ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Σταυροαναστάσιμη έξοδος

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Σταυροαναστάσιμη έξοδος



Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός
Νικολάου Μητροπολίτου
Μεσογαίας και Λαυρεωτικἠς
Σταυροαναστάσιμη έξοδος
«Θέλω να κρατηθώ από την αιωνιότητα»
            Συχνά με πιάνει ένα παράπονο από τον Θεό. Έχει φτιάξει έναν κόσμο, όπως λέγει η Γραφή, «καλόν λίαν», ο οποίος όμως, όταν τον αντικρύζεις, σε απογοητεύει. Ο άρχων του κόσμου τούτου είναι ο διάβολος. Γιατί; Δεν καταλαβαίνω˙ γιατί να δημιουργεί έναν εκπληκτικό κόσμο και τελικά αυτός να κυβερνάται από τις δυνάμεις του κακού και του σκότους; Και, εν πάση περιπτώσει, όταν μέσα σε αυτήν την κατάσταση σαν αστέρια εμφανίζονται λίγοι αλλά μεγαλειώδεις άνθρωποι, πώς γίνεται και αυτοί υποφέρουν, διώκονται, πικραίνονται, συχνά δε και πεθαίνουν πρόωρα; Θεέ μου, γιατί μας το κάνεις αυτό; Γιατί μέσα στον απαράκλητο βίο μας, τόσο επώδυνα μας παίρνεις και την ελάχιστη παρηγοριά; Πώς αυτό να το συνδυάσουμε με την αγάπη Σου; Πώς να το δικαιολογήσουμε με την παντοδυναμία Σου;
            Έχω μεγάλη δυσκολία να βρώ ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Από την άλλη πλευρά, η αγάπη του Θεού και η δύναμή Του μου είναι δεδομένα. Δεν μπορώ με τίποτα να τα αμφισβητήσω. Ή μάλλον δοκιμάζω να τα αμφισβητήσω και μου επιστέφουν επιβεβαιωμένα.


Από τη ζωή στην όντως ζωή.
            Γνώρισα μια γλυκύτατη κοπέλα. Το βλέμμα της φοβερά διεισδυτικό, αποκαλυπτικό. Στολισμένη με μοναδικά χαρίσματα: σπάνια αξιοπρέπεια, αρχοντική ευγένεια, σεμνότητα και ταπείνωση ετεροκοσμική. Δεν μπορώ να φαντασθώ άνθρωπο που να την γνώρισε και να μην αισθάνεται δέος και ανομολόγητο θαυμασμό. Το λουλούδι αυτό για οκτώ χρόνια βασανίστηκε από ανίατη ασθένεια. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ποτέ δεν διερωτήθηκε. Ο τρόπος της, το ύφος της, η ζωή της επαλήθευαν το προφητικό «εγώ δε ούκ απειθώ ουδέ αντιλέγω». Με άγνωστους μυστικούς μηχανισμούς κατάφερε να διαψεύδει συνεχώς τις προβλέψεις των γιατρών. Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια όλοι την περίμεναν, αυτή χαμογελαστά άντεχε και επαναληπτικά κέρδιζε τις μικρομάχες και υποχρέωνε τον Θεό να μεταβάλλει τα προγράμματά Του.
            Είχα την ευλογία να φιλοξενήσω τα μυστικά της αδαμάντινης ψυχής της καθ’ όλην αυτήν την περίοδο. Ποτέ δεν συζητήσαμε γι’ αυτήν την ζωή, γιατί να της συμβεί αυτό ή πώς θα γίνει ένα θαύμα ώστε να μην πεθάνει. Μονίμως διερευνούσαμε την ομορφιά και την αλήθεια των επέκεινα. Με εντυπωσίαζε η τόλμη της. Δείλιαζε ανθρώπινα μπροστά στον πόνο, όχι όμως και στον θάνατο. Πολύ εύκολα δεχόταν έναν κόσμο χωρίς αυτήν, έναν κόσμο με άλλους να χαίρονται και αυτή να υποφέρει. Η ύπαρξή της προκλητικά ανάλαφρη και απαλή. Αγγελική!
             Λίγους μήνες πριν πεθάνει, με επισκέφθηκε για την τελευταία της πιθανόν εξομολόγηση. Στο τέλος μου ζήτησε να της κάνω μία χάρι˙ μου ζήτησε να μου προσφέρει το λείψανό του σώματός της- εγώ να τελέσω την εξόδιο ακολουθία της- και το υπόλειμμα σ’ αυτόν τον κόσμο της ψυχής της. Μου άφησε όλες τις οικονομίες της.
            -Όταν θα τα χρησιμοποιήσετε μετά τον θάνατό μου, να ξέρετε ότι εγώ θα ζω. Αυτή είναι η απόδειξη ότι φεύγω, αλλά δεν τελειώνω.
            -Όποιος φύγει πρώτος, Νάντια, να ετοιμάσει την υποδοχή για τον άλλον.
             -Εγώ θα φύγω πρώτη, πάτερ. Δεν βλέπετε; Τα πνευμόνια μου είναι γεμάτα. Με το ζόρι αναπνέω.
            -Αυτό δεν λέει τίποτα. Ένα δυστύχημα ή ένα εγκεφαλικό μπορεί να ανατρέψει τα προγνωστικά.
            -Εσείς χρειάζεστε πολύ.
            -Γιατί εσύ χρειάζεσαι λιγότερο;
            -Εγώ πλέον έβαλα πλώρη για τον άλλον κόσμο.
            Πού ξέρεις; Ο Θεός μπορεί να κάνει το θαύμα Του. Λίγες φορές διαψεύσθηκαν οι εκτιμήσεις˙ και προβλέψεις των γιατρών; Δεν μου λές; Δεν κάνεις ποτέ την προσευχή σου να κάνει ένα θαύμα ο Θεός;
             -Για μένα;
            -Φυσικά για σένα.
             -Ασφαλώς όχι, πάτερ μου. Εμένα μου έχει κάνει τόσα θαύματα που δεν τολμώ να ζητήσω άλλα. Ας κάνει θαύμα και σε κανέναν άλλο. Είναι τόσοι οι πονεμένοι που περιμένουν.
            Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να μην κάνει ένα θαύμα σε έναν τέτοιο άνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν να μη δίνει σε αυτόν που δεν ζητάει; Πώς είναι δυνατόν να μην ακούει την καρδιά αυτού που ταπεινά κι ευγενικά σκέπτεται τους άλλους; Η Νάντια βιάστηκε να ανεβεί ψηλά, «τελειωθείσα εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς, αρεστή γαρ ήν Κυρίω η αρετή αυτής». Ίσως είναι κρίμα που κάποιοι άνθρωποι φτάνουν τόσο γρήγορα στην τελειότητα, που ανήκουν περισσότερο στον χώρο της βασιλείας του Θεού παρά ταιριάζουν στο σενάριο αυτού του κόσμου.
             Πέρασαν μερικοί μήνες. Η Νάντια μπαίνει στο Νοσοκομείο. Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι εδώ θα καταλήξει. Το πληροφορήθηκα και πήγα να την επισκεφθώ.
             -Νάντια, τί κάνεις; Ήλθα.
             -Πάτερ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! Θέλω την ευχή σας, όχι για να ζήσω, αλλά για να με συνοδεύει στο αιώνιο ταξίδι μου. Γι’ αυτό και σας ζήτησα. Τώρα πλέον τελείωσαν τα θαύματα. Πονάω αφόρητα. Θέλω να φύγω. Είναι αμαρτία;
            -Τί είναι καλύτερα; Να είσαι στα χέρια του Θεού και να πονάς ή να φύγεις μια ώρα νωρίτερα και να πονάμε εμείς για το χωρισμό;
             -Προτιμώ να μην πονάτε και να είμαι εγώ στα χέρια του Θεού. Το αισθάνομαι. Τί ευλογία! Γιατί να είμαι όμως τόσο αχάριστη;
            -Ξέρεις, δεν σε λυπάμαι που φεύγεις. Γιατί δεν χωριζόμαστε. Ούτε τελειώνεις εσύ και περιμένουμε εμείς. Απλά, πολύ πονάμε που τόσο ταλαιπωρείσαι.
           -Να ξέρετε, τώρα που συζητούμε πονώ, αλλά δεν ταλαιπωρούμαι. Χαίρομαι αφάνταστα την παρουσία του Θεού. Για φανταστείτε να μην πονούσε το σώμα και να μην ένοιωθε την παρουσία Του η ψυχή μου! Είμαι πολύ ευτυχισμένη.
            -Πές μου, πώς νοιώθεις την άλλη ζωή; Αισθάνεσαι πώς πλησιάζει; Φοβάσαι; Αγωνιάς;
            Εγώ, πάτερ, τη νοιώθω σαν όντως ζωή. Όχι σαν άλλη ζωή. Είναι σωστό αυτό; Απλά, μπαίνω και βγαίνω στο χώρο της. Πηγαίνω εκεί και με χαϊδεύει η αιωνιότητα. Γυρίζω εδώ και πονάω μεν πολύ, λίγο φοβάμαι, αλλά με γλυκαίνει η αγάπη και η συντροφιά όλων σας. Και το ένα του Θεού και το άλλο. Ας γίνει, λοιπόν, το θέλημά Του. Η χαρά που παίρνω μαζί σας δεν περιγράφεται. Σας αγαπώ όλους πάρα πολύ. Μόνο που δεν θέλω να με βλέπετε έτσι και να πονάτε. Συγχωρέστε με.
             -Μα εμείς είμαστε αδέλφια σου και πονάμε μαζί σου, αλλά χαιρόμαστε πολύ την αγάπη μας. Εγώ ένα μόνο θα σου πω: όταν κανείς βρίσκεται σε δοκιμασία σαν τη δική σου και αισθάνεται πώς φεύγει, δύο πράγματα νοιώθει μέσα του βαθιά˙ την ψύχρα της μοναξιάς και το σκοτάδι του τέλους. Η αγάπη ζεσταίνει και η πίστη φωτίζει με ελπίδα. Εσύ μοιράζεσαι πολλή αγάπη μαζί μας και έχεις μεγάλη πίστη. Έτσι ούτε μόνη νοιώθεις ούτε σε σκοτάδι βρίσκεσαι.
            -Εγώ, πάτερ, δεν έχω μεγάλη πίστη, δεν είμαι καλή χριστιανή, δεν είμαι και πολύ της εκκλησίας. Πήγαινα στην εκκλησία, αλλά ένοιωθα πολύ ξένη εκεί μέσα. Δεν καταλάβαινα και πολλά, αλλά αισθάνομαι πώς βρίσκομαι σε σκοτάδι όσο συνεχίζω να παραμένω εδώ. Μάλλον σε ομίχλη. Προσδοκώ όμως το μέλλον μου, για το οποίο μας μιλάτε συχνά. Δεν αξίζει ο κόσμος. Πολύ σας ευχαριστώ. Δώστε μου το χέρι σας να το φιλήσω.
             Ακούμπησε τα χείλη της στο χέρι μου. Ένοιωθα να μου παίρνει όση ευχή είχα. Αναντίρρητα, ήταν το αληθινότερο, το δυνατότερο, το καλύτερο χειροφίλημα που δέχτηκα στη διάρκεια της ζωής μου ως κληρικός. Ένοιωσα «δύναμιν εξελθούσαν»(Λουκ. η’ 46). Αισθάνθηκα ζωντανά τη δύναμη της ιεροσύνης μου.
             -Γιατί μου κρατάς σφιχτά το χέρι; Τη ρωτώ.
             -Θέλω να κρατηθώ από την αιωνιότητα.
            -Μα έτσι κρατιέσαι από την προσωρινότητα.
            -Πάτερ, δεν φιλώ το χέρι του ανθρώπου που γνώρισα, αλλά το χέρι αυτού που μου γνώρισε το Θεό.
            Είχα μαζί μου ένα κουτάκι με λείψανο του Αγίου Νεκταρίου από το Προσκύνημα του Αγίου στην Καμάριζα. Το πήρα γι’ αυτόν τον σκοπό. Το έβγαλα για να προσκυνήσει τον Άγιο. Αυτός θα την στήριζε πολύ καλύτερα στην αιωνιότητα. Άνοιξα το κουτάκι. Ευωδίαζε υπέροχα. Δεν συμβαίνει αυτό πάντοτε. Πολύ χάρηκα γι’ αυτό το ασύνηθες γεγονός. Σαν να μας έλεγε ο Άγιος – μη βασανίζεστε με ερωτήματα˙ δεν θα βρείτε απαντήσεις, ούτε τις χρειάζεστε. Αρκεστείτε στην παρουσία του Θεού.
            -Προσκύνησε, της λέω, ο Άγιος ευωδιάζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σε κρατήσει περισσότερο στη γη. Αυτό σημαίνει ότι σου ετοιμάζει υποδοχή στον ουρανό. Αυτές οι άρρητες ευωδίες φανερώνουν την αλήθεια της αιώνιας βασιλείας του Θεού.
             Έσκυψε με όση δύναμη της είχε μείνει, σταυροκοπήθηκε και ασπάσθηκε το ιερό λείψανο. Τα μάτια της έτρεχαν.
            -Είμαι αμαρτωλή. Μήπως δεν είμαι έτοιμη να φύγω; Είπε και κράτησε σφιχτά το χέρι μου. Μου φαίνεται πώς θέλω να φύγω περισσότερο για να γλυτώσω από δω από όσο για να πάω εκεί. Νοιώθω κοσμική και ολιγόπιστη. Μπορώ να εξομολογηθώ;
              Έβγαλα το πετραχήλι και το ωμοφόριό μου.
              Με εκπληκτική ευαισθησία συνειδήσεως μου περιέγραψε κάτι από το βάθος της καρδιάς  και το μακρινό σχετικά παρελθόν της.
            -Μην έχεις ενοχές. Ησύχασε. Η μετάνοιά σου είναι αληθινή.  Ακόμη κι αν κάτι ξέχασες δεν χάθηκε ο κόσμος.
            -Δεν έχω ενοχές. Απλά, αν βρεθώ στην αγκαλιά του Θεού θέλω να τη λερώσω όσο γίνεται λιγότερο. Αισθάνομαι ότι με περιμένει ο Θεός, αλλά εγώ δεν το αξίζω. Δεν είμαι σίγουρη αν θα μου το δώσει. Η σιγουριά μου φαίνεται θράσος. Η αβεβαιότητα ολιγοπιστία. Και τα δύο είναι αμαρτίες.
             -Εσύ ποιό από τα δύο έχεις;
              -Και τα δύο, πάτερ.
             -Άκου, Νάντια, στον παράδεισο δεν πηγαίνουμε επειδή το αξίζουμε, αλλά επειδή ποθούμε και το ζητούμε. Η αγάπη του Θεού ζυγίζει πολύ περισσότερο από την όποια αξία μας. Ακόμη και των αγίων. Και όλων μάλιστα μαζί. Εσύ δεν τα ποθείς ταπεινά και ειλικρινά;
             -Με όλη μου την καρδιά. Το θέλω πιο πολύ και από την ανακούφισή μου από τους πόνους.
            Δεν ήταν καθόλου συναισθηματικά φορτισμένη. Γύρισε το βλέμμα της επάνω μου. Η ειρήνη ήταν ζωγραφισμένη επάνω του˙ «πάντα νούν υπερέχουσα» (Φιλιπ. δ’ 7). Είχε ήδη αρχίσει να παίρνει τα χαρακτηριστικά του ετέρου προσώπου της. Είχε αρχίσει να συγγενεύει περισσότερο με την αιωνιότητα παρά με την εφημερότητα αυτού του κόσμου. Δίπλα σε έναν τέτοιον άνθρωπο καταρρέει το ερώτημα της μετά θάνατον ζωής. Αυτοί οι άνθρωποι μένουν περισσότερο κοντά μας για να μας επιβεβαιώνουν. Ακόμη κι αν ταλαιπωρούνται.
            Της διάβασα τη συγχωρητική ευχή. Άδειασε και από τις τελευταίες αμαρτίες. Το μόνο που απέμεινε πλέον είναι να πλημμυρίσει ο παράδεισος από την ευωδία μιας ακόμη πεντακάθαρης ψυχής, της ψυχής της δούλης του Θεού Κωνσταντίνας. Όταν ο Θεός το κρίνει. Μέχρι τότε, απολαμβάνουμε εμείς το άρωμα της ευλογημένης ζωής της. Η αγάπη μας προτιμάει περισσότερο το άρωμά της παρά την ανακούφισή της.
            Ευτυχώς που ο Θεός δεν βιάστηκε…
            Πέρασαν ακόμη λίγες μέρες. Η Νάντια παλινδρομούσε μεταξύ του δικού της ευλογημένου κόσμου και του δικού μας, που με όλες του τις ατέλειες είχε την ομορφιά μιας υποβάλλουσας αγάπης. Μιάς αγάπης που εκφράζεται λιγότερο με το συναίσθημα και περισσότερο με την πίστη. Μιας αγάπης που σε κάνει να αντικρύζεις τον αδελφό σου που πάσχοντας φεύγει, με περισσότερη μυστική χαρά για το μεγαλείο του παρά με συναισθηματική λύπη για την ταλαιπωρία του ή τον χωρισμό.
            Οι μέρες κυλούν. Η Νάντια αντέχει. Για κάποιον λόγο ο Θεός την κρατάει. Πηγαίνω στο Νοσοκομείο με τα γνωστά ανάμεικτα αισθήματα.
             -Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως χθές, μου λέει. Άκουσα από το ραδιόφωνο για το νόημά της. Δεν το ήξερα ακριβώς. Η Ανάσταση του Χριστού, έλεγε, έχει σαν αποτέλεσμα τη δική μας ανάσταση. Εγώ όμως τον φοβάμαι τον θάνατο.
            -Χωρίς τον θάνατο, δεν υπάρχει ανάσταση, της απαντώ. Η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο. Πώς να γυρίσεις στη ζωή χωρίς να έχεις προηγουμένως φύγει από αυτήν; Γι’ αυτό και στην Εκκλησία όλα όσα λέμε είναι σταυροαναστάσιμα.
            -Έχετε δίκιο, κάτι τέτοιο έλεγε και στην εκπομπή που σας ανέφερα. Εγώ όμως λυγίζω.
             -Μα και ο Χριστός δεν λύγισε προ του θανάτου;
            -Δεν πιστεύω να λύγισε όπως εγώ. Άλλο πράγμα ήταν εκείνο που εμένα τουλάχιστον με ξεπερνάει. Εγώ νοιώθω φοβισμένη και αρκετά γήινη. Ενώ όλη μου η ζωή είναι ένα διαρκές θαύμα, ενώ ο Θεός ήταν πάντα στο πλευρό μου, τώρα φοβούμαι μήπως με αφήσει μόνη.
            -Δηλαδή θέλεις να μείνεις εδώ για πάντα;
             -Όχι! Δεν θέλω να μείνω άλλο. Τώρα το έχω πιστέψει ότι φεύγω και δεν με πειράζει. Απλά, ο τρόπος του θανάτου με τρομάζει. Φαντάζομαι πόνους, δυσφορία, ασφυκτική κατάσταση κα με πιάνει αγωνία. Κάντε μια παράκληση να φύγω στον ύπνο μου χωρίς να το καταλάβω; Επίσης δεν θέλω να στενοχωριέστε εσείς.
            -Θα ήθελες να φύγεις αναστάσιμα;
              -Θα προτιμούσα να φύγω σταυροαναστάσιμα.
              -Τί εννοείς;
            -Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοώ, αλλά μου αρέσει πολύ αυτός ο συνδυασμός θανάτου και αναστάσεως που είπατε προηγουμένως.
             -Τί θα ‘ λεγες να φύγεις τη Μεγάλη Παρασκευή και να σου  ψάλουμε αναστάσιμη ακολουθία;
            -Λέτε ως τότε να ζω ακόμη;
            -Εγώ λέω και ακόμη παραπάνω.
             -Νομίζω ότι ως εδώ ήταν, πάτερ. Δεν χρειάζομαι άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο.
              -Πού ξέρεις; Μπορεί να σε χρειάζεται ο κόσμος.
              -Εμένα έτσι όπως είμαι;
            -Εσένα, όπως πράγματι είσαι.
            -Πάντως είμαι πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτές τις συζητήσεις.
             Η καρδιά της Νάντιας χτυπούσε μέχρι και την Μεγάλη Πέμπτη. Διαβάσαμε τα δώδεκα ευαγγέλια. Εδώ και μέρες δεν δείχνει να επικοινωνεί. Οι ρυθμοί της πέφτουν. Η αναπνοή εξασθενίζει. Φαίνεται πώς της τελείωσε όλος ο αέρας αυτού του κόσμου. Το ρολόι δείχνει 23:58. Η καρδιά κρατάει λίγους ακόμη κτύπους. Στις 12 τα μεσάνυχτα, με την είσοδο στη Μεγάλη Παρασκευή, η Νάντια τελείωσε γι’ αυτόν τον κόσμο. Άφησε πίσω ζωντανές αναμνήσεις μιας σπάνια διακριτικής και λεπτής παρουσίας. Άφησε τα ίχνη ενός πολύ επώδυνου χωρισμού. Άφησε κυρίως την αίσθηση ενός ανθρώπου που του άξιζε περισσότερο ο κόσμος της βασιλείας του Θεού, παρά της κυριαρχίας της προσωρινότητος.
            Όπως ήθελε, έφυγε σε σταυρώσιμη μέρα. Η κηδεία της έγινε την Τρίτη της Διακαινησήμου, αναστάσιμη. Η αναχώρησή της δεν θα μπορούσε να είναι πιο σταυροαναστάσιμη!
            Πήγα και στην ταφή. Ήμουν μόνος μου. Δεν υπήρχε άλλος ιερέας. Έκανα και το τελευταίο αναστάσιμο τρισάγιο. Δεν χόρταινα να ψέλνω το «Χριστός Ανέστη». Εκείνο το «και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» εύρισκε πανηγυρική την επαλήθευσή του στο πρόσωπό της Νάντιας. Το σωματικό της πρόσωπο πανέμορφο. Σαν να κοιμόταν πλέον ειρηνικά. Σαν να ενοράτο τον πιο αληθινό κόσμο πνευματικά. Πραγματικά αναπαυμένη. Ο Θεός για μια ακόμη φορά μας είχε πικράνει, γιατί δεν Τον κατανοούμε. Η Νάντια όμως είχε φροντίσει να μας παρηγορήσει, γιατί αυτή μας κατανοεί. Μας έκανε να πονέσουμε λιγότερο και να Τον αγαπήσουμε περισσότερο. Γιατί δεν έφτιαξε μόνον αυτόν τον κόσμο που πεθαίνουμε. Έφτιαξε και τον άλλο που μόνο ζούμε. Η Νάντια αντανακλά το φως του Θεού σε αυτόν τον κόσμο. Τελικά, δεν την νίκησε ο θάνατος˙ τη δόξασε η ζωή της. Ίσως πιο σωστά, τη δόξασε ο Θεός, η Ζωή της.

«Στον παπά- Νικόλα να μου κάνει δέοντα»
            Η διακονία μου σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη χάρι που διαθέτουν μερικοί γέροντες. Σαν αυτούς δεν ξαναγεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Πάντα είχα ιδιαίτερο σεβασμό σε αυτά τα γεροντάκια. Και στο Άγιον Όρος, στα δυόμιση χρόνια που έζησα εκεί, σε τέτοιους θησαυρούς ήταν στραμμένη η προσοχή μου. Μόρφωση περιορισμένη, εξωτερική εικόνα καθόλου εντυπωσιακή, ζωή εντελώς αφανής. Μου μοιάζουν σαν τις μαύρες τρύπες. Δεν δείχνουν τίποτα από τον πλούσιο κόσμο του, αλλά διαθέτουν το ισχυρότερο βαρυτικό πεδίο.
             Από τέτοιους γέροντες έμαθα για τη ζωή, διδάχθηκα για τη ζωή μου, υποψιάσθηκα για τα μυστικά της αληθούς φιλοσοφίας, πήρα μαθήματα ιερωσύνης…
             Στην Αμερική, τη δεκαετία του ’80, θυμάμαι ότι η καλύτερη παρέα μου δεν ήταν αυτή με τους συνομήλικους συμφοιτητές μου. Ήταν ο κ. Γιάννης 92 ετών, ο αδελφός του ο Κώστας από το Winthrop, 96 ετών, η κ. Σταυρούλα γύρω στα 85 και ο νέος της παρέας, ο κ. Κώστας, 78 ετών. Ο πρώτος ήθελε στη γιορτή μου να μου κάνει δώρο το καλό του κουστούμι. Το είχε ράψει για τον γάμο του, που όμως – ποτέ δεν έγινε. Ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ήταν αδύνατο να το δεχθώ. Η προσφορά του είχε πολλή αγάπη αλλά καθόλου λογική. Ίσως και γι’ αυτό να είχε και μεγαλύτερη αξία.
            Στις μεγάλες γιορτές, μετά την εκκλησία, πηγαίναμε μαζί στα Dunkin’ Donuts για λουκουμάδες. Ασύλληπτη παρέα. Η σύνθεσή της και μόνο με τρέλαινε. Τί δεν έχω μάθει όμως από αυτούς τους ανθρώπους! Ο κ. Γιάννης, γεννημένος το 1895, είχε πάει στην Αμερική το 1916. Είχε προηγηθεί ο αδελφός του, ο κ. Κώστας το 1911, σε ηλικία είκοσι ετών. Το μεγαλείο τους δεν έγκειτο στην πείρα της μακράς ζωής τους, όσο στη μεταφορά εσωτερικών βιωματικών εμπειριών μιας άλλης εποχής, όπου πολύτιμοι θησαυροί που σήμερα χάνονται, τότε αποτελούσαν τη φυσική πνευματική διάλεκτο.
             Στο μετόχι που διακονούσα η προσοχή μου έπεσε στην κ. Άννα. Μια καμπουριασμένη γριούλα, 87 ετών˙ ερχόταν κάθε μέρα στην εκκλησία σιγά –σιγά με το μπαστουνάκι της. Η καταγωγή της από την Καππαδοκία. Τα μάτια της κατακόκκινα. Η γλώσσα της με ελάχιστη χρήση. Το πρόσωπό της μόνιμα κρυμμένο κάτω από ένα μαύρο τσεμπεράκι. Χήρα από τα νεανικά της χρόνια, της έφυγαν νωρίς τα δυο παιδιά. Τώρα ολομόναχη. Συντροφιά της τα εικονίσματα, οι παρακλήσεις, οι ατέλειωτες προσευχές. Παρηγοριά και ελπίδα της η Εκκλησία. Πίστη στηριγμένη σε θαύματα, σε προσωπικές εμπειρίες σε ζώσα παράδοση.
            Έστελνα κοπέλες να την εξυπηρετούν αλλά και παράλληλα να μαθητεύουν στο μεγαλείο της.
             Η κ. Άννα αρρώστησε. Έβγαλε έναν όγκο πίσω στο αυτί της, μεγάλο σαν μικρό μανταρίνι. Σήκωσε το τσεμπέρι της και τον είδα. Την έστειλα σε κάτι φίλους μου γιατρούς στον «Ευαγγελισμό» και μετά στον «Άγιο Σάββα». Κοινή ιατρική πρόταση, λόγω και της ηλικίας της, να μην το πειράξουμε, αλλά να περιμένουμε. Εξ΄ άλλου σ’ αυτήν την ηλικία η εξέλιξη τέτοιων όγκων είναι σχετικά βραδεία.
             Η κ. Άννα όμως είχε ενοχλήσεις. Ήλθε στην εκκλησία, με βρήκε μετά τη Θεία Λειτουργία και μου ζήτησε να τη σταυρώσω, όπως μου είπε, με την αγία λόγχη. Εγώ νέος παπάς, χωρίς κλασική εκκλησιαστική παιδεία, δεν γνώριζα τι είναι αυτό. Με υπόδειξή της, άνοιξα το Ευχολόγιο και βρήκα τις κατάλληλες ευχές. Πλησίασε, ξεσκέπασε το κεφάλι της και τη σταύρωσα.
            Σε δύο εβδομάδες, έρχεται μια κοπέλα που την είχε επισκεφθεί και μου φέρνει ένα μικρό φακελάκι από την κ. Άννα.
             -Τί είναι αυτό; Ρώτησα.
               -Δεν ξέρω, μου απάντησε. Μου το έδωσε η κ. Άννα για σας, χωρίς να μου πει τίποτα. Θα σας ενημερώσει η ίδια υποθέτω. Πάντως να ξέρετε ότι το αυτί της είναι καλά.
              Το πήρα και το άνοιξα. Είχε μέσα 40.000 δραχμές. Και ένα χαρτάκι που έγραφε «Υπέρ υγείας και μετανοίας της δούλης του Θεού Άννης».
             Έβγαλα το χαρτάκι, το κράτησα, έβαλα και άλλες 40.000 δραχμές, το έκλεισα και το έδωσα στην κοπέλα να το επιστρέψει, λέγοντάς της να πει στην κ. Άννα ότι επιστρέφω τα… ρέστα.
             Το ίδιο απόγευμα, η κ. Άννα κατέφθασε στην εκκλησία εμφανώς αναστατωμένη.
            -Τί κάνεις κ. Άννα; Αφού είσαι στο κρεβάτι γιατί σηκώθηκες;
             Πάτερ μου, μη μου το κάνετε αυτό. Θα τα κρατήσετε τα χρήματα. Δεν τα δίνω σε σας. Αυτά ανήκουν στην Εκκλησία.
            -Κυρία Άννα μου, δεν χρειάζονται χρήματα.
            Δεν απάντησε. Σήκωσε τη μαντήλα της και μου δείχνει το αυτί της. Ο όγκος είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.
            -Τί έγινε, κ. Άννα; Ρώτησα με έκπληξη.
             -Πάτερ, τα φάρμακα της Εκκλησίας είναι καλύτερα από των γιατρών. Γι΄ αυτό σου έστειλα τα χρήματα.
            -Ναι, αλλά της Εκκλησίας δεν κοστίζουν καθόλου. Εσύ είσαι φτωχούλα, γι’ αυτό κι εγώ σου έστειλα τα ρέστα.
            -Πάτερ μου, σε παρακαλώ, μη μου ξοδεύεις την ευγνωμοσύνη.
             Κάθε Πάσχα, πήγαινα στους γνωστούς κατάκοιτους γέροντες και τις γιαγιούλες της περιοχής με έναν επίτροπο, τους έδινα ένα αυγουλάκι κόκκινο και κουλουράκι από την εκκλησία ως ευλογία, και ψέλναμε το «Χριστός Ανέστη». Η κ. Άννα δεν μπορούσε πλέον να βγεί από το σπίτι της. Πήγα μια χρονιά να την επισκεφθώ. Μπήκαμε στο δωμάτιό της ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη». Μας ζήτησε να πούμε και το «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν». Ενθουσιάστηκε. Καθίσαμε και απολύσαμε την πίστη και τη σοφία της. Πόσο λαχταρούσε να φύγει από αυτόν τον κόσμο!
            -Εκεί δεν θα ψάλλουμε για τον θάνατο. Εκεί θα υμνούμε τη ζωή. Μακάριος όποιος καταλαβαίνει τη ματαιότητα αυτού του κόσμου και την πραγματικότητα του Θεού.
             Τα λόγια και η φωνή της ηχούν ακόμη στα αυτιά μου. τα έλεγε με έναν τέτοιον τρόπο που έπειθε και τον πλέον δύσπιστο. Διάβαζε και κατανοούσε καλά την Αγία Γραφή. Δεν ήταν μορφωμένη, αλλά ήταν έξυπνη γυναίκα με απύθμενο βάθος. Στα λόγια φοβερά φειδωλή, στην έκφραση του προσώπου της έντονα πληθωρική. Έκρυβε μεγάλο πλούτο. Το διέκρινες με την πρώτη ματιά.
             -Κουράστηκες από τη ζωή, κ. Άννα; Ρώτησα.
            -Όχι, πάτερ. Κουράστηκα να περιμένω τη ζωή. Ο κόσμος αυτός αξίζει μόνον όταν βλέπει κανείς πίσω από τον θάνατο.
            -Θέλεις να συναντήσεις και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου, ασφαλώς.
             -Το θέλω. Θέλω όμως να συναντήσω τον Χριστό, όπως γράφει στην Αποκάλυψη. Ζηλεύω τους αγίους. Και εσάς τους ιερείς, πάτερ μου, που βλέπετε «πρόσωπον προς πρόσωπον» τη δόξα του Θεού από αυτόν τον κόσμο. Ενώ εμείς στην άλλη ζωή. Γι’  αυτό, ενώ εύχομαι εγώ να φύγω μία ώρα γρηγορότερα, προσεύχομαι εσείς να ζήσετε όσο περισσότερο γίνεται. Εσείς μπορείτε να ζείτε την αιωνιότητα από τώρα.
            Έτος 1998. Είχα αρκετό καιρό να την επισκεφθώ. Μάλιστα όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έλειπα στο Άγιον Όρος. Επέστρεψα την Παρασκευή του Λαζάρου. Τη Μεγάλη Δευτέρα την ειδοποίησα με μια γειτόνισσα ότι προγραμματίζω να πάω σπίτι της, όπως κάθε χρόνο το Πάσχα, για το «Χριστός Ανέστη». Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης, πριν από την ακολουθία, συναντώ την κυρία αυτήν, η οποία μου περιέγραψε τον ενθουσιασμό της κ. Άννας για την επικείμενη Πασχαλινή συνάντηση.
            -Μόνο που θα ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη» θα φθάσω στον ουρανό, πες του, της είπε, γιατί μου φαίνεται πώς με ξέχασε ο Θεός.
             Η ακολουθία τελείωσε στις 10:30 το βράδυ. Βγαίνοντας μου τηλεφωνούν ότι η κ. Άννα βιάστηκε να μας φύγει πριν από το Πάσχα. Προτίμησε να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με τους αγγέλους για πάντα, παρά με τους αγαπημένους της ιερείς το Πάσχα. Έφυγα και πήγα σπίτι της να τακτοποιήσουμε τα διαδικαστικά της κηδείας της. Την ασπάσθηκα. Ήταν ακόμη ζεστή. Καθώς την αλλάζαμε, σηκώνουμε το μαξιλάρι της. Ένα φακελάκι έγραφε απ’ έξω: «Για τον παπά – Νικόλα να μου κάνει τα δέοντα». Είχε μέσα 100.000 δραχμές. Αιωνία της η μνήμη.
             Η εξόδιος ακολουθία της έγινε την Τρίτη της Διακαινησίμου. Παρόντες μια ανεψιά της και λίγος κόσμος από την εκκλησία. Το πολύ είκοσι άτομα. Ήταν η πρώτη αναστάσιμη κηδεία που τελούσα. Ατέλειωτα «Χριστός Ανέστη» συνόδευαν την ευγενέστατη ψυχή της. Και σίγουρα πλήθος αγγέλων τη συντρόφευαν στ αιώνιο ταξίδι της. Πολύ διακριτικά κατάφερε να γλυστρήσει στην αιωνιότητα. Όπως ο Πάγκαλος Ιωσήφ, «κατέλιπε τον χιτώνα» του σώματός της «και γυμνή ως οι Πρωτόπλαστοι προ της παρακοής» ανέβηκε ανάλαφρη στον τόπο της αιώνιας ανάπαυσής της.





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |