ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο Πατήρ Ιωάννης της Κρονστάνδης

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Ο Πατήρ Ιωάννης της Κρονστάνδης



Ο ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ

Τον Πατέρα Ιωάννην είδον εγώ εν Κρονστάνδη. Ετέλει την θείαν Λειτουργίαν. Εθαύμασα την δύναμιν της προσευχής αυτού, και έκτοτε, αν και παρήλθον περί τα τεσσαράκοντα έτη, ουδένα είδον να λειτουργή ως εκείνος. Ο λαός  ηγάπα  αυτόν,  και  πάντες  παρίσταντο  μετά  φόβου Θεού.  Και  δεν  είναι παράδοξον: Το Άγιον Πνεύμα έλκει προς Εαυτό τας καρδίας των ανθρώπων. Εκ του Ευαγγελίου βλέπομεν οποία πλήθη λαού ηκολούθουν οπίσω του Κυρίου. Ο λόγος του Κυρίου είλκυε τον λαόν, διότι προεφέρετο εν Πνεύματι Αγίω, και δια τούτο είναι γλυκύς και ευάρεστος εις την ψυχήν.
[//590] Ότε ο Λουκάς και ο Κλεόπας επορεύοντο εις Εμμαούς και κατά την οδόν επλησίασεν αυτούς ο Κύριος και ωμίλει μετ’ αυτών, εκαίοντο αι καρδίαι αυτών εκ της αγάπης του Θεού. Και ο Πατήρ Ιωάννης είχεν εντός αυτού άφθονον την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν αυτού εις την αγάπην του Θεού, και το ίδιον Πνεύμα μέσω αυτού ενήργει επί των ανθρώπων. Είδον πώς ο λαός έτρεχεν οπίσω αυτού, ως εις πυρκαϊάν, ίνα λάβουν ευλογίαν,



και λαμβάνοντες έχαιρον, διότι το Πνεύμα το Άγιον είναι ευχάριστον και δίδει εις
την ψυχήν ειρήνην και γλυκύτητα.
Τινές κακώς σκέπτονται περί του Πατρός Ιωάννου και ούτω θλίβουν το Άγιον Πνεύμα,  Όπερ  έζη  εν  αυτώ  και ζη  και  μετά  θάνατον.  Λέγουν  ότι ήτο πλούσιος και ενεδύετο κομψώς. Αλλ’ ούτοι δεν γνωρίζουν ότι δεν δύναται να βλάψη ο πλούτος εκείνον, εις τον οποίον ζη το Πνεύμα το Άγιον, διότι η ψυχή αυτού είναι όλη εν τω Θεώ, και υπό του Θεού ηλλοιώθη και επελάθετο του πλούτου και της πολυτελούς ενδυμασίας. Μακάριοι οι άνθρωποι οίτινες αγαπούν τον Πατέρα Ιωάννην, διότι θα προσεύχηται δι’ ημάς. Η αγάπη αυτού προς τον Θεόν ήτο ζέουσα, και ούτος όλος ήτο εν τη φλογί της αγάπης.
Ώ, Πάτερ Ιωάννη, ο μέγας υπέρ ημών ευχέτης! Ευχαριστώ τον Θεόν, διότι σε είδον, ευχαριστώ και σε, τον καλόν και άγιον ποιμένα, διότι χάρις εις τας προσευχάς σου επέτυχον όπως χωρισθώ από του κόσμου και έλθω εις το Άγιον Όρος του Άθω, όπου είδον το μέγα έλεος του Θεού. Και νυν γράφω χαίρων, διότι ο Κύριος έδωκεν εις εμέ να εννοήσω την πολιτείαν και τον αγώνα του καλού ποιμένος.
Μέγας είναι ο άθλος να συγκατοική τις μετά νεαράς γυναικός και να μη άπτηται αυτής. Τούτο δύνανται μόνον εκείνοι οίτινες φέρουν εντός αυτών αισθητώς την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η θεία ηδύτης υπερνικά [//591]  τον σαρκικόν   έρωτα   της   ηγαπημένης   συζύγου.   Πολλοί   άγιοι   εφοβούντο   την εγγύτητα των γυναικών, αλλ’ ο Πατήρ Ιωάννης και εν μέσω των γυναικών είχε το Άγιον Πνεύμα, η γλυκύτης του Οποίου υπερνικά την σαρκικήν αγάπην.
Προσέτι θα είπω ότι ήτο τοσούτον ταπεινός, ώστε εφύλαττε την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και ως εκ τούτου πολύ ηγάπα τον λαόν και ανεβίβαζε τον νουν των ανθρώπων προς τον Θεόν.
Εννοείς οποίαν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος είχεν ούτος; Όταν αναγινώσκης το βιβλίον αυτού «Η εν Χριστώ ζωή μου», η ψυχή αισθάνεται εν τοις λόγοις αυτού την δύναμιν της χάριτος του Θεού. Συ λέγεις: «Αλλ’ εγώ αναγινώσκω άνευ ουδεμιάς γεύσεως». Θα σε ερωτήσω: Μήπως διότι είσαι υπερήφανος; Η χάρις δεν εγγίζει υπερήφανον καρδίαν.
Ώ, Πάτερ Ιωάννη, νυν συ ζης εν τοις ουρανοίς και θεωρείς τον Κύριον, τον Οποίον ηγάπησεν η ψυχή σου έτι και επί της γης· σε παρακαλούμεν, πρέσβευε υπέρ ημών, όπως και ημείς αγαπήσωμεν τον Κύριον και   φέρωμεν καρπόν μετανοίας, εις τον οποίον ευαρεστείται ο Κύριος.
Ώ, ο ποιμήν ο καλός και άγιος, ως υψιπέτης αετός υψώθης υπεράνω της γης, και εκ του ύψους, εις το οποίον σε ανεβίβασε το Άγιον Πνεύμα, έβλεπες τας ανάγκας του λαού. Δυνάμει του Πνεύματος του Αγίου είλκυσας τον λαόν προς τον Θεόν, και οι άνθρωποι, ακούοντες τον λόγον του Θεού εκ του στόματός σου, ωδύροντο και προσήγον φλογεράν μετάνοιαν.
Ώ, ο ποιμήν ο μέγας και καλός! Αν και απέθανες σώματι, όμως πνεύματι είσαι μεθ’ ημών και, παριστάμενος ενώπιον του Θεού, βλέπεις ημάς εκ των ουρανών εν Πνεύματι Αγίω, και ημείς ταπεινώς σε τιμώμεν.


[//592]

Ο ΠΑΤΗΡ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ
Δις επεσκέφθη το Άγιον Όρος ο ερημίτης του Καυκάσου πατήρ Στρατόνικος. Κατήγετο εκ του νομού του Χαρκώφ και εν τω κόσμω ήτο έμπορος, είχε και τέκνα. Η ψυχή αυτού όμως ήρχισε να φλέγηται υπό μεγάλου πυρός μετανοίας και, εγκαταλιπών την οικογένειαν και την περιουσίαν, απεσύρθη εις τον Καύκασον.
Ήτο ανήρ θαυμαστός. Επί τη εμφανίσει αυτού η ψυχή κατελαμβάνετο υπό δέους. Οι οφθαλμοί αυτού ήσαν συνεχώς δακρυσταγείς και, ότε ήρχιζε να ομιλή περί Θεού, ωμίλει μετά μεγάλης εμπνεύσεως και ταπεινής όψεως, και πάντες, όσοι  ήκουον  αυτόν,  ελάμβανον  χαράν  και  παράκλησιν.  Ο  λόγος  αυτού  ήτο πλήρης δυνάμεως, εμπεποτισμένος υπό φόβου Θεού και αγάπης. Ήτο αληθώς ως αετός μεταξύ των πατέρων. Εκ της επικοινωνίας μετ’ αυτού μετεστρέφοντο αι ψυχαί  των  ανθρώπων  και  βλέποντες  τον  άγιον  αυτού  βίον,  εταπεινούντο.  Ο λόγος αυτού εχάλκευεν εκ νέου τας ψυχάς και πολλούς ανήγειρεν εκ της πτώσεως. Ακούουσα αυτού η ψυχή επελανθάνετο των γηΐνων και επεξετείνετο φλογερώς προς τον Θεόν.
Εις το ανάστημα ήτο ολίγον υψηλότερος του μετρίου. Πρόσωπον ευχάριστον, κόμη μέλαινα. Ήρεσεν εις όλους. Οι ασκηταί του Καυκάσου ετίμων αυτόν πολύ, και αξίως. Υπέφερε μεγάλους κόπους· υπέμενε και τον καύσωνα και το ψύχος. Κατά τον χειμώνα περιεπάτει ανυπόδυτος πάσχων χάριν της αγάπης του Θεού και ουδέποτε εις το στόμα αυτού ανέβη γογγυσμός κατά του Θεού, διότι η ψυχή αυτού παρεδόθη εις το θέλημα του Θεού και υφίστατο μετά χαράς όλους τους πόνους. Εκήρυττε διάπυρον μετάνοιαν και πολλούς ανέστησεν εκ της παραλυούσης ακηδίας εις την ένθερμον άσκησιν. Εν τοις [//593] λόγοις αυτού ησθάνετο τις την ενέργειαν της χάριτος του Θεού, ήτις ανεγέννα τον νουν των ανθρώπων και ήρπαζεν αυτούς εκ των γηΐνων.
Οι αναχωρηταί του Καυκάσου έφερον ποτε αυτόν προς δαιμονιζόμενον
τινα, και ότε ο πατήρ Στρατόνικος είδεν αυτόν, έκλαυσεν εκ της πολλής αγάπης και είπεν: «Ώ, το ταλαίπωρον πλάσμα του Θεού, πώς βασανίζεται υπό του δαιμονίου», και εποίησε το σημείον του σταυρού επ’ αυτού λέγων, «ιάται σε ο Κύριος Ιησούς Χριστός», και παρευθύς ο άρρωστος εγένετο υγιής. Τοιαύτης δυνάμεως ήτο η πίστις και η προσευχή του ανδρός εκείνου.
Ώ, θαυμαστέ εραστά του θρήνου, ηγαπημένε ημών πάτερ Στρατόνικε, πού
νυν κατοικείς; Ελθέ προς ημάς, και ημείς θα κτίσωμεν δια σε κελλίον εις όρος υψηλόν και θα ατενίζωμεν εις τον άγιον σου βίον και κατά το μέτρον της δυνάμεως ημών θα μιμώμεθα την μεγάλην σου άσκησιν. Ο καιρός των δακρύων σου, πάτερ, παρήλθε. Νυν συ ακούεις εν τοις ουρανοίς των χερουβικών ύμνων και θεωρείς την δόξαν του Κυρίου, τον Οποίον ηγάπησεν επί της γης η ψυχή σου και επιποθούσα Αυτόν παρεδίδετο εις θρήνον μετανοίας. Ο Κύριος αγαπά τον άνθρωπον και έδωκεν εις αυτόν τον θρήνον τούτον, όπως πλυθή η ψυχή εν τοις Ύδασι τούτοις και δυνηθή να θεωρή εναργώς τον Κύριον εν πνεύματι αγάπης και φόβου ευλαβείας.
Έλεγε προσέτι ο πατήρ Στρατόνικος ότι έρχεται καιρός, οπότε οι μοναχοί θα σώζωνται εν μέσω του κόσμου ζώντες.



Δι’ όλων των δυνάμεων δέον όπως φυλάττωμεν έως του εσχάτου τέλους
του βίου τον πρώτον ζήλον, διότι πολλοί απώλεσαν αυτόν και δεν ηδυνήθησαν να επανακτήσουν αυτόν. Εις τούτο δε συντελεί η συνεχής μνήμη του θανάτου· και εάν η ψυχή, έστω και εκ μέρους, είναι [//594] προητοιμασμένη δια τον θάνατον, τότε αίρεται ο φόβος και έρχεται η ταπείνωσις και η μετάνοια, και επιλανθάνεται παντός κοσμικού, φυλάττει τον νουν αδιάχυτον και προσεύχεται επιμελώς.
Όστις ενθυμείται τον θάνατον, ούτος δεν δελεάζεται υπό του κόσμου, αγαπά  τον  πλησίον,  και  τους  εχθρούς  προσέτι,  μένει  υπήκοος  και  εγκρατής. Ούτω διαφυλάττεται εν τη ψυχή η ειρήνη και έρχεται η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Όταν δε γνωρίσης δια Πνεύματος Αγίου τον Θεόν, τότε θα ηδυνθή η ψυχή  σου  υπό  του  Κυρίου,  και  συ  θα  αγαπήσης  Αυτόν  και  πάντοτε  θα μνημονεύης  της  ηδύτητος  του  Αγίου  Πνεύματος,  και  τούτο  θα  είναι  αληθώς τροφή ουράνιος.
Ημείς επί πολύ συνωμιλούμεν περί του ζητήματος τούτου μετά του μεγάλου ασκητού πατρός Στρατονίκου. Διηγείτο εις εμέ ότι εις τον Καύκασον εγνώρισεν επτά ανθρώπους, οίτινες είχον γευθή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, τινές όμως εξ αυτών δεν έμαθον την οδόν του Κυρίου, δεν εγνώρισαν πώς παιδεύει τας ψυχάς ο Κύριος, και ως εκ τούτου ύστερον ητόνησαν. Περί τούτου γίνεται λόγος εν ταις Γραφαίς και εν τοις έργοις των Αγίων Πατέρων, όμως υπάρχει ανάγκη μακροχρονίου ασκήσεως, ίνα γνωρίσης πάντα ταύτα εκ πείρας.
Κατ’ αρχάς, όταν προσέρχηται ο άνθρωπος να δουλεύση εις τον Κύριον, ο Κύριος δια της χάριτος Αυτού παρέχει εις την ψυχήν δυνάμεις, ίνα εφίηται του αγαθού και τα πάντα είναι εις αυτόν εύκολα και ευχάριστα. Και όταν η ψυχή ίδη τούτο εντός αυτής, τότε σκέπτεται εξ απειρίας: «Ούτω καθ’ όλην την ζωήν μου θα έχω τον αυτόν ζήλον». Και δια τούτο υπεραίρεται έναντι εκείνων, οίτινες διάγουν αμελώς, και άρχεται να κατακρίνη αυτούς. Και ούτως εγκαταλείπει αυτήν η χάρις εκείνη, ήτις εβοήθει αυτήν να τηρή τας εντολάς του Θεού. Και δεν εννοεί η ψυχή πώς συνέβη τούτο. Πριν ήσαν τα πάντα τοσούτον ωραία, νυν όμως είναι δύσκολα, και δεν έχει [//595] διάθεσιν να προσεύχηται. Δεν πρέπει όμως να δειλιά. Ο Κύριος ευσπλάγχνως παιδαγωγεί την ψυχήν. Η ψυχή, ευθύς ως επαρθή έναντι του αδελφού, την αυτήν στιγμήν δέχεται επίθεσιν κακού τινος λογισμού, και εάν η ψυχή ταπεινωθή, η χάρις παραμένει, ει δε μη, θα ακολουθήση μικρός τις  πειρασμός,  ίνα  ταπεινωθή.  Εάν  όμως  δεν  ταπεινούται,  τότε  άρχεται  ο πόλεμος της πορνείας. Εάν και πάλιν δεν έλθη εις ταπείνωσιν, τότε θα πέση εις μικρόν τι αμάρτημα. Και εάν και πάλιν δεν ταπεινούται, τότε ήδη έρχεται μεγαλύτερος  τις  πειρασμός,  και  θα  υποστή  μεγαλυτέραν  τινα  αμαρτίαν.  Και ούτω θα εντείνηται η δοκιμασία, μέχρις ότου ταπεινωθή η ψυχή. Τότε απέρχεται ο πειρασμός. Και εάν ταπεινωθή έτι πλείον, θα έλθη κατάνυξις και ειρήνη, και παν κακόν θα εξαφανισθή.
Ούτω  λοιπόν,  όλος  ο  πόλεμος  γίνεται  δια  την  ταπείνωσιν.  Οι  εχθροί έπεσον εξ υπερηφανίας, και ημάς ωθούν προς την απώλειαν δια της αυτής οδού. Οι εχθροί επαινούν ημάς, και αν η ψυχή δεχθή τον έπαινον, τότε υποχωρεί η

χάρις  απ’  αυτής,  μέχρις  ότου  μετανοήση.  Ούτω  καθ’  όλην  την  ζωήν  αυτής
μανθάνει η ψυχή την Χριστομίμητον ταπείνωσιν. Μόνον η ταπεινή ψυχή ευρίσκει την ανάπαυσιν και εκείνην την αγίαν ειρήνην, περί ής ομιλεί ο Κύριος (βλ. Ιωάν. ιδ’ 27).
Η  νηστεία,  η  εγκράτεια,  η  αγρυπνία,  η  ησυχία  και  αι  άλλαι  αρεταί βοηθούν, αλλ’ η κυρία δύναμις έγκειται εις την ταπείνωσιν. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία δια της νηστείας εξήρανεν εαυτήν εις έν έτος, διότι δεν είχε και τί να φάγη, προς τους λογισμούς όμως επάλαιε δέκα και επτά χρόνους.
Την ταπείνωσιν δεν μανθάνει τις πάραυτα. Δια τούτο και ο Κύριος λέγει:
«Μάθετε απ’ Εμού την ταπείνωσιν και την πραότητα». Ίνα μάθωμεν, απαιτείται
χρόνος. Τινές εγήρασαν εν τη ασκήσει, αλλά την ταπείνωσιν εν τούτοις δεν έμαθον, και δεν δύνανται να εννοήσουν δια τί δεν έχουν ειρήνην και η ψυχή αυτών είναι βεβαρημένη.
[//596] Σήμερον ήλθε προς εμέ ο πατήρ Τ. (ερημίτης). Γνωρίζων ότι ο Γέρων ούτος είναι ασκητικός, ενόμισα ότι αγαπά να ομιλή περί του Θεού. Συνωμίλουν μετ’ αυτού μάλλον επί πολλήν ώραν, ύστερον δε παρεκάλουν αυτόν όπως είπη εις την ψυχήν μου λόγον, ίνα διορθώσω τας ελλείψεις μου. Εσιώπησε δι’ ολίγον και ύστερον είπε:
«Βλέπω ότι είσαι υπερήφανος … Ίνα τί τοσούτον πολύ ομιλείς περί του Θεού; Οι Άγιοι την αγάπην του Θεού έκρυπτον εν τη ψυχή αυτών και προετίμων να ομιλούν περί του πένθους».
Πάτερ Τ., συ εταπείνωσας την ψυχήν μου, ήτις αγαπά τον Ποιητήν των απάντων.
Αγαπά η ψυχή μου τον Κύριον, και πώς θα απέκρυπτον τούτο το πυρ, όπερ θερμαίνει την καρδίαν μου;
Πώς θα απεσιώπων τα ελέη του Θεού, άτινα έθελξαν την ψυχήν μου;
Πώς θα ηδυνάμην να επιλησθώ του ελέους του Κυρίου, δια του οποίου η
ψυχή μου εγνώρισε τον Θεόν;
Πώς θα ηδυνάμην να μη ομιλώ περί του Θεού, όταν η ψυχή μου είναι ηχμαλωτισμένη υπ’ Αυτού;
Πώς θα εσιώπων περί του Θεού, όταν το πνεύμα μου είναι πεπυρακτωμένον υπό της αγάπης δι’ Αυτόν ημέρας και νυκτός;
Είμαι άρα γε εχθρός του πένθους;
Δια τί εμήνυσας, Πάτερ, εις την ψυχήν μου ότι ομιλώ πολύ περί του Θεού;
Εφ’ όσον η ψυχή μου αγαπά Αυτόν, πώς άρα γε θα έκρυπτον την αγάπην του Κυρίου προς εμέ;
Εγώ  είμαι  άξιος  των  αιωνίων  βασάνων,  αλλ’  Αυτός  συνεχώρησε  και έδωκεν εις εμέ την χάριν, ήτις «ου δύναται κρυβήναι» εις την ψυχήν.
Μήπως αγνοής ότι σε αγαπώ, και ωμίλουν περί του Θεού προσδοκών ότι και η ψυχή σου αγαπά τον Θεόν και καίεται υπό της αγάπης του Θεού;
[//597]  Αλλά τί θα είπω νυν εις την ψυχήν μου; Κρύψον τους λόγους του
Κυρίου εντός σου;
Αλλ’ άρα γε δεν γνωρίζουν περί τούτου όλοι οι ουρανοί; Ούτω θα ερωτηθώ:
Δια  τί  απεσιώπησα  τα  ελέη  του  Κυρίου  και  δεν  ανήγγειλα  ταύτα  εις  τους

ανθρώπους,  ίνα  πάντες  αγαπήσουν  τον  Θεόν  και  εύρουν  εν  Αυτώ  ουρανίαν
κατάπαυσιν;
Εν αληθεία, ο Ελεήμων Δεσπότης προσκαλεί πάντας ημάς: «Δεύτε προς
Με πάντες οι κοπιώντες, καγώ αναπαύσω υμάς».
Η ψυχή μου γνωρίζει την ανάπαυσιν ταύτην, και δια τούτο, αγαπών τον
Θεόν και τον αδελφόν μου, ομιλώ περί της ευσπλαγχνίας του Θεού.
Ενόμιζον ότι η ψυχή μου αγάλλεται επί τω Θεώ, συ δε εταπείνωσας την ψυχήν μου λέγων: «Ίνα τί ομιλείς πολύ περί του Θεού»;
Αλήθειαν λέγω, ελεήμων είναι ο Κύριος ημών και συγχωρεί εις τους ανθρώπους τας αμαρτίας αυτών.
Θα σιγήσω λοιπόν, και πνεύματι, εν σιωπή, θα ψάλλω ύμνον προς τον Θεόν, ίνα ευφραίνηται ο Κύριος ημών, διότι αγαπά ημάς άνευ μέτρου, ώστε και το Αίμα Αυτού έχυσεν υπέρ ημών, και Πνεύμα Άγιον έδωκεν εις ημάς.


Ο πατήρ Κασσιανός έλεγεν ότι πάντες οι αιρετικοί θα απολεσθούν. Εγώ δεν γνωρίζω τούτο, αλλά πιστεύω μόνον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Εν αυτή ευρίσκεται η χαρά της σωτηρίας δια της Χριστομιμήτου ταπεινώσεως.
Ευχαριστώ Σε, τον Ποιητήν μου και Κύριον, διότι εταπείνωσας εν ελέει την ψυχήν μου και απεκάλυψας εις εμέ την οδόν, την οποίαν επορεύθησαν οι Άγιοι Σου.
Συ αγαπάς τους κλαίοντας, και δια της οδού του κλαυθμού επορεύοντο
προς Σε πάντες οι Άγιοι.
Συ αγαπάς τους ταπεινούς, και δια της χάριτος Σου διδάσκεις αυτούς την αγάπην και την θείαν Σου ταπείνωσιν, [//598] από προσώπου της οποίας φεύγουν οι εχθροί ημών δαίμονες. Συ χαίρεις, Κύριε, επί τη ταπεινή ψυχή.
Δος μοι, Ελεήμον, να οδεύω προς Σε δια της οδού των Αγίων Σου, της οδού του ταπεινού κλαυθμού, την οποίαν Συ απεκάλυψας εις εμέ.


Είχομεν εν τη Μονή υποτακτικόν τινα, όστις έπεσεν εκ του δένδρου, ενώ συνέλεγεν ελαίας, και εξηρθρώθησαν οι πόδες αυτού. Ότε ήτο εν τω νοσοκομείω, επί της παραπλεύρου κλίνης έτυχε να αποθάνη μοναχός τις. Ο νοσοκόμος ανέλαβε την ετοιμασίαν του σώματος του κεκοιμημένου προς ενταφιασμόν και παρεκάλεσε τον άρρωστον υποτακτικόν να κρατήση προς στιγμήν την βελόνην. Ο άρρωστος απήντησε: «Τί με ενοχλείς»; Μετά όμως τον λόγον τούτον η ψυχή απώλεσε την ειρήνην, και τότε προσεκάλεσε τον πνευματικόν και εξωμολογήθη εις αυτόν το αμάρτημα της ανυπακοής αυτού.
Ο σοφός θα εννοήση δια τι η ψυχή του μοναχού εστερήθη της ειρήνης, ο δε ασύνετος θα είπη ότι τούτο είναι ασήμαντον πράγμα.


Την 1ην  Ιουλίου 1932 με επεσκέφθη ο πατήρ Παντελεήμων εκ του Παλαιού
Ρωσικού. Ηρώτησα αυτόν πώς είναι, και ούτος απήντησε φαιδρώ τω προσώπω:
– Αισθάνομαι μεγάλην χαράν.
– Δια τί άρα γε τοσούτον χαίρεις;
– Πάντες οι αδελφοί με αγαπούν.

– Και δια τί σε αγαπούν ούτοι;
– Διότι υπακούω εις πάντας, όταν με αποστέλλουν εις τι μέρος.
Και εσκέφθην: Εύκολος είναι η οδός η άγουσα εις την Βασιλείαν του Θεού. Ούτος εύρε την ανάπαυσιν δια της υπακοής, την οποίαν φυλάττει χάριν του Θεού, και δια τούτο αισθάνεται καλώς εν τη ψυχή.


[//599]   Ο  Ιερομόναχος  π.  Ι.  διηγήθη  εις  εμέ  ότι  εις  το  μετόχιον  της Κρουμίτσης εψυχορράγει μεγαλόσχημος τις μοναχός και δεν ηδύνατο να αποθάνη. Λέγουν εις αυτόν: «Δεν θα εξωμολογήθης τας αμαρτίας σου, και δια τούτο δεν αποθνήσκεις». Ούτος λέγει: «Εξωμολογήθην δις, αλλά δεν αισθάνομαι ότι συνεχωρήθησαν αι αμαρτίαι μου και θέλω να εξομολογηθώ εις τον Ηγούμενον Μακάριον». Κατά την επιθυμίαν αυτού προσεκλήθη εκ του Μοναστηρίου ο Ηγούμενος Μακάριος, όπως εξομολογήση τον μεγαλόσχημον, και τότε αυτός ησύχως και εν ειρήνη εκοιμήθη.
Ο Ιερομόναχος π. Ι. με ηρώτησε ποίος ήτο ο λόγος. Και εγώ απήντησα: Καίτοι εξωμολογήθη, ο μοναχός ούτος, δεν είχε την πίστιν ότι συνεχωρήθησαν εις αυτόν αι αμαρτίαι. Και κατά την ψυχικήν αυτού διάθεσιν, ήγουν κατά την απιστίαν αυτού, ούτω και εγένετο. Ημείς πρέπει να έχωμεν ακράδαντον πίστιν ότι εν τη Εκκλησία ημών τα μυστήρια εθεσπίσθησαν δια Πνεύματος Αγίου, και τότε κατά την πίστιν ημών λαμβάνομεν παρά του Κυρίου την χάριν.


ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Ευχαριστώ Σοι, Κύριε, διότι σήμερον έστειλας εις εμέ τον δούλον Σου, τον νεαρόν μοναχόν, το όνομα του οποίου θα αποσιωπήσω, ίνα μη εμπέση εις κενοδοξίαν και υποτιμηθή ο άγιος αυτού βίος.
Ο νεαρός ούτος μοναχός, κατά την συνομιλίαν εν πνεύματι αγάπης, είπεν εις εμέ ότι κατά τα τριάκοντα έτη της ζωής αυτού ουδέποτε έθλιψε τινα. Προσέβλεψα εις αυτόν και η ψυχή μου εταπεινώθη έως σποδού ενώπιον αυτού.
Εκ παιδικής ηλικίας η ψυχή αυτού ηγάπησε τον Κύριον, και ούτος θεωρών εν πνεύματι τον Κύριον ουδένα ετόλμησε να θλίψη, και δια τούτο ο Κύριος διεφύλαξεν [//600] αυτόν από της αμαρτίας.
Ιδού,  ένεκα  τοιούτων  ανθρώπων,  σκέπτομαι,  ο  Κύριος  διαφυλάττει τον κόσμον, διότι ούτοι είναι τοσούτον ευάρεστοι εις τον Θεόν, ώστε πάντοτε εισακούει αυτών ο Θεός και πάντες ημείς απολαύομεν των αγαθών ένεκα των προσευχών αυτών.
Ευχαριστώ Σοι, Κύριε, διότι εφανέρωσας εις εμέ τον ταπεινόν Σου δούλον. Και πόσοι άλλοι άγιοι υπάρχουν, τους οποίους ημείς δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν· αλλ’ η ψυχή αισθάνεται την έλευσιν των αγίων και αλλοιούται υπό της ταπεινώσεως του Πνεύματος του Χριστού.
Το Πνεύμα του Θεού ζη εν τοις αγίοις.
Ώ, Κύριε, ποίησον όπως πάντες οι άνθρωποι γένωνται όμοιοι προς τον νέον αυτόν μοναχόν. Όλος ο κόσμος θα εστολίζετο δόξαν, διότι η χάρις του Θεού αφθόνως θα εξεχέετο εις τον κόσμον. Το Άγιον Πνεύμα δίδει εις την ψυχήν να γνωρίση την αγάπην του Θεού και την αγάπην του πλησίον. Το Άγιον Πνεύμα

διδάσκει εις την ψυχήν την πραότητα και την ταπείνωσιν, και αναπαύεται αύτη
εν τω Θεώ και επιλανθάνεται πασών των συμφορών του κόσμου τούτου, διότι το Άγιον Πνεύμα παρηγορεί αυτήν. Αι ψυχαί των Αγίων γεύονται του Αγίου Πνεύματος ήδη επί της γης, και τούτο είναι η «Βασιλεία του Θεού εντός ημών», καθώς λέγει ο Κύριος.


Σήμερον μετά του πατρός Ν. ωμιλήσαμεν περί της ευγενείας της ψυχής.
Τω όντι είναι ευγενής, διότι έλαβε την ευγένειαν εξ Αυτού του Κυρίου. Και οφείλομεν να φυλάττωμεν αυτήν. Φυλάττεται δε δια της αυτής πάλιν ευγενείας, την οποίαν εκ της αγάπης Αυτού έδωκεν εις την ψυχήν ο Κύριος.
Ότε μετά την ανάστασιν ο Κύριος ενεφανίσθη εις τους μαθητάς Αυτού, ομιλών   εις   τον   Απόστολον   Πέτρον,   δεν   επέπληξεν   αυτόν,   αλλ’   ευγενώς ηρώτησεν: «Αγαπάς Με;» (Ιωάν. κα’ 15). Ούτος ο τρυφερός λόγος της πατρικής [//601] αγάπης του Κυρίου διδάσκει ημάς πώς να φερώμεθα και ημείς προς τους ανθρώπους,  όταν  προσβάλλουν  ημάς.  Εις  τούτο  έγκειται  η  κατά  Χριστόν ευγένεια, ήτις είναι ακατάληπτος εις τον άνθρωπον και γνωρίζεται μόνον Πνεύματι Αγίω.
Δόξα τω Κυρίω και τη αμέτρω ευσπλαγχνία Αυτού, διότι διδάσκει ημάς δια του Αγίου Πνεύματος! Άλλως ημείς δεν θα εγνωρίζομεν οποίος είναι ο Κύριος ημών.


ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΤΕΙΝΟΣ
Αετός ιπτάμενος εις τα ύψη και απολαύων της ωραιότητος του κόσμου εσκέφθη:  «Εγώ  περιίπταμαι  μεγάλας  εκτάσεις  και  βλέπω  τα  όρη  και  τας κοιλάδας τας θαλάσσας και τους ποταμούς, τους λειμώνας και τα δάση· βλέπω τα πλήθη των θηρίων και των πτηνών· βλέπω τας πολιτείας και τας κώμας. Ιδού όμως, ο πετεινός του χωρίου ουδέν γνωρίζει εκτός της αυλής αυτού, και βλέπει μόνον ολίγους ανθρώπους και ολίγα ζώα. Θα καταβώ και θα διηγηθώ εις αυτόν περί της ζωής του κόσμου».
Κατέβη λοιπόν ο αετός επί την στέγην της οικίας του χωρίου και βλέπει τον πετεινόν, θαρραλέον και εύθυμον, να περιπατή εν μέσω των ορνίθων αυτού. Τότε εσκέφθη: «Άρα γε, είναι ηυχαριστημένος εκ της τύχης αυτού! Ας διηγηθώ όμως εις αυτόν όσα γνωρίζω εγώ».
Και ήρχισε να διηγήται ο αετός εις τον πετεινόν περί του κάλλους και του μεγαλείου του κόσμου. Ο πετεινός κατ’ αρχάς ήκουε μετά προσοχής, αλλ’ ουδέν ηννόει. Και ο αετός βλέπων αυτόν ότι δεν ηννόει, ελυπήθη και ησθάνθη ανίαν να ομιλή προς τον πετεινόν. Ο δε πετεινός πάλιν, μη εννοών τι λέγει ο αετός, ήρχισε να   πλήττη   και   μετά   δυσφορίας   ήκουεν   αυτόν.   Έκαστος   εξ   αυτών   όμως παρέμεινεν ικανοποιημένος δια την τύχην αυτού.
Ούτω συμβαίνει, όταν ο διανοούμενος άνθρωπος ομιλή μετά του αγραμμάτου, αλλ’ έτι μάλλον, όταν ο πνευματικός [//602]  άνθρωπος ομιλή μετ’ εκείνου, όστις στερείται πνευματικής πείρας. Ο πνευματικός μεν είναι όμοιος προς αετόν, ο δε μη πνευματικός προς πετεινόν. Ο νους του πνευματικού ημέρας και νυκτός μελετά εν τω νόμω Κυρίου και δια της καθαράς προσευχής αναβαίνει

προς  τον  Θεόν,  ενώ  ο  νους  του  μη  πνευματικού  προσεδέθη  εις  την  γην  ή
κατέχεται υπό εμπαθών λογισμών. Το μεν πνεύμα του πρώτου απολαύει της άνωθεν ειρήνης, η δε ψυχή του δευτέρου μένει έρημος και διακεχυμένη. Ο πνευματικός, ίπταται ως αετός και η ψυχή αυτού αισθάνεται τον Θεόν και βλέπει τον κόσμον όλον, καίτοι προσεύχεται εν τω σκότει της νυκτός. Ο δε μη πνευματικός ηδύνεται ή εκ της ματαίας δόξης, ή εκ του υλικού πλούτου, ή επιθυμεί σαρκικάς απολαύσεις. Και όταν ο πνευματικός έρχηται εις επαφήν μετά του μη πνευματικού, τότε η επικοινωνία αποβαίνει πληκτική και οχληρά δι’ αμφοτέρους.


ΟΜΙΛΙΑΙ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ20
Τα ηγαπημένα παιδία τρέχουν εις τους λειμώνας, κόπτουν άνθη, άδουν και χαίρουν, διότι ευφραίνει αυτά η χάρις του Θεού. Αλλ’ ιδού, είδον ταύτα μοναχόν και λέγουν προς αυτόν.
– Βλέπε, ο Κύριος εκόσμησε τον ουρανόν δι’ αστέρων και την γην δια ποταμών  και  κήπων·  οι  αετοί  ίπτανται  επί  των  νεφελών και  απολαύουν  του κάλλους της φύσεως. Τα πτηνά ευθύμως άδουν εις τα δάση και τας πεδιάδας, και συ, μοναχέ, κάθησαι εν τω κελλίω και δεν [//603] βλέπεις όλην την ωραιότητα του Θεού. Κάθησαι και κλαίεις. Περί τίνος κλαίεις εν τω μικρώ κελλίω σου, όταν ο ήλιος λάμπη, και ο κόσμος όλος ενδύηται ωραιότητα, και πάντες επί της γης χαίρουν;
Ούτως ηρώτων τα παιδία τον μοναχόν, αυτός δε απεκρίθη:
– Παιδία, υμείς δεν κατανοείτε τον θρήνον μου. Η ψυχή μου κλαίει δι’ υμάς, διότι δεν γνωρίζετε τον Θεόν, Όστις έκτισε την ωραιότητα ταύτην. Η ψυχή μου γνωρίζει Αυτόν και ποθώ την γνώσιν αυτήν δι’ όλους υμάς, και ως εκ τούτου θλίβομαι και μετά δακρύων δέομαι του Θεού υπέρ υμών, ίνα και υμείς γνωρίσητε τον Κύριον Πνεύματι Αγίω.




20  Κατά τον καιρόν του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904‐1905) ο π. Σιλουανός ως έφεδρος σκαπανεύς (μετά άλλων Ρώσων μοναχών του Αγίου Όρους ανηκόντων εις την οπισθοφυλακήν), έλαβε την κλήσιν μετά την διακίνησιν του στρατού εν Ρωσία. Εκ της Μονής ανεχώρησε την 30ην Δεκεμβρίου 1904 και επανήλθεν εις Άθω την 16ην  Οκτωβρίου 1905. Εν τω τρίτω μέρει του βιβλίου ημών θα εκθέσωμεν ολίγον λεπτομερέστερον την αιτίαν, δια την οποίαν ο π. Σιλουανός δεν εστάλη εις το μέτωπον αλλ’ εις τον οίκον αυτού.

Επανελθών εις τον οίκον, μοναχός ών, χάριν ησυχίας και ελευθερίας τηρήσεως του μοναχικού κανόνος, έκτισεν εν απομεμακρυσμένω αγρώ μικρόν κελλίον, όπου και διήρχετο τον χρόνον της εν τη πατρίδι διαμονής αυτού. Κατά την περίοδον ταύτην της ζωής αυτού διελέγετο ενίοτε μετά των παιδίων του χωρίου, άτινα ήρχοντο προς αυτόν. Διηγείτο ούτος εις ημάς τας λίαν ενδιαφερούσας παρατηρήσεις αυτού επί της παιδικής ψυχής, περί του πώς εκ της πλέον νεαράς ηλικίας η ψυχή του ανθρώπου δύναται να προσδιορισθή εν τη σχέσει αυτής προς τον Θεόν.

Αι  αναφερόμεναι  ενταύθα  συνομιλίαι  αποτελούν  επεξεργασίαν  εκείνων,  τας  οποίας είχεν ούτος μετά των παιδίων. Ενδέχεται εις τας καθαράς ψυχάς των παιδίων να αντικατοπτρίζηται η φωτεινή εικών του αγαπώντος μοναχού, αλλ’ είναι αδύνατον να μη παρατηρήσωμεν ότι, κατά το περιεχόμενον αυτών, οι λόγοι του Γέροντος είναι προσιτοί μόνον εις ενήλικας.

– Τί σημαίνει να γνωρίσωμεν τον Κύριον Πνεύματι Αγίω;
– Δια του νοός, παιδία, είναι αδύνατον να γνωρίση τις τον Κύριον, αλλ’ αναγνώσατε την Θείαν Γραφήν· εν [//604] αυτή ζη η χάρις, ήτις θα ηδύνη υμάς και ούτω θα γνωρίσητε τον Κύριον και μετά χαράς θα υπηρετήτε Αυτόν ημέρας και νυκτός. Όταν δε γνωρίσητε τον Κύριον, τότε θα φύγη η επιθυμία να βλέπητε αυτόν τον κόσμον, αλ’ʹ η ψυχή θα ορμά να ίδη την δόξαν του Κυρίου εν τοις ουρανοίς.
– Αρέσουν όμως εις ημάς τα άνθη και αγαπώμεν να περιπατώμεν και να χαίρωμεν.
–  Άσατε,  παιδία,  τω  Κυρίω  Πνεύματι  Αγίω·  άσατε  εν  ταπεινώσει  και
αγάπη.
– Δια τι όμως συ θρηνείς; Δεν εννοούμεν.
– Θρηνώ δι’ υμάς, μικρά παιδία. Βλέπω υμάς, ποθώ υμάς και δέομαι του Κυρίου, όπως φυλάξη υμάς, ίνα γνωρίσητε τον Δημιουργόν και Κύριον υμών. Ατενίζω εις υμάς και ιδού, είσθε όμοια προς τον Παίδα Ιησούν, και επιθυμώ, όπως μη απομακρύνητε την χάριν του Θεού και γίνητε, όταν αυξηθήτε τη ηλικία, όμοιοι  προς  τον  εχθρόν  ένεκα  των  κακών  λογισμών.  Θέλω  ίνα  πάντοτε ομοιάζητε προς τον Υιόν της Πανάγνου Θεομήτορος. Τούτο εύχεται η ψυχή μου εις υμάς. Περί τούτου προσεύχομαι. Λυπούμαι όλα τα παιδία της γης και δια τούτο θρηνώ δι’ όλα τα αθώα παιδία και τα ορφανά. Πενθώ, παιδία, δια τον κόσμον και θρηνώ δι’ όλον τον λαόν του Θεού.
«Κύριε,  εξαπόστειλον  το  έλεος  Σου  επί  τα  παιδία  της  γης,  άτινα  Συ αγαπάς, και δος εις αυτά, ίνα Σε γνωρίσουν [//605] δια Πνεύματος Αγίου, και δίδαξον αυτά Σε να δοξάζουν.
Μετά δακρύων Σε ικετεύω, εισάκουσον της προσευχής μου και εις πάντα ταύτα δώρησαι να γνωρίσουν την δόξαν Σου Πνεύματι Αγίω».


– Παιδία, αγαπάτε τον Θεόν, καθώς αγαπούν Αυτόν οι Άγγελοι εν ουρανοίς.
– Τον Θεόν ουδέποτε είδομεν. Πώς δυνάμεθα να αγαπώμεν Αυτόν;
– Παιδία μου, ηγαπημένα, να σκέπτησθε περί του Θεού πάντοτε ότι Αυτός αγαπά υμάς και έδωκεν εις υμάς ζωήν, ούτως ώστε αιωνίως να ζήτε μετ’ Αυτού και να ευφραίνησθε δια της αγάπης Αυτού.
– Πώς δυνάμεθα να γνωρίσωμεν ότι αγαπά ημάς ο Θεός;
– Εκ των καρπών, παιδία, γνωρίζεται η αγάπη. Όταν μένωμεν εν τη αγάπη του Θεού, τότε φοβούμεθα την αμαρτίαν και έχομεν εν τη ψυχή χαράν και ειρήνην, και θέλομεν να ενθυμώμεθα τον Θεόν συνεχώς και να προσευχώμεθα αδιαλείπτως, και εν τη ψυχή θα πνέουν αγαθοί λογισμοί.
– Πώς θα γνωρίσωμεν ποίοι λογισμοί ζουν εν ημίν και ποίοι εξ αυτών είναι αγαθοί και ποίοι κακοί;
Ίνα διακρίνητε τους αγαθούς λογισμούς εκ των κακών, πρέπει να τηρήτε τον νουν υμών καθαρόν εν τω Θεώ.

– Δεν κατανοούμεν τίνι τρόπω δυνάμεθα να κρατώμεν τον νουν εν τω
Θεώ, εφ’ όσον δεν είδομεν τον Θεόν και δεν εγνωρίσαμεν Αυτόν. Και τι σημαίνει
«καθαρός νους»;
– Παιδία, να σκέπτησθε ότι ο Θεός βλέπει υμάς, καίτοι υμείς δεν βλέπετε
Αυτόν. Ούτω πάντοτε θα πορεύησθε ενώπιον του προσώπου του Κυρίου. Αν και τούτο είναι μικρά αγάπη, εν τούτοις, εάν φυλάξητε τον [//606]  λόγον μου, τότε ούτος θα οδηγήση υμάς εις μεγαλυτέραν αγάπην, και τότε Πνεύματι Αγίω θα γνωρίσητε πάντα όσα είπον εις υμάς, και τα οποία νυν δεν κατανοείτε έτι.


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ
Κατά το έτος 1905 ο πατήρ Σιλουανός διήλθε μήνας τινας εν τη Ρωσία επισκεπτόμενος συχνάκις τα Μοναστήρια. Εις έν εκ των ταξιδίων τούτων δια σιδηροδρόμου εκάθητο έναντι εμπόρου τινός. Ούτος ήνοιξεν ενώπιον αυτού αργυράν ταμπακέραν και προσέφερεν μετά φιλικής χειρονομίας εις αυτόν τσιγάρον. Ο πατήρ Σιλουανός ηυχαρίστησεν αυτόν, αλλ’ ηρνήθη την προσφοράν. Τότε ο έμπορος ήρχισε να λέγη: «Μήπως αρνείσθε, παππούλη, διότι θεωρείτε τούτο αμαρτίαν; Αλλά το κάπνισμα πολλάκις βοηθεί εις την πολυάσχολον ζωήν· είναι καλόν να διακόπτη τις την έντασιν εν τη εργασία και να αναπαύηται ολίγα λεπτά. Διευκολύνει την επαγγελματικήν ή την φιλικήν συνομιλίαν και εν γένει εν τη ροή της ζωής …». Αποπειρώμενος δε περαιτέρω να πείση τον πατέρα Σιλουανόν να δεχθή το τσιγάρον, εσυνέχισεν ο έμπορος να εξυμνή το όφελος του καπνίσματος. Τότε ο πατήρ Σιλουανός απεφάσισε να είπη: «Κύριε, πριν ή καπνίσητε, προσευχηθήτε, είπατε άπαξ το “Πάτερ ημών”». Εις τούτο ο έμπορος απήντησε: «Να προσευχηθώ πριν καπνίσω, φαίνεται εις εμέ ανάρμοστον». Και ο Σιλουανός εις απάντησιν παρετήρησε: «Λοιπόν παν έργον, προ του οποίου δεν αρμόζει η ατάραχος προσευχή, κάλλιον να μη τελήται».



[//607]
ΑΣΚΗΤΙΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Αι σκέψεις μου είναι καταστάλαγμα βιωμάτων πολλών ετών. Τα ελέη του Θεού εξεχύθησαν επ’ εμέ άνευ μέτρου. Και εάν ο Κύριος δεν εχειραγώγει εμέ δια της χάριτος Αυτού, ως ο Ποιμήν ο Καλός, τότε οι εχθροί θα κατέπινον εμέ.
Γράφω περί του ελέους του Κυρίου, και είναι φυσικόν δι’ εμέ να γράφω, διότι η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριον εν Πνεύματι Αγίω, και γνωρίζει πόσον πολύ αγαπά Αυτός τον άνθρωπον. Κατά το πλήθος της αγάπης και της πραότητος Αυτού δεν θα μνησθή των αμαρτιών ημών.
Το πνεύμα μου επιποθεί ακορέστως ή να προσεύχηται ή να γράφη ή να ομιλή περί του Θεού, περί κοσμικών δε έργων η ψυχή μου δεν θέλει να ακούη.


Εάν ομιλής ή γράφης περί του Θεού, πρέπει να προσεύχησαι και να ζητής παρά του Κυρίου βοήθειαν και σύνεσιν. Και ο Κύριος θα συνεργή μετά σου και θα  σε  οδηγή.  Και  εάν  έχης  απορίαν  τινά,  ποίησον  τρεις  μετανοίας  και  ειπέ:
«Κύριε Ελεήμον, Συ βλέπεις ότι η ψυχή μου ευρίσκεται εις απορίαν και φοβούμαι

μη τυχόν σφάλλω. Φώτισον με, Κύριε». Και ο Κύριος οπωσδήποτε θα σε φωτίση,
διότι είναι πολύ εγγύς εις ημάς. Εάν όμως διστάζης, δεν θα λάβης το ζητούμενον.
«Ολιγόπιστε! [//608] Εις τι εδίστασας;» (Ματθ. ιδ’ 31), είπεν ο Κύριος προς τον Πέτρον, ότε ούτος ήρχισε να καταποντίζηται εις τα κύματα. Ούτω και η ψυχή, όταν αμφιβάλλη, αρχίζει να βυθίζηται εις κακούς λογισμούς.
«Κύριε, δος ημίν τελείαν την πίστιν εις Σε δια Πνεύματος Αγίου».
Όστις δεν έλαβε το χάρισμα της διδασκαλίας, και όμως διδάσκει, εκείνος προσβάλλει το μεγαλείον του Θεού.


Υπάρχουν άνθρωποι, προσέτι και μεγάλοι, οίτινες, όταν ευρίσκωνται εν απορία δεν καταφεύγουν εις τον Κύριον. Πρέπει όμως κατ’ ευθείαν να λέγωμεν:
«Κύριε,  εγώ  είμαι  άνθρωπος  αμαρτωλός  και  δεν  εννοώ,  καθώς  πρέπει,
αλλά Συ, Ελεήμον, συνέτισον με πώς οφείλω να ενεργήσω».
Ο Ελεήμων Κύριος δεν θέλει η ψυχή ημών να ευρίσκηται εν συγχύσει εκ του εχθρού, και Ούτος εμπνέει τί πρέπει και τί δεν πρέπει να πράττωμεν.


Όταν γνωρίζωμεν πολλά, ας ευγνωμονώμεν τον Κύριον δια την δοθείσαν εις ημάς γνώσιν. Αλλ’ η γνώσις μόνη δεν επαρκεί. Πρέπει να υπάρχουν εν τη ψυχή οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, έστω και μικρός τις σπόρος, όστις εις τον καιρόν αυτού θα αυξηθή και θα φέρη άφθονον καρπόν.


Γράφω, και είναι φυσικόν δι’ εμέ να γράφω, διότι η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριον. Αλλ’ είναι προτιμητέα και πολυτιμοτέρα πάντων η μετά προσοχής προσευχή. Η ψυχή όμως δεν έχει δυνάμεις να προσεύχηται πάντοτε διαπύρως, και δια τούτο πρέπει να δίδωμεν εις αυτήν ανάπαυσιν από του κόπου της προσευχής. Τότε συνιστάται να αναγινώσκωμεν ή να σκεπτώμεθα ή να γράφωμεν περί του Θεού, ως έκαστον εμπνέει ο Κύριος.
[//609] Είναι καλόν να μελετάς εν τω νόμω Κυρίου ημέρας και νυκτός. Ούτως η ψυχή ευρίσκει  ανάπαυσιν εν τω Θεώ, και ο Κύριος περιπτύσσεται ολόκληρον την ψυχήν, ούτως ώστε ουδέν υπάρχει δι’ αυτήν, ει μη ο Θεός.
Όταν η ψυχή ευρίσκηται εν τω Θεώ, τότε ο κόσμος «λησμονείται» εντελώς, και αύτη θεωρεί μόνον τον Θεόν. Ο Κύριος δια της χάριτος Αυτού κινεί την ψυχήν άλλοτε μεν να προσεύχηται δι’ όλον τον κόσμον, άλλοτε δε δια τι πρόσωπον· οπότε και ως βούλεται ο Κύριος.
Ίνα  ενορώμεν  όμως  τα  μυστήρια  του  Θεού,  δέον  όπως  επιζητώμεν επιμελώς παρά του Κυρίου ταπεινόν πνεύμα, και τότε μόνον θα εισδύσωμεν εις αυτά δια του Αγίου Πνεύματος.


Όταν ενσκήψη συμφορά τις επί τινων ανθρώπων, και η ψυχή εξ ευσπλαγχνίας προσευχηθή μετά δακρύων ενώπιον του Θεού δι’ αυτούς, τότε γνώριζε ότι ο Θεός θα σώση αυτούς. Δι’ αυτόν τον λόγον ήψατο της ψυχής το Άγιον Πνεύμα και έδωκεν εις αυτήν προσευχήν υπέρ των ανθρώπων εκείνων, όπως ελεηθούν. Τοσούτον αγαπά ο Ελεήμων Κύριος το ποίημα Αυτού.

Ίσως σκεφθή τις: Πώς θα προσεύχωμαι εγώ δι’ όλον τον κόσμον, όταν δεν
δύναμαι να προσεύχομαι εισέτι και δι’ εμαυτόν; Ούτως ομιλούν εκείνοι, οίτινες δεν εγνώρισαν ότι ο Κύριος ακούει και δέχεται τας προσευχάς ημών.
Προσεύχου απλώς, ως τα παιδία, και ο Κύριος θα εισακούη της προσευχής
σου, διότι είναι τοσούτον Ελεήμων Πατήρ, ώστε ούτε να συλλάβωμεν τούτο δυνάμεθα, και μόνον το Πνεύμα το Άγιον αποκαλύπτει εις ημάς το άμετρον της αγάπης Αυτού.


Εις τους συμπάσχοντας μετά των τεθλιμμένων ο Κύριος χαρίζεται διάπυρον προσευχήν υπέρ του κόσμου. Προσεύχονται μετά δακρύων υπέρ των ανθρώπων, τους [//610]  οποίους αγαπούν και δια τους οποίους θλίβονται, και η θλίψις αύτη είναι ευάρεστος ενώπιον του Θεού.
Ο Κύριος εκλέγει ικέτας υπέρ όλου του κόσμου. Εις τον όσιον ασκητήν Παρθένιον   του   Κιέβου,   όστις   επεθύμει   να   εισδύση   εις   το   μυστήριον   του μοναχικού σχήματος, η Θεομήτωρ είπε: «Μοναχός είναι ο ικετεύων υπέρ όλου του κόσμου».


Ο Κύριος θέλει να σώση τους πάντας, και κατά την αγαθότητα Αυτού καλεί όλον τον κόσμον. Ο Κύριος δεν αίρει την θέλησιν εκ της ψυχής, αλλά δια της χάριτος Αυτού ωθεί αυτήν προς το αγαθόν και έλκει προς την αγάπην Αυτού. Και όταν θέλη ο Κύριος να ελεήση τινά, τότε εμπνέει εις τους άλλους την επιθυμίαν να προσεύχωνται δι’ εκείνον, και συνεργεί εις την προσευχήν. Δια τούτο πρέπει να γνωρίσωμεν ότι, όταν έρχηται εις ημάς εσωτερική τις κίνησις προσευχής υπέρ τινος, τούτο σημαίνει ότι Αυτός ο Κύριος θέλει να ελεήση την ψυχήν  εκείνην  και  πλήρης  ών  ελέους  εισακούει  των  προσευχών  ημών.  Δεν πρέπει όμως να συγχέης την επιθυμίαν προσευχής, την εμπεπνευσμένην υπό του Κυρίου, μετά της επιθυμίας, ήτις γεννάται εκ προσωποληψίας ή εμπαθούς
«προσπαθείας» προς εκείνο το πρόσωπον, υπέρ του οποίου προσεύχεσαι.
Όταν η προσευχή εξέρχηται εκ καθαράς θλίψεως δια τινα ζώντα ή νεκρόν, τότε εντός αυτής δεν υπάρχει εμπαθής «προσπάθεια». Εν τη προσευχή ταύτη η ψυχή θλίβεται δι’ εκείνο το πρόσωπον και προσεύχεται εκτενώς, και τούτο είναι σημείον του ελέους του Θεού.


Δια τούτο, εάν αισθάνησαι θλίψιν δια τινα, πρέπει να προσευχηθής δι’ αυτόν, επειδή ο Κύριος, χάριν σου, θέλει να ελεήση αυτόν. Προσεύχου λοιπόν. Ο Κύριος θα δεχθή την προσευχήν σου και συ θα δοξάζης τον Θεόν.


[//611]  Εκάστη μήτηρ, όταν πληροφορηθή δια τινα συμφοράν των τέκνων αυτής,  πάσχει  βαρέως  και  ενίοτε  αποθνήσκει·  και  εγώ  έζησα  παρόμοιόν  τι. Μέγας κορμός δένδρου κατήρχετο μεθ’ ορμής εκ τινος κλιτύος κατευθυνόμενος προς τινα άνθρωπον. Βλέπων την σκηνήν ταύτην, εκ του μεγάλου πόνου δεν ηδυνήθην να φωνήσω προς αυτόν: «Φύγε ταχέως». Εθλίβη και έκλαψεν η καρδία μου, και το δένδρον έμεινεν ακίνητον. Ο άνθρωπος ήτο άγνωστος εις εμέ. Εάν δε ήτο οικείος εις εμέ, σκέπτομαι ότι μόλις θα παρέμενον εν τη ζωή.



Εις την προσευχήν των υπερηφάνων δεν ευαρεστείται ο Κύριος. Αλλ’ όταν
θλίβηται η  ψυχή του ταπεινού, ο Κύριος πάντοτε εισακούει αυτής. Γέρων τις ασκητής, όστις έζη επί της κλιτύος του όρους Άθω, έβλεπε τας προσευχάς των μοναχών  να  αναβαίνουν  προς  τους  ουρανούς·  και  εγώ  δεν  εκπλήττομαι  δια τούτο. Ο ίδιος γέρων, ότε ήτο μικρός, βλέπων την στενοχωρίαν του πατρός αυτού ένεκα της ανομβρίας, ήτις ηπείλει να απολέση την συγκομιδήν, απεμακρύνθη εις το βάθος του κήπου και προσηύχετο:
«Κύριε, Συ είσαι Ελεήμων, Συ έκτισας ημάς. Συ τρέφεις και ενδύεις όλους. Συ βλέπεις, Κύριε, πώς θλίβεται ο πατήρ μου δια την ανομβρίαν. Ρίψον νυν επί της γης βροχήν».
Και εκάλυψαν τα νέφη τον ουρανόν, και κατέβη η βροχή και επότισε την
γην.



Άλλος τις γέρων, όστις έζη πλησίον της θαλάσσης, διηγήθη εις εμέ το εξής:
«Ήτο   σκοτεινή   νυξ.   Ο   “αρσανάς”   ήτο   πλήρης   αλιευτικών   λέμβων.
Ήρχισεν η θύελλα και ταχέως εδυνάμωσεν. Αι λέμβοι προσέκρουον η μία επί της άλλης. Οι άνθρωποι προσεπάθουν να συγκρατήσουν αυτάς, αλλά ήτο αδύνατον εν μέσω του σκότους και της θυέλλης. Επεκράτει μεγάλη σύγχυσις. Οι αλιείς έκραζον  δι’  όλης  της  δυνάμεως  [//612]  αυτών,  και ήτο φοβερόν να ακούης  τας κραυγάς των πανικοβλήτων ανθρώπων. Ελυπήθην τον λαόν του Θεού και προσηυχόμην μετά δακρύων:
“Κύριε, καταπράϋνον την θύελλαν, παύσον τα κύματα, λυπήθητι τους θλιβομένους ανθρώπους Σου, και σώσον αυτούς”.
Και  κατέπαυσεν  η  θύελλα,  ησύχασεν  η  θάλασσα,  και  οι  άνθρωποι  εν ειρήνη πλέον ηυχαρίστουν τον Θεόν»21.


Υπήρξε καιρός, ότε ενόμιζον ότι ο Κύριος ποιεί θαύματα μόνον δια των προσευχών των αγίων, αλλά νυν εγνώρισα ότι και εις τον αμαρτωλόν θα ποιήση ο Κύριος το θαύμα Αυτού, ευθύς ως ταπεινωθή η ψυχή αυτού. Διότι, όταν ο άνθρωπος μάθη την ταπείνωσιν, τότε ο Κύριος εισακούει των προσευχών αυτού.
Πολλοί εξ απειρίας λέγουν ότι ο τάδε άγιος εποίησε θαύμα, αλλ’ εγώ έμαθον ότι το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον ζη εν τω ανθρώπω, ποιεί τα θαύματα. Ο Κύριος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι», ίνα μένουν αιωνίως μετ’ Αυτού, και δια τούτο ακούει των προσευχών του αμαρτωλού ανθρώπου, και τούτο χάριν ωφελείας των άλλων ή του ιδίου του προσευχομένου.


Δι’ όσους εξαιτούνται τας προσευχάς μου, ικετεύω μετά δακρύων τον Κύριον: «Κύριε, δος εις αυτούς το Πνεύμα Σου το Άγιον, ίνα Σε γνωρίσουν Πνεύματι Αγίω».
Ο Κύριος αγαπά ημάς τους αμαρτωλούς έως τέλους και δίδει εις τον άνθρωπον Πνεύμα Άγιον, και η ψυχή Πνεύματι Αγίω γνωρίζει τον Κύριον και ευδαιμονεί εν Αυτώ, και ευχαριστεί και αγαπά Αυτόν, και από της μεγάλης [//613]



21 Ενταύθα εις τρίτον πρόσωπον δηγείται ο Γέρων περίπτωσιν, ήτις συνέβη εις τον ίδιον.

χαράς σπλαγχνίζεται όλον τον κόσμον, και ποθεί δι’ όλου του είναι αυτής όπως
πάντες γνωρίσουν τον Θεόν, διότι και Αυτός ο Κύριος ποθεί το αυτό δια πάντας. Εν αληθεία όμως τούτο είναι δυνατόν, έστω και εις μικρόν μέτρον, μόνον κατά χάριν, άνευ δε της χάριτος ο άνθρωπος είναι όμοιος προς τα κτήνη.
Ώ, πόσον λυπούμαι εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες δεν γνωρίζουν τον Θεόν. Ημείς δε οι ορθόδοξοι χριστιανοί είμεθα μακάριοι, διότι γνωρίζομεν τον Θεόν, διδακτοί όντες του Πνεύματος του Αγίου.
Αυτό το Πνεύμα διδάσκει ημάς να αγαπώμεν και τους εχθρούς.


Ο άνθρωπος, πριν ή γνωρίση ανώτερον τι, αρκείται εις εκείνα τα ολίγα, άτινα έχει. Ούτω πολλάκις ο πτωχός χωρικός μένει ικανοποιημένος, διότι έχει τροφήν και ενδύματα και ευχαριστεί τον Θεόν δια τούτο, ενώ ο πολυμαθής δεν είναι ηυχαριστημένος εις τοιαύτην ζωήν και ζητεί άλλας διαστάσεις δια τον νουν αυτού.
Ούτω συμβαίνει και εις την πνευματικήν ζωήν. Όστις δεν εγνώρισε την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν εννοεί την θεϊκήν γλυκύτητα της κατανύξεως και της αγάπης του Θεού, γνωρίζει δε τον Θεόν μάλλον εκ της φύσεως και της Γραφής, και μένει ικανοποιημένος δια την τύχην αυτού.
Όστις όμως εγνώρισε τον Κύριον δια του Αγίου Πνεύματος, προσεύχεται ημέρας  και  νυκτός,  επειδή  η  χάρις  του  Αγίου  Πνεύματος  έλκει  αυτόν,  όπως αγαπά τον Κύριον, και εκ της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού φέρει ευκόλως πάσας τας θλίψεις της γης, και η ψυχή αυτού αδιακόπως εκλείπει δια τον Κύριον και ζητεί πάντοτε την χάριν του Αγίου Πνεύματος.


Όστις επιθυμεί αδιαλείπτως να προσεύχηται, ας είναι εγκρατής εις πάντα και υπήκοος εις τον Γέροντα, τον [//614] οποίον υπηρετεί. Οφείλει να εξομολογήται καθαρώς και να σκέπτηται ότι και τον πνευματικόν αυτού και τον Γέροντα κατευθύνει ο Κύριος δια της χάριτος Αυτού. Τότε δεν θα έχη κακούς λογισμούς εναντίον αυτών. Τον τοιούτον άνθρωπον δια την αγίαν αυτού υπακοήν θα διδάσκουν αγαθοί λογισμοί εκ της χάριτος, και θα προοδεύη ούτος εν τη ταπεινώσει του Χριστού. Εάν όμως σκέπτηται ότι δεν έχει χρείαν να συμβουλεύηται ουδένα και εγκαταλείψη την υπακοήν, τότε θα γίνη ευερέθιστος και ουχί μόνον δεν θα προοδεύση, αλλά θα απολέση και την προσευχήν.
Ίνα κρατήσης την νοεράν προσευχήν, πρέπει να αγαπάς εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες σε προσβάλλουν, και να προσεύχησαι δι’ αυτούς, έως ότου ειρηνεύση μετ’ αυτών η ψυχή σου, και τότε ο Κύριος θα δώση εις σε την αδιάλειπτον προσευχήν, διότι η χάρις της προσευχής δίδεται εις εκείνον, όστις προσεύχεται υπέρ των εχθρών.


Διδάσκαλος εις την προσευχήν είναι Αυτός ο Κύριος, αλλά πρέπει να ταπεινούμεν την ψυχήν ημών. Όστις προσεύχεται ορθώς έχει εν τη ψυχή την ειρήνην του Θεού. Ο ευχέτης οφείλει να έχη καρδίαν αγαπώσαν όλην την κτίσιν. Ο ευχέτης πάντας αγαπά και πάντας σπλαγχνίζεται, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος εδίδαξεν εις αυτόν την αγάπην.



Η προσευχή είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος. Τα δαιμόνια προσπαθούν
δι’ όλων των δυνάμεων αυτών να αποσπάσουν τον άνθρωπον από της μνήμης του Θεού και από της προσευχής. Ψυχή όμως, ήτις αγαπά τον Θεόν, διψά Αυτόν και  απευθύνεται  αμέσως  προς  Αυτόν:  «Η  ψυχή  μου  διψά  δια  Σε,  και  μετά δακρύων Σε ζητώ».


Η καρδία του προσευχομένου προσεύχεται αβιάστως. Η χάρις τελεί την προσευχήν εν τη καρδία. Συ όμως ταπείνου σεαυτόν έτι μάλλον, κράτει τον νουν σου [//615] εις την καρδίαν και εις τον άδην. Όσον πλείον ταπεινοίς σεαυτόν, τοσούτον μεγαλυτέρας δωρεάς θα λάβης παρά του Θεού.


Ίνα μένης εν τω Θεώ, πρέπει να είσαι ηυχαριστημένος δι’ ό,τι έχεις, να είσαι  ηυχαριστημένος,  έστω  και  εάν  ουδέν  έχης.  Πρέπει  να  είσαι ηυχαριστημένος, διότι ηξιώθης να είσαι υπηρέτης του Θεού, και Αυτός θα σε κατατάξη μετά των Αγίων.


Το Πνεύμα το Άγιον διδάσκει την αγάπην του Θεού, η δε αγάπη την τήρησιν των εντολών. Ο Κύριος είπεν: «Όστις αγαπά Με, τας εντολάς τας Εμάς τηρήση» (πρβλ. Ιωάν. ιδ’ 15‐23). Εάν ο Αδάμ ηγάπα τον Κύριον ως και η Παναγία, τότε θα εφύλαττε την εντολήν. Και ημείς βλέπομεν εκ της πείρας ότι ο νους εκείνου, όστις αγαπά τον Θεόν, κατευθύνεται υπό της χάριτος του Θεού και καταλεπτώς βλέπει πάσας τας παγίδας του εχθρού. Όταν δε ο Κύριος παρηγορή την ψυχήν, τότε αύτη δεν βλέπει πλέον τους εχθρούς, αλλά θεωρεί μόνον τον Κύριον.


Ο υπήκοος εις τον νόμον του Θεού θα εννοήση πόσον αγαθαί είναι  αι εντολαί του Κυρίου. Οποιανδήποτε εντολήν και αν λάβης, φέρει χαράν και αγαλλίασιν. Λάβετε την πρώτην εντολήν, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου». Εάν αναλογισθής ότι ο Κύριος αγαπά ημάς, τότε δια της σκέψεως αυτής θα δοθή εις σε ειρήνη. Λάβετε την δευτέραν, «αγαπήσεις τον πλησίον σου». Εάν αναλογισθής πάλιν ότι ο Κύριος αγαπά τον λαόν Αυτού και το Πνεύμα το Άγιον ζη εν ταις ψυχαίς των ανθρώπων, τότε η ψυχή σου θα ηδυνθή εν τω νόμω του Θεού, και θα επιδιώκης Αυτόν ημέρας και νυκτός, και θα λάβης το χάρισμα της διακρίσεως του καλού και του κακού.
Όταν ο Κύριος θέλη να παρηγορήση την τεθλιμμένην [//616]  ψυχήν, τότε δίδει εις αυτήν χαράν, δάκρυα, κατάνυξιν και ειρήνην ψυχικήν και σωματικήν· ενίοτε δε και εμφανίζει Εαυτόν εις την ψυχήν.
Οι Απόστολοι είδον τον Κύριον εν δόξη ότε μετεμορφώθη εις το Θαβώρ, ύστερον όμως, κατά τον καιρόν του πάθους Αυτού, διεσκορπίσθησαν εκ μικροψυχίας. Τοσούτον ασθενής είναι ο άνθρωπος. Αληθώς είμεθα γη, και δη γη αμαρτωλός. Δια τούτο ο Κύριος είπε: «Χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Αληθώς  ούτως  έχει.  Όταν  ευρισκώμεθα  εν  καταστάσει  χάριτος,  τότε  είμεθα όντως ταπεινοί, σοφοί, υπήκοοι, πράοι, αγαπώμεν τον Θεόν και τους ανθρώπους.

Όταν  όμως  στερηθώμεν  της  χάριτος,  τότε  ξηραινόμεθα  ως  τα  κλήματα,  τα
αποκεκομμένα εκ της αμπέλου.
Όστις δεν αγαπά τον αδελφόν, δια τον οποίον απέθανεν ο Κύριος εν μέσω οδυνών μεγάλων, ούτος απεκόπη εκ της αμπέλου· όστις δε παλαίει προς την αμαρτίαν, αντιλήπτορα έχει τον Κύριον.


Ο  άνθρωπος  ενίοτε  γίνεται  τοσούτον  ασθενής,  ώστε  δεν  δύναται  ούτε μυίαν να αποδιώξη, ούτε κακούς λογισμούς από της ψυχής, όμως και εν τη αδυναμία ταύτη το έλεος του Θεού φυλάττει τον άνθρωπον ανεπηρέαστον από κακών σκέψεων, και μόνος ο Θεός είναι εν τη ψυχή και εν τω νοΐ, και πανταχού.


Ο άνθρωπος καθ’ εαυτόν είναι ευπαθής ως το άνθος του αγρού. Πάντες αγαπούν αυτό και πάντες ποδοπατούν αυτό.
Ούτω και ο άνθρωπος, ενίοτε είναι εις δόξαν, ενίοτε δε εις ατιμίαν. Όστις όμως αγαπά τον Θεόν, ευχαριστεί τον Κύριον δι’ όλας τας θλίψεις και διαμένει ήρεμος και εν τιμή και εν εξουθενώσει.


Εγώ νομίζω ότι τοσούτον πρέπει να τρώγωμεν, ώστε [//617] μετά την λήψιν της τροφής να επιθυμώμεν να προσευχώμεθα, ούτως ώστε το πνεύμα πάντοτε να καίη και να ορμά ακορέστως προς τον Θεόν ημέρας και νυκτός. Πρέπει δε να ζώμεν απλώς, ως τα μικρά παιδία. Τότε η χάρις του Θεού θα είναι πάντοτε εν τη ψυχή ημών. Αυτήν την χάριν ο Κύριος δίδει δωρεάν εξ αγάπης, και δι’ αυτής η ψυχή ζη ως εις άλλον κόσμον, και τοσούτον η αγάπη του Θεού έλκει αυτήν προς τα επέκεινα, ώστε δεν θέλει ούτε να βλέπη τον κόσμον τούτον, αν και αγαπά αυτόν.


Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζωμεν εάν αγαπά ημάς ο Κύριος ή ουχί;
Ιδού τα γνωρίσματα: Εάν παλαίης μετά ζήλου προς την αμαρτίαν, τότε σε αγαπά ο Κύριος. Εάν αγαπάς τους εχθρούς, τότε έτι μάλλον αγαπητός είσαι εις τον Θεόν. Εάν δε προσφέρης την ψυχήν σου υπέρ των ανθρώπων, τότε είσαι λίαν ηγαπημένος υπό του Κυρίου, Όστις και Αυτός έδωσε την Εαυτού ψυχήν υπέρ ημών.


Κατ’ αρχάς δεν ηννόουν εις τί συνίσταται η ασθένεια της ψυχής, νυν όμως εναργώς διακρίνω τούτο και εις εμέ και εις τους άλλους. Όταν ταπεινωθή η ψυχή και παραδοθή εις το θέλημα του Θεού, τότε γίνεται υγιής και αναπαύεται εν τω Θεώ, και από της χαράς ταύτης προσεύχεται, όπως πάντες γνωρίσουν τον Κύριον δια του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον μαρτυρεί εις την ψυχήν την σωτηρίαν.
«Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων του ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν» (Ψαλμ. ιγ’ 2).
Ο μοναχός μελετά ημέρας και νυκτός εν τω νόμω Κυρίου, και ωσαύτως ημέρας και νυκτός εκζητεί τον Θεόν και διεξάγει πόλεμον προς τον εχθρόν. Οφείλει να καταλάβη επτά οχυρώματα:
[//618] Πρώτον οχύρωμα, την εκκοπήν του ιδίου θελήματος.

Δεύτερον, την παράδοσιν εαυτού εις υπακοήν προς γέροντα.
Τρίτον, την αποξήρανσιν εαυτού χάριν του Θεού.
Τέταρτον, την ακτημοσύνην.
Πέμπτον, την νίκην κατά της φιλαυτίας.
Έκτον, την ταπείνωσιν.
Έβδομον, την τελείαν παράδοσιν της ψυχής εις το θέλημα του Θεού.
Νυν ας ίδωμεν οποίας αμοιβάς ο νικήσας μοναχός λαμβάνει παρά του μισθαποδότου Κυρίου, εντεύθεν ήδη επί της γης:
Πρώτον, την ειρήνην της συνειδήσεως.
Δεύτερον, την εκ του Κυρίου ειρήνην της ψυχής και του σώματος.
Τρίτον: Η ψυχή αγαπά τον Κύριον, και θεωρούσα Αυτόν αναλογίζεται:
«Αγαπά ημάς ο Κύριος».
Τέταρτον: Η ψυχή πλήρης της θείας αγάπης αγαπά τον πλησίον, ως εαυτόν.
Πέμπτον: Η ψυχή αναπαύεται εν τω Θεώ και εποπτεύει το μεγαλείον και την ευσπλαχνίαν του Θεού.
Έκτον: Η ψυχή περιπατεί επί της γης και εργάζεται δια των χειρών, αλλά ο νους  διαμένει  προσκεκολλημένος  εις  τον  Θεόν  και,  θεωρών  Αυτόν, επιλανθάνεται της γης, διότι η θεία αγάπη εμπνέει εις την ψυχήν ίνα αγαπά τον Ηγαπημένον.
Έβδομον: Η ψυχή αισθητώς έχει την χάριν του Θεού εις τας σκέψεις.
Όγδοον: Η ψυχή αισθητώς έχει την χάριν του Θεού εν τη καρδία.
Ένατον: Η ψυχή έχει την χάριν του Θεού και εν τω σώματι.
Δέκατον: Εκ της αγάπης του Θεού ανοίγεται η Βασιλεία των Ουρανών, και η ψυχή Πνεύματι Αγίω γνωρίζει [//619] Οποίος είναι ο Κύριος ημών.


Παρακαλώ όσους θα αναγνώσουν τας γραφάς μου όπως συγχωρήσουν εμέ δια πάντα τα σφάλματα μου και προσεύχωνται δι’ εμέ.
Έγραφον όμως ελκόμενος υπό της αγάπης του Θεού, δια την οποίαν δεν γνωρίζω κόρον. Εκαθήμην, και όλη η ψυχή μου κατείχετο υπό του Θεού, και ουδείς λογισμός επλησίαζεν εμέ ή ημπόδιζε τον νουν μου να γράφω περί του ηγαπημένου Κυρίου. Και όταν γράφω ένα λόγον, άλλον δεν γνωρίζω, αλλά γεννάται αυτός εντός μου και εγώ γράφω αυτόν. Όταν δε παύω να γράφω, τότε οι λογισμοί συμβαίνει να έρχωνται και να ανησυχούν τον αδύνατον και ασθενή νουν μου, αλλά τότε ικετεύω τον Ελεήμονα Κύριον, και ο Κύριος ελεεί εμέ, το παραπεσόν πλάσμα Αυτού.


ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
Το σώμα μου κείται επί της γης, το δε πνεύμα μου ορμά, όπως ίδη τον Κύριον εν δόξη. Καίτοι είμαι μέγας αμαρτωλός, ο Κύριος έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω Αυτόν δια Πνεύματος Αγίου, και η ψυχή μου γνωρίζει Αυτόν, γνωρίζει πόσον είναι ελεήμων και χαροποιός.
Η ψυχή, πριν ή γευθή της χάριτος του Θεού, φρίττει ενώπιον του θανάτου.
Φοβείται η ψυχή και Αυτόν τον Κύριον, επειδή δεν γνωρίζει πόσον Ούτος είναι

ταπεινός και πράος και ελεήμων. Και ουδείς δύναται να συλλάβη την αγάπην
του Χριστού, εάν δεν γευθή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Αδελφοί μου, εν Χριστώ ηγαπημένοι, ο Ελεήμων Κύριος είναι μάρτυς της ψυχής μου ότι γράφω την αλήθειαν. [//620] Γνωρίσατε, αδελφοί, και «μηδείς πλανάτω» εαυτόν: Όστις δεν αγαπά τον αδελφόν, ούτος και τον Θεόν δεν αγαπά. Αληθώς λέγει περί τούτου η Γραφή, και πρέπει να μετέρχηται τούτο μετ’ ακριβείας, και τότε θα ίδης συ ο ίδιος εις την ψυχήν σου το έλεος του Κυρίου, το οποίον θα αιχμαλωτίση την ψυχήν σου, διότι είναι γλυκεία η χάρις του Κυρίου.


Ο νέος ζητεί δι’ εαυτόν νύμφην, και η νέα ζητεί νυμφίον. Τούτο είναι η γηΐνη ζωή, ευλογημένη υπό του Θεού. Εκείνη όμως η ψυχή, την οποίαν θα εκλέξη δι’ Εαυτόν ο Κύριος και θα δώση εις αυτήν να γευθή της ηδύτητος της θείας αγάπης, δεν συγκρίνει την γηΐνην ζωήν προς την αγάπην του Θεού, αλλά μένει ηχμαλωτισμένη υπό του Μόνου Θεού, και εις ουδέν γήϊνον προσκολλάται. Και εάν  έρχωνται  εις  αυτήν  γήϊνοι  λογισμοί,  δεν  τέρπεται  υπ’  αυτών,  διότι  δεν δύναται  να  αγαπήση  το  γήϊνον,  αλλά  μετ’  ακρατήτου  πόθου  όλου  του  είναι αυτής ορμά προς τα ουράνια.


Η Θεομήτωρ μετά του Ιωσήφ του Μνήστορος οδυνωμένη εζήτει τον Χριστόν, ότε Ούτος παρέμεινεν εν Ιερουσαλήμ και ωμίλει μετά των πρεσβυτέρων εν τω ιερώ, και μόνον μετά παρέλευσιν τριών ημερών εύρεν Αυτόν.
Πόσον εθλίβετο η ψυχή της Θεομήτορος κατ’ αυτάς τας ημέρας! Αύτη διελογίζετο: «Πού είσαι Συ, Υιέ μου ηγαπημένη; Πού είσαι, Φως μου πολύτιμον; Πού είσαι Συ, σπλαγχνα μου περιπόθητα»;
Ούτω πάσα ψυχή πρέπει να εκζητή τον Υιόν του Θεού και τον Υιόν της
Παρθένου, έως ότου εύρη Αυτόν.


Η ψυχή, ήτις εγνώρισε την αγάπην του Θεού δια Πνεύματος Αγίου, αποδημούσα, αισθάνεται φόβον τινά, όταν οι άγγελοι θα οδηγούν αυτήν προς τον Κύριον, επειδή ζώσα εν τω κόσμω εγένετο ένοχος αμαρτίας. Όταν [//621] όμως ίδη η ψυχή τον Κύριον, τότε θα ευφρανθή εκ του πράου, πλήρους ελέους προσώπου Αυτού, και ο Κύριος κατά το άμετρον της πραότητος και της αγάπης Αυτού δεν θα μνησθή των αμαρτιών αυτής. Εκ του πρώτου βλέμματος εις τον Κύριον θα σκηνώση εν τη ψυχή η αγάπη του Κυρίου, και εκ της αγάπης του Θεού και της γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος θα αλλοιωθή ολοτελώς.


Οι πατέρες ημών μετάβησαν εκ της γης εις τον ουρανόν. Πώς νυν διάγουν εκεί; Διαμένουν εν τη αγάπη του Θεού και θεωρούν το κάλλος του προσώπου Αυτού. Η ωραιότης του Κυρίου αιχμαλωτίζει πάσαν ψυχήν δια της χαράς και της αγάπης. Η ωραιότης αύτη γνωρίζεται και επί γης, αλλ’ εκ μέρους, διότι το θνητόν σώμα δεν δύναται να βαστάση την τελείαν αγάπην. Επί της γης ο Κύριος δίδει εις την ψυχήν τοσούτον, όσον δύναται να χωρήση και όσον ευδοκεί η οικτίρμων χείρ του Κυρίου.

Η  ψυχή  μου  επλησίασε  τον  θάνατον  και  ποθεί  σφόδρα  όπως  ίδη  τον
Κύριον κα μένη αιωνίως μετ’ Αυτού.
Ο Κύριος συνεχώρησε τα πλήθη των αμαρτιών μου και έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω εν Πνεύματι Αγίω πόσον αγαπά Αυτός τον άνθρωπον.
Όλοι οι ουρανοί εκπλήττονται δια την ενσάρκωσιν του Κυρίου: Πώς Αυτός, ο Μέγας Κύριος του παντός, ήλθεν επί της γης, ίνα σώση ημάς τους αμαρτωλούς, και δια των παθών Αυτού εκέρδισε δι’ ημάς αιωνίαν ανάπαυσιν! Και η ψυχή ουδέν γήϊνον θέλει να σκέπτηται πλέον, αλλ’ έλκεται εκεί, όπου είναι ο Κύριος.
Οι λόγοι του Κυρίου είναι αγαπητοί εις την καρδίαν, όταν το Πνεύμα το Άγιον δίδη εις την ψυχήν να κατανοή αυτούς. Ότε ο Κύριος έζη επί της γης, πλήθος λαού ηκολούθει Αυτόν και επί πολλάς ημέρας δεν ηδύνατο να αποσπασθή από του Κυρίου, αλλά και πεινών ήκουε τους γλυκείς Αυτού λόγους.
[//622] Η ψυχή αγαπά τον Κύριον, και παν, ό,τι εμποδίζει να κρατή τον νουν εις τον Θεόν, στενοχωρεί αυτήν. Και εάν επί γης τοσούτον ηδύνηται η ψυχή δια του Αγίου Πνεύματος, πολλώ μάλλον εκεί θα ευδαιμονή αύτη εν τω Πνεύματι τω Αγίω.
«Ώ, Κύριε, οπόσον ηγάπησας το πλάσμα Σου!
»Του ιλαρού και πράου βλέμματος Σου δεν δύναται η ψυχή να επιλησθή».


Η ψυχή μου, Κύριε, είναι απησχολημένη μετά Σου όλην την ημέραν και όλην την νύκτα. Το Πνεύμα Σου έλκει εμέ, ίνα Σε ζητώ, και η μνήμη Σου ευφραίνει τον νουν μου. Η ψυχή μου Σε ηγάπησε και χαίρει, διότι Συ είσαι ο Θεός μου και ο Κύριος μου, και μέχρι δακρύων Σε επιποθεί. Καίτοι τα πάντα είναι ωραία εν τω κόσμω, εν τούτοις, ουδέν γήϊνον με χαροποιεί και η ψυχή μου επιθυμεί μόνον τον Κύριον.
Ψυχή, ήτις εγνώρισεν τον Θεόν, δεν δύναται να θελχθή υπό ουδενός επί της γης, αλλ’ απαύστως ορμά προς τον Κύριον και κράζει, ως το νήπιον το απολέσαν την εαυτού μητέρα:
«Διψά η ψυχή μου δια Σε, και μετά δακρύων Σε ζητώ».


Η  ψυχή  εκ  της  αγάπης  του  Κυρίου  είναι  ως  να  εγένετο  παράφρων· κάθηται, σιωπά, δεν θέλει να ομιλή· και ως παράφρων ορά τον κόσμον και δεν επιθυμεί αυτόν και δεν βλέπει αυτόν. Και οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι αύτη ενορά τον ηγαπημένον Κύριον, και ο κόσμος έμεινεν ως εις τα οπίσω και περιέπεσεν εις λήθην, και η ψυχή δεν θέλει να προσέχη εις αυτόν, διότι δεν υπάρχει εν αυτώ η άφθορος γλυκύτης.
Ούτω  γίνεται  εν  τη  ψυχή,  ήτις  εγνώρισε  την  θεϊκήν  γλυκύτητα  του
Πνεύματος του Αγίου.
[//623]  «Ώ, Κύριε, δος την αγάπην ταύτην ημίν και τω κόσμω Σου άπαντι!».
«Ώ, Πνεύμα Άγιον, ζήσον εντός των ψυχών ημών, ίνα πάντες συμφώνως δοξάζωμεν τον Ποιητήν,
Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα.
Αμήν».


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Μετάφρασις εκ του ρωσικού υπό του ιδίου του συγγραφέως και του Ιερομ. Ζαχαρίου
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας1999
Τίτλος πρωτοτύπου:
СТАРЕЦ СИЛУАН, ИЕРОМОН СОФРОНИЙ, Paris 1952.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |