ΕΝΑ ΔΕΚΑΟΧΤΑΧΡΟΝΟ άγόρι τής Νάξου, τήν
έποχή πού ζοΰσε ό Νικόλας Πλανάς, ήτανε
συνήθειο νά δουλεύει ώς ναύτης, ώς
άγρότης, ώς εργάτης ή τεχνίτης μαθητευόμενος μέ όλες τίς άξιώσεις τής εργασίας
καί τής άμοιβής. Ή ήτανε σπουδαστής -λίγες περιπτιόσεις υπήρχαν στή Σχολή Αγίου
Γεωργίου Γρόττας, μέ κάποιες όμως συγκεκριμένες βλέψεις καί προϋποθέσεις
Ήταν δηλαδή άντρας σωστός καί δοκιμασμένος
πού εϊτε στή Χώρα εργαζόταν εϊτε ατούς άγρούς εϊτε στή θάλασσα, άποκτοΰσε μέ
τόν ίδρωτα του τά πρός τό ζήν.
Απ’ αύτό τό ρόλο δέν μπορούσε νά ξεφύγει
καί ό Νικόλας. Χρειαζόταν καί κείνος κάποιο κοινωνικό ένδυμα γιά νά ντυθεί. Καί
όχι δωρεάν, άλλά μέ τό μόχθο νά προσφέρει τίς ίκανότητές του γιά προκοπή καί
πόρεψη.
Καλός ήταν βέβαια ό πνευματικός
άποθησαυρισμός πού έκανε στή Νάξο. Καλή καί ή προετοιμασία του γιά τήν
παπαδοσύνη. Μά έπρεπε νά φτιάξει καί τό δικό του δρόμο, όσο νά έρθει ή ώρα του
κι αν έρχόταν κι αύτός περνούσε προσώρας μέσα άπό τήν πατρική προστασία. Οί
χρείες στίς δουλειές καί στά νιτερέσα τού καπετάν Γιάννη ήταν μεγάλες. Καί ό
γιος του ό Νικόλας ήταν γιά τήν περίσταση ό πιό κατάλληλος νά τόν βοηθήσει.
"Ετσι κι έγινε 'Ο Νικόλας πλάι στόν πατέρα του μέ εύθύνη κρατούσε όλα τά
πηγαινέλα τής δουλειάς του. Καί άπό πρώτο χέρι, αρματωμένος μέ θέληση καί
αγάπη, μάθαινε την άγορά, τούς άνθρώπους καί τη θάλασσα. Άφοΰ, δταν τό έφερνε ή
χρεία, ταξίδευε κιόλας στη στεριά καί στ’ άρχιπέλαγος γιά νά συνοδέψει κάποιες
πραμάτειες ή εμπορεύματα τού κύρη του.
-Μεγάλωσαν τά παιδιά μας, άφέντη μου. Κάτι
πρέπει νά κάνουμε πιότερο γιά δαϋτα, έλεγε καί ξανάλεγε ή κυρα- Αύγουστίνα.
-Σάν τί νά πράξουμε;
-Σύ ξέρεις. Σύ είσαι ό στύλος τού σπιτιού.
-Τί άλλο νά κάμουμε, γυναίκα; Δοινά είναι
τό βιός μας, οί άνθρωποι μας, ή φύτρα μας. Ποϋθε νά υπάγουμε;
-Στήν Αθήνα
-Στην Αθήνα; Καί τί θέμε έλόγου μας
κειπέρα, ξένοι, μέσα σέ ξένους;
-Ξένος δέν είναι κανένας σ’ αύτό τόν κόσμο
Καί κεΐ θά βρούμε πιότερες εύκαιρίες νά βολέψουμε τά παιδιά μας. Έχουμε καί
δικούς μας άνθρώπους νά μάς βοηθήσουν.
-Χρειάζεται πολλή στόχαση γιά έδαΰτα πού
λές. Άστα γι’ άλλη ώρα..
Αύτή ήταν μιά συνηθισμένη κουβέντα τού
άντρόγυνου των Πλανάδων, πού καθώς μεγάλωναν τά τέκνα τους αύξαναν τά
προβλήματά τους καί γινόταν πιό θολό κι άνεξερεύνητο τό μέλλον τους.
"Ωσπου ήρθε ή άνοιξη τού 1868.
Σ’ ολάκερο τό έλεύθερο βασίλειο γίνονταν
τότε μεγάλες κοινωνικές καί οικονομικές άνακατατάξεις. Καί μέσα σ’ αύτές, ένα
μετέωρο μεταναστευτικό, έσωτερικό κύμα μετατόπιζε πληθυσμούς άπό τήν ένδοχώρα
στά άστικά κέντρα πού άρχισαν νά δημιουργούνται. Καί ιδιαίτερα στήν Αθήνα καί
στόν Πειραιά.
’Έ, τότες κι ό καπετάν Γιάννης Πλανάς, ό
συνετός καραβοκύρης καί άφέντης τής Νάξου άποφάσισε νά ταξιδέψει.. Όχι όμως μέ
τή φαμελιά του καί μακριά άπό τήν προγονική γή. Αλλά μόνος του σ’ ένα ταξίδι
δίχως έπιστροφή καί άλλα συναπαντήματα μέσα σέ οχλοβοή καί νιτερέσα..
Ό πανάρχαιος Πύργος των Κόκκων στις
Έγκαρές τής Νάξου, όπου συχνά πήγαινε ό Νικόλας Πλανάς, συνοδεύοντας τούς
γονείς του ή τούς παππούδες του γιά νά λειτουργηθούν ή νά πανηγυρίσουν στη Μονή της Ύψηλοτέρας πού ύπήρχε μέσα.
Ήταν τό άπόβραδο τής Πέμπτης, 16 τοϋ
Απρίλη, όταν σέ τόνους χαμηλούς καί ήπιους άποχαιρέτησε την άγαπημένη φαμελιά
του καί έφυγε, άφήνοντας πίσω του ό καπετάν Γιάννης την πάσα χρεία, νά την
τακτοποιήσει μόνη της πιά ή χήρα κυρα-Αύγουστίνα, ή άξια καί καλή ομόζυγος τής
ζωής του.
Καί ήτανε τότε πού πέθανε ό καπετάν
Γιάννης 67 χρονώ.
Ένώ όμως τό κερί τής ζωής τοΰ καπετάν
Γιάννη Πλανά έλιωσε κι έσβησε, φέρνοντας τή νύχτα στή φαμελιά του, ή άνοιξη στή
Νάξο καθώς ήρθε έφερε μιά δυνατή πρόκληση ομορφιάς, ζωής καί οραμάτων. Ή θάλασσα,
οί εξοχές, τά ολοκάθαρα σπίτια έψαλλαν σέ συγχορδία τό θαύμα τής άρμονίας καί
τής χαράς. Ό κόσμος χαιρόταν. Καί τό Πάσχα, πού κείνο τό χρόνο έπεφτε στά τέλη
τοΰ Μάη, έστελνε κιόλας τά προμηνύματα τής άνάστασης στή φύση καί τίς καρδιές.
«Απ’ τίς μακρινές καμπάνες των χωριών ό
εσπερινός σταλάζει τή γαλήνη του μέ τό ράθυμο καμπανολόι πού, ελαφρό, απαλό,
πότε άκούγεται πότε σβήνεται κατά τή φορά τοϋ άνέμου, κι ό σγουρός καπνός των
άνεφανών άπ’ τίς έστίες των μικρών σπιτιών τής εξοχής πού άναψαν γιά τήν παρασκευή
τής λιτής τροφής των ξωμάχων, υψώνεται πρός τόν ούρανό σάν θυμίαμα. Αισθάνεται
κανείς εδώ πώς ή προ-σευχή του θ’ άκουστεΐ πιό καθαρή άπ’ τόν καλό Θεό, πού
έφορεύει τόν κόσμον όλον καί στέλνει τή γαλήνη τοΰ δειλινού του...».
Πέτρος Γλέζος
Ωστόσο, στ’ άρχοντικό τού μακαριστοΰ
καπετάν Γιάννη Πλανά, άλλιώς μετράνε τά πράγματα τούτες τίς μέρες τοΰ πένθους.
Έκεΐ τώρα είχαν μαζευτεί όλες οί ριπές των παγωμένων άνεμων, οί στρόφαλοι καί
οί ομίχλες τής θάλασσας.
Γιατί άπουσίαζε μιά διαπαντός ό
καραβοκύρης νά τά παραμερίσει..
Ώς άληθινή κλώσα όμως ή κυρα-Αύγουστίνα
είχε συνάξει κοντά της τά παιδιά της καί συλλογιζόταν ποιους δρόμους νά πάρει
μέσα στή συμφορά πού τής έλαχε. Κι ήταν άκύμα έλόγου της 43 χρονώ καί οί καιροί
άπαιτοΰσαν άποφάσεις, υστέρα απο περίσκεψη.
Εξάλλου ή παραμονή τής φαμελιάς στή Νάξο,
όχι μόνο άρχισε νά έχει προβλήματα έπιβίωσης, άλλά καί άντικειμενικά, δέν είχε
εύνοϊκούς όρους γιά νά συνεχιστεί. Ή ίδια καί ό γιός της ό Νικόλας δέν
μπορούσαν νά κρατήσουν τις έμπορικές υποθέσεις τού μακαριστού άφέντη τους. Καί
ούτε βέβαια ήταν σέ θέση νά άξιοποιήσουν τήν άκίνητη περιουσία πού είχαν. Άλλο
πού νά πουλούσαν γιά νά συντηρούνται, οί δύστηνοι, δέν είχαν νά κάνουν. Καί τό
Νικόλα, πού μπήκε κιόλας στά δεκαεφτά του, ούτε ή ναυτοσύνη ούτε τό έμπόριο ούτε
καμιά τέχνη τόν γοήτευε ξεχωριστά. Άλλο δέν έγνώριζε, ίσαμε τότε, παρά νά
προσεύχεται, νά ψέλνει καί νά υπακούει στόν κύρη του καί πατέρα του. Νά
καθησυχάζει τούς άνθρώπους όταν τού συντύχαινε νά λύσει διαφορές καί διαμάχες.
Καί νά μή διαμαρτύρεται ποτέ καί γιά τίποτα Προσόντα γλυκύτατα, θεϊκά,
ευλογημένα γιά μιά ύπαρξη άφιερωμένη ολοκληρωτικά στό Θεό, μά γιά τις τοτινές
δυσκολίες τής φαμελιάς άτελέσφορα προσώρας.
Έτσι, όλοι οί δρόμοι οδηγούσαν στήν
άπόφαση νά μετακινηθεί ή οικογένεια στήν Αθήνα πρίν νά είναι άργά Πρίν οί
σκληρές καί άγριες συνθήκες τού νησιού καί ή δική τους άπραξία τούς
καταποντίσουν στήν άφάνεια καί στήν καταστροφή
Ή Αθήνα καί τότε τρόμαζε, μπέρδευε κι
άκόμα παγίδευε τούς άγνούς κι απλούς νησιώτες πού στοιβάζονταν σ’ αυτή. Μά
σύγκαιρα ήταν μιά νέα πόλη πού μάγευε, ξυπνούσε καί έσπρωχνε τούς άνθρώπους μέ
τις θετικές προκλήσεις της.
Ή καρδιά τής Νάξου
«Ή καρδιά τής μεσαιωνικής Νάξου
εξακολουθεί νά άργοχτυπάει μόνο στή Χώρα, πάνω ατό κάστρο πού κάποτε ίδρυσε ό
Μάρκος Σανούδος γιά νά οργανώσει τό “τερπνόν” δουκάτο του, τό “ήλιολαμπές του
κράτος” στή Νάξο, στον “μαργαρίτη τοϋ Αιγαίου”, όπως λένε οί παλιοί
μεσαιωνοδίφες».
Γιάννης Π. Γκίκας
«Αύτά είναι τά τεράστια χτίσματα τών
καθολικών μοναχών -Οΰρσουλινών, Λαζαριστών καί Φραγκισκανών πού, απειλητικά, ώς
“Δαμόκλειος σπάθη” ύψώνονταν πάνω άπό τό ταπεινό έκκλησάκι τής Άγιας Κυριακής,
θύμιζαν στόν Νικόλα Πλανά τη Θρησκευτική καταπίεση αιώνων άπό τούς Ενετούς κι
όλους εκείνους τούς άπόηχους τών μαυρισμένων χρόνων τής Όρθοδοξίας...». (Σχ. τού
Γιάννη Π. Γκίκα).
Τούς άνάγκαζε νά χαλυβδώνουν τή θέλησή
τους. Καί νά κατακτούν τά δράματά τους όταν είχαν πίστη καί υπομονή.
-Καί λοιπόν;
-Κατάλαβα, κατάλαβα, μάνα Δεν μάς μένει
άλλος δρόμος. Κι έτσά σώθηκαν καί οιι κουβέντες μας
-Ναί, γιέ μου. Σώθηκαν καί οι παράδες μας.
Κι άλλο δέν μένει παρά τό ταχύτερο ν’ άφήσουμε τό νησί καί νά πάρουμε των
όμματιών μας.
-Ό τόπος τούτος δηλαδή δέ μάς χωρεϊ
-’Άς είναι εύλογημένος. Αλλά μή σκιάζεσαι,
ό Θεός βρίσκεται παντού καί θά μάς προστατέψει, γιέ μου όπου κι άν πάγουμε.
-Καλά μάνα, ό,τι πεις έλόγου σου νά
κάμουμε, άς είναι εύλογη μένο μιά διαπαντός.
«Καί είσήκονσεν ό Θεός τόν στεναγμόν
αυτών,
καί έμνήσθη ό Θεός τής διαθήκης αύτοϋ...».
Ό ξενιτεμός στό καμίνι της νέας Βαβυλώνας
ΟΤΑΝ Η ΚΥΡΑ-ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑ μέ τά παιδιά της
έφτασανω άπό τή Νάξο στήν Αθήνα ήταν ή δεκαετία τοϋ 1870-1880. Κι ή πόλη
βρισκόταν χωρισμένη στά δύο Στήν Αθήνα των Βαβαρών καί στήν Αθήνα των
ταπεινωμένοι φτωχών καί δύστηχων άνθρώπων. Ή πρωτεύουσα τότε άρχιζε άπό τήν
Παναγία τή Βλασσαροϋ στά δυτικά τής Ακρόπολης, καί διαμέσου τής όδοϋ Αιόλου καί
Αθήνας έφτανε ίσαμε τά Χαυτεΐα, στήν άρχή τής Πατησίων.
Ώς πάτησε τό πόδι της ή γυναίκα στήν Αθήνα
δέν τρόμαξε ούτε εντυπωσιάστηκε. Μά παρευτύς, ώς άνθριοπος μέ αύξημένη αίσθηση
τής πραγματικότητας καί ρεαλισμό, τράβηξε γιά τή συνοικία τού Ψυρρή όπου έκεΐ
γύρω ατούς Αγίους Αναργύρους υπήρχαν άπό καιρό έγκατεστημένοι κι άλλοι Ναξιώτες
συγγενείς καί φίλοι.
Σέ προηγούμενο, άνύποπτο καιρό ή κυρα
Αύγουστίνα είχε άλληλογραφήσει μέ κάποιους άπ' αύτούς. Καί τής είχαν ύποσχεθεΐ
ότι αν κάποτε αποφάσιζε νά μεταναστέψει, θά τήν βοηθούσαν. Πράγμα πού έγινε. Κι
έτσι στό άψε-σβήσε ή χήρα γυναίκα βρήκε ένα σπιτόπουλο στήν άρχή κι ύστερα
άλλο. Μά τελικά έγκαταστάθηκε άνάμεσα στόν Αι-Γιιάννη τής Πλάκας (Γαργαρέτα)
καί στήν έρημη τότε περιοχή τ’ 'Άι-Παντελε ήμονα Ίλισσοΰ, δίχως πολλές
άπαιτήσεις καί δισταγμούς.
Δύσκολες μέρες καί τρικυμισμένες νύχτες
γιά μιά ξένη γυναίκα μέ δυό ορφανά, πού ξερριζώθηκαν άπό τόν παράδεισο τού
τόπου τους, γιά νά' ρθουν σέ μιά νέα, μεγάλη πολιτεία, ώς ή Αθήνα.
Δέος σ’ έπιανε τότε μπροστά στά μεγέθη της
εποχής, στούς άλλους ρυθμούς, στό άλλο πνεύμα, στίς άλλες άντιλήψεις πού
επικρατούσαν, στίς άλλες συμπεριφορές
Ήταν χρόνια μεταβατικά γιά τήν Αθήνα,
κρίσιμα, μά καί σκληρά. Ή παλιά παράδοση έσπαζε. Νέοι προσανατολισμοί καί νέοι
τρόποι ζωής είσορμοΰσαν στούς λιγοστούς κατοίκους της πού δέν ξεπερνούσαν τίς
εξήντα χιλιάδες. Αληθινή κοσμογονία γινόταν στίς μετακινήσεις, στά πνεύματα,
στούς θεσμούς, στίς διαθέσεις καί στίς έπιδιώξεις. Άπό παντού φύτρωναν καινούργιες
ίδέες, άλλα πρότυπα. Κι όλοι ήταν στραμμένοι στά φρέσκα ρεύματα, κυρίως στά
εύρωπαϊκά, πού έρχονταν όχι μόνο ν’ άλλάξουν, μά καί ν’ ανατρέψουν κάθε ιερό
καί όσιο πού έθρεψε καί πολλές φορές έσωσε τό λαό άπό τόν κατήφορο καί τόν
άφανισμό.
Ξεχωριστά ή τότε διανόηση είχε
κυριολεκτικά άφηνιάσει Κάθε ελληνικό, πατριωτικό, ορθόδοξο καί παραδοσιακό τό
λοιδορούσε, τό πέταγε ώς άχρηστο ή τό άγνοοΰσε. Καί στή θέση του πρότεινε
μόνιμα, πρότυπα άσχετα μέ τόν ελληνικό χαρακτήρα καί τόν τρόπο ζωής τού γνήσιου
Γραικού.
Ή Αθήνα είχε φτάσει έτσι σ’ ένα τέτοιο
σημείο θολότητας καί τρέλας, ώστε δέν μπορούσε ένας χριστιανός νά κάνει τό
σταυρό του, όταν περνούσε έξω άπό μιά Εκκλησία, ούτε όταν καθόταν στό τραπέζι
κάποιας ταβέρνας γιά νά δειπνήσει. Τόν περιγελούσαν φωναχτά ή τού πετοΰσαν
σημαδιακές κουβέντες, τίς όποιες εύτύς συμμερίζονταν οί θαμώνες κι όλοι μαζί
τότε χαχάνιζαν καί γινότανε τού σκοτωμού Κάποτε μάλιστα τά έπεισόδια αύτά καί
οί άντεγκλήσεις έφταναν καί στά χέρια..
Από τό 1885 μάλιστα, μαζί μέ τήν επιφανειακή
πολυτέλεια πού είχε είσαχθεϊ στήν Αθήνα, ήρθε καί ή διαφθορά.
«...Τίμιες κερδοφόρες εργασίες δέν
υπήρχαν». Καί «...τά κορίτσια έπαιρναν τόν κακό δρόμο προπάντων γιά νά κάνουν
τά λοΰσα τους, τήν επίδειξή τους».
Εξάλλου, ή άθεΐα, ή διαφθορά, ή ρέμπελη
ζιοή ήταν δείγμα «κοινωνικής άκμής», προόδου καί άτσιδοσύνης. Καί αν ζοΰσε ό
Διογένης σ’ αυτή τήν εποχή θά έψαχνε καί πάλι μέ τό φανάρι στό χέρι γιά νά βρει
ένα Ρωμιό μέ ψυχή, μέ άληθινά αισθήματα, μέ Ρωμιοσύνη. Ή νά έχει άγάπη γιά τούς
συνανθρώπους του καί τίς παραδόσεις τής πατρίδας του.
Ό Ιωάννης Κονδυλάκης στούς «Άθλιους των
Αθηνών» βασικά σ’ αυτή τήν έποχή άναφέρεται. Στήν Αθήνα δηλαδή πού είχε
μεταβληθεί σέ μιά χοάνη νέας Βαβυλώνας.
Οί Ρωμιοί είχαν κερδίσει βέβαια τή
λευτεριά τους καί είχαν στήσει όπως-όπως ένα δικό τους βασίλειο. Μά έχαναν
σιγά-σιγά τήν ψυχή τους. Έγκατέλειπαν τό Θεό καί τήν πίστη τους. Καί σκλάβωναν
τόν έαυτό τους σ’ άλλα, πιό σκληρά κι άπάνθρωπα άφεντικά.
«Ό,τι ιερό φυλάξαμε τετρακόσια χρόνια
σκλαβιάς ποδοπατιέται, ό,τι μάς κράτησε όρθιους, σάν άσάλευτο άντστύλι,
γκρεμίζεται. Σέ τέτοιο γιουρούσι τοΰ σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση τοΰ
Χριστού, άρνηση τής πίστης καί παράδοση στό διάβολο».
Κωστής Μπαστιάς
Χωρίς ρίζες, χωρίς προσανατολισμό καί
θρησκευτική συνείδηση, νόμιζαν οί ξιπασμένοι Αθηναίοι ότι θά κατορθώσουν νά
λύσουν τά τεράστια προβλήματα πού άπειλοΰσαν κι αύτή τήν ύπαρξή τους άκόμα
Ιδιαίτερα άηδίαζε κανείς μέ τή νοοτροπία
τής διανόησης πού δέν έβρισκε ούτε έλάχιστο λόγο παρηγοριάς κι έλπίδας νά πει
γιά νά στηρίξει τό ήθικό τοΰ λαοΰ. Νά τόν βοηθήσει νά βγει άπό τή σύγχυση καί
τή φτώχεια.
«Σοβαρούς άναβρασμούς, γιά τήν έποχή πού
μελετούμε (1878-1889), στήν κοινωνική ζωή τής Αθήνας, έφεραν οί ξενότροπες
ευρωπαϊκές συνήθειες πού άρχισαν νά μπαίνουν στήν Ελλάδα με τόν έρχομό τής
δεύτερης Δυναστείας. Τά φράγκικα ρούχα, οί χοροί, οί δεξιώσεις, κάποιοι
νεοπλουτισμοί μερικών ξενητεμένων Ρωμιών πού γύρισαν στό ελεύθερο βασίλειο,
τέλος κι αύτή ή έπίδραση πού είχαν στά “αγνά”, ώς τότε “ήθη” μας οί διάφορες
Φραντσέζες ή Ιταλίδες τού “Άντρου τών Νυμφών” ή τού “Θεάτρου Μπούκουρα”...»
(Αριστείδης Πρόκος).
Στό τραγούδι τής ζωής όλοι οί τόνοι, όλοι
οί ήχοι, τά χρώματα καί οί εντάσεις είναι έπιτρεπτοί Μέ τούτους τούς καιρούς ή
Αθήνα άρχισε νά τραγουδά ένα μονότονο, ξύλινο, παράκαιρο καί φάλτσο σκοπό, πού
δέν ταίριαζε καθόλου στις γαλάζιες γραμμές, στήν άτμόσφαιρα, στά περπατήματα
καί στις φωνές τών Ρωμιών.
«Φεΰ Τις μοι δώσει ύδωρ καί δάκρυα; Άπό
τόν τόπον έκεϊνον τής δοκιμασίας καί τόν τόπον τής μικρής άναψυχής, ήλθα εις
τόν τόπον τής καταδίκης, όπου άπό πολλοΰ σύρω τόν σταυρόν μου, μή έχων πλέον
δυνάμεις νά τόν βαστάζω εις τήν πόλιν τής δουλοπαροικίας καί τών πλουτοκρατών.
Έφθασα εις τάς Αθήνας...».
’Αλ. Παπαδιαμάντης
Ό γέροντας ναυτικός τής Αθήνας πού καθόταν
στό στασίδι τής Εκκλησίας σιωπηλός καί υποταγμένος, αύτά συλλογιζόταν. Καί
σκυφτός, άφοΰ έλαβε τό άντίδωρο άπό τόν παπά καί βγήκε έξω στόν αύλόγυρο τής
Μεταμόρφωσης τού Σωτήρος Πλάκας, είδε τό νεοφερμένο ένορίτη κάπως σαστσμένο καί
μονάχο καί τόν πλησίασε
-Ποϋθε είσαι, παλικάρι μου; Μήπως άπό
κάποιο νησί;
-Άπό τή Νάξο είμαι. Μέσα άπ’ τή Χώρα,
άποκρίθηκε ντροπαλά
-Καί τ’ όνομά σου, νά σέ χαρώ;
-Νικόλας. Νικόλα Πλανά μέ λένε κι ήρθαμε
μέ τή φαμελιά μου πρίν λίγες μέρες.
-Νά ’σαι καλά γιε μου. Καί δέ μοϋ λες, σ’
άρέσει τούτος ό τόπος;
-Λέμε νά μείνουμε μιά κι ήρθαμε πιά δωνά.
-Γιά πάντα;
-Ποιος ξέρει; Έτσά πού ναι τά πράματα δέν
ήμπορούμε νά κάμουμε κι άλλιώτικα. Ό Θεός είναι μεγάλος.
-Έ, τότες κόπιασε στό φτωχικό μου νά
πιούμε ένα ποτήρι νερό. Δυό σοκάκια πιό κάτω είναι τό καλύβι μου.
Τού άρεσε του Νικόλα ό γέρο ναυτικός καί
τόν άκολούθησε. Μπήκανε στό καλοδιατηρημένο σπιτάκι μέ τή μικρή αύλή καί τά
λουλούδια της. Έλαμπε άπό πάστρα καί νοικοκυροσύνη. Γύρω-γύρω στούς τοίχους
μερικά κάντρα τής φαμελιάς κι άνάμεσά τους ένα ζωγραφισμένο καράβι μέ φανταχτερά
χρώματα. Καί στή γωνιά τού τοίχου, ψηλότερα σ’ ένα κούφωμα, τό εικονοστάσι μέ
τή στεφανοθήκη, τις μαυρισμένες εικόνες, τά ξερά βάγια καί τις πάμπολλες
μνήμες. Καί πλάι, σ’ ένα σκαλοπάτι άπ’ τό πάτωμα ένας μικρός χώρος, μιά έσοχή
μέ τό άσπρο κρεβάτι. Πάνω του ή κατάλευκη, νταντελένια πλεχτή κουβέρτα άπλωμένη
μέ τά κρόσια της νά πέφτουν πλουμιστά.
-Νησιοτης είσαι κι έλόγου σου, γέροντα;
-Ναΐσκε. Άπό τή Χιό. Ταξίδεψα σ’ όλο τόν
κόσμο, όσο μέ κρατούσαν οι δυνάμεις μου. Μά στερνά ήρθαμεν δωνά καί ρίξαμεν
άγκυρα
-Καί πώς βλέπεις έλόγου σου τήν κατάσταση
στήν Αθήνα; Τρέμει κανείς μέ δαΰτα πού θωρεΐ.
-Άπό φυσικού μου είμαι άνθρωπος τού Θεού.
Μά στερνά λυπούμαι, γιατί άπ’ τό κακό κατρακυλούμε στό χειρότερο. Τίποτις δέ
γίνεται Σάπια ή κοινωνία, γιέ μου, κι οί άνθρωποι δαρμένοι άπ’ τή φτώχεια κι
άνήμποροι. Μαραίνονται καί σβοΰν τά νιά παιδιά καί κανείς δέ δίνει σημασία.
-Βλέπω κάμποσα βιβλία κειδά, έδικά σου
είναι ή τών παιδιών;
-Δεν ήρθαν παιδιά άπ’ τό στεφάνι μου. Μιά
ζωή ξενητεμένος Μά δέ μάς δέρνει ή μοναξιά οΰτε τά παιδιά μάς λείπουν.
Διαβάζουμε τίς φυλλάδες εγώ καί ή γυναίκα μου δταν είμαστε μόνοι. Καί πολλές
φορές μάς άφήνουν τά παιδιά τους οί γείτονες νά τά φυλάμε.
-Ωραία όλα τοϋτα, γέροντα, μά πολλοί είναι
κείνοι που τούτες τίς πράξεις δωνά στήν Αθήνα τίς θωροΰν παλιά πράματα, κούφια.
-Κούφιοι, γιέ μου, κι άπατοι είναι έδαϋτοι
οί κοιλιόδουλοι καί παγαπόντηδες πού πελαγοδρομούνε μεσοστρατίς καί χάνονται.
Αηδιάζεις σάν τούς βλέπεις βουτηγμένους στά σκάνταλα καί στις πονηριές. Θαρρώ
πώς χάνεται ή Αθήνα μέσα στή λασπουριά της Κι άργοΰν νά καταλάβουν τή συμφορά
οί Αθηναίοι Μά καθώς λένε οί Τούρκοι: «Γιουνανί άκίλ σορα ντάν γκελερί». Πού θά
πει: «Τού Ρωμιού ή γνώση ύστερις έρχεται». Δηλαδή ύστερις άπό τό κακό πού ήπαθε
ό καψερός.
Τή στιγμή εκείνη ήρθε ή γερόντισσα κι άφού
καλημέρισε, άκούμπησε τρυφερά πάνω στό τραπέζι μέ τό κεντητό τραπεζομάντηλο τό
γλυκό, άνθό τού κουταλιού, τά ποτήρια μέ τό νερό καί κουλουράκια νησιώτικα. Στό
πρόσωπό της υπήρχε χαραγμένος ό χρόνος Μά τά μάτια της έλαμπαν γεμάτα
έγκαρτέρηση. Κι ώσάν νά γνώριζε τό παλικαρόπαιδο άπό καιρό, μίλησε:
-Στό σπίτι μας έρχεται συχνά κι ό
παπα-Γρηγόρης, ό έφημέριός μας. Μάς άφήνει τό γιό του όταν ή πρεσβυτέρα του
πηγαίνει γιά δουλειές. Είναι καλός ιερέας. Όλη ή ένορία μιλάει γιά τήν πραότητά
του καί τίς ελεημοσύνες του.
-Ναί, τόν είδα στήν Έκκλησιά.
-’Άν θές τήν άλλη Κυριακή πού θά ’ρθεις νά
στόν γνωρίσω πιότερο Θά χαρεΐ, είναι σίγουρο.
-Πρώτα ό Θεός, άποκρίθηκε ό Νικόλας καί
σηκώθηκε.
-Μιά άλλη μέρα νά φέρεις καί τή φαμελιά
σου, πρότεινε ή γερόντισσα.
-Όλα θά γενοΰνε είπε ξανά ό Νικόλας κι
άφοϋ χαιρέτησε ευγενικά τούς καλοκάγαθους γέροντες τής Πλάκας, βρέθηκε μονομιάς
οτό κατώφλι τής ξώθυρας.
Είχε μεσημεριάσει. Ό φθινοπωριάτικος,
γλυκός ήλιος τύλιγε μέσα στό φως του τά σπίτια καί τά στενορύμια τοϋ Άλλίκοκου.
Τούτη τήν ώρα δέν φαίνονταν πουθενά οί άθλιότητες τής Αθήνας. Ήταν κρυμμένες
στά χαμόσπιτα καί ατούς φτωχομαχαλάδες. Γιατί ή Κυριακή έλαμπε ώς μέρα τού Θεού
κι οί άνθρωποι χαμογελούσαν στήν ελπίδα. Τήν προκαλοΰσαν όπως λέμε έπειδή τήν
είχαν άνάγκη γιά νά ζήσουνε καί νά προκόψουνε.
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου