Η Θεοτόκος τοσούτου απέλαυε σεβασμού παρά των πιστών, τοσαύτης τιμής και αγάπης, ώστε προς ταύτην μετά Θεόν, πλην της λατρείας, τα δευτερεία της τιμής, του σεβασμού και της αγάπης απέδιδαν.
Κυριακή 14 Αυγούστου 2016
Άγιος Νεκτάριος - Ο σεβασμός των Πιστών στην Παναγία
Η Θεοτόκος τοσούτου απέλαυε σεβασμού παρά των πιστών, τοσαύτης τιμής και αγάπης, ώστε προς ταύτην μετά Θεόν, πλην της λατρείας, τα δευτερεία της τιμής, του σεβασμού και της αγάπης απέδιδαν.
Ο σεβασμός των πιστών
προς την παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν ανέρχεται εις αυτόν τον Α’ και Β’ αιώνα και
επεβάλλετο υπ’ αυτών των Ιερών Γραφών μνημονευουσών του ονόματος αυτής ως
κεχαριτωμένης και ευλογημένης και ως ευρούσης χάριν παρά τω Θεώ μόνης μεταξύ
πασών των γυναικών. Αυτή η Θεοτόκος εν πνεύματι προφητικό ήδη αναγγέλλει την
περιωπήν αυτής μεταξύ πασών των γενεών, λέγουσα: «Ιδού γαρ από του νυν
μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί κ.τ.λ.» (Λουκ. α’ 48). Και αληθώς από του χρόνου
εκείνου ήρξατο ο μακαρισμός της Θεοτόκου.
Την Θεοτόκον εμακάρισε
πρώτη η Ελισάβετ, ήτις, πλησθείσα πνεύματος αγίου, ανεφώνησε φωνή μεγάλη και
είπεν «Ευλογημένη Συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου και
μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»
(Λουκ. α’ 4245). Επίσης, αι σύγχρονοι γυναίκες, αι θεωρούσαι την Παρθένον
αγκαλοφορούσαν το Θειον Βρέφος, θα εμακάριζον Αυτήν. 0 ευαγγελιστής Λουκάς
αναφέρει την επάρασαν φωνήν εκ του όχλου και μακαρίσασαν τη γαλακτοτροφήσασαν
τον Κύριον Μητέρα (ια’ 27).
Εκ της χριστιανικής αρχαιολογίας μανθάνομεν
ότι αι εικόνες της Θεομήτορος εικονίζοντο και ετιμώντο από του Α’ ήδη και του
Β’ αιώνος. Και ουκ ην άλλως γενέσθαι του Ευαγγελίου αυτού συνιστώντας την τιμήν
προς την Θεοτόκον Παρθένον Μαρίαν και αυτής της Θεοτόκου αναγγελούσης ότι «από
του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί».
Όθεν η Θεοτόκος ετιμάτο και εμακαρίζετο από πασών
των γενεών των από του Ευαγγελισμού Αυτής μέχρι σήμερον και θέλει μακαρίζεται
μέχρι της
συντέλειας των αιώνων. Οι
την τιμήν δε και τον μακαρισμόν της Θεοτόκου μη προσφέροντες προς ρητός του
Ευαγγελίου εντολάς αντιστρατεύονται, διότι όλον το Ευαγγέλιον εστί νόμος και η
αθέτησις ενός ιώτα ή μιας κεραίας εστίν αθέτησις του νόμου.
Κατά την Γ’ πλέον
εκατονταετηρίδα ο σεβασμός προς την Θεοτόκον εξεδηλούτο μέγας. Η χριστιανική
υμνωδία υμνεί την Παρθένον και Θεοτόκον Μαρίαν ως Βασίλισσαν του Ουρανού και
Κυρίαν των Αγγέλων.
Κατά την εποχήν δε ταύτην
ανεφάνησαν εν τισί χώραις, ένθα ευάριθμοι χριστιανοί συνοικούν μετά πολυαρίθμων
εθνικών, κακόδοξοι τίνες, οίτινες ανήγαγον τον προς την Θεοτόκον σεβασμόν εις
λατρείαν και απένειμαν τη Παρθένω Μαρία ισόθεον τιμήν, κατά μίμησιν των από των
εθνικών λατρευ ομένων γυναικείων
θεοτήτων. Η κακόδοξος αύτη αίρεσις επεκλήθη των Κολλυριδιανών διά τους
πλακούντας ή κολλυρίδας, ας ως θυσίαν προσέφεραν καθ’ ωρισμένην ημέραν επί
δίφρου και ους έπειτα έτρωγαν (Επιφάνιος εν αιρέσει 78 και 79). Κατά την αυτήν
εποχήν ανεφάνησαν και οι εκ διαμέτρου αντίθετοι των Κολλυριδιανών, οι
Αντιδικομαριανίται λεγόμενοι, οι την δόξαν της Μητρός του Κυρίου μη ανεχόμενοι,
οίτινες και επί τοσούτον εξετραχηλίσθησαν, ώστε να τολμήσωσι να είπωσιν, ότι η Παρθένος
μετά την γέννησιν του Σωτήρας συνήλθεν ανδρί και έτεκε και άλλα τέκνα. Ταύτης
της αιρέσεως ζηλωταί εγένοντο και οι νεώτεροι Αντιδικομαριανίται, οι την
αειπαρθενίαν και την προσωνυμίαν Θεοτόκος αρνούμενοι.
Τας αιρέσεις ταύτας η
Εκκλησία κατεδίκασε και κατέκρινε και ευκρινώς διετύπωσε την ορθήν και ασφαλή
αυτής δόξαν, καθ’ ην την αειπάρθενον κόρην ως Θεοτόκον οφείλομεν να τιμώμεν,
ουχί δε ως Θεόν να προσκυνώμεν (Κύριλλος). Αι αιρέσεις των Κολλυριδιανών και
των Αντιδικομαριανιτών, αι κατά την Γ’ Εκατονταετηρίδα εμφανισθείσαι,
μαρτυρούσι παρεκτροπήν από της αληθούς δόξης της Καθολικής Εκκλησίας, ήτις
ευρίσκετο εν τω μέσω των δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων αιρέσεων. 0 Επιφάνιος εν
αιρέσει οη’ κεφ. 23 λέγει «Άλλους πάλιν άφραίνοντας εις την υπέρ της αυτής αγίας
αειπαρθένου υπόθεσιν, αντί Θεού ταύτην προσάγειν εσπουδακότας και σπουδάζοντας,
και εν εμβροντήσει τινί και φρενοβλαβεία φερομένους. Διηγούνται γαρ ως τινές
γυναίκες εν τη Αραβία από των μερών της Θράκης τούτο γε το κενοφώνημα
ενηνόχασιν, ως εις όνομα της αειπαρθένου κολλυρίδα τινά επιτελείν, και
συνάγεσθαι επί το αυτό, και εις όνομα της αγίας Παρθένου υπέρ το μέτρον τι
πειράσθαι αθεμίτω και βλασφήμω επιχειρείν πράγματι, και εις όνομα αυτής
ιερουργείν διά γυναικών». Και εν αιρέσει οθ’ κεφ. 1 λέγει: «Η αίρεσις πάλιν εν
τη Αραβία από της Θράκης και των άνω μερών της Σκυθίας ανεδείχθη... τινές
γυναίκες κουρικόν τινά κοσμούσαι (ήτοι δίφρον τετράγωνον), απλώσασαι επ’ αυτόν
οθόνην, εν ημέρα τινί φανερά του έτους, εν ημέραις τισίν άρτον προτιθέασι και
αναφέρουσιν εις όνομα της Μαρίας, αι πάσαι δε από του άρτου μεταλαμβάνουσιν».
Ουχ ήττον, κατά την Δ’
ήδη εκατονταετηρίδα η ευλάβεια και ο σεβασμός προς την Θεομήτορα εξεδηλώθη και
εξωτερικώς επί μάλλον λαμπρότερος δι’ ανεγέρσεως μεγαλοπρεπών Ιερών Ναών
αφιερωμένων εις το όνομα της Θεομήτορος. Η Θεοτόκος ην και έστι και έσται τοις
πιστοίς η άμαχος προστάτις και ο ταχύς αντιλήπτωρ και βοηθός. Ταύτην
επεκαλούντο εν κινδύνοις και εν θλίψεσι, και ταύτην είχον υπέρμαχον στρατηγόν
εν τοις πολέμοις. Η απροσμάχητος αυτής δύναμις συνέτριβε τους πολεμίους και η
μητρική προς τον Τιόν και Θεόν Αυτής παρρησία το θειον επί τους πιστούς
εδαψίλευεν έλεος.
Η ευλάβεια των πιστών
προς την Θεομήτορα από του χρόνου της καταδίκης της αιρέσεως του Νεστορίου
εξεδηλούτο καθ’ άπαν το ρωμαϊκόν κράτος διά λαμπρών εορτών και πνευματικών
πανηγύρεων, οι δε πανταχού ανεγειρόμενοι επ’ ονόματι της Θεομήτορος
μεγαλοπρεπείς ναοί λαμπρώς διεκοσμούντο και κάλλει διέπρεπον. Η ηδραιωμένη δε
αυτή εν ταις καρδίαις των πιστών ευλάβεια προς την Θεοτόκον και αειπάρθενον
Μητέρα του Κυρίου, αρξαμένη από της αναδείξεως αυτής ως Μητρός του Κυρίου,
διετέλεσεν αμετάπτωτος καθ’ όλους τους αιώνας και θέλει διαμείνη παρά τοις
πιστοίς εις άπαντα τον αιώνα ασάλευτος.
Η προσωνυμία Θεοτόκος,
δι’ ης προσφωνείται η Υπεραγία Δέσποινα ημών και Μήτηρ του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, είναι η μόνη προσήκουσα αυτή επωνυμία. Οι αποκρούοντες το όνομα
Θεοτόκος λέγουσιν ότι όλοι οι σημαντικοί πατέρες της Ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας μέχρι του Επιφανίου, ήτοι επί 400 έτη μ.Χ„ οίον Πολύκαρπος, Ειρηναίος.
Ιουστίνος ο μάρτυς, Κλήμης ο Αλεξάνδρειάς, Χρυσόστομος, Βασίλειος, εις τα
γνήσια συγγράμματα αυτών, αναφερόντες το όνομα της Παναγίας, ονομάζουσιν ως επί
το πλείστον Μαρίαν, Μητέρα του Χριστού, Μαρίαν Παρθένον, Αγίαν Παρθένον κ.τ.λ.,
αλλά ποτέ Θεοτόκον, λέγουσι δ’ ότι το όνομα τούτο έγεινε συχνότατον από της εν
Εφέσω τω 430 μ.Χ., συνελθούσης Οικουμενικής Γ’ Συνόδου.
Προς ταύτα απαντώμεν, εξ
αυτών τούτων των θείων Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας φέροντες τας
αποδείξεις. Και εν τοις προφήταις και εν πάση τη Κ. Διαθήκη, εν οις η εκ
παρθένου γέννησις του Χριστού προφητεύεται και ευαγγελίζεται, Θεοτόκος η Μαριάμ
κηρύττεται, διότι αύτη
εγέννησεν ουκ άνθρωπον
ψιλόν, αλλά Θεόν σεσαρκωμένον αληθώς και κυρίως, και τοιαύτην πιστεύοντες
ομολογούσι, συνωδά προς την δόξαν της Ορθοδόξου ημών Ανατολικής Εκκλησίας και
άπαντες εν γένει οι ιεροί της Εκκλησίας φωστήρες από του πρώτου μέχρι του
εσχάτου ως παραδεχόμενοι την παρθένον Μαρίαν Μητέρα Θεού.
Και εν πρώτοις παρά τω
Ωριγένει (τω 230 μ.Χ.) ευρίσκομεν πρώτον το όνομα της Παρθένου Θεοτόκος. Ούτος
Θεοτόκον την παρθένον εκάλεσεν ερμηνεύων το λγ’ εδάφιον του κβ’ κεφ. του
Δευτερονομίου, «την ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεί ούτω και επί του Ιωσήφ και
της Θεοτόκου ελέχθη». Ο Ωριγένης, ο κατακριθείς δι’ άλλας αυτού κακοδοξίας δεν
κατεκρίθη διά το όνομα «Θεοτόκος», όπερ θα εγίνετο, εάν τούτο ήτο καινόν τι
προσφώνημα και ουχί παλαιόν. Και σημείωσαι ότι ο Ωριγένης μαθητής ην του Ιερού
Κλήμεντος του Αλεξανδρέως του εν έτει 180 μετά Χριστόν ακμάσαντος, και δήλον
ότι παρ’ αυτού εμυήθη την ιεράν συνήθειαν την εν τη εκκλησία και τοις πάσι
γνωστήν εντεύθεν και ου κατεκρίθη.
Και Διονύσιος ο
Αλεξανδρείας τω 250 γράφων προς Παύλον τον Σαμοσατέα λέγει: «τον σαρκωθέντα εκ
της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας».
Και Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας
ο θαυματουργός τω 275 (λόγ. εις τον Ευαγγελισμόν) λέγει: «ταύτης ουν της
προφητείας την ωδήν η Αγία Θεοτόκος ανέπεμπε λέγουσα “Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον
Κύριον” κ.τ.λ.». Και ο Ιερός Μεθόδιος επίσκοπος Πατάρων και εκκλησιαστικός
συγγραφεύς (τω 300311) λέγει: «Και δη λαβομένη η Θεοτόκος τον εκ του αχράντου
και παναμώμου αυτής θυσιαστηρίου σαρκωθέντα ζωοποιόν και ανέκφραστον άνθρακα,
ως λαβίδι...». Και αλλαχού: «επί τούτοις παρρησιασάμενος ο δίκαιος, και τη
προτροπή είξας της διακονησαμένης Θεώ προς ανθρώπους Θεομήτορος...». Και
αλλαχού πάλιν: «τι προς σε φθέγξομαι, ω Μήτερ Παρθένε και Παρθένε Μήτερ;
Πατρικοίς σε ύμνοις προσφθέγξομαι, θύγατερ Δαυίδ και μήτερ του Κυρίου και Θεού
Δαυίδ... ω πασών γενεών υψηλοτέρα και πάντων ορατών τε και αοράτων δημιουργημάτων
τιμιωτέρα φανείσα, διά σου γέγονε Κύριος, ο Θεός των δυνάμεων μεθ’ ημών. Εύγε,
εύγε, εύγε, Μήτερ Θεού και δούλη».
Και ο Αλεξανδρείας
Αλέξανδρος, ο μετά τον Αχιλλάν τω 320, γράφων προς τον Κωνσταντινουπόλεως
Αλέξανδρον τον επί της Α’ Οικουμενικής Αγίας Συνόδου, και Άμμων Επίσκοπος
Ανδριανουπόλεως, Θεοτόκον την Παρθένον εκάλλουν.
Και ο Παμφίλου Ευσέβιος
τω 320 (εν βίω Κωνσταντίνου κεφ. μγ’.) λέγει: «Διό δη βασιλίς η θεοσεβεστάτη
(Ελένη), της Θεοτόκου την κύησιν (ήτοι την Βηθλεέμ), μνήμασι θαυμαστοίς κατεκόσμοι».
Και Μητέρα Θεού ο αυτός ονομάζει την Παρθένον, λέγων «ανάγκη γαρ τον δημιουργόν
των έργων αυτού κήδεσθαι, επεί δε κοσμικώ σώματι πλησιάζειν εν τε τη Γη
χρονίζειν έμελλε, της χρείας τούτο απαιτούσης, νέαν τινά γέννησιν εαυτού
εμηχανήσατο, χωρίς γαρ τοι γάμων σύλληψις, και Αγνής παρθενίας ειλείθυια, και
Θεού μήτηρ, κόρη κ.τ.λ.».
Και ο Μέγας Αθανάσιος ο
φωστήρ της Αλεξανδρείας τω 330 λέγει «και αυτός δε ο Άγγελος δρώμενος ομολογεί
απεστάλθαι παρά του δεσπότου, ως επί Ζαχαρίου ο Γαβριήλ, και επί της Θεοτόκου
Μαρίας ο αυτός ωμολόγησε». Και πάλιν «σκοπός τοίνυν ούτος και χαρακτήρ της
Αγίας Γραφής, ως πολλάκις είπομεν, διπλήν είναι την περί του Σωτήρας επαγγελίαν
εν αυτή ότι τε αεί Θεός ων και υιός εστί, λόγος ων και απαύγασμα και σοφία του
Πατρός, και ότι ύστερον δΓ ημάς σάρκα λαβών εκ παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας
άνθρωπος γέγονε». Και πάλιν: «όθεν και γενομένης της σαρκός εκ της Θεοτόκου
Μαρίας, αυτός λέγεται γεγεννήσθαι ο τοις άλλοις γέννησιν εις το είναι παρέχων
και ο Ιωάννης γενομένης φωνής παρά της Θεοτόκου Μαρίας εσκίρτησεν εν
αγαλλιάσει». Και πάλιν: «πόσον αν τις είποι το καύχημα της Αγίας παρθένου και
θεοειδούς Μαρίας». Και αλλαχού: «Διό και παρθενομήτωρ ως Θεοτόκος η Αγία Μαρία»
(Αθανασ. λογ. γ. κατά Άρειον: τόμ. α’, σελ. 563579583, τόμ. β’, σελ.
8248751.271, τόμ. γ’, σελ. 1.351 κ.εξ.).
Και Γρηγόριος ο Θεολόγος
τω 370 (επιστ. προς Κληδ., τόμ. α’, σελ. 738) κατά Απολλιναρίου λέγει: «Ει τις
ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει χωρίς εστί της Θεότητος». Και πάλιν ο αυτός
(λόγος α’ περί Υιού, προς Έλληνας): «Που γαρ εν τοις σοις έγνως Θεοτόκον Παρθένον;».
Ωσαύτως και εν λόγω λε’ «Θεοτόκον Παρθένον» την Παναγίαν ονομάζει.
Και Ιωάννης ο Χρυσόστομος
τω 400 (λόγ. εις την Αγίαν Παρθένον, τόμ. ε\ σελ. 876, Εκδ. Ετόν.) λέγει:
«Ουδέν τοίνυν εν βίω οίον η Θεοτόκος Μαρία, περίελθε, ω άνθρωπε, πάσαν την κτίσιν
τω λογισμώ, και βλέπε ει εστίν ίσον ή μείζον της Αγίας Θεοτόκου Παρθένου,
περινόστησον την γην, περίβλεψον την θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον αέρα, τους
ουρανούς τη διανοία ερεύνησον, τας αοράτους πάσας δυνάμεις ενθυμήθητι, και
βλέπε ει εστίν άλλο τοιούτον θαύμα εν τη κτίσει». Και πάλιν ο αυτός: «Και νυν
ου λείπει τω Θεώ Δεβώρα, ου λείπει τω Θεώ Ισραήλ, έχομεν γαρ και ημείς την
Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν υπέρ ημών, ει γαρ η τυχούσα γυνή
ενίκησε,
πόσω μάλλον η του Χριστού
μήτηρ καταισχύνει τους εχθρούς της αλήθειας;» (λόγ. περί του χρησίμως τας
προφητείας ασαφείς είναι). Και πάλιν ο αυτός: «Εάν ουν είπωσιν ότι των ουρανίων
εστίν ο Μελχισεδέκ, ή άλλου τινός χωρίου, ακουσάτωσαν ότι και αυτός γόνυ
κάμπτει τω Χριστώ τω σαρκωθέντι εκ της Θεοτόκου Μαρίας, λέγει γαρ ο Απόστολος
κ.τ.λ.» (Ιωάν. Χρυσοστ. εις Μελχισεδέκ, τόμ. στ’, σελ. 296). Και πάλιν: «ο Θεός
ουν ου μόνον έβλεπε την των Ιουδαίων ακμάζουσα ευσέβειαν, αλλά και την μετά
ταύτα των πιστών ευσέβειαν προήδει ότι έμελλε προϊέναι εκ της Ιουδαίας η Αγία
Θεοτόκος Παρθένος, προεώρα τον χορόν των Αποστόλων, προέβλεπε τα τάγματα των
ομολογητών, τας μυριάδας των Ιουδαίων των μελλόντων πιστεύειν κ.τ.λ.» (εις την
δ’, ημέρ. της Κοσμοποιίας, τόμ. στ’., σελ. 475).
Και ο Πρόκλος Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής Ιωάννου του Χρυσοστόμου και θείος της Εκκλησίας
Πατήρ λέγει: «Συνεκάλεσαν ημάς νυν ενταύθα η Αγία Θεοτόκος και παρθένος Μαρία
το αμόλυντον της παρθενίας κειμήλιον, ο λογικός του δευτέρου Αδάμ παράδεισος,
το εργαστήριον της ενώσεως των φύσεων, η πανήγυρις του σωτηρίου συναλλάγματος,
η παστάς εν η ο λόγος ενυμφεύσατο την σάρκα, η έμψυχος της φύσεως βάτος. η
παρθένος και ουρανός, η μόνη Θεού προς ανθρώπους γέφυρα, ο φρικτός της
οικονομίας ιστός, εν ω αρρήτως υφάνθη ο της ενώσεως χιτών...» (εγκώμ. εις την
Θεοτόκον κ.τ.λ. 6).
Και ο Ιερός Αυγουστίνος
τω 400 (λόγ. περί φύσ. και χάριτ. κεφ. λστ’) λέγει: «Πλην μόνης της Θεοτόκου
πάντες οι λοιποί ήμαρτον, κατά το εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν
ψευδόμεθα, μόνη γαρ η Θεοτόκος πλείονα έλαβε χάριν».
Ο δε Ιερός Θεοδώρητος τω
436 μαρτυρεί στεντορείως ότι παράδοσις και διδασκαλία εστίν αποστολική να
ονομάζωμεν την Μαριάμ Θεοτόκον, λέγει γαρ: «των πάλαι και πρόπαλαι της
ορθοδόξου πίστεως κηρύκων κατά την αποστολικήν παράδοσιν Θεοτόκον διδαξάντων
ονομάζει και πιστεύει την του Κυρίου μητέρα» (βλέπ. Θεοδ. επιστ. Σπορακίω, τόμ.
δ’., σελ. 639).
Γρηγόριος, δε, ο Νύσσης
εις την γέννησιν του Κυρίου (Τόμ. III, σελ. 460) λέγει περί της μητρός του
Κυρίου «η Θεομήτωρ Παρθένος», το δε Θεομήτωρ ερρήθη κατά το θεοπάτωρ, όπερ
είναι επίθετον αποδιδόμενον τω προφήτη Δαυίδ παρά των υμνογράφων και των
Αρχαίων Πατέρων της Εκκλησίας, ένεκεν της εξ αυτού κατά σάρκα καταγωγής του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ούτως ο Χρυσόστομος (περί
ψευδοδιδασκαλίας, τόμ. στ’ Παρίσιοι, 478)
λέγει: «ο θεοπάτωρ Δαυίδ
περί των τοιούτων πολλούς μόχθους κατέβαλε». Και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης
(επιστολή VIII, Αριθμ. 1, σελ. 778) λέγει: «τι τον θεοπάτορα Δαυίδ εποίει
θεοφιλή;».
Εάν λοιπόν ο προφήτης Δαυίδ καλήται θεοπάτωρ,
διότι είναι προπάτωρ της Παρθένου Μαρίας, διατί αύτη να μη λέγεται Θεομήτωρ, η
τεκούσα τον Ιησούν τον Θεόν; Ει δε και λέγεται Θεομήτωρ, διατί ουχί και
Θεοτόκος; Εάν τα επίθετα Θεομήτωρ και Θεοτόκος δεν ήσαν εν χρήσει εν τη
Εκκλησία, ουδείς των πατέρων και των συγγραφέων των πρώτων αιώνων θα εποιείτο
χρήσιν εν τη συγγραφή του επιθέτου τούτου, διότι θα απεδοκιμάζετο υπό της
Εκκλησίας. Η Εκκλησία όμως ου μόνον δεν απεδοκίμασεν, αλλά και του καιρού
επιστάντος επεκύρωσε το ιερόν προσωνύμιον της Παρθένου «Θεοτόκος» διά της Γ’
Οικουμενικής Συνόδου, δι' ης κατεδίκασε μεν τον αιρετικόν Νεστόριον τον
βλασφήμως αποκαλέσαντα την Παρθένον Χριστοτόκον, ανεκήρυξε δε ταύτην κυρίως και
αληθώς Θεοτόκον. Μάτην άρα οι καινοί διδάσκαλοι, οι Νεστοριανοί της εποχής μας,
κατά του επιθέτου Θεοτόκος καταφέρονται.
Ο Ιππόλυτος, μαθητής του
Ειρηναίου, του μαθητού του Πολυκάρπου, μαθητού του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ου
χρήται μεν τη λέξει Θεοτόκος, χρήται όμως ισοδυνάμοις άλλαις λέξεσιν, εξ ων
ηλίου φαεινότερον γίνεται, ότι Θεοτόκον ταύτην εθεώρει και επίστευεν: «Ειπέ
μοι, λέγει, ω μακαρία Μαρία, τι ην το υπό Σου εν τη κοιλία συνειλημμένον και τι
ην το υπό Σου εν παρθενική μήτρα βασταζόμενον; Λόγος γαρ ην Θεού πρωτότοκος απ’
ουρανών επί σε κατερχόμενος και άνθρωπος πρωτότοκος εν κοιλία πλασσόμενος...»
(παρά Θεοδωρ. Διαλ. Α’ τόμ. 4 σελ. 27 Εκδ. Ευγεν. του Βουλγ.). Το αειπάρθενον
Αυτής εξόχως διαγραφών λέγει: «ο των όλων Δημιουργός εκ της Παναγίας
αειπαρθένου Μαρίας κατά σύλληψιν άχραντον, δίχα τροπής ενουσιώσας εαυτώ ψυχήν
νοεράν μετά αισθητικού σώματος, γέγονεν άνθρωπος φύσει κακίας αλλότριος όλος
Θεός αυτός...» (Κατά Βύρωνος καιΉλικοςτ. 10 σελ. 840 ed. Migne). Η άκρα προς τη
Θεομήτορα ευσέβεια του αγίου Ιππολύτου, η κληρονομικώ τινί δικακύματι
μεταδοθείσα διά του αποστόλου Ιωάννου, του Πολυκάρπου και του Ειρηναίου,
δείκνυται και εκ των επομένων αυτού λόγων: «εν χρόνω παρών ο Σωτήρ εκ της
Παρθένου της Κιβωτού, το ίδιον σώμα τω κοσμώ προσήνεγκεν, χρυσίω καθαρώ
κεχρυσωμένης ένδοθεν μεν τω λόγω, έξωθεν δε τω Πνεύματι τω αγίω, ώστε
αποδέδεικται η αλήθεια, και πεφανέρωται η Κιβωτός» (εις Δανιήλ τ. 10 σελ. 648
ed. Migne).
Ο σοφώτατος Οικονόμος,
παραδεχόμενος ως γνησίαν την επιστολήν την φερομένην υπό το όνομα του αγίου
Διονυσίου του Αλεξανδρείας προς τον Παύλον τον Σαμοσατέα, εν η φέρεται το όνομα
Θεοτόκος, λέγει: «Το Θεοτό
κος θεόχρηστον όνομα
έγραφε και εξηγεί Ωριγένης (εγεννήθη ούτος τω 186 μ.Χ.), ως ανέκαθεν ήδη
σύνηθες επ’ αυτού εν τη εκκλησία. 0 Ωριγένης εν τω α’ τόμω των εις την προς
Ρωμαίους του Αποστόλου επιστολήν ερμηνεύων πώς Θεοτόκος λέγεται πλατέως
εξήγησε» (Σωκρ. εκκλ. Ιστορ. Ζ’, 32). Σώζεται δε και άλλη του Ωριγένους αυτού
ρήσις εις Δευτέρ. κβ\ 23: «Την ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεί, ούτω και επί
του Ιωσήφ και της Θεοτόκου ελέχθη» (εν Οκταπλ. σελ. 1.554 Εκδ. Θεοφ.). Και
ομιλία α’ εις Ματθαίον α’: «Η μήτηρ αυτού, τινός αυτού; Η μήτηρ του Θεού του
μονογενούς». Και πάλιν: «αυτή η παρθένος Θεόν εγέννησε, και μήτηρ εγένετο, αλλά
την παρθενίαν ουκ απέβαλε» και «τούτου του μονογενούς Θεού μήτηρ, αυτή η
παρθένος Μαρία».
Το «Θεοτόκος» είπε και ο
Γρηγόριος ο θαυματουργός, πανηγυρίζων τον ευαγγελισμόν της Θεοτόκου Παρθένου
Μαρίας (εις τον Ευαγγ, λόγ. α’ και β’ σελ., 14, 18 Paris 1632), και ο Διονύσιος
ο Μέγας και ο Ιερός Μεθόδιος (λόγος εις Συμεών, όπου και θεογεννήτρια λέγει
Μητέρα Θεού) και ο Μ. Αθανάσιος (επιστ. προς τους εν Αιγύπτω μοναχούς) και
αλλαχού πολλαχού και Κυριοτόκον δε τη Μητέρα του Κυρίου αποκαλεί (υπομν. εις
Λουκ. εν Callandii Biblioth. Pair. TV. σελ. 187). Ακόμα, ο Αλέξανδρος ο
Αλεξανδρείας (επιστολή προς Αλέξανδρον Κωνσταντινουπόλεως), ο Ευσέβιος ο
Παμφίλου (βίω Κωνσταντ., γ’ 45), ο Μ. Βασίλειος (λόγ. εις την Χριστ. γέννησιν)
και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «ει τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς
εστί της θεότητας» (λόγος να’, σελ. 738, πρβλ. και λόγ. λε’, σελ. 554). Επίσης,
ο Θείος Χρυσόστομος (τόμ. στ’, λόγ, εις τον Μελχισεδέκ και ιε’ ομιλ. ρια’, όπου
και Αειπάρθενον αυτήν ανευφημεί), ο Ιερός Επιφάνιος (πολλαχού), ο Γρηγόριος ο
Νύσσης (Επιστολή προς Αμβροσίαν, βλ. τόμ. γ’, σελ. 660) και ο Κύριλλος ο
Ιεροσολύμων (Κατήχ. 1). Και εν τω Αλεξανδρινώ Κώδικι (τιθεμένω περί τω 380
μ.Χ.) η ωδή της Θεοτόκου επιγέγραπται «Προσευχή Μαρίας της Θεοτόκου» (τόμ. Δ’,
Εκδ. geabe). Την Θεοτόκον εκήρυξαν και ο Αμφιλόχιος ο Ικονίου και ο Ιερός
Αντίοχος και ο Άμμων ο Ανδριανουπόλεως και ο Σεβηριανός και ο Θεόφιλος ο
Αλεξανδρείας και ο Αττικός ο Κωνσταντινουπόλεως (παρά Κυρίλλω Αλεξανδρείας τόμ.
Ε’, επιστολή προς Ακάκιον τον Βερροίας) και ο Πρόκλος ο Κωνσταντινουπόλεως
(λόγ. εις την ενανθρώπισιν κ.τ.λ.). Επίσης, ο Ιερός Θεοδώρητος (τόμ. δ’ σελ.
667 κ.τ.λ.), ο Ιερός Αυγουστίνος («Deipara virgo et casta perpetuo», de
temporser 6 και αλλαχού) και ο μακάριος Ιερώνυμος («Η Μήτηρ Θεού», εις Ησάί'αν
η’, 4 και αλλαχού). Ούτω, το «Θεοτόκος» όνομα έτι κατά τον Β’ αιώνα εξ
αποστολικής παραδόσεως και διδασκαλίας εδοξάζετο εν τη Εκκλησία, από των χριστιανών
απάντων ομολογούμενον. Όθεν και Ιουλιανός ο αποστάτης εμαίνετο λέγων
«Θεοτόκον δε υμείς ου
παύσεσθε την Μαρίαν καλούντες» (Κύριλλ. κατά Ιουλιανού Η. σελ. 262). Ύστερον,
δε. και Νεστορίου φρυάξαντος, συνεκροτήθη η εν Εφέσω Γ’ Σύνοδος, 430 μ.Χ., εν η
συνοδικώς εθεσπίσθη «Κυρίως και αληθώς Θεοτόκον την αειπάρθενον του Κυρίου
Μητέρα ανευφημείσθαι».
Τότε διέλαμπε και
Κύριλλος ο Αλεξανδρείας ο της Θεοτόκου μεγαλοφωνότατος κήρυξ, και άλλοι των
Ιερών Πατέρων, οίτινες, ως και πάντες οι τούτων εξής, και η Α’ και η Ε’ και η
ΣΤ’ και η Ζ’ Οικουμενική το όνομα της Θεοτόκου γεραίρουσι. «Τούτο, δε, άρα
ελάνθανε τους κινήσαντας αμφιβολίας περί της γνησιότητας της ανωτέρω προς τον
Σαμοσατέα επιστολής του Διονυσίου διά τινάς κουφολογίας, εν αις μίαν αριθμούσι
και ότι περιέχει δήθεν πολλούς μετά τον Διονύσιον χρόνους εν τη Τ’ Συνόδω
πρώτον θεσπισθέν όνομα της Θεοτόκου».
ΑΓΙΟΣ NEKΤΑΡΙΟΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου