Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'
Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε πουθενά η Μαρία. Το άλλο πρωί ο Άλκης αποφάσισε να κατεβεί ως το χωριό. Με την πρόφαση, πως είχε να ιδεί κάποιο άρρωστο παιδάκι, ξεκίνησε πρωί πρωί και πήρε το δρόμο του χωριού, περπατώντας. Γιατί τάχα — συλλογιζόταν — η Μαρία, μια κι έφθασε ως το σπίτι του δάσους, ν’ αλλάξει άξαφνα δρόμο και να μη φανερωθεί καθόλου; Αυτό του φαινόταν εντελώς ανεξήγητο. Πολλές φορές, στις σχέσεις του με τις γυναίκες, βρέθηκε μπροστά σε τέτοια μικρά και τόσο βασανιστικά, άλυτα προβλήματα. Αλλά τότε είχε να κάνει με σοφά και περίπλοκα πλάσματα, γεμάτα μυστήρια και αντιφάσεις. Η Μαρία όμως; Ήτανε δυνατό ποτέ η απλή αυτή ψυχούλα να κρύβει μέσα της τις ψυχικές φιλαρέσκειες και τις σοφές μαγγανείες, που καλλιεργεί η ζωή των πόλεων και το διάβασμα των μυθιστορημάτων;
Τι έτρεχε λοιπόν; Προσπαθούσε να θυμηθεί, αν την τελευταία φορά, που είχε ιδεί τη Μαρία, την είχε δυσαρεστήσει ίσως με κάποιο λόγο του ή με άλλον τρόπο, χωρίς να το καταλάβει. Δε βρήκε τίποτε. Είχανε χωρισθεί σαν πάντα στο δρόμο του χωριού και, όταν γύρισε εκείνος μια στιγμή να την ακολουθήσει με το βλέμμα του, την είδε να κάνει το ίδιο, με δειλά και ντροπαλά γυρίσματα του κεφαλιού, και ν’ ακολουθεί έπειτα το δρόμο της, σα ντροπιασμένη για το πάθημά της.
Δεν ήτανε λοιπόν αυτή, που είδε η Μίνα στο μονοπάτι του δάσους; Αυτό του φάνηκε πιθανότερο. Μπορεί να ήτανε κανένα άλλο κορίτσι της ηλικίας της, που βρέθηκε τυχαία στα μέρος αυτό και τράβηξε το δρόμο του, χωρίς να σταματήσει. Αλλά πάλι, τι είχε γίνει δυο μέρες η Μαρία; Δεν είχε φανεί πουθενά στα μέρη, που τύχαινε να συναπαντιούνται. Μήπως ήταν άρρωστη; Αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο κι εβίασε το βήμα του να φθάσει μια ώρα αρχύτερα στο χωριό.
Ήταν ακόμα πρωί και στην πόλη οι άρρωστοι δε δέχονται βέβαια τους γιατρούς των τέτοια ώρα. Αλλά στο χωριό είχανε μεσημέρι. Οι χωρικοί είχανε σκορπίσει πια στα χωράφια, και τα σπιτάκια των εργατικών ανθρώπων είχαν ανοιχτά πόρτες και παράθυρα. Στο δρόμο, οι λίγοι διαβάτες χαιρετούσαν εγκάρδια το γιατρό, που ήτανε γνωστός πια και στα μικρά παιδάκια, και από τα παράθυρα οι γυναικούλες τον καλημερίζανε, περίεργες να μάθουν, ποιος ήτανε πάλι άρρωστος στο χωριό, για να φανερωθεί πρωί πρωί ο καλός τους γιατρός. Ο Άλκης τις καθησύχαζε.
— Δεν είναι τίποτα! Είπα να ’ρθω με τη δροσιά να ιδώ το παιδάκι της παπαδιάς. Όχι και πως έχει πια ανάγκη, αλλά για καλό και για κακό, ένας γιατρός, βλέπετε...
Αισθανότανε την ανάγκη να δικαιολογηθεί για τη γιατρική του προθυμία, με την ανησυχία του ανθρώπου, που φαντάζεται πως οι άλλοι μαντεύουν τους πιο απόκρυφους διαλογισμούς του. Και ίσως ο τρόπος του αυτός ίσια ίσια να ’κανε τις πονηρές γυναικούλες, που δεν είχαν προσέξει τις συχνές επισκέψεις του στο σπίτι της Μαρίας, να βάλουν κακό στο νου τους.
Ο Άλκης πράγματι πήγε στο σπίτι της παπαδιάς, όπου το άρρωστο παιδάκι, σηκωμένο εδώ και τρεις μέρες από τα κρεβάτι, τον δέχτηκε παίζοντας όξω στο δρόμο.
— Μεγάλη σου καλοσύνη, γιατρέ, να μας θυμηθείς! του είπε η παπαδιά. Γεια στα χεράκια σου, το παιδί είναι καλά!
Και τον προσκάλεσε να περάσει μέσα να ξεκουρασθεί. Μολονότι όμως η παπαδιά του είχε μιλήσει με όλη της την καρδιά, ο Άλκης νόμισε πως είδε κάποιο πονηρό χαμόγελο να χαράζει στα χείλη της. Ο Άλκης μπήκε στο σπίτι, κάθισε λιγάκι, έδωκε μερικές παραγγελίες ακόμη για το παιδί, που έπρεπε να το φυλάξουν λίγες μέρες — είπε — από κρύο και από φαγί, ώσπου να δυναμώσει καλά, κι έφυγε αποφασισμένος να μη ξαναγυρίσει πια στο χωριό, αν δεν τον φωνάξουν σε άλλον άρρωστο. Επί τέλους τη Μαρία έπρεπε να βρει τρόπο να τη βλέπει συχνότερα κάπου αλλού, πριν αρχίσει να υποψιάζεται το χωριό τη γιατρική του και την καλοσύνη του.
Συλλογίσθηκε μια στιγμή να φύγει, να γυρίσει στο δάσος, χωρίς να περάσει από το σπίτι της. Αν ήτανε άρρωστη η Μαρία — όπως είχε φοβηθεί — θα τα είχε μάθει από την παπαδιά, που ήτανε γειτόνισσα με τη μητέρα της. Η Μαρία λοιπόν ήτανε καλά. Αλλά γιατί πάλι να μη φανερωθεί δυο μέρες τώρα; Ο Άλκης δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Και, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της. Η γριά, που έτυχε να τον δει από το παράθυρο, βγήκε στον δρόμο να τον δεχθεί.
— Πώς αυτό το καλό, γιατρέ μου; Πέρασε από μέσα!
— Ήρθα να ιδώ εκείνο το παιδάκι της παπαδιάς... μουρμούρισε ο Άλκης, σα να ντρεπότανε πάλι για την αστεία του φράση.
— Άδικα έλαβες τον κόπο, γιατρέ μου! του είπε η γριά. Αυτό το διαβολάκι πήρε τους δρόμους.
Ο Άλκης μπήκε μέσα στο σπίτι. Καθώς ήτανε θαμπωμένος από τον ήλιο, δεν είδε τη Μαρία. Δεν θέλησε όμως να ρωτήσει τη μητέρα της.
— Καλέ Μαρία, δεν τον είδες το γιατρό μας; είπε η μητέρα της.
Ο Άλκης γύρισε προς το μέρος, που είχε πει το λόγο της η γριά, και είδε τη Μαρία σκυμμένη απάνω σ’ ένα εργόχειρο, χλωμή και με τα μάτια χαμηλωμένα στη βελονιά της.
— Δεν τον κατάλαβα! είπε.
Και σε λίγο ψυχρά:
— Καλημέρα, κυρ-γιατρέ!
Κι έσκυψε πάλι στο εργόχειρό της.
— Τι έπαθες παιδί μου; της είπε η μητέρα της. Σήκω να ψήσεις καφέ του γιατρού μας.
— Δεν μπορώ, μητέρα! είπε. Με πονάει το κεφάλι μου...
— Ε! Στην ώρα απάνω που ήρθε κι ο γιατρός. Τυχερή ήσουνα! Να σου δώσει κανένα γιατρικό...
— Δε θέλω γιατρικά, θα μου περάσει έτσι! μουρμούρισε η Μαρία.
— Να πάω λοιπόν εγώ να του τον ψήσω... είπε η γριά. Ο Άλκης βιάσθηκε να πει, πως δεν είναι ανάγκη για
καφέ, πως θα ’φευγε σε λίγο και να μη πειράζονται, αλλά η γριά εννοούσε να περιποιηθεί το σωτήρα της.
— Τι λες, γιατρέ μου! Έτσι θα σ’ αφήσουμε να φύγεις;
Και βγήκε όξω να ψήσει τον καφέ.
Όταν έμεινε μονάχος του ο Άλκης με τη Μαρία, που είχε σκύψει περισσότερο στο κέντημά της, τη ρώτησε με μια ανησυχία, που είχε δώσει στη φωνή του ένα βαθύτατο, συμπαθητικό παλμό.
— Τι έχεις, Μαρία;
— Τίποτα! είπε ξερά εκείνη χωρίς να σηκώσει τα μάτια της.
— Είσαι άρρωστη;
— Κι αν είμαι, έχω τη μάνα μου να με κοιτάξει.
— Δε θέλεις λοιπόν να σε κοιτάξω εγώ;
Καμιά απάντηση.
— Δώσε μου να ιδώ το χέρι σου. Έχεις ζέστη;
Η Μαρία δεν κούνησε από τη θέση της.
— Θέλεις να φύγω, λοιπόν, Μαρία;
Καμιά απάντηση.
— Δε μιλάς, Μαρία;
Καμιά απάντηση πάλι.
Απάνω στην ώρα, μπήκε μέσα η γριά, φέρνοντας τον καφέ με γλυκό και με παξιμαδάκια.
— Ευχαριστώ! είπε ο Άλκης, θα πάρω μονάχα τον καφέ. Δεν έχω διάθεση για τίποτε άλλο.
Πήρε τον καφέ του, ενώ η γριά ήτανε απαρηγόρητη, που δεν είχε τιμήσει το γλυκό και τα παξιμαδάκια της, τον ρούφηξε βιαστικά και σηκώθηκε να φύγει.
— Τόσο βιαστικός, γιατρέ;
— Ναι! είπε. Βιάζομαι να γυρίσω στα σπίτι. Είναι λίγο κακοδιάθετη η κοπέλα που γιατρεύω.
Ήτανε μια πρόφαση που βρήκε την τελευταία στιγμή.
— Άκουσες, Μαρία; είπε η γριά. Η καλή σου η κυρία είναι ανήμπορη. Να πας να τήνε ιδείς!
Η Μαρία δεν είπε λέξη.
Ο Άλκης, αποχαιρετώντας να φύγει, έριξε μια λοξή ματιά στη Μαρία. Είχε πιστέψει πως η βιαστική του αναχώρηση θα της έκανε κάποια εντύπωση. Και περίμενε πως θα σηκωνόταν ίσως να του δείξει μ’ έναν καλό λόγο, πως δεν έπρεπε να φύγει τόσο γρήγορα. Εκείνη δεν είχε σηκώσει καθόλου το κεφάλι από τη δουλειά της, ούτε για να τον χαιρετίσει.
— Έλα, παιδί μου — της είπε η μητέρα της — σήκω να συνεβγάλεις λιγάκι το γιατρό μας. Πώς είσαι έτσι σήμερα; Σε καλό σου!
Η Μαρία έριξε ένα βλέμμα στη μητέρα της, που ήτανε σαν να της έλεγε να την αφήσει ήσυχη.
— Δεν μπορώ, σου είπα. Με πονάει το κεφάλι μου.
Ο Άλκης έσφιξε το χέρι της γριάς και βγήκε από την πόστα. Στο δρόμο του γύρισε δυο τρεις φορές να κοιτάξει πίσω του. Είχε πάντα την ιδέα, ότι η Μαρία, μετανοημένη για τον τρόπο της, θα πήγαινε να τον προφτάσει, να του πει να μη φύγει κακιωμένος, να τον συντροφέψει σαν πάντα λίγο δρόμο.
Η Μαρία δε φάνηκε καθόλου.
Οι μέρες περνούσαν και η Μαρία δε φαινότανε πουθενά. Ο Άλκης δεν μπορούσε να εξηγήσει την ξαφνική αυτή μεταβολή. Η πιθανότερη εξήγηση του φαινότανε αυτή: Στο χωριό είχαν αρχίσει να μιλούν ίσως για τις συχνές επισκέψεις του στο σπίτι της Μαρίας. Πολλοί χωριάτες έτυχε να τον ιδούν στο δάσος μαζί της. Και η χωριάτικη πονηρία δε θ’ άργησε να βγάλει το λογάκι της. Κάποιος ίσως θα πέταξε κανένα πειραχτικό λόγο στην κοπέλα. Κι εκείνη θ’ αποφάσισε να κόψει κάθε σχέση μαζί του, σα φρόνιμο κορίτσι, που δεν ήθελε να σέρνεται το όνομά της στα στόματα του ενός και του άλλου. Για μια στιγμή ο Άλκης σκέφθηκε, πως κι αυτό θα ήτανε μια λύση, επιτέλους. Ως πού μπορούσε να πάει αυτή η ιστορία του με τη Μαρία; Καλύτερα θα ήτανε να τελειώσει μιαν ώρα αρχύτερα. Αλλά, μολονότι εύρισκε τόσο αναγκαία τη λύση αυτή, άρχισε να καταλαβαίνει, πως δεν ήτανε πια άξιος να την υποφέρει. Οι μέρες που περνούσανε χωρίς τη Μαρία ήτανε γι’ αυτόν μαύρες και σκοτεινές. Οι ομορφιές του δάσους, οι μακρινοί του περίπατοι μέσα στον παράδεισο των ελάτων, η συντροφιά της Μίνας, που του είχε γίνει τόσο πολύτιμη τώρα τελευταία, τα βιβλία του, που περνούσε μ’ αυτά τις ήσυχες ώρες της μοναξιάς του, είχαν χάσει πια γι’ αυτόν κάθε ομορφιά. Όλα τον ενοχλούσαν. Ακόμα κι ο αγαπημένος του ο σκύλος του φαινότανε ένας σύντροφος ανυπόφορος. Και τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι, αν είχε ομορφιές το δάσος και χαρές το βουνό, ήταν η Μαρία που τους τις χάριζε. Και, φεύγοντας, τις είχε πάρει μαζί της. Το ολόδροσο δάσος είχε γίνει γι’ αυτόν μια ξερή Σαχάρα, όπου έβλεπε τον εαυτό του να προχωρεί κουρασμένος οδοιπόρος, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, ακολουθώντας το θλιβερό καραβάνι των λογισμών του.
Κάθε μέρα, στα πρωινά του ξυπνήματα — οι νύχτες του ήτανε γεμάτες από εφιάλτες — όταν έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλλει από την κορυφή του Μεγάλου Σωρού, τον χαιρετούσε με την ελπίδα πως δε θα βασιλέψει χωρίς να του ξαναφέρει τη μικρή του αγάπη. Και ο ήλιος έβγαινε και βασίλευε — τι θλιβερά που ήτανε τα βασιλέματά του — χωρίς να του φέρνει τίποτε, τίποτε...
Η Μίνα δεν είχε αργήσει να καταλάβει τη βαθιά μεταβολή, που είχε γίνει πάλι στη ζωή του φίλου της. Στην αρχή είχε υποθέσει, ότι ο ίδιος είχε βάλει ένα τραγικό, αλλ’ απαραίτητο τέλος στο ειδύλλιό του. Και δε θέλησε να του κάνει ποτέ λόγο, με την ιδέα, ότι θα ήτανε φρονιμότερο να τον αφήσει να αποτελειώσει μόνος του, με τα μέσα της ίδιας του ψυχής, τη θεραπεία, που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει και την εξαφάνιση της Μαρίας.
— Κύριε Άλκη — του είπε ένα δειλινό, ύστερ’ από κάποιο διάβασμα στίχων στο μικρό τους υπαίθριο σαλονάκι, κάτω από τον ήσκιο του μεγάλου έλατου — δε μου λέτε, τι έγινε αυτό το αγριοκόριτσο; Είναι τόσες ημέρες που δεν ήρθε να με ιδεί η Μαρία.
Ο Άλκης ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, χωρίς να μπορέσει να κρύψει μια πτυχή πόνου στο κάτω του χείλι.
— Αν δε μου είχατε πει, πως την είδατε την τελευταία φορά, που πήγατε στο χωριό, θα ’λεγα πως κάτι έπαθε. Δεν έτυχε, αλήθεια, να την ξαναϊδείτε από τότε;
— Όχι, δεσποινίς Μίνα, δεν έτυχε να την ξαναϊδώ· είπε, ξαναλέγοντας σχεδόν τα λόγια της Μίνας, ο Άλκης.
— Περίεργο!
— Σας λείπει λοιπόν τόσο πολύ, δεσποινίς Μίνα, η μικρή σας φιλενάδα;
Η Μίνα τον κοίταξε πονηρά.
— Εσάς;
— Ίσως... δεν ξέρω... Μπορεί...
— Μήπως της φερθήκατε άσχημα; θα ήτανε κρίμα!
— Μ’ έχετε άξιο, δεσποινίς Μίνα, για μια χοντροκοπιά;
— Και οι πιο ευγενικοί άνδρες είναι άξιοι για μια χοντροκοπιά, όταν αγαπούν. Πέστε μου ειλικρινώς. Μήπως της κακοφερθήκατε;
Ο Άλκης σκέφθηκε λιγάκι, αν έπρεπε να δώσει την απάντηση που του ήρθε στα χείλη και, επιτέλους, την έδωκε.
— Αφού θέλετε να είμαι ειλικρινής, δεσποινίς Μίνα, θα σας πω όλη την αλήθεια. Μου κακοφέρθηκε αυτή.
Η Μίνα έγινε άξαφνα σκεπτική.
— Πώς;
Ο Άλκης διηγήθηκε όλη τη σκηνή που έγινε στο σπίτι της Μαρίας.
— Και δεν μπορείτε να εξηγήσετε τη διαγωγή της βέβαια. Η Μίνα έκαμ’ ένα βιασμένο γέλιο.
— Τι άνδρας που είσαστε!
— Δηλαδή;
— Δεν καταλαβαίνετε απολύτως τίποτε από κάποια πράγματα.
Ο Άλκης την κοίταξε στα μάτια, σαν να περίμενε ένα χρησμό από τα χείλη της.
— Εσείς λοιπόν καταλαβαίνετε;
— Μα βεβαιότατα, φίλε μου. Είμαι γυναίκα. Προσπαθήστε λιγάκι και σεις και θα καταλάβετε.
— Αδύνατο, δεσποινίς Μίνα!
— Για θυμηθείτε κάτι...
— Τι;
— Χοντροκέφαλος μαθητής που είσαστε! Δεν θυμόσαστε λοιπόν το βράδυ, που πέρασε η Μαρία από το μονοπάτι;
— Την είχατε δει εσείς.
— Και είμαι βέβαιη πως μας είδε κι εκείνη. Θυμόσαστε τώρα τη στάση, που είχατε κοντά μου τη στιγμή εκείνη;
— Ποια στάση;
— Θα σας τη θυμίσω. Μου είχατε πιάσει το χέρι με τα δυο σας χέρια και είχατε σκύψει στα γόνατά μου. Είσαστε πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ και μοιάζατε σαν ερωτευμένος.
— Λοιπόν;
— Αυτή τη στιγμή ακριβώς πέρασε η Μαρία από το μονοπάτι. Στάθηκε μια στιγμή. Ύστερα άλλαξε δρόμο και δεν ξαναφάνηκε πια.
— θέλετε να πείτε λοιπόν, δεσποινίς Μίνα;...
Η Μίνα έσκυψε κάτω χωρίς ν’ απαντήσει.
...Ένα πρωί, εκεί που περπατούσε ξένοιαστος ο Άλκης στο δάσος, είδε να περνά μακριά του, ανάμεσα στα δέντρα μια γυναικεία σιλουέτα, που του θύμισε ζωηρά το απαλό κι ανάλαφρο γλίστρημα της Μαρίας. Ήτανε τάχα αυτή ή την είχε πλάσει ο λογισμός του, από την αδιάκοπη προσήλωση της ψυχής του στη γλυκιά της εικόνα; Πριν προφτάσει να καλοκοιτάξει όμως, η σιλουέτα είχε σβήσει ανάμεσα στις σκιές, σα φάντασμα, που φανερώνεται και σβήνει μπροστά στα μάτια του αλαφροΐσκιωτου ανθρώπου.
Ένας παράξενος φόβος πέρασε μέσα του. Νόμισε πως είχε χάσει τα λογικά του.
Ο Γκραφ όμως άρχισε να τρέχει, μυρίζοντας το χώμα, σα να φερμάριζε κάποιο αγρίμι προς το μέρος που είχε φανεί η σιλουέτα. Βλέπει λοιπόν φαντάσματα κι ο Γκραφ; σκέφθηκε μια στιγμή ο Άλκης. Και τάχυνε το βήμα του, ακολουθώντας τα χνάρια του νοητικού ζώου.
Σε λίγο βρέθηκε μπροστά στη Μαρία, που προσπαθούσε να κρυφθεί, σα φοβισμένο ζαρκάδι, πίσω από τον κορμό ενός ελάτου. Ο Γκραφ όμως με μικρά, χαρούμενα γαυγίσματα, έτρεξε καταπάνω της κι άρχισε να πηδάει.
— Όξω!... ακούσθηκε θυμωμένη η φωνή της Μαρίας, που προσπαθούσε να τον διώξει από σιμά της, σαν να ήτανε ξένο σκυλί.
Ο Άλκης είχε πλησιάσει πια, και λίγα βήματα τον χώριζαν από τη Μαρία. Η πρώτη του σκέψη ήτανε να ορμήσει απάνω της, να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να μη χωρισθεί ποτέ πια απ’ αυτήν. Αλλά πώς; Ποτέ δεν της είχε πει ένα λόγο αγάπης, ποτέ δεν της είχε σφίξει το χέρι αλλιώτικα από έναν αθώο χαιρετισμό και όσο κι αν είχαν πάρει στα χείλη τους τα κοινά και ασήμαντα λόγια της καθημερινής ομιλίας το νόημα και τον παλμό της αγάπης — το καταλάβαιναν και οι δυο τους το νόημα αυτό — ένα τέτοιο απότομο κίνημα, που του είχε υπαγορέψει η ερωτικιά του ορμή, σκέφθηκε πως μπορούσε να είναι καταστρεπτικό. Η σωστή αυτή σκέψη, που τον κράτησε, πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του. Και σταμάτησε στη θέση του.
— Μαρία! είπε.
Η φωνή του πνιγότανε στο λαιμό του. Το πρόσωπό της Μαρίας, το γλυκό εκείνο πρόσωπο, που το φώτιζε πάντα ένα άσβηστο χαμόγελο, ήτανε τώρα άγριο και σχεδόν τρομερό. Τα μάτια της, κουρασμένα και βαριά, σαν ύστερ’ από αρρώστια ή από μεγάλο κλάμα, κοίταζαν ασάλευτα, εκστατικά. Τα μαλλιά της έπεφταν στο λευκό, το πλατύ μέτωπό της και στα κατακόκκινα, πυρωμένα αυτιά, ανακατωμένα, άγρια, σαν να είχε μέρες να περάσει απάνω τους το χτένι ή σα να τα είχε μπερδέψει το άγριο πέρασμα ενός σίφουνα, τα χείλια, που θύμιζαν πάντα στον Άλκη την παλιά και ασύγκριτη παρομοίωση του σκασμένου ροδιού, κάτασπρα σαν το πανί, ήσαν σφιγμένα απάνω στα μαργα-ριτάρια των δοντιών της, με μια πτυχή πόνου μαζί και θυμού. Ακίνητη στεκότανε μπροστά του η Μαρία, σα να ήθελε να ξεφύγει και σα να μη μπορούσε να σαλέψει από τη θέση της, όπως το δειλό πουλάκι, το μαγνητισμένο από τη ματιά του φιδιού.
— Μαρία! ξαναείπε.
— Τι θέλεις; του είπε εκείνη με μια φωνή που έτρεμε παράξενα, άγρια και γλυκιά μαζί. Τι θέλεις από μένα πια;
— Πια!... ξαναείπε ο Άλκης. Γιατί πια;
Η Μαρία σήκωσε την ποδιά της και σκέπασε τα μάτια της. Έκλαιγε. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε με το ρυθμό του κύματος, που το φουσκώνει αλαφρά ο καλοκαιρινός μπάτης.
Το κλάμα της κόρης έδωκε το θάρρος στον Άλκη να πλησιάσει.
— Τι έχεις, Μαρία!
Ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο της.
— Πες μου τι έχεις; Γιατί δε θέλεις να μου το πεις; Η Μαρία έκαν’ ένα γέλιο πένθιμο.
— Τι είμαι εγώ για σένα; Τι σε μέλει για μένα;
Η φωνή της, ύστερ’ από το κλάμα, είχε πάρει έναν τόνο γλυκό και παραπονιάρικο.
— Αν δεν ήσουνα τίποτα για μένα — είπε ο Άλκης — δε θα γύριζα σαν τρελός, τόσες μέρες, μέσα στις ερημιές.
Η Μαρία σήκωσε τα μάτια της, μουσκεμένα από τα δάκρυα και τον κοίταξε παράξενα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί για τα λόγια που της έλεγε.
— Ξέρετε και μιλάτε — είπε σε λίγο — εσείς που διαβάζετε τα βιβλία. Ξέρετε και τα λέτε τα ψέματα!
Μιλούσε για τα βιβλία μ’ έναν τόνο παράξενο, σα να μιλούσε για πράματα διαβολικά.
— Δε με πιστεύεις λοιπόν, Μαρία; ρώτησε ο Άλκης, σκύβοντας στο πρόσωπό της.
— Πώς να σε πιστέψω; του είπε.
Θέλησε να πει κάτι ακόμα, μα σταμάτησε. Ο Άλκης ήθελε να βεβαιωθεί, αν η υποψία της Μίνας ήτανε σωστή. Δεν ήθελε όμως να πει πρώτος τίποτε της Μαρίας για τη στάση του, εκείνο το βράδυ, κοντά στη Μίνα, με την ιδέα ακόμα πως μπορούσε να ήτανε άλλη η αφορμή, που είχε φέρει σ’ αυτή την κατάσταση τη Μαρία. Και τότε δε θα ήτανε φρόνιμο να της βάλει αυτός στο νου της ένα πράμα, που δεν το είχε φαντασθεί. Έβλεπε όμως πως η Μαρία απόφευγε να πει τίποτε ορισμένο. Και, ανυπόμονος να μάθει την αλήθεια, μολονότι τη μάντευε πια, από κάποια πείρα του στερεότυπου τρόπου, που φανερώνεται η ζήλεια των γυναικών — γιατί τάχα η γυναίκα του βουνού να διαφέρει από τη γυναίκα της πολιτείας; — αποφάσισε να τη βοηθήσει να μιλήσει χωρίς να πειραχθεί η περηφάνια της.
— Δε μου λες, Μαρία, είπε, γιατί εκείνο το βράδυ που ήρθες κοντά στο σπίτι και μας είδες με την κυρία Μίνα, σηκώθηκες κι έφυγες, χωρίς να μας καλησπερίσεις;
Η Μαρία κοκκίνισε σα να της έκλεβαν το μυστικό της.
— Γιατί να ’ρθω; είπε και η φωνή της έτρεμε. Μπορεί να μη με θέλατε...
— Γιατί να μη σε θέλουμε;
— Έτσι...
Ο Άλκης είχε βεβαιωθεί πια, ότι η Μίνα είχε μαντέψει σωστά. Κι αυτό τον ευχαρίστησε. Πρώτα, γιατί το μυστήριο, που τον τυραννούσε τόσες ημέρες, είχ’ εξηγηθεί και ύστερα, γιατί η ιδέα πως το αθώο εκείνο παιδί βασανιζότανε γι’ αυτόν του έδινε μια γλυκιά ικανοποίηση.
— Ζήλεψες, λοιπόν, Μαρία — της είπε γελώντας — γιατί με είδες σκυμμένο στα γόνατα της κυρίας Μίνας;
Η Μαρία έκανε ένα μικρό χαμόγελο.
— Γιατί να ζηλέψω; είπε. Τι είσαι εσύ για μένα; Δεν το καταλαβαίνω τάχα; Αυτή που θα την πάρεις, αυτή να σε ζηλέψει!
Βαστούσε με κόπο τα δάκρυα που την έπνιγαν και προσπαθούσε να φαίνεται γελαστή.
— Να πάρω την κυρία Μίνα, είπες, Μαρία; Τι λόγια είναι αυτά, παιδί μου; Μια άρρωστη κοπέλα, που μ’ έφερε εδώ για γιατρό της;
— Τώρα δεν είναι άρρωστη! είπε με καλοσύνη η Μαρία. Τώρα έγινε καλά. Ο Θεός να της δώσει την υγειά της. Εγώ το παρακαλώ κάθε βράδυ στα εικονίσματα. Γιατί είναι καλή η κυρία και την αγαπώ. Κι άμα την πάρεις, θα την αγαπώ ακόμα...
Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα καθώς μιλούσε.
— Εμένα δεν θα μ’ αγαπάς, Μαρία; της είπε ο Άλκης, κρατώντας την πάντα απαλά τον ώμο με το χέρι.
— Τι να την κάνεις τη δική μου την αγάπη; είπε με λυγμούς. Άσε με να φύγω, άσε με! Γιατί με κρατάς;
Και όρμησε να του ξεφύγει από τα χέρια του.
— Άκουσε να σου πω, Μαρία! της είπε. Ούτε εγώ θα την πάρω την κυρία Μίνα, ούτε κανένας άλλος. Η κυρία Μίνα δε θα παντρευτεί ποτέ. Με την αρρώστια που έχει, δεν κάνει να παντρευτεί, δεν το θέλει η ίδια. Κι αν εκείνο το βράδυ με είδες σκυμμένο στα γόνατα της, μάθε να το ξέρεις, πως για σένα έκλαιγα, για σένα, Μαρία. Κι εκείνη για σένα με παρηγορούσε, για σένα, Μαρία. Δεν το ’χεις καταλάβει λοιπόν, δεν το ’χεις καταλάβει τόσον καιρό;
Η Μαρία όσο μιλούσε ο Άλκης, άρχισε να χλωμαίνει, να τρέμει απάνω στα πόδια της και, με την τελευταία λέξη του, αποκαμωμένη από πόνο κι από χαρά, έγειρε το λυγερό κορμί της σαν καλαμιά που τη σαλεύει ο άνεμος, κι έπεσε λιγοθυμισμένη πάνω στο στήθος του. Ο Άλκης τη βοήθησε να καθίσει στον κορμό ενός ανεμοριμένου έλατου, κάθισε κι αυτός κοντά της και πήρε το κεφάλι της, με τα κλειστά ωραία μάτια, σαν να τα είχε σφραγίσει ένας ωραίος θάνατος, στην αγκαλιά του.
Έσκυψε τότε και τη φίλησε για πρώτη φορά στο στόμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'
Ο Άλκης δεν έκανε καθόλου λόγο στη Μίνα για τη συνάντησή του με τη μικρή του φιλενάδα του δάσους. Την άφηνε να υποθέσει πως το πράμα τραβούσε έτσι. Και η Μίνα πάλι απόφυγε να τον ρωτήσει. Φανταζότανε, ότι ο Άλκης το είχε πάρει πια απόφαση και ότι άρχισε να ξεχνά το μικρό ειδύλλιο, που δε μπορούσε βέβαια να εξακολουθήσει και πολύ. Στο μεταξύ αυτό ο Άλκης βλεπότανε τακτικά τώρα με τη Μαρία και το ειδύλλιό τους, ύστερ’ από το μικρό, το τραγικό και για τους δυο τους διάλειμμα, είχε γεμίσει με ευτυχίες το δάσος.
Σε λίγες μέρες, ένα γράμμα που ήρθε από την Αθήνα στον κύριο Σταλίδη, άλλαξε εντελώς την κατάσταση. Κάποια σπουδαία υπόθεση του τον προσκαλούσε στην πρωτεύουσα. Και η Μίνα, που τριών μηνών διαμονή μέσα στα έλατα την είχε ξαναγεννήσει, είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει τον πατέρα της. Όπως και να ήτανε, ύστερ’ από ένα μήνα θα έφευγε πάντα, γιατί ήτανε να περάσει τον χειμώνα της σε μια θεία της στο Κάιρο και δεν ήθελε να τη βρει το φθινόπωρο μέσα στο υγρό δάσος, θα έμενε λοιπόν λίγον καιρό στην Αθήνα — είχε αποθυμήσει λιγάκι και τον κόσμο της — και ύστερα θα έφευγε για την Αίγυπτο. Πατέρας και κόρη τα είπαν το βράδυ, συμφώνησαν και αποφάσισαν να φύγουν με το πρώτο βαπόρι, που θα περνούσε από το Αργοστόλι ύστερ’ από δυο ημέρες.
— Ο γιατρός; είπε ο κύριος Σταλίδης.
— Φαντάζομαι — είπε η Μίνα — πως θα ’ρθει μαζί μας. Τι θα κάνει μοναχός του εδώ στην ερημιά;
Το άλλο πρωί, στο τσάι, η Μίνα έκανε την ανακοίνωση του ξαφνικού σχεδίου στον Άλκη.
— Κύριε Άλκη, σε δυο μέρες τελειώνουν τα βάσανά σας.
— Δηλαδή;
— Φεύγουμε!
— Τόσο γρήγορα;
— Ο μπαμπάς είχε ένα γράμμα από την Αθήνα, που τον υποχρεώνει να βρεθεί το ταχύτερο εκεί, για μια σπουδαία του υπόθεση. Εγώ είμαι τόσο καλύτερα, ώστε φαντάζομαι πως μπορώ να διακόψω την κούρα μου. Έπειτα, έτσι η αλλιώς, ύστερ’ από ένα μήνα, θα ήμουν υποχρεωμένη να φύγω. Κι εσείς, καλέ μου γιατρέ, υποθέτω ότι αρκετά υποφέρατε για το χατίρι μου, εδώ στην ερημιά.
Ο Άλκης άκουγε σιωπηλός.
— Δεν μ’ ευχαριστείτε λοιπόν, που σας δίνω μια τόσο καλή είδηση;
— Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να σας ευχαριστήσω — είπε στενοχωρημένος ο Άλκης — και θα ήθελα πολύ να μπορούσα να ’ρθω μαζί σας...
— Δεν έρχεσθε λοιπόν μαζί μας; είπε, ανοίγοντας εκστατικά τα μάτια της η Μίνα, σαν να μην περίμενε ν’ ακούσει ό,τι άκουγε.
Μια ανήσυχη σκέψη πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό της.
— Φαίνεται πως ξεχνάτε, δεσποινίς Μίνα, — άρχισε να μιλεί σιγά ο Άλκης, σα να ζητούσε αυτή τη στιγμή να κατασκευάσει την απολογία του — μερικά πράματα, που έγιναν στη ζωή μου από τη στιγμή που βρίσκομαι μαζί σας. Ξεχνάτε την τραγωδία της δυστυχισμένης εκείνης κόρης και το ρόλο που έπαιξε η θεία μου στην τραγωδία αυτή.
— Δεν ξεχνώ καθόλου ούτε το ένα , ούτε το άλλο, είπε η Μίνα. Δε βλέπω όμως...
— Ακούστε με, δεσποινίς Μίνα! εξακολούθησε ο Άλκης. Εσείς μπορείτε να καταλάβετε κάποια πράματα, όπως καταλαβαίνετε και την ψυχή μου. Μου λέτε, να γυρίσω στην Αθήνα. Αλλά φαντασθήκατε ποτέ σας, τι είναι για μένα, αυτή τη στιγμή, η Αθήνα; Είναι ο τόπος που μια γυναίκα πέθανε για μένα και από μένα.
— Για σας, όχι από σας! τον διάκοψε η Μίνα.
— Και από μένα! Δεν είμαι εντελώς αθώος, δεσποινίς Μίνα. Ο τόπος λοιπόν αυτός είναι γεμάτος από τη δυστυχισμένη μου νεκρή. Σε κάθε βήμα, που θα κάνω στην πόλη και στην εξοχή, στα δρόμο και στο σπίτι, στα βουνό και στο περιγιάλι, παντού, παντού, παντού θα φανερώνεται μπροστά μου για να μου θυμίζει το έγκλημά μου. Πώς θέλετε πια να ζήσω στον τόπο αυτό; Κι έπειτα...
— Έπειτα;
— Έπειτα πως μπορώ ν’ αντικρίσω πια, κι από μακριά ακόμα, τη γυναίκα, που η περηφάνια της έγινε τόσο ολέθρια για την κόρη, που αγαπούσα και για μένα; Ξέρετε πολύ καλά πως ύστερ’ από την τρομερή εκείνη μέρα έκοψα κάθε σχέση, κάθε αλληλογραφία μαζί της. Σας είχα παρακαλέσει μάλιστα κι εσάς και τον πατέρα σας, αν τύχει και της γράφατε, να μην αναφέρετε ποτέ το όνομά μου, έκτος αν είναι για να της πείτε, ότι εγώ σας ζήτησα τη μεγάλη αυτή χάρη. Πώς θέλετε λοιπόν να ζήσω στον ίδιο τόπο μαζί της, να την αντικρίσω άξαφνα στο δρόμο μου, να την απαντήσω ίσως μέσα σ’ ένα ξένο σπίτι; Αδύνατο, δεσποινίς Μίνα, αδύνατο!
Μια νεκρική σιωπή ακολούθησε τα λόγια αυτά. Ο Άλκης είχε πει, ό,τι είχε να πει και η Μίνα δεν εύρισκε τα λόγια που της χρειάζονταν για να ντύσει την ταραγμένη σκέψη της.
— Και τι σκέπτεσθε να κάμετε, κύριε Άλκη; είπε σε λίγο.
— Πέστε μου εσείς τι σκέπτομαι! Μήπως ξέρω κι εγώ τι σκέπτομαι; Τα μόνο που σκέπτομαι αυτή τη στιγμή, είναι ότι δεν μπορώ να γυρίσω στην Αθήνα. Πέρα από τη σκέψη αυτή δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε άλλο. Έπειτα δε μου δόθηκε και καιρός να σκεφθώ. Η απόφασή σας να φύγετε μου πέφτει σαν κεραυνός. Είχα πάντα την ιδέα, πως θα μείνετε ένα δυο μήνες ακόμα εδώ. Ύστερα θα σκεπτόμουν κι εγώ, τι πρέπει να κάνω. Σε κάθε περίσταση θα προετοίμαζα τα πράγματά μου, για να ξαναφύγω στην Ευρώπη, ίσως μακρύτερα ακόμα, στην Αμερική. Τώρα το μόνο που μου μένει να κάνω, είναι να μείνω μόνος μου εδώ στο δάσος, με τα βιβλία μου, το σκύλο μου και τον καλόν αυτόν χωροφύλακα και να θυμούμαι πόσο καλή είσαστε για μένα, δεσποινίς Μίνα! Πώς θα μπορέσω να σας πληρώσω ποτέ;...
Η Μίνα τον διάκοψε συγκινημένη.
— Καλέ, αφήστε τα τώρα αυτά.
Μολονότι σε όλη την απολογία του Άλκη μάντευε, πως κάτι άλλο ακόμα κρυβότανε πίσω από τους λόγους, που είχε επικαλεσθεί για να δικαιολογήσει την περίεργη απόφασή του, έβλεπε στην έκφραση και στον τόνο της φωνής του έναν πόνο αληθινό για το χωρισμό τους. Και του συγχωρούσε από μέσα της τις μικρές ανειλικρίνειες, που υποψιαζότανε στα λόγια του.
Τη στιγμή αυτή έφθασε, καθυστερημένος πάντα για το τσάι, σαν πάντα, ο κύριος Σταλίδης.
— Αυτή η πρωινή τουαλέτα σας, μπαμπά — του είπε η Μίνα, θέλοντας να δώσει έναν εύθυμο τόνο στις μελαγχολικές στιγμές των χωρισμών — σας τρώει, τέλος πάντων, τη μισή σας ημέρα. Ούτε η πιο φιλάρεσκη κυρία να είσαστε!
— Παιδί μου — τη διάκοψε ο πατέρας της — η κοκεταρία είναι υποχρέωση των γυναικών και των γέρων. Των γυναικών για να συμπληρώνουν τη φύση και των γέρων για να την αναπληρώνουν. Δεν ξέρω αν εξηγούμαι!
Χαιρέτισε τον Άλκη και κάθισε στο τραπέζι.
— Δεν ξέρετε τα νέα, μπαμπά, είπε η Μίνα.
— Ποια νέα; Αν είναι δυσάρεστα, σε παρακαλώ να μου τα πεις, αφού πάρω τα τσάι μου. Αν είναι ευχάριστα, τ’ ακούω αμέσως τώρα.
Η Μίνα έριξε μια ματιά στον Άλκη.
— Επειδή είναι και ευχάριστα και δυσάρεστα — είπε — ευχάριστα για τον κύριο και δυσάρεστα για μας, θα σας τα πω ενόσω θα παίρνετε το τσάι σας.
Και ενώ ο Άλκης προσπαθούσε ν’ αναιρέσει τη διατύπωση της Μίνας, εκείνη ετοίμαζε το τσάι του πατέρα της, που προσπαθούσε να μαντέψει, τι τάχα να τρέχει.
— Λοιπόν, μπαμπά, ο κύριος Άλκης δεν έρχεται μαζί μας.
— Μπορούσα να το πάρω όρκο! είπε φέρνοντας το φλιτζάνι στα χείλη του ο κ. Σταλίδης.
— Ξέρετε λοιπόν, μπαμπά, τίποτε περισσότερο από μένα;
— Βεβαιότατα ξέρω! Ο κύριος Άλκης αποφάσισε να γίνει ο γιατρός του χωριού. Δεν σας το είπα και άλλοτε;
— Αφήστε τ’ αστεία σας, μπαμπά. Ο κύριος Άλκης έχει πραγματικούς λόγους να μη μπορεί να γυρίσει αμέσως στην Αθήνα. Λυπηρό για μας βέβαια, αλλά...
— Αλλά ευχάριστο γι’ αυτόν. Αυτό δεν ήθελες να πεις;
Η Μίνα, βλέποντας τον Άλκη, στενοχωρημένο από την ανέλπιστη τροπή, που είχε πάρει η ομιλία, βιάσθηκε να μιλήσει στον πατέρα της.
— Όχι, μπαμπά! Θέλησα να πειράξω τον κύριο Άλκη. Είμαι βέβαιη, ότι για τον καλό μας φίλο δεν μπορεί ποτέ να είναι ευχάριστο να μας χάσει. Δεν είν’ έτσι, κύριε Άλκη;
— Σας ορκίζομαι, κύριε Σταλίδη, είπε ο Άλκης, ότι θα είμαι πολύ δυστυχισμένος χωρίς τη συντροφιά σας. Μια ανάγκη όμως μας χωρίζει. Για σας η ανάγκη να φύγετε, για μένα η ανάγκη να μείνω. Ας ελπίσουμε πως θα ξαναϊδωθούμε γρήγορα.
Σηκώθηκαν όλοι μαζί να κάνουν ένα γύρο στο δάσος, όπως συνήθιζαν κάθε πρωί. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά και από την κορυφή του Μεγάλου Σωρού μεγάλα, στρογγυλά σύννεφα ανέβαιναν προς τον ουρανό, σαν πυκνοί καπνοί από κρατήρα ηφαιστείου.
— Νομίζω πως θα ’χουμε βροχή... είπε ο Άλκης.
— Όλο το καλοκαίρι δεν έβρεξε καθόλου! είπε ο κύριος Σταλίδης. Μια βροχούλα τώρα είναι μάλαμα για τα σπαρτά.
— Ο Αίνος μας διώχνει, μπαμπά! είπε μελαγχολικά η Μίνα.
Προχωρήσανε προς το μονοπάτι, στο μέρος ακριβώς που είχε δει η Μίνα, εδώ και λίγες μέρες, τη Μαρία να περνά και να χάνεται.
— Θυμόσαστε; είπε η Μίνα στον Άλκη. Σ’ αυτή ακριβώς τη θέση...
— Δεν αφήνετε πια αυτή την ιστορία; είπε αδιάφορα τάχα ο Άλκης.
— Τι τρέχει παιδιά; ρώτησε ο κύριος Σταλίδης.
— Τίποτε, μπαμπά! Έλεγα στον κύριο Άλκη για τη Μαρία, που την είδαμε να περνάει ένα βράδυ...
— Αλήθεια! είπε ο κ. Σταλίδης, σα να θυμήθηκε κάτι. Και ήθελα να σας ρωτήσω, γιατρέ. Προχθές μου είπε ο Κώστας ο χωροφύλακας πως είδε τη Μαρία να σας μιλάει στο δάσος. Δεν τη ρωτήσατε γιατί μας έπιασε τέτοια κάκια; Έχει τόσες μέρες να φανεί από το σπίτι το αγριοκόριτσο!
Ο Άλκης μάσησε τα λόγια του.
— Πράγματι, δε συλλογίσθηκα να ρωτήσω. Την είδα μια στιγμή...
Και άλλαξε θέμα.
— Αυτοί οι χωριάτες, τέλος πάντων! είπε. Φαντασθείτε, κύριε Σταλίδη, ότι γκρεμίζουν ένα ωραίο έλατο και το αφήνουν στη θέση του, να περάσει για ανεμοριμένο και να πάρουν έπειτα την άδεια να ξυλευθούν. Για μια σκάφη κάποτε θυσιάζεται ένα θεόρατο δένδρο!
Είχ’ ελπίσει για μια στιγμή, ότι η Μίνα, που βάδιζε λίγα βήματα μπροστά, δεν είχε ακούσει την ομιλία του πατέρα της για τη Μαρία. Και, για να βεβαιωθεί, την πλησίασε να της δείξει το ανεμοριμένο δένδρο, που είχε μιλήσει γι’ αυτό στον πατέρα της.
— Βλέπετε, δεσποινίς Μίνα... άρχισε.
Η Μίνα δε γύρισε καθόλου να κοιτάξει.
— Ώστε την είδατε λοιπόν από τότε... του είπε, χωρίς να σταματήσει, σκαλίζοντας το βρύο με το μπαστουνάκι της.
— Θα σας πω, δεσποινίς Μίνα... μουρμούρισε ντροπιασμένος εκείνος.
Μετανοούσε πικρά για την ανειλικρίνεια του απέναντι της Μίνας και σιχαινότανε τον εαυτό του.
Abies Reginae Amaliae... είπε ο κ. Σταλίδης, πλησιάζοντας, σα να μονολογούσε.
— Λατινικά μιλάτε, μπαμπά; του είπε προσπαθώντας να φανεί εύθυμη η Μίνα. Πού τα βρήκατε;
— Τα βρήκα στο δρόμο, παιδί μου.
— Ίσως να τα ’χασε ο γιατρός! είπε μ’ ένα κακό γέλιο η Μίνα. Γιατρέ, μήπως «χάσατε τα λατινικά σας»;
Ο Άλκης, κατακίτρινος, έκαμε πως δεν πρόσεξε.
— Δεν αστειεύομαι! εξακολούθησε ο κ. Σταλίδης. Στην Αμπατζία κάποτε, περπατώντας μέσα στο δάσος, διάβασα σε μια άσπρη πινακίδα, καρφωμένη στο χώμα, κοντά στη ρίζα ένας έλατου τη λατινική αυτή επιγραφή: Ελάτη της Βασιλίσσης Αμαλίας.
Ο Χέλδραϊχ, που είχε περιγράψει πρώτος το θαυμάσιο κεφαλλονίτικο έλατο, αντί να του δώσει το όνομά του, σύμφωνα με τα βοτανικά νόμιμα, του ’δωσε το όνομα της πρώτης Βασίλισσας της Ελλάδος «Abies Reginae Amaliae». Έχω λοιπόν δίκιο να λέω, ότι τα μοναδικά αυτά λατινικά μου τα βρήκα στο δρόμο;
Και γέλασε μονάχος του, γιατί ούτε η Μίνα ούτε ο Άλκης μπόρεσαν να γελάσουν. Ήσαν κι οι δυο βαθιά πειραγμένοι από την ίδια αιτία, μα καθένας με διαφορετικό τρόπο.
Τα σύννεφα από την κορυφή του Μεγάλου Σωρού είχαν απλωθεί σ’ όλον τον ουρανό και τα μεγάλα, ευλύγιστα κλαδιά των ελάτων άρχισαν να εμψυχώνονται από το προαίσθημα της βροχής, σαν άπειρα ριπίδια που τα σαλεύουν μέσα σ’ ένα σαλόνι, φλογισμένο από το χορό, φιλάρεσκα γυναικεία χέρια. Μερικές χοντρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. Εξωτικές μυρωδιές ανέβαιναν από το χώμα. Το δάσος είχε πλημμυρίσει από μυστήριο.
— Τα φρονιμότερο που έχουμε να κάνουμε, — είπε ο κ. Σταλίδης — είναι να γυρίσουμε στα σπιτάκι μας. Η Μίνα είχε δίκιο. Τα δάσος μας διώχνει...
— Άλλους διώχνει κι άλλους προσκαλεί... είπε η Μίνα. Κι έτρεξε μπροστά μαζί με το Γκραφ, τυλίγοντας το λευκό
της σαλάκι γύρω από το λαιμό της. Ο κ. Σταλίδης με τον Άλκη ακολουθούσαν από πίσω, μιλώντας για μικρά, αδιάφορα πράματα. Η Μίνα σε λίγο είχε χαθεί στη στροφή του μονοπατιού, που έφερνε στο πλάτωμα του σπιτιού.
Όταν φτάσανε στο πλάτωμα του σπιτιού, η καλοκαιρινή βροχούλα έπεφτε, τρελή, παιγνιδιάρα, με μικρές, αστείες φοβέρες αστραπών στον ουρανό. Η Μίνα είχε προφτάσει να χωθεί στο σπίτι. Ο κ. Σταλίδης και ο Άλκης δε γλυτώσανε το ράντισμά της. Χώθηκαν κι αυτοί μέσα, τινάζοντας τα ρούχα τους, μαζί με τον Γκραφ, που είχε δώσει πρώτος το παράδειγμα με τα νευρικά τινάγματα της προβιάς του.
Στάθηκαν έτσι κοντά στην πόρτα, κοιτάζοντας το δροσερό θέαμα, που δεν κράτησε και πολύ. Σε λίγο ο ήλιος φάνηκε δροσερός μέσ’ από τα εύθυμα σύννεφα, που έφευγαν βιαστικά προς τη δύση, σα να παίζανε κυνηγητό μεταξύ τους. Διαμάντια είχαν κρεμασθεί από τα κλαδιά των ελάτων. Και το χαρούμενο παιγνίδι τελείωσε μ’ ένα ξεθωριασμένο ουράνιο τόξο, που ήθελε να παραστήσει το άλλο εκείνο, το αληθινό, που έφερε στο Νώε το μήνυμα του Θεού για το τέλος του Κατακλυσμού.
Έβγαλαν πάλι τις καρέκλες τους και κάθισαν κοντά στην πεζούλα του σπιτιού.
— Αυτή ήτανε τιμητική παράσταση για την αναχώρησή μας! είπε ο κ. Σταλίδης.
— Το δάσος θέλησε να σας δείξει όλες τις ομορφιές του! είπε ο Άλκης.
— Δεν πιστεύω όλες! είπε η Μίνα. Ευτυχισμένοι όσοι θα μείνουν εδώ, για να ιδούν και τις άλλες. Φαντάζομαι ότι τα φθινόπωρο και ο χειμώνας ακόμα θα ’χουν μαγευτικές στιγμές εδώ απάνω.
Ο Άλκης, που κατάλαβε τον υπαινιγμό, δεν μπόρεσε να κρύψει την ταραχή του.
Σε λίγο ο κ. Σταλίδης σηκώθηκε να ρίξει μια ματιά στα υπαίθριο εργαστήρι του. Είχε συλλογισθεί τις πλάνες του και τα πριόνια του, που μπορούσαν να του σκουριάσουν, χωρίς την απαραίτητη περιποίηση ύστερ’ από το ανέλπιστο βρέξιμο.
— Είσαστε θυμωμένη μαζί μου, δεσποινίς Μίνα; ρώτησε ο Άλκης, όταν μείνανε μόνοι, θα ήμουν απαρηγόρητος αν δεν χωριζόμαστε καλοί φίλοι, σαν πάντα.
— Θυμωμένη, δηλαδή, όχι... είπε σοβαρά η Μίνα. Δεν πιστεύω να υποθέσετε, ότι θα μπορούσα να ζηλέψω, θα ήτανε τρομερό για σας, δυστυχισμένε μου φίλε, να σας ζηλεύουν δυο γυναίκες μαζί.
— Ποτέ δεν σκέφθηκα τέτοιο πράμα! διαμαρτυρήθηκε ο Άλκης. Σας ρώτησα απλώς αν είσαστε θυμωμένη μαζί μου.
— Θυμωμένη, σας ξαναλέω, όχι! Σας αγαπώ πάντα σαν ένα καλό μου φίλο. Αλλά δε σας εκτιμώ πια. Σταθήκατε λοιπόν άξιος να μου πείτε ένα ψέμα, χωρίς κανένα λόγο;
— Ομολογώ — είπε ο Άλκης — το λάθος μου. Βεβαιωθείτε, ότι δεν τα έκαμα από έλλειψη εμπιστοσύνης σε σας.
— Φοβηθήκατε λοιπόν καμιά δυσάρεστη συμβουλή μου;
— Ίσως, δεσποινίς Μίνα.
— Σας συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Τη συμβουλή μου όμως δε θα τη γλυτώσετε.
— Θα τη δεχθώ μ’ ευγνωμοσύνη από τη φιλία σας.
— Ξέρω πολύ καλά, τι αξίζει μια συμβουλή για έναν ερωτευμένο. Αλλά τίποτε δε σας εμποδίζει να την πετάξετε στα τρίστρατα του δάσους.
— Σας βεβαιώνω πως θα την τοποθετήσω στα πιο βαθιά της ψυχής μου, μαζί με τη φιλία σας.
— Μην υπόσχεσθε, γιατί θα ξαναπείτε άλλη μια φορά ψέματα! Ακούστε μόνο! Προσπαθήστε, καλέ μου φίλε, να μην κάνετε, χωρίς να το θέλετε, περισσότερο κακό στο φτωχό αυτό αθώο πλάσμα, απ’ όσο φοβάσθε να κάνετε στον εαυτό σας. Αυτό μονάχα!
Ο Άλκης βυθίσθηκε σε συλλογισμούς.
— Μιλάτε σα Σίβυλλα, δεσποινίς Μίνα! είπε.
Και δε μιλήσανε πια για το επικίνδυνο αυτό ζήτημα εκείνη τη μέρα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου