ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 11. Δοξαστικό κάλεσμα

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

11. Δοξαστικό κάλεσμα



ΠΛΑΝΑΣ

Η ΖΩΗ τοϋ παπα-Νικόλα αυτόν τόν καιρό ήταν μιά δοκιμασία. Έχασε τό άγαπημένο πνευματικοπαίδι του, τόν Ήλία. Έφυγε ή μυροφόρα άδελφή Συγκλητική γιά τήν άνω Ιερουσαλήμ καθώς καί ό Διονύσιος. Κι αύτός ό Μωραϊτίδης, άφοΰ έκάρη μοναχός μέ τό όνομα Ανδρόνικος, κοιμήθηκε στή Σκιάθο.
Εξάλλου τά γηρατειά άρχισαν πιά νά βαραίνουν. Βέβαια άπό καιρό είχε κοντά του μόνιμο αμαξά γιά νά τόν μετακινεί, τόν Παναγιώτη. Εντούτοις τά πόδια του τόν βασάνιζαν άπό τούς πόνους, επειδή παρ’ όλα αυτά έξακολουθοΰσε νά οδοιπορεί, νά ελεεί καί νά αγιάζει τούς άνθρώπους τής Αθήνας, όπου τόν καλοΰσαν.
«Τήν εσπέραν ώδεύομεν όμοϋ άνά τήν άμπελόφυτον πεδιάδα, άπερχόμενοι είς τόν ναΐσκον τοϋ Αγίου Ίωάννου τοϋ Θεολόγου. Έτελεΐτο εκεί μικρά πανήγυρις. Έμελλε νά γίνει παννυχίς άπό τής ένάτης ώρας μέχρι τής τρίτης τοϋ όρθρου· είτα μετά δίωρον διάλειμμα, θά έτελεΐτο λειτουργία...».
Τίς μέρες οπού γιόρταζαν τά ξωκκλήσια καραβάνια άπό γυναίκες, γέροντες καί παιδιά, συνέχιζαν νά τόν άκολουθοΰν περπατώντας μέσα άπό άγρούς, περιβόλια, λιόδεντρα, άμπέλια καί βοσκοτόπια άπό τίς πλαγιές τοϋ 'Υμηττοϋ ίσαμε τήν Πεντέλη ή τούς άνοιχτούς έρημότοπους τής Καλλιθέας, τής Νέας Σμύρνης καί των Τζιτζιφιών.


Κι ήταν μεγάλη παρηγοριά κι ελπίδα γι’ αυτές, τίς μειοψηφίες νά βλέπουν ένα τοσοδά, άδΰναμο γεροντάκι, κυρτό καί λιγομίλητο, πού έσερνε στην κυριολεξία τά πόδια του, νά κρατάει μέσα του τόση δύναμη καί τόση έπιμονή.
Τόν ίδιο καιρό κι ή ένορία στόν Άι-Γιάννη τοΰ Αγρού είχε διπλωθεί κι άποφασίστηκε νά γκρεμιστεί ό παλιός ναός καί στή θέση του νά υψωθεί ένας καινούργιος.
«Ό σημερινός ναός τοΰ Αγίου Ίωάννου οφείλεται κατά μέγα μέρος εις αύτόν (τόν παπα-Πλανά) καί τάς ένεργείας ενός άλλου μορφωμένου καί άφοσιωμένου κληρικού, τοΰ 'ιερέως Νικολάου Λαμπροπούλου. Ό κόσμος χάρις εις τόν παπα-Πλανάν, συνέρρεεν εις την μικράν έκκλησίαν καί τά είσοδήματά της, φυσικά, ηύξανον. Ταυτοχρόνιος έμεγάλωνε καί ή συνοικία καί κατέστη, σύν τώ χρόνω, μεγάλη ένορία. Όλα τά κέρδη του ό παπα-Νικόλας τά διέθετε εις τήν έκκλησίαν καί τούς πτωχούς. Ήγόρασεν εικόνας καί πρόσφερε δώδεκα χιλιάδας προπολεμικών δραχμών, ως έμφαίνεται έκ των πρακτικών, καί δεκαπέντε μεταπολεμικάς».

Μάρθα μοναχή


Όπως είπαμε όμως τά γηρατειά κυνηγούν πιά τόν παπα- Νικόλα άνελέητα Ό Παναγιώτης τόν φέρνει μέ τό αμάξι του ως τήν εξώπορτα τοΰ σπιτιοΰ. Κι ύστερα τόν κρατάει νά κατέβει άπ’ τό μόνιππο. Καί πάλι τόν στηρίζει μέ προσοχή νά άνέβει τά λίγα σκαλοπάτια τής όδοΰ Δράκου 39. Τόσο είναι έξαντλημένος, ώστε μέ τό παραμικρό κουράζεται καί κάποιες φορές τοΰ ’ρχεται λιγοθυμία...
Ωστόσο, ώς έμπαινε στό σπίτι καί άπλωνε τό ρασάκι του, πάλι συνέχιζε τό έργο του.
-Μαριγούλα παιδί μου νά φάνε τά παιδιά πού ήρθανε ξωπίσω μου. Δώσε τους νά φάνε.
-Ναί, πατέρα. Όλοι θά τακτοποιηθούνε, μείνε ήσυχος. Σύ γείρε νά ξεκουραστείς.



Ο "Οσιος τής αθηναϊκής άγρυπνιας, σέ προχωρημένη πιά ηλικία,συνοδευόμενος  άπό τόν αμαξά του τόν κυρ Παναγιώτη.

Καί τότε, καθώς έγερνε γιά λίγο νά αναπαυτεί στη δική του γωνιά, εύτύς τό βλέμμα του χανόταν, έφευγε από κείνο, τό συγκεκριμένο τόπο κι απλωνόταν σ’ ένα μακρινό, φωτεινό γαλαξία στον όποιο δέν υπήρχαν λές γήινες υπάρξεις, καθορισμένες φωνές καί ήχοι γνωστοί
Στό άναμεταξύ ή κυρα-Μαριγούλα, ή νύφη του, τοίμαζε στή χύτρα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό καί τό πρόσφερε στό σμάρι των γυναικών πού άκολουθοΰσε τόν παπούλη κι σ’ οποίον τύχαινε νά βρίσκεται μαζί τους -ξένος ή δικός- κι έπρεπε καί κείνος νά τραπεζωθεί.
-Ό Θεός, ό Θεός μάς τόν έστειλε κι αυτόν, Μαριγούλα. Βάλ’ του νά φάει.
Κείνο τό καλοκαίρι τοΰ 1931 ήταν δύσκολο γιά τόν παπαΝικόλα. Είδε κι έπαθε νά βγάλει πέρα τή ζέστη καί τά σύννεφα τής σκόνης. "Ιδρωνε καί ξίδρωνε συνέχεια. Σκυφτός, άκουμπώντας πάντοτε στό ραβδάκι του προσπαθούσε νά τελεί τά διακονήματά του μέ μεγάλο άγκομαχητό. Μάλιστα στις άρχές τού Ίούνη μόλις πού πρόφτασε νά καταλύσει τό 'Άγιο Ποτήρι καί λιγοθύμησε. Παρευτύς όμως έτρεξαν κοντά του καί τόν έβγαλαν έξω στήν αύλή τοΰ Αγίου Έλισσαίου νά πάρει άέρα. Κι ό γιατρός πού βρέθηκε έκεΐ τόν συνέφερε:
-Δέν ήμπορώ, παιδιά μου, δέν ήμπορώ άλλο Χριστέ μου, ψέλιζε σιγανά. Κι ήταν ώς νά ήθελε νά άπολογηθεϊ στούς άνθρώπους καί στό Θεό πού δέν είχε πιά τίς δυνάμεις νά τούς υπηρετεί...
Σέ λίγο ήρθε κι ό Παναγιώτης καί τόν μετέφερε στό σπίτι του. "Ολοι οί δικοί του εύτύς βρέθηκαν άπό πάνω του. Κι άφοΰ συνήλθε γιά τά καλά, οί φίλοι γιατροί πού πάντοτε τόν τιμούσαν καί τόν παρακολουθούσαν, είπαν ότι έπρεπε νά δυναμώσει κι ύστερα νά ξαναβγεϊ στούς δρόμους.
Καί ποιοι έπίσημοι κι άνεπίσημοι άνθρωποι δέν τόν έπι- σκέφτηκαν τότε, δσο καιρό έμεινε στό σπίτι. Κι όχι μόνο για νά τόν δουν καί νά μάθουν νέα του. Αλλά καί γιά νά τόν άκοΰσουν καί νά παραστοΰν στις Ακολουθίες πού συνέχιζε νά τελεί, παρά την κατάσταση τής υγείας του, μέσα στό σπίτι άπό τό κρεβάτι όπου κοιτόταν.
Ή Βικτωρία ούτε στιγμή δέν έφυγε άπό τό πλάι του. Διάβαζε συνέχεια καί πότε έψελνε τόν Όρθρο, πότε τις Ωρες καί πότε την Παράκληση. Καί ό παπα-Νικόλας άπό τή γωνιά τής στρωμνής του άνασηκωνόταν κι υψώνοντας τό χέρι, πάντα μέ δυσκολία, εΰλογοϋσε ψιθυριστά βλέποντας πρός τό άπειρο Πέρα άπό κείνο, τό μικρό δωμάτιο:

«Σώσον ό Θεός τόν λαόν σου...».


Αυτή ή κατάσταση συνεχίστηκε ίσαμε τόν Όκτώβρη τοΰ 1931 οπότε άνάλαβε καί πάλι τις σωματικές δυνάμεις του ό παποΰλης καί οί γιατροί τοϋ έπέτρεψαν νά πάει νά λειτουργήσει στις 23 τοϋ μήνα, τ’ Αγίου Ιακώβου, στήν ένορία του.
Ώς βγήκε στό δρόμο ξανάδε τήν Αθήνα δίχως νά ’χει άλλάξει στό έλάχιστο Ό κατακαη μένος τόπος εξακολουθούσε νά πλαντάζει άπό προβλήματα πολιτικά καί οικονομικά, παρ’ όλες τις προσπάθειες κάποιων ηγετών νά διορθώσουν μερικά πράματα.
Τό φθινόπωρο όμως πού ήταν γλυκό κι ωραίο άγνοοΰσε αυτές τις άγωνίες των Αθηναίων κι οί άνθρωποι τοΰ παπα- Πλανά μαζεύτηκαν νά παρακολουθήσουν τόν ποιμένα τους στόν 'Άι-Γιάννη.
Ωστόσο, όση ώρα λειτουργούσε μέ μεγάλη προσπάθεια, οί συνοδοί του κρατούσαν τήν άναπνοή τους μή τυχόν καί πάθει τίποτα. Τά κατάφερε όμως ευτυχώς έιυς τό τέλος δίχως κανένα άπρόοπτο. Καί τότε κάθισε νά ξεκουραστεί. Καταχαρούμενοι μάλιστα τοΰ ’φεραν σ’ ένα άσημένιο δισκάκι άρτο καί γλυκό, κόκκινο κρασί κι όταν ήπιε καί τήν τελευταία γουλιά άπό τό ποτήρι είπε ικανοποιημένος:

-Δόξα σοι ό Θεός, τά κατάφερα καί φέτος. Τό πρόσωπό του έλαμπε. Καί μαζί του χαίρονταν όλοι έκεϊνοι πού του παράστεκαν γύρω του.
Την ώρα έκείνη, στ’ άλήθεια, έμοιαζε μέ άγια μορφή πού λές καί τήν ξεκόλλησες άπό βυζαντινή τοιχογραφία τού Αγίου Όρους, καθώς ήταν καθισμένος φορώντας τό μαύρο σκουφάκι του πού στή μέση είχε έναν κόκκινο, κεντητό σταυρό.

«Μή θορυβοΰν οί όχλοι...»    


Το ΣΥΝΑΞΑΡΙ τοΰ παπα-Νικόλα Πλανά πού ξετυλιγόταν χρόνια τώρα, έφτασε πιά ατό τέλος του Υπήρξε μιά μεγάλη λάμψη μέσα στην Αθήνα καί στην παγωνιά τής μοναξιάς της, πού όμως τρεμόσβηνε πιά καί χανόταν άπό προσώπου τής γής, άψήνοντας ξοπίσω της μιά τροχιά μνήμης καί έμπειρίας νοσταλγικής όχι τυχαίας κι όχι δίχως σημασία γιά τά μετέπειτα χρόνια.
Βέβαια άνάλαβε καί πάλι κάποιες δυνάμεις ό παπούλης καί άρχισε τίς δραστηριότητές του σέ μικρή πάντα κλίμακα. Μά όλα φαίνονταν νά τελειαίνουν άπ’ τήν Κυριακή τοΰ Ασώτου τοΰ 1932, όπού γιά στερνή φορά λειτούργησε στόν 'Άι-Γιάννη. Μετά τή Λειτουργία αυτή τό ποίμνιό του δέν τόν ξανάδε νά ’ρχεται άπό τήν όδό Πετμεζά, νά διαβαίνει τό γεφύρι τοΰ Ίλισσοΰ μπροστά στόν 'Άι-Παντελεήμονα κι ύστερα κόβοντας δεξιά ν’ άνηφορίζει σιγά-σιγά μέσα άπό αγρούς, χωραφια κι αραιούς συνοικισμούς προς τον Αι- Γιάννη τοΰ Άγροΰ.
Αυτό τόν καιρό είχε παραδοθει πιά στις στοργικές φροντίδες τής καλής νύφης του Μαριγούλας καί τοΰ γιοΰ του, τοΰ Γιάννη, δίχως αυτό νά σημαίνει ότι είχε καταπέσει οριστικά. Γιατί καί τίς προσευχές του έκανε καί τό νοΰ του διατηροΰσε διαυγέστατο καί φωτισμένες κουβέντες έλεγε μέ τούς γύρω του.

"Ομως ή ώρα νά ξεκουραστεί μιά γιά πάντα, όπως τό έπιθυμοϋσε, είχε φτάσει... "Εβλεπε πιά συχνά κείνα τά ναξιώτικα άκρογιάλια μακριά, στην ονειροφαντασία του κι ήταν φορές που μερικά λόγια του -προορατικά, προφητικά- δέν γίνονταν κατανοητά άπό τους δικούς του πού μέρα-νύχτα τού παραστέκονταν μέ άγάπη καί θαυμασμό.
Γρήγορα μαθεύτηκε μάλιστα ότι ό παπα-Νικόλας ήταν άνήμπορος κείνες τις μέρες κι όλοι στή γειτονιά τής Γαργαρέτας ρωτούσαν καθημερινά:
-Τί κάνει ό παπούλης;
-Πώς είναι ό παπα-Νικόλας μας;
-Λίγο άδιάθετος είναι. Φτάσαν καί τά γηρατειά, άποκρινόταν ή κυρα-Μαριγώ.
-Φέρατε γιατρό; ξαναρωτοΰσαν.
-Ένα σωρό γιατροί είναι πλάι του. Μά κείνος λέει πώς «Γιατρός είναι μόνο ό Θεός».
Ωστόσο πάντα τόν παρακολουθούσαν καί ήταν γνώστες τής κατάστασής του φίλοι γιατροί, όπως ό Δημήτριος Λάμπαδάρος, ό Νικόλαος Λοράνδος καί άλλοι, πού έδιναν συνέχεια οδηγίες μπαινοβγαίνοντας καθημερινά στό σπίτι.
Ούτε μιά βδομάδα δέν τράβηξε έτσι τό πράμα. Γιατί τήν παραμονή τής Τσικνοπέμπτης άνασηκώθηκε λίγο καί κάλεσε κοντά του τή νύφη του.
-Μαριγώ, τί φώς, τί ήλιος είναι αύτός στόν καθρέφτη; τή ρώτησε. Δέν ήμπορώ, κόρη μου νά τόν θωρώ.
-Ναί, πατέρα, θά κλείσω τό παράθυρο πού είναι πίσω σου.
-Μαρία
-Τί είναι πατέρα;
-Δέ μού βγάζεις, νά σέ χαρώ, αύτό τό παιδάκι πού στέκει πάνω στό στήθος μου Μέ μποδίζει... Τράβηξέ το.
Τήν άλλη μέρα τό πριυί άν καί βρισκόταν πλάι του ή Βικτωρία ούτε διάβασαν ούτε μίλησαν, μά ούτε καί έλαβε τήν παραμικρή τροφή.

Τό βράδυ όμως τής Τσικνοπέμπτης πού ήρθαν στό σπίτι συγγενείς καί φίλοι νά τσικνίσουν κατά τό έθιμο, ό παπούλης μπόρεσε κι άπ’ τό κρεβατάκι του τούς εύλόγησε.
-Ή θεία χάρις νά τά πληθαίνει πάντοτε, ψιθύρισε καί βυθίστηκε ξανά στή μακαριότητα τού έαυτοΰ του. Καθώς όμως άρχισαν νά τρώγουν οί άνθρωποι, ακόυσαν ξαφνικά τόν παπα-Νικόλα νά προσπαθεί νά βήξει ένα-δυό φορές κουρα-σμένα, άνήμπορα. Καί τότε όλοι σηκώθηκαν μεμιάς άπό τό τραπέζι κι έτρεξαν από παραδίπλα δωματιάκι νά δουν τί συμβαίνει. Ό παπούλης βρισκόταν έκεΐ, όπως τόν είχαν άφήσει, σκεπασμένος στή γωνιά του, μέ τά χεράκια του σταυρωμένα, βυθισμένος πιά οπόν αίιόνιο ΰπνο του. Έτσι άθόρυβα δηλαδή, ώσάν μικρό πουλάκι είχε φύγει άπό τούτο τόν κόσμο, πού υπηρέτησε ώς τή στερνή πνοή του.
Είχε φύγει καί κείνος, ώσάν τό φίλο του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη γιά τ’ άκρογιάλια τής Νάξου, τή Μονή τής Ύψηλοτέρας καί τό πατρογονικό εκκλησάκι των Πλανάδων, τόν 'Αι-Νικόλα στά Παλάτια, οπού άθέατος θά λειτουργούσε πιά άέναα, δίχως νά φαίνεται. Μά καί δίχως νά εμποδίζεται άπό ορατά καί υλικά πράματα
Κι ήταν ή μέρα έκείνη ή Τσικνοπέμπτη, 2 Μαρτίου 1932, 48 χρόνια άκριβώς άφότου είχε χειροτονηθεί σέ πρεσβύτερο ό παπα-Νικόλας γιορτή τού Αγίου Ησυχίου.
«Θάνατος πουλιού "Υπνος παιδιού Τέλος ομολογητή, πού παραδίνεται στά χέρια τού Θεού θαρρετά καί πρόθυμα. Ή ψυχή τού νοσταλγοΰ άφησε τ’ άθλια κουρέλια της καί φτερούγισε χερουβικά στήν παντοτεινή πατρίδα της».
Εύτύς μόλις διαπιστώθηκε ή κοίμηση τού παπα-Νικόλα κι ώς πέρασαν λίγα μόνο λεπτά νά τό συνειδητοποιήσουν οι δικοί του, κλήθηκε ό παπα-Νικόλας Λαμπρόπουλος μέ άλλους δύο ιερείς καί έψαλαν τρισάγιο. Κι όλα έγιναν καθώς άρμοζε σ’ ένα τέτοιο λευίτη καί άγιο άνθρωπο πού άνα- λώθηκε στό θυσιαστήριο τής Εκκλησίας.

'Ύστερα άπό λίγη ώρα έφτασε στό σπίτι καί ή κυρία Δαμίγου, άδελφή τοϋ γλύπτη Γεωργαντή, πού δλοι τους άπό καιρό άνήκαν στην εύρύτερη συντροφιά τού παπούλη.
Κείνη ή ώρα ήταν πού μιλούσαν γιά τό νεκρό καί ξετύλιγαν άργά-άργά γύρω άπό τό λείψανό του ολάκερη τή ζήση του, τά καλά έργα του καί τά χαρίσματά του. Όμως δίχως κλάματα γοερά, δίχως όδυρμούς καί μοιρολόγια. Μά με γα-λήνη καί πραότητα πού γεννούν τήν περίσκεψη καί τήν έλπίδα. Εξάλλου ή Βικτωρία συνέχεια διάβαζε παραδίπλα.
Καί τότε ξαφνικά, καθώς βρισκόταν έτσι άκίνητος, αιώνιος θά 'λεγες ό παπα-Νικόλας, χωμένος στό μικρό, απλό, ξύλινο κιβούρι του, ή κυρία Δαμίγου πού στεκόταν σιωπηλή σέ μιά γωνιά, κάτι σκέφτηκε ώς άστραπή κι εύτύς σίμωσε τό γιό - Πλανά καί τού είπε:
-Γιάννη τό έκμαγεΐο Νά βγάλουμε γρήγορα τό έκμαγεϊο τού προσώπου του...
Στό άκουσμα καί μόνο αύτής τής ιδέας ό Γιάννης Πλανάς τινάχτηκε άπό τό βύθισμα τής λύπης του.
-Τί είναι αύτό πού λές;
-Αύτό πού ακόυσες. Ό παπα-Νικόλας πρέπει όχι μόνο ώς πρότυπο, άλλά καί ώς μορφή, νά μείνει άποθησαύρισμα μνήμης στήν Ιστορία. Αύτό είναι Γιάννη μου
-Ποτέ, ποτέ, δέν θά έπιτρέψω νά γίνει αύτό, άποκρίθηκε κατηγορηματικά. Δέ χρειάζεται.
Καί μέ έπιμονή άρνιόταν γιά λόγους συναισθηματικούς μιά τέτοια κίνηση γιά τόν πατέρα του.
-Μά δέν άνήκει πιά μόνο στούς Πλανάδες ό παπα-Νικόλας, Γιάννη μου. Στό μέλλον τούτος ό ταπεινός παπούλης θά συγκινεί καί θά στηρίζει όλους τούς Ρωμιούς καί πέρα άπό τήν Αθήνα. Κι είναι σωστό νά βλέπουν τήν πραγματική όψη τής άγιας μορφής του, έπέμενε ή κυρία Δαμίγου.
Όμως έκείνος τίποτα δέν ήθελε ν’ άκούσει γιά νά πειστεί. Καί χρειάστηκε νά πέσουν κι άλλες, πιό έγκυρες φωνές γιά νά κάμψουν τις συναισθηματικές άνπρρήσεις του καί νά δώσει επιτέλους τήν άδεια γιά νά βγει τό εκμαγείο τοΰ πατέρα του.
Όλομεμιάς τότες ειδοποιήθηκε άπό τήν άδελφή του νά έρθει ό γνωστός γλύπτης τής Αθήνας Νικόλας Γιωργαντής, πού είχε άγαλματοποιεΐο στήν όδό Άναπαύσεως, γιά νά άποτυπώσει τό έκμαγειο του. Καί παράλληλα μέ εντολή τοΰ ίδιου τοΰ γλύπτη, νά ληφθοϋν «τρεις κατόψεις τοΰ προσώπου τοΰ νεκροΰ καλέσαντες τόν γνωστόν φωτογράφον Τρύφωνα... ό όποιος έφωτογράφησεν αύτόν κατά τήν ημέραν τής κηδείας», όπως άναφέρεται στά πρακτικά τοΰ έκκλησιαστικοΰ Συμβουλίου τοΰ 'Άι-Γιάννη στίς 31 Μαρτίου 1932. Κι υστέρα άπό λίγο καιρό κατασκεύασε τήν προτομή του, ή οποία ίσαμε σήμερα υπάρχει καί βρίσκεται μπροστά στήν πλατεία τοΰ 'Άι-Γιάννη τής όδοΰ Βουλιαγμένης, δπου υπηρέ-τησε καί δείχνει τό άληθινό, πράο πρόσωπο τοΰ άγιου.
Τό άλλο πρωί τής θανής του ό παπα - Νικόλας μεταφέρθηκε γιά προσκύνημα τοΰ 'Άι-Γιάννη. Κι άπό κείνη τή στιγμή άρχισαν νά χτυποΰν πένθιμα οί καμπάνες τ’ 'Άι-Γιάννη τής Γαργαρέτας, τ’ 'Άι-Γιάννη τοΰ Άγροΰ, τ’ 'Άι-Παντελεήμονα στόν Ίλισσό καί τοΰ Αγίου Έλισσαίου.

Πρακτικόν Έκτακτου Συνεδριάσεως τής Ένοριακής Επιτροπής


«Έν Άθήναις σήμερον τήν 4ην Μαρτίου τοΰ 1932 έτους, ημέραν Παρασκευήν καί ώραν ΙΟην πρό μεσημβρίας οί υπογεγραμμένοι Ίερεύς Ν. Άαμπρόπουλος, Κων. Χαρίσης, Άπόστ. Άξαρλής καί Έμμαν. Κοπελιάδης, άποτελοΰντες τήν ένοριακήν Επιτροπείαν τοΰ 'Ιεροΰ Ναοΰ Άγιου Ίωάννου Βουλιαγμένης, συνελθόντες εις τό Γραφεΐον τοΰ Ναοΰ τή έκτάκτω προσκλήσει τοΰ Διευθύνοντος τά τής Επιτροπείας Ίερέως Ν. Άαμπροπούλου, έπί τή άναπαύσει τοΰ Αίδεσιμωτάτου ίερέως καί εφημερίου Νικολάου Πλανά, διακονήσαντος τήν ενορίαν μας έπί πεντήκοντα συναπτά έτη έν πλήρει θεοσεβεία καί χριστιανική άγιότητι, άπεφασίσαμεν:
1)         Ψηφίζομεν πάσαν, άφ’ ής τό σκήνωμα τοϋ μεταστάντος κατετέθη έν τω 'Ιερώ Ναώ, περαιτέρω άπαιτηθησομένην δα-πάνην, άφορώσαν τήν ταφήν του, πρός τιμήν τοϋ μεταστάντος.
2)         Νά έκτεθή τό σκήνωμά του έν τω μέσω τοϋ ίεροΰ Ναού έπί 24 ώρας πρός άσπασμόν καί προσκύνημα.
3)         Καθορίζει τόπον πρός ταφήν τοϋ σκηνώματος τοϋ μεταστάντος έντός τοϋ παρά τόν Ναόν καί έναντι τοϋ Ιεροΰ άνθοκηπίου καί έν τή παρά τήν οδόν Βουλιαγμένης γωνία αύτοϋ.
4)         Νά παρακληθή ή Α. Μακαριστής ό Μητροπολίτης Αθηνών (κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος όπως παραστή καί ήγηθή τοϋ χοροΰ τής νεκρώσιμου άκολουθίας, καί
5)         Νά ύποβληθή τή Ά. Μακαριότητι ευχαριστήριον έγγραφον, εύδοκησάση νά υίοθετήση καί έγκρίνη πάνδημον των ένοριτών μας έκφρασθεΐσαν ευχήν, όπως τό σκήνωμα τοϋ με-ταστάντος ταφή έν τω περιβόλω τοϋ ένοριακοϋ Ί. Ναοϋ.
Έφ’ ω συνετάγη τό παρόν πρακτικόν καί υπογράφεται.
Ό Διευθύνων   Τά μέλη
Ν. Λαμπρόπουλος      Έμμ. Κοπελιάδης
ίερεύς  κ.λπ.
Στό άναμεταξύ: «Ή είδηση τής κοιμήσεως αύτοϋ διεδόθη άστραπιαίως εις τε τήν ένορίαν αύτοϋ καί καθ’ απασαν τήν πόλιν των Αθηνών...».
Τρεις μέρες έμεινε τό σκήνωμα τοϋ παπούλη στό ναό. Καί στό διάστημα αύτό χιλιάδες κόσμος πέρασε γιά νά δώσει τόν «τελευταίον άσπασμόν» καί νά πάρει κουράγιο άπό κείνο, τό τοσοδά μικρούλι άνθρώπινο «δέμας» πού ωστόσο μέσα του έκρυβε μιά άπέραντη δύναμη φλόγας πνευματικής, καλοσύνης καί υποταγής.


Ή ανακομιδή των λειψάνων μέ κατάνυξη, ή όποια έγινε στις 8 Ιανουάριου τον 1993, στον "Αγιο Ίωάννη  Βουλιαγμένης.
Ή πρώτη άνακομιδή είχε γίνει τό 1960.
Τό Σάββατο τό μεσημέρι ήρθε στό ναό ό αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ό όποιος γονάτισε μπροστά στή σωρό τοϋ ταπεινού παπά. Καί κατόπιν, άφοϋ διάβασε μέ άλλους παπάδες τή νεκρώσιμη Ακολουθία, εκφώνησε καί έπικήδειο λόγο έξαίροντας όπως  έπρεπε τά χαρίσματα καί την Ιερατική δράση του παπα-Νικόλα Πλανά: «ίερέως καί συλλειτουργού...».            .
Επικήδειο έκφώνησε καί ό Κωστάκης Ματθαιάκης, άργότερα μητροπολίτης, πού παρακολούθησε άπό κοντά τόν παπούλη καί ντυνόταν συχνά «παπαδάκι» υπηρετώντας μέσα στό 'Ιερό.
Άπό κείνη τή στιγμή κι ύστερα τό λείψανο τού λατρεμένου παπά τής Αθήνας έγινε ξαφνικά σύμβολο Υψώθηκε ώς λάβαρο καθαρότητας κι αγάπης Ουσιαστικής μέσα στή θολότητα των καιρών εκείνων. Γι’ αύτό καί τό πλήθος πού πα-ρακολουθούσε τήν ύστατη αύτή τελετή ζήτησε έπίμονα νά περιφερθεϊ τό σκήνωμά του μέσα άπό τούς μαχαλάδες τής πόλης, τά στενορύμια πού περπατούσε δταν ακόμα ήταν ζωντανός κι έξω άπ’ τά σπιτάκια τους, όπου κατά καιρούς διέμενε. Οί ψυχές πού τόν αγαπούσαν καί πίστευαν στήν άγιότητά του ήθελαν νά τόν δοΰν νά διαβαίνει γιά τελευταία φορά μπροστά άπό τό κατώφλι τής πόρτας τους.
«Έζησεν έν ίδρώτι τού προσώπου. Άπέθανεν ό πτωχός καί εύρεν άνάπαυσιν των κόπων του. Τό σώμα του τό άπο- καμωμένον καί βασανισμένον, τό κυρτωθέν άπό τό σκύψι- μον καί τό φόρτωμα ϊσαξε καί έγινε εύθύ έπί τής νεκρικής κλίνης. Ελπίζω καί πιστεύω ότι θά έπήγεν εις τόν άλλον κόσμον ό πτωχός, πολύ σιμά εις τόν πτωχόν Λάζαρον. Ναί, σιμά, πολύ σιμά».
Γ. Βαλέτας
Ή ταφή τού παπα-Πλανά άποφασίστηκε νά γίνει στόν περίβολο τού 'Άι-Γιάννη τού Αγρού όπου υπηρέτησε γόνιμα τόσα χρόνια. Κι δταν ήρθε ή στιγμή ν’ άνοιχτεί ό λάκκος του μνήματος στό αττικό χώμα, τότε όλο τό πλήθος προθυμοποιήθηκε νά σκάψει γιά τό «καλό», μά καί γιά νά έκδηλιόσει τό σεβασμό καί τήν τιμή του στό νεκρό παπούλη τής Αθήνας.
Όμως αύτό πρακτικά δέν ήταν εφικτό νά γίνει. Γι’ αυτό όσοι βρέθηκαν κειδά ένα γύρω -κι ήταν πολλοί- ορίστηκε νά σκάψουν από μιά ξυναριά ό καθένας. Καί έτσι κεϊ, μέ τή συμμετοχή τού λαού καί τό κλάμα κάθε πονεμένης ψυχής τής Αθήνας, πού έστω καί μιά φορά, είχε συναπαντήσει τόν άγαθό καί καλοσυνάτο παπα-Νικόλα Πλανά, χαιρετίστηκε γιά τό μεγάλο ταξίδι του.
Κι ήταν τότε 81 χρονώ.
«Έγώ έκοιμήθη ν καί ύπνωσα... δη Κύριος άνηλήψεταί μου».
Τήν άλλη μέρα κιόλας στά κατάστιχα τού Ληξιαρχείου των Αθηνών γινόταν ή καταχώρηση τής θανής τού παπα-Νικόλα Πλανά μ’ αύτά, τά λίγα λόγια:
«Έν Άθήναις σήμερον τήν τετάρτην τού μηνός Μαρτίου τού 1932, ημέραν Παρασκευήν καί ώραν 11ην π.μ. καί έν τώ Ληξιαρχικό» καταστήματι... ένεφανίσθη ό Διονύσιος Δεκουλάκος έτών 45, οίνοπώλης... καί έδήλωσε ότι έν Άθήναις καί έν τή οικία κειμένη έν τή όδώ Δράκου 31 τήν τρίτην τού μηνός Μαρτίου, ήμέραν Πέμπτην καί ώραν 9ην μ.μ. άπεβίωσεν ό Νικόλαος Πλανάς έν χηρεία κάτοικος Αθηνών, έκ Νάξου, ηλικίας 85 έτών, ίερεύς... υιός τού Ίωάννου καί τής Ίουστίνης καί τής συζύγου Ελένης, τό γέρος Προβελεγγίου. Ό θάνατος, κατά πιστοποίησιν τού ιατρού Άντωνοπούλου, έπήλθεν έκ γεροντικού μαρασμού...».

Ρόδο της Νάξου καί της Αθήνας


ΠΕΡΑΣΕ καιρός μετά την κοίμηση τοΰ παπα-Νικόλα του Πλανά. Κι όμως ένας κόσμος στην Αθήνα είχε νά  λέει γιά την άγιότητά του καί τό πλούσιο φιλανθρωπικό έργο του.
Θυμόντουσαν τήν παιδικότητα, τήν άφιλοχρηματία του κι άκόμα τά οράματα καί τίς προρρήσεις του.
-'Άγιος άνθρωπος ό παπα-Νικόλας, έλεγε ένας.
-Όποιος ήθελε έβανε τό χέρι του στό ράσο του κι έπαιρνε τίς δεκάρες του. Είδα μέ τά μάτια μου έναν τέτοιον πονηρό νά τό κάμει, αυτό, έλεγε άλλος.
-Εμένα ό παπούλης φίλιωσε τήν οίκογένειά μου. Δίχως αύτόν θά έχανα καί άντρα καί παιδιά.
-Πρώτη φορά είδα παπά νά εύχεται νά γίνει καλά ένα άλογο... Ήταν τοΰ πεθαμοϋ καί τό ξαναζωντάνεψε.
-Έγώ τόν είδα παιδάκι σάν ήμουνα άκόμα, νά περπατάει πιό πάνω άπό τή γη.
-Κι έγώ τό ’δα αύτό.
-Εμένα μοϋ έκανε έντύπωση όπού άνέβαινε σέ μιά σκαλίτσα κρατώντας ένα άναμμένο κεράκι καί προσκυνούσε όλες τίς εικόνες πού βρίσκονταν ψηλά...
-Έγώ θαρρώ πώς αύτός ό καλός άνθρωπος γεννήθηκε νά είναι παπάς. Νά προσεύχεται καί νά ψέλνει άπό τά χαράματα ίσαμε τή νύχτα μέσα στήν έκκλησιά.
-Έλόγου μου θαύμαζα τήν υπομονή του.
-Έγώ πιστεύω ότι ή Αθήνα δεν είδε τέτοιο παπά μέ τόσο φως στή ζωή του καί τέτοια ταπεινότητα.
-Γυναίκες φτωχές, παιδιά, νέοι περνούσαν άπό τό κελί του καί πάντοτε είχε κάτι νά τούς δώσει γιά νά καλύψουν τίς άνάγκες τους.
-Ήταν ένας άληθινός άγγελος αυτός ό παπάς πού ποιος ξέρει πότε θά ξανάρθει πάνω στή γη...
«'Άμα τω τέλει τής Θείας Λειτουργίας τόσον αί έναπομεί- νασαι προσφοραί, όσον καί τά κέρματα προσεφέροντο παρ’ αύτοΰ εις πτωχούς... Ούδέποτε άπησχόλησεν αύτόν τό χρήμα, έλεήμων, συμπαθής καί φιλάγαθος έφέρετο πρός πά- ντας».
Ή βιογραφία τού παπα-Νικόλα υπήρξε ή ιστορία μιας ψυχής μέ τούς πιό πλούσιους θησαυρούς τής Όρθοδοξίας.
«Ούτε ταξίδια έκανε, ούτε άπό μεγάλα αισθήματα καί φιλοδοξίες ταράχτηκε, ούτε τ’ άγαθά τής ζιοής χάρηκε».
-Έγώ, λίγες μόνο μέρες υπήρξα κοσμικός... Έλεγε στήν συνοδεία του.
Καί όπως έγραψε ό Φώτης Κόντογλου, στ’ άλήθεια:
«Ποιος άρχοντας, ποιος βαθύπλουτος έζησε σάν τόν παπα-Πλανά, πού δέν είχε “πού τήν κεφαλήν κλίνη”; Ποιος δοξασμένος άγαπήθηκε όσο άγαπήθηκε έκεϊνος πού κρυβότανε γιά νά μή τόν δή κανένας; Ποιος ρήτορας στάθηκε πιό έκφραστικός άπό τόν παπα-Νικόλα, πού ψεύδιζε σάν νάτανε κανένα νήπιο;
«Γνώρισμα τής Όρθοδοξίας είναι ή απλότητα τής καρδιάς πού φέρνει τήν πίστη. Κι δπου υπάρχει άληθινή κι άμετασάλευτη πίστη, φανερώνονται δλα τά πνευματικά χαρίσματα καί δώρα τού Θεού...
«...αγιασμένοι κληρικοί κι άς είναι άγράμματοι. Μάλιστα, όσο πιό άγράμματοι κι απλοϊκοί είναι, τόσο περισσότερο τούς σέβεται ό λαός καί τούς άγαπά καί πηγαίνει κοντά τους σάν καταφύγιο».

Σήμερα κι δσο περνάει ό καιρός καί έκτιμοϋμε τό έργο τοΰ παπα-Νικόλα Πλανά, τόσο ή άναγνώρισή του μεγαλώνει. Καί τόσο ό θαυμασμός μας γίνεται βαθύτερος καί παίρνει μορφή στηρίγματος καί προσδοκίας.
"Ενα τέκνο τής Εκκλησίας, πού έμοιαζε σε πολλά μέ τόν παπούλη, ό Βασίλης Μουστάκης, έγραψε στά 1983:
«Αύτό τό έμψυχο ρόδο τό χάρισε στήν Εκκλησία μας ή Νάξος. Έκεΐ γεννήθηκε ό 'Άγιος. Δεν έμαθε πολλά γράμματα. Αλλά αύτό δεν τόν έ μπόδισε, άπό μικρό παιδί, νά είναι φωτισμένος άνθρωπος. Είχε μέσα του τή σοφία τού Θεού, πού χαρίζεται στίς απλές, άθώες καί ένάρετες ψυχές».
Γι’ αύτό, όσο ποτέ άλλοτε, ή παρουσία τοΰ παπα-Νικόλα στήν ζωή τής Εκκλησίας είναι άπαραίτητη σήμερα. "Οπως ό Γέροντας άββάς Διονύσιος, ό Έπιφάνιος Δημητριάδης, οί Κολλυβάδες τής Σκιάθου, ό Ιερομόναχος Νήφων, ό άββάς Δαβίδ, ό άββάς Μωϋσής, ό Φλαβιανός, οι δυό Άλέξανδροι άπό τή Σκιάθο, ό Φιλόθεος Ζερβάκος, ό Νεκτάριος Κεφαλάς, έτσι καί ό παπα-Νικόλας Πλανάς διασώζει τίς μυστικές φλέβες τοΰ πνευματικού βίου πού έχουν τή δύναμη νά διασπάσουν τό μπετόν τής σκληροκαρδίας των άνθρώπων καί ν’ άνοίξουν κάποια ρωγμή στό χαμένο παράδεισο.
Αύτοί δλοι ήταν τό άλας τής γής. Ή σωτήρια «μειοψηφία» πού συνέχισαν καί άνανέωσαν τό πνεύμα τής Όρθοδοξίας μέ συνέπεια καί ενθουσιασμό.
Ένα άκόμα άπό τά πνευματικοπαίδια τοΰ παπα-Νικόλα, ό Κώστας, άργότερα μητροπολίτης Τίτος, έγραψε:
«Ή άγιότης αύτοΰ ήτο παγκοίνως γνωστή Πάντες έτίμων καί έσέβοντο αύτόν. Οί μικροί παΐδες βλέποντες αύτόν έξερχόμενον τοΰ ναού, συνώδευον αύτόν, άκολουθοΰντες σιωπηροί όπισθεν αύτοΰ. Τά νήπια θεώμενα αύτόν, έκραύγαζον ότι έβλεπον αύτόν, μή πατοΰντα έπί τοΰ εδάφους τής γής... Πολλοί διηγοΰντο δσα θαυμαστά σημεία συνετελέσθησαν διά των προσευχών αύτοΰ...».

Ή θλίψη καί τό πένθος γιά τή θανή τοϋ παπα-Νικόλα ήταν μεγαλύτερα στίς ψυχές των ταπεινών ανθρώπων. Γιατί αυτές οί υπάρξεις έχασαν τόν προστάτη τους, τό φίλο καί πατέρα τους. Κείνο τό μικρόσωμο ρασοφόρο γεροντάκι, πού μέσα του έκρυβε μιά άπέραντη θά ’λεγες δύναμη καί ένα μεγάλο κουράγιο.
"Ενας άλλος εραστής τού παπα-Πλανά, ό Κωστής Μπαστιάς έγραψε τό 1974, γιά τόν ταπεινό λευίτη τής Αθήνας:
«Όταν τόν άδικούσανε, τόν κατατρέχανε, τόν παιδεύανε, δέν έλεγε λέξη, άλλά μονάχα έκλαιγε σάν τό μικρό παιδί, δοξολογούσε τό Θεό καί τόν ικέτευε νά συγχωρέσει τούς άδικους διώχτες του. Ούτε λεφτά είχε ούτε μόρφιοση, ούτε εύφράδεια γιά νά βγάλει λόγους, ούτε τρανούς γιά προστάτες. Είχε όμως άλλα. Πίστη κι άγάπη... Ήτανε ό έθελοντής Φτωχός, ήτανε ό ιδανικός Φτωχός, ήτανε ό συνεχιστής τού Πρώτου Φτωχού Κυρίου του. Θά μπορούσε νά ζεϊ άνετα, νά κάνει μικρή άποταμίευση γιά τά γηρατειά του καί νά μοιράζει κι έλεημοσύνες. Δέν τόκανε όμως. Τά μοίραζε όλα».
Ό μακαριστός Φιλόθεος Ζερβάκος, ήγούμενος τής Μονής Λογγοβάρδας στήν Πάρο, υπήρξε άπό νέος πιστός άγρυπνιστής καί μαθητευόμενος κοντά στόν παπα-Πλανά. Καί όχι μόνο αύτό Άλλά έφερε μαζί του κι άλλους νέους οί όποιοι παρακολουθούσαν τίς Ακολουθίες στόν 'Άγιο Έλισσαϊο οπού γίνονταν πάντοτε μέ τό άγιορείτικο τυπικό. Κι ύστερα άπό καιρό, άφοΰ έκάρησαν μοναχοί, συνάχτηκαν στή μονή τής Λογγοβάρδας καί ίδρυσαν κοινόβιο. Παρόμοι οι τέτοιοι πυρήνες έγιναν καί σέ πολλά εκκλησάκια ή μοναστηράκια τής Αθήνας, πού ώς πνευματικές ρίζες είχαν τόν παπα-Νικόλα Πλανά.
Αργότερα γι’ αύτή τήν πνευματική άκτινοβολία τού πα¬πα-Νικόλα έγραψε ό παπα-Φιλόθεος Ζερβάκος:
«Ό παπα-Νικόλας έν άπλότητί του, τή άκακία καί είλικρινεΐ άγάπη του πρός τόν πλησίον, έδέχθη τούς άνωτέρω  (τόν μέθυσον Άλέκον καί τόν άλλον τόν ψεύτην), διά νά τούς σώση, όπως ό Χριστός έδέχετο τούς Τελώνας, τάς πόρνας, τούς άμαρτωλούς καί δι’ αυτό έκατηγορεΐτο από τούς Φαρι-σαίους καί Γραμματείς τών Ιουδαίων, ώς φίλος των Τε¬λωνών, πορνών καί άμαρτωλών οΰτω καί τόν παπα-Νικόλα, τινές τόν έμέμφοντο ότι δέν έπρεπε νά συνοδεύεται καί νά έχη επικοινωνίαν μέ τοιούτους άνθρώπους, άμαρτωλούς. Ώς έπληροφορήθην από τόν άνωτέρω Στέλλαν, ό Άλέκος ό μέθυσος εις τό τέλος τού βίου του ήσθένησε, μετενόησε, έξωμολογήθη καί έσώθη· ίσως καί ό άλλος νά σωθή. Άλλ’ ό παπα-Νικόλας είχε καί καλούς μαθητάς καί μαθήτριας, άνδρας καί γυναίκας, έγγάμους καί αγάμους, οϊτινες έτίμων, έσέβο- ντο καί ήγάπων τόν παπα-Νικόλα ώς πνευματικόν των πατέρα καί ώς Αγιον. Έξ αύτών τών τέκνων του, τινές έγιναν μο- ναχαί καί μοναχοί. Εις εκ τών πιστών μαθητών καί πνευματικών του τέκνων ήτο κανδηλανάφτης τού Προφήτου Έλισσαίου Ιωακείμ Κούρτης έκ Νάξου συμπατριώτης τού παπα- Νικόλα καί μιμητής εις τήν ταπείνωσιν, απλότητα καί ακακίαν, ό όποιος μετ’ άλλων πέντε νέων έκλεκτών ήλθον καί έγένοντο μοναχοί έκλεκτοί. Όλοι έξήλθον έκ τών άγρυπνιών, τάς οποίας παρηκολούθουν εις τόν Προφήτην Έλισσαϊον καί έγνώρισαν τόν παπα-Νικόλα. Ούτοι είσιν: ’Ηλίας Σιδέρης, ιερομόναχος πνευματικός, Θεόφιλος Ζάμαρος, ώσαύτως Ιερομόναχος πνευματικός, Φιλόθεος Φωτιάδης, Μάξιμος Νιώτης, όστις άπέθανεν έν Άγίω Όρει».
Εξάλλου ένα μήνα άργότερα άπό τήν κοίμηση τού παπα- Νικόλα τό περιοδικό «'Ιερός Σύνδεσμος», τής πρώτης τού Απρίλη 1932, έγραψε πολύ χαρακτηριστικά, μέ τίτλο «Ιερατική παραδοξότης»:
«Ό παπα-Νικόλας τών άγρυπνιών τοϋ Αγίου Έλισσαίου άπεδήμησεν εις τήν αιώνιον χαράν. Τό ιερατικόν μεγαλεϊον του ήτο ή άφέλειά του. Λέγων προσευχάς έφαίνετο έμπνευσμένος. Ό πλούτος του ήτο ή εύτέλεια τής περιβολής του. Ή δόξα του, ή καλοσύνη καί ή προθυμία του νά ευχαρίστηση τούς ζητοϋντας τήν διακονίαν του. Ή εξωτερική του έμφάνισις συγκριτικώς πρός τάς έπιδεικτιώσας έμφανίσεις, ήτο ανυπαρξίας άξίας τινός, άλλά διά μέσου αύτής τής άνυπαρξίας έφαίνετο τό μεγαλεΐον τής εσωτερικής άγνότητος. Σάς έφαίνετο ότι δέν ήξιζε τόν κόπον νά τόν προσέξητε καί συνάμα θά ήθέλετε νά ήσθε εις τήν θέσιν του. Ήτο έλεγχος των ματαιοτήτων τής έκμεταλλεύσεως τής Θρησκείας. Ήτο μαστίγιον τής τυχαρπαστικής κατακτήσεως. Ήτο φοβερόν φαινόμενον έξουθενητοϋ τής έπιδεικνυομένης πορφύρας καί βύσσου, τοϋ χρυσού καί τού άργύρου.
Δέν ήξεύρομεν αν έν γνώσει του ήτο αυτό τό όποιον έφαί-νετο ότι ήτο. Άλλ’ έάν εκ πίστεως φιλοσόφων άφίνετο νά ήναι όπως ήτο, τότε άσφαλώς δίκαιον είναι νά κληθή ζωντανή είκιόν μακαρίου “πτωχού τώ πνεύματι” χριστιανού άξιου τής Βασιλείας των Ούρανών, καθ’ ά ό Κύριος ρητώς έδίδαξε καί έχαρακτήρισεν».
Πολλές άπό τις μυροφόρες τού παπα-Νικόλα, πού δέχτηκαν άργότερα καί τό μοναχικό σχήμα, άναπόλησαν τήν πορεία τους μέ τόν παπούλη καί προσπάθησαν νά διηγηθούν ή νά γράψουν τά δσα θαυμαστά θυμόντουσαν άκόμα.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις άφοσιωμένες υπάρξεις ήτανε καί ή μοναχή Μάρθα (Παπαδοπούλου), ή Ήγουμένη Παρθενία (Μάνδηλα), «Μιά μοναχή», ή Βικτωρία, πού ήταν μόνιμη ψάλτρια καί συνοδός του έως τήν ημέρα τής θανής τού παπα-Νικόλα. Πέθανε οκτώ χρόνια μετά τόν παπούλη καί διηγόταν τά όσα ήξερε -γνωστά καί άγνωστα γιά τήν άγιότητά του.
Εξάλλου καί ό Ηγούμενος τής Μονής Φανερωμένης Νάξου Κύριλλος Κωνσταντίνος Σαραντινός (1873-1947) ήξερε γιά τό βίο τού παπα-Πλανά καί μιλούσε γι’ αύτόν. Καθώς καί ό κυρ Μανώλης Καμπανέλλης, ό Νικόλαος Σπηλιώ- της κι άλλοι πολλοί πού είχαν εύλογηθεΐ άπό τή χάρη του και μιλούσαν συχνά δταν συντύχαιναν σέ συνάξεις ή σέ ξεχωριστές κουβέντες.
Όχι όμως μόνο γνωστοί πού έζησαν άπό κοντά τόν παπα-Πλανά, άλλά καί άλλοι, οί όποιοι μέ έμμεσο τρόπο δέχτηκαν τήν άκτινοβολία του, ομολογούν άπερίφραστα ότι ό παπα-Νικόλας Πλανάς υπήρξε άστέρι, ρόδο, γαλαξίας, πλούσιο χειρόγραφο μέ άποθησαυρισμένη ολόκληρη τήν έντολή τού Θεού.
Πρόσφατα καί ό Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος, ξετυλίγοντας μέ νοσταλγία τίς προσωπικές μνήμες του, όταν ήταν παιδί, θυμάται τόν άγιο τού Θεού παπα-Νικόλα κι ανάμεσα στ’ άλλα πού διηγείται στήν εισήγησή του πρός τήν Ιε¬ρά Σύνοδο (1991), γιά τήν «Άνακήρυξι τού μακαριστού ίερέως Νικολάου Πλανά τού έκ τής Νάξου ως αγίου» (Περιοδ. Εφημέριος 1-11 καί 1-12-1991 άρ. 16 καί 17), σημειώνει:
«Ό ίδιος (ό παπα-Πλανάς) άφιέρωσεν έκτοτε, νεαρώτατος, τόν εαυτόν του εις τόν Θεόν καί τήν Εκκλησίαν. Καί γενόμενος ίερεύς ήρκεΐτο συνήθως είς τεμάχιον άρτου καί ολίγα χόρτα, τά όποια συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δέ καί είς ολίγον γάλα πού τού προσέφερον ποιμένες τής περιοχής, ερημικής τότε (Δουργούτι - Νέος Κόσμος), καί σήμερον πολυανθρωποτάτης καί άστικής (Κατσιπόδι - Δάφνη), έν μέσαις Άθήναις. Καί τά ελάχιστα διδόμενα είς αύτόν χρήματα ή άλλο τι, διέθετεν είς άγαθοεργίας... Πλούτος καί θησαυρός του, καί κέντρον καί άξων τής ζωής καί τής ύπάρξεώς του ήτο ή λειτουργική ζωή τής άγιας Όρθοδόξου Εκκλησίας μας. Ό ναός τού Θεού καί τά τελούμενα έν αύτω...».
’Αλλάτό έγκώμιοντοΰ άπλοϊκοΰ αύτοΰ άγιου ρασοφόρου είναι σίγουρο πώς δέν μπορεί νά τό πλέξει κανείς άνθρώπινος λόγος Καί στό Συναξάρι του, δσο καί άν προσπαθήσουν κάποιοι νά τό συντάξουν, δέν θά κατορθώσουν παρά μέρος μόνο τής ταπεινότητας καί τής άγαθότητάς του νά περιλάβουν.

Τά έρειπωμένα εκκλησάκια   


«Χαίρετε ερείπια τής Αθήνας των Ξένων καί των Ελλήνων. Χαίρετε, αν καί δέ θέλω νά σας ξαναϊδώ γιά νά μήν κλαίω καί νά μή μάθω καί τούς άλλους νά κλαϊνε. Μιά κατάνυξη αισθάνεται καθένας μπροστά σας... Ή ζωή πρέπει νά κλαίει πάνω στά συντρίμμια των ασεβών, είτε ξένοι είναι άυτοί είτε Έλληνες».
Νίκος Βέλμος


Ή Αγία Τράπεζα τοϋ Άγιον Ελισαίον όπως διασώθηκε άθικτη μέσα στά ερείπια καί βρέθηκε κατά την άνασκαφή.

Σέ μας μένει όμως νά τόν άγαπήσουμε. Καί καθισμένοι πλάι του ν’ άκοϋμε τά άπλά, μά γεμάτα ζωή λόγια του. Νά παραδειγματιζόμαστε άπό τήν καλοσύνη του. Καί τίς άτέλειωτες όδοιπορεΐες του στά έκκλησάκια τής Αθήνας πού κάθε εποχή, όπως καί τή σημερινή, άποτελοΰν πηγή χαρισμάτων καί Ρωμιοσύνης. Κρίκο καί στήριγμα τοϋ παρελθόντος, μά καί βέβαιο μέλλον καί κιβωτό τής Όρθόδοξης πίστης.
Ωστόσο πάνω άπ’ όλα, έκεϊνο πού πρέπει νά γνωρίζουμε καί νά είναι τό καταστάλαγμα άπό όλη αύτή τήν ιστόρηση πού κάναμε, άνοίγοντας καμιά φορά τά πανιά μας καί πέρα σέ άγνωστες κάποτε θάλασσες, είναι κείνο πού μέ λόγια χτυπητά μάς θυμίζει ένας όνομαστός Μοναχός, ό Δαμασκηνός, ό όποιος γράφει:
«Καλότυχοι είναι έκεΐνοι, όπου είναι πτωχοί κατά τήν καρδίαν πώς; νά μήν έχωμεν πονηριάν εις τήν ψυχήν μας· νά μή θρέφωμεν μέσα εις τήν καρδίαν μας κάκιταν, μηδέ νά φαινώμεσθεν άπ’ έξω άγιοι καί καλοί, καί μέσα νά εϊμεσθεν όλως διόλου άμαρτίαις γεμάτοι· νά μή φαινώμεθα άπ’ έξω ήμεροι καί ταπεινοί, καί άπό μέσα νά ήμεσθεν θηρία άνήμερα· νά μή φαινώμεσθεν πρός τούς άνθρώπους ταπεινοί καί άγαθοί, καί άπό μέσα νά εϊμεσθεν όλως διόλου υπερήφανοι αυτή είναι ή πτωχεία τής καρδιας· διότι αν απο εξω φαινωμεσθεν καλοί, καί ημείς εις τήν ψωχήν μας έχομεν μύριες άμαρτίαις, τί τό όφελος; ένδυσε τόν λωβόν μέ χρυσά φορέματα, τί τόν ωφέλησες εις τήν άσθένειάν του; ή πλύνε τό ποτήριον άπ’ έξω καί άπό μέσα νά ήναι μεμολυσμένον, τί ωφελεί έκεϊνο; έτσι δέν ώφελεΐται καί ό άνθρωπος άπό μέσα νά είναι άμαρτωλός, καί άπό έξω νά φαίνεται άγιος...».
«Χαίροις τοϋ Προδόμου δούλος πιστός των άγρυπνιών τε ό έργάτης ό Θαυμαστός- χαίροις Εκκλησίας προφήτου Έλισσαίου τό σέμνωμα καί δόξα, πάτερ Νικόλαε».

Χρονολογική πορεία τής ζωής τοΰ παπα-Νικόλα Πλανα


1801    Γεννήθηκε στή Νάξο (Χώρα) ό Γιάννης Νικολάου Πλανάς, πατέρας τοΰ παπα-Νικόλα.
1825    Γεννήθηκε στή Νάξο ή Αύγουστίνα ή Ίουστίνη Μελισσουργοΰ - Πραντούνα, μητέρα του.
1835    Ό σιορ Νικολάκης Πλανάς (παππούς) σύνταξε τή διαθήκη του. Σ’ αυτήν υπάρχει καί τό οικόσημο - σφραγίδα τής οικογένειας των Πλανάδων.
1847    Στεφανώθηκε ό πατέρας του Γιάννης Πλανάς τή μητέρα του Αύγουστίνα Μελισσουργοΰ.
1851    Γεννήθηκε στή Νάξο τό πρώτο παιδί τοΰ Γιάννη Πλανά, ό Νικόλας καί καταχωρήθηκε μέ τόν άρ. 79 στά Μητρώα Άρρένων τής Νάξου.
1855    Γεννήθηκε στή Νάξο τό δεύτερο; παιδί τοΰ Γιάννη Πλανά ή Σουσάνα ή Άννα.
1868
16 Απριλίου    Πέθανε στή Νάξο ό πατέρας τοΰ Νικόλα, Γιάννης Πλανάς (Ληξιαρχική Πράξη 15, τοΰ 1868, έτών 70;).
1876    Ή Αύγουστίνα χήρα Ίωάννου Πλανά συντάσσει στή Νάξο προικοσύμφωνο τής θυγατέρας της Σουσάνας προκειμένου νά στεφανωθεί τόν Ιω¬άννη Μετοχαράκη στήν Αθήνα.
 14 Απριλίου   Ό Νικόλαος Πλανάς στεφανώνεται στήν Αθήνα στό Ναό Μεταμόρφιοσης Σωτήρος (Κοττάκη) τήν Ελένη Προβελεγγίου από τά Κύθηρα (Άριθμ. άδειας 225 14/4/1879, Αρχιεπισκοπής Αθηνών).
1879
28 Ιουνίου       Έγινε ή χειροτονία σέ διάκονο τοΰ Νικολάου. Πλανά στή Μεταμόρφωση Σωτήρος Πλάκας (Κοττάκη).
1880    Γεννήθηκε ό γιός τοΰ παπα-Νικόλα στήν Αθήνα καί βαφτίστηκε Γιάννης. Ενορία του ό Άι-Γιάννης Γαργαρέτας.
1884
2 Μαρτίου 1884;         Έγινε ή χειροτονία του σέ πρεσβύτερο στόν Άγιο Έλισσαΐο τής Αθήνας.
Τοποθετήθηκε ώς έφημέριος στόν Άγιο Παντελεήμονα Ίλισσοΰ.
1886    Πέθανε ή μητέρα του Αύγουστίνα χήρα Ιωάννη
16 Δεκεμβρίου Πλανά στήν Αθήνα, 'Άγ. Παντελεήμονας (Ληξιαρχική Πράξη θανάτου 1100, ΑΒ/1886).
1887;   Τοποθετήθηκε ώς έφημέριος στόν Άι-Γιάννη τοϋ Άγροϋ, τής όδοϋ Βουλιαγμένης (Μεγάλη Στράτα).
1919    Στεφανώθηκε ό γιός τοϋ παπα-Νικόλα, Γιάννης
15 Σεπτεμβρίου Πλανάς τή Μαρία Δεκουλάκου στήν Αθήνα.
Ενορία ό Άι-Γιάννη ς Γαργαρέτας (Άριθμ. άδείας γάμου 1643, 15/9/1919).
1932
2 Μαρτίου       Κοιμήθηκε στήν Αθήνα ό παπα-Νικόλας Πλανάς καί τόν έθαψαν μπροστά στόν Άι-Γιάννη τοΰ Άγροϋ οπού υπηρέτησε πενήντα χρόνια συνέχεια (Ληξιαρχική πράξη θανάτου 319, Γ/1932).
1960    Πέθανε στήν Αθήνα σέ ήλικία 80 έτών ό Γιάννης
15 Όκτωβρίου Νικολάου Πλανάς (Ληξιαρχική Πράξη θανάτου 134, ΚΖ/1960).
1965    Πέθανε ή Μαρία χήρα Ίωάννου Πλανά, νύφη τοϋ
13 Μαρτίου παπα-Νικόλα, στήν Αθήνα στό σπίτι της, Δράκου 39 (Ληξιαρχική Πράξη θανάτου της 41, Ζ/1965).

Ιστορικές καί άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες


«Βιογραφία: άλληλουχία γεγονότων πού τά θεωρούμε σημαντικά γιά τή ζωή μας. Τί είναι όμως σημαντικό καί τί δέν είναι; δεχόμαστε ώς σημαντικό αύτό πού εμφανίζεται έτσι στούς άλλους: ημερομηνία γεννήσεως, έπάγγελμα των γονέων, έπίπεδο σπονδών, προϋπηρεσία, διαδοχικές διευθύνσεις κατοικίας, γόμους, διαζύγια, ημερομηνία γεννήσεως των παιδιών, επιτυχίες, άποτυχίες. Είναι φοβερό, αλλά έτσι είναι».
Μιλάν Κούντερα
Δέν είναι δυνατόν νά συμπεριληφθέϊ στό βιβλίο μας αύτό όλο τό ύλικό -γραφτό καί προφορικό πού συγκεντρώσαμε κατά τήν ερευνά μας στη Νάξο καί στήν Αθήνα.
Γι’ αύτό, κάποιες χρήσιμες άκόμα πληροφορίες πού συμπληρώνουν τό έργο μας, θεωρήσαμε σκόπιμο νά τίς κατα-χωρήσουμε έδώ.
’Άνθρωπος τής προσευχής
Είναι άλήθεια ότι ό παπα-Νικόλας Πλανάς ύπήρξε «...ό λειτουργικώτερος ίερεύς τής έποχής μας, άνθρωπος τής προσευχής, τοϋ όποιου ή ζωή ύπήρξε συνεχής διακονία τοΰ θυσιαστηρίου, αληθής μύστης τής χάριτος, την οποίαν, διά τών έργων καί τοϋ παραδείγματος του, μετέδιδεν εις τούς πιστούς» (Ν. Ε. Τζιράκης).
Δεν ξεχνούσε στις γιορτές τού έκκλησιαστικοΰ ημερολογίου κανένα σχεδόν έκκλησάκι, παρεκκλήσι, μετόχι ή έξωκκλήσι απ’ όσα βρίσκονταν τότε σκορπισμένα στήν έρημη άκόμα Αθήνα, πού νά μή τό έπισκεφθεϊ καί νά μή τό λειτουργήσει.
"Ετσι, συχνά, έχοντας κοντά του τότε τήν ψάλτριά του Βικτωρία, πότε τόν Παπαδιαμάντη καί πότε τόν Μωραϊτίδη, πήγαινε συνήθως ατούς Τρεις Ιεράρχες στό Παγκράτι, στόν 'Άγιο Γεώργιο στό Κουκάκι, στόν Άγιο Λάζαρο, στόν Άγιο Φανούριο Παγκρατίου, στόν Άγιο Σπυρίδωνα τού Μαντουκά, στόν Άγιο Δημήτριο τόν Λουμπαρδιάρη, στόν Άγιο Αθανάσιο στό Βρυσάκι, στόν Άγιο Έλισσαΐο Πλάκας, στή Μεταμόρφωση Σωτήρος Πολυγώνου, στόν Άγιο Ιωάννη τής όδοϋ Άδριανοΰ (Μετόχι τού Σινά), στόν Άγιο Θεόδωρο Νέας Σμύρνης κι άκόμα στόν Άγιο Παντελεήμονα Ίλισσοΰ, στούς Άγιους Αναργύρους Ψυρρή, στή Μεταμόρφωση Σωτήρος Πλάκας (Κοττάκη) κι άλλου
Ό παπα-Νικόλας ήταν ένας εύλογημένος άνθρωπος. Μέ ρίζες ζωής καί συγκεκριμένο σκοπό. Ένιωθε σιγουρεμένος, επειδή μέσα του έφερνε έναν κόσμο πλούσιο σέ βιώματα, ήπιο καί πνευματικά δικαιωμένο.

Ζοΰσε καθημερινά μέσα στόν κύκλο τών έορτών καί τής μνήμης τών άγιων. Τό εορτολόγιο ήταν γι’ αύτόν ένας τρόπος άποκαλυπτικός γιά νά άντιμετωπίζει τό κύλισμα τοϋ χρόνου. Μ’ αύτό άρχιζε καί μ’ αύτό τέλειωνε τή μέρα του, όντας ένσωματωμένος, ώς ιερέας καί λειτουργός στήν έλπίδα τοϋ ποιμνίου του. Κι έμοιαζε ώσάν έκείνους τούς άγιορεΐτες μοναχούς πού γυρνούν όλημερίς κι όλονυχτίς άπό μοναστήρι σέ μοναστήρι, άπό λειτουργία σέ λειτουργία κι άπό πανηγύρι σέ πανηγύρι «ώς άκάθιστοι πλάνητες» άέναα κι άκούραστα προσευχόμενοι άδιάλειπτα, ταυτισμένοι με την ίδια τή ροή καί τό περιεχόμενο τοϋ χρόνου καί τοΰ καιρού.
Πιότερο άπό τό λειτουργικό χρόνο του περνούσε ό παπα- Πλανας στόν Άγιο Έλισσαϊο, γιά τόν όποιο άναφέραμε άρκετά στό βιβλίο μας. Θά τά συμπληρώσουμε όμως με μιά προσωπική μαρτυρία τής κυρίας Ελένης Φασιανού, πού γιά λόγους Ιστορικούς τήν καταχωρούμε:
«(Άγιοι Απόστολοι - Προφήτης Έλισσαΐος) ότε παιδίον διηρχόμην... ό πατήρ μου Ιερεύς Άνδρέας Υφαντής ήτο έφημέριος άπό τό 1927-1934 εις τόν 'Ι. Ναόν των Αγίων Αποστόλων (Θησείου) καί άπό τό 1934-1952 (ότε άπεβίω- σεν) εις τόν Ί. Ναόν τού Αγίου Παύλου (Ψαρών). Υπηρέτησε μέ άφοσίωσιν καί άγάπην τόν Θεόν καί τούς άνθρώ- πους. Διεμένομεν έπί σειράν ετών εις τήν συνοικίαν τών Αγ. Αποστόλων, τό ώραιότερο τμήμα τής Πλάκας, τό όποιον κα-τεδαφίστηκε άπό τήν Αμερικανικήν Αρχαιολογικήν Σχολήν πρός διενέργειαν άνασκαφών. Εις τήν συνοικίαν αύτήν ύπήρχον καί πολλά παρεκκλήσια (κατεδαφισθέντα ήδη καί αύτά) ώς τοΰ Άγ. Σπυρίδωνος, τής Υπαπαντής κ.ά.
Ό Ναός τών Άγ. Αποστόλων Βυζαντινός τού 11ου αί. ήτο σύγχρονος τής Καπνικαρέας καί τών Αγίων Θεοδώρων. Κατά τούς νεώτερους χρόνους (1874-1882) είχε προεκταθή (διά νά καλύπτη τάς άνάγκας τής πολυπληθούς συνοικίας) μέ ένα ορθογώνιο οικοδόμημα καί προσθήκη καμπαναριού.
Μετά τάς άνασκαφάς ή άρχαιολογική υπηρεσία άποκα- τέστησε τόν Ναόν εις τήν άρχικήν του μορφήν καί σήμερα είναι Μουσεΐον Βυζαντινής Τέχνης.
Κατερχόμενοι πρός τό Μοναστηράκι εις τήν γωνίαν τών οδών Κλάδου καί Αρεως (άριστερά) συναντούσαμε τόν ναΐσκον τοΰ Αγίου Έλισσαίου κτισμένον εις τόν τοίχον νεοκλασσικής οικίας τόν όποιον ό ιδιοκτήτης του κατεδάφισε τό 1943. Ήτο μονόκλιτος μέ ξύλινη στέγη τοιχογραφημένοςέσωτερικώς καί έξωτερικώς. Πάνω στους τοίχους ήταν έντοιχισμένα κομμάτια άπό βυζαντινά άνάγλυφα.
Πόσες φορές κατεβήκαμε τά λίγα σκαλοπάτια στην πέτρινη αυλή ν’ άνάψωμεν οπόν προφήτη τό κεράκι μας νά μάς βοηθήση στις έξετάσεις των μαθημάτων Έκεϊ έψελνε ό Άλέξ. Παπαδιαμάντης μέ τόν έξάδελφύ του Άλέξ. Μωραϊτίδη, πού διέμενε στην οδό Απολλοδώρου πλησίον στους Αγίους Αποστόλους. Ακόμη (παρά τά τόσα χρόνια) ή μνήμη άναπολεϊ...
Ελένη Υφαντή - Φασιανού Φιλόλογος Συντ/χος Λυκειάρχης».




Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :

ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ




 



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |