Το ΕΓΚΩΜΙΟ δόξας καί τιμής τής Νάξου σέ
τόσους καί τόσους δασκάλους, κληρικούς
καί φωτισμένους ' άνθρώπους της γιά τήν πίστη καί την άναγνωρισμένη σοφία τους
είναι δίκαιο. Καί ιδιαίτερα γιά κείνους πού έλαβαν μέρος στή μεγάλη άναγεννητική
προσπάθεια τοΰ Γένους κατά τόν 18ο αιώνα.
Δόξα καί τιμή όμως άνήκει καί στό τέκνο
της τόν παπα - Νικόλα Πλανά πού κατάφερε μέ τή ζωή καί τήν άσκητική βίωσή του
νά έκφράσει καί πάλι όλο έκεΐνο τό πνεύμα τής παράδοσης καί τής ιστορίας τής
Νάξου. Καί ν’ άφήσει τά ίχνη τής παρουσίας του βαθιά χαραγμένα, κυρίως στήν
πρωτεύουσα τού νέου έλληνικού κράτους, τήν Αθήνα.
Στό πρόσωπο τοΰ παπα-Νικόλα, μετά τό
Δωρόθεο Τζιώτη, τό Βασίλειο Κυδωνιέα, τό Νικόδημο Αγιορείτη τόν Κύριλλο Διασίτη
καί τούς άλλους φωτισμένους μοναχούς, γέροντες, διδάχους καί δασκάλους,
ξανάζησε ζείδωρη καί άκμαία, γιά μισό αιώνα, ή πνευματική άποκάλυψη τής πίστης
καί τής έκκλησιαστικής διάρκειας.
Ό Νικόλας Πλανάς γεννήθηκε στή Χώρα τής
Νάξου στά 1851. Ό πατέρας του ήταν τότε πενήντα χρονώ καί ή μητέρα του μόλις
είκοσι έξι. Καί είχαν καί οι δύο τόν τρόπο καί τήν παράδοση, ώστε ό μικρός ν’
άνθίσει καί νά μεγαλώσει μέσα σ’ ένα κλίμα επάρκειας, αγάπης καί τρυφερότητας,
όχι τυχαίας.
Ό παππούς του, ό κυρ Νικολάκης Πλανάς ήταν
παράγοντας τοΰ νησιού μέ οικονομικές, κοινωνικές καί άλλες προεκτάσεις, άν
λάβει κανείς υπόψη του ότι τά σπίτια, τά υποστατικά, οί άγροί καί τά χωράφια
του άπλώνονταν σ’ όλη σχεδόν τή Νάξο· ένώ τά πέντε παιδιά του, δύο άγόρια, ό
Γιάννης καί ό Βασίλης καί οί τρεις θυγατέρες του, ή Μαρία, ή Αναστασία καί ή
Ειρήνη στεφανώθηκαν μέ μέλη άπό τις πιό όνομαστές φαμελιές τοΰ τόπου:
Μελισσουργούς, Καρτάληδες, Κόκκους, Βάλβηδες, Σαραντηνούς...
Ό πατέρας τού μικρού Νικόλα, ό καπετάν
Γιάννης, ήταν έμπορος - καραβοκύρης. Καί είχε δοσοληψίες μέ όλο τό άρχιπέλαγος
καί πέρα άπ’ αύτό Ένώ ή μητέρα του, ή κυρα- Αύγουστίνα Μελισσουργοΰ Πλανά,
άνήκε καί κείνη σέ παλιά, μεγάλη, άρχοντική καί πολύκλαδη οικογένεια τής Νάξου.
Ήταν ταπεινή γυναίκα, μά αύστηρή, γεμάτη πίστη καί υποταγή άπό πεποίθηση καί
παράδοση.
Σωστή έστιάδα ή κυρα-Αύγουστίνα ήταν
πρακτικός άνθρωπος, κάνοντας μόνη της ένα πλήθος δουλειές καί έπιτηρώντας κάθε
τί πού είχε σχέση μέ τό σπιτικό καί τά παιδιά της. Ιδιαίτερα μάλιστα γιά τό
Νικόλα, ή μητέρα του ήταν ένας θρύλος, ένα άκλόνητο θεμέλιο προστασίας καί
στοργής μέχρι τή στιγμή πού έκλεισε τά μάτια της
Ή Εκκλησία σέ τέτοιες, ιστορικές φαμελιές
διαδραμάτιζε όχι μόνο ρόλο συνεκτικό, άλλά καί πρωταγωνιστικό, καθόσον πολλά
μέλη τους γίνονταν τιμημένοι κληρονόμοι. Γι΄ αύτό καί τά συναξάρια των άγιων,
τά ιερά βιβλία, οί θρησκευτικές φυλλάδες ήταν ή καθημερινή ένασχόληση καί ή
πνευματική τους περιπλάνηση, παράλληλα μέ τήν άγιαστική καί λατρευτική ζωή.
Έτσι ό μικρός Νικόλας ζοΰσε καί μεγάλωνε
μέσα σέ μιά βαθιά εσωτερικότητα καί εύαισθησία. Πράγμα πού τοΰ έδινε κουράγιο
ώστε άπρόσκοπτα νά δρά καί νά κινείται μόνος του, δίχως νά νιώθει μοναξιά ή
δυσκολία.
Δέν διακρινόταν βέβαια, ώς παιδί, γιά
κάποιες ξεχωριστές, πρακτικές ή άλλες ικανότητες. Μά συχνά έμενε μόνος του στόν
Άι-Νικόλα, χαμένος στόν καταδικό του κόσμο Πράξη πού δέν μπορούσαν νά
γροικήσουν εύκολα οί μεγαλύτεροι.
Από αύτή τήν έμμονη του στά άγιοτικά καί
στά παπαδίστικα, γινόταν φανερό πώς ζοϋσε τούς θρύλους καί τις ιστορίες τής
μακρινής καταγωγής του. Καί ίσως άκουγε μέσα του φωνές καί έκκλήσεις σέ μιά ζωή
άπόλυτης άφιέρωσης. Σέ μιά πορεία πνευματικής δέσμευσης καί θυσίας, πού
άδιαφορεΐ γιά τις χοϊκές άνάγκες καί οδηγεί τή δίψα ή τήν πείνα σέ πλατώματα
καί κορφοβούνια
Άλλωστε καί ή μητέρα του άπό τήν άρχή
έτρεφε κρυφό καημό νά συνεχίσει ό γιός της τήν παπαδική παράδοση των
Μελισσουργών καί των Κόκκων. Καί νά δει μέσα στό δικό της σπίτι έναν ορθόδοξο
κληρικό πού ήταν πάντα σύμβολο Ρωμιοσύνης, άντίστασης καί δύναμης. Καί τό
εύχάριστο αύτό όραμα τό συντηρούσε δίκαια, γιατί διαπίστωνε πώς ό μοναχογιός
της κρατούσε άλώβητη τή νησιιότικη εύαισθησία του κι όταν άκόμα πέρασαν τά
χρόνια. “Εβλεπε άκόμα πώς τό παιδί της, μόνο μέ τό τιμημένο ένδυμα τού παπά θά
μπορούσε νά άντιμετωπίσει τούς λύκους τής νέας Βαβέλ πού δημιουργούσαν οι
άνθρωποι στούς καιρούς πού έρχονταν.
Εξάλλου ό μικρός Νικόλας άλλοτε μέ τή
μητέρα του καί άλλοτε μέ τό συγγενολόι του γύριζε στούς ναούς καί στά ξωκκλήσια
τής Νάξου καί έπαιρνε ενεργό μέρος στις θρησκευτικές συνάξεις καί στούς
πανηγυρισμούς. Κι έτσι, όχι μόνο μάθαινε τό λειτουργικό τής ορθόδοξης
παράδοσης, άλλά εισχωρούσε εμπειρικά καί σ’ όλο τό μυστήριο τής σχέσης τού
Ελληνισμού μέ τήν Όρθοδοξία.
Νάξος. Έργο τον Κ. Μαλέα 1920.
Ίδιόμελον
«Τής Ναξίας τόν γόνον καί σεπτόν
έγκαλλώπισμα έν ύμνοις τιμήσωμεν ήγιασμένον Νικόλαον τόν Πλαναν μέν τή κλήσει,
απλανή δε τήν πίστιν καί τόν βίον εύσχήμονα καί θεοφιλή...».
Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος
Ύστερα οι ιστορίες των κουρσάρων πού ή
δράση τους συνεχίστηκε καί μετά τόν Καποδίστρια, οί θρύλοι τής Φραγκοκρατίας,
οί βασιλοπούλες, οί άρχοντες, τά ντισμπάρκα σέ μεσαιωνικούς πύργους, έτρεψαν
τήν ψυχή τού παιδιού μ’ ένα βαθύ κι άπόκοσμο οίστρο. Όλοκλήρωναν μιά συνείδηση
μέ οράματα καί μυστήριο, πέρα άπό τό χρόνο καί τόν τόπο, ώς εκείνα των Πατέρων
τής Εκκλησίας... Καί μάλιστα όταν κάποιες άπό τις ιστορίες αύτές άφορούσαν μέλη
τής δικής του φύτρας ή συγγενείς των Πλανάδων.
«Ήταν 22 Μαρτίου, Μεγάλη Τρίτη τού έτους
1687, στό ηλιοβασίλεμα περίπου, όταν μιά ομάδα στυγερών δολοφόνων, ό Φραγκίσκος
Μπαρότζης, δύο Κορονέλλοι, ό Γιράρδης καί μερικοί βοηθοί τους, έστησαν ένέδρα
στήν περιοχή Κατσάγγρα, κάτω άπό τό κάστρο τής Νάξου καί σκότωσαν τόν άνύποπτο
Κόκκο. Μέ μιά τουφεκιά τόν γκρέμισαν άπό τό μουλάρι του καί στή συνέχεια τόν
άποτέλειωσαν μέ χτυπήματα τσεκουριού στό κεφάλι... Ό λαός στό μέρος πού
δολοφονήθηκε ό “διαφεντευτής τής άλήθειας καί υπερασπιστής των πτωχών” έστησε
κατόπιν άναμνηστική στήλη καί ή οικογένεια τού Κόκκου άναβε εύλαβικά τό καντήλι
τής μνήμης του. Λένε όμως ότι άργότερα, τό 1798, οί Λατίνοι κατέστρεψαν τήν
στήλη, γιά νά έξαλείψουν τήν μνήμη του».
Εξάλλου στούς πύργους τών Κόκκων καί τών
Μελισσουργών τής Νάξου, σέ δρόμους, μοναστήρια καί ναούς έζησε καί περπάτησε ό
μικρός Νικόλας, στοχάστηκε καί άναπόλησε, όσο βρισκόταν στό νησί του. Έκέΐ
άκούμπησε τήν Ιστορία. Καί μέσα στή σιωπή άγγιξε πρόσωπα καί γεγονότα
διαχρονικής διάρκειας καί μυστηρίου, πού διέγραψαν κατοπινά τήν τροχιά καί τής
δικής του ζωής καί πορείας. Γι’ αύτό καί πάντοτε στήν καρδιά καί στό νοΰ του
έμενε μόνιμα άλώβητη ή εικόνα τής Αξίας καί ή ζωή πού μέσα σ’ αύτή καί μαζί μ’
αύτή είχε κάνει καί βιώσει, ώς παιδί καί άργότερα ώς παλικαρόπουλο.
«Είμαι ό θλιμμένος πάντα νοοταλγός τοϋ
μικρού νησιού μου στην καρδιά τού Αιγαίου τού νησιού πού μοσχοβολάει τ’ άγέρι
χρυσό μέλι..».
Διαλεχτή Ζευγώλη - Γλέζου
Συμπληρώνοντας τό άρχοντικό, πολύκλαδο
γενεαλογικό δέντρο τού Νικόλα Πλανά, πρέπει νά πούμε ότι άπό τόν κλάδο τού
πατέρα του γνωρίζουμε προσώρας μόνο τόν παππού τού σιόρ Νικολάκη Πλανά, τού
όποιου ή ρίζα φτάνει λίγες δεκαετίες πρίν τό 1800
Αντίθετα, άπό την πλευρά τής μητέρας του
οί ρίζες είναι βαθιές μέσα στη ναξιακή κοινότητα. Καί βυθίζονται άκόμα καί πιό
πέρα άπό τό έτος 1700
Συγκεκριμένα ό Ιερέας Γεώργιος
Μελισσουργός, παππούς τού Νικόλα Πλανά, είναι κατά πάσα πιθανότητα γιός τού
Ιερέα Μιχαήλ Μελισσουργοΰ «πρωτόπαπα περιχώρων πόλεως Νάξου» ιδιοκτήτη τού
πύργου στό Άγερσανί καί τής έκκλησιάς τού Αγίου Νικολάου πού βρίσκεται εκεί
πλάι.
Μέ έγγραφο μάλιστα τού 1836 ό Μιχαήλ
Μελισσουργός Πρωτόπαπας Περιχώρων κάτοικος τού χωρίου Αγερσανί, παντρεύοντας τή
θυγατέρα του Μαρία μέ τό Δαμαριωνίτη Νικόλαο Άναπλιώτη: «δίδουν καί
προικοδοτίζουν πρός αύτούς ή μέν κυρία Φιλίππα δίδει πρός τήν θυγατέρα αυτής,
συγκαταθέσει τού συζύγου της, τήν τρισυπόστατον εκκλησίαν όπου Μητρόθεν
έξουσιάζει εις τό χωρίον Άγερσανί, μέ ιερά βιβλία, εύαγγέλιον άργυρόν καί μέ τά
λοιπά σκεύη τους καί μέ δύο καμπάνες... τά Μητρικά της όσπήτια, άνώγεα κατώγεα
κείμενα εις τό αύτό χωρίον... καλούμενον Πυργάκι κ.λπ.».
Όλα αύτά τά άκίνητα κατοπινά πέρασαν στήν
ιδιοκτησία τού γαμπρού του, όπως ήταν φυσικό, Νικόλαο Βασ. Ναυπλιώτη στούς
άπόγονους τού όποιου παραμένουν ίσαμε τις μέρες μας.
Εξάλλου καί άπό την πλευρά τής γιαγιάς του,
Άνέζας Μελισσουργοϋ - Πραντοΰνα είναι βαθύτατη ή σύνδεση τού Νικόλα Πλανά, πού,
όπως είπαμε, ξεπερνά καί τό έτος 1700 σε καταγωγή. Υπάρχει μάλιστα στό Ιστορικό
Αρχείο Νάξου «Διαθήκη Μικέ Πραντούνα» τού 1972, Ιουλίου 7, πρός τά παιδιά του
άπό τόν πρώτο γάμο του, ή όποια άνάμεσα στ’ άλλα γράφει:
«...Έν πρώτοις δίδει τού πρώτου του υ'ιοΰ
Αντωνίου τήν εύχήν τού Χριστού, καί τής Παναγίας, καί τήν έδικήν του, καί
δεύτερον τήν άχραντον εικόνα τού Χριστού, παλαιόν οΰσαν είκώναν καί τόν άγιον
Χαράλαμπον ταγιάδον όλον μαλαματένιον με θήκην καί με ύαλί κρυσταλένιον... μετά
ταύτα τού δίδει τά πράγματα τού άτζιμαγούρου καθώς εύρίσκονται άμπέλι έλεογύρι περβόλι,
με κάθε δένδρα καί ποτι-στικά μέ τά δικεώματά τους δλα, έπειτα τού δίδει τό
περβόλι των έγγαρών άγωρά του καθώς εύρίσκεται, πρός τούτοις τό λιβάδι, τό
ήμισυ, τού ρέχα όνομαζόμενον...».
Καί οί δύο οικογένειες, άπό τίς βαθιές
ρίζες τού Νικόλαου Πλανά στή Νάξο, ήταν άνθρωποι θεοσεβείς. Είχαν ιδιόκτητες
έκκλησίες, πύργους μέ μονές, πολύτιμα θρησκευτικά καί άλλα κειμήλια καί
προπαντός μεγάλη κοινωνική άναγνώριση άπό τούς συμπατριώτες τους.
Ιδιαίτερα δμως οί Μελισσουργοί καί οί
Πραντούνηδες είχαν μιά πιό δραστήρια συμμετοχή στό χώρο τής έκκλησίας. Γιατί,
εξόν άπό τά παραπάνω, είχαν καί πολλούς κληρικούς, όφφικιάλιους, έπιτρόπους καί
μοναχούς. Αύτοί όλοι πρόσφερναν στά πράγματα τής Όρθοδοξίας βοήθεια πνευματική
καί υλική. Αλλά καί μέ τήν προσωπική τους υπόσταση
Πάμπολλες ήταν οί χρηματικές δωρεές, οί
εύεργεσίες καί οί οικοδομήσεις έκκλησιών, παρεκκλησίων, μέ τά κελλιά, τά
μετόχια καί τούς ξενώνες τους σ’ όλη τή Νάξο. Κι ήσαν άνθρωποι πού συμμετείχαν
ενεργά, μέ τήν ψυχή τους θά λέγάμε, στη λειτουργική, πνευματική καί ποιμαντική
ζωή τής τοπικής Εκκλησίας.
Έτσι, δεν ήταν πολύ φυσικό ό μικρός
Νικόλας Πλανάς αυτή τήν άτμόσφαιρα νά αναπνέει καθημερινά καί σ’ αυτό τό
θρησκευτικό κλίμα νά διαμορφώνει τή συμπεριφορά, τίς σκέψεις καί τούς
όραματισμοΰς του;
Ό πειρασμός της μάθησης καί ή ταπεινότητα
της πίστης
Απο μικρό
παιδί ό Νικόλας φαινόταν ότι δέν είχε κλίση στά πολλά γράμματα. Υπέρτατη
έπιθυμία του ήταν νά ζή ειρηνικά, φρόνιμα την καθημερινή πραγματικότητα,
υποταγμένος στό χρόνο πού κυλοΰσε, δίχως νά κάνει καμιά προσπάθεια νά τόν
σταματήσει
Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Καί βασικά
τρεφόταν άπό τις δικές του, έσωτερικές δυνάμεις που ήταν ή άγάπη, ή προσήλωσή
του στή φύση καί ό θρησκευτικός βίος. Σ’ αυτά ιδιαίτερα ένιωθε πραγματική
ευτυχία.
Ωστόσο, καθώς μεγάλωνε, έπρεπε κάπου νά
μαθητέψει πιό συστηματικά, όσο κι αν άπό μόνος του ή μέ τή βοήθεια των δικών
του διάβαζε καί ήξερε κυρίως τά παπαδίστικα άπό πολύ νωρίς.
Έτσι άποφασίζεται σέ μιά στιγμή νά
παρακολουθήσει κάποιες τάξεις στό «Σχολείον Αλληλοδιδακτικόν», τό μόνο πού ήταν
κατάλληλο γιά τήν περίσταση.
Τό «κοινό» αύτό «Σχολείον» λειτουργούσε
στό βορειοανατολικό άκρο τού κάστρου, στό ναό καί στόν ιστορικό χώρο τής Άγιας
Κυριακής. Καί τό είχε ιδρύσει ό ήγούμενος (1816-1832) τής μονής Φανερωμένης
Δωρόθεος Τζιώτης.
Ή Άγια Κυριακή στά χρόνια τής
Τουρκοκρατίας ήταν μοναστήρι. Καλόγεροι καί όνομαστοί δάσκαλοι τής Νάξου
δίδαξαν κατά καιρούς τά Ελληνόπουλα γράμματα καί μουσική. Καί έδωσαν μιά σπάνια
άκτινοβολία στην περιοχή αύτή, όπου είχαν έγκατασταθεΐ φτωχοί χωρικοί. Αντίθετα
μέ τούς εύπορους Ναξιώτες πού διέμεναν πάντα κοντά στό κάστρο, πλάι στή
θάλασσα, στό Μποϋργο. Μάλιστα ό Νικόλαος Δραγούμης στις «Ιστορικές Αφηγήσεις»
του γράφει:
«Έγώ δέ ενθυμούμαι τόν Βασίλειον Κυδωνιέα,
διδάσκοντα άλληλοδιδακτικώς τό 1822 έν Νάξω εκατοντάδα παιδιών, εντός
σεσαθρωμένου ναού (καθολικόν τής Άγιας Κυριακής), μετ’ άπαραμίλλου άφοσιώσεως.
Ένόμιζεν ό μετριόφρων καί σεβάσμιος μοναχός, ότι άνεύρισκε τήν καταστραφεΐσαν
πατρίδα, δι’ ήν έδάκρυε συνεχώς έν τώ στενώ έκείνω χώρω, ένώ ήκούετο ή μέλιχος
αύτοϋ φωνή, άπό άνατολής μέχρι δύσεως τού ήλιου».
Καί είναι χαρακτηριστικό ότι στά χρόνια
τής μακρόχρονης σκλαβιάς σχεδόν πάντοτε τά σχολεία βρίσκονταν μέσα ή πλάι στά
μοναστήρια.
Γράφει σχετικά ό Νίκος Κεφαλληνιάδης:
«Κατά τήν δευτέραν περίοδον τής
Τουρκοκρατίας (1774-1821) καί είς άντίδρασιν ίσως τού προαναφερθέντος
προση-λυτιστικού κινδύνου ή Όρθόδοξος έκκλησία μεριμνά διά τήν ϊδρυσιν διαφόρων
σχολείων είς τήν Νάξον, τά σπουδαιότερα τών οποίων υπήρξαν ή Σχολή τού Άγιου
Γεωργίου Γρόττας (1775) καί τό «Μουσεΐον Αλληλοδιδακτικόν» τής Άγιας Κυριακής
(1826) είς τήν πόλιν τής Νάξου, ή Σχολή Άγιου Ελευθερίου είς Σαγκρί καί τό
Αλληλοδιδακτικόν Σχολεϊον Δρυμαλιάς (1829) είς Άκαδήμους Δρυμαλιάς (Τραγέας)
Νάξου».
Τά μοναστήρια, κατά τόν Άνδριώτη Ιστορικό
Δημήτριο Πασχάλη: «τό πάλαι ποτέ άπεδείχθησαν πολίσματα επιγείων άγγέλων καί
διδασκαλεία κατά τής τύρβης καί ματαιότητος, είς τά όποια έν μελέτη καί
φιλοσοφία κατεκάησαν φωτοβόλοι διάνοιαι».
Ή φοίτηση τοϋ Νικόλα Πλανά στό «Μουσείον
Αλληλοδιδακτικόν» δεν υπήρξε συστηματική. Παρακολούθηση δηλαδή σε καθημερινή
βάση μέ πλάκα καί κοντύλι καί σε καθορισμένες ώρες, όπως λειτούργησαν πολύ
άργότερα τά σχολεία τού Γένους μετά τήν παλιγγενεσία. Αλλά ήταν περισσότερο
άκροάσεις περιστασιακές. Σέ κάποιες ξεχωριστές δηλαδή περιπτώσεις καί άφορμές
Άλλωστε δέν μπορούσε νά συμβεϊ καί
διαφορετικά, άφοϋ καθώς μεγάλωνε ολοένα καί τόν χρησιμοποιούσε περισσότερο ό
πατέρας του στίς δουλειές του. Τόν έστελνε μάλιστα τακτικά καί σέ θαλασσινά
ταξίδια μέ τό καΐκι τους
Έτσι τό «Μουσείον Αλληλοδιδακτικόν» υπήρξε
μόνο μιά άνοιχτή μάθηση γιά τό μικρό Νικόλα. Πάρα πολύ όμως χρήσιμη, έπειδή τού
δινόταν ή εύκαιρία νά ζή κάθε τόσο όλη έκείνη τήν άτμόσφαιρα τού ζήλου καί τής
πυρετικής έπιθυ μίας των παιδιών καί των δασκάλων γιά Ρωμιοσύνη, γιά Όρθοδοξία,
γιά μάθηση καί συνέχιση τής σωτηρίας τού Γένους καί τής παράδοσης.
«Περί τό τέλος τού 17ου αίώνος, πολυάριθμα
σχολεία, μέ πρωτοβουλία τής Εκκλησίας, Ιδρύονται εις τόν ελληνικόν χώρον καί
τάς νήσους τού Αιγαίου Πελάγους. Τά διδακτήρια αύτά τελούν βεβαίως καί
λειτουργούν μέ πλείστα κενά καί μέ σχολικόν πρόγραμμα περιορισμένον εις τάς
στοιχειώδεις γραμματικάς γνώσεις καί θρησκευτικήν υποδομή».
Τέλος, κατά τόν άρχόμενο 18ον αιώνα, τά
υπάρχοντα έκπαιδευτικά κενά, μέ τήν βοήθεια τής Εκκλησίας, καλύπτονται ύπό τών
Φαναριωτών προυχόντων καί τών δημιουργουμένων σύν τώ χρόνω, έλληνικών
κοινοτήτων.
Ό πλέον συνήθης τύπος σχολείων, τών
άναφερομένων χρόνων, είναι τά χαρακτηριζόμενα ώς «Αλληλοδιδακτικά». «Εις τά εν
λόγω διδακτήρια έφηρμόζετο ή άλληλοδιδακτική μέθοδος» (Ίάκ. Έμμ. Καμπανέλλης).
Εξάλλου άπό τήν έδρα τοϋ
«Αλληλοδιδακτικού» καθώς καί άπό τό άναλόγιο τής Αγίας Κυριακής, έμπειροι
δάσκαλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ποταμοί στην κυριολεξία γνώσεων, αισθημάτων,
παλμού, μετέφεραν στά Ελληνόπουλα τη φλεγόμενη ψυχή τους μέσα άπό τό Όκτωήχι,
τό Ψαλτήρι καί τό Συναξάρι. Παιδεία δηλαδή καί σοφία πού είχε κυρίως άνάγκη καί
ή δίψα τού Νικόλα Πλανά.
Ό
ναός τής Αγίας Κυριακής καί ό χώρος όπου άλλοτε βρισκόταντό «Σχολείο
Αλληλοδιδακτικόν» τον Γένους καί τό παρακολουθούσε ό Νικόλας Πλανάς. (Φωτ. κ.
Λ. Θεόφιλον).
Ή καύχηση έν Κυρίω
«Τά μωρά τοϋ κόσμου έξελέξατο ό Θεός ινα
τούς σοφούς καταισχύνη, καί τά άσθενη τού κόσμου έξελέξατο ό Θεός ινα
καταισχύνη τά ισχυρά...». Α' Κορ. 1,27
Αλλά σάμπως έτσι, μ’ αύτό τόν άποσπασματικό
τρόπο δηλαδή, «δέν ήκροάτο έκ τού άνοικτοϋ παραθύρου τής οικίας του τά
γράμματα» καί ό μικρός Νικόλας Καλλιβούρτζης; (Άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης
1749-1809). Έτσι καί κείνος πού γεννήθηκε νωρίτερα άπό τό Νικόλα Πλανά στήν
Ιδια γειτονία καί μεγάλωσε ως τά δεκάξι του στή Νάξο, δέν ξεκίνησε στά πρώτα
χρόνια του τήν άγιογή καί τήν παιδεία του;
«Μικρός δέ όντας έμαθεν εις τήν πατρίδα
του, (Νάξο), ή οποία καλείται Χώρα, άπό ένα ιερέα τής γειτονίας αύτοΰ τά κοινά
γράμματα, όστις καί τόν έσυλλειτουργοϋσε μέν τάς καθημερινός. Μετά ταϋτα άρχισε
τά γράμματα εις τόν πάπαν-Χρύσανθον, τόν άδελφόν τού νεωστί μαρτυρήσαντος Κοσμά
(τού Αίτωλοΰ), όντα καί αύτόν εις τήν Ναξίαν».
Φευγαλέα λοιπόν ή μάθηση τού Νικόλα στό
«Σχολεΐον Αλληλοδιδακτικόν» τής Αγίας Κυριακής. Καί ή παιδεία του λειψή,
περιορισμένη σέ άκούσματα μόνο καί συνειδητοποίηση κάποιων πραγμάτων πού
υπήρχαν ώς ρίζες καί παράδοση μέσα του.
Ό νους καί ή ψυχή του, όμως, πού
κατακαιγόντουσαν άπό έπιθυμίες Ιερής σοφίας, όχι τυχαίας, τρεφόντουσαν
καθημερινά κι άπό τίς πλούσιες πηγές τής εκκλησιαστικής ζωής. Καί μάλιστα
έκείνης πού μάθαινε έμπειρικά. Γιατί πιό πολλά άπό αύτά πού διδασκόταν, ήταν
έκεϊνα πού βίωνε άναγκαστικά άπό τίς Ιστορικές μνήμες. Ωσάν αύτές πού
προέρχονταν άπό τά τεράστια κτίσματα των καθολικών μοναχών -Ούρσουλίνων,
Λαζαριστών καί Φραγκισκανών- πού άπειλητικά, ώς «δαμόκλειος σπάθη» υψώνονταν
πάνω άπό τό ταπεινό εκκλησάκι τής Αγίας Κυριακής· καί τά όποια τοΰ θύμιζαν τή
θρησκευτική καταπίεση αιώνων, από τούς Ενετούς κι όλους εκείνους τούς άπόηχους
των μαυρισμένων χρόνων με διώξεις καί κατατρεγμούς σε όλα τά επίπεδα καί σε
κάθε βήμα των ορθοδόξων.
«Κατά τήν πρώτην έν τούτοις περίοδον τής
Τουρκοκρατίας (1566-1770), ιδρύονται υπό των καθολικών Μοναχών εις τήν νήσον τά
πρώτα σχολεία. Ούτως ή παιδεία περιέχεται έξ ολοκλήρου εις χεΐρας των Φράγκων.
Μοναχοί Ίησουΐται καί Καπουκϊνοι Ιδρύουν εις μεν τήν πόλιν τής Νάξου τήν
Γαλλικήν Εμπορικήν Σχολήν καί τήν Σχολήν Ούρσουλινών, εις δε τή Μονοίτσια,
ολίγον βραδύτερον, τό Σχολείον των Φραγκισκανών. Τά σχολεΧα αύτά μετά τής
παρεχομένης πολυτίμου, άληθώς, διά τήν δύοκολον εκείνην περίοδον, μορφώσεως,
έξήσκουν καί τόν άπαραίτητον διά τήν άποστο λήν των, προσηλυτισμόν» (Νικ.
Κεφαλληνιάδης).
Ό Νικόλας Πλανάς όσα χρόνια παρέμεινε στή
Νάξο, ίσαμε δηλαδή τό θάνατο τοΰ πατέρα του κι άργότερα στήν Αθήνα, μεγάλος
πιά, τρεφόταν καί έπηρεαζόταν βασικά, άπό άκούσματα καί διαβάσματα τών
Κολλυβάδων, τό πνεύμα τοΰ συμπατριώτη του Νικόδημου τοΰ Αγιορείτη, τοΰ
Πατροκοσμά, τοΰ Χρύσανθου τοΰ Αίτωλοΰ, τοΰ Ίλαρίωνα, τοΰ Βενιαμίν, τοΰ Γαβριήλ Κόκκου.
Κι άκόμα τόν συγκινοΰσαν ό Παπουλάκος, ό Κοσμάς Φλαμιάτος, ό Τυπάλδος κι όλοι
έκείνοι οι μοναχοί τοΰ Άγιου Όρους πού κατέβαιναν στά νησιά κατά καιρούς
κουβαλώντας μέσα τους Όρθοδοξία καί Ρωμιοσύνη καί δίδασκαν τά πλήθη οδηγώντας
τα νά ξεδιψάσουν στις πηγές τών ύδάτων.
Έτσι έγαλουχείτο στά άσφαλτα μεγαλεΧα καί
στά μυστικά τής Όρθοδοξίας ό Νικόλας Πλανάς. Καί πλούτιζε ολοένα τις γνώσεις
του, όχι μέ τή θύραθεν ψευτοσοφία τοΰ κόσμου, άλλα, μέ κείνη πού πηγάζει άπό τό
φόβο τοΰ Θεοΰ καί τήν άγάπη πρός τόν πλησίον
Ανάμεσα στους πνευματικούς προγόνους του ό
μικρός Νικόλας συγκατάλεγε κι έναν μοναχό, περασμένων χρόνων, του όποιου ή
δράση καί τό ήθος ξυπνούσαν βαθιά στην ψυχή του αισθήματα πνευματικού ζήλου.
Ήτανε μιά ευλογημένη ιστόρηση, πού τήν άκουγε συχνά καί πού είχε ξετυλιχτεί
κάτω άπό τόν ιερό θόλο τής Πρωτόθρονης Εύαγγελίστριας στό Χαλκί τής Νάξου καί
πάντα τού έκανε εντύπωση.
«Τή 12 Ιανουάριου 1692, άναφέρει ή
διήγηση, έγένετο έκλειψις τής σελήνης, ορατή έν Νάξω προκαλέσασα μέγα πανικόν
είς τό Χαλκί. Κατά τούς χρόνους έκείνους εύρίσκετο έν Νάξω άσκητής τις
Ιερομόναχος όνόματι Χρύσανθος Σταυριώτης έχων τήν άδειαν τού μητροπολίτου
Ίωάσαφ νά λειτουργή και να κηρυττη εις ολους τους ναούς τής επαρχίας.
»Ό Χρύσανθος ήτο Νάξιος καί άνήκε προφανώς
είς τήν Μονήν τού Σταυρού Σαγκρίου. Ήτο αύστηροτάτων ήθών, άσκητικώτατος,
τρεφόμενος μέ χόρτα, άρτον καί ύδωρ μόνον. Αγράμματος ών ήτο συναρπαστικός καί
πειστικός είς τό κήρυγμά του καί έχαιρε παρά τώ λαώ φήμην άγιου άνθρώπου καί
δεινού ίεροκήρυκος. Ύπεβάλλετο είς πολλάς στερήσεις άλλά έγιγαντοΰντο έξ αύτών
είς θέλησιν καί έργασίαν.
»Κατά τά Φώτα τού 1692 ό Χρύσανθος ήρχισεν
άναφανδόν νά κηρύττη τό τέλος τού κόσμου καί... άνευ προθεσμίας τινός. Ό
Χρύσανθος έλεγεν ότι ό ήλιος θά έβρεχε μόλυβδον διά νά κατακαύση τόν κόσμον,
ότι θά έκαμνε καταστρεπτικάς βροχάς, ή δέ σελήνη θά έσταζεν αίμα.
»Τήν 11ην Ιανουάριου 1692 καταστρεπτική
βροχή έπέφερε μεγάλας ζημίας ίδια είς τά βόρεια μέρη τής Νάξου, καθώς έβεβαίουν
οί Κωμιακΐται, υποχθόνιοι κρότοι ήκούοντο πολλάς ήμέρας πρότερον. Τήν 12ην
Ιανουάριου ό Χρύσανθος εύρίσκετο είς Χαλκί κηρύττων μετάνοιαν καί προλέγων
σημεία καί τέρατα είς ούρανόν καί γήν.
»Κατά τάς πρώτας νυκτερινάς ώρας τής 12ης
έγένετο έκλειψις τής σελήνης μετά τό τέλος τής όποιας μέχρι τής δέσεως της ή
σελήνη ήτο κατέρυθρος. Ό Χρύσανθος έξήλθεν εις τάς οδούς καλών τόν λαόν εις τήν
έκκλησίαν τής Παναγίας Πρωτοθρόνου. Συνηθροίσθη μετ’ αυτού πολύ έκεΐ πολύς
κόσμος σύν γυναιξί καί τέκνοις, όπου ό Χρύσανθος προεκάλεσεν όλους νά
μετανοήσουν, διότι τό τέλος τού κόσμου έπέκειτο. Κλαυθμός καί όδυρμός μέγας
έπηκολούθησε, γονείς ένηγκαλίζοντο τά τέκνα των, όλοι έζήτουν συγχώρησιν διά τά
άμαρτήματά των άπό τόν άσκητήν. Είναι δέ άδύνατον νά περιγραφώσιν αί σκηναί
αιτινες έλαβον χώραν εν τώ ναώ τήν νύκτα έκείνην καθ’ ήν άνεμένετο τό τέλος τοϋ
κόσμου τό όποιον όμως δέν έπήλθεν.
»Ή έπομένη ήμέρα άνέτειλεν αιθρία καί
διεσκέδασε τούς φόβους τών Χαλκιωτών, άλλ’ ή εκλειψις τής σελήνης καί ό
προκληθείς τρόμος δέν άπέβησαν άνευ άγαθών τινών συνεπειών. Οΰτω διαφοραί
μεταξύ τών Χαλκιωτών έκανονίσθησαν έντός δευτερολέπτου, όφειλόμενα έπεστράφησαν
ή άφέθησαν καί κλαπέντα άπεδόθησαν.
»Ό Χρύσανθος τήν έπομένην ήτο άνακείμενον
τού θαυμασμού τού λαού άποδώσαντος εις αύτόν τήν... άναβολήν τής συντέλειας τού
κόσμου».
Μέσα σ’ ένα τέτοιο μυστικό κλίμα ζοϋσε κι
ονειρευόταν ό Νικόλας. Κι αύτή ήταν ή βιωματική μαθητεία του στά γράμματα καί
στήν πίστη. Κι ό,τι κι αν έλεγε, ό,τι κι αν έκανε, μέσα του άκουγε ή καί
σιγόψελνε μόνιμα
-«Έτι καί έτι τού Κυρίου δεηθώμεν».
Κι έτσι μακάριος κι άσάλευτος στίς
προγονικές εμπειρίες τής Νάξου έμεινε πάντα στήν κατοπινή του ζωή. Αφού είχε
δεδομένη τή στήριξη καί τή δύναμη στίς ρίζες του.
«Υιέ, φύλασσε έμούς λόγους, τάς δέ έμάς
έντολάς κρύψον παρά σεαυτώ».
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου