Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός
Νικολάου Μητροπολίτου
Μεσογαίας και Λαυρεωτικἠς
Στο μεθόριο ζωής και θανάτου
Το «μείζον» και το «περισσόν» της αγάπης
Η ζωή στο Νοσοκομείο έχει απίστευτες ταλαντώσεις. Σήμερα ζω την τεράστια πάλη που μια ολόκληρη ομάδα γιατρών κάνει για να ζήσει ένα μικρό κοριτσάκι μόλις διόμισυ χρόνων˙ η Μαργαρίτα από τη Λέρο. Καρδιολόγοι, εντατικολόγοι, χειρουργοί, νοσηλευτές, τεχνικοί, οι πάντες δίνουν μια υπεράνθρωπη μάχη για να συνεχίσει να χτυπάει όσο περισσότερο γίνεται μια μικρή καρδούλα με ένδεκα συγγενείς ανατομικές παθήσεις, τη στιγμή που, αν αυτό δεν γίνει, πάνε να σπάσουν οι καρδιές τόσων ανθρώπων.
Μέχρι σήμερα έξι επεμβάσεις δεν κατάφεραν να της χαρίσουν την υγεία και να της προσφέρουν την προοπτική της ζωής. Δεν κατάφεραν να ανακουφίσουν δυο γονείς που ξεροσταλιάζουν νύχτα και μέρα στα νοσοκομεία, ακούγοντας ξένες γλώσσες που δεν κατανοούν, επιστημονικές ερμηνείες που τους υπερβαίνουν, διαρκείς ιατρικές προτάσεις που δεν χαρίζουν λίγη σιγουριά˙ όλο πιθανότητες, όλο «θα δούμε», όλο «μπορεί», όλο ασαφές τοπίο. Δεν κατάφεραν να ικανοποιήσουν έναν κόσμο που κυριολεκτικά εκφράζει την ανθρώπινη ψυχή και δυνατότητα στη μεγαλύτερή της ένταση.
O Dr. Aldo Castaneda, ένας λευκός και λεπτός, ψηλός καρδιοχειρουργός από τη Γουατεμάλα, ο «μάγος» όπως τον αποκαλούν, ο καλύτερος καρδιοχειρουργός παίδων στον κόσμο, ένας αξιοπρεπέστατος κύριος δεν δίνει και πολλές ελπίδες. Χθές, μετά το χειρουργείο της Μαργαρίτας, καθώς κατέβαινα τις σκάλες του Νοσοκομείου, τον είδα μόνο του στο κλιμακοστάσιο, σκεπτικό και περίλυπο, με το χέρι του ακουμπημένο στο κράσπεδο του παραθύρου και το κεφάλι του στηριγμένο στον τοίχο. Αδυνατούσε να αποδεχθεί την αδυναμία του να δώσει ζωή στο μικρό αυτό κοριτσάκι από την Ελλάδα. Δεν είναι και τόσο συνηθισμένος να χάνει τις μάχες. Σπάνια του φεύγει παιδί. Κάνει θαύματα ο άνθρωπος! Φοβερά αποφασιστικός, ασύλληπτα επινοητικός, θετικός και σταθερός, παράλληλα όμως και ασυνήθιστα ευγενής και λεπτός στους τρόπους, σπάνια δε για χειρουργό τρυφερός και σεμνός.
-Τί έγινε, γιατρέ; Ρωτώ. Η αίσθησή σας τί λέει; Υπάρχει καμιά ελπίδα;
-Ανθρωπίνως τελειώσαμε. Δώσαμε ότι είχαμε. Αλλά αυτό το κοριτσάκι, που τόσο παλεύει να ζήσει φαίνεται πως δυσκολεύεται και να πεθάνει. Στο χειρουργείο τρεις φορές κόντεψε να μας μείνει στο τραπέζι και τα κατάφερε. Σαν να μην τη θέλει ο Θεός στον ουρανό.
Παρά την περί του αντιθέτου επιθυμία όλων μας, κατάλαβα ότι μάλλον θα υποχωρήσει ο Θεός και θα της ανοίξει τελικά την πόρτα. Αν ο Castaneda δεν μπορεί, τότε και ο Θεός υποχωρεί!
Κατέβηκα τα σκαλιά και πήγα στη Μονάδα. Δεκαοκτώ κρεβατάκια ακτινωτά διατεταγμένα, καθένα με τη νοσοκόμα του, τον υπερσύγχρονο εξοπλισμό του, τον κρυφό ή φανερό αγώνα του, τις άπειρες και θερμές προσευχές του, τους φανερούς επίγειους αγγέλους του να παλεύουν και τους αφανείς επουράνιους φίλους του να συντροφεύουν. Στο κέντρο η μονάδα ελέγχου. Ένα ολόκληρο επιτελείο, τέλεια εκπαιδευμένο, με επιλεγμένα στελέχη, ίσως τα καλύτερα στον κόσμο, βλέπει καθημερινά, κάθε στιγμή τη ζωή να ανταλλάσσει ιερά φιλήματα με τον θάνατο και τους αγγέλους του Θεού να δυσκολεύονται να σφιχταγκαλιάσουν τα παιδάκια Του. Και όταν το κάνουν, το κάνουν με έναν πολύ λεπτό και αληθινό πόνο, που συνοδεύεται όμως και από πολύ λεπτή και διεισδυτική ελπίδα. Πόνος και αγωνία, χαρά και προσδοκία συνυπάρχουν όλα μαζί στη μεγαλύτερή τους ένταση.
Στο νοσοκομείο καταλαβαίνεις τι αξία έχει η υγεία, τι θα πεί ζωή, πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος από μόνος του, πόσο μεγάλος γίνεται με τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι πολύ μικρός και αδύναμος και μέσα στα επιτεύγματα και τη θαυμαστή τεχνολογία και ιδιοφυΐα του. Τα θαύματα του ανθρώπου είναι πολύ μικρά. Ο Θεός διακρίνεται μεγάλος και μέσα από τις … ήττες Του, μέσα από τον θάνατο και τις φαινομενικές αποτυχίες Του. Η ζωή που χαρίζει ο άνθρωπος πάντα καταλήγει στον θάνατο˙ ο θάνατος που επιτρέπει ο Θεός πάντα οδηγεί σε αιώνια κατάσταση και ζωή.
Η Μαργαρίτα τελικά δεν άντεξε τη βαρύτητα του χρόνου. Βιάστηκε να γλυστρήσει στην απαλότητα της αιωνιότητος. Την ακούμπησε ελάχιστα η παχύτητα αυτής της ζωής, δεν πρόφθασε να γευτεί ούτε χαρές ούτε λύπες˙ μόλις που την άγγιξε ο πόνος, η ανθρώπινη αγάπη˙ ίσα που τη χάιδεψε ο χρόνος.
Άφησε πίσω της την ταπείνωση της αποτυχίας στους καλύτερους γιατρούς, την αίσθηση της ανεπάρκειας στη θαυματουργό τεχνολογία μας. Άφησε πόνο στους γονείς, βασανιστικά ερωτήματα δίχως απαντήσεις σε όλους όσους τη γνώρισαν. Άφησε παράλληλα και την υποψία ενός Θεού πολύ διαφορετικού από αυτόν που κατασκευάζουν οι θρησκείες της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας και της ξερής λογικής. Άφησε την εσωτερική βεβαιότητα του Θεού που δεν παίρνει ανθρώπους για να τους στερήσει τη ζωή, αλλά που υποδέχεται τους ανθρώπους για να τους χαρίσει την όντως ζωή.
Στο κεφάλι της νεκρής Νατάσας.
Είναι μερικές στιγμές που η εσωτερική πάλη, τα λεπτά διλήμματα, η μικρή απόσταση ανάμεσα στη σωστή επιλογή και το λάθος κυριολεκτικά υπογραμμίζουν την ανθρώπινη αδυναμία, ενώ ταυτόχρονα τονίζουν και το ανθρώπινο μεγαλείο. Εκεί συναντάται η δυνατότητα για κάτι μεγάλο και καλό με την ανθρώπινη αβεβαιότητα για κάτι σίγουρο και κοινά αποδεκτό. Εκεί διασταυρώνεται η ιδιοφυΐα της φυσικής αγάπης με τη συστολή του πνευματικού σεβασμού. Και είναι τόσο σφιχταγκαλιασμένα αυτά, όπως η ψυχή με το σώμα, όπως η σκέψη με τον νου. Εκεί φαίνεται ο άνθρωπος ως σιωπή και λόγος, ως μυστήριο και αποκάλυψη, ως πτώση και ανάσταση. Εκεί υφαίνεται η πλοκή του ελέους του Θεού με νήματα λεπτά, δυσδιάκριτα στην ανθρώπινή λογική και διαφαίνεται η εκπληκτική εύνοιά Του, με τρόπους «ξένους», μη συνήθεις προς την ανθρώπινη φύση.
Ένα τέτοιο σημείο μπροστά στο οποίο στέκεται ο άνθρωπος με θαυμασμό αλλά και τεράστια δυσκολία είναι το κεφάλαιο των μεταμοσχεύσεων. Τι φοβερό, αλήθεια, επίτευγμα να μπορούν η ιατρική επιστήμη και τεχνολογία σήμερα να μεταφυτεύουν όργανα από τον έναν άνθρωπο στον άλλο! Να πείθουν τον οργανισμό να δέχεται σαν δικό του το ξένο όργανο! Τι ευκαιρία, με τον μεγαλοφυή αυτόν τρόπο, να δίνουν ζωή σε άλλως τελειωμένους βιολογικά συνανθρώπους μας!
Αλλά και τι κρίσεις δεν δημιουργεί! Πώς είναι δυνατόν κομμάτι της υποστάσεως ενός ανθρώπου, ο νεφρός, το δέρμα, το έντερο, αλλά και το συκώτι ή η καρδιά να αποτελεί στο μέσο της διαδρομής του κομμάτι κάποιου άλλου ανθρώπου, μέρος της προσωπικής του έκφρασης; Πώς είναι δυνατόν να μεταφυτεύονται από τον έναν στον άλλο συνολικά επτά ή οκτώ όργανα μαζί, νεφροί, ήπαρ, νησίδες παγκρέατος, λεπτό και παχύ έντερο, στομάχι, να αλλάζει κατά κάποιον τρόπο το σώμα και να παραμένει η ταυτότητα του προσώπου αναλλοίωτη! Πόσο δεμένο με την πνευματική υπόστασή μας είναι το σώμα; Είναι τελικά σεβασμός ή ασέβεια αυτό που γίνεται; Είναι ευλογία ή θράσος; Μήπως έχουμε ξεπεράσει ανεπίτρεπτα το όριο της ανθρώπινης ιερότητος; Μήπως, δίνοντας βιολογική ζωή με τόσο παρεμβατικούς τρόπους σε λίγους συνανθρώπους μας, στερούμε από βασικά στοιχεία πνευματικής ζωής τον άνθρωπο στο σύνολό του; Μήπως προφασιζόμενοι την αγάπη, τροφοδοτούμαστε με θράσος, έπαρση, ανεξέλεγκτα συμφέροντα, μεροληπτικές αποφάσεις;
Και όταν το μόσχευμα προέρχεται από εγκεφαλικά νεκρό, από νεκρό που… ζει, από νεκρό που αναπνέει, από νεκρό που δεν φαίνεται νεκρός, αλλά ονομάζεται νεκρός από τους γιατρούς, τους νόμους, τις κοινωνίες, δεν παραβιάζουμε την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου, που μας υπερβαίνει ως γεγονός, με αλαζονικές εξαγγελίες που πνευματικά μας μειώνουν; Πώς πάλι μπορούμε τη στιγμή που παλεύουμε κάποιος να μείνει κοντά μας όσο γίνεται περισσότερο, την ίδια στιγμή με σπουδή και ελπίδα για κάποιον άλλον να του παίρνουμε τα όργανα, αφήνοντας η χαρά μας για τη ζωή του λήπτη να εξαφανίζει τον πόνο μας για τον θάνατο του δότη;
Αλλά και αυτού που εμείς τον κάναμε να φαίνεται πως ζει, είναι το μηχανικό ανεβοκατέβασμα του στήθους του αναπνοή; Είναι ο χτύπος της καρδιάς του ένδειξη λειτουργίας της; Μήπως έχει τελειώσει η συμπόρευση της ψυχής με το σώμα του κι εμείς στενόψυχα το ταλαιπωρούμε δίχως ελπίδα, δίχως προοπτική, δίχως λόγο; Με συνοδό μόνο το φόβο, τους γεμάτους σχολαστικότητα προβληματισμούς, την υπερβολή της εξάρτησης από την προσωρινότητα και την αμεσότητα αυτού του κόσμου;
Χτυπάει το τηλέφωνο. Από την άλλη μεριά η Διευθύνουσα του Γενικού Κρατικού. Γρήγορα μπαίνει στο θέμα. Μία κοπέλα δεκαεννέα ετών, η Νατάσα, έκανε κατακλυσμιαία εγκεφαλική αιμορραγία και διαγνώστηκε εγκεφαλικά νεκρή. Δυστυχώς, έγιναν και οι προβλεπόμενες επαναληπτικές διαγνωστικές δοκιμασίες και όλα επιβεβαιώνουν την οριστική νέκρωση του εγκεφάλου. Στο Ωνάσειο ένα νέο παλληκάρι περιμένει απεγνωσμένα μια καρδιά. Στις λίστες για νεφρικές ή ηπατικές μεταμοσχεύσεις κοντά στα χίλια άτομα. Το δίλημμα είναι μεγάλο: ή σε λίγες ώρες η αποσύνθεση των οργάνων της Νατάσας ή για χρόνια το δώρο της ζωής σε εννέα περίπου συνανθρώπους μας.
Οι αρμόδιοι προσπάθησαν διστακτικά να μιλήσουν για τη δυνατότητα δωρεάς οργάνων στους γονείς. Πώς όμως να φορτώσουν στον αβάσταχτο πόνο τους, ένα πρόσθετο ασήκωτο δίλημμα; Πώς να προσθέσουν στη ζάλη τους την πίεση για μια άμεση απόφαση που απαιτεί γνώση, ψυχραιμία, ψυχικό σθένος, χρόνο, ξεκάθαρη συνείδηση. Ποιός είναι αυτός που γνωρίζει τις σωστές και σίγουρες απαντήσεις στα ερωτήματα που εγείρονται για να βοηθήσει;
Μέσα στην όλη έντονη αυτήν ατμόσφαιρα, οι γονείς ζητούν την γνώμη της Εκκλησίας. Έτσι δικαιολογείται το τηλεφώνημα της Διευθύνουσας σε μένα.
Σε λίγη ώρα βρίσκομαι σε ένα γραφείο με τους γονείς, τον διευθυντή της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, έναν γιατρό και την προϊσταμένη. Η ένταση εμφανής. Αρχικά σύντομη σιωπή. Παίρνω εγώ την πρωτοβουλία να σπάσω την αμηχανία.
-Γιατρέ, τί ακριβώς έχει η Νατάσα; ρωτώ.
-Είναι, δυστυχώς, εγκεφαλικά νεκρή, απαντά ξερά, όχι από σκληρότητα αλλά από ψυχολογική αμηχανία και δυσκολία.
-Γιατί λέτε «εγκεφαλικά νεκρή» και όχι «νεκρή»; Μήπως κάπως ζει;
-Ζουν κάποια όργανα της υποστηριζόμενα μηχανικά και έχει νεκρωθεί ο εγκέφαλος από την αιμορραγία, συνεχίζει.
-Αυτό τί ακριβώς σημαίνει; Ξαναρωτώ.
-Σημαίνει ότι δεν αισθάνεται, δεν καταλαβαίνει, δεν πονάει, και το χειρότερο δεν μπορεί πλέον να επανέλθει. Αν της κόψουμε το πόδι με ένα πριόνι δεν θα αντιδράσει. Αν ρίξουμε επάνω της μία ισχυρή δέσμη φωτός μέσα στο σκοτάδι τα μάτια της δεν θα καταλάβουν τη διαφορά. Ο εγκέφαλός της έχει ήδη αρχίσει να αυτολύεται. Ό,τι λειτουργεί, λειτουργεί με τη βοήθεια των μηχανημάτων και μόνο. Μάλιστα σε λίγο και τα υπόλοιπα όργανά της σταδιακά θα καταστραφούν παρά ταύτα. Εγώ θα έλεγα ότι είναι νεκρή.
-Λέτε «εγώ θα έλεγα» και όχι ότι «είναι νεκρή»; Αυτό δεν δείχνει ασάφεια;
-Η ασάφεια προκύπτει από τη μηχανική εικόνα της ότι αναπνέει, η καρδιά της χτυπάει.
-Και είστε τόσο σίγουρος, γιατρέ, ότι δεν μπορεί να επανέλθει; Συνέχισα να ρωτώ.
-Δυστυχώς, είμαστε σίγουροι, διότι υπάρχουν έξι tests που πρέπει να το αποδείξουν και να ισχύουν όλα μαζί και μάλιστα είμαστε υποχρεωμένοι και να επαναλάβουμε μετά από λίγες ώρες τη διάγνωσή μας ώστε να μπορέσουμε να την επιβεβαιώσουμε. Ποτέ δεν έχει επανέλθει κάποιος που σωστά διαγνώστηκε εγκεφαλικά νεκρός.
Μας διακόπτει κάπως η μητέρα λέγοντας:
-Δηλαδή τώρα μόνο ένα θαύμα.
-Ναι! μόνο θαύμα, απαντά αμήχανα ο γιατρός, συντηρώντας όμως έτσι κάποιες λάθος ελπίδες.
Ακολουθεί σιωπή, την οποία σε λίγο διακόπτω με παρέμβασή μου.
-Γιατρέ, τι θαύμα; Ανάσταση νεκρού η θεραπεία ασθενούς;
-Ανάσταση νεκρού, απαντά ο γιατρός, σαφώς ανακουφισμένος για τη δυνατότητα εξόδου από το αδιέξοδο που προηγουμένως είχε ο ίδιος προκαλέσει.
Νέα αμηχανία και σιωπή.
-Θα θέλατε να διαβάσουμε μια ευχούλα στο παιδί; Ρωτώ κάπως δειλά.
-Βεβαίως, πάτερ, απαντούν με μια φωνή οι δύστυχοι γονείς.
Προφανώς, διατηρούν ακόμη ελπίδες, σκέφτηκα. Και πώς να μην τις διατηρούν; Όταν βλέπουν το παιδί τους να αναπνέει, έστω και μηχανικά, όταν ακούν τους χτύπους της καρδιάς του, όταν το ασπάζονται και είναι ακόμη ζεστό, όταν δεν διαφέρει καθόλου η εικόνα του από αυτήν του κώματος, τότε εύκολα κανείς λειτουργεί στη λογική του «μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος», του «μήπως γίνει θαύμα», του «λίγο ακόμα», των πάσης φύσεως δικαιολογιών. Είναι τόσο φυσικό˙ τον γιατρό τον εμπιστευόμαστε περισσότερο, όταν δίνει ελπίδες θεραπείας, παρά όταν τις εξαφανίζει.
Προχωρούμε νευρικά στον διάδρομο, χωρίς να συνομιλούμε. Σαν να περιμένουμε την τελική απάντηση. Στο μεταξύ σκεφτόμουν τι προσευχή να διαβάσω. Υπέρ υγείας; Ούτε το πιστεύω ούτε και είμαι βέβαιος ότι δεν έχει πεθάνει. Νοιώθω πώς μάλλον πέθανε και απλά της φουσκώνουμε και ξεφουσκώνουμε τα πνευμόνια με τεχνητό αναπνευστήρα, προφέροντας σε αυτήν αέρα και σε μας παρατεινόμενη τυραννία. Είναι στιγμές που η ίδια επιστήμη και τεχνολογία που χαρίζει ζωή, η ίδια οδηγεί και σε βασανιστικά αδιέξοδα. Να διαβάσω την ευχή εις ψυχορραγούντα; Με δεν ταιριάζει, δεν δείχνει ζόρι και δυσκολία, δεν ψυχορραγεί. Να διαβάσω τρισάγιο; Ούτε γι’ αυτό είμαι σίγουρος ούτε πάλι είναι έτοιμοι οι συγγενείς.
Φτάνουμε στο κρεβάτι. Η Νατάσα πρησμένη, παραμορφωμένη, αναπνέει βαριά με τον αναπνευστήρα, η μητέρα πέφτει πάνω στο ανήμπορο να ανταποκριθεί στο όποιο ερέθισμα ανέκφραστο σώμα της δύστυχης κόρης της, ο πατέρας γονατιστός στο πάτωμα, ο γιατρός – ένας εξαιρετικός άνθρωπος – τόσο εξοικειωμένος από ανάλογα περιστατικά, χωρίς όμως καθόλου κατεστραμμένο τον κόσμο των ευαισθησιών του, παρακολουθεί εμφανώς συγκινημένος. Γύρω – γύρω εικονούλες. Όλοι, ο καθένας με τον διαφορετικό αλλά άγνωστο σε μένα τρόπο τους, περιμένουν να διαβάσω την ευχή. Εγώ διαλέγω μια ευχή από το Ευχολόγιο και στη μέση κάνω τροποποιήσεις αυτοσχεδιάζοντας. Ούτε τον Θεό να κοροϊδέψω μπορώ ούτε και τον εαυτό μου ούτε πάλι και την ελπίδα των γονέων εγώ να πνίξω. Ζητούμε από τον Θεό να σκεπάσει τη ζωή της Νατάσας, να τη συνοδεύει στην κρίση που περνά και να χαρίζει σε μας αφ’ ενός μεν δύναμη να δεχθούμε το θέλημά Του, αφ’ ετέρου δε φωτισμό να ξεπεράσουμε τα διλήμματά μας με ταπείνωση, σεβασμό και πίστη.
Κάνω την απόλυση και βγάζω το πετραχήλι μου. η μητέρα ψύχραιμη στρέφεται στον άνδρα της λέγοντας:
-Νομίζω να δώσουμε τα όργανα.
-Ίσως με τον τρόπο αυτόν, και τη ζωή της κάπως να παρατείνουμε και αγάπη και ζωή σε κάποιους να δώσουμε. Εγώ έτσι αισθάνομαι, πάτερ.
Με μουσκεμένα τα μάτια, δείχνει και ο πατέρας να συναινεί. Και μόνον η απόφαση τους μεταμορφώνει, τους δυναμώνει, τους δίνει κάτι το ηρωικό στην έκφραση. Τώρα ο πόθος τους να ζήσει το παιδί τους μεταμορφώνεται σε αγωνιώδη επιθυμία να ζήσουν κάποιοι άλλοι.
Τους χαιρέτησα και έφυγα. Έφυγα συγκλονισμένος όχι τόσο από την απόφαση των γονέων, όσο από την ένταση της ανθρώπινης φύσης. Εγώ δεν είχα καμία ευθύνη για την απόφασή τους. Δεν είχα συνεισφέρει σε αυτήν ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Την πήραν μόνοι τους. Απλά, ήμουν παρών σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή.
Σε λίγες μέρες, μου ζήτησαν να έλθουν να με συναντήσουν. Τους δέχτηκα με πολλή χαρά. Άνθρωποι πονεμένοι, ευγενείς, αξιοπρεπείς, με λεπτή και ευαίσθητη συνείδηση. Έκλαιγαν ασταμάτητα. Τους ενοχλούσε όμως πολύ που τελικά δεν μπόρεσαν να προσφέρουν το όργανα του παιδιού τους. Αυτό θα τους ανακούφιζε κάπως, όπως ομολογούσαν. Δυστυχώς, τα όργανα δεν ήταν μεταμοσχεύσιμα. Είχαν καθυστερήσει να αποφασίσουν. Λίγη ώρα μετά τις πρώτες σχετικά εξετάσεις και διαπιστώσεις ούτε και τα μηχανήματα μπορούσαν να επιβάλουν λειτουργία στα ταλαιπωρημένα όργανα της Νατάσας. Οι δύο γονείς είχαν κρίση συνειδήσεως˙ ελέγχονταν μήπως τελικά η προσκόλληση στο παιδί τους στέρησε τη ζωή και από τους άλλους που θα μπορούσαν, αν αυτοί έπαιρναν έγκαιρα την απόφαση, να ζήσουν. Θα ήθελαν πολύ η καρδιά, οι νεφροί, το ήπαρ, του παιδιού τους να λειτουργούσαν ακόμη, έστω στα σώματα άλλων συνανθρώπων μας. τα ίδια όργανα να συντηρούσαν στην επίγεια πορεία τους άλλες ψυχές.
Τι μεγάλο πράγμα που είναι η αγάπη! Να μπορείς να δώσεις ζωή από τον θάνατό σου! Ή από τον θάνατο του πολύ δικού σου ανθρώπου να δώσεις παράταση σε κάποιον άλλον που πιθανότατα δεν γνωρίζεις! Να μπορείς να μοιραστείς το σώμα σου με κάποιον συνάνθρωπό σου! Δίνοντας κομμάτια της υπόστασής σου να προσφέρεις την αγάπη σου ως ζωή στον άγνωστο πλησίον σου που αδυνατεί διαφορετικά να ζήσει! Είναι σαν φεύγοντας από αυτόν τον κόσμο να πετάς τη μηλωτή σου, όπως ο προφήτης Ηλίας στον Ελισαίο, προκειμένου ο Ελισαίος της αγάπης σου να συνεχίζει να αξιοποιεί τη χάρι της. «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς εύρεν ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».
Στις μεταμοσχεύσεις παλεύει ο σεβασμός στον δότη με το αγκάλιασμα του λήπτη˙ το δώρο της ζωής που δεν μας ανήκει με την προσφορά της αγάπης που σε όλους την οφείλουμε. Φαίνεται ότι το πρώτο είναι πολύ μεγάλο που δικαιολογεί συστολή. Το δεύτερο όμως είναι το μείζον που οδηγεί στην ευλογία της συναίνεσης. Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο προσωπικό δίλημμα δεν είναι αν πρέπει κανείς να γίνει δότης, αλλά αν πρέπει να δεχθεί να γίνει λήπτης.
Μαύρο Βουνό Γραμματικού
Ένας απέραντος τάφος
Κυριακή 14 Αυγούστου 2005. Παραμονή της Παναγίας. Όλη η Ελλάδα ανάσταση. Η Κύπρος για μια ακόμη φορά βυθισμένη στο πένθος. Ένα αεροσκάφος, προερχόμενο από τη Λάρνακα και με προορισμό την Αθήνα, μένει ακυβέρνητο και ύστερα από περιπλάνηση δύο και πλέον ωρών συντρίβεται στο Μαύρο Βουνό του Γραμματικού. Δεν έχει καμία σημασία ποια είναι τα αίτια, ποιος ευθύνεται, πώς συνέβη. Σημασία έχει ότι εκατόν είκοσι ένα άτομα, όλα μαζί, τέτοια μέρα, εντελώς άδικα και τραγικά άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μια γωνιά της Αττικής.
Πληροφορήθηκα το γεγονός και ξεκίνησα με κομματιασμένη την καρδιά για τον πόνο του ατυχήματος. Έφτασα στις δύο παρά δέκα. Λίγο λιγότερο από δύο ώρες μετά το τραγικό ατύχημα. Προχώρησα βιαστικά. Δεν ήθελα να με αντιμετωπίσουν σαν επίσημο. Αναπόφευκτα όμως έγινε και αυτό. Ήλθαν οι αρμόδιοι να με ενημερώσουν. Βρήκα τρόπο να μην πολυασχοληθούν μαζί μου. Είχα την πεποίθηση ότι ήμουν ο πιο άχρηστος εκεί επάνω. Δεν ήθελα να γίνω και ο πλέον βλαβερός.
Εντυπωσιακή η κινητοποίηση. Δεκάδες ασθενοφόρα, στρατός, αστυνομικές και πυροσβεστικές δυνάμεις, πλήθος κόσμου, ένας πραγματικός πανικός. Μπροστά μας συντρίμμια από το αεροσκάφος, καπνοί και φλόγες από την πυρκαγιά που από άγνωστη αιτία ξέσπασε, πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα σε έντονη προσπάθεια κατάσβεσης της φωτιάς. Επιπλέον, σκόρπια πτώματα που, σαν να μην έφτανε η κακοποίησή τους από την συντριβή, έπρεπε να μεταμορφωθούν και σε στάχτες. Ανθρώπινα σώματα όχι μόνο νεκρά ούτε μόνον αλλοιωμένα, αλλά κυριολεκτικά εξαφανισμένα. Όχι μόνο μη αναγνωρίσιμα αλλά και μη ανιχνεύσιμα.
Μόλις βρήκα την ευκαιρία, κάθισα κάπως παράμερα. Περνούσαν οι ώρες και η φωτιά δεν έσβηνε. Τη μάχη την έδιναν λίγοι άνθρωποι: οι ειδικές δυνάμεις από τη γη και οι πιλότοι από τον αέρα. Οι υπόλοιποι θεατές. Ένας από αυτούς και εγώ. Όλοι οι άλλοι έτοιμοι, μόλις δοθεί το σύνθημα να βοηθήσουν. Εγώ δίχως καμία αιτιολογία της παρουσίας μου. Δεν έχω να προσφέρω τίποτα. Με πυρκαγιά όμως εσωτερική ανεξέλεγκτη. Το συναίσθημά μου κουρελιασμένο. Θλίψη, πόνος, παράπονο. Η σκέψη να τυραννιέται από την προσπάθεια προσδιορισμού των παραμέτρων της τραγωδίας αφ’ ενός και από το σφυροκόπημα των απαιτητικών ερωτημάτων αφ’ ετέρου. Η πίστη μου ξανά σε αμφισβήτηση. Της το επιτρέπω εγώ. Ίσως και να το προκαλώ.
Ο κλασικός θεός των θρησκευτικών εγχειριδίων και της επικρατούσης αγωγής ή ένοχα απών ή συντριπτικά υπεύθυνος ή τελικά ανύπαρκτος. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις να τρελαίνεσαι από την αντίφαση και τη συνείδηση της κυριαρχίας του κακού στον κόσμο˙ οι άνθρωποι δυστυχισμένα αντικείμενα, παθητικά εργαλεία στα χέρια ενός αδιάφορου και ίσως κακού θεού. Στην Τρίτη να καταρρέεις από το αίσθημα της τρομακτικής μοναξιάς˙ όλοι μας τραγικά μόνοι στον αχανή κόσμο μας, θύματα τυχαίων συμβάντων και συγκυριών, εντελώς αβοήθητοι στην τρικυμισμένη θάλασσα της τραγικής τυχαιότητος, με εντελώς συγκυριακή αρχή και αδυσώπητα βεβαιωμένο τέλος˙ αναπότρεπτο ως γεγονός, ανεξέλεγκτο ως προς τον χρόνο και τον τρόπο του. Όλοι θα πεθάνουμε, αλλά δεν ξέρουμε το πώς και το πότε. Κανένας μας και καθόλου δεν μπορεί να ελέγξει καμία παράμετρο του θανάτου μας. Ακόμη και η ιατρική παρέμβαση λειτουργεί με στατιστικές και πιθανότητες. Και αυτό κάνει το τέλος ακόμη τραγικότερο. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί μια όμορφη ζωή.
Πού είναι τελικά ο Θεός; Ποιός είναι ο αληθινός Θεός; Πώς διακρίνεται μέσα από αυτό το γεγονός ο Θεός; Κι αν τέτοιος δεν υπάρχει, γιατί είναι τραγικό το τέλος μας; Γιατί είναι τραγικός ο αιφνίδιος, ο μαζικός, ο ασυνήθιστος στον τρόπο του θάνατος; Γιατί είναι καλύτερο να σβήνει κάποιος στο ενενήντα πέντε του χρόνια την ώρα του ύπνου και θεωρείται αποτρόπαιο, όταν η ζωή του καταλήγει με τη συντριβή ενός αεροπλάνου πάνω σ’ ένα βουνό, συντροφιά με τα παιδιά και τη γυναίκα του; Τραγική είναι η αρχή μας, τραγικότερη η αξία μας, τυραννικότερη η σκέψη μας.
Κάπου πρέπει όμως να υπάρχει ο Θεός, χωρίς εύκολα να διακρίνεται. Αν εδώ στο Γραμματικό δεν είναι παρών ο αληθινός Θεός, τότε δεν υπάρχει πουθενά. Λέω δυο λόγια προσευχής από μέσα μου. Έχω ένα μικρό κομποσχοινάκι στην τσέπη μου, βάζω το χέρι μου και χωρίς κανείς να με αντιλαμβάνεται αφήνω την ψυχή μου να περπατήσει στα ακανθώδη μονοπάτια της έμπονης ελπίδας για λίγη παρηγοριά, αλλά και του τιμίου και ασυνθηκολόγητου προβληματισμού για ακέραια την αλήθεια.
Η φωτιά συνεχίζει ανεξέλεγκτη. Με πλησιάζει ο επικεφαλής της όλης επιχείρησης:
-Χαίρομαι πάρα πολύ, Σεβασμιώτατε, που σας γνωρίζω. Έχω ακούσει τόσα πολλά. Συγκινούμαι ιδιαίτερα που τέτοια μέρα βρίσκεστε εδώ, μέσα στη σκόνη, στην αγωνία, στην ένταση, στον πόνο.
Αυτός ο υπερθετικός, «Σεβασμιώτατε», μου ακούστηκε τόσο αταίριαστος, τόσο άχαρος, τόσο ψεύτικος. Εδώ έχουμε μπροστά μας την ανθρώπινη αδυναμία σε όλο της το μεγαλείο και μιλάμε με υπερβολές προσφωνήσεων και βαρύγδουπους όρους;
-Δηλαδή που έπρεπε να βρίσκομαι; Τολμώ να ρωτήσω. Εγώ κ…. είτε το καταλαβαίνετε είτε όχι, αντιλαμβάνομαι ότι είμαι ο πιο άχρηστος απ’ όλους. Κάθομαι και σκέπτομαι˙ οι πυροσβέστες έχουν ρόλο, να σβήσουν τη φωτιά˙ οι αστυνομικοί να περιφρουρήσουν την περιοχή˙ οι στρατιώτες, να τρέξουν όπου χρειασθεί˙ οι επικεφαλής της Περιφέρειας και της Νομαρχίας, να συντονίσουν το έργο˙ ακόμη και οι δημοσιογράφοι, να μεταφέρουν την είδηση. Εγώ τί να προσφέρω; Τίποτε απολύτως. Είμαι σαφώς ο πιο άχρηστος. Απλά, κάθομαι εδώ γιατί δεν με χωράει το σπίτι μου. Τί να έκανα; Να άναβα ένα κλιματιστικό για να δροσίζομαι, να καθόμουν σε μια πολυθρόνα και μπροστά σε μια τηλεόραση να παρακολουθούσα τι κάνετε εσείς εδώ; Δεν το άντεχα.
-Μα τί λέτε, Σεβασμιώτατε; Εσείς μας εμπνέετε, μας δίνετε δύναμη. Εσάς βλέπουμε και ενισχυόμαστε.
-Το μόνο που με δικαιολογεί δεν είναι αυτά που λέτε. Οι άνθρωποι δεν ενισχύονται με λόγια και εξουσιαστική επίδειξη ή έστω παρουσία. Ενισχύονται με έργα. Και το μερίδιο των έργων ανήκει αποκλειστικά σε σας. Το μόνο που εγώ κάνω είναι να πω δυο λόγια προσευχής για τους ανθρώπους αυτούς, που πριν από λίγο έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτόν τον τόπο. Να πώ δυο λόγια για όλους τους συγγενείς που αυτήν τη στιγμή σπαράζουν. Για όλους εσάς που σήμερα Κυριακή, παραμονή τέτοιας γιορτής, που η Αθήνα είναι άδεια, εσείς αντί να αγκαλιάζετε τα παιδιά σας, αντικρίζετε άγνωστα κακοποιημένα πτώματα, φρικιαστικά στην όψη τους. Που αντί να κάθεστε στο σπίτι σας, ιδρώνετε μέσα στη σκόνη, ανεβοκατεβαίνοντας στους άχαρους λόφους του κατά τα άλλα γραφικού Γραμματικού. Κυρίως όμως είμαι εδώ για να πώ εγώ ως Επίσκοπος το γιατί στον Θεό. Με όση δύναμη έχω, με όσο παράπονο μπορώ να εκφράσω. Όχι εσείς˙ ούτε οι συγγενείς. Αλλά εγώ ο Επίσκοπος της περιοχής που μιλάω για την αγάπη του Θεού, για την παντοδυναμία Του, για τη δικαιοσύνη Του. Πού είναι η αγάπη; Πού είναι η δύναμη, η δικαιοσύνη Του; Εδώ εκτός από πτώματα και συντρίμμια, δεν φαίνεται τίποτα. Γι’ αυτό ήλθα. Για να πώ το γιατί, όχι της αντίδρασης, αλλά το γιατί της πίστης και της ταπείνωσης.
Τι φοβερό πράγμα! Να αποχαιρετάς στο αεροδρόμιο τα αγαπημένα σου πρόσωπα που πηγαίνουν ταξίδι για τη γιορτή της Παναγίας. Να σταυροκοπιέσαι για να πάνε όλα καλά. Να μην υποψιάζεσαι τίποτε κακό. Να ετοιμάζεσαι για τη γιορτή. Και να πληροφορείσαι ότι κάποιο αεροπορικό ατύχημα με Κυπριακό αεροπλάνο έγινε έξω από την Αθήνα. Η πρώτη σου σκέψη είναι ότι μάλλον πρόκειται για άλλο αεροπλάνο. Τόσα πολλά εξ΄ άλλου πετούν καθημερινά. Το σκουλήκι όμως της ανησυχίας αρχίζει κάπως να μεγαλώνει. πληροφορείσαι ότι είναι της εταιρείας με την οποία πέταξαν οι δικοί σου. Η αγωνία σου αυξάνει επικίνδυνα. Διατηρείς όμως την ελπίδα ότι ίσως είναι άλλη πτήση. Τα πράγματα σφίγγουν αφόρητα μόλις φθάσει και η είδηση ότι ο αριθμός της πτήσης είναι αυτός που δεν θέλεις με τίποτα να ακούσεις. Τότε αρχίζεις να παλεύεις με την απίστευτα μικρή ελπίδα της σωτηρίας των ανθρώπων σου, έστω και αν αυτό σπάνια συμβαίνει. Ίσως να μην σκοτώθηκαν όλοι, σκέπτεσαι. Θα βοηθήσει και η Παναγία. Τέτοια μέρα, είναι δυνατόν;
Πέρασαν περίπου τρεις ώρες. Εγώ έπρεπε να φύγω για τον εσπερινό της Παναγίας. Θα πήγαινα σε πανηγύρι… Δεν είχα όρεξη! Αλλά το είχα τόση ανάγκη! Η ανθρώπινη φύση μου, το συναίσθημα, η λογική μου αντιπάλευαν με την πίστη, με την «άλλη» εικόνα του Θεού. Αυτού που σταυρωμένος δοξάζεται˙ Αυτού που στον τάφο ζει και από τον τάφο Του δίνει ζωή˙ Αυτού που μακαρίζει τους «κλαίοντες» και προκρίνει τους «έσχατους», τους αδικημένους και τους μετανιωμένους αμαρτωλούς˙ Αυτού που θεμελιώνει την Εκκλησία Του πάνω στο δικό Του αίμα και τη διδασκαλία Του στα μαρτυρικά αίματα των μαθητών Του˙ Αυτού που επειδή διαρκώς αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, καταργεί στην ουσία την τραγικότητα του θανάτου.
Πόσο χαίρομαι που γεννήθηκα Ορθόδοξος! Όλα αυτά με πείθουν πολύ μέσα μου. και αποτελούν μονοπώλιο της Ορθόδοξης διδασκαλίας, παράδοσης και ζωής. Από πουθενά αλλού δεν μου προκύπτει μια έστω παρεμφερής λογική. Μέσα στην τρέλα του προβληματισμού μου, μου βγαίνει λίγη αλλά πηγαία και αυθόρμητη δοξολογία. Τα δάκρυα αναμειγνύονται με λίγη ελπίδα. Στο πικρό σκοτάδι διακρίνεται λίγο ιλαρό φως. Όλα μεγάλα αλλά όλα… λίγα.
Την επομένη στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Φτάνουν οι συγγενείς από την Κύπρο και την Ελλάδα, προκειμένου να βοηθήσουν στην αναγνώριση των πτωμάτων. Η τραγικότητα επιμένει να πιέζει το γεγονός˙ δεν αφήνει ίχνος πόνου που να μην το αξιοποιήσει. Όλοι μαζί, πάνω από εκατόν είκοσι άνθρωποι, σε μια μεγάλη αίθουσα, εξοπλισμένη με πολλή αγάπη και φροντίδα, με τριάντα περίπου ψυχολόγους, με παρόντα τον πρέσβυ της Κύπρου και όλους τους αρμόδιους για την περίπτωση, σε κατάσταση αβάσταχτου πόνου. Κάποιοι έχουν ήδη περάσει από τη δοκιμασία της αναγνώρισης στο νεκροτομείο και έχουν επιστρέψει και κάποιοι άλλοι περιμένουν να έλθει η τόσο αναγκαία αλλά και τόσο φοβερή αυτή ώρα.
Με ειδοποιεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας να πάω με δυο – τρεις ιερείς για μια συμπαράσταση και ανακούφιση. Συμπαράσταση και ανακούφιση διερωτήθηκα; Ποιός μπορεί να δώσει τέτοια πράγματα; ποιός είναι αυτός που γνωρίζει τις απαντήσεις και δεν μας τις αποκαλύπτει; Ποιός είναι αυτός που έχει τη δύναμη να συναρμολογήσει τον κατακομματιασμένο, να ξανακτίσει τον γκρεμισμένο, να αναστήσει τον σκοτωμένο; Και πώς και γιατί περιμένουν αυτοί οι άνθρωποι κάτι από μένα και την Εκκλησία; Αλλά η θέση των ψυχολόγων είναι ακόμη πιο δύσκολη. Οι ιερείς μπορούν ενδεχομένως και να σιωπήσουν. Απλά, να κλάψουν, να συμπαθήσουν, να ακούσουν, να δώσουν αγάπη, να που δυο λόγια μυστικής προσευχής. Οι ψυχολόγοι πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουν. Κάτι πρέπει να κάνουν.
Κάθομαι σε μία άκρη και αφήνω λίγο την ψυχή μου να φύγει από τους πονεμένους ανθρώπους και να ακουμπήσει στον αιώνια Σταυρωμένο Χριστό. Πέρασαν περίπου τρείς ώρες. Όλοι έχουν επιστρέψει. Όλοι τους σοκαρισμένοι, ξενυχτισμένοι, τσακισμένοι, κάθονται δεξιά και αριστερά περιμένοντας μόνο να περάσει η ώρα, να πάρουν το αεροπλάνο να επιστρέψουν στην Κύπρο και να ετοιμαστούν για τις ομαδικές κηδείες. Κάποιοι περπατούν νευρικά. Άλλοι καπνίζουν αμήχανα. Κάπου – κάπου ακούγονται αναφιλητά από μια μητέρα πού έχασε την κόρη, τον γαμπρό και τρία εγγόνια. Πόνος βουβός. Τόσο δυνατός, που αδυνατείς να τον συνειδητοποιήσεις.
Κάποιοι ζητούν, πριν φύγουν, να κάνουμε ένα τρισάγιο. Οι ψυχολόγοι εκφράζουν δισταγμό μήπως κάτι τέτοιο αναστατώσει τους πιο ευαίσθητους. Το ανακοινώνει ο πρέσβυς διακριτικά˙ για όποιον θέλει. Σβήνουν όλοι τα τσιγάρα, σηκώνονται οι πάντες ανεξαιρέτως και πλησιάζουν στο κέντρο. Οι καημένοι δεν είχαν θυμώσει με τον Θεό! Αφού δεν έπιασαν οι προσευχές μας όμως πριν το ατύχημα, γιατί να πιάσουν τώρα, που μάλιστα δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε το αποτέλεσμά τους; Το τρισάγιο αρχίζει. Μπροστά μας η γυναίκα και η αδελφή του συγκυβερνήτη. Με λυγμούς όλοι μαζί συμψάλλουν. Το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί, να μου ζητήσουν να πω δυο λόγια. Το λάθος το κάνει ο διευθυντής των Κυπριακών Αερογραμμών. Αποφεύγω να μιλήσω… λέγοντας πώς εμείς όλοι δεν βρισκόμαστε κοντά τους για να τους παρηγορήσουμε – αφού είμαστε κι εμείς απαρηγόρητοι, αλλά για να συμπονέσουμε, να μοιραστούμε λίγο – όσο μπορούμε – από το μεγάλο ασήκωτο δικό τους βάρος. Θα ήθελα πολύ να τους συνόδευα στην Κύπρο, μα κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο. Υποσχέθηκα να πάω στο μνημόσυνο.
Μνημόσυνο στο Παραλίμνι της Κύπρου. Μια εκκλησία κατάμεστη. Καθώς κοιτάζει κανείς από την Ωραία Πύλη προς τον κόσμο, κυριαρχεί το μαύρο χρώμα. Δεκαέξι άτομα μαζί από τον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα στον τάφο. Πόνος αβάσταχτος, απερίγραπτος, λογικά αδικαιολόγητος, πνευματικά αναπάντητος.
Πηγαίνουμε στο κοιμητήριο. Χιλιάδες συγγενείς, φίλοι και γνωστοί περιβάλλουν τους σκεπασμένους με γλάστρες και λουλούδια τάφους. Θέαμα μακάβριο. Τρεις τάφοι δίπλα – δίπλα. Στον πρώτο ένα ζευγάρι με τα τρία μικρούλια παιδιά τους. Στον διπλανό ένα άλλο ζευγάρι με τα δυο τους παιδάκια. Και δίπλα ένα τρίτο με το ένα τους. Δίπλα ακριβώς μια γιαγιά κρατάει στην αγκαλιά της ένα της εγγονάκι, δυο- τριών ετών, που ποτέ ίσως δεν θα μπορέσει να ανακαλέσει στη μνήμη του τις γλυκειές μορφές των γονιών και αδελφών του. Αν δεν κάνω λάθος, όλοι οι παπούδες και οι γιαγιάδες, δώδεκα τον αριθμό, ζωντανοί. Η Εκκλησία ψάλλει « Μακαρία η οδός, ή πορεύη σήμερον ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Και αν υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει για τους νεκρούς, τί θα μπορούσε να ψάλει για τους εναπομείναντες στη ζωή… νεκρούς;
Έκανα την προσευχή μου όσο καλύτερα μπορούσα. Η σκέψη μου, η πίστη μου, η ψυχή μου έψαχναν τον δικό τους τόπο… αναπαύσεως. Πολύ δύσκολη η προσευχή κάτω από τέτοιες συνθήκες. Πώς να μιλήσει η καρδιά σε Θεό που δεν φαίνεται; Τα γεγονότα, η πραγματικότητα, η λογική, τα όποια ερεθίσματα εκείνης της στιγμής φανερώνουν ή θεό που δεν υπάρχει ή θεό που έχασε τον έλεγχο του κόσμου ή θεό τύραννο, δυνάστη, απαίσιο, τέτοιον που δεν θέλουμε να υπάρχει. Και ο Θεός της αγάπης ο Παντοδύναμος; Αυτός που με την Ανάστασή Του συνέτριψε τον θάνατο; Αυτός στον οποίο τώρα θέλουμε να προσευχηθούμε για να μας φωτίσει και να μας ενισχύσει, γιατί επέτρεψε αυτό; Γιατί δεν μας απαντά; Αυτός που είναι;
Ο περισσότερος κόσμος φοβάται λίγο αυτά τα ερωτήματα και τα απωθεί. Κάποιοι με σκληρότητα φιλοσοφική και περισσή έπαρση τα θέτουν, αλλά με αρκετά βλάσφημη θρασύτητα που δεν αφήνει περιθώρια σε αγνό διαφωτιστικό προβληματισμό. Οι συγγενείς είναι τόσο συντετριμμένοι που δεν έχουν κουράγιο ούτε και να υποβάλουν τέτοια ερωτήματα μέσα τους. Ζούν όμως μέσα στις πικρές αναθυμιάσεις τους. Εγώ ούτε να υποκρίνομαι μπορώ ούτε και τις εύκολες και άμεσες απαντήσεις διαθέτω. Επιτρέπω όμως στην ψυχή μου να προβληματίζεται. Και αντί να σκέπτομαι μόνος μου αν υπάρχει Θεός και να του προσδιορίζω τις ιδιότητες, θέτω απ’ ευθείας το ερώτημα στον Ίδιο. Αυτός θα μου δώσει ό,τι μου χρειάζεται κι ό,τι εγώ αντέχω. Παραδέχομαι τη μικρότητά μου και τη μικρότητα όλων μας, συστέλλομαι και προσεύχομαι.
Το τρισάγιο τελείωσε. Πηγαίνουμε βουβοί όλοι για καφέ. Νομίζω πως η σιωπή μου τους γλύκανε τους ανθρώπους λίγο. Ήταν καλύτερα που απέφυγα τις μεγαλόστομες αποδείξεις περί της αγάπης του Θεού, τις φοβερές περιγραφές της βασιλείας Του και τα άλλα λόγια που ταπεινά μεν λέγει η Εκκλησία μας, αλλά συνήθως μη βιωματικά επαναλαμβάνουν οι ιεροκήρυκες. Είναι φοβερό να υποκαθιστάς το βίωμα με σκέψεις, τη συμπόνια με συμβουλές, τη δοκιμασία της πίστεως με θεολογικές απόψεις. Εκείνη την ώρα που γκρεμίζεται η όλη ύπαρξη και σκανδαλίζεται η πίστη, αυτό που χρειάζεται περισσότερο κανείς δεν είναι οι κούφιες διδασκαλίες περί πίστεως, αλλά η κατανόηση της απιστίας ως πολύ φυσιολογικού στοιχείου του ανθρώπου. Εγώ έτσι φέρθηκα στους ανθρώπους και προτίμησα να ανοίξω τα αυτιά μου και να κλείσω το στόμα μου.
Με πλησιάζει κλαίγοντας μια γιαγιούλα. Έχει χάσει την κόρη, τον γαμπρό και τα εγγόνια της. Έχει τελειώσει γι΄ αυτήν η ζωή. Η ομορφιά της αποδείχθηκε κίβδηλη. Η αλήθεια της μαρτυρική. Με αγκαλιάζει και ασπάζεται το χέρι μου με πολλή δύναμη και πίστη. Λέει πολλά η κίνηση αυτή. Δεν ξέρω τί περιμένει ή τί θέλει να εκφράσει.
-Πανιερώτατε, πονάω πολύ, θέλω να φύγω από αυτόν τον κόσμο. Δεν με χωράει ο τόπος. Δεν έχω παράπονο από τον Θεό. Κανένα. Αυτός μόνο ευλογίες δίνει. Ούτε θέλω να ‘ρθουν τα παιδιά μου εδώ. Δεν αξίζει. Θέλω όμως εγώ να φύγω. Μήπως είναι αμαρτία;
Το ύφος της ήταν πονεμένο, αλλά ιερά πονεμένο. Δεν ήταν πληγωμένο, γιατί είχε μια μυστική ταπείνωση˙ την ταπείνωση της αποδοχής του τραγικού γεγονότος ως ασύλληπτα επώδυνου αλλά απλού. Έμοιαζε η δική μας καρδιά, που έπασχε από τον συγκλονισμό του γεγονότος, να ήταν πιο πληγωμένη από τη δική της, που τραυματίστηκε από τον χωρισμό των προσφιλών της προσώπων. Κάπως η ταπεινή αποδοχή του συμβάντος μαλάκωσε το βαθύ τραύμα του χωρισμού. Κάποια μορφή ταπείνωσης της έβγαζε πίστη. Και η πίστη της της έδινε ισορροπία και γαλήνη. Έδειχνε η μαχαιριά στο στήθος της να έβγαζε μόνο μορφασμό και δάκρυ και όχι αίμα.
Δεν απάντησα με λόγια. Την αγκάλιασα και την ασπάσθηκα στο κεφάλι. Η ίδια σαν να αρκέστηκε σε αυτό. Αν μπορούσα, θα τη φιλούσα στην καρδιά. Με κοίταξε στο πρόσωπο προσπαθώντας να ρουφήξει την ψυχή μου, μου κράτησε ευλαβικά το χέρι και κόλλησε τα χείλη της επάνω.
Γιαγιούλα μου, τί θέλεις από μένα; Τόλμησα να ρωτήσω.
-Τίποτα, γυιέ μου, μόνο την προσευχή σου για τα παιδάκια μου και την ευχή σου να με πάρει και μένα έτοιμη ο Θεός, στην ώρα μου.
Δεν σε πληγώνει που ‘φυγαν όλοι μαζί;
-Αν είναι τώρα κοντά στο Θεό, δεν υπήρχε λόγος να ‘μαστε μαζί. Εξ άλλου τα παιδιά μας είναι πιο πολύ δικά Του και λιγότερο δικά μας. Ίσως τώρα αγαπήσω πιο πολύ το Θεό. Προσπαθώντας να είμαι κοντά Του θα είμαι μαζί με τα παιδιά μου. Έτσι είπε ο π. Αθανάσιος.
Ήλθαν αρκετοί και μου ‘δωσαν ονόματα. Σαν να μην ήθελαν τίποτε άλλο. Με εκπληκτική ανωτερότητα και πνευματική ευγένεια έβρισκαν τρόπους να μου δίνουν αγάπη και ευγνωμοσύνη. Μια κυρία που έχασε την κόρη της καθόταν παράμερα απαρηγόρητη. Ένας ηλιοκαμένος μεσήλικας - είχε κιόλας αφήσει γένεια – κάπνιζε απορροφημένος στον εαυτό του. Μου έριξε μια ματιά απροσδιόριστης ερμηνείας και καθώς πλησίασα μου είπε:
-Θέλω να σε ευχαριστήσω. Φαίνεται πώς οι άνθρωποι αγαπούν περισσότερο από τον Θεό. Νάσαι καλά, κι ας είσαι του… Θεού!
-Μη το λές αυτό αδελφέ μου. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει.
-Μα δε βλέπεις, Δέσποτα τί πάθαμε; Τί ήταν αυτό το πράγμα που μας βρήκε; Μαύρισε ο τόπος μας. τί Θεός είναι αυτός; Δεν μπορούσε αυτό το αεροπλάνο να το σώσει; Εγώ δεν είχα κανέναν δικό μου, αλλά κοντεύω να τρελαθώ. Τους βλέπεις όλους αυτούς; Γιατί να ζουν πλέον;
-Σε τέτοιο κόσμο, γιατί κι εμείς να ζούμε πλέον; Τον ρωτώ.
Πράγματι, αν ο κόσμος είναι όπως τον απαιτούμε, με θεό σαν αυτόν που κατανοούμε, τότε δεν αξίζει καθόλου να ζούμε. Ζωή που τελειώνει, θεός που εκλογικεύεται, κόσμους που λογικά κατανοείται, ούτε αξίζουν ούτε φυσικά υπάρχουν. Κάπου αλλού κρύβεται το μυστικό. Η προσπάθεια να δεις τον Θεό μέσα από τον πόνο είναι συχνά ματαιοπονία. Χωρίς Θεό δεν ερμηνεύεται ο πόνος. Με λάθος πάλι Θεό, δεν παρηγορείσαι. Πιο φυσικό είναι να δεις τον πόνο μέσα από τον Θεό και τότε από τον πόνο να αναγνωρίσεις τον αληθινό Θεό. Τί φοβερό που η Εκκλησία μας κηρύσσει Θεό Σταυρωμένο! Πόσο τίμιο και πόσο αληθινό! Πόσο επαναστατικό για τη σκέψη μας και πόσο ανατρεπτικό! Ομολογεί Θεό που είναι για μεν του Έλληνες «μωρία» για δε τους Ιουδαίους «σκάνδαλο». Θεό εκούσια ηττημένο, που δεν Τον αντέχει η ορθή λογική. Θεό που ομολογείται με θυσία τόσων μαρτύρων και θριαμβεύει. Θεό που διωκόμενος ζωντανεύει και θανατούμενος ανασταίνεται. Θεό που φτιάχνει ανθρώπους κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του και αυτοί μόνοι τους αυτοκαταστρέφονται, μεταξύ τους σφάζονται, όλοι τους αποστατούν. Δημιουργεί αθάνατους ανθρώπους και αυτοί πεθαίνουν, δοξασμένους και αυτοί επιλέγουν την ατίμωση. Έρχεται στον κόσμο ταπεινά και εξαγγέλλει «επί γης ειρήνη» και ο ερχομός Του συνοδεύεται από τη σφαγή χιλιάδων αθώων νηπίων αντί Αυτού. Πώς να ερμηνεύσει κανείς αυτό το μαζικό αποτρόπαιο έγκλημα; Και αν ο άγγελος διεμήνυσε στον Ιωσήφ να φύγει στην Αίγυπτο, γιατί δεν έκανε κάτι άλλο πιο καλό, προκειμένου να σώσει αυτά τα αθώα παιδάκια από τη σφαγή, τους γονείς τους από τον αβάσταχτο πόνο και την ιστορία από μία τεράστια κηλίδα;
Στο φόντο της γήινης εφημερότητος και ματαιότητος, παρά τον καθημερινό του χαρακτήρα, το γεγονός του Γραμματικού είναι τραγικό, άδικο και αδιεξοδικό. Στο φόντο της αιώνιας προοπτικής του κάθε ανθρώπου αποτελεί ένα απλό συμβάν. Όποιος ζει εφήμερα, τρελαίνεται˙ βλέπει τους ανθρώπους του να χάνονται. Όποιος επιθυμεί τα αιώνια πονάει ανθρώπινα, αλλά παρηγοριέται «υπέρ έννοιαν»˙ αντικρίζει τους δικούς του, όταν αδικούνται να δοξάζονται και, όταν τελειώνουν να τελειώνονται. Μαζί τους διακρίνει σαφές το περίγραμμα του Προσώπου του Θεού. Μέσα από τον πόνο των φαινομένων, ζει τη γλυκειά ελπίδα και την αίσθηση των μη ορωμένων.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου