Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄
— Πώς είναι ο γιατρός; ρώτησε ο κ. Σταλίδης την κόρη του, με σιγαλή φωνή, πλησιάζοντας με τις μύτες των ποδιών του το τραπεζάκι, όπου η Μίνα ετοίμαζε με σοφές φροντίδες μια λεμονάδα.
— Κοιμάται, ψιθύρισε η Μίνα. Ευτυχώς κοιμάται από το πρωί. Αυτό ελπίζω να του κάμει καλό...
— Ύστερ’ από την τρομερή νύχτα που πέρασε... είπε με την ίδια ψιθυριστή φωνή ο κ. Σταλίδης. Όλη τη νύχτα τον άκουγα από την κάμαρά μου να βηματίζει απάνω κάτω. Και δε σταματούσε παρά για να ξεσπάσει σε λυγμούς. Το καημένο το παιδί!
— Ήτανε φρικτό αυτό που συνέβη... είπε με αληθινό πόνο η Μίνα.
Ο κ. Σταλίδης έκαμε στην κόρη του ένα σημείο, πως φεύγει.
— Καλύτερα, πατέρα! Καλύτερα να μη δει κανέναν άλλον από μένα, όταν ξυπνήσει. Εσείς δεν πρέπει να ξέρετε τίποτε απ’ την ιστορία αυτή.
Η προσφορά της αδελφικής φιλίας της Μίνας προς τον Άλκη είχε γίνει σε μια κρίσιμη στιγμή και σαν από κάποιο θέλημα αγαθής Μοίρας.
Την άλλη μέρα ο Άλκης είχε δεχθεί κατάστηθα τον κεραυνό από τον πιο αίθριο ουρανό της ζωής του. Ευχαριστημένος από το γράμμα που είχε γράψει στον φίλο του, ευτυχισμένος από τη φιλία της Μίνας, που του είχε φανερωθεί με τόση καλοσύνη, ελαφρός από την εξομολόγηση της ερωτικής του περιπέτειας σε μια ψυχή τόσο διαφορετική από την ψυχή της θείας του, μια ψυχή που τον εννοούσε και τον είχε ενθαρρύνει για την τίμια απόφασή του, είχε πάρει τις εφημερίδες των Αθηνών, που είχαν φθάσει τη στιγμή εκείνη στο βουνό και πήγε στο δωμάτιό του να διαβάσει. Σε λίγο η Μίνα, που τακτοποιούσε κάτι στο διπλανό δωμάτιο του πατέρα της, άκουσε μια σπαρακτική κραυγή. Έτρεξε στο δωμάτιο του Άλκη και τον είδε πεσμένον στο κρεβάτι του, να κρύβει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι του και ν’ ανατινάζεται από λυγμούς. Απάνω στο τραπεζάκι ήταν ανοιχτή μια εφημερίδα στο μέρος, που είχε διαβάσει ο Άλκης. Βέβαια κάτι τρομερό είχε διαβάσει. Η Μίνα έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην εφημερίδα και διάβασε το μικρό αυτό παραγραφάκι:
Σήμερον την πρωίαν, εις την επί της οδού Σίνα οικίαν της ευρέθη νεκρά η δεκαεπταέτις νεάνις Στέλλα Α. Εκ των διεξαχθεισών ανακρίσεων προκύπτει, ότι δεν πρόκειται περί εγκλήματος. Η ατυχής κόρη φαίνεται ότι υπέκυψεν εις ισχυράν δόσιν ναρκωτικού, το όποιον, ως εξηκριβώθη, είχε προμηθευθεί αφ' εσπέρας εκ του γειτονικού φαρμακείου. Οι λόγοι της αυτοκτονίας παραμένουν άγνωστοι. Επί της τραπέζης του δωματίου ευρέθη το εξής παράδοξον ιδιόγραφον σημείωμα της αυτόχειρος: «Δεν υπάρχει απάντησις». Ο αρμόδιος αστυνόμος επελήφθη κ.τ.λ..
Η Μίνα, που γνώριζε πια όλες τις λεπτομέρειες της ερωτικής ιστορίας του Άλκη, είδε μπροστά της όλη τη φρικτή τραγωδία, που ο θλιβερός της ήρως σπάραζε μπροστά της. Κι ένοιωθε βαθιά στην ψυχή της πως σ’ αυτήν είχε λάχει ο μοιραίος κλήρος να γίνει ο καλός και παρήγορος άγγελος του δυστυχισμένου φίλου της. Αλλά πώς; Ήτανε τόσο δύσκολη η θέση της. Χωρίς να σκεφθεί, τι έπρεπε να κάμει και πώς να φερθεί την τρομερή αυτή στιγμή, εμπιστεύθηκε στο γυναικείο της ένστικτο και άφησε την αγάπη της να την οδηγήσει.
Πλησίασε και κάθισε αθόρυβα, σα σκιά, σε μια καρέκλα, που βρισκότανε προς το μέρος της κεφαλής του κρεβατιού. Χωρίς να βγάλει λέξη, άπλωσε το χέρι της και το ακούμπησ’ ελαφρά στο κεφάλι του νέου. Εκείνος γύρισε σαν εκστατικός και κοίταξε με τα μάτια ανοιχτά από φρίκη, κατακόκκινα από τα δάκρυα. Σε λίγες στιγμές το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί, σαν ύστερα από μακριά αρρώστια. Της έκαμε τρόμο.
— Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! του είπε εκείνη περνώντας ελαφρά την παλάμη της απάνω στα μαλλιά του, με το γλυκό χάδι νέας μητέρας στο άρρωστο παιδάκι της.
Εκείνος ξανάπεσε απάνω στο μαξιλάρι, χωρίς να προφέρει λέξη. Φαινότανε σαν άνθρωπος που είχε χάσει την αίσθησή του, που δεν ένοιωθε τίποτε από ό,τι γινότανε τριγύρω του. Από καιρό σε καιρό, ένας σπασμός ανατίναζε το σώμα του. Η Μίνα τον άφησε να κλάψει, κρατώντας πάντα ελαφρά με το χέρι της το μέτωπό του, που έβγαζε φλόγες. Μια σιωπή νεκρική ήτανε χυμένη μέσα στο δωμάτιο, που την έκοβαν, πού και πού, οι λυγμοί του δυστυχισμένου του νέου. Ο Γκραφ, ακίνητος στα πόδια του κρεβατιού, με τα κεφάλι ανάμεσα στα δυο μπροστινά πόδια, με τα μάτια υψωμένα περίλυπα προς τη Μίνα, φαινότανε σα να την ευχαριστούσε για κάτι καλό, που ένοιωθε, με τη σύντομη σκέψη του, πως έκανε στον κύριό του αυτή τη στιγμή. Και σα να την παρακαλούσε να μείνει εκεί κοντά του, να μένει ακόμα, να βοηθήσει τον καλόν του κύριο, που αυτός, ένας σκύλος, ήθελε, μα δεν ήξερε, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Ο Άλκης σε λίγο, ανακουφισμένος από τα δάκρυα, που με το στοργικό της χάδι τα είχε ευκολύνει να χυθούν η καλή κόρη, ανασήκωσε μια στιγμή το κεφάλι του από το μαξιλάρι. Το βλέμμα του ήτανε πιο ήμερο τώρα και το πρόσωπό του, κουρασμένο πάντα, χωρίς τον άγριο εκείνο σπασμό, που είχε κάμει φρίκη λίγο πρωτύτερα στη Μίνα.
Άπλωσε τα χέρι του με κόπο κι έπιασε το χέρι της Μίνας και το κράτησε μ’ ευγνωμοσύνη στο δικό του.
— Τι καλή που είσαστε, δεσποινίς Μίνα, τι καλή που είσαστε σ’ εμένα... είπε. Χωρίς εσάς...
Και σε λίγο:
— Να πεθάνω, δεσποινίς Μίνα, θέλω να πεθάνω. Δεν μπορώ πια να ζήσω, το καταλαβαίνω, πως δεν μπορώ να ζήσω.
— Τα ξέρω όλα, δυστυχισμένε μου φίλε, τα ξέρω· του είπε με σταθερό τόνο φωνής η Μίνα, κρατώντας πάντα το χέρι του. Είδα αυτή την εφημερίδα. Γνωρίζω την ιστορία σας. Λοιπόν! Αν μπορούσατε με το θάνατό σας να διορθώσετε τίποτε, αν μπορούσατε τουλάχιστον να δώσετε μια ευχαρίστηση στην ψυχή αυτή, που βλέπει τώρα όλη την αλήθεια, που αντικρίζει από ψηλά τον πόνο σας και το σπαραγμό σας, θα σας έλεγα να πεθάνετε. Αλλά πώς μπορείτε να είσθε βέβαιος, ότι με αυτό που μελετάτε να κάμετε, δε θα δίνατε στη φτωχή αυτή ψυχούλα μια λύπη μεγαλύτερη από κείνη που της δώκατε στη ζωή, χωρίς να το θέλετε;
Ο τρόπος αυτός που είχε μεταχειρισθεί η Μίνα, η προσποιημένη τόσο τεχνικά ψυχρή λογική, που προσπαθούσε μ’ αυτήν να κερδίσει περισσότερο τη σκέψη του, που υπακούει ευκολότερα, παρά το τρικυμισμένο αίσθημά του, που καμιά αισθηματική παρηγοριά δεν θα μπορούσε να το γαληνέψει, είχε φέρει το ευεργετικό του αποτέλεσμα. Ο Άλκης, με το χέρι του πάντα μέσα στο δικό της, που το ένοιωθε δροσερό και παρήγορο στον πυρετό που τον έκαιγε, παρακολουθούσε τη λογική ανάπτυξη των επιχειρημάτων της Μίνας με μια συγκινημένη προσοχή, που της έδωκε το θάρρος να εξακολουθήσει.
— Ναι, δυστυχισμένε μου φίλε. Έχετε υποχρέωση να ζήσετε, θα ήτανε ανανδρία από μέρος σας, για να γλυτώσετε εσείς από μια τύψη, που δεν είναι επί τέλους δικαιολογημένη...
— Δεν είναι δικαιολογημένη είπατε, δεσποινίς Μίνα; Αλλοίμονο! Αλλά ποιος άλλος τη σκότωσε τη δυστυχισμένη μου, ποιος;...
Τον έπνιξαν πάλι οι λυγμοί.
— Όχι, μην το λέτε αυτό! Εσείς δεν μπορούσατε να φαντασθείτε, ποτέ, ότι μια μικρή σας απουσία...
— Αλλά δεν ξέρετε λοιπόν, δεσποινίς Μίνα;
Τράβηξε από το μαξιλάρι του ένα γράμμα του Καλή, που είχε βρει μέσα στην ίδια εφημερίδα, που του έφερε την τρομερή είδηση και το ’δωκε στη Μίνα να διαβάσει. Ο Κώστας, με λίγες βιαστικές γραμμές, τρομερά ταραγμένος, του έδινε την εξήγηση του σημειώματος, που είχε αφήσει η δυστυχισμένη Στέλλα στα τραπέζι της. «Δεν υπάρχει απάντηση». Και τα σκληρά αυτά λόγια, που είχε πει η θεία του, η κ. Κράλη, στον μικρόν υπηρέτη του ξενοδοχείου, από μέρος τάχα του Άλκη, γι’ απάντηση στο ικετευτικό εκείνο γράμμα της Στέλλας, τα σκληρά αυτά και ανάξια λόγια, που έγιναν αφορμή του θανάτου της Στέλλας, ο φίλος του πίστευε, ως κι εκείνος ακόμα, πως τα είχε προφέρει ο ίδιος ο Άλκης.
— Ποιος τα είπε τα λόγια αυτά; ρώτησε η Μίνα.
— Εγώ δεν έλαβα κανένα γράμμα, δεν έδωκα καμιά απάντηση. Ήμουν ανίκανος για τέτοια προστυχιά. Ποιος άλλος; Η θεία μου, η καλή αυτή γυναίκα, βέβαια! Και όμως το δυστυχισμένο το κορίτσι έφυγε από τον κόσμο με την ιδέα πως εγώ, σ’ ένα γράμμα, που, αν δεν μου το ’χανε κρύψει με μια τέτοια ατιμία, θα μ’ έκανε να τρέξω να πέσω στα πόδια της και να μείνω πάντα εκεί, είχα τη σκληρότητα, την προστυχιά να απαντήσω μ’ έναν υπηρέτη, πως «δεν υπάρχει απάντηση»! Α! είναι πολύ αυτό. Είναι αδύνατο να το υποφέρω!
Η φωνή του έτρεμε, από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
Η Μίνα του είπε μ’ ένα ύφος κατηγορηματικό, γεμάτο πεποίθηση και μ’ έναν τόνο αποκαλυπτικό, που της έδινε μια έκφραση οραματιζομένης Σίβυλλας:
— Η Στέλλα ξέρει τώρα όλη την αλήθεια. Και είναι ευτυχισμένη. Η προσωρινή ευτυχία που ονειρευθήκατε να της δώσετε στον κόσμον αυτό, έγινε γι’ αυτήν η αιώνια ευτυχία, που κανένας πια δεν μπορεί να της αφαιρέσει. Η αγάπη σας της αποκαλύφθηκε μπροστά στο θρόνο του Θεού. Ποια αγάπη δε θα ζήλευε την άφθαστη αυτή τύχη;
Ο Άλκης έγειρε το κεφάλι του στο στήθος της κόρης, όπως γέρνει ένα παιδάκι το κεφάλι του στους κόλπους της μητέρας του. Κι εκείνη έπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, σαν καλή μανούλα. Ο πόνος είχε κάμει τον άνδρα βρέφος και την κόρη μητέρα. Και η σκιά μιας νεκρής ευλογούσε κι εξαγίαζε έναν εναγκαλισμό, που ενώ θα μπορούσε να είναι ερωτικός, δεν είχε από τον έρωτα παρά μόνο την άυλη ομορφιά του.
— Καλή μου αδερφούλα! ψιθύρισε ο Άλκης. Ποιος καλός Θεός σας έστειλε κοντά μου στη φριχτή αυτή στιγμή;
— Μ’ έστειλε εκείνη, που εξακολουθεί να σας αγαπά, όπως την αγαπάτε! είπε η Μίνα. Το αισθάνομαι πως μ’ έστειλ’ εκείνη.
Και δεν τον άφησε, παρά όταν της υποσχέθηκε, ότι θα ζήσει για την αγάπη της καλής του νεκρής.
Το άλλο πρωί τον είχε βρει κάπως ησυχότερο. Την νύχτα δεν είχε μπορέσει να κοιμηθεί. Και αισθανότανε τον εαυτό του πολύ κουρασμένο.
— Αισθάνομαι πως θ’ αρρωστήσω σοβαρά· είπε. Καλύτερα!
Η Μίνα πήγε να του φέρει το γάλα του. Όταν ξαναγύρισε τον βρήκε αποκοιμισμένο. Αλλά ο ύπνος του ήτανε ήσυχος και κανονικός. Έκλεισε σιγά την πόρτα και παράγγειλε να κάμουν ησυχία. Είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε και η Μίνα τώρα ετοίμαζε μια λεμονάδα για το άρρωστο παιδί της, μπροστά στο μικρό τραπεζάκι, που τη βρήκε ο πατέρας της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄
Οι νεκροί είναι αγαθοί. Δεν επεμβαίνουν συνήθως στη ζωή μας και μας βοηθούν να τους λησμονούμε. Ο Άλκης ύστερ’ από την τρομερή κρίση των νεύρων του, που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή ή το λογικό του, άρχισε να περνά στην ψυχική εκείνη ανάρρωση, που τόσο μοιάζει με τη φυσική. Μια γαλήνη ευεργετική είχε χυθεί μέσα του, όμοια με τη γαλήνη των τάφων που πρασινίζει απάνω τους η χλόη. Έτσι συχνά οι τάφοι χαρίζουν τη γαλήνη τους στους ανθρώπους, που πολύ έκλαψαν απάνω τους.
Η Στέλλα δεν τυραννούσε πια τη σκέψη του. Δεν του ζητούσε τίποτε, κι εκείνος δεν είχε τίποτε να της δώσει έκτος από μια ήσυχη κι ευλαβητική λατρεία. Και όταν, στις ώρες της μοναξιάς του, την καλούσε σιμά του, η αγαπημένη νεκρή ερχότανε πάντα σαν ένα φάντασμα αγαθό και γεμάτο καλοσύνη, που του έφερνε τα μυστικά δώρα του μακάριου κόσμου, όπου κατοικούσε, την παρηγοριά, την εγκαρτέρηση και την ελπίδα. Ακόμα και ελπίδα. Και όμοια με τον άνθρωπο, που ύστερ’ από μια βαριά αρρώστια, σαν να ’χει ξαναγεννηθεί, βρίσκει ωραιότερη τη ζωή και νοιώθει πιο βαθιά μέσα του την επιθυμία να ζήσει, ο Άλκης ένοιωθε μια νέα και δυνατή αγάπη να τον δένει με τον ωραίον κόσμο, που τον ευλογεί το φως του ήλιου. Και η αγάπη του αυτή ήτανε — το καταλάβαινε βαθιά μέσα του — σα μια νέα αγάπη ωραιότερη, απαλότερη, πιο ευγενική, πιο σύμφωνη με την αριστοκρατική φύση του ανθρώπου.
Ο Άλκης έκανε τώρα μακρινούς περιπάτους στο δάσος, πότε μόνος του με τον πιστό του σύντροφο, το Γκραφ, πότε συντροφεμένος από την καλή του αδερφή, τη Μίνα, που παρακολουθούσε με τις πιο γλυκές φροντίδες την ανάρρωσή του, βαθιά ικανοποιημένη για το ωραίο έργο της αγάπης της.
— Και να συλλογίζομαι, δεσποινίς Μίνα — της είπε κάποτε ο Άλκης — πως ήρθα εγώ να σας γιατρέψω. Και γίνατε εσείς ο γιατρός μου, ο γλυκύτερος γιατρός που γνώρισε ποτέ ένας άρρωστος στον κόσμο αυτό. Φαντάζομαι ότι μόνο ο καλός Ιησούς γιάτρευε τους ασθενείς, που του ’φερναν τα πλήθη, με το γλυκύτατο αυτό τρόπο. Γι’ αυτό η σωτηρία μου, δεσποινίς Μίνα, μου φαίνεται συχνά σαν ένα ωραίο θαύμα.
— Και όμως, γιατρεύοντάς σας, κύριε Άλκη — του είπε η Μίνα — ένοιωθα πως γιατρεύομαι η ίδια. Και βλέπετε πόσο καλύτερα είμαι. Δεν είναι τάχα αυτό το δεύτερο θαύμα;
Μια φιλία στενή, αδελφική, η σπάνια, αλλά γι’ αυτό και η πιο θαυμαστή φιλία, μεταξύ ανδρός και γυναικός, ένωνε τους δύο νέους. Ο Άλκης δεν είχε μυστικά για την καλή μου αδερφούλα κι εκείνη του είχε εξομολογηθεί όλα τα μελαγχολικά της μυστικά.
Ύστερ’ από τους περιπάτους και τους μικρούς των σταθμούς στα δροσερά άσυλα του δάσους, ξαναγύριζαν στο λευκό σπιτάκι. Η Μίνα έπαιρνε τη θέση της στην μακριά ψάθινη πολυθρόνα, τυλίγοντας γύρω από το εύθραυστο στήθος της ένα μαλακό μεταξωτό σαλάκι, λευκό σαν όλη τη φορεσιά της — το λευκό ήτανε το αγαπημένο της χρώμα, χειμώνα καλοκαίρι — ο Άλκης καθότανε κοντά της, ο Γκραφ ξαπλωνότανε πάντα μεταξύ στα πόδια και των δυο και ο κ. Σταλίδης, αεικίνητος, με όλα του τα γεράματα, πηγαινοερχότανε από το εργαστήρι του, όπου δεν του ’λειπε η δουλειά. Έτσι περνούσε με μια ευχάριστη μονοτονία η ζωή της οικογενείας — ο Άλκης και ο Γκραφ δεν ήσαν πια ξένοι — με τα εύθυμα διαλείμματα των γευμάτων, του απογευματινού τσαγιού και καμιά ξαφνική επίσκεψη κάποιου περαστικού χωρικού ή των χωροφυλάκων του δάσους, που είχαν να διηγηθούν πάντα τα άθλα τους με τους παράνομους υλοτόμους, που τους έστελναν αυτοί στη φυλακή και τους ξανάστελναν πίσω οι βουλευτές της επαρχίας.
Η Μαρία είχε καιρό να φανερωθεί στο δάσος. Σχεδόν από την ημέρα της τραγωδίας του Άλκη δεν είχε ξαναφανερωθεί καθόλου. Η Μίνα δεν είχε προσέξει την εξαφάνισή της. Τώρα όμως άρχισε να τη συλλογίζεται συχνά.
— Χωρίς άλλο, η μικρή μου φιλενάδα θα είναι άρρωστη... έλεγε συχνά. Έπρεπε να πάτε, γιατρέ, να τη δείτε! είπε μια ημέρα στον Άλκη.
— Πιστεύετε ακόμα στη γιατρική μου; της είπ’ εκείνος.
Ένας καλός άνθρωπος είναι πάντα ένας καλός γιατρός. Θα ’λεγα καλύτερα, ότι μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να είναι ένας καλός γιατρός.
Ο Άλκης είχε αποφασίσει να πάρει ένα ζώο και να πεταχθεί ως το χωριό, που απείχε ως μια ώρα από το δάσος. Την ίδια μέρα φανερώθηκε άξαφνα η Μαρία. Μα δεν ήτανε το εύθυμο και ξένοιαστο πλάσμα του βουνού, που είχε γνωρίσει ο Άλκης μπροστά στο θαυματουργό πηγάδι του Αγίου. Έσερνε με κόπο τα πόδια της, το πρόσωπό της ήτανε χλωμό και τα ωραία, μεγάλα μάτια της χωρίς λάμψη. Στη Μίνα έκανε εντύπωση η απίστευτη αυτή αλλαγή της μικρούλας.
— Τι έγινες, Μαρία; της φώναξε από μακριά. Άρρωστη ήσουνα, παιδί μου;
— Όχι, κυρία Μίνα! μουρμούρισε θλιβερά η Μαρία. Εγώ καλά είμαι. Η μάνα μου είναι άρρωστη βαριά.
— Και γιατί δεν ήρθες να ζητήσεις το γιατρό μας; Δεν τον γνωρίζεις το γιατρό; ρώτησε η Μίνα δείχνοντας τον Άλκη.
— Πώς δεν τον γνωρίζω; είπε η μικρούλα σηκώνοντας τα μάτια της, δακρυσμένα, μ’ ένα βλέμμα γλυκιάς ικεσίας προς τον Άλκη. Τον γνώρισα στο μοναστήρι.
Γύρισε ύστερα προς τον Γκραφ.
— Γκραφ, τι κάνεις, Γκραφ; Με θυμάσαι εμένα;
Ο Γκραφ κούνησε την ουρά του. Πώς μπορούσε να ξεχάσει την καλή του φιλενάδα, σε λίγες μέρες μέσα;
— Γι’ αυτό ήρθα! ξαναείπε η Μαρία. Αν ήθελε ο κύριος γιατρός να μας κάνει τη χάρη... Έφερα και το ζώο μαζί.
— Με μεγάλη μου ευχαρίστηση, παιδί μου! είπε ο Άλκης. Γιατί δεν ήρθες να μου το πεις από την πρώτη μέρα;
— Για να μη σου δώσουμε βάρος, κύριε γιατρέ! μουρμούρισε δειλά η Μαρία και ένα κύμα αίματος χύθηκε στο χλωμό πρόσωπό της. Μα τώρα βάρυνε η μάνα μου.
— Τι έχει η μάνα σου;
— Πουντιασμένη είναι.
— Έχει ζέστη;
— Έχει. Ψήνεται.
Σήκωσε πάλι τα μάτια στο γιατρό.
— Θα γίνει καλά, γιατρέ;
Η αθώα ερώτηση της μικρούλας, που περίμενε να μαντέψει από μακριά ο γιατρός την αρρώστια της μητέρας της και του ζητούσε μια παρήγορη λέξη, τον συγκίνησε βαθιά.
— Μη φοβάσαι παιδί μου! Θα γίνει καλά η μητέρα σου. Θα την κάνουμε καλά, πρώτα ο θεός!
Η Μαρία σήκωσε την ποδιά της και σκούπισε δυο δάκρυα στα ωραία της μάτια, που η θλίψη τα ’κανε ωραιότερα.
Σε λίγο ο Άλκης, αφού πήρε μαζί του τη σύριγγά του και λίγες αμπούλες, ακολούθησε τη Μαρία.
— Πού πάει ο γιατρός; ρώτησε ο Σταλίδης, που είχε φθάσει εκείνη τη στιγμή από τον περίπατό του.
— Πηγαίνει ως το χωριό να ιδεί τη μητέρα της Μαρίας· τον πληροφόρησε η Μίνα. Είναι, φαίνεται, βαριά άρρωστη, η καημένη.
— Ώστε αρχίζει να γίνεται και γιατρός του χωριού ο Άλκης;
— Τον παρακάλεσα κι εγώ. Όταν μπορεί να κάνει κανείς το καλό. Έπειτα φαντάζομαι ότι θα τον ωφελήσει μια ενασχόληση με την επιστήμη του. θα του αποσπάσει λιγάκι τη σκέψη του από τη θλιβερή περιπέτειά του.
Ο κ. Σταλίδης βρέθηκε εντελώς σύμφωνος με την κόρη του.
Κάθισε κοντά της, στη θέση ακριβώς που καθότανε πριν ο Άλκης. Και κοίταζαν τον Άλκη, που προχωρούσε μαζί με τη Μαρία προς το δάσος.
— Τι χαριτωμένη κοπέλα! είπε ο κ. Σταλίδης με τη βαρυσήμαντη κριτική της ηλικίας του.
— Φαντάζομαι, είπε η Μίνα, ότι οι συνομήλικοί σας της αρχαίας Σπάρτης θα σηκώνονταν στο πέρασμά της, όπως όταν πέρασε μπροστά τους η Ελένη του Μενελάου.
— Τα γερατειά είναι σοφά! είπε γελώντας ο κ. Σταλίδης. Η κομψή σιλουέτα της Μαρίας, μέσα στο απλό χωριάτικο
φόρεμά της, που θύμιζε αρχαίο χιτώνα, χανότανε μέσα στο σκιερό μονοπάτι, σαν ελληνική οπτασία. Καθώς περπατούσε στο πλάι του νέου, το ευλύγιστο κορμί της σάλευε με τον απαλό κυματισμό των κλαριών των ελάτων, που της άνοιγαν τόπο να περάσει, ενώ κάποιες αχτίδες, που ξεγλιστρούσαν από τα πυκνά φυλλώματα, φορούσαν, πότε πότε, ένα βασιλικό διάδημα στο ξανθό της κεφάλι. Ο Άλκης βάδιζε κοντά της, σκυφτός, με τα χέρια στις τσέπες, ακούοντας ίσως τις μικρές, συμπαθητικές ανησυχίες της κόρης για την άρρωστη μητέρα της.
— Εκείνο, που μου κάνει εντύπωση — ξαναείπε η Μίνα, όταν οι δυο νέοι είχαν χαθεί στη στροφή του μονοπατιού — είναι η ντιστενξιόν αυτουνού του κοριτσιού, θα ’λεγε κανείς πως είναι πριγκιποπούλα. Είναι κάποια περίεργα πράγματα...
— Καθόλου περίεργα! εξήγησε ο κ. Σταλίδης. Η ευγένεια είναι στο αίμα. Και μέσα στις φλέβες ενός χωριάτη μπορεί να κυκλοφορεί ένα αίμα βασιλικό, όπως στις φλέβες ενός βασιλιά μπορεί να κυκλοφορεί ένα αίμα βαστάζου. Δεν σου κάνουν εντύπωση οι τρόποι του αγράμματου αυτού κοριτσιού; Θα ’λεγε κανείς πως μεγάλωσε κοντά σε μια Αγγλίδα νάρσα και πως έκανε την ανατροφή του μέσα στο αριστοκρατικότερο λύκειο της Λόντρας. Φαντάζομαι, με τέτοια ομορφιά και τέτοια χάρη, τι εντύπωση θα ’κανε, ντυμένη από μια εκλεχτή μοδίστρα, στα σαλόνια των Αθηνών. Θα ήτανε το ζήτημα της ημέρας στους κοσμικούς κύκλους. Ορισμένως η Αθήνα δεν έχει να δείξει πολλά γυναικεία θαύματα σαν αυτό.
Ο ενθουσιασμός του κ. Σταλίδη — ένας ενθουσιασμός της ηλικίας του για τα μικρά τρυφερά πλάσματα — τον είχε παραφέρει σε κάποιες υπερβολές, που ήτανε ο φόρος, που πληρώνει και η πιο σοφή κριτική στον ένστικτο θαυμασμό.
— Μην το λέτε αυτό, πατέρα! είπε η Μίνα. Είμαι η πρώτη που έχει γοητευθεί από το μικρό αυτό ζωντανό θαύμα του δάσους. Δεν πρέπει όμως να κρίνουμε να πράγματα χωριστά από το περιβάλλον τους. Η θαυμαστή αυτή ευγένεια, που παρατηρούμε στο κορίτσι αυτό, όπως κάθε ευγένεια, δεν είναι παρά ένας τέλειος εναρμονισμός με το περιβάλλον. Και δεν ξέρω τι θα γίνει, αν βγάλει κανείς το μικρό αυτό χρυσό ψαράκι από τα νερά του. Θυμόσαστε το στίχο του ποιητή για τα ψαράκια, που όταν τα βγάλουν στη στεριά, σπαρταρούνε τραγικά μαζί και κωμικά.
Απάνω στην περίεργη αυτή συζήτηση φανερώθηκε ο υπενωμοτάρχης του δάσους. Εύθυμος και διαχυτικός σαν πάντα, χαιρέτισε τους ξένους του, που κοντά τους είχε γνωρίσει μια εξαιρετική καλοπέραση.
— Τώρα είδα και το γιατρό, με τη Μαρία· είπε.
Η Μίνα του εξήγησε ότι ο γιατρός πήγαινε να ιδεί τη μητέρα της Μαρίας.
— Φαίνεται πως είναι βαριά άρρωστη η καημένη...
— Γι’ αυτό λοιπόν — είπε ο υπενωμοτάρχης — την είχαμε χαμένη τόσες ημέρες τη Μαρία. Έλεγα κι εγώ!
Η Μαρία ήτανε το χαϊδεμένο παιδί του δάσους. Δεν περνούσε ημέρα χωρίς να την ιδούν οι χωροφύλακες και οι υλοτόμοι, πότε να μαζεύει «πετίνια», με άλλα κορίτσια, πότε να γυρεύει ανεμώνες για την αγαπημένη της κυρία του Σπιτιού της Κυβέρνησης, που ήτανε τ’ αγαπημένα της λουλούδια.
— Τι αγριοκόριτσο! ξαναείπε ο υπενωμοτάρχης.
— Δε φοβάται, αλήθεια, να τριγυρίζει κορίτσι μονάχο μέσα στα δάσος; ρώτησε η Μίνα, περισσότερο για ν’ ακούσει κανένα καινούργιο άθλο της προστατευμένης της, παρά γιατί είχε δισταγμούς για το ωραίο και αθώο της θάρρος.
— Αυτή να φοβηθεί! είπε ο υπενωμοτάρχης. Πού κοτάει άνθρωπος να της μιλήσει; Μια ημέρα κάτι πήγε να της πει ο Κώστας ο χωροφύλακας και ορκίσθηκε πως δε θα το ξανακάνει. Του κατέβασε όλα τα πετίνια, που ήτανε φορτωμένη, στο κεφάλι!
Και τα εγκώμια της μικρούλας χαϊδεμένης του δάσους εξακολουθήσανε, ως την ώρα που ξαναγύρισε ο Άλκης.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου