ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 5. Ο Παραχαραγμένος Θεός

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

5. Ο Παραχαραγμένος Θεός


ΑΗΘΕΣ


Ο άνθρωπος πού θεωρείται ώς ό αντιπροσωπευτικά  σύγχρονος άνθρωπος, έχει έξαπολύσει έναν απηνή διωγμό κατά   τοΰ Θεού. Αγωνίζεται μέ μανία καί μέ λύσσα νά έξαφανίσει ό,τι θά μπορούσε νά θυμίζει τόν Θεό. Φιμώνει τό θρησκευτικό λόγο, άπομακρύνει τά θρησκευτικά σύμβολα  και  καταστρέφει ή μεταποιεί καί κτίρια άκόμη πού ήταν τόποι λατρείας.
Ο άνθρωπος, πού θεωρείται ώς ό άντιπροσωπευτικά  σύγχρονος άνθρωπος, κατέχεται άπό μιά άντιθρησκευτική υστερία, άπό μιά έμμονη άντιθρησκευτική νεύρωση.  Ακούει νά γίνεται κάποια άναφορά στήν Εκκλησία καί τινάζεται σάν νά τόν άγγιξε ήλεκτρικό ρεύμα βλέπει έναν κληρικό καί τό πρόσωπο του ώχριά, πετρώνει, συσπάται νευρικά.Αύτός πού θεωρείται ώς ό αντιπροσωπευτικά σύγχρονος, άνθρωπος μισεί τόν Θεό μέ πάθος καί τόν πολεμάει μέ λύσσα. Θέλει νά τόν κατατροπώσει, νά τόν έξαλείψει, νά τόν δολοφονήσει.Αλλά δέν είναι καθόλου παράξενο πού ό άντιπροσωπευτικά σύγχρονος άνθρωπος μισεί τόν Θεό τόσο παθιασμένα. Γιατί ό θεός πού γνώρισε είναι τουλάχιστον άξιομίσητος. Είναι ένας φοβερός, ιδιότροπος, άποτρόπαιος, όργισμένος, οκληρός καί άνελέητος τύραννος, πού βασανίζει τόν  άνθρωπο καί τόν τιμωρεί αύστηρά καί γιά τήν παραμικρότερη παρεκτροπή. Δέν ανέχεται καμιά άντίρρηση καί καμιά αντίθεση.
Αισθάνεται τήν άρνηση τοϋ άνθρώπου νά ύποταχτει στίς έντολές του σάν μιά τόσο φοβερή προσβολή, ώστε νά άπαιτεΐ μιά έξ ϊσου φοβερή εκδίκηση. Γι' αύτό δέν ικανοποιείται γιά τήν άνυπακοή τού άνθρώπου, άκόμη κι άν καταστρέψει ολόκληρο τό άνθρώπινο γένος καί θέλει νά θανα τώσει ένα θεό γιά νά είναι ή έκδίκηση άντάξια τής προσβολής. "Ετσι θανατώνει αύτό τό ϊδιο τό παιδί του, γιά νά ικανοποιήσει τήν έκδικητικότητά του. Καί δένύπήρχε άλλος τρόπος νά έξιλεωθεί ό άνθρωπος. Άκόμη κι άν ήθελε ό Θεός ν' άπαλλάξει τόν άνθρωπο άπό τήν τιμωρία, δέν θά τό μπορούσε, γιατί ό Θεός είναι ύποχρεωμένος νά ικανοποιήσει τή δικαιοσύνη του. Ή δικαιοσύνη τοϋ Θεοϋ είναι ό Θεός τού Θεοϋ, όπως άλλοτε ή ειμαρμένη ήταν ό θεός τών θεών τοϋ έλληνικοϋ πανθέου. "Οπως  έκείνοι οί  θεοί  ήταν έρμαια τής  ειμαρμένης, έτσι καί ό  θεός  πού γνώρισε ό  σύγχρονος άνθρωπος, κυρίως στή Δύση άλλά καί στήν Ανατολή, όπου, σ' ένα μεγάλο βαθμό, γαλουχήθηκε μέ μιά δυτική θρησκευτικότητα, είναι έρμαιο τής δικαιοσύνης του.
"Ετσι παρουσίασε ή έκεΐθεν καί ή εντεύθεν δυτική θεολογία τόν Θεό στό σύγχρονο άνθρωπο. Τόσο άποκρουστικό, τόσο τερατώδη, πού νά θυμίζει αύτά τά φρικιαστικά καί άποτρόπαια πρωτόγονα ξόανα μέ τά μεγάλα αιματοβαμμένα δόντια.
Ό άνθρωπος καταδυναστευόταν γιά αιώνες άπ'  αύτό τόν τύραννο. Ύπέμενε χωρίς νά τολμάει νά δείξει τήν παραμικρή δυσαρέσκεια γιά τήν απάνθρωπη τρομοκρατία. Πώς μπορούσε έκείνος, ένα άδύναμο πλάσμα, νά τά βάλει μ'  έναν άδιαμφισβήτητο καί παντοδύναμο κυρίαρχο, όχι μόνο τής γης, άλλά καί τοϋ ούρανοϋ καί όχι μόνο τούτης τής ζωής, άλλά καί τής άλλης; Τό μόνο πού μπορούσε νά κάνει ό άνθρωπος ήταν νά ύποκύπτει, νά ύποτάσσεται, νά συμμορφώνεται μέ κάθε έπιθυμία τοϋ τυράννου καί νά πληρώνει άνελλιπώς τό χαράτσι τής προσευχής, γιατί, άν δέν τό έκανε, ό τύραννος θα έστελνε τούς ούράνιους πραιτωριανούς του μέ τίς πύρινεςρομφαίες , γιά νά τόν βασανίσουν σ' αύτή τή ζωή μέ κάθε είδους δεινά καί τελικά νά τόν οδηγήσουν στήν αιώνια κόλαση.
Κάποτε ένας «χριστιανός» ψυχίατρος έλεγε σ' έναν ταλαίπωρο νέο, πού τόν είχε διαγνώσει σχιζοφρενή, πώς άν ήθελε  νά λιγοστέψουν τά δεινά του, θά έπρεπε νά προσεύχεται  άδιαλείπτως καί τόν προειδοποιούσε πώς άν κάποτε έβγαινε άπό τό σπίτι του χωρίς προηγουμένως νά κάνει τήν προσειχή του καί τόν κτυπούσε κάποιο αύτοκίνητο στό δρόμο , θά μπορούσε αύτό νά είναι ή τιμωρία τοϋ Θεοϋ γιά την παράλειψη τής προσευχής. Έλεγε άκόμη αύτός ό ψυχίατρος πού ήταν ή προσωποποίηση τής παραφροσύνης και  τής διαστροφής σ' αύτό τόν ταλαίπωρο νέο, πώς θά έπρεπε  πε νά είναι εύχαριστημένος γιά τά βάσανά του, γιατί, αν δεν  βασανιζόταν αύτός όπως βασανιζόταν, θά μπορούσε κάποιο άλλο μέλος τής οίκογένειάς του νά είχε ύποπέσει σέ θανάασιμο «ήθικό» παράπτωμα. Ό Θεός στήν άπέραντη φιλανθρωπία Του χρησιμοποιούσε  ίσως τό δικό του μαρτύριο γιά νά έκφοβίσει τά άλλα μέλη τής οικογενείας του καί νά τά προστατεύσει έτσι άπό τή διαφθορά.
Εκτός άπό τούς ούράνιους πραιτωριανούς του, ό σκληροτράχηλος θεός είχε καί τούς επίγειους, σάν τόν «χριστιανό»  αύτό  ψυχίατρο  καί  παλαιότερα,  ή  γιατί  όχι  καί  τώρα,  είχε  εκείνους  πού  εισέπρατταν  γιά λογαριασμό του τό ύλικό χαράτσι καί έπιναν τό αίμα τών άπλών άνθρώπων καί μέ τόν πονεμένο ιδρώτα τους όλοι αύτοί οί «έλέω Θεού» καταπιεστές   καί έκμεταλλευτές, έχτιζαν τά παλάτια τους, γέμιζαν τά θησαυροφυλάκια τους, συντηρούσαν τά χαρέμια τους και   μπορούσαν νά ζοΰν μιά ζωή σκανδαλώδους πολυτέλειας.
Ό άνθρωπος ύποτασσόταν στήν καταπίεση καί τήν τυραννία, άλλά μέσα του, πιό κάτω κι άπό τή συνείδηση, γιατί ο τύραννος έμπαινε άκώλυτα καί σ' αύτή, στοιβαζόταν τό μίσος, μέχρι πού έγινε τόσο πολύ, ώστε νά τό νοιώσει ό άνθρωπος σάν μιά τεράστια δύναμη πού τούδωσε τό θάρρος νά σηκώσει κεφάλι καί νά επαναστατήσει ενάντια στό δυνάστη Άπό τό σημείο αύτό άρχίζει τό φαινόμενο τοϋ σύγχρονου θεομάχου άνθρώπου. Είναι όμως αύτό τό φοβερό καί φρικιαστικό τέρας, τής έκεΐθεν σχολαστικής καί τής εντεύθεν εύσεβιστικής...χριστιανικής θεολογίας, ό Θεός πού άποκάλυψε ό Ίησοϋς Χριστός;
Ασφαλώς όχι. Γι' αύτό όσοι είναι πραγματικά ορθόδοξοι δέν λυπούνται γιά τή δολοφονία αύτοΰ τοϋ έκτρώματος, δέν προσπαθούν νά τό περισώσουν καί νά τό κρατήσουν πάνω στό θρόνο του καί δέν άποστρέφονται τούς δολοφόνους του. Μάλιστα, γι' αύτούς τούς τελευταίους θά πρέπει νά αισθάνονται συμπάθεια καί νά βλέπουν πίσω άπό τήν όργή τους τά μαρτύρια καί τίς ταλαιπωρίες τους.
Ό Θεός πού μάς άποκάλυψε ό Ίησοϋς Χριστός δέν είναι δίκαιος: «Μή λές ποτέ ότι ό Θεός είναι δίκαιος. Γιατί άν ήταν δίκαιος έσύ θά έπρεπε νά βρίσκεσαι στήν κόλαση «Βασίσου μόνο στήν... αδικία του, πού είναι έλεος, άγάπη καί συγχωρητικότητα», λέει ό Ισαάκ ό Σϋρος» καί συνεχίζει:
[20]
«Καί πώς νά ονομάσεις τόν Θεό δίκαιο, όταν συναντήσεις τό κεφάλαιο, πού άναφέρεται στό μισθό τών έρ γατών;... Πώς πάλι άποκαλεί ό άνθρωπος τόν Θεό δίκαιο, όταν συναντήσει τό κεφάλαιο τό σχετικό μέ τόν άσωτο υιό, ό όποιος άσωτεύοντας σκόρπισε τόν πλούτο του, κι όταν, μέ μόνη τήν κατάνυξη πού έδειξε, πήγε καί, άφού μετανόησε, τοϋ έδωσε έξουσία (ό πατέρας του) πάνω σ' όλη τήν περιουσία του;... Πού είναι ή δικαιοσύνη τοϋ Θεοϋ; Γιατί είμασταν άμαρτωλοί καί ό Χριστός πέθανε γιά μάς;»1.
1. Ισαάκ Σύρου, "Απαντα τά ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος Ε', Σπανός, Αθήναι, σελ. 245.
Στήν παραβολή τού άμπελώνος δηλώνεται κατηγορημα11 κά δτι ό Θεός δέν είναι υποχείριος τής δικαιοσύνης του,
[21]
«έγώ θέλω εις τούτον τόν τελευταίον νά δώσω όσα καί σ' έσένα», λέει στόν «έργασάμενον άπό τής πρώτης» καί συμπληρώνει,«Δέν έχω δικαίωμα νά κάνω μέ τήν περιουσία μου ό,τι θέλω; Ή είναι πονηρό τό μάτι σου, έπειδή έγώ είμαι καλός;» (Ματθ. 20, 1415).
Κατά τή μνημειώδη διατύπωση τοϋ Ιωάννου τοϋ Χρυστόμου: «Φιλότιμος γάρ ων ό Δεσπότης, δέχεται τόν έσχατον καθάπερ καί τόν πρώτον αναπαύει τόν τής ένδεκάτης ώς τόν έργασάμενον άπό τής πρώτης· καί τόν ϋστερον ελεεί καί τόν πρώτον θεραπεύει· κάκείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται» (Κατηχητικός Λόγος τοϋ Πάσχα).
Δέν είναι δυνατό νά είναι ό Θεός δίκαιος καί πολύ περισσότερο εκδικητικός, γιατί, [22]
«Ό Κύριος είναι οίκτίρμων καί έλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος. Δέν οργίζεται γιά νά μάς καταστρέψει π λείως καί γι' αύτό ή όργή του δέν είναι παντοτινή. Δέν μάς τιμώρησε κατά τή βαρύτητα καί τό πλήθος τών άνο μιών μας καί ανάλογα μέ τίς άμαρτίες μας, γιατί όσο είναι άμέτρητη ή απόσταση τοϋ ούρανοΰ άπό τή γή, τόσο στερέωσε  τό  έλεός  του  γι'  αύτούς  πού  τόν  ύπολογίζουν.  Οσο  άπέχει  ή  "Ανατολή  άπό  τή  Δύση,  τόσο άπομάκρυνε άπό έμάς τίς αμαρτίες μας. «Οπως εύσπλαχνίζεται ό πατέρας τά παιδιά του, έτσι ό Κύριος άνέκαθεν εύσπλαχνίζεται έκείνους πού τόν ύπολογίζουν, γιατί αύτός γνωρίζει άπό τί πλασθήκαμε καί δέν ξεχνάει ότι είμαστε χώμα» (Ψαλμ. 102, 814).
[23]
«Ή ελεημοσύνη καί ή δικαιοκρισία στήν ϊδια ψυχή είναι όπως ό άνθρωπος πού προσκυνεί τόν Θεό καί τά είδωλα στόν ϊδιο ναό. Ή ελεημοσύνη βρίσκεται σέ άντί θεση μέ τή δικαιοκρισία. ' Η δικαιοκρισία είναι άνταπό δοση τοϋ ίσου. Γιατί άνταποδίδει στόν άνθρωπο όπως τοϋ άξίζει καί δέν γέρνει πρός ένα μέρος οϋτε προσωπο ληπτεϊ' στήν ανταπόδοση. Ή έλεημοσύνη όμως είναι λύπη, πού τήν παρακινεί ή χάρη καί γέρνει πρός όλους μέ συμπάθεια καί δέν άνταποδίδει βλάβη σ'  αύτόν πού τήν άξίζει, ένώ ύπερπληροί   έκεΐνον πού είναι άξιος άγαθών Καί άν αύτή ανήκει στήν πλευρά τής άρετής, έκείνη (άνήκει) στήν πλευρά τής κακίας· καί όπως άκριβώς τό χορτάρι καί ή φωτιά δέν μπορούν νά βρίσκονται στό ϊδιο σπίτι, έτσι ούτε καί ή δικαιοκρισία καί ή έλεημοσύνη στήν ϊδια ψυχή. Όπως δέν συγκρίνεται κόκκος άμμου μέ μεγάλο βάρος χρυσού, έτσι δέν συγκρίνεται ή άνάγκη τοϋ Θεοϋ γιά δικαιοκρισία, μέ τήν έλεημοσύνη του. Γιατί οί αμαρτίες τοϋ ανθρώπου σέ σχέση μέ τήν πρόνοια καί τό έλεος τοϋ Θεοϋ είναι σάν μιά χούφτα άμμος πού πέφτει σέ μεγάλη θάλασσα. Καί όπως δέν φράζεται μιά πηγη πού τρέχει άφθονα μέ μιά χούφτα άμμο, έτσι δέν νικιέται ή έλεημοσύνη τοϋ δημιουργού άπό τήν κακία τών κτισμάτων»2.
Ό Ισαάκ ό Σύρος άναπτύσσει σ' αύτό τό κείμενο τη θέση πού διατυπώνεται στήν επιστολή τού άποστόλου Ία κώβου μέ τή φράση «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Ίακ 2, 13).
2. Ισαάκ τοϋ Σύρου, Λόγος ΝΗ', ό.π., σελ. 234235
Ό συγγραφέας διακρίνει άνάμεσα στή δικαιοκρισία, πού τήν ταυτίζει μέ τή δικαιοσύνη τών ανθρώπων, τοϋ κόσμου τούτου, καί τή δικαιοσύνη, πού τήν ταυτίζει μέ τήν έλεημοσύνη, τή φιλανθρωπία δηλαδή τοϋ Θεοϋ.Οί θεοκάπηλοι πού θέλουν νά προστατεύσουν τόν Θεό μέ τή δικαιοσύνη Του άπό τήν έκμετάλλευση τοϋ άνθρώπου  προβάλλουν οτόν Θεό τά δικά τους πάθη, τή δική τους μιχροψυχία. Δημιουργούν εκείνοι ένα θεό κατ' εικόνα καί Λμοίωσή τους, γεμάτο όργή καί έκδικητικότητα. Άλλά ή οργή είναι πάθος, ένώ
[24]
«Ό Θεός είναι άγαθός καί άπαθής καί άμετάβλητος. Αν δέ κανείς αύτό τό θεωρεί εύλογο καί άληθές, άλλ' άπορεΐ πώς ό Θεός χαίρεται μέν γιά τούς άγαθούς ένώ άποστρέφεται τούς κακούς καί πώς οργίζεται έναντίον εκείνων πού άμαρτάνουν ένώ γίνεται ίλεως σέ κείνους πού τόν ύπηρετοϋν καί τόν λατρεύουν, πρέπει νά πούμε ότι ό Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται γιατί ή λύπη καί ή χαρά είναι πάθη. Ούτε μέ δώρα θεραπεύεται, γιατί αύτό θά σήμαινε ότι νικιέται μέ τήν ήδονή. Δέν πρέπει νά κρίνουμε τόν Θεό μέ άνθρώπινα μέτρα. Εκείνος είναι άγαθός καί ώφελεί μόνο, ποτέ δέν βλάπτει, παραμένει πάντα απαθής. Ένώ έμείς, έφόσον παραμένουμε αγαθοί, ομοιάζοντες  τοϋ  Θεού, ένωνόμαστε μαζί  Του·  κι  όταν γινόμαστε  κακοί χωριζόμαστε  άπό  τόν  Θεό, σάν όνόμοιοί Του. "Οταν  ζούμε μέ άρετή άκολουθοϋμε τόν Θεό, ένώ όταν γινόμαστε κακοί Τόν κάνουμε έχθρό μας·  καί  βέβαια  δέν  οργίζεται  χωρίς  λόγο,  γιατί  τά  άμαρτήματα  δέν  άφήνουν  τόν  Θεό  νά  μάς  φωτίζει έσωτερικά, άλλά μάς ενώνουν μέ τούς τιμωρούς δαίμονες. "Αν δέ μέ προσευχές καί ελεημοσύνες κερδίζουμε τήν άφεση τών άμαρτιών μας, δέν σημαίνει ότι κολακεύουμε καί μεταβάλλουμε τόν Θεό, άλλά ότι μέ τά καλά μας έργα καί τήν επιστροφή μας σ' Αύτόν γιατρεύουμε τήν κακία μας καί άπολαμβάνουμε πάλι τήν άγαθότητα τοϋ Θεού. "Ωστε τό νά λέμε ότι ό Θεός άποστρέφεται τούς κακούς, είναι σάν νά λέμε ότι ό ήλιος κρύβει τό φώς του άπό τούς τυφλούς»3.
3. Αντωνίου, Παραινέσεις περί ήθους ανθρώπων καί χρηστής πολιτείας μν', Φιλοκαλι'α, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ,Αθήναι 1957, τόμ. Α', σελ. 24.
Ό Θεός πού αποκάλυψε ό Ίησοϋς Χριστός ούτε οργίζεται, οϋτε μνησικακεί  ούτε εκδικείται, άλλά μόνον άγαπά καί ή
[25]
«άγάπη  κανένα δέν έχθρεύεται, κανένα δέν υβρίζει κανένα δέν κατακρίνει, σέ κανένα δέν προξενεί λύπη, κανένα δέν άποστρέφεται, οϋτε πιστό, ούτε άπιστο, ούτε ξένο, ούτε άμαρτωλό, οϋτε πόρνο, ούτε άκάθαρτο· άντιθέτως, περισσότερο άγαπά τούς αμαρτωλούς καί άδύνατους καί άμελείς καί γιά χάρη τους κοπιάζει καί πενθεί καί κλαίει, περισσότερο άπό τούς καλούς συμπάσχει μέ τούς κακούς καί τούς άμαρτωλούς, μιμουμένη έτσι τόν Χριστό, ό όποιος προσκάλεσε τούς αμαρτωλούς κοντά του τρώγοντας καί πίνοντας μαζί τους. Γι' αύτό καί όταν ήθελε νά (μάς) δείξει ποιά είναι ή άληθινή άγάπη δίδασκε λέγοντας «νά είσθε λοιπόν φιλεύσπλαχνοι, καθώς καί ό πατέρας σας είναι φιλεύσπλαχνος». Καί όπως έκεΐνος βρέχει γιά πονηρούς καί άγαθούς καί άνα τέλλει τόν ήλιο γιά δικαίους καί άδικους, έτσι άκριβώς καί όποιος άγαπά άληθινά, άγαπά όλους καί όλους εύ σπλαχνίζεται καί γιά όλους προσεύχεται»4.
4. Άμμωνα, Διδάγματα, ΒΕΠ, τόμ. 40, σελ. 60, 61. 70
Στήν Αγία Γραφή βέβαια γίνεται συχνή άναφορά στή δικαιοσύνη τοϋ Θεοϋ. "Ομως ή άγιογραφική έννοια τής δικαιοσύνης είναι εντελώς διαφορετική άπό τήν έλληνορωμαϊκή, πού σημαίνει άνταπόδοση ϊσων. Ή λέξη δικαιοσύνη χρησιμοποιείται στήν Άγια Γραφή μέ τήν εβραϊκή της έννοια καί σημαίνει φιλανθρωπία καί έλεος.
«Είσάκουσόν μου έν τή δικαιοσύνη σου. Καί μή είσέλθης εις κρίσιν μετά τού δούλου σου...», λέει ό ψαλμωδός, έπικαλούμενος  άκριβώς  τή  δικαιοσύνη,  δηλαδή  τή  φιλανθρωπία  καί  τό  έλεος  του  Θεού,  γιά  νά  τόν προφυλάξουν έτοι ώστε νά μήν υποστεί «άξια  ών έπραξεν» καί προσθέτει «έν τή δικαιοσύνη σου εξάξεις έκ θλίψεως τήν ψυχήν του δούλου σου»  (Ψαλμ. 142, I, 11). Ό Παύλος έπαναλαμβάνει ένα άλλο χωρίο τής Παλαιάς Διαθήκης, όπου φαίνεται ότι ή έβραίκή έννοια τής λέξεως δικαιοσύνη είναι έλεος καί φιλανθρωπία:
«'Εσκόρπισεν   έδωκεν τοις πένησιν ή δικαιοσύνη αύτού μένει εις τόν αιώνα» (Β' Κορ. 9, 9, Ψαλμ. 111,9) καί ό ύμνωδός συμπληνώνει στό θαυμάσιο δοξαστικό τής Ε' Κυριακής τών Νηστειών , «Δίκαιος άνήρ ό έλεών όλην τήν ήμέραν». Όσον αφορά τήν κόλαση, πού είναι μιά πραγματικότητα πού και ένας άνθρωπος δέν μπορεί νά αμφισβητήσει, γιατί είναι μια πραγματικότητα κυρίαρχη στήν άνθρώπινη έμπειρία, ας μή συμπεράνουμε ότι αύτές οί ταλαιπωρίες σ' αύτούς που  τίς άξίζουν έρχονται κατ' εύθείαν άπό τόν Θεό, άλλά μάλλον άς δούμε ότι κάθε άνθρωπος δημιουργεί τίς συμφορές του, όταν μέ τήν ελεύθερη βούλησή του ρέπει πρός τις τίς οδυνηρές έμπειρίες»5.
5. Γρηγορίου Νύσσης, Ό Βίος τοϋ Μωυσέως, Βιβλίον II, σελ. 86.
[26]
«Αύτοί πού τιμωρούνται στήν κόλαση, μέ τό μαστίγιο της άγάπης μαστίζονται. Καί πόσο είναι πικρό καί βίαιο τό βασανιστήριο τής άγάπης; Αύτό δηλαδή συμβαίνει, εκείνοι οί όποιοι αισθάνθηκαν ότι έσφαλαν άπέναντι στήν άγάπη έχουν τήν πιό μεγάλη τιμωρία άπό κάθε τιμωρία πού προκαλεί φόβο. Γιατί ή λύπη πού ρίχνεται μέσα στήν καρδιά άπό τήν άμαρτία άπέναντι στήν άγάπη, είναι ισχυρότερη άπό κάθε δυνατή τιμωρία. Είναι παράλογο νά σκέπτεται κανείς ότι οί αμαρτωλοί στήν κόλαση στερούνται τής άγάπης τοϋ Θεού. Ή άγάπη είναι καρπός τής γνώσεως τής άλήθειας, ή όποία ομολογουμένως προσφέρεται άπό κοινού σέ όλους. Ενεργεί δέ ή άγάπη μέ τή δύναμή της μέ διπλό τρόπο αυτούς μέ ν πού σφάλλουν τιμωρεί μέ τόν τρόπο πού καί έδώ συμβαί νει σέ φίλο άπό τό φίλο του σ' έκείνους δέ πού έχουν φροντίσει τά πρέποντα προκαλεί χαρά καί εύχαρίστη ση»6.
6. Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΠΕ', ό.π., σελ. 326327.Είναι πραγματικά γεγονός ότι ή άγάπη ενός άνθρώπο γίνεται έλεγχος γι' αύτόν στόν όποιο άπευθύνεται, άν αύ τός ό τελευταίος δέν άνταποκρίνεται άνάλογα. «Έάν ούν πεινά ό έχθρός σου, ψώμιζε αύτόν, έάν διψά πότιζε αύτόν τούτο γάρ ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις έπί τήν κεφα λήν αύτού» (Ρωμ. 12, 20). Βέβαια, αυτός πού άγαπά γνήσια άποφεύγει άκόμη καί νά δείξει τήν άγάπη του, άν βλέπει ότι δείχνοντάς την στόν άλλο τόν ταλαιπωρεί. Υπάρχουν όμως καί άνθρωποι πού δείχνουν άγάπη, πού δέν είναι βέβαια γνήσια, γιά νά τιμωρήσουν μέ τό σκληρότερο δυνατό τρόπο τόν άλλο.
Ό μεγαλύτερος γιός τής παραβολής τοϋ ασώτου δείχνει μέ πολύ συγκλονιστικό τρόπο πώς γίνεται ή άγάπη κόλαση γι' αύτόν πού δέν άγαπάει. Γι' αύτόν τό ολόφωτο σπίτι τοϋ πατέρα του, ή έορταστική άτμόσφαιρα, τό ξεχείλισμα τής χαράς, ή διάχυτη άγάπη, δηλαδή ό παράδεισος τής τρυφής, ήταν μιά τέτοια φοβερή κόλαση πού δέν μπορούσε νά τήν ύποφέρει καί προτιμούσε νά μένει άπ' έξω.
Ό Θεός άγαπά πάντοτε όλους τούς άνθρώπους μέ τόν ίδιο τρόπο. Δέν άγαπά κάποιον περισσότερο καί κάποιον λιγότερο, κι έμεϊς δημιουργούμε τόν παράδεισο μας ή τήν κόλασή μας, άποδεχόμενοι ή άπορρίπτοντες τήν άγάπη Του.
Ο Ιησούς Χριστός είπε ότι ό πατέρας Του δέν κρίνει τόν κόσμο καί ότι καί Εκείνον δέν Τόν έστειλε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, άλλά γιά νά σώσει τόν κόσμο (Ίωάν. 3, 17). Άλλά είπε επίσης ότι θά ξαναέλθει μέ δόξα, γιά νά κρίνει τον κόσμο  (Ματθ. 25, 31 46). Ή κρίση πού δένθά κάνει είναι κρίση  ή ανθρώπινη, ή βασισμένη στήν άνθρώπινη αντίληψη περί δικαιοσύνης, πού δέν ξέρει άλλο τρόπο νά άμύνεται από  τό κακό, παρά τήν εκδίκηση, τήν άνταπόδοση τοϋ κακού
Ο Ιησούς Χριστός λειτουργεί σάν κριτής μέ τόν τρόπο που λειτουργεί σάν κριτής τού νοθευμένου χρυσού ό χρυσός ο καθαρός. Άν οϋτε ό Πατέρας οϋτε ό Υιός κρίνουν τόν κόσμο, «τίς αύτόν κρινεί;»7, ρωτάει ό Ιωάννης Χρυσόστομος καί άπαντάει ό ίδιος μέ τά λόγια τοϋ Ίησοϋ Χριστού : «ό λόγος όν έλάλησα, εκείνος κρίνει αύτόν» (Ίωάν. I ' ΙΗ). «Ό αθετών έμέ», λέει, «καί μή λαμβάνων τά ρήματα μου έχει τόν κρίνοντα αύτόν» (Ίωάν.
12, 48) καί όχι μόνο «έν τή έσχάτη ήμέρα».Ο τρόπος πού λειτουργεί ό Θεός σάν κριτής, δηλαδή σάν απλή άντιπαράθεση τής άλήθειας μέ τό ψέμα, τής άρετής με τήν κακία, τής γνησιότητας μέ τή μή γνησιότητα, τής άγάπης  μέ τήν απουσία τής άγάπης, δέν είναι χρονικός, άλλά υπερχρονικός. Κρίνεται διαρκώς ή φιλαυτία μας άπό τήν αγάπη τοϋ Θεοϋ. «Ό μή πιστεύων ήδη κέκριται» (Ίωάν. 3, I ) Αύτός πού άρνεΐται νά ενωθεί μέ τόν Θεό καί δέν άφήνει τήν άγάπη τοϋ Θεοϋ νά πλημμυρίσει τήν καρδιά του, βρίσκεται ήδη στήν κόλαση.
7.Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ. ΞΘ', Εις Ίωάννην 2, ΕΠΕ, τόμ. 14, σελ. 322.Οσοι πιστεύουν σάν τό μεγαλύτερο γιό τής παραβολής του άσώτου, ότι ό Θεός τούς ζημιώνει όταν δέχεται τόν
«έσχατον καθάπερ καί τόν πρώτον», δέν φαίνεται νά τό υπολογίζουν αύτό. Γιατί άραγε; Μήπως γιατί οϋτε αύτοί γεύονται τήν άγάπη του Θεοϋ; Γιατί, άν τή γεύονταν, θα ήξεραν ότι κάθε στιγμή πού στερείται ό άνθρωπος αύτή τήν αγάπη υφίσταται μιά άπερίγραπτη συμφορά. Καί τότε όχι μόνο δέν θά μνησικακοϋσαν πού δέχεται ό Θεός κάποιους στήν αγάπη Του, άν καί δέν τήν έπεζήτησαν άπό τήν πρώτη στιγμή τής ζωής τους, άλλά θά αισθάνονταν μιάν απέραντη συμπόνια γι' αύτούς, γιατί βασανίστηκαν τόσο φρικτά όλον αύτό τόν καιρό, πού στερήθηκαν αύτή τήν άγάπη.

TΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

«Καί ιδού νομικός τις άνέστη έκπειράζων αύτόν καί λέγων, Διδάσκαλε τί ποιήσας ζωήν αίώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10, 25). Έπί δύο χιλιάδες χρόνια έκτοτε τό νομικό πνεύμα έκπειράζει τό πνεύμα τό χριστιανικό, ζητώντας τά συνταγολόγια μέ τά όποια ό άνθρωπος μπορεί νά άπολαμβάνει  τήν ανευθυνότητα τοϋ νηπίου. Πολλοί μάλιστα διαμαρτύρονται άγανακτισμένοι πού ή Εκκλησία μας «δέν παίρνει θέσεις γιά διάφορα θέματα, όπως κάνουν άλλες Εκκλησίες». Εκείνοι δέ πού συνήθως διατυπώνουν αύτές τίς αξιώσεις δέν είναι οί άνθρωποι τοϋ λαοϋ, άλλά οί «διανοούμενοι», πού φαίνεται νά λιγώνονται μέ τήν τακτική ορισμένων θρησκευτικών οργανισμών, πού οί ιεράρχες τους ασκούν ρόλο κηδεμόνα άνηλίκων. Όλοι αύτοί υιοθετούν την τακτική του νά βγαίνει καί σέ μάς κάποιος έπίσκοπος στό μπαλκόνι καί νά μάς δίνει προκατασκευασμένες λύσεις, που '  θά τίς έφαρμόζουμε χωρίς νά σκεπτόμαστε καί χωρίς να αναλαμβάνουμε καμιά προσωπική εύθύνη. Θέλουν προκατασκευασμένες λύσεις καί γιά τήν πιό μικρή λεπτομέρεια της ζωής, πού θά απαιτούσε κρίση καί ανάληψη εύθύνης, από  τή συμπεριφορά τής κρεβατοκάμαρας ώς τήν παγκόσμια ειρήνη. Όσο κι άν δέν θά τό περίμενε κανείς άπ' αυτούς, τρέμουν τήν ένηλικίωση καί δέν μπορούν νά δεχθούν τήν τιμή τής ελευθερίας καί τής εύθύνης πού μας δίνει ό Ίησοϋς Χριστός. Προτιμούν νά διατηρήσουν τή βολική νηπιακή άνευθυνότητα, πού προσφέρουν οί προκαθορισμένες γενικές ρυθμίσεις. Άλλά ή ένσάρκωση τοϋ Θεο πραγματοποιήθηκε γιά νά άποκατασταθεί ή ανθρώπινη φύση στό προπτωτικό μεγαλείο τής ύπεύθυνης ελευθερία της.
Πρόσφατα, «νομικός τις ανέστη έκπειράζων» καί πάλι τό πνεύμα τοϋ Χριστού καί διαμαρτυρόμενος πού σέ μιά έρευνα πού έκανε γιά τόν πόλεμο δέν βρήκε σχετικές άπαντήσεις στά έργα τών Πατέρων τής Ανατολής καί άναγκά στηκε νά καταφύγει στόν Αύγουστίνο καί στό Θωμά τόν Άκινάτη. "Οπως κι όλοι οί άλλοι νομικοί καί νομικιστές, δέν έχει κι αύτός αντιληφθεί ότι ή διδασκαλία τοϋ Χριστού δέν είναι νομική. Ή χριστιανική άρετή δέν είναι τό άποτέλεσμα τής τηρήσεως κάποιου νόμου, άλλά είναι προϊόν τής χάριτος. ' Η χριστιανική αρετή είναι μιά πορεία πρός τήν όλοκλή ρωση πού μπορεί νά έχει άρχή, άλλά δέν έχει τέλος. ΊΙ ούσία τής άρετής είναι ή ένωση τοϋ άνθρώπου μέ τόν Θεό  επομένως τό ζήτημα γιά κάθε άρετή δέν είναι άν τήν έχει ή δέν τήν έχει ό άνθρωπος, άλλά τό πόσο τήν έχει. Ή ειρήνη δέ είναι ακριβώς ή κατάσταση τής ολοκληρώσεως τοϋ θεω μένου άνθρώπου, πού είναι ενωμένος μέ τόν Θεό. Ό άποχωρισμός τού άνθρώπου άπό τόν Θεό έχει μεταξύ άλλων σάν αποτέλεσμα καί τόν πόλεμο σάν έσωτερική στάση. Πόλεμο τοϋ άνθρώπου μέ τόν Θεό, πόλεμο τοϋ ανθρώπου μέ τόν εαυτό του, πόλεμο τού άνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο «Έχθραν θήσω άνά μέσον σοϋ καί ανά μέσον τής γυναικός» (Γεν. 3, 16) λέει ό Θεός στόν Αδάμ μετά τήν πτώοη του. Ό πόλεμος σάν έσωτερική στάση έκφράζεται μέ τό πόλεμο σάν εξωτερική συμπεριφορά, πού είναι σύμπτωμα τοϋ έσωτερικοϋ πολέμου, ό όποιος πρώτα άρχίζει σάν πόλε μος μέσα στήν οικογένεια καί ϋστερα στήν κοινότητα, γιά νά καταλήξει στό διεθνή πόλεμο. Ό  Χριστός, πού  μέ τήν  ένσάρκωσή  του  άποκαθιστά τόν  άνθρωπο στήν  προπτωτική του κατάσταση, τοϋ ξαναφέρνει τήν ειρήνη όχι όπλώς σαν εσωτερική συμπεριφορά, άλλά σάν εσωτερική στάση
«ειρήνη  την  τήν  έμήν  δίδωμι  ύμίν»  (Ίωάν.  14,  27). Έξ  άλλου,  μέσα  στό  πνεΰμα  τοϋ  Χριστού  δέν άπολυτοποιεΐται καμιά πνευματικότητα. Τό μόνο άπόλυτο είναι ό Θεός. "Ολες οί  άλλες οι πραγματικότητες είναι σχετικές. "Ετσι κάποτε ό πόλεμος σάν εξωτερική συμπεριφορά, μπορεί νά είναι προτιμότερος άπό μιά άνέντιμη ειρήνη.
[27]
«άς μή νομίσει κανείς ότι λέγω ότι πρέπει νά άγαπά κανείς τήν κάθε εϊδους ειρήνη (γιατί, όπως γνωρίζω πολύ καλές ανταρσίες, έτσι γνωρίζω καί πολύ έπιβλαβή ομόνοια)· έννοώ μόνο τήν καλή ομόνοια, ή οποία συνδέει μέ ιόν Θεό»1.
1.Γρηγορίου Ναζιανζηνοϋ, Λόγος Στ' Ειρηνικός Α ', 20, ΕΠΕ, τόμ. 1 σελ. 264. Λέει ό Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός καί ό Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης προσθέτει:
[28]
«Υπάρχει καί άνεπίληπτος πόλεμος καί ειρήνη πιό ραδιούργα άπό οποιαδήποτε άδιάλλακτη σύγκρουση και κ τό "έζήλεψα βλέποντας τήν ειρήνη τών άμαρτωλών ανθρώπων» Γιατί, άφ' ένός μέν ληστές κάνουν μεταξύ τους συμφωνίες όπλιζόμενοι έναντίον εκείνων πού δέν κάνουν καμιά άδικία, άφ' έτέρου δέ λύκοι συναγελάζονται όταν διψάνε γιά αίματα· καί ό μέν μοιχός ειρηνεύει με  αύτήν πού μοιχεύει, ό δέ πόρνος ειρηνεύει μέ αύτήν πού πορνεύει. Μή θεωρείς λοιπόν πάντοτε καλό πράγμα τή ν ειρήνη. Γιατί πολλές φορές είναι χειρότερη άπό οποιονδήποτε πόλεμο. Γιατί, όταν κανείς ειρηνεύει μέ αυτούς πού βλαστημοϋν κατά τής προνοίας τοϋ Θεοϋ συνθηκολογεί επίσης μέ αυτούς πού, ώς πρός τή ζωή τους, είναι έξαχρειωμένοι καί λυμαίνονται τήν κοινή πολιτεία αύτός βρίσκεται πολύ μακριά άπό τήν κατάσταση τής ειρήνης»2.
2. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Έπιστολαί 4, Πέτρω Μοναχώ, Μigne 78 , σελ. 1088CD
Ο Χριστός λέει: «ούκ ήλθον βαλείν είρήνην άλλά μάχαιραν» (Ματθ. 10, 34), ένώ διεκήρυσσε διαρκώς ότι ήταν ό κατ' εξοχήν φορέας τής ειρήνης. Ή άντίφαση είναι φαινομενική. Ή ειρήνη πού φέρνει ό Χριστός δέν είναι έξωτερικη συμπεριφορά, άλλά έσωτερική στάση. Κάποτε ό πόλεμος, σάν έξωτερική συμπεριφορά, μπορεί νά συμβάλλει στήν άποκατάσταση τής έσωτερικής ειρήνης. Πάντως αύτό δέν κάνει τόν πόλεμο καλό, ούτε ό σκοπός άγιάζει τά μέσα. Οι   Πατέρες τής Ανατολής δέν αισθάνονται τήν ανάγκη νά έξα γιάσουν ένα κακό μέσον, όταν χρειασθεί νά τό χρησιμοποιήσουν, γιατί δέν έπιδιώκουν τή νομική δικαίωση τού άν θρώπου. Ή έννοια τής δικαιώσεως τοϋ άνθρώπου μπροστά στόν Θεό είναι ξένη στήν ανατολική θεολογία. «Οταν ποιή σητε πάντα τά διαταχθέντα ύμίν, λέγετε ότι δούλοι άχρείοί έσμεν, ότι ό ώφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10), λέει ό Ίησοϋς Χριστός. Αν συμβαίνει νά μπορεί ένας νομικός νά βρεί συγκεκριμένες θέσεις γιά τόν πόλεμο στόν Αύγουστίνο καί στό Θωμά τόν 'Ακινάτη, είναι άκριβώς γιατί αύτοί, έπειδή έκφράζουν μιά νομική θεολογία, μιλάνε τή νομική γλώσσα, πού είναι οικεία στούς νομικούς. Ό Αύγουστίνος, σάν ένας καλός Ρωμαίος συνήγορος, έπιδιώκει τήν άθώωση τοϋ πελάτη του ανθρώπου, αποδεικνύοντας ότι ό πελάτης του είναι άθώος γιατί δέν παρέβη τό νόμο, καί μερικές φορές τό έπιτυγχάνει αύτό βρίσκοντας κάποιο «παραθυράκι» στό νόμο. Οί Πατέρες τής Ανατολής δέν κάνουν καί δέν θέλουν νά κάνουν κάτι τέτοιο.Δυστυχώς, όμως, όλοι έμείς οί Νεοέλληνες διανοούμενοι, σαν δυτικοθρεμμένοι πού είμαστε, άφού είτε είχαμε δυτικοθρεμμένους δασκάλους είτε σπουδάσαμε σέ δυτικά σχολεια έχουμε μάθει νά σκεπτόμαστε μέ τό δυτικό τρόπο σκέψεως, γι' αύτό καί άκούμε καί καταλαβαίνουμε αύτούς που μιλάνε τήν ίδια γλώσσα. Γιά νά καταλάβουμε τούς Πατέρες  τής Ανατολής καί νά ακούσουμε τά μηνύματά τους,ίσως θά έπρεπε νά άρχίζαμε τήν παιδεία μας άπό τήν άρχή. Αν συνέβαινε αύτό, τότε ϊσως διαπιστώναμε ότι ό νόμος είναι ένα μέσον πού χρησιμοποιεί ή μεταπτωτική άνθρωπότητα  γιά νά άποτρέψει τό χάος στό όποιο τήν όδηγεϊ ή φίλαυτη  έλευθερία. Ή έλευθερία πού είναι τό πιό πολύτιμο δώρο  τού Θεοϋ στόν άνθρωπο, όταν στήν καρδιά τοϋ άνθρώπου βασιλεύει ή άγάπη, γίνεται ή αιτία τής δημιουργίας μιάς φρικτής κόλασης, όταν στήν καρδιά τοϋ ανθρώπου κυριαρχεΐ ή φιλαυτία.
Ο μεταπτωτικός άνθρωπος χρησιμοποίησε καί χρησιμοποιεί  τό νόμο γιά νά έλέγξει μόνο έξωτερικά τά ολέθρια συμπτώματα τής φιλαυτίας του. Όμως ό νόμος, σάν δημιούργημα τοϋ αμαρτωλού κόσμου, έχει άναπότρεπτα στοιχεία  άντιανθρώπινα. Ό νόμος καταπατεί τήν άνθρώπινη ελευθερία, γιατί είναι καταναγκαστικός, καταργεί τή μοναδικότητα τοϋ ανθρώπου, γιατί είναι γενικός, καί δημιουργεί τήν απατηλή έντύπωση ότι αύτός πού τόν τηρεί είναι ό τέλειος άνθρωπος, σπρώχνοντας έτσι τόν άνθρωπο πρός τόν αυτοδικαιωτισμό.
Ο αύτοδικαιωτισμός είναι ή ύβρις τών άρχαίων ' Ελλήνων.Είναι ή πτώση τής παλαιοδιαθηκικής καί καινοδιαθηκικής παραδόσεως, γιατί ό αύτοδικαιωτικός άνθρωπος ούσιαστικά διαδηλώνει ότι θεωρεί τόν Θεό περιττό, άφοϋ πιστεύει ότι  μπορεί αύτός ό ϊδιος νά γίνει καί τέλειος καί θεός, τηρώντας  τό νόμο. Παραπλανημένος ό αύτοδικαιωτικός άνθρωποι. άπό τόν ύπαινιγμό τού νόμου, ότι ό τηρητής τοϋ νόμου είναι  ό δίκαιος άνθρωπος, άπορροφάται τόσο πολύ άπό τήν ψυχοπάθειά του νά τηρήσει τό νόμο, πού τελικά κάνει αύτή Τήν προσπάθεια τόν κυρίαρχο σκοπό τής ζωής του. "Όταν τηρεί τό νόμο αισθάνεται ότι θεώνεται, γι' αύτό καί ούτε  θεωρεί άναγκαϊο τόν Θεό, οϋτε τόν άναζητεί. Όταν πιά ο άνθρωπος έχει προχωρήσει αρκετά σ' αϋτή τήν κατεύθυνση, διαπιστώνει, συνήθως άνεπίγνωστα, ότι τοϋ είναι αδύνατο νά τηρήσει απόλυτα τό νόμο καί τότε άρχίζει νά έπιδιώκει νά μεταβάλλει τό νόμο, έτσι ώστε ό νόμος νά τόν νομιμοποιεί καί νά τόν δικαιώνει. Μέ αύτό τόν τρόπο δη μιουργοϋνται οί διάφορες πολιτικές ιδεολογίες καί τά πολιτικά συστήματα, μεταξύ τών όποιων κάνουν τήν έπιλογή τους οί σύγχρονοι άνθρωποι, ανάλογα μέ τόν τρόπο ζωής πού θέλουν νά νομιμοποιήσουν. Ό μηδενισμός καί ό άναρχισμός είναι ό τρόπος μέ τόν όποιο προσπαθούν νά νομιμοποιηθούν έκείνοι πού αισθάνονται ότι δέν μπορούν νά τηρήσουν κανένα νόμο.
Ό άνθρωπος πού έχει ύποστεί αύτή τή νομικιστική διαστρέβλωση πιστεύει ότι ή νομιμότητα είναι άπόλυτα άπαραίτητη γιά τήν κοινωνική ύπαρξη καί, σέ τελική άνάλυση, ταυτίζει τήν άπουσία νομιμότητας μέ τό χάος. Γι' αύτό εϊτε μεταποιεί ή προσπαθεί νά μεταποιήσει τήν πολιτειακή νομιμότητα στά μέτρα του καί έτσι νά καλυφθεί άπό μιά έννομη νομιμότητα, ε'ίτε καταφεύγει στήν άνομη νομιμότητα, δηλαδή τήν άναρχία.
Τή νομικιστική διαστρέβλωση τήν έχει ύποστεί καί ό σύγχρονος χριστιανός, σ' όποια παράδοση καί άν είναι ένταγμένος  ομολογιακά.  "Ετσι,  ό  σύγχρονος  χριστιανός  πολύ  συχνά  φαίνεται  νά  πιστεύει  ότι  ή  διαφορά άνάμεσα σέ μιά χριστιανική καί μιά μή χριστιανική κοινωνία είναι, ότι ή πρώτη στηρίζεται σ' ένα χριστιανικό νόμο  καί  ή  δεύτερη  σ'  ένα  μή  χριστιανικό  νόμο.  "Ετσι  άναζητεί  διαρκώς  νόμους  μέσα  στή  χριστιανική παράδοση καί άλλοτε γυρίζει πίσω στό μωσαϊκό νόμο, άλλοτε έκλαμβάνει σάν νόμους τούς έκκλησιαστικούς κανόνες, τούς όποιους ή γνήσια έκκλησιαστική παράδοση τούς θεωρεί σάν παιδαγωγικά μέτρα καί φάρμακα, πού πρέπει νά έφαρμόζονται μέ άπόλυτο σεβασμό στή μοναδικότητα τοϋ κάθε άνθρώπου. Συχνά μάλιστα ο νομικιστικά αλλοτριωμένος σύγχρονος χριστιανός ζητάει να στηρίξει μέ τό νόμο τής πολιτείας τήν κατά Χριστόν ζωή.
Φαίνεται  άκόμη νά πιστεύει ότι γιά νά λειτουργήσει ή Έκκλησία  χρειάζεται ένα πολιτειακό νομικό ύπόβαθρο καί τελικά αντί νά έπιζητεί τή μεταμόρφωση τού κόσμου άπό μιά κοινωνία πού βασίζεται στό νόμο γιά νά έπιζήσει σέ κοινωνία χάριτος, αγάπης καί έλευθερίας, ζητάει άπό τόν κόσμο να νομιμοποιήσει τήν Εκκλησία.Ο σύγχρονος χριστιανός έχει ύποστεΐ τέτοια νομικιστική διαστρέβλωση  ώστε συνήθως δέν θεωρεί άντίφαση τόν όρο χριστιανικός νόμος», πού είναι τό αποκορύφωμα τού παραλογισμοΰ. Τό χριστιανικό όμως χαρακτηρίζεται άπό τό σεβασμό γιά τήν ανθρώπινη έλευθερία καί τήν άνθρώπινη μοναδικότητα καί οδηγεί τόν άνθρωπο στή χαρισματική θέωση και όχι στήν ολέθρια άποπροσανατολιστική ψευδαίσθηση τής αύτοδικαιώσεως.
Είναι άλήθεια, βέβαια, ότι ό Ιησούς Χριστός είπε πώς υπάρχουν καί γι' αύτόν δύο νόμοι, ό νόμος τής άγάπης τοϋ ανθρώπου γιά τόν Θεό καί ό νόμος τής άγάπης τοϋ άνθρώπου  γιά τό συνάνθρωπο, παρά τό γεγονός ότι οί όροι άγάπη και  νόμος βρίσκονται σέ άπόλυτη άντίφαση. Ή άγάπη όχι μόνο δέν καταπατεί τήν έλευθερία, άλλά είναι τό μόνο έδαφος στό όποιο μπορεί νά ριζώσει ή έλευθερία καί νά καλλιεργηθεί  καί ή άγάπη όχι μόνο δέν καταργεί τή μοναδικότητα τού άνθρώπου, άλλά είναι ή μόνη βέβαιη διασφάλισή της
Ο Ιησούς Χριστός, πού προσλαμβάνει τήν άνθρώπινη πραγματικότητα γιά νά τήν άποκαταστήσει στή φυσική της κατάσταση   καί πού προσλαμβάνει καί μεταμορφώνει τή μιά μετά τήν άλλη τίς διάφορες όψεις τής άνθρώπινης ζωής, μεταμορφώνοντας καί τό νόμο, τόν κάνει άπό καταναγκασμό ελευθερία, άπό ισοπέδωση άποθέωση τής άνθρώπινης προσωπικοπικότητας, δηλαδή τόν κάνει άγάπη.Ο Ιησούς Χριστός ύπερέβη τό δίλημμα νομιμότητα – χάος ανοίγοντας γιά τόν άνθρωπο τή βασιλεία τοϋ Θεοϋ, τη βασιλεία τής άγάπης. Μέ τήν άγάπη δέν κινδυνεύει ή άν θρώπινη κοινωνία νά έξελιχθεί σέ πεδίο πολέμου καί σε χάος. Ταυτόχρονα ή άγάπη οϋτε τήν έλευθερία παρεμποδίζει, ούτε τή μοναδικότητα τοϋ άνθρωπου ισοπεδώνει.
Ό Ίησούς Χριστός ύπερέβη άμεσα σέ πολλές περιπτώσεις τό δίλημμα νομιμότηταχάος, όπως στήν περίπτωση τής   αίμορροούσας,  πού,  άντιμετωπίζοντάς  την   μέ   άγάπη,  τή  θεραπεύει   τήν  ήμέρα   τοϋ   Σαββάτου, παραβαίνοντας τή νομιμότητα τής συναγωγής, χωρίς νά δημιουργήσει χάος.
Ό άρχισυνάγωγος όμως, διαποτισμένος άπό τό νομικό πνεϋμα ολοκληρωτικά, πανικοβάλλεται όταν βλέπει νά παραβαίνεται ή νομιμότητα, γιατί είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι ή παράβαση τής νομιμότητας θά άποτελέσει άμεσο και άποφασιστικό κίνδυνο γιά τήν κοινωνική άσφάλεια. Ή πνευματική του όραση είναι τόσο συσκοτισμένη άπό τό νομικισμό, ώστε δέν βλέπει τή διέξοδο τής άγάπης πού άποκαλύπτει ή παρέμβαση τού Ίησοϋ Χριστού.Ολοι τυφλωνόμαστε λιγότερο ή περισσότερο, όπως ό άρχισυνάγωγος, άπό τό νομικισμό πού κυριαρχεί στό περιβάλλον μας, καί δέν μπορούμε νά δούμε τή διέξοδο τής άγάπης πού μάς άποκαλύπτει ό Ίησοϋς Χριστός. Επινοούμε έτσι καί δημιουργούμε τή μιά νομιμότητα ύστερα άπό τήν άλλη, γιά νά μάς προστατεύσουν άπό τό ενδεχόμενο τής κοινωνικής άποδιοργανώσεως καί τοϋ χάους, δοκιμάζοντας διαρκώς καινούριες άπογοητεύσεις καί παρατείνοντας τό καθεστώς τής χαοτικής νομιμότητας, άφού μόνο ή παρουσία τηι, άγάπης άποτρέπει τό χάος. Μόνο ή παρουσία τής αγάπης παρέχει πραγματικά τήν άσφάλεια πού έχει απελπιστικό ανάγκη ό άνθρωπος.




Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΗΘΟΣ ΑΗΘΕΣ
Π.ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς, με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



http://www.alavastron.net



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |