητες. Μικρούς καί μεγάλους.
« Έν Έκκλησίαις ευλογήσω σε»

Όταν έφταναν οί μεγάλες γιορτές τής Εκκλησίας, ιδιαίτερα τοΰ Εύαγγελισμοΰ, τής Μεγάλης Εβδομάδας, τοΰ Δεκαπενταύγουστου, των Αγίων Αποστόλων, των Χριστουγέννων, άρχιζαν συστηματικά άγρυπνίες. Οί καμπάνες χτυπούσαν άπό νωρίς τ’ άπόγευμα γιά τό μικρό έσπερινό κι ήταν τόσο γλυκές καί προσηγορητικές πού λές καί προσκαλοΰσαν τόν καθένα Αθηναίο χωριστά στό σύθαμπο τοΰ δειλινού νά πάει στήν έκκλησία. Καί κει, μέοα στή νύχτα καί στό μυστήριο τοΰ ναού νά βρει στασίδι καί νά προσευχηθεί. Νά πει τόν πόνο του. Νά κλάψει ίσως καί νά λυτρωθεΐ άπό τήν άγκούσα τής ψυχής του καί τό λαχάνιασμα τοΰ κόσμου.
«'Ο παπα-Νικόλας, όστις δέν έπαυεν όλον τόν χρόνον νά έχη άγρυπνίας είς τά πολυάριθμα έξωκκλήσια των περιχώρων τής πόλεως, ήγείρετο πρωί, τρεις ώρας πρίν φέξη, κι έδιάβαζεν όλην τήν Ακολουθίαν κατ’ οίκον, άπό τοΰ Μέσονυχτίου καί τοΰ Όρθρου, μέχρι των Ωρών, ένώπιον τοϋ εικονοστασίου περιμένων νά φανή τό πρώτον γλυκοχάραμα τής αυγής, διά νά ύπάγη νά λειτουργήση είς έξωκκλήσιον...».
Αυτές οί λειτουργίες καί οι όλονυκτίες ήταν τόσο κατανυκτικές καί μαγευτικές άστε έτσι καί τίς γευόσουν μιά φορά δέν ήταν εύκολο νά τίς εγκαταλείψεις άπό μόνος σου "Ετρεχες νά κουρνιάσεις σέ μιά γωνιά τοϋ ναοΰ -λιμάνι κι άποκοΰμπι σωστό καί κεΐ στ’ άλήθεια νά δεχτείς νάματα αιώνιας χαράς καί φωτισμού.
Ήταν καί πάλι παραμονές τοΰ Ευαγγελισμού, μετά τόν έπίσημο τής Πολιτείας καί τής Εκκλησίας έορτασμό. Κι όλοι ήταν μουδιασμένοι άν έπρεπε ή όχι νά ξαναγιορτάσουν Διχασμένος ό λαός. Άλλος πήγαινε κι άλλος δέν πήγαινε στήν εκκλησία άπό σύγχυση νοϋ καί φόρτιση ψυχής Ό παπα-Νικόλας όμως, όπως πάντοτε, έμενε άνεπηρέαστος. Εκείνον δέν τόν ένοιαζε άν οί χριστιανοί γιόρταζαν μέ κείνο ή τό άλλο ημερολόγιο. Αρκεί νά υπήρχε έκκλησίασμα καί ναός. Κι αυτός θά πήγαινε τότε δίχως κανένα δισταγμό νά λειτουργήσει, νά ψάλει, νά προσευχηθεί ώς ποιμένας μέ θάρρος καί γενναιότητα.
-Έ μπορώ νά πώ όχι στούς χριστιανούς πού μέ καλούνε νά τούς λειτούργησω . Έ μπορώ...
Αύτό τό γνώριζαν όλοι οί χριστιανοί πού ήξεραν τόν πα πα-Νικόλα. Κι οπωσδήποτε ό Θεόφιλος πού παρακολουθούσε στερνά τόν παπούλη στόν Άγιο Έλισσαιο, μαθαίνοντας μέ ζήλο την παπαδοσύνη. Κι έτσι όσο περνούσε ή ωρα κλεισμένος στό καμαράκι του χωρίς νά βρίσκεται σέ κάποια παννυχίδα κείνο τό βράδυ, δέν μπορούσε νά ησυχάσει.
Θά έμενες λοιπόν άλειτούργητος χρονιάρα μέρα; Έ, όχι Γιά πρώτη φορά θά συνέβαινε κάτι τέτοιο, στοχαζόταν.
"Ετσι άποφάσισε νά βγει έξω στό μαρτιάτικο, τσουχτερό κρύο και να πάρει, νύχτα ωρα, τους έρημους δρομους τής Αθήνας. Καθόταν στήν άρχή τής Έρμοΰ μέ τόν όδό Πει-

Τό Βατραχονήσι


Ανάμεσα οπό Στάδιο, στον 'Άγιο Σπυρίδωνα καί στό Ζάππειο διχαζόταν ή κοίτη τοϋ Ίλισσοϋ ποταμού. Στά πλάγια αυτής τής κοίτης είχαν χτιστεί πάμπολλα γραφικά σπιτάκια τής φτωχολογιάς μέ τήν αύλίτσα τους, τή μάντρα, τόν κήπο, τό κοτέτσι τους. Έκεΐ σύχναζε καί ό παπα-Νικόλας γιά νά βοηθήσει τούς χριστιανούς, ιδιαίτερα δταν ερχόταν τό νερό τής μεγάλης βροχής



Σ’ αυτές τις παράγκες, στό Βατραχονήσι, κυκλοφορούσε όλημερίςκι όλονυχτίς ό παπα-Νικόλας. (Τής Άρ. Μόλλα - Γιοβάνου).

. Κι έπρεπε νά περάσει μέσα άπό γκρεμισμένα ή μισοχαλασμένα σπιτάκια, κάποιες μάντρες, κλειστά μικρομάγαζα, κάποια άχούρια, σανοπωλεΐα καί τενεκετζίδικα. Κι υστέρα νά φτάσει στό μεγάλο τζαμί καί στόν Άγιο Έλισσαΐο. Έκεΐ είχε σκοπό νά πάει καί μετά έβλεπε τί θά έκανε.
Δέν ήταν καί πολύ μαθημένος σέ τέτοια, νυχτερινά περιδιαβάσματα. Καί μάλιστα δίχως συντροφιά. Μά ό πόθος του ήταν τόσο μεγάλος ώστε ό Θεόφιλος δέν μπορούσε νά άντισταθεΐ στήν παρακίνησή του.
Σ’ δλο αυτό τό διάστημα που περπάτησε δέ συνάντησε ψυχή. Κι όταν άκόμα έφτασε κοντά στόν Άγιο Έλισσαΐο παντού ένα γύρω ήταν έρημιά στήν πλατεία, στά σοκάκια καί βαριά, άσάλευτη άκινησΐα. Μονάχα ό σκοπός στήν πύλη τοΰ Παλαιού Στρατώνα πηγαινοερχόταν. Ό Θεόφιλος τόν παραφύλαξε καί μόλις έστριψε τή γωνία τρύπωσε στήν αύλή τοΰ Αγίου Έλισσαίου.
Στή συνέχεια, δίχως νά προκαλεΐ κανένα θόρυβο, πλησίασε καί προσπάθησε νά δει μέσα άπό τό χρωματιστό τζα- μάκι τί γίνεται στό ναό. Δέν είδε καμιά κίνηση, κανένα φως. Δέν άκουγόταν κανένας ήχος.
-Τί κρίμα Δέ θά γιορτάσουμε φέτος τόν Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου, ένώ τούτη τήν ώρα πανηγυρίζει ό ούρανός κι οί άγγελοι ψάλλουν:

«Χαΐρε κεχαριτωμένη, ό Κύριος μετά σοΰ».


Αναζήτησε τότε ό Θεόφιλος ένα πεζούλι νά καθίσει λίγο, άθέατος καί νά σκεφτεί τί θά έκανε, πού θά πήγαινε. Μά πα- ρευτύς, μέσα σέ κείνη τή νυχτερινή σιωπή ακούσε κάποιον άκαθόριστο θόρυβο πίσω άπό τήν άνοιχτή αύλή τού Άγιου Έλισσαίου, όπου υπήρχαν μερικά χαμόσπιτα. Κράτησε τήν άναπνοή του γιά μιά στιγμή. Κι ύστερα σηκώθηκε καί κόλλησε πάνω σέ μιά εσοχή τού τοίχου. Γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι αύτός ό θόρυβος ολοένα τόν πλησίαζε κι ότι προερχόταν άπό μιά άνθρώπινη σκιά, πού κατευθυνόταν ίσια σ’αυτόν. Καθώς μάλιστα διαγραφόταν πιό συγκεκριμένα, προσπαθούσε νά σκεφτεΐ μέ γνωστό του άνθρωπο, μά πού όντας στριμωγμένος δεν μπορούσε νά τόν δεί καθαρότερα.
Ίσα όμως πού πρόλαβε νά κάνει αύτές, τίς άστραπιάϊες σκέψεις, γιατί στό άναμεταξύ ή σκιά είχε βρεθεί κιόλας δυό βήματα μπροστά του καί μιά σιγανή άλλά άπότομη φωνή άκούστηκε:
-Θεόφιλε
-Ιωακείμ, εσύ;
-Τί κάνεις έδώ τέτοιαν ώρα;
-Ήρθα μήπως...
-Καί γίνεται άγρυπνία;
-Ναί, πού τό κατάλαβες;
-’Άμ, γιατί άλλο θά σουνα δωπέρα.
-Κρίμα όμως. Τό έκκλησάκι είναι θεόκλειστο.
-Μή βιάζεσαι
-Μά τί λές; Δέν υπάρχει ψυχή. Κι ό παπα-Νικόλας, ποι¬ος ξέρει πού βρίσκεται τέτοια ώρα...
-Κάνε υπομονή σοΰ λέγω καί θά δεις, μίλησε καί πάλι αινιγματικά ό Ιωακείμ.
-Μά έσύ θά μέ λωλάνεις...
-Έλα μαζί μου νά μπούμε στό έκκλησάκι. Είναι άνοιχτό. Κι ύστερα βλέπουμε...
-Μά...
-Άκολούθησέ με σοΰ λέγω καί είσαι τυχερός
Ό Θεόφιλος πραγματικά περίεργος άκολούθησέ τόν Ιωακείμ καί μπήκαν στό άνοιχτό έκκλησάκι. Ένιωσαν παρευτύς ζεστασιά καί θαλπωρή. Μά ψυχή δέν υπήρχε μέσα. 'Ύστερα μέ προτροπή τού Ιωακείμ άναψαν ένα-δυό καντηλάκια κι έβαλαν μερικά άναμμένα κεράκια στά μανουάλια. Καί ένώ άκόμα δέν είχαν τελειώσει άνοιξε ξωπίσω τους ή πορτούλα τού Άγιου Έλισσαίου καί ψάλλοντας σιγά - σιγά μπήκαν μέσα ό παπα-Νικόλας μέ κάμποσες μυροφόρες κρατώντας χεράκια αναμμένα καί κατευθύνθηκαν, όσο γινόταν άθόρυβα στό άναλόγιο, στά στασίδια κι ό γέροντας στό ιερό, ό όποιος εύτύς έβαλε «Ευλογημένη ή βασιλεία...».
Ό Θεόφιλος πού ήταν έκκλησιάρχης καί ήξερε άπ’ αύτά, κατάλαβε καί πήρε τή θέση του Εύχαριστη μένος στά κατάβαθα της ψυχής του επειδή θά γιόρταζε άλλη μιά κανονική άγρυ- πνία τοϋ Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου στόν Άγιο Έλισσαϊο.
Αλλά τί είχε συμβεΐ κι έγιναν έτσι τά πράγματα;
Ώς άποφάσισε ό παπα-Νικόλας μέ τή συνοδεία του νά κάνουν άγρυπνία μέ τό παλιό ήμερολόγιο καί παρά τήν άπα- γόρευση, γιά νά μή προκαλέσουν τις υποψίες ή τήν προσοχή των Αρχών, έκανε τόν πιό πάνω συνδυασμό... Δηλαδή παρακάλεσαν τήν κυρα-Μάρθα, μιά φτωχή γυναίκα πού είχε ένα δίπατο σπιτάκι στό βάθος τής αύλής τού Προφήτου Έλισσαίου καί κείνη δέχτηκε, νά κάνουν έκεϊ τύ μεγάλο Εσπερινό καί τόν Όρθρο. Κι ύστερα μέ προφύλαξη, μετά τά μεσάνυχτα, νά τελέσουν τή θεία Λειτουργία.
Έτσι άπό νωρίς τό βράδυ συνάχτηκαν στό σπιτάκι τής κυρα - Μάρθας ό παπα-Νικόλας μέ έξι-έφτά γυναίκες τής συνοδείας του, μαζί καί ό Ιωακείμ πού σύντυχε κοντά τους. Κι όταν ήρθε ή ώρα ξεκίνησαν τήν ολονυχτία καί ήσυχα- ήσυχα όταν έφτασαν στή Λειτουργία κατέβηκαν στόν 'Άγιο Έλισσαϊο νά τήν τελέσουν.
'Ως τέλειωσε καί ή Λειτουργία, δίχως κανένα έμπόδιο, βγήκε ή πομπή μέσα στή θεοσκότεινη νύχτα καί κατευθύνθηκε ξανά στό έτοιμόρροπο σπιτάκι, τού όποιου ή ξύλινη σκαλίτσα έτριζε γιά νά συνεχίσουν, όπως ήταν τό τυπικό τής παννυχίδας μέ τήν Παράκληση, τις Ώρες καί τόν Αγιασμό.
Μετά άπό χρόνια, όταν τά άλλόκοτα αύτά κυνηγητά είχαν σταματήσει, ό Θεόφιλος έλεγε ότι ποτέ του δέν είχε νιώσει τέτοια κατάνυξη Θές ή παράνομη μυστικότητα, θές ή υποβλητικότητα τής νύχτας, θές ό φωτισμός, οί λίγοι χριστιανοί καί ή προφύλαξη τοϋ είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση.

-Νόμιζες πώς κείνη τή νύχια είχαν πάρει μέρος άγγελοι κι έψελναν ατή θέση τού Παπαδιαμάντη καί τοΰ Μωραϊτίδη, έλεγε καί ξανάλεγε ό Θεόφιλος.
Αλλά καί τίς επόμενες φορές πού κρυφολειτούργησε ό παπα-Νικόλας μέ τό παλιό ημερολόγιο δέν έτυχε νά γίνει άντιληπτός καί νά συγκρουστεΐ μέ κανένα. Άν καί ήταν, όπως έλεγε κι ό ίδιος άποφασισμένος γιά όλα Δέν τό μπορούσε καθώς υποστήριζε, θά βλέπει χριστιανούς, όποιοι κι αν ήταν νά μένουν άλειτούργητοι γιά χάρη τής ημερομηνίας. Εξάλλου άπεχθανόταν τή βία πάντοτε καί τήν καταπίεση. Αυτά βέβαια δέν είχαν σχέση μέ τή δική του, πνευματική υποταγή καί πειθαρχία.
Μιά μέρα ό πανιερώτατος Μητροπολίτης τής Αθήνας κά- λεσε στό γραφείο του τόν παπα-Νικόλα κι άρχισε νά τόν έπιτιμάει καί νάτόν πικραίνει έπειδή είχε πληροφορίες ότι έκανε, παρά τήν άπαγόρευση, άγρυπνΐες στά διάφορα έκκλησά- κια. Μά κείνος όλο αύτό τό διάστημα δέν έβγαλε άχνα άπ’ τό στόμα του. Αλλά ώσάν τό Χριστό «...έσιώπα καί οΰδέν άπεκρίνατο». Είχε σκυμμένο τό κεφάλι κι άμίλητος φαινόταν ώς ένα παιδάκι πού τό μαλώνουν
"Ωσπου, σέ κάποια στιγμή γιά νά τόν άναγκάσει ό Δέσποτας κάτι νά πει, κάτι νά ομολογήσει ό παπα-Νικόλας, άρχισε νά τοΰ απαριθμεί ονόματα κι άνθρώπους άγνωστους καί γνωστούς πού είχαν έναντίον του κάτι νά λένε.
Μά κείνος άντί ν’ άποκριθεΐ γιά τήν ουσία των κατηγοριών καί νά μπει έτσι στόν άδιέξοδο λαβύρινθο των δικαιολογιών καί τών εξηγήσεων άρκέστηκε νά λέει μονότονα:
-Μά πώς, αυτός καλός άνθρωπος είναι. Πώς τό ’κανε; Πώς τό ’πε;
Πέρασε έτσι άρκετή ώρα. Καί στίς ερωτήσεις τοϋ Δεσπότη ό παπα-Νικόλας άπαντοΰσε γιά όλους τούς άνθρώπους ότι ήταν καλοί καί ότι ό δαίμονας τούς είχε βάλει νά τόν κατασυκοφαντήσουν σέ άνύπαρκτα ζητήματα. Τότε σέ μιά στιγμή ό Δεσπότης τοΰ λέει:

-’Έτσι πού τό πας παπούλη μου, όλους τούς άνθρώπους θά τούς βγάλεις καλούς κι άκούσιους κακολόγους.
-Έτσά είναι Δεσπότη μου, καλοί, καλοί είναι οί άνθρωποι.
-’Έ, τότε θά μάς πεις άκόμα πώς κι ό διάβολος καλός είναι
-Αύτός είναι ό καλύτερος...
-Ό καλύτερος; έκανε σαστισμένος ό πανιερώτατος κι άνοιγόκλεισε τά μάτια του γιά νά πάρει καιρό
-Είναι ό καλύτερος, γιατί δίχως έδαϋτον ποιος θά πήγαινε στόν παράδεισο;-...
Στό διάστημα κείνης τής άσκοπης έκκλησιαστικής άναταραχής έγιναν πάρα πολλά έκτροπα. Φανατισμένοι ύποστηρικτές τής άλλαγής τού ημερολογίου έπιασαν στό Μαρούσι, στό Φάληρο, στό Μοσχάτο, στην Αγία Παρασκευή άξιοσέβαστους ιερείς καί μέσα στή νύχτα, έξω στό κρύο τούς γύμνωσαν, τούς κακοποίησαν. Τούς έσυραν στις Αρχές καί κεΐ, δίχως έλεος, τούς ξύρισαν. Τούς πήραν τό ράσο καί τούς φόρεσαν κουρέλια έμπαιχτικά Ένώ κυνήγησαν καί τούς χριστιανούς καί τούς χλεύασαν.
Νά ήταν άραγε μιά εύκαιρία διώξεων έναντίον των Όρθοδόξων χριστιανών άπό κείνους επίσημους καί μή πού βγάζανε τό άχτι τους γιά τόν Παπουλάκο, τόν Οικονόμο, τό Φλαμιάτο; Ποιος ξέρει; Μά φανερώθηκε μεγάλο μίσος έναντίον ολόκληρης τής Εκκλησίας καί χλεύη όχι τυχαία...
-Μά γιατί, γιατί όλα αύτά;
-Ό διάβολος, ό διάβολος παιδί μου. Αύτός φταίει Αύτός τά παρακινεί όλα.
-Τί θλίψη είναι αύτή γέροντα, άλλοι νά γιορτάζουν κι άλλοι νά νηστεύουν...
-Μή θλίβεσαι. Τίποτις τό κακό δέν μένει αιώνια.

-Καί τί θά κάμουμε μ’ αύτή την άναταραχή πού σκανδαλίζει τίς ψυχές;
-Δέν ήξεύρω τίποτις, εξόν άπό την πίστη καί την υπομονή.
-Καί μέ τίς άγρυπνίες τί θά πράξουμε;
-Όποια μέρα κι οποία γιορτή μάς καλούν εμείς θά πηγαίνουμε νά ψάλλουμε τόν Κύριο καί Θεό μας. Έλόγου μου, ένας άνάξιος ιερέας: «ψαλώ τώ Θεώ μου έως υπάρχω».
Μιά άπό κείνες τίς ταραγμένες μέρες των χριστιανών, κάλεσαν καί πάλι τόν παπα-Νικόλα νά κάνει όλονυκτία σ’ εκκλησάκι στήν περιοχή τού Ελαιώνα. Μακριά άπό τό κέντρο τής Αθήνας, σ’ έρημο γιά τήν εποχή τόπο. Κι ήταν τό κλίμα ωσάν νά βρισκόσουν στά χρόνια τών πρώτων διωγμών Φόβος καί τρόμος. Γι’ αύτό όσο ό παπούλης λειτουργούσε κάποιοι πιστοί πρόσεχαν στίς διαβάσεις καί στά πιθανά περάσματα μπάς κι έρθει κανένα άπόσπασμα μέ σταυρωτήδες καί τούς συλλάβει.
Μά όπως  συντύχαινε κάθε φορά, καί κατά τά μεσάνυχτα, ειδοποιημένοι άπό κάποιους σπιούνους, έφθασαν ψάχνοντας οί χωροφύλακες. Καί τότε οι βαρδιάνοι έτρεξαν νά διακόψουν τή Λειτουργία καί νά συστήσουν στόν παπα-Νικόλα νά φύγει καί νά κρυφτεί σέ κρυψώνα πού τού είχαν έτοιμάσει.
Όμως έκεΐνος άτάραχος καί δίχως νά κουνηθεί άπό τόν τόπο δπου τελούσε τήν Ακολουθία, τούς άποκρίθηκε:
-Μή φοβόμαστε. Μή φοβόμαστε. Θά ’ρθουν τά παιδιά, θά προσκυνήσουν κι ΰστερις θά φύγουν ήσυχα-ήσυχα.
-Μά παπούλη δωμέσα θά γίνει μεγάλο κακό όταν σέ δούνε. Έλα νά σέ κρύψουμε. Βιάσου.
-Σάς είπα ότι θά ’ρθουν καί θά φύγουν.
Καί πραγματικά έτσι έγινε Ό παπούλης συνέχισε δίχως διακοπή τή Θεία Λειτουργία κι όταν έφτασαν οί χωροφύλακες, μπήκαν στό έκκλησάκι μέ σεβασμό κι άφοΰ προσκύνησαν τίς εικόνες, ό έπικεφαλής είπε στούς άντρες του:

-Αφήστε τούς χριστιανούς νά τελέψουνε τήν ολονυχτία τους. Δεν κάνανε κανένα κακό. Πάμε νά φύγουμε.
Τό πρωί, ώς τέλειωσε ή Ακολουθία καί συνάχτηκαν νά πιουν τή φασκομηλιά τους, ό παπα-Νικόλας ρώτησε:
-"Ηρθανε τά παιδιά;
-Ήρθανε παπούλη κι εύτύς φύγανε.
-Δέ σάς τό ’πα γώ; Θά ’ρθουν, θά προσκυνήσουν καί θά φύγουν τά παιδιά, δίχως νά μάς πειράξουν.

«Ό Θεός ημών καταφυγή καί δύναμις, βοηθός έν θλίψεσι ταϊς εύρούσαις ημάς σφόδρα. Διά τοϋτο ον φοβηθησόμεθα έν τώ ταράσσεσθαι τήν γην καί μετατίθεσθαι όρη έν καρδίαις θαλασσών».

Είναι γνωστό ότι οί άγιοι άνθρωποι κι οί φίλοι τοΰ Θεού δέν διαμαρτύρονται ούτε παραπονοϋνται γιά τά «κακώς κείμενα» τού κόσμου καί ξεχωριστά στό χώρο τής Εκκλησίας. Δέν είναι δουλειά τους νά βλέπουν καθημερινά τά σκάνδαλα, τίς προσωπικές άναταραχές καί τίς αμαρτίες των άνθρώπων. Τήν άγάπη καί τό έλεος τοΰ Θεού θυμίζουν καί έπικαλοΰνται τήν πάσα ώρα. Αυτό πού έκανε δηλαδή καί ό παπα- Νικόλας Ή χαρά καί ή σωτηρία των άνθρώπων τόν ένοιαζε πιότερο καί τίποτ’ άλλο
Εξάλλου αύτό δέν έκανε κι ό Γρηγόριος Παλαμάς, ό Μακάριος Νοταράς, ό Νικόδημος ό Αγιορείτης, ό Παπουλάκος, ό Κοσμάς ό Αίτωλός καί τόσοι άλλοι;
Ή γή δέν κατοικεΐται άπό άγγέλους. Κι ούτε οί χριστιανοί είναι υπεράνθρωποι. Προσπαθούν καί παλεύουν νυχτοήμερα νά είναι είρηνοποιοί, έλεήμονες, άδολοι, άνοιχτοί σέ έργα άγάπης καί τ’ άλλα τ’ άφήνουν στό Θεό.
Κι ό παπα-Νικόλας δέν κήρυττε άπό τόν άμβωνα ούτε μιλούσε πολύ ούτε έγραφε βιβλία. Αλλά έριχνε βάλσαμο στις ψυχές των άνθρώπων καί λάτρευε τό Θεό. Έψελνε σ’ άλες σχεδόν τίς εύκαιρίες, λειτουργούσε, προσευχόταν άδιάλει πτα κι ήταν σκυμμένος μόνιμα πάνω στά Μηναία, στό Τετραυάγγελο, στό Μεγάλο Ευχολόγιο, στό Ψαλτήρι καί στην Όκτώηχο. Αυτός ήταν ό θησαυρός τής γνώσης καί τής πίστης τοϋ παπα-Νικόλα. Κι άπό κεΐ, άντλοϋσε καθημερινά τά γνήσια νάματα τής Όρθοδοξίας του, τής δύναμης καί τής ουράνιας νηφαλιότητάς του.


Η πρώτη βασική βιογράφος καί μόνιμη συνοδός τον παπα-Νικόλα Πλανά,γερόντισσα Ούρανία Παπαδοπούλου καί άργότερα μοναχή Μάρθα.

Έξω άπ’ αυτά καί μακριά άπό τό λειτουργικό χώρο τοϋ ναοΰ, ούσία καί προοπτική τής πίστης καί τής Όρθοδοξίας γιά τόν παπα-Πλανά δεν υπήρχε. Καί κοντολογίς ούτε πνευματικός άνθρωπος, θεολόγος ή θρησκευόμενη ψυχή μπορούσε νά υπάρξει έξω άπ’ αυτή, τή μυστική καί μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας.
Εξάλλου μέσα οτή σύναξη τής Εκκλησίας καί κάτω άπό τό βλέμμα τοϋ ζωγραφισμένου Παντοκράτορα βρίσκεται καί ή εύθύνη τής κοινότητας. Ή ένότητα τής ζωής, τής άλήθειας καί τοϋ λόγου τής έλπίδας. Καί κειμέσα εναρμονίζεται ή πίστη μέ τήν άδυσώπητη πραγματικότητα. Ή πλούσια κληρονομιά μέ τό μέλλον καί τήν προσδοκία. Κι ό παπα-Νικόλας πάνω σ’ αύτά βίωνε τήν άγια καθημερινότητα μέ έκπληξη κι απλότητα μικρού παιδιού. Έτσι πού συνέχεια μέσα άπό τήν ταπεινότητα καί καλοσύνη του νά βρίσκεται διαμέσου τοϋ κόσμου μακριά άπ’ αύτόν, πέρα, σέ ούράνιες εκλάμψεις
«"Οστις ταπεινώσει έαυτόν ώς τό παιδίον, ούτός έστιν ό μείζων έν τη βασιλεία των ουρανών».


Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |