Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς΄
Το βαπόρι έφθασε αργά στο Αργοστόλι. Κάποιος κύριος, που είχε επιφορτισθεί να παραλάβει τον Άλκη, τον περίμενε στην προκυμαία.
— Θ’ ανεβούμε αμέσως στο βουνό; ρώτησε ο Άλκης,
— Είναι αργά τώρα, τον πληροφόρησε ο ξεναγός του. Προτιμότερο είναι να περάσετε τη νύχτα σας στο ξενοδοχείο και πρωί πρωί να ξεκινήσετε. Το ζώο θα σας περιμένει στις πέντε το πρωί κάτω από το ξενοδοχείο σας. θέλετε να κάνουμε ένα γύρο στην πόλη; Κατόπιν μου κάνετε την ευχαρίστηση να γευ-ματίσουμε μαζί και σας οδηγώ στο ξενοδοχείο σας.
Έκαναν ένα γύρο στην πόλη. Ο Άλκης ακολούθησε ανόρεχτα τον ξεναγό του, που προθυμοποιήθηκε να του δείξει όλα τα αξιοθέατα. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να τον ενδιαφέρει στην ψυχολογική κατάσταση που βρισκότανε. Απαντούσε στον υποχρεωτικό κύριο με τυπικά μονοσύλλαβα, για να δείξει, από ευγένεια, κάποιο ενδιαφέρον, που δεν είχε καθόλου.
— Μου είναι πολύ συμπαθητική η πόλη σας... είπε στο τέλος, όταν πήγαν να γευματίσουν στο ξενοδοχείο. Έχει κάποιο γαλήνιο ρυθμό, που μου θυμίζει μερικές γερμανικές πολίχνες,, όπου πέρασα ωραίες, ήσυχες ημέρες.
Αναστέναξε από κάποια παλιά ανάμνηση, που προσπάθησε να την διώξει γρήγορα από τη σκέψη του. Έφαγε ανόρεχτα και παρακάλεσε τον ξεναγό του να τον οδηγήσει στα ξενοδοχείο, επειδή ήτανε εξαιρετικά κουρασμένος από το ταξίδι. Η κούρασή του ήτανε περισσότερο ψυχική, παρά σωματική, κι ένοιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος του με τον εαυτό του, για να πάρει μια τελειωτική απόφαση που δεν κατόρθωνε να την πάρει ποτέ, αλλάζοντας διαρκώς σχέδια και αποφάσεις. Ο ξεναγός του, αφού του έκαμε μερικά εγκώμια για τις φυσικές ομορφιές του βουνού, όπου θα περνούσε αξέχαστες ημέρες, τον οδήγησε στο ξενοδοχείο του.
— Αύριο λοιπόν στις πέντε, θα είμαι κι εγώ να σας προβοδίσω.
Καληνυχτίσθηκαν με μια τυπική εγκαρδιότητα.
Μέσα στο μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου, με τα λευκά πάνινα παραπετάσματα, τα αρχαία έπιπλα, τα παράθυρα τα ανοιγμένα στη νυκτερινή σκηνογραφία του άγνωστου τόπου, στη μελαγχολία των ξένων σπιτιών και των ασυνήθιστων ήχων, ο Άλκης ένοιωσε βαριά την ψυχή του.
Ξαπλώθηκε στο κρεβάτι του περισσότερο από ανάγκη να ξεκουρασθεί, παρά να κοιμηθεί. Καταλάβαινε πως θα περνούσε μια άσχημη νύχτα. Και δεν έκλεισε, πράγματι, μάτι ως το πρωί. Η ατέλειωτη νύχτα του φάνηκε πλασμένη από τα άπειρα, τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα του παλιού εκκρεμούς, που ρύθμιζαν τη σκέψη του μ’ έναν τρόπο μονότονο, ανυπόφορο. Σηκώθηκε μια στιγμή, ανέβηκε σε μια καρέκλα και σταμάτησε την ενοχλητική μηχανή, όπως θανατώνει κανείς έναν εχθρό. Αυτό του έφερε κάποια ανακούφιση και κάποια ελευθερία να σκεφθεί και ν’ αποφασίσει.
— Λοιπόν; είπε μοναχός του.
Ήτανε το αιώνιο λοιπόν, η ερώτηση που είχε κάνει τόσες φορές στον εαυτό του από τη στιγμή που έφυγε από την Αθήνα. Αλλά δεν μπόρεσε να δώσει πάλι καμιά οριστική απάντηση.
— Λοιπόν;
Ένας ήμερος ήχος κουδουνιού έφθασε κάτω από το δρόμο, πιο σβησμένος στην αρχή, ζωηρότερος ύστερα, γλυκός πάντα, σαν ένα φιλικό χαιρέτισμα. Κατάλαβε πως ήτανε τα ζώο που ερχότανε να τον παραλάβει. Σηκώθηκε και κοίταξε το ωρολόγι του. Ήτανε τέσσερες ακόμα. Ο αγωγιάτης είχε φθάσει μια ώρα πρωτύτερα, σύμφωνα με τη συνήθεια των καλών αυτών Ελλήνων, που δε μοιάζουν με τις συνήθειες των ελληνικών σιδηροδρόμων.
— Καλύτερα! είπε ο Άλκης.
Βιάσθηκε να ντυθεί και να ετοιμάσει τη βαλίτσα του.
— Γκραφ, έλα λοιπόν! είπε στο σκύλο του, που κοιμότανε μακάρια απάνω σ’ ένα μικρό ντιβανάκι, τον ύπνο του δικαίου. Έλα! Ετοίμασε τις βαλίτσες σου.
Το ωραίο ζώο άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, σάλεψε την ουρά του και κοίταξε τον κύριο του μ’ ένα ύφος, σα να του ’λεγε.
— Αγαπητέ μου φίλε, οι βαλίτσες μου είναι έτοιμες.
Κατέβηκαν στο δρόμο. Ήτανε ακόμα σκοτεινά και η πόλη κοιμότανε ύπνο βαθύ, πέρα πέρα.
— Θα ξεκινήσουμε, αφέντη; — ρώτησε ο αγωγιάτης,— ή θα περιμένουμε και τον κυρ Γεράσιμο.
Ο Άλκης σκέφθηκε πως ήτανε περιττό να περιμένει τον ξεναγό του.
— Αν έρθει ο κύριος που μ’ έφερ' εχθές το βράδυ — είπε στο παιδί του ξενοδοχείου, που του είχε κουβαλήσει ως το πεζοδρόμιο τη βαλίτσα του — να του πεις πως τον ευχαριστώ πολύ. Μια και ήρθε ο αγωγιάτης, αποφάσισα να ξεκινήσω με τη δροσιά.
Το βέβαιο ήτανε πως κάτι τι τον έσπρωχνε να βρίσκεται σε αιώνια κίνηση. Η ανησυχία της ψυχής του ήτανε σαν ένα μαστίγιο που τον ανάγκαζε να πηγαίνει πάντα εμπρός — αδιάφορο πού — αλλά να προχωρεί σε κάποιο σκοπό, έστω και με κανένα σκοπό.
Ο αγωγιάτης έδεσε τη βαλίτσα στο σαμάρι του μουλαριού, έφερε το ζώο κοντά στην πεζούλα του ξενοδοχείου κι ο Άλκης καβαλίκεψε. Ξεκίνησαν. Ο Γκραφ ακολουθούσε από πίσω με χαρούμενα γαυγίσματα.
— Ο δρόμος είναι καλός; ρώτησε ο Άλκης, για να ρωτήσει κάτι.
— Αμαξωτός ως το Μεγάλο Βουνό! του είπε ο αγωγιάτης. Απ’ τον καιρό των Εγγλέζων. Κι αποκεί πάλι, άμα μπούμε στα έλατα, το μονοπάτι πάει μια χαρά.
Σε λίγο είχανε φθάσει στο γεφύρι, που ενώνει τις δύο όχθες του λιμανιού. Το σκοτάδι άρχισε να γλυκαίνει από τα πρώτα χαμόγελα της αυγής. Ένα χαρούμενο προαίσθημα φωτός είχε χυθεί στους λόφους ολόγυρα, στη θάλασσα, στην πόλη απάνω που ξυπνούσε κι άρχιζε να σαλεύει με μαχμουρλίκι Ανατολίτη. Η ωραία αυγή είχε γλιστρήσει ως τα βάθη της ψυχής του Άλκη και είχε σκορπίσει όλες τις σκιές των μαύρων λογισμών του. Ήτανε η ώρα του θάρρους για τον άνθρωπο, όπως για όλη τη φύση, που φαινότανε να παίρνει τώρα τις μεγάλες αποφάσεις της. Και ο Άλκης πήρε τώρα τη δική του.
— Λοιπόν;
Η απάντηση στην αιώνια ερώτηση της ψυχής του ήρθε μόνη της χωρίς κόπο και χωρίς δισταγμό. Το τοπίο της ψυχής του, κάτω από το δροσερό αυγινό φως, ξεκαθάριζε τώρα, όπως το φυσικό τοπίο ολόγυρά του. Έβλεπε καθαρά μέσα στον εαυτό του όλους τους δρόμους, όλα τα μονοπάτια, όλα τα κρυφά δρομαλάκια, που είχε να βαδίσει η ψυχή του. Και δεν είχε παρά να διαλέξει τον καλύτερο δρόμο.
— Λοιπόν;
Λοιπόν δε θα γύριζε πίσω στην Αθήνα, θα ήτανε γελοίο και παιδιάστικο να γυρίσει έτσι μπρος πίσω, χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει τον ερχομό του. Και αν, όπως ήτανε πιθανότερο, η Στέλλα, ύστερ’ από την ξαφνική του εξαφάνιση, τον είχε σιχαθεί για την προστυχιά του και του ’κλεινε την πόρτα κατάμουτρα, ποια θα ήταν η θέση του; Το λογικότερο ήτανε να γράψει αμέσως ένα γράμμα στο φίλο του τον Κώστα, να δικαιολογήσει σ’ αυτόν πρωτύτερα τη βιαστική του αναχώρηση, να του ζητήσει συγχώρεση, πως έφυγε έτσι ξαφνικά, χωρίς να του σφίξει το χέρι — η δικαιολογία θα ήταν εύκολη για ένα γιατρό, που έπρεπε να βρεθεί το γρηγορότερο κοντά σ’ έναν ασθενή που κινδύνευε — και να τον παρακαλέσει να τα πει όλα αυτά και στη Στέλλα και να τον δικαιολογήσει απέναντί της. Έπειτα θα περίμενε την απάντηση του Κώστα και σύμφωνα μ’ αυτή θα κανόνιζε τη διαγωγή του.
Ευχαριστημένος για την απόφασή του — τώρα δε θ’ άλλαζε πια γνώμη — άρχισε να μιλάει εύθυμα με τον αγωγιάτη, που βάδιζε δίπλα στο ζώο του και να του ζητεί διάφορες πληροφορίες για τα μέρη που περνούσαν.
— Να το Μεγάλο Βουνό! του είπε μια στιγμή ο αγωγιάτης. Καθώς ανέβαιναν, μπροστά τους υψώνονταν ο ένας πίσω από τον άλλον, οι ανατολικοί λόφοι του νησιού και στο βάθος ξεχώριζε, λείος και γαλανός μέσα στη δροσερότητα του πρωινού φωτός, ο Αίνος, τρυπώντας με την κορφή του μια τούφα από τριανταφυλλένια σύννεφα. Ο αμαξωτός δρόμος, κρεμασμένος απάνω σε μια αβυσσαλέα χαράδρα, ανέβαινε στα πλευρά του λόφου, καλόστρωτος, πλατύς, ασφαλισμένος με ψηλά διαζώματα. Η πρώτη ρόδινη αεροπλημμύρα απλωνότανε τώρα από τον αιθέρα στις ψηλές κορφές και από τις κορφές κυλούσε, σα φωτεινός καταρράχτης, ως τον κάμπο κάτω. Οι βράχοι οι γυμνοί και σουβλεροί, οι πράσινες λουρίδες της αμπελόφυτης γης, απλωμένες σαν καινούργια μπαλώματα σε παλιό ρούχο, και οι χλοερές, οι κατάφυτες κοιλάδες άρχισαν να ξυπνούν μέσ’ απ’ τη ρόδινη ομίχλη ενός μακάριου ύπνου.
Σε λίγο, τινάζοντας από πάνω τους τη γλυκιά τους νάρκη, ξυπνήσανε όλα τα ανήσυχα, τα χαρούμενα και τα μελαγχολικά χρώματα. Το γαλάζιο, βαθύ ακόμα στο κέντρο του ουρανού, σκοτεινό στον ορίζοντα της Δύσης, γλαυκό στην Ανατολή. Το πράσινο με όλους τους τόνους του, από το βαθύ μελανωπό των πριναριών και των χαμόδεντρων, ως το ιλαρό ανοιχτοπράσινο των αμπελιών και ως το σοβαρό σταχτοπράσινο των ελαιώνων. Και ύστερα το άσπρο, το κάτασπρο των απότομων βράχων, και το καστανό της γης πλάι με το σταχτί αργιλωδών λουρίδων, όλα τα χρώματα τα χωρίς όνομα, ραντισμένα στο ξύπνημά τους, απ’ την αυγινή δροσιά.
— Χαρά Θεού σήμερα, αφέντη! είπε ο αγωγιάτης.
Το είπε για να επαινέσει περισσότερο τον τόπο του στον ξένο, παρά γιατί ένοιωθε καμιά ανάγκη να φανερώσει το θαυμασμό του για τη φυσική ομορφιά της πρωινής ώρας.
— Αλήθεια, χαρά Θεού! αποκρίθηκε ο Άλκης, που πρώτη φορά στη ζωή του έπαιρνε την τριμμένη φράση του απλοϊκού ανθρώπου στο κυριολεκτικό της νόημα.
Κι ένοιωθε, πράγματι, μία θεία, δημιουργική χαρά να σκορπίζει τώρα και μέσα του τα σκοτάδια της νύχτας και ν’ ανασταίνει χίλια χρώματα, σ’ ένα πρωινό ξύπνημα. Τα μάτια του πέσανε μια στιγμή κάτω στην κοιλάδα, και, μέσα στη γελαστή βλάστηση, είδε να ξεχωρίζουν μαζεμένα σ’ ένα σημείο πολλά άσπρα σημάδια.
— Νεκροταφείο είναι εκεί κάτω; ρώτησε.
— Νεκροταφείο· είπε ξερά ο αγωγιάτης.
Τα κάτασπρα σπιτάκια των νεκρών ήτανε σα μια νότα χαράς, κι αυτά, μέσα στο πρωινό πανηγύρι.
Παρακάτω η πολιτεία, που είχαν αφήσει πίσω τους, ασπρολογούσε στην πράσινη πεδιάδα, και το λιμάνι, που μίκραινε ολοένα, φαινότανε σα μια λιμνούλα ατάραχη, που σιγά σιγά χάθηκε από τα μάτια τους. Κι ανέβαιναν ολοένα την πλατιά, λευκή λουρίδα του αμαξωτού δρόμου, που ξετυλιγότανε στα πλευρά των πέτρινων λόφων, ανάμεσα σ’ ελιές και πρινάρια, απάνω από κοιλάδες κατάσπαρτες, που αγκάλιαζαν λευκά, ειρηνικά σπιτάκια, κατοικίες ευτυχισμένων ανθρώπων. Και τα οροπέδια, καθώς προχωρούσαν, εχάνοντο, το ένα κάτω από το άλλο, σε κάθε στροφή του δρόμου, που άρχισε να ζωντανεύει τώρα από τη ζωή της εργατικής ημέρας, από τα ζώα, που κατέβαιναν από το βουνό, φορτωμένα καυσόξυλα, κορμούς ελάτων, σακιά με χιόνι, σκεπασμένα με κλαδιά και φύλλα, ατέλειωτη λιτανεία υποζυγίων και ανθρώπων, που έφερναν στο βουνό κάτω στη λαίμαργη καταλύτρα, την πολιτεία.
Σταματήσανε μια στιγμή στο χάνι του μπαρμπα-Νικόλα. Ο Άλκης είχε μουδιάσει από την καβάλα και ο Γκραφ, με τη γλώσσα όξω από τα λαχάνιασμα, του ’δινε να καταλάβει, με μικρά, χαρούμενα γαυγίσματα, πως θα ήτανε πολύ ευχαριστημένος να ξεκουραστεί λιγάκι και να δροσίσει με λίγο νεράκι τα πυρωμένα σπλάγχνα του. Ξεπέζεψε. Ο μπαρμπα-Νικόλας πετάχτηκε πρόθυμος στην πόρτα να περιποιηθεί τους ξένους του.
— Καλώς ορίσατε! είπε το γεροντάκι, γελαστό και χαρούμενο, σα να δεχότανε αγαπημένους συγγενείς, που είχε χρόνια να δει. Θα πάρετε μια ρομπόλα του νησιού;
Ο Άλκης δεν είχε καμιά διάθεση, τέτοια ώρα, ούτε για το νέκταρ των θεών.
— Κανένα καφέ μπορείς να μας ψήσεις, είπε. Και μια λεκάνη να πιει λιγάκι νερό το σκυλί.
— Ακούς, αφέντη! Ό,τι αγαπάτε. Και για την αφεντιά σας και για το λαγωνικό σας.
Κι έτρεξε να κάνει την προετοιμασία.
— Καλό γεροντάκι! είπε ο Άλκης στον αγωγιάτη, που όλα τα ’βλεπε καλά και αγαθά το ωραίο εκείνο πρωί.
Ο αγωγιάτης έκαμε τη σύντομη βιογραφία του μπαρμπα-Νικόλα, ώσπου να ετοιμασθεί το «κριθαρόζουμο».
— Τον βλέπεις αυτόν, αφέντη; Μπορεί να μας πνίξει στο χρυσάφι. Γρούποι του ’ρχονται οι λίρες απ’ τα παιδιά του που ’ναι στην ξενιτιά. Και σηκώνεται ωστόσο από τις δυο τα μεσάνυχτα, με όλα του τα γερατειά, για να δροσίζει τα λαρύγγια των ξωμάχων με την ξινισμένη του ρομπόλα.
— Δικό του είναι το χάνι; ρώτησε ο Άλκης που τον διασκέδαζε η κακογλωσσιά του χωρικού.
— Και το χάνι και το αμπέλι. Δεν το βλέπεις το αμπέλι, που πήρε τον ανήφορο κι ανεβαίνει στο βουνό; Όλο και μεγαλώνει, βλέπεις, το χτήμα του μπαρμπα-Νικόλα. Απλώνει σα λαδιά απάνω στα ξένα χτήματα. Σιγά σιγά θα σκεπάσει όλη την Κεφαλλονιά. Και τον κλαίγεσαι, αφέντη;
Όλες αυτές οι μικρές, ασήμαντες ιστορίες διασκέδαζαν τον Άλκη, χωρίς να τον ενδιαφέρουν. Και γι’ αυτό τον διασκέδαζαν ακόμα περισσότερο. Γέλασε με την καρδιά του.
Σε λίγο παρουσιάστηκε ο μπαρμπα-Νικόλας, με το ίδιο εύθυμο πρόσωπο, γεμάτο καλοσύνη, με το ίδιο παιδιάστικο γέλιο, που συνόδευε κάθε λέξη του κι έδινε στην ομιλία του ένα τραύλισμα βρέφους. Άφησε τον καφέ απάνω στο τραπέζι, ακούμπησε τη λεκάνη με το νερό μπροστά στα πόδια του σκυλιού, μ’ ένα σεβασμό συγκινητικό για το ζώο του αφέντη, κι αφού διηγήθηκε τα βάσανά του - τι βάσανα! απάνω στην ερημιά, έδωκε και μια χριστιανική συμβουλή στον ξένο του.
— Τώρα που θα περάσετε από το μοναστήρι, να κατεβείς, παιδί μου, ν’ ανάψεις μια λαμπάδα στον Άγιο! Μεγάλη είναι η χάρη του. Και πες κι ένα λόγο στην προσευχή σου για τον μπαρμπα-Νικόλα.
— Για μια καλή νύφη! του είπε χωρατεύοντας ο Άλκης.
— Την καλή νύφη να στη στείλει εσένα, παιδί μου, όπως σ’ αξίζει! ευχήθηκε ο μπαρμπα-Νικόλας. Για μένα καλή ψυχή!
Τα λόγια του μπαρμπα-Νικόλα έκαναν στον Άλκη την εντύπωση μιας άθελης, μοιραίας ειρωνείας. Σηκώθηκε να καβαλικέψει πάλι, σφίγγοντας το χέρι του γέρου, που, όπως του είπε σε λίγο ο αγωγιάτης, είχε τη συνήθεια να βάζει πάντα μεσίτες τους άλλους στον Άγιο για την ψυχή του, επειδή δεν είχε μούτρα να παρακαλέσει ο ίδιος, από το βλαστημίδι, που του τραβούσε ολημερίς.
Κατέβαιναν τώρα προς την κοιλάδα, όπου το μοναστήρι του Άγιου ασπρολογούσε, κάτω από τη σκέπη του Μεγάλου Βουνού, που άπλωνε ηδονικά τα άγρια βραχόσπαρτα πλευρά του στις φλογερές αχτίδες του καλοκαιρινού ήλιου.
Σε λίγο η συνοδεία σταμάτησε μπροστά στο μοναστήρι. Ο Άλκης ξεπέζεψε και μπήκε μέσα να προσκυνήσει, με μια ευλάβεια, που είχε καιρό να αισθανθεί στην άπιστη ψυχή του. Μια γαλήνη παράξενη είχε χυθεί μέσα του σα βάλσαμο θείας χάριτος. Καθώς περνούσε από την αυλή του μοναστηριού, έριξε μια ματιά στις καλόγριες, που, βγαίνοντας τη στιγμή εκείνη από την εκκλησιά, είχαν σκορπισθεί, με ράθυμα, αργά βήματα, ολόγυρα, άλλες συννεφιασμένες, μιλώντας σιγαλά μεταξύ τους, κι άλλες ολομόναχες, που βημάτιζαν απάνω κάτω, σαν να μην είχαν τίποτε πια να πουν, τίποτε ν’ ακούσουν. Μεταξύ σ’ αυτές ήσαν πολλές νέες και όμορφες ακόμα, λουλούδια μαραμένα πριν τον καιρό τους, που κρύβανε την ομορφιά τους, σαν αμαρτία, κάτω από τις μαύρες καλύπτρες.
Ο αγωγιάτης, που τον ακολουθούσε, του ’γνεψε να προσέξει μια γριά καλόγρια, καθισμένη σε μια πεζούλα της αυλής, με την παλάμη ακουμπισμένη επίμονα στο στόμα, σαν να πονούσε ή σαν να ήθελε να κρύψει κάτι.
— Την είδες αυτή, αφέντη; του είπε σε λίγο. Ήτανε στον καιρό της το ομορφότερο κορίτσι του νησιού. Κάποιος τη γέλασε και πήρε τα μάτια της κι έγινε καλόγρια.
Ο Άλκης έκανε ένα μορφασμό πόνου. Θυμήθηκε τη Στέλλα, τη δική του ξαφνική εξαφάνιση, τη διαγωγή του, που του είχε γίνει τώρα πάλι, σε μια στιγμή μέσα, η τύψη, που προσπαθούσε να την ξεχάσει, να λυτρωθεί απ’ αυτήν.
— Και γιατί βαστάει έτσι το χέρι της στα στόμα; ρώτησε.
— Κρύβει τα δόντια της! είπε ο αγωγιάτης. Της έμεινε συνήθεια, βλέπεις, από τα νιάτα της από την ημέρα που της τα ’σπασε η Ηγουμένη, θεός σχωρέσ’ την!
Ο απλοϊκός άνθρωπος μιλούσε, σα να ήτανε για πράγματα γνωστά και χωρίς καμιά σημασία.
— Γιατί της έσπασε τα δόντια; ρώτησε ο Άλκης, που δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε απ’ τη φρικτή αυτή ιστορία.
— Η Μελανία — του εξήγησε ο αγωγιάτης — είχε κατά που λένε, τα ομορφότερα δόντια, που είδε ποτές ανθρώπου μάτι. Γραμμή μαργαριτάρια! Όταν μπήκε στο μοναστήρι, η Ηγουμένη τη φώναξε μέσα στο κελί της και της είπε, πως τέτοια δόντια δεν ταιριάζουν στην ταπεινοσύνη, που ζητάει ο Χριστός από τις νυφάδες του. Και, κάνοντας το σταυρό της, σήκωσε το μαρμαρένιο γουδοχέρι και της τα τσάκισε, για την αγάπη του Χριστού. Ίσως να ήτανε κι από ζήλεια. Ποιος ξέρει! Από τότε η Μελανία δεν έβγαλε, όπως λένε, το χέρι της από το στόμα. Και, γερόντισσα ακόμα, κρύβει τα σπασμένα της δόντια απ’ τον κόσμο. Συνήθειο, βλέπεις!
— Πάμε όξω, πάμε! είπε ο Άλκης.
Η τραγωδία, που με τόση αφέλεια είχε διηγηθεί ο απλοϊκός άνθρωπος, τον είχε ταράξει τρομερά. Ένας λυγμός είχε σταματήσει στο λαιμό του και τον έπνιγε.
— Τέτοιο θηρίο! είπε.
Και καθώς προχωρούσανε προς την εξωτερική πύλη του μοναστηριού, η φρικτή Ηγουμένη, που γέμιζε ολόκληρη τη σκέψη του αυτή τη στιγμή, του παρουσιάσθηκε στη φαντασία του, χωρίς να το καταλάβει πώς, με τα χαρακτηριστικά της Καίτης, με την ίδια, λίγο ανασηκωμένη μύτη, με τα ίδια λεπτά εκείνα χείλη, που τα χάραζε πάντα ένα αμφίβολο χαμόγελο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
Πού το ’χεις αφήσει το σκυλί; ρώτησε ο Άλκης, όταν βγήκανε από την πύλη του μοναστηριού.
Ο Γκραφ, ο καλός και αθώος Γκραφ, για να μη μολύνει τον ιερό τόπο, όπου μια γυναίκα είχε σπάσει με το γουδοχέρι τα ωραία δόντια μιας άλλης γυναίκας, για την αγάπη του Χριστού, είχε υποχρεωθεί να μείνει όξω, σα βέβηλος.
— Έννοια σου, αφέντη! τον καθησύχασε ο αγωγιάτης. Βρίσκεται σε καλά χέρια. Τον έχω παραδώσει σε μια συγγενοπούλα μου απ’ το χωριό, που κατέβηκε για τη χάρη του Αγίου. Να τος!
Κι έδειξε με το δάχτυλό του κατά το θεόρατο πλάτανο, που άπλωνε τον ήσκιο του απάνω στο μοναστήρι. Στη ρίζα του πλατάνου ήσαν μαζεμένοι μερικοί άνθρωποι, που κοίταζαν, σκυμμένοι ευλαβητικά, σε κάποιο σημείο. Μέσα στους ανθρώπους, ο Άλκης ξεχώρισε μια ουρά να σαλεύει χαρούμενα.
— Φαίνεται ευχαριστημένος ο κατεργάρης... είπε. Ποιος ξέρει τι φιλίες έπιασε πάλι το βρομόσκυλο!
Είδε μια γυναικεία σιλουέτα σκυμμένη απάνω στο άπιστο ζώο κι ένα χέρι, που του χάιδευε το μεγάλο του, ωραίο κεφάλι.
— Γκραφ! φώναξε αυστηρά.
Και σφύριξε μια νότα γνωστή στο ζώο, που μόλις την άκουσε, τέντωσε τα μεγάλα αυτιά του, αποσπάστηκε απ’ το χέρι που τον χάιδευε κι έτρεξε, σέρνοντας τα σχοινί του, με μικρά παραπονιάρικα γαυγίσματα, προς τον κύριό του. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε όρθιος κι ακούμπησε τα δυο μπροστινά του πόδια στο στήθος του Άλκη, όπως συνήθιζε στις στιγμές των μεγάλων του δια-χύσεων.
— Υποκριτή! του είπε γελώντας ο Άλκης. Και προχωρήσανε.
— Τι κοιτάζουν εκεί κάτω; ρώτησε ο Άλκης.
— Είναι το πηγάδι του Άγιου! του είπε μ’ ένα θαυμαστικό τόνο ο αγωγιάτης. Να πάμε ως εκεί, αφέντη, να προσκυνήσεις!
Μια ώρα τώρα, ο Άλκης δεν έκανε παρά να προσκυνάει. Είχε προσκυνήσει στο σκήνωμα του Αγίου. Είχε προσκυνήσει τη σκήτη του, όπου τον είχανε κατεβάσει από μια ανεμόσκαλα, με ένα φαναράκι στο χέρι, για να ιδεί απάνω στο υγρό χώμα το αποτύπωμα του κορμιού του Αγίου, που είχε περάσει εκεί, βαθιά μέσα στη γη, όλη του τη μαρτυρική ζωή. Μικρά, σταχτιά ζωύφια τρέχανε τρομαγμένα τώρα απάνω στην κλίνη, όπου ο Άγιος είχε ονειρευθεί τα οράματα των Παραδείσων. Είχε προσκυνήσει, λίγη ώρα πρωτύτερα, τη θυσία των ωραίων παρθενικών δοντιών στο ανθρώπινο ερείπιο, που αντίκρισε μέσα στη θλιβερή αυλή του μοναστηριού. Και η ψυχή του ήτανε πλημμυρισμένη από ευλάβεια και τραγικό δέος.
Σε λίγο έφτασαν κάτω από τη μυστηριακή σκιά του πλατάνου, όπου το ιερό πηγάδι είχε συγκεντρώσει τους ευλαβητικούς στρατοκόπους. Ο Άλκης σταμάτησε με συγκίνηση μπροστά στο πέτρινο χείλι του πηγαδιού.
— Ο Άγιος, εξήγησε ο αγωγιάτης, φύτεψε με τα χέρια του αυτό το δέντρο κι έσκαψε στην ρίζα του αυτό το πηγάδι. Όταν γιορτάζει η χάρη του, φέρνουνε το άγιο σώμα του και το απιθώνουνε απάνω στα χείλια του πηγαδιού. Και γίνεται το θάμα...
Μια δροσερή κοριτσίστικη φωνή έκοψε άξαφνα τη διήγηση του αγωγιάτη.
— Τότε το νερό φουσκώνει — είπε τρεμουλιαστή από συγκίνηση η δροσερή φωνούλα — ταράζεται, ανεβαίνει ψηλά και φιλεί το σώμα του Αγίου. Και τα ψηλά κλαδιά του πλατάνου λυγίζουν, νοητικά, χαμηλώνουν και προσκυνούν.
Ο Άλκης γύρισε να ιδεί ποιος μιλούσε. Ήτανε μια κοπέλα ως δεκαέξι χρόνων, με ωραία ξανθά μαλλιά, με μεγάλα καστανά μάτια, που άνοιγαν εκστατικά, σα να ’βλεπαν αυτή τη στιγμή το θαύμα, και με μια πυράδα παράξενη, χυμένη στα κάτασπρα μάγουλά της. Ο Άλκης έκανε ένα κίνημα παράξενο, όπως όταν βλέπει κανείς άξαφνα ένα γνωστό του αγαπημένο πρόσωπο. Νόμισε πως βλέπει μπροστά του τη Στέλλα. Ήτανε λοιπόν ένα αγα-πημένο φάντασμα, που είχε παρουσιασθεί μπροστά του στον τόπο του θαύματος; Ή ήτανε τόσο παράξενη η ομοιότητα της μικρής χωριατοπούλας, με τη γυναίκα που γέμιζε, ημέρες τώρα, όλη την ψυχή του και όλη τη σκέψη του; Καθώς σηκώθηκε από την πεζούλα του πηγαδιού η κοπέλα και προχώρησε δυο βήματα, το ψηλό, λυγερό της κορμί σάλεψε με την ίδια χάρη, που, το μακρινό εκείνο δειλινό του Φαλήρου, τον είχε κάνει να συγκρίνει το περπάτημα της Στέλλας με το ξετύλιγμα του κύματος απάνω στην αμμουδιά. Σταμάτησε εκστατικός μπροστά στην ξαφνική, στην παράξενη εμφάνιση, χωρίς να βγάλει λέξη.
— Δεν το πιστεύεις, κύριε; είπε η κοπέλα, που είχε παρεξηγήσει τη στάση του.
Η αθώα οικειότητα του ενικού έκανε μια γλυκιά εντύπωση στην ταραγμένη ψυχή του Άλκη.
— Ποιος δεν πιστεύει, κοπέλα μου, τα θαύματα του Θεού; είπε.
Και ήτανε τόση η ευλάβεια της φωνής του, ώστε η μικρή χωριατοπούλα, με την ψυχή, τη γεμάτη από πίστη, του ’ριξε μια παράξενη ματιά, σαν να τον ευχαριστούσε για τη δική του πίστη.
— Είναι η συγγενοπούλα μου — είπε ο αγωγιάτης — που βαστούσε το σκυλί.
— Δικό σου είναι το σκυλί; ρώτησε τότε η κοπέλα τον Άλκη. Τι ωραίο σκυλί!
— Δικό μου, είπε ο Άλκης. Και σ’ ευχαριστώ πολύ για τον κόπο που έλαβες, καλή μου κοπέλα.
Και της έσφιξε το χέρι, που του άφησε εκείνη στο δικό του, με μια νέα πυράδα στα κάτασπρα μάγουλά της.
Ο Γκραφ, με χαρούμενα σαλέματα της ουράς, πανηγύριζε τη γνωριμία των δυο του φίλων.
Ώσπου να ετοιμασθεί το ζώο για τη συνέχεια του ταξιδιού — ο αγωγιάτης είχε πεταχθεί να το ποτίσει σ’ ένα γειτονικό μαγαζάκι — ο Άλκης κάθισε στην πεζούλα του πηγαδιού κι έσκυψε στο μυστηριακό του βάθος. Είπε μια λέξη χωρίς νόημα.
— Λοιπόν;
Ήτανε η λέξη, που του ερχότανε πάντα στα χείλη, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί.
Από τα σκοτεινά έγκατα της γης, όπου το νερό γυάλιζε ασάλευτο, σα μεταλλικός καθρέφτης, η φωνή ξαναγύρισε, μ’ ένα τόνο βαθύτερο, επιβλητικό σα φωνή χρησμού.
— Λοιπόν;
Ο Άλκης ένοιωσε μια ιερή ανατριχίλα σε όλο του το σώμα.
— Μήπως είσαι του λόγου σου ο γιατρός; του είπε η μικρή χωριατοπούλα, που είχε κρατήσει το σκυλί του, ακουμπώντας τώρα το άπλερο, παρθενικό κορμί της απάνω στον πλάτανο, έτσι ανάλαφρα όπως στηρίζεται ο χλωρός κισσός απάνω στο γέρικο κορμό του δέντρου, που τον κρατεί.
Η δροσερή φωνή — που του θύμισε πάλι καταπληκτικά τη φωνή της Στέλλας — σκόρπισε μέσα του μια παράξενη γλύκα που τον ξανάφερνε από τα σκοτάδια του μυστηρίου στο φως μιας πασίχαρης ζωής.
Η ξαφνική ερώτηση της κοπέλας τον παραξένεψε.
— Ο γιατρός! είπε. Ποιος γιατρός, κορίτσι μου;
Η κοπέλα κοκκίνισε σα να είχε κάνει μιαν άπρεπη ερώτηση.
— Έλεγα — είπε, σα να ήθελε να διορθώσει το λάθος της — πως είσαι ο γιατρός, που έρχεται για το άρρωστο κορίτσι, απάνω στο Μεγάλο Βουνό.
— Εγώ είμαι! είπε ο Άλκης. Το ξέρεις λοιπόν τα άρρωστο κορίτσι;
— Πώς δεν το ξέρω! Κάθε μέρα περνάω αποκεί.
— Πώς περνάς αποκεί;
— Πηγαίνω στα έλατα, με άλλα κορίτσια, και μαζεύουμε πετίνια.
— Τι είναι τα πετίνια;
— Κλαριά απ’ τα έλατα. Αποκεί ο δρόμος μου με φέρνει στο Σπίτι της Κυβέρνησης.
— Ποιο είναι το Σπίτι της Κυβέρνησης;
Η χωριατοπούλα φαινότανε να διασκεδάζει με την αμάθεια του ξένου και του απαντούσε με την αθώα υπερηφάνεια των απλοϊκών ψυχών, όταν καταλαβαίνουν πως είναι σοφότερες σε μερικά πράγματα από τους άλλους, που τα ξέρουν όλα.
— Δεν το ξέρεις το Σπίτι της Κυβέρνησης; ρώτησε μ’ έναν τρόπο, που φάνηκε στον Άλκη χαριτωμένος.
— Πού να το ξέρω;
— Το είχε χτίσει μια φορά, μέσα στα έλατα, ένας Εγγλέζος, που είχε φέρει κι αυτός, στα παλιά τα χρόνια, το κορίτσι του να ιδεί την υγειά του.
— Και την είδε την υγειά του;
— Πώς! Έγινε καλά. Από τότε πολλοί έρχονται να ιδούν την υγειά τους στο Σπίτι της Κυβέρνησης.
Ο Άλκης εύρισκε ξεχωριστή ευχαρίστηση στο αθώο μάθημα, που του ’κανε, με τόση σοβαρότητα, σα μικρή, χαριτωμένη δασκάλα, η χωριατοπούλα.
— Μα γιατί το λένε Σπίτι της Κυβέρνησης; ξαναρώτησε.
— Γιατί σαν έφυγε ο Εγγλέζος με το κορίτσι του, το χάρισε στην Κυβέρνηση. Τώρα κάθεται μέσα ένας χωροφύλακας, που φυλάει το δάσος. Δεν τόνε ξέρεις τον Πατούνα;
— Πού να τον ξέρω!
— Άμα θέλει όμως κανένας ξένος να ’ρθει για την υγειά του, τον αφήνουνε.
— Ώστε το ξέρεις το άρρωστο κορίτσι, που είναι τώρα εκεί;
— Την κυρία Μίνα δεν ξέρω; Και τον πατέρα της τον κ. Σταλίδη! Καλοί άνθρωποι. Τους κάνω και θελήματα απ’ το χωριό κι από τη χώρα. Να ’ξερες πώς μ’ αγαπάει η κυρία Μίνα... Μου ’χει χαρίσει ένα σωρό πράματα. Να, κι αυτό το σταυρό!
Έδειξε ένα χρυσό σταυρουλάκι, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό της. Ο Άλκης έπιασε το σταυρουλάκι, ζεστό ακόμα από τον παρθενικά κόλπο της κόρης. Η ζεστασιά αυτή του φάνηκε πως ζωντάνευε το ιερό σύμβολο και του ’δινε μια ανθρώπινη ψυχή.
— Ωραίος είναι! είπε γυρίζοντας το σταυρουλάκι στην κοπέλα. Να σε φυλάει πάντα! Λοιπόν, με περιμένουνε απάνω στο βουνό;
— Κάθε μέρα σε λογαριάζουνε.
Ο ενικός αριθμός, που μεταχειριζότανε η αφέλεια της χωριατοπούλας, έκανε μια παράξενη ευχαρίστηση στον Άλκη.
— Και πώς είναι τώρα το άρρωστο κορίτσι; ρώτησε πάλι, προσπαθώντας να βρίσκει ολοένα νέες ερωτήσεις.
— Καλύτερα! Την ωφέλησε το αέρι.
Ακούσθηκε πάλι το γλυκό κουδούνισμα του μουλαριού. Ο αγωγιάτης ερχότανε να διακόψει μια ομιλία, που ο Άλκης θα ήθελε — κι αυτός δεν ήξερε γιατί — να μην τελείωνε ποτέ.
— Πώς σε λένε; ρώτησε ο Άλκης. Είδες που ξέχασα να σε ρωτήσω το όνομά σου;
— Μαρία! είπε η κοπέλα.
— Ωραίο όνομα.
— Σ’ αρέσει τ’ όνομά μου; είπε, κοκκινίζοντας η κοπέλα.
Ο Άλκης την κοίταξε γλυκά, δίχως να μιλήσει. Και η Μαρία κατάλαβε πως αυτή ήτανε η απάντησή του.
Ο Άλκης καβαλίκεψε, αποχαιρέτισε, μ’ ένα εγκάρδιο σάλεμα του χεριού τη μικρή του γνωριμία του βουνού και ξεκίνησαν. Ο Γκραφ άνοιγε το δρόμο μπροστά, ενθουσιασμένος πάντα από το ταξίδι του, και ο αγωγιάτης ακολουθούσε στο πλευρό του ζώου, κάνοντας πάντα τα καθήκοντα του «τσιτσερόνου» στον ξένο του.
— Είναι μακριά ακόμα το δάσος; ρώτησε ο Άλκης.
Τίποτε δεν είναι μακριά για ένα χωριάτη στον τόπο του.
— Κανένα - δυο τσιγάρα δρόμο... είπε, μετρώντας την απόσταση με τα τσιγάρα.
— Πάρε λοιπόν το πρώτο! είπε ο Άλκης, βγάζοντας τη σιγαροθήκη του.
Άναψε κι αυτός ένα και προχωρήσανε.
Ανέβαιναν τώρα τις ξερές, τις άδεντρες υπώρειες του βουνού. Ο ανήφορος φάνηκε στον Άλκη ατέλειωτος. Η σκέψη του γύριζε στο μοναστήρι, στη σκήτη του Αγίου, στην τραγική καλόγρια με τα σπασμένα δόντια, στη λιτανεία των μαύρων σκιών, κι έπειτα γλιστρούσε, σα να ήθελε να βγει από τα πυκνά αυτά σκοτάδια, στο φωτολουσμένο τοπίο, με το μεγάλο πλάτανο και το ιερό πηγάδι, όπου μια δροσερή φωνούλα, σα να ’βγαινε από τα μυστηριακά βάθη του αγιασμένου νάματος, του είχε διηγηθεί το ωραίο θαύμα. Και ξανάκουγε τα λόγια της μικρούλας, σαν κύλισμα γάργαρου νερού απάνω στα βότσαλα. «Το νερό ταράζεται, φουσκώνει, ανεβαίνει και φιλεί το σώμα του Αγίου. Και τα κλαριά του πλατάνου λυγίζουν, γέρνουν νοητικά...» Έπειτα η ωραία εικόνα σβήστηκε πάλι από τα μάτια του, σαν περαστική οπτασία, και άρχισε να συλλογίζεται αδιάφορα, ξένα πράγματα, σχεδόν τίποτε. Μια νάρκη γλυκιά είχε χυθεί μέσα στην ψυχή του, σα βάλσαμο.
Η κορδέλα του ανηφορικού δρόμου ξετυλιγότανε μπροστά του σε ατέλειωτους μαιάνδρους. Και, σε κάθε βήμα του ζώου, όσο ψήλωναν στα πλευρά του βουνού, ο ορίζοντας απλωνότανε ελεύθερος γύρω και η θάλασσα κάτω λαμπύριζε από τα θερμά φιλήματα του ήλιου. Στα γαλανά της, ολόστρωτα νερά βαθυκοιμόνταν τα μακρινά νησιά, κάτω από έναν αέρινο πέπλο ρόδινης καταχνιάς.
— Πάρε και το δεύτερο! είπε ο Άλκης, δίνοντας ένα τσιγάρο στον αγωγιάτη.
Κι άναψε γελώντας άλλο ένα κι ο ίδιος.
Είχανε φτάσει πια στην κορυφή. Ήτανε η τελευταία καμπή του ατέλειωτου μαιάνδρου. Και στην πρώτη στροφή, σαν ξαφνικό πανόραμα, φανερώθηκε μπροστά τους, μαύρος ακόμα όγκος, με βαθυπράσινες νότες, όσο προχωρούσαν, ο μεγάλος δρυμός. Ο ήλιος έκαιγε τώρα δυνατά και φλόγιζε ανθρώπους και ζώα. Ο Γκραφ πήγαινε πάντα μπροστά, με τη γλώσσα κρεμασμένη απ’ το λαχάνιασμα, και το αγαθό μουλάρι, με τεντωμένα τα ρουθούνια από την αγωνία, προχωρούσε με κόπο.
— Δε σ’ το είπα, αφέντη; είπε ο αγωγιάτης. Με το δεύτερο τσιγάρο φτάσαμε.
Εννοείται, ότι από το πρώτο ως το δεύτερο τσιγάρο ο Άλκης, για να μη ντροπιάσει το παράξενο ρολόγι του αγαθού ανθρώπου, είχε αφήσει να περάσει μια ολόκληρη ώρα.
Άξαφνα μια πράσινη ακτινοβολία χύθηκε στην ατμοσφαίρα και κάτω από ένα χλοερό θόλο αποκαλύφθηκε το μονοπάτι του δάσους. Προχωρούσανε τώρα σε μια σκιά παραδεισιακή, που ανάπαυε τα μάτια τους, τα κουρασμένα από την τραχιάν αντηλιά των γυμνών βράχων. Το δυστυχισμένο ζώο, που ανάσαινε τώρα βαθιά, σα να ’θελε να ρουφήσει μέσα στα σπλάχνα του όλη τη δροσιά του λόγγου, προχωρούσε τώρα με χαρούμενο καλπασμό, ενώ ο κρότος των οπλών του σβηνότανε γλυκά στο πλούσιο χαλί του βρύου. Ο Γκραφ δε λαχάνιαζε πια. Προχωρούσε, ξαναγύριζε, γαύγιζε χαρούμενα, σα να ήθελε να πει την ευχαρίστηση του και ίσως — γιατί όχι; — και το θαμασμό του για τις ομορφιές του δάσους. Ο Άλκης, κατάκοπος από το δρόμο και τον ήλιο, είχε μισοκλείσει τα μάτια του, σε μια ηδονική νάρκη. Και προχωρούσε τώρα, σαν υπνοβάτης καβαλάρης, κάτω από το μαγικό θόλο, που τον έπλεκαν τα γραφικά κλαδιά των ελάτων, το ένα απάνω από το άλλο, σαν άπειρα κινέζικα ριπίδια, απλωμένα εκεί από έναν αγαθό Θεό για τους καλούς ανθρώπους.
Μια συμφωνία πρασίνου είχε χυθεί μέσα στην κουρασμένη ψυχή του Άλκη. Πράσινη η βλάστηση, πράσινη η δροσιά, πράσινο το μουρμούρισμα των φύλλων, πράσινο της αύρας το ελαφρόπνοο φύσημα, πράσινα τα κελαηδήματα των πουλιών. Ένα πανηγύρι πρασινάδας, μια θάλασσα πρασινάδας, που μέσα της ένοιωθε ν’ αργοπλέει, σα βαρκούλα μ’ ένα λευκό πανάκι, η ψυχή του.
Αργότερα είχε σημειώσει την παράξενη αυτή εντύπωση του στο ταξιδιωτικό του καρνέ.
Και, καθώς έπλεε μέσα στην πράσινη αυτή θάλασσα του ονείρου του, μια γλυκιά αναθυμίαση δροσιάς έλουσε το κορμί του, και τον μέθυσε, σα δυνατό κρασί, η αύρα του δάσους, γεμάτη από τα βάλσαμα των ελάτων.
Μπροστά του, σε κάθε βήμα, τριγύρω του, από παντού επρόβαλλαν άσυλα ονειρευτά, κρησφύγετα παραδείσια, θολίες εράσμιες. Αγκαλιάσματα και φιλήματα και χάδια κλαριών με κλαριά, φύλλων με φύλλα, δροσιάς με δροσιά. Και ανάμεσα από τ’ αγκαλιάσματα αυτά, ανάμεσα από το δίχτυ των ευλύγιστων κλώνων, φανερώματα φευγαλέα γαλάζιου ουρανού και γαλάζιου κύματος κι ερωτόπαθα παιγνίδια του φωτός με τη σκιά, των αχτίδων του ήλιου με το βρύο της γης.
Το βρύο το πυκνό, το βοστρυχωτό, με τα κρόσσια του και τις μεταξωτές κλωστές του, σκορπούσε ένα αίσθημα μαλακότητος και συβαριτικής χλιδής ολόγυρα. Τα σκέπαζε όλα, τη γη, τους κορμούς των δένδρων, τα κλαριά, τις πέτρες, κι απλωνότανε παντού, σαν ανάλαφρο πράσινο χιόνι, κι έκανε να μοιάζει ο μαγικός τόπος σαν πλούσιο σαλόνι, με μαλακούς καναπέδες, παχιά προσκέφαλα, αναπαυτικά ντιβάνια, ένα σαλόνι βασιλικό, στρωμένο με χνουδωτά χαλιά της Ανατολής. Ποιος σοφός θαλαμοστόλος το είχε στολίσει το σαλόνι αυτό; Χωρίς άλλο θα ήτανε κάποιο ενδιαίτημα των Νυμφών του δάσους, άσυλο ερώτων θερμών φιλοτήτων πρωτογενών, υπαιθρίων «ανεπαίσχυντων», για το θρίαμβο της αναπαραγωγής, για τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου.
— Να το Σπίτι της Κυβέρνησης! είπε ο αγωγιάτης.
Ο Άλκης ξύπνησε από το ωραίο του όνειρο. Ανάμεσα από τα πυκνά έλατα είδε να προβάλλει το μοναχικό σπιτάκι, μ’ ένα χαμόγελο φιλοξενίας, απλωμένο στη λευκή του όψη.
Ξεπέζεψαν λίγο μακρύτερα. Ένας ψηλός, ξανθός υπενωμοτάρχης, ο φύλακας του δάσους, έτρεξε να τους δεχτεί.
— Καλώς ορίσατε, γιατρέ! Σας περιμέναμε από τα χτες.
— Ο κύριος Σταλίδης; ρώτησε ο Άλκης.
— Καλά, πολύ καλά! Με την ιδέα πως θ’ αργήσετε ακόμα, πήγανε να κάνουν ένα γύρο με τη δεσποινίδα στο δάσος. Όπου να ’ναι θα ξαναγυρίσουν.
Και οδήγησε τον Άλκη προς το λευκό σπιτάκι, που μια άρρωστη κοπέλα περίμενε τον ερχομό του.
Ο Άλκης χαμογέλασε μια στιγμή. Του φάνηκε παράξενο πως έφθανε σα γιατρός εκεί, που ο ίδιος ερχότανε να γυρέψει τη δική του τη γιατρειά, χωρίς να ξέρει αν θα τη βρει.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου