Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄
Ο Άλκης ξαναγύρισε ευχαριστημένος από τη γιατρική του εκστρατεία.
— Πώς είναι η άρρωστή σας; τον ρώτησε με ανησυχία η Μίνα, ανησυχία περισσότερο για τη μικρή της φιλενάδα, παρά για την άρρωστη μητέρα της, που δεν την είχε ιδεί ποτέ της.
— Ευτυχώς τη γλύτωσε! είπε ο Άλκης. Θα μου ήτανε πολύ δυσάρεστο ο πρώτος μου άρρωστος, που βλέπω στο χωριό, να μου φύγει από τα χέρια μου. Φαντασθείτε τι υπόληψη θα κέρδιζε ο περίφημος γιατρός, που φέρατε από την Αθήνα!
Εξήγησε ύστερα, ότι η άρρωστή του είχε πνευμονία, ότι τη βρήκε ακριβώς απάνω στην κρίση της αρρώστιας και ότι είχε όλες τις ελπίδες πως θα πάρει πια τον καλό δρόμο.
— Εννοείται — πρόσθεσε — ότι η γιατρική μου δεν έχει να παίξει πια σπουδαίο ρόλο. Η φύση, όπως πάντα, θα κάνει ό,τι πρέπει. Οπωσδήποτε, θα περάσω για καλοπόδαρος. Και αυτό για ένα γιατρό έχει κάποτε περισσότερη σημασία από την επιστήμη του.
Ο Άλκης μιλούσε μ’ ενδιαφέρον για τη γιατρική του και η Μίνα συλλογιζότανε, πόσο δίκιο είχε όταν έλεγε στον πατέρα της, ότι η ενασχόληση του φίλου του με την επιστήμη του θα τον ωφελούσε να ξεχάσει τις μαύρες του ιδέες.
— Το βέβαιο είναι, του είπε η Μίνα, ότι κοντά μου κινδυνέψατε να ξεχάσετε τη γιατρική σας. Από τότε που ήρθατε φρόντισα να μη σας δώσω αφορμή να ενασχοληθείτε με την αρρώστια μου.
Και πρόσθεσε μελαγχολική.
— Μια τόσο κοινή αρρώστια!
Εκείνος χωρίς να προσέξει στα τελευταία λόγια της Μίνας της απάντησε στα πρώτα.
— Σας έδωκα όμως αφορμή εγώ, είπε, να ενασχοληθείτε με τη δική μου την αρρώστια και να γίνετε ο γιατρός του γιατρού σας. Και αν κινδύνεψα να ξεχάσω τη γιατρική μου, έμαθα όμως πως υπάρχει μια άλλη γιατρική, ανώτερη από τη δική μου, που θεραπεύει με την αγάπη και την καλοσύνη.
— Τέλος πάντων, δεν μπορείτε να ’χετε παράπονα, γιατρέ — είπε εύθυμα ο κ. Σταλίδης — για το ταξίδι σας στο βουνό. Με την πρώτη επιτυχία σας στη μητέρα της Μαρίας, η φήμη σας θα φουντώσει στο χωριό. Δε θα προφθαίνετε να βλέπετε αρρώστους. Και έχετε όλες τις ελπίδες να γίνετε ένας θαυμάσιος γιατρός του χωριού, άξιος ν’ απαθανατισθεί από έναν Μπαλζάκ.
Σα να μετανοούσε όμως για το αστείο του, πρόσθεσε χαϊδεύοντας τον Άλκη στις πλάτες:
— Σας αστειεύομαι, καλέ μου φίλε, σας αστειεύομαι.
— Βεβαιωθείτε, κύριε Σταλίδη — είπε γελώντας ο Άλκης — ότι μου προφητέψατε ένα μέλλον που μ’ ενθουσιάζει. Δεν ξέρω τι θα έλεγε η θεία μου, που έχει τη φιλοδοξία να με κάνει καθηγητή του Πανεπιστημίου. Εγώ σας ορκίζομαι, ότι θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι ένας ειρηνικός γιατρός του χωριού και να σκορπίζω τα δώρα της επιστήμης μου στους καλούς αυτούς αν-θρώπους, που η ζωή τους έχει τόσο μεγαλύτερη αξία από τη ζωή των ανθρώπων της πολιτείας.
— Βρίσκετε πως έχει μεγαλύτερη αξία; ρώτησε η Μίνα.
— Πώς να μην έχει, δεσποινίς Μίνα; Έχει την αξία της ομορφιάς. Είναι μια ζωή αφιερωμένη σε όλους τους αγαθούς σκοπούς της δημιουργίας. Δεν είσθε σύμφωνη;
— Αυτό ακριβώς ήθελα να μου πείτε! είπε η Μίνα. Και είμαι πολύ ευχαριστημένη, ότι ακόμα μια φορά βρεθήκαμε σύμφωνοι. Η ζωή ενός γεωργού αξίζει περισσότερο από τη ζωή ενός σοφού.
— Και μια όμορφη χωριατοπούλα — επρόσθεσε ο κ. Σταλίδης — περισσότερο από μια μεγάλη κυρία.
Κάθισαν στο τραπέζι, πλούσιο σαν πάντα, χάρη στο μάγειρο, που είχε φέρει μαζί του στο βουνό ο κ. Σταλίδης, μεγάλος φίλος του εκλεκτού φαγητού, της εκλεκτής συντροφιάς και όλων των εκλεκτών πραγμάτων του κόσμου τούτου. Και η συνομιλία εξακολούθησε, χωρίς ν’ αλλάξει, με τον εύθυμο τώρα τόνο, που δίνει και στη σοφότερη συζήτηση το πνεύμα του στομάχου.
— Ο πατέρας, ξέρετε, κύριε Άλκη — είπε η Μίνα — είναι ερωτευμένος με τη μικρή μου φιλενάδα. Είναι δυο ώρες τώρα που μας πλέκει το εγκώμιό της.
Ο κ. Σταλίδης δεν αρνήθηκε, ότι όλα τα ωραία πράματα εξακολουθούν να τον ενθουσιάζουν. Ο Άλκης βρέθηκε σύμφωνος, αλλά χωρίς να προσθέσει τη δική του γνώμη. Η ομιλία αυτή για τη Μαρία φαινότανε να τον στενοχωρεί κάπως. Και η Μίνα διέκρινε κάποιο ελαφρό κοκκινάδι στο χλωμό πρόσωπό του.
— Αλήθεια — είπε αδιάφορα — δεν μου είπατε τίποτε, γιατρέ, για τη Μαρία, θα είναι ενθουσιασμένη βέβαια για την καλυτέρεψη της μητέρας της.
— Φαντάζεσθε!... είπε με μια λέξη ο Άλκης.
— Πόση ευγνωμοσύνη θα σας έχει, γιατρέ!
— Η αλήθεια είναι, πως το καημένο το κορίτσι δεν ξέρει πως να δείξει τη χαρά του.
Προσπάθησε όμως ν’ αλλάξει θέμα ομιλίας.
— Πώς ζουν, αλήθεια, αυτοί οι χωρικοί! είπε. Η ζωή τους μοιάζει τόσο πολύ με τα παραμύθια. Ο φανταστικός κόσμος είναι τόσο στενά δεμένος στη ζωή τους με τον πραγματικό, ώστε να μη μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, πού τελειώνει ο ένας και πού αρχίζει ο άλλος.
— Ένας γιατρός — είπε η Μίνα — βρίσκεται περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να εκτιμήσει αυτή την ωραία κατάσταση που περιγράφετε, κύριε Άλκη. Η ζωή του αποκαλύπτεται σε όλα τα μυστικά της.
— Ίσως δεν έχετε άδικο, δεσποινίς Μίνα. Ακριβώς κοντά στην άρρωστη αυτή είχα την ευκαιρία να ιδώ μερικά πράματα τόσο συμπαθητικά. Ο φόβος του θανάτου φέρνει πλησιέστερα την απλή και αθώα ζωή προς το μυστήριο. Και ο γιατρός, που μπαίνει στο χωριάτικο σπίτι, που το τριγυρίζει ο θάνατος, βλέπει πόσους ανέλπιστους συνεργάτες έχει για το έργο του, το έργο της σωτηρίας. Να ένα πράμα που δεν το απαντά ο γιατρός στα δικά μας τα σπίτια! Σ’ αυτά ο γιατρός είναι ο μόνος κύριος της καταστάσεως. Σ’ αυτόν γυρίζουν όλα τα βλέμματα. Απ’ αυτόν περιμένουν όλοι, και πρώτα ο άρρωστος τη σωτηρία του. Στο χωριάτικο όμως σπίτι...
— Φαντάζομαι τι θέλετε να πείτε... τον διάκοψε η Μίνα, που παρακολουθούσε με συγκινημένη φωνή τα λόγια του.
— Στο χωριάτικο όμως σπίτι — εξακολούθησε ο Άλκης — ο ρόλος του γιατρού είναι δεύτερος και τρίτος ρόλος. Πρώτα είναι η εικόνα, τα ξεραμένα λουλούδια του Επιταφίου, ο παπάς, ο αντιπρόσωπος της θείας Χάριτος, το καλό όνειρο που είδε μια ανήσυχη ψυχή για τον αγαπημένο της άρρωστο — μήνυμα μυστικών στοιχείων για τη σωτηρία του — τόσα άλλα, τόσα άλλα! Και φαντασθείτε, ότι εγώ έφθασα στο κρεβάτι της άρρωστης μαζί με το θαυματουργό νερό... από το πηγάδι του Αγίου.
— Η Μαρία βέβαια θα έφερε το θαυματουργό νερό... τον διάκοψε πάλι η Μίνα.
Ο Άλκης βεβαίωσε το πράμα μ’ ένα στενοχωρημένο κίνημα. Φάνηκε όμως ευχαριστημένος που είχε μαντευθεί.
— Μεταξύ λοιπόν του θαυματουργού νερού — εξακολούθησε ο Άλκης — και της φτωχής μου γιατρικής, σε ποιο από τα δυο θέλετε ν’ αποδοθεί το θαύμα;
— Ένα μέρος του θαύματος θα το έχει πάντα η γιατρική σας, κύριε Άλκη.
— Ένα μικρό μέρος ακριβώς, δεσποινίς Μίνα. Αλλά μήπως, για να είμαστε ειλικρινείς, αξίζει και περισσότερο; Βεβαιωθείτε ότι η πίστη θεραπεύει καλύτερα και ασφαλέστερα από τα φάρμακα.
— Πώς το εξηγείτε αυτό, γιατρέ; ρώτησε ο κ. Σταλίδης, καθαρίζοντας το πορτοκάλι του.
— Γιατί η πίστη, κύριε Σταλίδη, βοηθεί τις φυσικές δυνάμεις να φανερωθούν και να ενεργήσουν απάνω στον άρρωστο.
Ο εύθυμος γέρος, που τον κούραζαν οι σοβαρές συζητήσεις, ένοιωσε την ανάγκη να δώσει στην ομιλία ευθυμότερο τόνο.
— Το συμπέρασμα είναι, κύριε Άλκη — είπε — ότι, όπως σας έλεγα και πρωτύτερα, είσθε πλασμένος για γιατρός του χωριού. Σας αρέσει να κάνετε συμβούλια στους άρρωστους σας με τους Αγίους και με τα ωραία προληπτικά κορίτσια. Αν αποφασίσετε καμιά φορά να γίνετε οριστικώς ο γιατρός του χωριού, θα σας παρακαλέσω να με πάρετε βοηθό σας.
Ο Άλκης ενοχλήθηκε λιγάκι από τον υπαινιγμό, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.
— Πολύ ευχαρίστως, κύριε Σταλίδη! είπε γελώντας.
— Πρέπει όμως να σκεφθείτε, πατέρα, ότι δεν θα είναι πάντα άρρωστη η μητέρα της καημένης της Μαρίας και ότι δεν θα είναι πάντα η Μαρία που θα φέρνει το αγίασμα από το πηγάδι του Αγίου.
Γέλασαν όλοι.
— Τι να πεις, τέλος πάντων, να περάσει η ώρα! είπε ο κ. Σταλίδης κι άρχισε να ξεφλουδίζει δεύτερο πορτοκάλι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄
Η μητέρα της Μαρίας έγινε καλά.
Ο Άλκης, που η φήμη του στο χωριό είχε φουντώσει, όπως του είχε προφητέψει ο κ. Σταλίδης, ήτανε εξαιρετικά ευχαριστημένος για την επιτυχία του, όσο κι αν αναγνώριζε μέσα του, πως η γιατρική του δεν είχε προσφέρει και μεγάλα πράματα στην άρρωστή του. Δεν ήταν όμως η φήμη του που τον ευχαριστούσε. Ήτανε το χαμόγελο εκείνο της ευγνωμοσύνης, που ανθούσε γι’ αυτόν στα χείλη της Μαρίας και που την έκανε ακόμα ωραιότερη στα μάτια του.
Εννοείται, ότι ο Άλκης δεν είχε διακόψει τις εκδρομές του στο χωριό. Είχε να παρακολουθήσει τη δύσκολη ανάρρωση της άρρωστής του. Και, για πολλές ημέρες, εξακολουθούσε τις τακτικές του επισκέψεις, για τις οποίες πληρωνότανε πλουσιοπάροχα από το γλυκό χαμόγελο της Μαρίας και τις ευχές του γέρου.
— Γιατρέ, να μην την αφήσεις έτσι — πάντα ο χαριτωμένος ενικός αριθμός — τη μάνα μου! του ’λεγε κάθε φορά που έφευγε από το προσκέφαλο της. Αν ξανακυλίσει, τι θα γίνουμε;
Και η λαχτάρα της κόρης για τη σωτηρία της μητέρας της άνοιγε τα μεγάλα της μάτια μ’ έναν τόσο εκφραστικό τρόπο, που ο Άλκης νόμιζε πως διακρίνει στα βάθη τους το λευκό φτεροσάλεμα της ανήσυχης ψυχούλας της.
— Έννοια σου, παιδί μου!... της έλεγε. Δε θα την αφήσω τη μανούλα σου... θα ξανάρθω. Και θα ξανάρχομαι όσο είναι ανάγκη.
Από μέσα του ρωτούσε τον εαυτό του: θα τελειώσει τάχα ποτέ η ανάγκη αυτή; Και ξαναπήγαινε.
Οι φίλοι του του δάσους τον έχαναν συχνά τώρα. Η μητέρα της Μαρίας είχε σηκωθεί από το στρώμα, ήτανε εντελώς καλά, δεν είχε πια την ανάγκη του. Αν δεν είχε όμως την ανάγκη του η μητέρα της Μαρίας, άλλοι χωριάτες τον ζητούσανε να ιδεί τους αρρώστους των. Είχε γίνει πια και στ’ αλήθεια ο γιατρός του χωριού. Και ποτέ δεν αρνήθηκε σε κανέναν την επιστήμη του. Πηγαίνοντας να κοιτάξει τους άλλους άρρωστους, περνούσε πάντα και από το συμπαθητικό σπιτάκι, που ήτανε πάντα καλοδεχούμενος. Η γριά του ’ψηνε καφέ, ο γέρος του ανιστορούσε τα βάσανα της ζωής του — αθώα, μικρά βάσανα — και, όταν έφευγε, η μοναχοκόρη τους τον ξεπροβόδιζε πάντα, αρκετή ώρα, στο δρόμο του χωριού, που του φαινότανε πάντα λίγη.
— Μαρία, σύρε να ξεβγάλεις το γιατρό μας! της έλεγε η μητέρα της.
Και η Μαρία δεν περίμενε την προσταγή της μητέρας της για να κάνει εκείνο, που την πρόσταζε πρώτα η καρδιά της.
Ο Γκραφ πήγαινε πάντα μπροστά με τη χαρά των πιστών ζώων, που μοιράζονται πάντα — γιατί τη μαντεύουν — τη χαρά των ανθρώπων που αγαπούν.
Σε κάποιο σημείο του δρόμου, που ήτανε κάθε φορά μακρινότερο, η Μαρία σταματούσε για να ξαναγυρίσει στο χωριό.
— Να πας, Μαρία! της έλεγε με καλοσύνη ο Άλκης. Σ’ ευχαριστώ για τη συντροφιά σου. Μάκρυνες όμως πολύ από το χωριό και είναι αργά...
— Θα ’ρθεις αύριο, γιατρέ; τον ρωτούσε η Μαρία.
— Θα ’ρθω, Μαρία. Μπορώ ν’ αφήσω έτσι τους αρρώστους μου;
— Καληνύχτα.
— Καληνύχτα.
Και χωρίζανε ευχαριστημένοι και οι δυο. Ο Άλκης γύριζε πίσω του συχνά και κοίταζε τη χαριτωμένη σιλουέτα της Μαρίας, που πήγαινε σκυφτή, στο μονοπάτι. Και συχνά την έβλεπε να γυρίζει κι αυτή δειλά πίσω της, ώσπου την έχανε στο γύρισμα του δρόμου.
Όταν δεν κατέβαινε ο Άλκης στο χωριό, ήξερε πως πάντα κάπου θα συναντήσει τη Μαρία. Και τα τυχαία αυτά συναπαντήματά τους, πότε στο δάσος και πότε στο σπιτάκι με το βαρύ όνομα όπου ερχότανε η Μαρία πότε πότε να χαιρετίσει την καλή της προστάτρια, είχαν γίνει συχνά, καθημερινά.
Ο Άλκης ένοιωθε ότι κάτι του έλειπε την ημέρα που περνούσε χωρίς το χαμόγελο της μικρής του φιλενάδας. Ήτανε γι’ αυτόν σα μια μέρα χωρίς ήλιο. Δεν ήθελε όμως, δεν προσπαθούσε να ιδεί τίποτε σοβαρότερο στη μικρή του αυτή αδυναμία. Του προξενούσε μάλιστα φόβο η ιδέα, ότι μπορούσε ν’ αγαπήσει τη μικρή χωριατοπούλα, που, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να φύγει μακριά της και να μην την ξαναϊδεί ποτέ πια. Θ’ άνοιγε λοιπόν με τα χέρια του μια νέα πληγή απάνω στην παλιά του, που μόλις είχε κλείσει, με τα σοφά βάλσαμα της φιλίας της Μίνας; Έπειτα και κάποια τύψη... Μια νέα αγάπη δεν θα ήτανε τάχα μια σκληρή απιστία στη μνήμη της αγαπημένης του νεκρής; Και μονάχα η σκέψη αυτή ήτανε αρκετή να τον τρομάξει. Και την έδιωχνε από το νου του με βία, για να συλλογισθεί τίποτε ξένο, αδιάφορο. Επιτέλους, όσο βρισκότανε στο δάσος, η Μαρία θα ήτανε γι’ αυτόν μία αθώα ακόμα χαρά του βουνού, μαζί με τους χαρούμενους ήσκιους, τα άγρια λουλουδάκια, που φύτρωναν στις ρίζες των ελάτων, και τα τρεχούμενα νερά, που τόσο τον μάγευε η γλυκιά μουσική τους.
Εύρισκε μάλιστα στη φωνή της Μαρίας κάτι τι που έμοιαζε με τη μυστική αυτή μουσική. Ένα δροσερό ρυάκι κι η μικρή του φιλενάδα, που πέρασε μια στιγμή μπροστά του — σκέφθηκε κάποτε — που του δρόσισε τα χείλη του και ακολούθησε το δρόμο του απάνω στη φωτεινή του κοίτη. Τίποτε περισσότερο.
Και άφηνε τις ημέρες να περνούν με τα ωραία τους δώρα.
Μια ημέρα, που δεν είχε ιδεί καθόλου τη Μαρία — και είχε περπατήσει τόσες ώρες με την ελπίδα αυτή στο δάσος — αισθάνθηκε μέσα του κάτι που τον ανησύχησε. Φοβήθηκε μήπως, χωρίς να το καταλάβει, είχε δώσει άλλη μια φορά την καρδιά του, και μήπως ήτανε αργά πια για να την πάρει πίσω. Έφυγε γρήγορα από το δάσος και πήρε το μονοπάτι του σπιτιού, για να βρει κάποιον να μιλήσει, να διώξει τους ανήσυχους αυτούς λογισμούς από το μυαλό του. Ήξερε πως θα βρει αυτή την ώρα στη θέση της, την ίδια πάντα θέση, τη Μίνα που είχε γίνει γι’ αυτόν η σοφή και ψυχρή Αθηνά στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Καθώς πήγαινε, θυμήθηκε με κάποια ντροπή την αδυναμία του, στις ημέρες της νευρικής του κρίσης, από το θάνατο της Στέλλας, που λίγο έλειψε ν’ αγαπήσει τη γλυκιά νοσοκόμα, που είχε γίνει στον πόνο του η Μίνα.
Η σκηνή της ημέρας εκείνης πέρασε μπροστά στα μάτια του. Η Μίνα έσκυβε απάνω του, σαν καλή μητερούλα και του χάιδευε το μέτωπό του, πυρωμένο από τον πυρετό. Τότε η ψυχή του, που είχε χάσει μιαν αγάπη και διψούσε για μιαν άλλη, στράφηκε ολόκληρη, σαν τα λουλούδια που ακολουθούν τον ήλιο, προς τη γλυκιά του παρηγορήτρα. Και χωρίς να το καταλάβει, το χέρι του πλέχθηκε γύρω από τη μέση της νέας κόρης και τα δάκρυα του χύθηκαν απάνω στα γόνατά της.
— Όχι, καλέ μου φίλε! του είχε πει εκείνη, μ’ έναν τόνο γλυκό και αυστηρό μαζί, που τον έκανε να συλλογισθεί αυτό που έκανε σε μια στιγμή παραφοράς. Αυτό που κάνετε δεν είναι ούτε σωστό ούτε φρόνιμο. Βλέπετε πως δε σας μαλώνω. Αλλά σκεφθείτε λιγάκι! Εγώ δεν μπορώ να σας αγαπήσω ποτέ πια στη ζωή μου. Κι εσείς δεν πρέπει ν’ αγαπήσετε μια γυναίκα, που γρήγορα θα σας δώσει έναν άλλο πόνο, φεύγοντας για πάντα από κοντά σας. Αφήστε να είμαι πάντα η καλή σας φιλενάδα. Θα ιδείτε πόσο καλύτερα είναι...
Η ψυχρή και συμπαθητική μαζί λογική της Μίνας είχε κάμει τον Άλκη να καταλάβει το λάθος του. Της είχε ζητήσει συχώρεση και η κρίσιμη αυτή στιγμή πέρασε χωρίς αποτέλεσμα. Από τότε η Μίνα έμεινε για τον Άλκη η καλή του πάντα φιλενάδα, που βιαζότανε και τώρα να αισθανθεί, στην ταραχή της ψυχής του, την απαλή, ειρηνική και παρήγορη επιρροή της φιλίας της.
Η Μίνα τον υποδέχθηκε, σαν πάντα, με το ύφος των ανθρώπων, που μας αγαπούν και μας περιμένουν
— Τι γινήκατε πάλι στο άλλο εκείνο δάσος;
Του έκανε κάποιον υπαινιγμό για τη μεταφορά, που είχε μεταχειρισθεί ο ίδιος, λίγες μέρες πριν, θέλοντας να παραστήσει τους αδιέξοδους λογισμούς του. Και όπως ήξερε καλά τον Άλκη και μάντευε πάντα από την έκφρασή του την ψυχική του κατάσταση, δεν είχε κάνει λάθος. Πράγματι, ο Άλκης είχε αποπλανηθεί πάλι στο βαθύ, το παρθένο δάσος των λογισμών του. Δε θέλησε όμως να πει τίποτε στη Μίνα.
— Φαίνεσθε μελαγχολικός, κύριε Άλκη... του είπε σε λίγο. Τι έχετε;
— Τίποτε, απολύτως τίποτε, δεσποινίς Μίνα. Ίσως είμαι λιγάκι κουρασμένος.
Ο Γκραφ σήκωσε τα μάτια προς τη Μίνα, σα να της έλεγε:
— Μην τον πιστεύετε, δεσποινίς Μίνα, μην τον πιστεύετε! Δεν είναι καθόλου κουρασμένος. Δεν περπατήσαμε καθόλου σήμερα. Κάτι άλλο έχει, κάτι άλλο. Τέλος πάντων, μονάχα εσείς κι εγώ τον καταλαβαίνομε, δεσποινίς Μίνα. Δεν είν’ έτσι;
Στην έκφραση του πιστού ζώου καθρεφτιζότανε τόσο πιστά πάντα η ψυχική διάθεση του κυρίου του, ώστε η Μίνα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει την άφωνη γλώσσα του Γκραφ και να συνεννοείται μαζί του.
Του χάιδεψε το ωραίο, λεονταρίσιο κεφάλι, σαν να του ’λεγε:
— Έχεις δίκιο, καλέ μου Γκραφ, έχεις δίκιο. Κι εγώ το κατάλαβα.
Ο Άλκης έμεινε σιωπηλός, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
— Μαντεύω, φίλε μου, μαντεύω! του είπε μ’ έναν εύθυμο τόνο η Μίνα. Μη θέλετε να μου κρυφθείτε. Δεν είδατε, φαίνεται, σήμερα τη μικρή σας φιλενάδα.
— Με πειράζετε, δεσποινίς Μίνα; της είπε ο Άλκης.
— Γιατί σας πειράζω; Είναι τόσο φυσικό αυτό που σας συμβαίνει.
Ο Άλκης, χωρίς να θέλει να προκαλέσει μόνος του μια ομιλία για το αντικείμενο της μελαγχολίας του ένοιωθε μέσα του την ανάγκη να μην του μιλούν για τίποτε άλλο απ’ αυτό. Και άφησε με τη σιωπή του τη Μίνα να εξακολουθήσει.
— Προσοχή όμως, καλέ μου φίλε, προσοχή! εξακολούθησε η Μίνα. Αν ξανακυλήσετε, χωρίς να είμαι γιατρός, δεν σας εγγυούμαι τίποτε.
— Λέτε να είναι φόβος, δεσποινίς Μίνα; έκαμε αδιάφορα ο Άλκης.
— Ξέρω κι εγώ, φίλε μου; θυμόσαστε ένα φαινόμενο της επιστήμης σας, που μου εξηγήσατε κάποτε, με την ενέργεια κάποιων δηλητηρίων. Τα ίδια δηλητήρια, που σε μεγάλη δόση μπορούν να μη φέρουν δυσάρεστα αποτελέσματα, αν δοθούν κατόπι σε μικρή, σε ελάχιστη δόση, στο ίδιο άτομο, που τα ανέχθηκε την πρώτη φορά, μπορούν να φέρουν τρομερά αποτελέ-σματα. Πώς το είπατε το φαινόμενο αυτό;
— Αναφυλαξία... είπε ο Άλκης. Είναι δηλαδή το αντίθετο του μιθριδατισμού, δηλαδή της συνήθειας του οργανισμού σ’ ένα δηλητήριο, από τις μικρές δόσεις ως τις μεγαλύτερες.
— Δεν νομίζετε — ρώτησε μ’ ένα ύφος ακαδημαϊκό η Μίνα — ότι με το ερωτικό δηλητήριο, το θελκτικό αυτό δηλητήριο, το φαινόμενο της αναφυλαξίας είναι συχνότερο από το φαινόμενο του μιθριδατισμού;
— Πολύ φοβούμαι πως έτσι είναι... είπε σιγά, μ’ έναν μικρόν αναστεναγμό, ο Άλκης.
— Είπατε πως το φοβείσθε, κύριε Άλκη;
— Το φοβούμαι.
Η Μίνα τον κοίταξε στα μάτια.
— Λοιπόν;
Ο Άλκης έσκυψε απάνω της, της πήρε το χέρι μέσα στις δυο του παλάμες και ψιθύρισε δακρυσμένος:
— Αχ! δεσποινίς Μίνα! Γιατί να μου συμβαίνουν εμένα πάντα αυτά τα πράματα; Σας βεβαιώνω, πως είμαι δυστυχισμένος, πολύ δυστυχισμένος.
Η Μίνα έσυρε απαλά το ωχρό, το διάφανο από την αρρώστια χέρι της, απάνω στα μαλλιά του Άλκη.
— Καημένο παιδί! Καημένο ανόητο παιδί!
Άξαφνα η Μίνα, καθώς έριξε τα μάτια της προς το δάσος, νόμισε πως είχε διακρίνει, ανάμεσα στα πυκνά έλατα, τη σιλουέτα της Μαρίας.
— Η Μαρία! είπε.
Ο Άλκης σήκωσε το κεφάλι του.
— Παίζετε μαζί μου, δεσποινίς Μίνα;
Η Μίνα διαμαρτυρήθηκε.
— Μα για τι με παίρνετε; Τώρα την είδα, σας λέω, να περνά εκεί κάτω.
Έδειξε με το χέρι.
— Δε βλέπω τίποτε... είπε ο Άλκης. Φαντασία σας θα ήτανε, δεσποινίς Μίνα.
— Δεν πιστεύω να ονειρεύομαι ξύπνια. Σας λέω, την είδα.
Μου φάνηκε μάλιστα, πως μας είδε κι αυτή — είμαι βεβαία πως μας είδε — και πως ερχότανε προς τα εδώ. Άξαφνα την έχασα από τα μάτια μου. Μου φαίνεται πως έστριψε αριστερά.
— Περίεργο! είπε ο Άλκης.
— Για να βρεθεί προς τα μέρη αυτά, τόσο κοντά στο σπίτι, δεν μπορεί παρά να έρχεται εδώ — εξήγησε η Μίνα. Ίσως να λοξοδρόμησε κάπου. Πάντα όμως θα περάσει αποδώ. Δε γίνεται...
Στάθηκαν και οι δυο, με τα μάτια γυρισμένα προς το μονοπάτι.
— Δε θέλετε να πεταχθείτε μια στιγμή ως εκεί να ιδείτε; ρώτησε η Μίνα.
Ο Άλκης είχε όλη τη διάθεση να πεταχθεί, να τρέξει, να γυρίσει όλο το δάσος, για να βρει το μικρό αγρίμι. Κρατήθηκε όμως.
— Αν ήτανε αυτή — είπε με προσποιημένη αδιαφορία — δεν μπορεί παρά να παρουσιασθεί. Έκτος αν δεν είδατε καλά.
— Όπως σας βλέπω! Είμαι βέβαιη ακόμα, πως μας είδε. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν μια στιγμή. Τώρα θα ιδείτε!
Περίμεναν αρκετή ώρα, με τα μάτια καρφωμένα στο μονοπάτι, η Μαρία όμως δεν ξαναφάνηκε.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου