Θεωδορήτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
Όταν οι Φύλακες προδίδουν
«Μετήλλαξαν την άλήθειαν τού Θεού εν τω ψεύδει...»
Ανάμικτα συναισθήματα οίκτου, ’οργής καΐ καταπλήξεως προξενεί ή περίπτωση τοϋ πανεπιστημιακού τέως καθηγητοϋ τής ’Ορθοδόξου Θεολογίας κ. Σάββα Άγουρίδη, ό όποιος με δύο βιβλία του, πού περιήλθαν εις γνώση μας τελευταίως, κακουργεί ειδεχθώς κατά τής ’Ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως. Αφόρητο δε ψυχικό άλγος μάς διακατέχει, διότι ή εκ τής «ύγιαινούσης διδασκαλίας» πτώση τού εν λόγω καθηγητοϋ, έχει αφήσει άσυγκίνητο τό ’Ορθόδοξο Πανελλήνιο καί, κυρίως, τό κομμάτι τό ένασμε-νιζόμενο ή νομιζόμενο, ότι κατέχει είς βάθος τή Θεολογία των Πατέρων καΐ ότι έπαγρυπνεΐ έναντι πάσης κατ’ αυτής επιβουλής. Ούδείς βρέθηκε, από ό,τι γνωρίζουμε, ούτε έκ των συναδέλφων του, να αρθρώσει έναν, ασθενικό έστω, άντίλογο, μολονότι ή περίπτωση απαιτούσε ορυμαγδό άντιδράσεως και οξύ καΐ διεξοδικό κριτικό σφυροκόπημα. — Τό 1983 καΐ 1988, ό κύριος αύτός έξέδωσε δύο βιβλία του, ύπό τούς τίτλους, άντιστοίχως, «Ή Θρησκεία των σημερινών Ελλήνων» καΐ «Μύθος - 'Ιστορία - Θεολογία», (βραχυγραφικά εφεξής τό πρώτο «ΘHΕ» καΐ τό δεύτερο «ΜΙΘ»), στό όποιο «παρελαύνουν» δοξασίες και φρονήματα Αρειανικής τάξεως καΐ εικονοκλαστικού ήθους... ΚαΙ ναΐ μέν ό καθείς είναι ελεύθερος νά πιστεύει δ,τι θέλει, αλλά ό κ. Αγουρίδης επιμένει νά μάς τά σερβίρει ως αυθεντική ’Ορθοδοξία καί, έπιπροσθέτως, νά καταγγέλλει τούς στερρώς ερχομένους τής άληθούς πίστεως ως... άντιδραστικούς.
Κατά τούς πατέρας, άμφότεροι, ό αιρετικός καΐ ό άθεος, έκ του αύτοϋ ελατηρίου «εξακοντίζονται»: Την δαιμονική ύπερηφάνεια. Ή γνώμη γιά τό τί άπό τά δύο είναι ό κ. Άγουρίδης καΐ ή προς τον Πανοικτίρμονα Θεό προσευχή νά τόν έλεήσει, έπαφίεται, άντιστοίχως, στό ~μΐσος των άληθινών πιστών γιά τήν αίρεση καΐ τήν άθεΐα και στήν άγάπη τους γιά τόν αιρετικό καΐ τόν άθεο. Στά βιβλία αυτά έπισημάνθηκαν οκτώ τραγικώς πεπλανημένα κηρύγματα:
α) Ή «'Αγία Τριάς» δεν είναι δόγμα εξ ου τά πάντα ήρτηνται, άλλά... στοχαστικό Πατερικό καπρίτσιο.
β) 'Η ’Ορθοδοξία δεν είναι ή όδός τής σωτηρίας, άλλά «ρεύμα» τού κοινωνικού γίγνεσθαι.
γ) 'Η Πατερική Θεολογία είναι μία πτωχή έως αποτυχημένη συνεισφορά στήν πίστη.
δ) 'Η άειπάρθενος Θεοτόκος είναι γι’ αυτόν μιά Μαρία πού... συνέπεσε νά γεννήσει τόν ’Ιησού.
ε) 'Η αναχώρηση καΐ ό Μοναχισμός συνιστούν ένα νοσηρό κοινωνικό φαινόμενο.
στ) 'Η τιμητική προσκύνηση και ή έπίκληση των πρεσβειών τών 'Αγίων, είναι αφελής είδωλολατρεία.
ζ) 'Η Πεντάτευχος —καΐ όλη ή Π.Δ.— δεν είναι θεόπνευστη, είναι, όμως, καθαρή... Μυθολογία.
η) 'Η «Θεολογία» (του) περατούται στά όρια «τού κόσμου καΐ τού αΙώνος τούτου».
Φυσικά, στό πλαίσιο τού παρόντος άρθρου δεν είναι δυνατή ή κατά πλάτος άντίκρουση τών φρονημάτων τού κ. Άγουρίδη, άλλά διά νά μή νομισθεΐ ότι κάνουμε λάθος ή ύπερβάλλουμε, οφείλουμε νά παραθέσουμε χαρακτηριστικά, κατά περίπτωση, άποσπάσματα άπό τά βιβλία του, τά όποια είναι τόσο κραυγαλέα καΐ εύγλωττα τά ίδια, ώστε νά μπορούμε εμείς νά άρκεσθούμε σέ, περίπου, τηλεγραφικό σχολιασμό.
α) Περί 'Αγίας Τριάδος.
Πλήν δύο περιπτώσεων, γιά τις όποιες θά γίνει ειδικός λόγος κατωτέρω, άποφεύγει συστηματικά — άκόμη καΐ όταν ή συνάφεια τό επιβάλλει— όποιαδήποτε Τριαδική έννοια, έστω καΐ ύπαινικτική, στις αναφορές του στον Θεό. Επίσης οι διατυπώσεις του τόσο γιά τό 'Άγιο Πνεύμα, όσο καΐ γιά τον ’Ένσαρκο Λόγο, είναι ήθελημένως «μετέωρες», μά σαφές όμως τό διά τού... μετεωρισμού σκοπούμενο άποτέ-λεσμα: Τη σπορά αμφιβολίας περί τής άληθείας τής ’Ορθοδόξου εκδοχής γιά τά Πρόσωπα αυτά. Γράφει γιά τό 'Άγιο Πνεύμα τά έξης, άναφερόμενος στό Γενέσεως 1,2: «Η άπόδοση τού Ruach Elochim ώς «πνεύμα Θεού» είναι δυνατή τό ’ίδιο όμως δυνατή είναι καΐ ή άλλη: καταιγίδα μεγάλη, άνεμος μεγάλος, και ή δεύτερη αυτή ταιριάζει στη συνάφεια» (ΜΙΘ 23). Γιά τόν Κύριο 'Ημών ’Ιησού Χριστό γράφει: «'Η μεγαλύτερη όμως μαρτυρία γιά τήν ιστορική τους άλήθεια (όσων γράφονται στήν Πεντάτευχο, σ. ήμ.) είναι, κατά τόν Wisemann, ή αναφορά τού ’Ιησού στίς αφηγήσεις αύτές ώς γεγονότα! Λες και ό ’Ιησούς θά έπρεπε νά είχε δικό του κοσμοείδωλο διαφορετικό και άλλη γνώμη γιά τέτοια πράγματα από τούς συγχρόνους του» (ΜΙΘ 7). ’Επίσης, «'Ο Erich Fromm, στό έργο του "Τό δόγμα τού Υιού" προσπάθησε νά δείξει, ότι κατά τή διατύπωση τού δόγματος τής Ισότητας τού Υιού πρός τόν Πατέρα, έπιδιώχθηκε ή λύση τού γνωστού από τόν Φρόύντ συμπλέγματος μεταξύ γυιού καΐ πατέρα. Τό βιβλίο αφήνει πολλά ερωτηματικά, ανοίγει όμως και μιά διάσταση έρευνας τού θέματος, πού πριν κάνεις δεν υποψιάζονταν» (ΘΣΕ 88). — Στις δύο περιπτώσεις, πού χρησιμοποιεί τΙς λέξεις «'Αγία Τριάδα» και «τριαδολογικές» (ερμηνείες), τό κάνει γιά νά ύποστηρίξει, ότι τό περί ταύτης δόγμα και τά εκ τούτου έπιβαλλόμενα στούς Πατέρες συμπεράσματα, άποτελούν παράγοντα πλάνης καΐ σκοτισμού, και δή καΐ πού;
Στό εξηγητικό έργο τής Γενέσεως, δηλαδή στό τμήμα εκείνο τής Π. Διαθήκης όπου, έναργέστερον παντός έτέρου, φανερώνεται ενεργούσα ή 'Αγία Τριάς, τής οποίας, άκριβώς.
ή μή μνεία, υπό των έξηγητών του μέρους αύτοΰ τής Γραφής, θά τούς οδηγήσει με μαθηματικήν ακρίβειαν στήν πλάνη και στό σκότος. Άντιθέτως, όμως, φρονεί επ’ αυτού ό κ. Άγουρίδης: «Ό καθένας πρέπει νά καταλαβαίνει πόσο λεπτή δουλειά έγινε γιά τούς Θεολόγους τής Εκκλησίας ή εξήγηση ιδιαίτερα των κεφ. 1-11 στά άπό την παρέμβαση και τήν ανάπτυξη των χριστιανικών διδασκαλιών γιά τό πρόσωπο τού Χριστού, γιά τήν 'Αγία Τριάδα και γιά τή φύση τού άνθρώπου. Μέσα στό γενικότερο αύτό κλίμα τών άρχαίων τής Εκκλησίας χρόνων, άλλά και μέσα στόν Μεσαίωνα, ή ΠΔ, πέρα τής άναγνώρισής της άπό τή χριστιανική πίστη ως πηγής προφητειών γιά τόν Ιησού και τήν Εκκλησία, θεωρήθηκε άπό τούς Θεολόγους επιπλέον, αυθεντική πηγή επιβεβαίωσης καΐ επικύρωσης όλων τών χριστιανικών δογμάτων! Ύπό τις συνθήκες αύτές, φυσικά, τί θά μπορούσε νά πει κανείς περί τής ιστορικότητας αύτών τών βιβλικών διηγήσεων. Είχαν μετατραπεΐ άπό τή Θεολογία σε άλλου είδους λόγο» (ΜΙΘ 4). — Επίσης, «Γιά πολλούς βέβαια αΙώνες, οί Τριαδολογικές, Χριστολογικές καΐ έσχατολογικές (περί τελικού Σαββατισμού) έρμηνεϊες διαφόρων σημείων τού κειμένου αύτοΰ άπό τούς εκκλησιαστικούς έξηγητές είχαν εκχριστιανίσει τό κείμενο. Σοβαρό “λόγο στήν έκτροπη άπό τήν έννοια τού κειμένου αύτοΰ, όπου σημειώθηκε, έπαιξε ή προσπάθεια συστηματοποίησης τών ιδεών πού έξήγε ή έρμηνεία άπό κάθε στίχο, στήν προσπάθεια της νά βρει στοιχεία τής Χριστιανικής Θεολογίας παντού» (ΜΙΘ 34).
β) Περί ’Ορθοδοξίας.
Ή ’Ορθοδοξία, γιά τόν κ. Άγουρίδη, είναι κοινωνική Ιδεολογία, ύποκείμενη στίς ρευστές υπαγορεύσεις κοσμικών διεργασιών καΐ άναγκών, άρα ύποχρεωμένη νά «συσχημα-τίζηται τώ αίώνι τούτω». 'Ένα «ωφελιμιστικό Σύνταγμα» τού κόσμου τούτου. Γι’ αύτό καΐ γράφει: «Ζώντας (οί Θεολόγοι τής ’Ορθοδοξίας) μέσα σ’ έναν αΙώνα τεραστίων κοινωνικών
ζυμώσεων καΐ επαναστάσεων, εβλεπαν μιά τέτοια παρουσίαση σάν του Harnack νά θέτει την Όρθοδοξία νόκ - άουτ, έκτος του κλίματος τής εποχής έντελώς» (ΘΣΕ 30). Επίσης, «Έξαλλου, ή δική μας εποχή καί διαφορετικό έχει από τις προηγούμενες κοσμοείδωλο καί από άλλο αίσθημα διαπνέ-εται... Εμείς δεν ζοϋμε ούτε στήν έποχή των Πατέρων... ούτε πολύ περισσότερο, στά χρόνια των βιβλικών συγγραφέων. ’Έτσι, ή σύγχρονη έρμηνευτική... άνοίγει νέες δυνατότητες στό θεολογικό στοχασμό...» (ΜΙΘ 49). ΚαΙ «Τό κέντρο του ένδιαφέροντος γιά τό σημερινό Θεολόγο είναι ή επιβίωση του κόσμου και τής ανθρωπότητας, από τόν όλοκληρωτικό πυρηνικό άφανισμό»! (ΘΣΕ 14).
γ) Περί πατερικής Θεολογίας.
Τήν Πατερική Θεολογία τήν ύποτιμά μέχρι σημείου άπορρίψεως. Είδαμε ήδη, στό Τριαδικό ζήτημα, πόσον έπισκοτιστικώς, φρονεΐ, ότι παρενέβησαν μέ τις ερμηνείες τους οί Πατέρες. Άντιθέτως, εκστασιάζεται καί αναλύεται σέ ύμνους γιά τίς... σοφίες των αιρετικών «εξηγητών» τής Δύσεως. ’Έτσι, δοθείσης εύκαιρίας, έγραψε τά ακόλουθα καταφρονητικά είς βάρος τών Θεολόγων 'Αγίων Πατέρων:
«Καινούργια έποχή στό δρόμο μιας σύγχρονης, σωστής καΐ στά μέτρα τής έποχής μας, κατανόησης τών κειμένων τής ΠΔ... αρχίζει άπό τόν 18ο αιώνα καί εξής» (ΜΙΘ 4).
«Τά κείμενα αύτά (Μ. Βασιλείου στήν 'Εξαήμερο του Ίωάννου Χρυσοστόμου στή Γένεση), παρουσιάζουν σπουδαίο δογματικό και ερμηνευτικό γιά τήν έποχή τους ενδιαφέρον. Στό δικό μας θέμα ή συμβολή τους είναι έλάχιστη» (ΜΙΘ 13).
«Ό στίχος 3, 15 (τής Γενέσεως) θεωρήθηκε άπό τήν αρχαιότητα παρά τών Χριστιανών έξηγητών (Ιουστίνος, Είρηναίος, καΐ στή συνέχεια δλη ή Πατερική Παράδοση) ως προφητεία τής συνάντησης τού άναμενόμενου άπό τήν ΠΔ Μεσσία μέ τόν ’Όφι (θάνατο) καΐ τής νίκης του Μεσσία έπί του θανάτου. Όπως, όμως, αντιλαμβάνεται ό αναγνώστης, σέ μιά έπιστημονική ανάγνωση... δεν αρμόζουν Μεσσιανικοί ύπαινιγμοί... προφητείες. Σ’ αυτό συμφωνοΰν δλοι οί επιφανείς σύγχρονοι εξηγητές». (ΜΙΘ 64).
«Ό Χρυσόστομος διά μακρών υπερασπίζεται την άποψη αύτή. Ή έρμηνεία αύτή (όμως) άπάδει τελείως στη συνάφεια του κειμένου» (ΜΙΘ 84).
«Ή απουσία τής αναγνώρισης του μυθολογικού υπόβαθρου τής περικοπής δίνει στη σωστή άνθρωπολογική παρατήρηση τού Χρυσοστόμου μιά πεζότητα καΐ κάτι τό στεγνό» (ΜΙΘ 119).
«Είναι ιστορικά βέβαιο πώς Θεολόγοι όπως ό ’Αρεοπαγίτης, ό Μάξιμος ό 'Ομολογητής, ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος, ό Γρηγόριος Παλαμάς καΐ πολλοί άλλοι, αποτελούν ανακάλυψη τής εποχής μας, καΐ ότι κατά τούς πολλούς καΐ μακρούς αιώνες τής Μετα-Βυζαντινής ιδίως περιόδου, ήταν γιά τή σκέψη τής εποχής στήν κυριολεξία άνύπαρκτοι» (ΘΣΕ 17).
«'Η έξηγητική παράδοση τής περικοπής αύτής (Χρυσόστομος) δημιουργεί πλήθος άδιέξοδα».
’Ιδού τώρα ό πρός αιρετικούς... λιβανωτός: «Σαγηνεύεται κανείς άπό τή μελέτη βιβλίων όπως τού Von Rad ή τού Westermann. Άπό τή μελέτη τέτοιων βιβλίων βγαίνει τόσος πλούτος γνώσεων καί θεολογικών Ιδεών, ώστε δύσκολα μπορεί στό τέλος κανείς νά ξεχωρίσει κάποια δική του σκέψη, μέσα στό συνολικό γνωστικό καί αισθητικό μέγεθος πού τόν κατακλύζει» (ΜΙΘ 13).
δ) Περί τής Θεοτόκου.
Φερόμενος άκατασχέτως πρός τήν βλάσφημη θεώρηση όλων των πανσέπτων Προσώπων τής άγιωτάτης Πίστεώς μας, δεν θά έφείδετο, βεβαίως, τής Θεομήτορος, τής καΐ «τά δευτερεία τής Τριάδος έχούσης». Γράφει λοιπόν;
«Όταν διατυπώνεται κάποιος Θεολογικός όρος, (ΣΗΜ. δική μας: εννοεί εδώ τόν όρο «Θεοτόκος»), θάταν
ανόητο νά αποκλείσει κανείς, πέρα από τό ενδιαφέρον του Θεολογικοΰ καθορισμού, την παρεμβολή καΐ άλλων ψυχολογικών και κοινωνικών μοτίβων... ΚαΙ στην περίπτωση, λοιπόν, τής επίσημης αναγνώρισης τής Μαρίας ώς «Θεοτόκου», κατά τον Ε αιώνα, διακινδύνευσαν άλλοι τήν ύπόθεση πώς τό θηλυκό πήρε τή ρεβάνς στήν άρρενοκρα-τική άνάπτυξη του δόγματος τής Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, μέσα στό ασυνείδητο τοϋ ελληνορωμαϊκού κόσμου, πού μέ τά ζεύγη θεοτήτων του εξισορροπούσε τό «αρσενικού» μέ τό «θηλυκό» στοιχείο. Άλλα στό χώρο αυτό χρειάζεται έρευνα, γιά νά προχωρήσει κανείς πέρα από ενδιαφέρουσες υποθέσεις» (ΘΣΕ 88).
ε) Περί άναχωρήσεως και Μοναχισμού.
Μισεί, άποστρέφεται καΐ φυσικά άπορρίπτει τόν Μοναχισμό, διότι έναντι τού άποκλειστικώς κοινωνικού χαρακτήρος πού νομίζει ότι κάνει τήν Εκκλησία «Ζώσα», κατά πλήρη παραθεώρηση τού πραγματικού της προορισμού ώς θεραπευτηρίου άπό τά πάθη καί ώς οχήματος πρός τόν αγιασμόν, ορθώνεται ό Μοναχισμός ώς ζώσα διάψευση τών εγκοσμίων ψευδαισθήσεών του καί τρόπος πίστεως και ζωής ελεγκτικός τών πλανών του. — Γράφει ό καθηγητής: «(Ό κόσμος) έπαψε νά βιώνεται σάν χώρος αλλαγής και μεταμόρφωσης καί άρχισε νά γίνεται... ιδίως μέσα σε μοναστικούς κύκλους αντικείμενο άρνησης καί απόρριψης» (ΘΣΕ 14). Επίσης, «Ή "αναχώρηση" καί τό κοινόβιο... έγιναν μορφές αύτοδικαίωσης και ύπεροχής γιά τήν έκρίζωση τών παθών καί τήν επίτευξη αγγελικού βίου έπι τής γής» (ΘΣΕ 15). Και «Οι μοναστικοί αύτοί κύκλοι, έντονα πολλές φορές επηρεασμένοι άπό τό νεοπλατωνικό καί τόν ελληνιστικό ασκητισμό, επηρέασαν τή Θεολογία καί ακόμα βαθύτερα τή λαϊκή θρησκεία» (ΘΣΕ 14). — Τέλος, «Ή κοινωνία τών άγίων σάν ή οικογένεια τού Θεού άρχισε νά διασπάται... σέ μιά μοναστική πνευματική αριστοκρατία άπό τή μιά μεριά καί σέ λαϊκή χριστιανική πλεμπάγια άπό τήν άλλη» (ΘΣΕ 15).
στ) Περί των 'Αγίων.
Τό κατά του Μοναχισμού μίσος του έπεκτείνεται, κατά φυσικήν απορροήν, καΐ προς τά εκλεκτά καΐ ευώδη άνθη τού λειμώνος αύτοΟ: τούς 'Αγίους. Στον άγιασμό, κατά Αγουρί-δη, άφικνεΐσαι μόνον άφού ό βίος καΐ ή πολιτεία σου περιλαμβάνουν σταθμούς... συνδικαλιστικών άγώνων, συμμετοχής σέ είρηνιστικά κινήματα, πάλης γιά κοινωνικές παροχές, άποπυρηνικοποιημένες ζώνες και αφοπλισμό, ανθρώπινο (σοσιαλιστικό μήπως;) πρόσωπο τής κρατικής έξουσίας καΐ τά τοιαϋτα. Οί άλλοι, οί... «συνήθεις» άγιοι πώς έτόλμησαν νά αγιάσουν «εν ταϊς όπαϊς τής γής» καΐ μακριά άπό τόν κόσμο; Γι’ αυτό καΐ τούς έβάπτισε... πλάσματα τής λαϊκής φαντασίας! Γράφει: «... δεν θά πρέπει κανείς νά έχει διαβάσει Βίους άγίων γιά νά μήν αναγνωρίσει πώς σέ αρκετούς άπό αυτούς υπάρχει... τό στοιχείο τής μιμήσεως του Χριστού, (αλλά) κατά τά άλλα επικρατεί τό άνταποκρινόμενο σέ άμεσες ανάγκες τού λαού μυθολογικό στοιχείο» (ΘΣΕ 18). Επίσης, «... οί περισσότεροι τών λαϊκών άγίων πιστεύονταν ώς θεραπευτές διαφόρων ασθενειών» (ΘΣΕ 18). — Καί, «... ή χώρα μας είναι κατάσπαρτη (ιδίως τά νησιά) άπό μικρές έκκλησίες και προσκυνητάρια, άφιερωμένα σέ είτε εντελώς μυθολογικούς είτε μισομυθολο-γικούς άγιους» (ΘΣΕ 18).
ζ) Περί «Γενέσεως» καΐ Παλαιάς Διαθήκης εν γένει.
’Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι τό βιβλίο τής Γενέσεως και ή Πεντάτευχος γενικώς δέν έχει γράφει άπό τόν Θεόπνευστο Μωϋσή: «Τά δύο πρώτα κεφ. τής Γενέσεως, μάς δίνουν δύο διηγήσεις γιά τή δημιουργία τού κόσμου και τού άνθρώπου. 'Η πρώτη (1, 1-2, 4α) προέρχεται άπό τήν ιερατική πηγή Ρ (πού γράφτηκε μετά τή Βαβυλώνια αιχμαλωσία 586 π.Χ.), ενώ ή δεύτερη (2, 4β-2, 25) άνήκει σέ αρχαιότερη πηγή, στόν Γιαχβιστή (9ος αΙών π.Χ.)» (ΜΙΘ 14). «'Η άφήγηση τού ί. σ.
278 -(Σημ. δική μας: Εννοεί «ιερατικού συγγραφέως» καΐ οχι «ίεροϋ», δηλ. τον Μωϋσή), δέν είναι βέβαια μιά πρόχειρη συρραφή ξένων προϊόντων αλλά μία διεργασία με ξένο και ϊδιο ύλικό, πού έγινε βάσει προγράμματος από ’Ισραηλίτες και ’Ιουδαίους λόγιους πού βρίσκονταν δίπλα στην αυλή και τό ιερό» (ΜΙΘ. 22). — «Ό Ρ. δεν φαίνεται νά αντιμετωπίζει πρόβλημα πτώσεως καΐ γυμνότητας των πρωτοπλάστων. Αυτά άπασχολουν τόν J. (Γιαχβιστή)» (ΜΙΘ 59). — «Όλη ή Πεντάτευχος άλλωστε είναι ένα τέτοιο συμπίλημα... έξαι-τίας των διαφορών μεταξύ των παρατιθεμένων πηγών» (ΜΙΘ 62).
Άποφαίνεται, δεύτερον, ότι τά κείμενα τής ΠΔ δέν είναι Θεόπνευστα: «Όχι κάποιος κακός δαίμονας, άλλα ό καλός Θεός δημιούργησε τόν κόσμο. Και αύτή ή κεντρική ιδέα των κειμένων αύτών εκφράζει τή θεία έμπνευση πού άναγνωρίζεται σ’ αυτά. Ποτέ δέν θεωρήθηκαν εμπνευσμένα στις λεπτομέρειες τους, δηλαδή στό σύνολό τους. Μόνο άγριοι άλληγοριστές έβγαζαν τέτοια κείμενα Θεόπνευστα στό σύνολό τους, μέ ερμηνείες όμως απαράδεκτες για τόν κοινό νοϋ καΐ τή σωστή πίστη» (ΜΙΘ 47). Τέλος, κηρύσει τά Θεόπνευστα κείμενα τής ΠΔ... μύθους ειδωλολατρικούς! Γράφει: «Σήμερα οί άνθρωποι μπορούν νά δουν τΙς διηγήσεις περί Άδάμ καΐ Εύας, περί Κατακλυσμού, περί Βαβέλ, περί Πατριαρχών κλπ., άπό άλλη τελείως οπτική γωνία, άπό τή σκοπιά τού Μύθου» (ΜΙΘ 5). «... οί ’Εκκλησίες... εξακολουθούν νά διδάσκουν πώς ό κόσμος δημιουργήθηκε σέ έξη ή μέρες, πώς ό Άδάμ καΐ ή Εΰα ήταν ιστορικά πρόσωπα, πώς οί άγγελοι έμίγησαν μέ τις θυγατέρες τών άνθρώπων, και ό Κατακλυσμός έγινε καθώς καΐ ή σύγχυση τής Βαβέλ κλπ.» (ΜΙΘ 5). — «Ναί, ή ΠΔ υίοθέτησε τμήματα μύθων καΐ μυθολογικές Ιδέες...» (ΜΙΘ 5). — «... οί βιβλικές διηγήσεις (β.δ.) διατυπώθηκαν μ’ ένα τρόπο μυθολογικό, σύμφωνα μέ παρόμοιες διηγήσεις άλλων πέριξ λαών...» (ΜΙΘ 6).
«Πρέπει πια οι Θεολόγοι νά συνηθίσουμε στην έννοια του μύθου καΐ στη Θεολογική εργασία μέ τον μύθο» (ΜΙΘ 9).
«... ό 'Έλληνας αναγνώστης, ιδίως ό θρησκευόμενος, δέν είναι καθόλου συνηθισμένος μέ την έννοια τής παρουσίας του μυθικού στοιχείου μέσα στη Βίβλο, ούτε ξέρει νά εκτιμάει τή Θεολογική του σημασία» (ΜΙΘ 15).
«Τό Ψαλτικό κείμενο (Ψλμ. 74, 12 ή κατά τούς Ο73)... υπαινίσσεται την πάλη τού Θεού πρός τό υδάτινο χάος πού έχομε στην πρώτη διήγηση τής Δημιουργίας στή Γένεση» (ΜΙΘ 15). — «... ό ί. σ. προσπαθεί νά οικονομήσει έτσι τά έργα τής δημιουργίας ώστε... νά χωρέσουν σε έξη ήμέρες» (ΜΙΘ 29). — «... είναι έντονα τά μυθολογικά στοιχεία πού ό J. δανείζεται άπό τούς γύρω λαούς, τά πιό πολλά άπό τά όποια θυμίζουν τό υπόβαθρο των βαβυλωνιακών παραδόσεων» (ΜΙΘ 38). — «Τά δέντρα τής Έδέμ δέν είναι κανονικά αλλά μαγικά δέντρα. Παράξενα δντα κυκλοφορούν μέσα στήν Έδέμ, όπως τό φίδι πού μιλάει καΐ τό Χερουβείμ, ό φύλακας τού κήπου» (ΜΙΘ 38).
«Τό γεγονός είναι ένα: στά κεφ. 2 και 3 τής Γένεσης έχουμε άφηγήσεις Εβραίων αγροτών σχετικά μέ τό πόσο καλά ήταν μιά φορά κι έναν καιρό, καΐ μέ τό πώς άρχισαν κάποτε όλα νά είναι τόσο βασανιστικά και δύσκολα γιά τόν άνθρωπο, γιά τόν αγρότη» (ΜΙΘ 46).
«... άκόμα κι’ ή εικόνα τής πτώσεως τού Άδάμ χάνεται γιά πολύ καιρό καΐ επανεμφανίζεται σχεδόν συγχρόνως στόν Ιουδαϊσμό καΐ στό Χριστιανισμό, κατά πάσα πιθανότητα, υπό τήν επίδραση Ελληνιστικών και ’Ανατολικών ιδεών» (ΜΙΘ 46).
«... ή αμαρτία τού άνθρώπου παρουσιάζεται... ώς Ιστορικό γεγονός... δέν γίνεται όμως λόγος πουθενά γιά τις αρχές της μέ τόν πρώτο άνθρωπο» (ΜΙΘ 47).
«... ή αφήγηση γιά τήν παράβαση τού άνθρώπου πού είναι στοιχειοθέτη μένη στό πλαίσιο τού γενικότερου μύθου τής σύγκρουσης των θνητών πρός τούς άθανάτους Θεούς για τήν άπόκτηση τής άθανασίας» (ΜΙΘ 50).
«Πάντως ό σ., κατά κοινή ομολογία των ερευνητών, δέν ύπαινίσσεται όποιαδήποτε σχέση του δφι προς τον σατανά» (ΜΙΘ 52).
«Τό δέντρο τής Ζωής — μιά παράσταση προερχόμενη από τή μαγική αντίληψη περί ύπάρξεως» (ΜΙΘ 53).
«Οί Πατέρες τής Εκκλησίας... όταν μιλούν γιά... τήν παρακοή καΐ τΙς συνέπειές της... αναμιγνύουν καΐ άλλες άντιλήψεις ξένες και παράδοξες στόν σημερινό άνθρωπο» (ΜΙΘ 55). — «... όποιος κι’ άν ύποτεθεΐ ότι είναι ό συνολικός χαρακτήρας τής αναγνώρισης τής γυμνότητας, ή πρόταση πώς εδώ πρόκειται γιά τή σεξουαλική ώρίμανση τού άνθρώπου τραβάει ιδιαίτερα τό ενδιαφέρον» (ΜΙΘ 58).
«Και ή ευθύνη τού οφι στή συνάφεια τού κειμένου έχει σχέση μέ τή σεξουαλική συνεύρεση τών πρωτοπλάστων» (ΜΙΘ 61).
«Ό άναγνώστης τέτοιων κειμένων πρέπει νά διαθέτει κάτι από τή φαντασία τού συγγραφέα γιά νά μπορεί νά βρίσκει τον μίτο τών... σκέψεών του...» (ΜΙΘ 63).
«Ή κατασκευή τών χιτώνων άπό τό Θεό... δέν αποτελεί έκφραση τής φιλανθρωπίας του» (ΜΙΘ 65).
«Περί τών Χερουβείμ έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Πιθανότερη φαίνεται ή ύπόθεση κατά τήν όποία αρχικά ήταν δαίμονες του ανέμου...» (ΜΙΘ 67).
«Ή αποτυχία τού Θεού μέ τούς πρώτους άνθρώπους ύπήρξε πλήρης» (ΜΙΘ 69). — «... ή διήγηση αυτή είναι... άκατάλληλη νά διδάσκεται στά Σχολεία... “Έχει τόσο σύνθετη καΐ άσαφή συμπλοκή μυθολογικών ειδωλολατρι-κών παραδόσεων...» (ΜΙΘ 70).
«... ή αφήγηση περί τού Κατακλυσμού... άποτελεΐ κλασικό παράδειγμα προσαρμογής μιας είδωλολατρικής παράδοσης σέ βιβλική» (ΜΙΘ 108).
«Οί βιβλικοί συγγραφείς τής διήγησης περί τού Κατακλυσμού, κατά μίμηση τού Βαβυλωνιακοΰ μύθου, με πολύ έντονα χρώματα περιγράφουν καΐ την μεταμέλεια τού δικού τους Θεού για τον κόσμο πού έδημιούργησε» (ΜΙΘ 111).
«Ή περικοπή 11, 1-9, έπιχειρεΤ, μέσα άπό την εβραϊκή λαϊκή παράδοση, νά έξηγήσει τήν ποικιλία των γλωσσών στον κόσμο. Παρόλη της όμως τήν απλοϊκότητα, πού σέ ορισμένα σημεία έγγίζει πολυθεϊστικές εκφράσεις («Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν...») (ΜΙΘ 116) !!!
η) Ή «Θεολογία» Αγουρίδη.
’Ακριβώς ειπεΐν, δεν πρόκειται περί Θεολογίας, άλλα άθροίσματος συγκρητιστικών παραδοξολογιών ενός άνθρώπου προσανατολισμένου στά τού κόσμου τούτου και έμπνεομένου άπό τiς εισηγήσεις τής ύπερη φανεί ας τής σοφίας τού κόσμου τούτου. Όσο καΐ άν διαβάσει τώρα άληθή Θεολογία θά παραμείνει «αγύριστο κεφάλι». Πρέπει πρώτα νά ταπεινωθεί παρά τούς πόδας εμπείρου πνευματικού πατρός καί, εάν εκεί καρποφορήσει, νά αρχίσει μέ «Φιλοκαλία». Μέχρι τότε ό Χριστός θά είναι γι’ αυτόν ένα απροσδιόριστο πρόσωπο, κάτι μεταξύ κοινωνικού όραματιστή και Ιεροκήρυκα, ή δέ Βασιλεία του ένας ουρανισμός. Αυτό είναι φανερό καΐ άπό τά άκόλουθα; «Ό ’Ιησούς και οί Απόστολοι κήρυξαν τή σωτηρία τού λαού άπό όλες τις δυσάρεστες καταστάσεις πού τόν ταλαιπωρούσαν... τή Βασιλεία τού Θεού... προφανώς αντιθετικά προς τή Βασιλεία τού Καίσαρα τής Ρώμης... ένα καινούργιο κόσμο στόν όποίο κυριαρχεί ή δικαιοσύνη, ή άγάπη καΐ ή ειρήνη» (ΘΣΕ 29). — «Στόν καθορισμό τού Χριστολογικού δόγματος τό «κοινωνικό στοιχείο» είναι πρόδηλο» (ΘΣΕ 32). — «Όταν γίνεται λόγος γιά "έχθρα" τής ανθρωπότητας πρός τό Θεό ή "ειρήνη" τού Θεού πρός τόν κόσμο, πρόκειται γιά ιστορικά γεγονότα και Ιστορικές περιόδου (ΘΗΕ 62).Δεν προσδοκάται άλλαγή τού καθηγητή Αγουρίδη, δη λ. μετάνοια καΐ ανάκληση των κακοδοξιών του. Αναμένομεν όμως νά ίδωμεν την στάσιν των συναδέλφων του. Συνάδελφός του προ ετών έγραψε τά άκόλουθα λόγια. Μέχρι προτού διαβάσω τά βιβλία του κ. Άγουρίδη, τά θεωρούσα ύπερβολή. Όχι πιά: «Ό χρησιμοποιών επιστημονικήν ή φιλοσοφικήν μέθοδον καΐ έχων άφετηρίαν τά τής πείρας καΐ λογικής κατηγορήματα γνώσεως, καΐ τά νομιζόμενα υπό τινων ύπέρ τήν πείραν κατηγορήματα, τής δήθεν καθαράς ή άμιγοϋς νοήσεως, άπηλλαγμένης συμβεβηκότων, αυτομάτως διαστρέφει τήν 'Αγίαν Γραφήν».
’Ιγνάτιος Δογματικός
Δεκ. ’93 — Άπρ. ’94
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 'Αγιορείτου
ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ
Άρθρα καΐ σχόλια άναφερόμενα εις την αϊρεσιν του Οικουμενισμοΰ καί την μεγάλην ευθύνην των κοινωνούντων αμέσως η εμμέσως μετ’ αυτής
Εκδοσις περιοδικού «Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ»
ΑΘΗΝΑΙ 2001
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου