ΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΕΙΧΕ τήν ψυχή τοΰ παπα-Νικόλα
ό πόνος για τό άδικο κακό πού τοΰ έκαναν, νά τόν διώξουν δηλαδή άπό τόν Άι-Παντελεήμονα, εντούτοις,
και . στή νέα θέση του έξακολοΰθησε μέ τήν ίδια φροντίδα καί τόν ίδιο ζήλο τήν
παπαδοσύνη του.
Δίχως νά γνοιάζεται τόν έαυτό του άσκοΰσε
τά ποιμαντικά του διακονήματα. Δέν τόν έμπόδιζαν καιρικές συνθήκες ούτε
άνθρώπινες ματαιότητες καί πονηριές. Κατά βάθος δέν μπέρδευε τίς πρόσκαιρες
δυσαρέσκειες μέ τόν υψηλό προορισμό πού υπηρετούσε.
Έτσι, είχε τό κουράγιο κανονικά καί πάλι
νά έκτελεΐ τά ένοριακά χρέη του, νά πηγαίνει στόν Άγιο Έλισσαίο καί νά άγρυπνεί
στά ξωκκλήσια τής Αθήνας. Συχνά όμως συναντούσε καί τόν παπα-Γρηγόρη, τό φίλο
καί προστάτη του, μέ τόν όποίον καθόταν ώρες καί κουβέντιαζε.
Αύτό έκανε καί τήν Παρασκευή, 4 Αύγούστου
τού 1887, παραμονές τής Μεταμόρφωσης τοΰ Σωτήρος 'Ως τέλειωσε ό έσπερινός, ό
παπα-Γρηγόρης έγνεψε στόν παπα-Νικόλα νά τόν άκολουθήσει. Καί τράβηξαν κι οι
δυό γιά τό σπιτάκι τοΰ καλού ποιμένα, όπου θά ζύγωναν οί ψυχές τους καί θ’
άνοιγαν τούς κρουνούς των αισθημάτων τους.
Κάθισαν στό μικρό κήπο τής αύλής, άπολαμβάνοντας
τό γλυκό, αύγουστιάτικο άπόβραδο.
-Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος; άνοιξε πρώτος
τήν κουβέντα ό παπα-Γρηγόρης.
Ό παπα-Νικόλας πού περίμενε αυτή τήν
ερώτηση δέν άποκρίθηκε, μά κούνησε τό κεφάλι του αινιγματικά
-Τί σκέφτεσαι; Γιατί δέ μιλάς;
-Τί νά πώ; «Έβόησα έν θλίψει μου πρός
Κύριον τόν Θεόν...».
-Μόνο αυτό;
-Σάν τί ήθέλεις νά σοΰ πώ Κεΐ πού ήφτάσανε
τά πράματα δέν ήμπορώ τίποτις νά κάμω.
-Νά πας στό Δεσπότη...
-Μπάα. Ποιος θά μ’ άκούσει.
-Μά είναι λόγια έδαϋτα πού λές;
-Καλά, καλά είναι καί στόν 'Άι-Γιάννη.
Ό,τι ήγινε, ήγινε μπλιό...
-Θά μπορούσε νά σέ σκοτώσει όμως αύτή ή
άδικία Λίγο τό ’χεις; Γι’ αύτό μή φοβάσαι. Πήγαινε.
-Δέ φοβάμαι, μά σκέφτομαι, μήπως είναι
προσταγή τού Θεού. Κι ΰστερις...
-Κι ΰστερις;
-Νά σοΰ πώ παπα-Γρηγόρη, έμένα μέ φτάνει νά
’χω τόν τρόπο νά λειτουργώ καί νά ψέλνω κι ας είναι μακάρι στήν έρημο..
-Έ, τότες ησύχασε. Μή θλίβεσαι πιά. Κάνε
τό σταυρό σου κι ό 'Άγιος Παντελεήμονας είναι κοντά σου.
-Αύτό δέ σοΰ λέγω μαθές; Καί νά σοΰ πώ;
-Λέγε μου.
-Σάμπως νά τόν άκούγω καί νά τόν βλέπω,
έτσι όπιος κρατάει στά χέρια του ό 'Άγιος Παντελεήμονας τό κουτάκι μέ τά βότανα
καί τά φάρμακα πού δίνει ατούς άνθρώπους γιά νά γιατρεύουν τίς άρρώστιες τους.
-Έτσι καί σένα θά σέ γιάνει άπό τόν πόνο
τής άδικίας.
-Τό
ήξεύρω. Μά άκόμα κειδά πού πήγα είναι άγριος ό τόπος κι έχει μονάχα οκτώ
φαμελιές σκορπισμένες σ’ όλο τόν κάμπο.
-Μόνο; έκανε άπορημένος ό παπα-Γρηγόρης.
-Αυτό δέν μέ κόφτει. Μά πού δεν ήμπορώ
άκόμη νά κάμω άγρυπνίες ένεκα πού έχει μεγάλες χρείες ό ναός.
-Όλα θά γίνουν. Έσύ έχεις τόν 'Άγιο
Έλισσαίο προσώρας.
-Εκείνον δε θά τόν άφήκω ποτέ... Μά εύτύς,
δέν πρόλαβε νά άποσώσει τό λόγο του κι ή πρεσβυτέρα τούς κάλεσε γιά τό βραδινό
δείπνο κι οί δυό καλοί παπάδες υπάκουσαν.
Εκείνη τή νύχτα έμεινε ξάγρυπνος ό
παπα-Νικόλας. Ξημέρωνε Κυριακή καί θά πήγαινε νά λειτουργήσει στόν Άι- Γιάννη.
Μά δέν ήξερε νά καθορίσει άν ήταν στόν ύπνο του ή στόν ξύπνιο του, καθώς άκουγε
ήχους μουσικής, ψαλσίματα καί εκφωνήσεις λειτουργικές άπό τό γειτονικό ναό τού
Αγίου Παντελεήμονα Αύτοί πού έψελναν δέν μπορούσε νά ξεκαθαρίσει άν ήταν
άνθρωποι ή άγγελοι. Άν ήταν άληθινές φωνές ή ονειροφαντασίες Μά θά έδινε όρκο
άν χρειαζόταν γιά νά βεβαιώσει ότι έλεγε τήν άλήθεια.
Σ’ αύτές τις συχνές περιπτώσεις πού ό
παπα-Νικόλας βρισκόταν μετέωρος άνάμεσα στήν πραγματικότητα καί τήν έκσταση,
γονάτιζε πλάι στή μικρή στρωμνή του καί προσευχόταν. Συχνά ως τό πρωί, δπου
έτσι γονατιστό μάλιστα τόν έπαιρνε ό ύπνος γυρτό καί τόν έβρισκαν τά χαράματα.
Δέν είχε φέξει άκόμα δταν τελικά άποφάσισε
νά ξεκινήσει γιά τόν Άι-Γιάννη. Μόλις πού διέκρινε κανείς τά άπαλά χρώματα τής
αύγουστιάτικης Αθήνας.
Στό δρόμο καθώς πήγαινε ψέλνοντας τόν
όρθρο, μπορούσε νά μετρήσει καί τά σκορπισμένα ένα δω κι ένα παρέκει σπίτια τής
ένορΐας του. Μιά μάντρα, μιά στάνη, κάποιο πηγάδι, ένα περιφραγμένο άμπελάκι κι
όπιυσδήποτε κάποια ερείπια άπό άρχαΐο κτίσμα ή έκκλησάκι.
Άχ, εκείνα τά μικρά κι ωραία εκκλησάκια τά
διάσπαρτα στην Αθήνα καί στά περίχωρά της. Τά χωμένα μέσα στόν Ελαιώνα ή
σκαρφαλωμένα ατούς λόφους, στους λοφίσκους τής Αττικής καί σ’ ολόκληρο τόν
κάμπο της. Μέ τήν άρχιτεκτονική, βυζαντινή ομορφιά τους, τά ταπεινά κι άπέριττα
στολίδια τους, τήν ιστορική σημασία τους καί πάνω άπ’ όλα, μέ τις συμπυκνωμένες
άνθρώπινες μνήμες..
Στά μικρά αύτά έκκλησάκια ή αδελφοποίηση
των Ρωμιών γινόταν πιό εύκολη. Ή προσευχή ειλικρινέστερη. Καί ή πίστη έβρισκε
έδαφος άγνό καί καθαρό γιά νά εκδηλωθεί καί νά ξεχυθεί ώς θυμίαμα ευλαβικό πρός
τόν ουρανό. Ακόμα καί τά έγκαταλειμμένα λείψανά τους προκαλοΰν ρίγη συγκίνησης,
σεβασμού καί νοσταλγίας. Δημιουργούν θρησκευτική άνάταση. Καί πλουτίζουν,
θερμαίνουν τήν ψυχή.
«Ό παπα-Γρηγόρης όστις δέν έπαυεν δλον τόν
χρόνον νά έχη άγρυπνίας εις τά πολυάριθμα έξωκκλήσια των περιχώρων τής πύλεως,
ήγείρετο πρωί, τρεις ώρας πριν φέξη, κ’ έδιάβαζεν δλην τήν Ακολουθίαν κατ’
οίκον, άπό τού Μεσονυκτίου καί τού ’Όρθρου μέχρι των Ωρών, ενώπιον τού
εικονοστασίου, περιμένων νά φανή τό πρώτον γλυκοχάραγμα τής αυγής, διά νά ύπάγη
νά λειτουργήση εις έξωκκλήσιον...».
’Αλ. Παπαδίαμάντης
Ένα παρόμοιο, έρημικό έκκλησάκι,
ξεχωριστό, πού δια- κρινόταν άπό πολύ μακριά μέσα στήν ερημιά καί μοναξιά του,
ήταν καί ό 'Άι-Γιάννης τού Αγρού.
Τόν ονόμαζαν έτσι γιατί στήν πολύ παλιά
έποχή έκεΐ κοντά υπήρχε Γυμνάσιο σχολείο τό «εν Άγραις», ξακουστό, όπως τό
Λύκειο καί ή Ακαδημία τού Πλάτωνα. Κι άκόμα εκεί βρισκόταν: «Τό πάλαι περιοχή
τού δήμου Άγρυλής... έως τής άριστερής όχθης τού Ίλισσοΰ, καθιερωμένη δέ εις
τήν Άρτεμιν Άγροτέραν. Διά τού ονόματος Άγρα (στούς Αγρούς) έδηλούτο κατόπιν
συστάς υψωμάτων περικλείουσα τό παναθηναϊκόν στάδιον, πρότερον δέ καλουμένη
Έλικών... Ενταύθα έτελοϋντο τά μικρά μυστήρια, “τά έν Άγραις” ή “τά πρός Άγραν”
καλούμενα, καί δή εις τούς δύο άνωθεν τής Καλλιρόης ναούς, τόν τής Δήμητρος καί
Κόρης καί τόν τής τού Τριπτολέμου. Ενταύθα έθήρευσε τό πρώτον ή Άρτεμις, ήτις
είχε καί ναόν αύτόθι...», στόν όποίον γινόταν έορτή κάθε χρόνο, τό μήνα
Σεπτέμβριο σε άνάμνηση «τής έν Μαραθώνι μάχης».
Άπό τά στιχηρά Προσόμοια
«Των Αθηναίων οι δήμοι δεΰτε συνδράμετε
ταϊς τάξεσι Ναξίων έν Ναω τού Προδρόμου,
έν ώ καθιεροϋργοι θειος Πλανάς Ίερεΰς, ό
Νικόλαος,
καί τήν ετήσιον μνήμην τήν έαυτοΰ
όμοφρόνως συγκροτήσατε».
Άρχιμ. Νικόδημος Παυλόπουλος'
"Ο,τι άπόμεινε σήμερα άπό τό παλιό
έκκλησάκι τον Άη-Γιάννη στους Αγρούς, (οδός Βουλιαγμένης), όπου λειτουργούσε ώς
έφημέριος ό παπα-Νικόλας Πλανάς.
Σ’ αύτή τήν Ιερή γιά τούς άρχαίους
"Ελληνες καί λατρευτική τοποθεσία, άνοιχτά τού Ίλισσοΰ, χτίστηκε κατά τό
17ο αιώνα τό έκκλησάκι «έν Άγραις», δηλαδή στούς Αγρούς, ώς μετόχι τού
Άι-Γιάννη Κυνηγού, τού Καρέα. Ήταν μονόκλιτος ναός, καμαροσκέπαστη βασιλική μέ
τόξα. Καί στό Ιερό του υπήρχαν άξιόλογες αγιογραφίες. Μέσα μάλιστα στό
άνατολικό μισό κλίτος σωζόταν άπομεινάρι άπό παλαιότερο ναό, πρίν τόν 17ο
αιώνα.
Εκεί κοντά έξάλλου, στόν ίδιο απαλό λόφο
βρισκόταν καί ή Παναγία τής οικογένειας τού Κατσιπόδη, άπ’ δπου άργότερα έλαβε
ή περιοχή καί τό όνομά της.
Πλάι στόν Άι-Γιάννη περνούσε καί ή «Μεγάλη
Στράτα» (οδός Βουλιαγμένης) ή οποία οδηγούσε στά χωράφια, στά μικρά υψώματα καί
στά βοσκοτόπια καί έφτανε πέρα, έως τό Μπραχάμι, τούς Τράχωνες καί τις
σποραδικές μπαράγκες τής φαληρικής άκτής.
Αραιά καί πού, γύρω άπό τό ναό τού
Άι-Γιάννη βρίσκονταν τότε πού πήγε ό παπα-Νικόλας, όλα κι όλα μερικά σπίτια,
στά όποια κονάκευαν οχτώ μέ δέκα φαμελιές μόνο. Υπήρχε πλάι μιά ταβερνούλα καί
μερικά έρειπωμένα κελιά. Αύτή είχε ώς ένορία καί περιοχή του. «Καί ή πληρωμή
τού ίερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας άπό τό μανάρι τών Άπόκρεω ή τών
Χριστουγέννων».
Παρ’ όλα αύτά καί παρά τόν πρόσθετο καημό
του έπειδή τόν είχαν άπσμακρύνει άπό τήν πρώτη ένορία του, κάθε χρόνο, έκτος
τών άλλων ώς μόνος έφημέριος γιόρταζε πανηγυρικά τόν Άι-Γιάννη τόν Πρόδρομο
στίς 29 Αύγούστου.
Τό Πρακτικό μάλιστα τού «Εκκλησιαστικού
Συμβουλίου» τής 25-8-1912, άριθμό 6, μέ πρωτοβουλία τοϋ παπα-Νικόλα:
«άποφαίνεται ϊνα κατά τήν εορτήν τοϋ Αγίου Ίωάννου 29 Αύγουστου: τον
χοροστατήση ό Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης Κος Χρυσόστομος Νικολάου καί νά
προσκληθή καί εις Ίεροδιάκονος, 2ον νά στολισθή ό ναός μέ μερσίνας, 3ον νά
καώσι άφ’ εσπέρας καί μερικοί Πύραυλοι (βεγγαλικά), 4ον νά δημοσιευθή ό
Πανηγυρισμός εις δύο Αθηναϊκός εφημερίδας, 5ον νά παραγγελθώσι 25 οκάδες άρτων
άρτοκλασίας καί 6ον πρό τοϋ Ναοϋ νά κατασκευα- σθή εν ύποστέγασμα ξύλινον...
Ό έφημέριος Τά μέλη
1 Νικόλαος Πλανάς Ίω. Πετρόπουλος
Ήλίας Γκιώνης Στ. Λαζάρου».
Ό παπα-Νικόλας κάθε Κυριακή καί όλες τις
μεγάλες γιορτές πάντοτε καί μέ όποιαδήποτε καιρική συνθήκη βρισκόταν στόν
Αι-Γιάννη. Έκεΐ ήταν τό χρέος του πιά καί τό έπίσημο ποίμνιό του. Κάθε Σάββατο
μάλιστα καί μέχρι άργά τή νύχτα έξομολογοϋσε ψυχές πού πεζοπορούσαν άρκετές
ώρες γιά νά ’ρθουν νά τόν βρούνε στό πόστο του Στή συνέ-χεια είχε τό συνήθειο
νά άποσύρεται σ’ ένα κελάκι πλάι στό ναό δπου έμενε ν’ άναπαυτεϊ ή καί νά
κοιμηθεί γιά νά βρίσκεται πολύ πρωί στή θεία Λειτουργία.
Καί κείνο τό Σαββατοκύριακο έτσι έγινε Καί
τήν άλλη μέρα μετά τή Λειτουργία τής Κυριακής, άπομεσήμερο πιά, άποσύρθηκε νά
ξεκουραστεί. Καί μόλις έπεσε ό αύγουστιάτικος ήλιος ξεκίνησε μέσα άπό τά
χωράφια νά επιστρέφει στό κονάκι του.
Έρημος ό τόπος. Ό έαυτός του μοναχός
διαβάτης στήν άπέραντη σιωπή τοϋ δειλινοΰ. Καί μέ τό νοΰ νά πλανιέται λεύτερος
δώθε-κεΐθε καί πιότερο νά στρέφεται στόν άδικο διωγμό του άπ’ τόν Αγιο
Παντελεήμονα.
«Αυτός ό διωγμός άπό τήν Εκκλησία τοΰ έφερε
μεγάλο ψυχικό πόνο».
-Κλαίγω, παιδιά μου, γιατί μέ ήδιωξαν άπό
τόν Άγιο ΓΙαντελεήμονα, έλεγε καί ξανάλεγε στις μυροφόρες του.
Καθώς περπατούσε προσπαθούσε νά σκεψτεΐ αν
είχε παραστρατήσει... Όμως διαπίστωνε ότι σέ τίποτα δέν είχε φταίξει. Τότε; Δέν
μπορούσε ν’ άπαντήσει ατό ερώτημα καί έβγαζε τό συμπέρασμα ότι ό πονηρός κάπου
είχε βάλει τήν ουρά του...
Κι έτσι, καθώς περπατούσε συλλογισμένος
καί λυπημένος δέν κατάλαβε καθόλου ότι μόλις πέρασε τή γωνιά μιας έρημης
μάντρας, ένας νέος άνθρωπος βρέθηκε ξαφνικά νά συνοδοιπορεΐ μαζί του. Κι όχι
μόνο αυτό Αλλά άφοΰ χαιρετίστηκαν ωσάν νά ήταν γνωστοί άπό καιρό, απλά κι
αυθόρμητα έπιασαν καί κουβέντα. Πράγμα που δέ συνήθιζε καί τόσο ό παπα-Νικόλας
νά τό κάνει καί μάλιστα μέ ξένους.
-Καί γιατί κλαΐς, παπούλη; τόν ρώτησε σέ
μιά στιγμή ό νέος.
-Μά κλαίγω; άναρωτήθηκε.
-Ναι, καί φαίνεσαι πολύ λυπημένος.
-Πάντα μου κλαίγω έγώ, γιέ μου. Μά τώρα
βέβαια πιότερο
-Καί γιατί κλαΐς;
-Επειδή μ’ άδικήσανε. Δίχως αιτία μέ
ήδιωξαν άπό τό ναό μου... Κι έτσά κλαίγω καί θά κλαίγω.
-"Ομως, έγώ σοϋ λέγω νά μήν κλαΐς καί
νά μή λυπεΐσαι πιά. Γιατί έγώ θά βρίσκομαι πάντα κοντά σου. Τ’ άκοϋς;
Μεμιάς σάν κάποιο φως νά πέρασε μέσα στήν
ψυχή τοΰ παπα-Νικόλα. Κοντοστάθηκε. Προσπάθησε μάλιστα νά θυμηθεί ποιος ήτανε
αύτός ό νέος πού τοϋ μιλούσε έτσι καί τοΰ όποιου, καθώς έγερνε τό φως τής
ημέρας δέν μπορούσε νά διακρίνει καθαρά τά χαρακτηριστικά.
-Καί ποιος είσαι έλόγου σου γιέ μου, πού
μοΰ λές τέτοια παρήγορα λόγια;
-Ό Παντελεήμονας είμαι. Με ξέρεις .
-Ποιος Παντελεήμονας;
-Νά, εδώ στό Νέο Κόσμο μένω. Καί σήκωσε τό
χέρι του ό νέος νά τοϋ δείξει. Μά ώς έκανε ό παπα-Νικόλας νά στρέψει τό κεφάλι
του καί νά δει, παρευτύς ό άγνωστος εξαφανίστηκε άπό κοντά του. Καί μόλις τότε
κατάλαβε Έκανε τό σταυρό του καί υψώνοντας τά μάτια του πρός τόν ουρανό,
μονολόγησε:
-Άς είναι δοξασμένο τό όνομά σου Κύριε.
Πάντα θαθμαστά τα έργα σου
Τήν άλλη μέρα κιόλας ό παπα-Νικόλας, άκόμα
πιό ταπεινωμένος καί υποταγμένος στό θέλημα τής Εκκλησίας, βρέθηκε στόν Άγιο
Παντελεήμονα άπ’ όπου τόν είχαν διώξει μέ τόση σκληροκαρδία καί γονάτισε
μπροστά στήν εικόνα τοϋ Μεγαλομάρτυρα. Κι εΰτύς διαπίστωσε πιός ό νέος που είχε
συναντήσει τήν προηγούμενη μέρα στήν έρημιά τοϋ Νέου Κόσμου έμοιαζε μ’ αύτόν...
Συγκλονίστηκε ώςτά κατάβαθα τής ψυχής του. Καί ζήτησε άπό τούς έπιτρόπους καί
τόν ιερέα νά τοϋ έπιτρέπουν νά έρχεται όποτε μποροΰσε καί νά τιμά τόν προστάτη
του.
Τοϋ τό έπέτρεψαν μ’ εύχαρίστηση. Κι άπό
τότε, ίσαμε τή θανή του, ό παπα-Νικόλας λειτουργούσε μόνιμα, όποτε ήθελε ατό
ναό τοϋ Αγίου Παντελεήμονα. Στό ναό τοϋ προστάτη του κι ένιωθε οός νά μήν είχε
φύγει ποτέ άπό κεΐ. Κι έτσι γαλήνεψε. Σύχασε. Κι ούτε παραπονέθηκε πιά σέ
κανένα. Μά δοξολογούσε μέρα καί νύχτα τό Θεό καί Κύριό του γιά τήν εύνοια πού
τοϋ είχε δείξει.
« Εγώ πρός Θεόν έκέκραξα καί ό Κύριος
είσήκουσέ μον. Εσπέρας καί πρωί καί μεσημβρίας διηγήσομαι καί άπαγγελώ καί είσακούσεται τής φωνής μου».
Οί αλησμόνητες κατανυκτικές αγρυπνίες
ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ τά Χριστούγεννα. Γιορτή πού
ατούς χριστιανικούς λαούς ταράζει λίγο τά τελματωμένα νερά καί φέρνει στις
καρδιές κάποιες ελπίδες για καλύτερη ζωή. Γιά λιγόστεψη της μιζέριας καί τής
συννε-
’Έτσι γινόταν καί στήν Αθήνα... Κάποιοι
καί πάλι ετοίμαζαν τά γιορτινά τους. Γυάλιζαν τούς μπρούντζους τοϋ σπιτιού καί
τ’ άσημικά τους. Στόλιζαν τά σπίτια τους καί έφτιαχναν γλυκά και κουλούρια , Μα
υπήρχαν και άλλοι οι περισσότεροι, δηλαδή ή φτωχολογιά, πού δέν κατάφερναν ούτε
τό άπαραίτητο φαγί τής μέρας νά έξασφαλίσουν. Και τά Χριστούγεννα δέν θά είχαν
καμιά ξεχωριστή συγκίνηση νά τούς δώσουν, άφοΰ δέν θά τούς έφερνε αύτή, τήν
πολυπόθητη προοπτική στή ζωή τους.
Σάμπως έτσι δέν ήταν πάντοτε ή Αθήνα; Στό
κέντρο έμεναν οί άρχοντες, οι πλούσιοι, οί διακεκριμένοι, οί άνώτεροι, οί
έλεύθεροι. Καί ένα γύρω στις παρυφές τής πόλης οί δούλοι, οί χαμάληδες, οί
παρακατιανοί Αύτό πού συνέβαινε καί τήν εποχή εκείνη. Καί θά συμβαίνει πάντα σ’
αύτό τον πανάρχαιο τόπο πού οί πολίτες του άδυνατοΰν ν’ άποκτήσουν μέσα στό
κύλημα τού χρόνου ένωτικούς δεσμούς. Κοινή πνευματική καί άγαπητική συνείδηση.
Εξάλλου, ένα σημαντικό μέρος των κατοίκων
τής Αθήνας ποΰ ερχόταν άπό τίς επαρχίες, τά νησιά καί τίς άλλες περιοχές τής
Ρωμαίικης γής, δέν προλάβαιναν νά προσαρμοστούν ή νά τακτοποιηθούν. Κι έτσι
έμπαιναν στό περιθώριο, οικονομικό καί γεωγραφικό Γύριζαν στούς δρόμους καί
ούτε γιορτή ούτε σχόλη υπήρχε γιά δαύτους. ’Αφοϋ κανένας σχεδόν δέν προσπαθούσε
ν’ άκουμπήσει τόν πόνο καί τήν εγκατάλειψή τους, όπως τό διαπίστωναν άλλωστε
στήν έποχή του παπα-Νικόλα Πλανά, καί πολλές εφημερίδες:
«Έπ’ έσχάτων... οί έπαϊται έπληθύνθησαν...
Τώ όντι έρυθριά τις βλέπων Έλληνας, άνδρας, γυναίκας, νέους καί νέας, παιδία
καί νήπια πολλάκις νά περιφέρονται είς τάς κεντρικωτέρας τής πόλεως οδούς, νά
ίστανται πρό τών ξενοδοχείων, νά έμποδίζωσιν τήν έν ταΐς έκκλησίαις είσοδον τών
χριστιανών καί νά εύρίσκωνται τέλος πανταχοϋ καί πάντοτε, έξασκούντες μετ’
άνηκούστου άναισχυντίας τό έπονείδιστον τού επαίτου έπάγγελμα... Έν άλλαις
λέξεσιν ημείς αύτοί διαιωνίζομεν τήν επαιτείαν λόγω κακώς έννοουμένης...
φιλανθρωπίας καί έντεύθεν τά στίφη τών χωλών, άναπήρων, άνικάνων καί άομμάτων ή
τόν άόμματον προσποιουμένων, ών ούκ έστι πλέον άριθμός τών κατακλυσάντων τάς
οδούς καί ρύμας τών πάλαι ποτέ κλεινών Αθηνών».
Ενόσω παράλληλα μ’ αυτό καί πάντα στήν
καρδιά τής Αθήνας:
«Τά χαρτοπαικτεΐα καταπληκτικώς
έπληθύνθησαν, ύποθάλποντα τήν άργίαν, τήν άναρχίαν, τήν κακοήθειαν, προκαλοΰντα
δέ καθ’ ημέραν διαπληκτισμούς καί φονικά εγκλήματα, μεταβάλλοντα είς Μονακόν
τήν πρωτεύουσαν τού ελληνικού βασιλείου. Τά δέ χαμαιτυπεία έπλημμύρισαν κατά
γράμμα τάς Αθήνας, πρός κοινόν σκάνδαλον, προστατευόμενα άναφανδόν».
Άπό τήν άλλη μεριά, ώς εύκολη λύση τό
κράτος πρόσταζε τούς νομάρχες «...ίνα φροντίσωσι καί περισυναγάγωσι τούς έν
τοίς διαφόροις πόλεσι περιφερομένους έπαίτας... ή διά παντός νομίμου μέσου
έμποδίσωσι αυτούς», δίχως βέβαια νά προσφέρει λύσεις εφικτές στά δύσκολα
προβλήματα τής φτωχολογιάς, πού στέναζε κάτω άπό τό βάρος των καθημερινών
άναγκών. Ένώ ή άστοργη κι έγωιστική δια-νόηση, κυριαρχημένη άπό ένα μοναχικό
ρομαντισμό, άσχολιόταν μόνιμα μέ τήν πεισιθανάτια νοοτροπία της, τήν έξω άπό
κάθε πραγματικότητα, μπλεγμένη σέ άξεδιάλυτα πλέγματα, καθώς άμέριμνη
τραγουδούσε:
«Τήν θέλω άσθενή εγώ τήν φίλην μου,
ταχεΐαν, ώχράν τήν θέλω καί λευκήν, ώς νεκρικήν σινδόνην μέ είκοσι φθινόπωρα μέ
άνοιξιν καμμίαν».
Τί εποχή, στ’ άλήθεια Τί γραφικά καί
έξωπραγματικά πράματα Καί συνάμα, τί σκληροκαρδία... «Κοιλάδα τής ματαιότητας».
Πόλη «τής δουλοπαροικίας καί των πλουτοκρατών» παρέμενε ή Αθήνα. Βαβυλώνα τού
συρμού καί τής δαιμονικής μόλυνσης...
Κι όμως, μέσα σέ κείνο τό χαμό τού
κοινωνικού καί πνευατικού ολοφυρμού υπήρχαν, όπως ξανάπαμε, κάποιες
χαριτωμένες, μά καί προσγειωμένες στή ζωή υπάρξεις, πού κρατούσαν άναμμένες
εστίες στοργής, παρηγοριάς κι ελπίδας γιά τούς ενδεείς. Ήταν ένα ούράνιο φώς
πού οδηγούσε τις καρδιές σέ χώρους ανάσας. Σέ περιβάλλοντα γαλήνης καί
άνανέωσης τού κουράγιου τους. Ηταν μιά υπόσχεση, μιά ενίσχυση πού είχε
πνευματικά μά καί υλικά οφέλη. "Ηταν δηλαδή βοήθεια μέ ψωμί, μέ ενδύματα,
γιά νά άντέξουν καί νά κρατηθούν άπό τήν καθημερινή διολίσθηση καί τόν
άφανισμό. Αλλά ήταν καί παρηγοριά. Λίγο χρώμα άπό ούρανό καί άνοιγμα, πέρα άπό
τή μιζέρια
«Οί εύποροΰντες εύφραίνονται, οί πεινώντες
αίτοΰσιν άρτον καί οί γυμνοί περιβολήν. Προτείνομεν τό άπλούν τούτο μέτρον,
έστω καί κατ’ έλάχιστον άνακουφιστικόν της πενίας: Τά έν ταΐς έκκλησίαις αύριον
συλλεχθησόμενα έν τοΐς δίσκοις χρήματα νά διανεμηθώσιν εις τούς φτωχούς έκάστης
ενορίας» (Νέα Έφημερίς, Σάββατον 23-3-1891).
Τίς παραμονές καί προπαραμονές μεγάλων
έορτών ό παπα-Νικόλας έκανε πάντοτε άγρυπνία γιά νά τιμήσει τό γεγονός ή τή
μνήμη τού Σωτήρος, τής Παναγίας καί των Αγίων. Αψηφούσε, μάλιστα κάθε έμπόδιο
καί δύσκολη καιρική κατάσταση προκειμένου νά τελέσει τό εκκλησιαστικό αύτό
χρέος, πού τό θεωρούσε πολύ σημαντικό.
Οί λειτουργίες καί ξεχωριστά οί άγρυπνίες
κρατούσαν σέ εγρήγορση τούς πιστούς. Καί τούς έδιναν -έκτος άπό τ’ άλλα καί τήν
αίσθηση τής ενότητας. Τής δύναμης καί τής σωτηρίας μέσα σέ κείνο τό χάος καί τή
Βαβέλ τής άθηναϊκής διάσπασης.
ΟΙ πρώτες άγρυπνίες στήν Αθήνα άρχισαν άπό
τή Μεταμόρφωση τού Σωτήρος στό Πολύγωνο. Κι ύστερα άπλώθηκαν στόν 'Άγιο
Έλισσαΐο καί τ’ άλλα έξωκκλήσια τής Αττικής. Τό κίνητρο ήταν ή ζωντανή
μοναστική παράδοση τής ορθοδοξίας, συνέχεια τού Ησυχαστικού Κινήματος τού 14ου
αιώνα, πού τίς ρίζες του είχε βαθιά στούς πρώτους χρόνους τής Εκκλησίας.
Στηριζόταν στή «νοερά προσευχή» καί στό «Γρηγορεϊτε καί προσεύχεσθε» πού είπε ό
Χριστός.
Ό Αλέξανδρος Μωραϊτίδης δίνοντάς μας
περισσότερες πληροφορίες γι’ αύτές τίς άγρυπνίες καί ξεχωριστά στήν Αθήνα,
γράφει:
«Περί τό έτος 1870 ένας Πνευματικός, ό
παπά-Μεθόδιος, εξ Αγίου Όρους έλθών, άνήγειρε κελλία τινά περί ένα παλαιόν
ναΐσκον τής Μεταμορφώσεως, έπί ωραίου λόφου, πέραν τού Πολυγώνου καί τής
σημερινής Σχολής τών Εύελπί- δων καί συμπήξας έκεϊ ένα μικρόν Ήσυχαστήριον μετά
δύο υποτακτικών του ήρχισε, πριότη φοράν έν Άθήναις, νά τελή ιεράς Αγρυπνίας
κατά τό τυπικόν τού Αγίου Όρους. Δέν έβράδυνε δέ τό καλόν αύτό έργον τού παπά
Μεθοδίου να κοινολογηθή καί προσέλκυση πολλούς ευλαβείς εκ τε των Αθηνών καί
τοϋ Πειραιώς, οιτινες τακτικώς πλέον ένετρύφων έκεΐ, άπολαμβάνοντες μίαν
άληθινήν πνευματικήν άπό- λαυσιν επάνω εις τόν έρημικόν καί τά μάλα θεαματικόν
εκείνον λοφίσκον, εύωδιάζοντα γαλήνην, έρημίαν καί θυμάριον. Διότι έρημικόν
λίαν ήτο τό μέρος έκεΐνο, τής πόλεως έκτεινομένης μέχρι τών Χαυτείων τότε.
Έβλεπες λοιπόν έκεΐ φοιτητάς της θεολογίας καί μαθητάς, διακόνους καί
άναγνώστας, γυναίκας δέ πολυπληθείς καί παρθένους, οϊτινες όλοι, ώσάν άπό μίαν
ίεράν μέθην, μετά πολλής κατανύξεως άφωσιωμένοι εις τούς ψαλλομένους Ιερούς
ύμνους, άγνιόστους έως τότε εις τόν κοινόν λαόν, καί μόνον εις τούς ίεροψάλτας
γνωστούς, έμεταρσιοΰντο εις μίαν άφάνταστον ίεράν προσευχήν. Έξ έκείνων τών
νέων πολλοί κατόπιν διεκρίθησαν ώς κληρικοί, άλλοι εις τό Μοναχικόν τάγμα,
ηγούμενοι έδώ καί έν Άγίω Όρει γενόμενοι, καί ένας δέ έξ αύτών έγινε καί
Μητροπολίτης.
Τό μικρόν έκεΐνο άλλά θαυματουργόν
Ήσυχαστήριον υπήρξεν ακόμη και ενα γόνιμόν τω οντι φυτωριον πνευματικής
παιδεύσεως. Διότι έκεΐθεν έδιδάχθησαν αί οίκογένει- αι νά προσεύχονται
τακτικώς, νά έξομολογοΰνται, νά νηστεύωσι τάς κεκανονισμένας νηστείας, νά
μεταλαμβάνωσι τών άχράντων Μυστηρίων συχνότερον, καί νά άναγινώσκωσι κατ’ οίκον
πνευματικά βιβλία. Καί εάν καί σήμερον υπάρχουν άκόμη τοιαϋται σεμναί
οίκογένειαι, έκεΐθεν έχουν λάβει τά διδάγματα.
Μετά δέ τήν άναχώρησιν τού παπα-Μεθοδίου,
ύστερον άπό μίαν δεκαπενταετίαν περίπου, τή έντολή αύτοϋ, έξηκολούθησαν αί
ώραΐαι Άγρυπνίαι άλλ’ έν τώ ίδιωτικώ ναΐσκω τού Προφήτου Έλισσαίου πλέον, εντός
τής πόλεως, κατέναντι τών Φυλακών τού Παλαιού Στρατώνος ώς εϊπομεν, ένθα καί
μέχρι σήμερον τελούνται τακτικώτατα, έν συρροή πολ- λού κόσμου, ιδίως
γυναικείου, όπου πρός τοΐς άλλοις λαμβά νουν άφορμήν νά ένασκοΰνται καί οι
ίεροψάλται τών διαφό-ρων τής πόλεως ένοριών, έκτελοϋντες τά μελίφθογγα εκείνα
μουσικά μελωδήματα, των όποιων μόνον εν ταΐς ίεραϊς Άγρυπνίαις γίνεται χρήσις.
Έγγραφον έν Άθήναις κατά Φεβρουάριον τοϋ
1925».
Ο Άγιος Ελισσαΐος οτην οδό Άρεως. μέ τη
διατηρημένη έως τώρα πόρτα τον Λογοθέτη. Έκει λειτουργούσε ό παπα-Νικόλας
Πλανάς μέ ψάλτες τόν Παπαδιαμάντη καί τό Μωραϊτίδη. (Σχέδιο Κ. Χέλμη τον 1929).
Οί άγρυπνίες τότε ήταν μιά βαθιά,
θρησκευτική άνάγκη γιά γνήσια προσευχή. Αλλά καί μιά πνευματική άντίδραση στήν
έκκοσμίκευση τής Εκκλησίας πού μέ γρήγορους ρυθμούς πραγματοποιόταν.
Είναι ακόμη γνωστό ότι στά χρόνια τοϋ
παπα-Νικόλα υπήρχε ένας άδικαιολόγητος κι άπεγνωσμένος κατατρεγμός τής
Εκκλησίας. Ήταν μάλιστα πολύ «προοδευτικό», συνώνυμο τής νέας, εύρωπάίκής
άντίληψης, τό νά καταφέρεσαι κρυφά καί φανερά έναντίον τοϋ θεσμοϋ τής Όρθόδοξης
Εκκλησίας, των κληρικών συνολικά, καθώς καί των «υπόπτων» μοναχών.
Σιωπηλά, άλλά οπωσδήποτε βεβαιωμένα, άκόμα
καί ο'ι έπίσημες άρχές δέν άφηναν εύκαιρία πού νά μήν έκδηλώσουν τή δυσαρέσκεια
καί έχθρότητά τους, πρός κάθε ταπεινό ρασοφόρο στό πρόσωπο τοϋ όποιου έβλεπαν
τόν «άναρχικό» Παπουλάκο, τόν Φλαμιάτο κι όλους εκείνους τούς μάρτυρες τής
Όρθοδοξίας πού έδωσαν καί τό αίμα τους άκόμα γιά τήν καθαρή πίστη.
Ή βαυαρική καί οθωνική άντίληψη πού ήταν
άκόμα ζωντανή στήν Αθήνα, είχε διαποτίσει τό σύνολο τής ελληνικής διανόησης μ’
αύτή τήν άντικληρική νοοτροπία καί συμπεριφορά. Κι έπιζητοΰσε νά έπιβληθεϊ
έρήμην τοϋ θρησκευόμενου καί ταπεινοΰ λαοΰ, δημιουργώντας έτσι άντιπάθειες άλλά
καί σιωπηλές συγκρούσεις...
“Ηταν παραμονές Χριστουγέννων τοϋ 1890.
Ένας πολύ βαρύς χειμώνας.
Στόν 'Άγιο Έλισσαΐο όμως, παρά τό κρύο θά
γινόταν άγρυπνία. Καί ήταν βέβαιο, ότι θά συνέρρεε πολύς κόσμος, όπως πάντοτε
Άφοϋ καιρό τώρα τό έκκλησάκι είχε άποκτήσει καί δυό ξακουστούς ψάλτες. Ήταν ό
κυρ Άλέκος Παπαδιαμάντης καί ό κυρ-Άλέκος Μωραϊτίδης πού έψελναν κρατώντας τό
αύστηρό, άγιορείτικο τυπικό τής νυχτερινής παννυχίδας.
«Σύχναζε πολύ πλήθος προσκυνητών, ιδίως
εύλαβικές γυναίκες, έρχόταν κι ό Μωραϊτίδης, ό μητροπολίτης Πενταπόλεως
Νεκτάριος Κεφαλάς, πρωτοστατούσε δμως ό παπα- Νικόλας Πλανάς, σεβάσμιος καί
άφοσιωμένος λευΐτης. Κάθε Σάββατο έβλεπες τόν Παπαδιαμάντη νά τρέχει βιαστικός
στή θεία μυσταγωγία τού Έλισσαίου. Τίποτα δεν μπορούσε νά τόν συγκροτήσει ή νά
τόν έμποδίσει» (Γ. Βαλέτας).
Ό ναΐσκος τού Αγίου Έλισσαίου βρισκόταν στά
δεξιά, όπως άνεβαίνουμε άπό τό Μοναστηράκι, τήν όδό ’Άρεως. Απέναντι άπό τις
φυλακές τού Παλαιού Στρατώνα καί πολύ κοντά στό ναό των Ταξιαρχών καί στην
άρχαία Αγορά τής Αθήνας, μέσα στόν περίβολο τού άρχοντικού τής οικογένειας
Χωματιανοΰ Λογοθέτη στήν όποια άνήκε.
Ήταν ένα μονόκλιτο, ξυλόστεγο έκκλησάκι,
ρυθμού βασιλικού, πού στις πέτρινες, έξωτερικές όψεις του είχε έντοιχισμένα
πολλά βυζαντινά άρχιτεκτονικά άνάγλυφα. Καί τού οποίου ή άνέγερση χάνεται στά
τελευταία χρόνια τής Τουρκοκρατίας.
Λέγεται μάλιστα ότι: «Ό εύπαίδευτος καί
ενάρετος νέος Εύγένιος Λογοθέτης Χωματιανός όστις, γενόμενος κληρικός μετήλλαξε
τό όνομά του άποκληθείς Έλισσάϊος έκ τής οικογενειακής ταύτης εκκλησίας των, αν
δέν μετεβαπτίσθη αύτή εξ αύτοΰ, οίίτω- άπέθανε κατά τά πρώτα έτη τού Άγώνος, έν
πλήρει άκμή» (Δημ. Καμπούρογλου).
Ό 'Άγιος Έλισσάϊος δέν ήταν κανένας άσημος
ναός άπό άποψη άρχαιολογική, πολιτιστική ή καί ιστορική. Αλλά μετά τό 1875, μέ
τή διάδοση των άγρυπνιών άπόκτησε αίγλη έξαιρετική καί έγινε δημοφιλής, έπειδή
έκεΐ γινόντουσαντα τακτικά παννυχίδες «... καθ’ όλας τάς μεγάλας έορτάς τού
ένιαυτοϋ, Δεσποτικάς, Θεομητορικός καί Άγιων...». Καί έπειδή, γιά πολλά χρόνια
λειτουργούσε έκεΐ ό παπα-Πλανάς καί έψαλλαν καί οί δύο ξάδερφοι Άλέξανδροι.
«Τότε έκαμψα δεξιά εις την τύχη καί μετά
τινα βήματα διέκρινα έν άορίστω σχήματι τόν ναΐσκον χωσμένον εις τά βάθη τού
κυκλιδωτού περιβόλου καί είδα τό φως του τό άνέσπερον νά σελαγίζη μελαγχολικόν
καί μυστηριώδες υπό την θυρίδα των άδύτων τού Ιερού βωμού»
(Γερ. Βώκος).
Κατά τούς χρόνους αύτούς τό φτωχό
εκκλησάκι τού Αγίου Έλισσαίου στό κέντρο τής άθηναϊκής λαγνείας κι αύτα- πάτης
ήταν μιά άληθινή όαση. Ένα καταφύγιο λατρείας καί πίστης. Όσοι χριστιανοί
παρακολουθούσαν -κάποιοι μέ πάθος- τίς περίφημες άγρυπνίες ένιωθαν, στ’
άλήθεια, ως νά βρίσκονταν μέσα στόν παράδεισο. Έμοιαζε μέ κατακόμβη όπου οί
ψυχές διωγμένες άπό τήν κόλαση τής καθημερινής φρεναπάτης, αισθάνονταν
ολοζώντανη την παρουσία τού Θεού άνάμεσά τους. Καί μάλιστα όταν λειτουργός ήταν
ό παπα-Νικόλας Πλανας, ό όποιος μέ τήν άθωότητά του καί τήν ήρεμη φωνή του
μετέφερνε τό εκκλησίασμα σ’ άπόμακρους, λές άγγελικούς χώρους, όπου τό όνειρο
καί ή φαντασία καθενός άναπαυόταν.
«Τώ τού Προφήτου 'Ιερώ Ναώ συνδράμωμεν,
άμαρτωλοί καί ταπεινοί καί προσπέσωμεν, έν ίκεσίαις κράζοντες έκ βάθους
ψυχής Προφητών έγκαλλώπισμα, Έλισσαίε
τρισμάκαρ, δός ήμίν βοήθειαν, τοϊς τιμώσί σε πόθω, χειμαζομένοις έν θλίψεσι
δεινώς σέ γάρ προστάτην καί ρύστην
κεκτήμεθα»
(Άλ. Μωράίτίδης).
Ό παπα-Νικόλας πήγαινε άργότερα τό βράδυ
στις άγρυπνίες τού Άγιου Έλισσαίου. Κι έκανε έτσι έπειδή συνήθιζε νά άναπαύεται
δυό-τρεΐς ώρες, ύστερα άπό τήν ολοήμερη κοπιαστική λειτουργία πού τελούσε.
Τυλιγμένος στόν πλεχτό, μαΰρο μποξά του,
λίγο γυρτός, πέρασε τό στενό μέ τά γύφτικα καί τά τσαρουχάδικα κι αφήνοντας
δεξιά του τήν πλατεία Αδριανοΰ, στίς καρότσες, έφτασε μπροστά στά σκαλιά τοϋ
Τζαμιού.
Έκεί, τέτοια ώρα, ό τόπος ήταν έρημος. Καί
ή πιάτσα άδεια, γιατί οί περισσότεροι άμαξάδες κι οί βοηθοί τους είχαν τρυπώσει
στίς γύρω ταβέρνες, στά μαγειριά καί στά πατσατζίδικα γιά νά φάνε καί νά
ζεσταθούν.
Στό σημείο εκείνο τό κρύο ήταν τσουχτερό,
καθώς τόν χτυπούσε ό παγωμένος άγέρας πού έρχόταν πάνω άπό τό βράχο τής
Ακρόπολης. Ακλόνητος όμως, μέ μικρά, μικρά βήματα, συνέχιζε ν’ άνηφορίζει τόν
πανάρχαιο δρόμο έως δτου έφτασε στό έκκλησάκι, άπέναντι άπ’ τή Στρατώνα.
Τό βουβό αύτό χτίριο, μονοκόμματο, μαΰρο
κι άπειλητικό στήν όψη, ήταν γεμάτο άγριες μνήμες καί φαρμακερές έποχές. Τό
βλέμμα τής Αθήνας βρισκόταν πρός τά κεί στραμμένο μέρα καί νύχτα, ένεκα πού
μέσα στά θεόρατα τειχιά του γινόντουσαν φριχτά βασανιστήρια ατούς ραγιάδες
Ρωμιούς. Τρομάρα καί φόβος ήταν άκόμα, καθώς μέ τόν δγκο του καί τή μοναξιά του
άγρίευε όλη τή γειτονιά.
Στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας τό χτίριο
αύτό, πού άρχικά ήταν τό άρχοντικό τού Παλαιολόγου Μπενιζέλου, άποτε λοΰσε τό
επίσημο Κονάκι (Βοϊβοδαλίκι) τού Βοεβόδα, δηλαδή ήταν τό διοικητήριο. Καί όταν
ήρθε ό Όθωνας χρησιμοποιήθηκε ως Στρατώνας καί άργότερα ως φυλακή.
Τά βράδια, όταν έκαναν σκοπιά οί φαντάροι
στή γωνιά τού Στρατώνα, έβλεπαν μέσα άπό τό κιόσκι τους παραξενεμένοι, τόν
κόσμο πού μπαινόβγαινε στό μικρό ναΐσκο τού Αγίου Έλισσαίου.
Ό παπα-Νικόλας, ώς άνοιξε τό πορτάκι τής
έκκλησιάς μέ τά χρωματιστά τζάμια καί μπήκε μέσα, αίσθάνθηκε τή ζέστη καί τότε
πήρε άνάσα Ό μικρός ναός ήταν κατάγιομος άπό τόν κόσμο, βυθισμένος σέ
μυστηριακή άτμόσφαιρα. Μονάχα λίγα λαδοκάντηλα καί μερικά κεράκια έφεγγαν,
φωτίζοντας άμυδρά τά βιβλικά πρόσωπα των ψαλτάδων καί των άνα- γνωστών. Καθώς
καί κάποιες μορφές προφητών καί άγιων πού ήταν εικονογραφημένες. "Οπως τοΰ
Προφήτη Έλισσαίου καί Ήλία, τοΰ Προδρόμου, τής Παρθένου, τοΰ Ίησοΰ καί τής
Φιλοθέης, πού είχαν ζωγραφιστεί σέ μεγάλο μέγεθος.
Μόλις κατάλαβε τό συνωστισμένο πλήθος τόν
έρχομό τοΰ παπα-Νικόλα κινήθηκε ώς άπαλό κύμα τής θάλασσας πέρα- δώθε. Κι
άκούστηκε ένας ψίθυρος:
-Ό παπα-Νικόλας
-Ήρθε ό παπα-Νικόλας... Καί μεμιάς
έστρεψαν όλοι πίσω, πρός τή μικρούλα πόρτα γιά νά τόν δοΰν Όσοι μάλιστα
βρίσκονταν εκεί κοντά, προσπαθοΰσαν νά άσπαστοΰν τό χέρι του. Κι άλλοι άπλωναν
τις παλάμες τους νά τόν άγγίξουν.
«..."Οταν είσήλθα έδέησε νά σπρώξω
δι’ δλης τής δυνάμεως τοΰ σώματός μου καί τότε ή θύρα ήρέμα ύπήκουσε, τής
άνθρωπομάζης ήτις έπλήρου τόν ναΐσκον άπαλώτατα καμφθείσης πρός τά ένδον, ώστε
εύρέθη τόπος καί δι’ έμέ. Ήταν δέ γραιαι πολλαί καί γυναίκες ώριμου ήλικίας καί
νεάνιδες τρυφερώταται καί μητέρες μετά τών θηλαζομένων νηπίων εις τάς
άγκάλας... άνθρωποι δέ τοΰ λαοΰ ϊσταντο πρό τών γυναικών εύλαβώς εν άφορήτω
συνωστισμώ... Τοΰ άρθρου ψαλλομένου άντήχησεν εις γνήσιον βυζαντινόν μέλος,
περιπαθές καί σεμνότατον, ή φωνή τοΰ δεξιοΰ ψάλτου ψάλλοντος έκ τοΰ κανόνος τήν
ζ' ώδήν... Ήσαν δέ ψάλται ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί ό Αλέξανδρος
Μωραϊτίδης...» (Γερ. Βώκος).
Ό παπα-Νικόλας ώς μπήκε στή θαλπωρή τής
έκκλησιάς έβγαλε τόν μποξά του. 'Ύστερα πήρε κερί άπ’ τό παγκάρι τ’ άναψε κι άφοΰ
τό κράτησε μέ τ’ άριστερό χέρι, έκανε μετάνοιες καί προσκύνησε δλες τις
εικόνες. Κατόπι στάθηκε καταμεσίς τοΰ ναοΰ καί γυρίζοντας πρός τό έκκλησίασμα
τό εύλόγησε στά τέσσερα σημεία τοΰ ορίζοντα καί μπήκε στο 'Άγιο Βήμα. Έκεΐ
φόρεσε πετραχήλι καί φελόνι καί ξαναβγήκε στην Ωραία Πύλη θυμιατίζοντας, ένώ
μπροστά του έστεκε πάντοτε ό λαμπαδοϋχος καλόγερος.
'Η άγρυπνία είχε ξεκινήσει βέβαια άπό πιό
νωρίς. Ό λαμπαδάριος Χριστοφίλης, ένας ψηλόλιγνος, καλοκάγαθος άνθρωπος είχε
χτυπήσει τήν καμπάνα. Καί υστέρα άναψε τά καντήλια καί έβαλε μπόλικο, άρωματικό
θυμίαμα στό θυμιατό καθοδηγούμενος άπό τόν εκκλησιάρχη καί τυπικάρη κυρ Άλέκο
Παπαδιαμάντη.
Στό μεταξύ ό παπα-Χρύσανθος μέ τή λευκή
γενειάδα του, βοηθούμενος καί άπό δυό-τρεΐς άγιορεϊτες μοναχούς, άρχισε τό Μικρό
Εσπερινό. Κι ως τελείωσε φάνηκε κι ό παπα- Νικόλας.
«Ή γειτονιά συρρέει ταχτικότερη τώρα στις
άγρυπνίες τού άγιου Έλισσαίου. Πιστοί άπό άλλες ένορίες άρχίζουν νά ’ρχονται
έδώ. Καί μεγάλοι ψάλτες, πού θέλουν νά διδαχθούν τό βυζαντινό ύφος, φτάνουν άπό
νωρίς ν’ άκούσουν τόν κυρ-’Αλέξαντρο. Άπό τό φθινόπωρο κ’ ύστερα τό εκκλησίασμα
είναι τόσο πυκνό καί τόσο ταχτικό, πού δέ μένει χώρος γιά ξένους» (Μιχ.
Περάνθης).
Τότε στάθηκε καταμεσίς τού Ιερού ό
παπα-Νικόλας καί μέ τήν ήρεμη, άπαλή φωνή του ξεκίνησε τό Μεγάλο Εσπερινό.
-«Εύλόγησον Δέσποτα... Δόξα τή άγια καί
όμοουσίω καί ζωοποιώ Τριάδι»... ένώ ταυτόχρονα ό εκκλησιάρχης άρχισε νά ψάλλει:
-«Δεύτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν τώ
βασιλεΐ ημών Θεώ...».
Άπό κείνη τή στιγμή καί ύστερα ό Μέγας
Εσπερινός μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια καί κατάνυξη προχωρούσε μαζί μέ τήν
παγωμένη νύχτα έξω πού σκέπαζε τήν κοιμισμένη Αθήνα.
Αληθινή μυσταγωγία. Αίσθηση άπόλυτης
γαλήνης καί έκστασης. "Ενθεη προσήλωση τού πλήθους στό κύλημα καί τή ροή
της άγρυπνίας. "Ελεγες πώς δέν βρισκόταν πάνω στή γη ό λειτουργός. Αλλά οί
άγγελοι τόν κρατούσαν ψηλά σε σύννεφα, πάνω άπό τις άνάσες καί τά βλέμματα των
άνθρώπων.
Ξεχωριστά, τά μικρά παιδιά πού υπηρετούσαν
μέσα στό 'Ιερό έμεναν έκθαμπα, καθώς τούτο, τό θαυμαστό γεγονός τό έβλεπαν μέ
τά ίδια τά άθώα μάτια τους ώς οπτασία καί φαντασία
-Μάνα ό παπάς, ό παπα-Νικόλας πετάει,
πετάει ψηλά, είπε ενα δεκάχρονο αγορακι.
Καί κείνη γιά νά ηρεμήσει τό παιδί της, τό
καθησύχασε:
-Μή φοβάσαι, γιέ μου, έτσι συμβαίνει σ’
δλους τούς πα-πάδες πού λειτουργούν
-Καί τί κάνουν δηλαδή;
-Μιλούν μέ τό Θεό..
Μά τότε κι ένας άλλος μικρός πετάχτηκε κι
άρχισε νά φωνάζει:
-Γιαγιά, γιαγιά ό παπάς περπατάει στον
άέρα, νάτος.. Νάτος..
«Παιδάκια άθώα τόν έβλεπαν ίστάμενον
ύψηλότερον τού έδάφους όταν Ιερουργούσε. Μέ μίαν λέξιν ό πατήρ Νικόλαος Πλανάς,
υπήρξε προσωπικότης αγία, προβαλλομένη είς δλους μας πρός μίμησιν...» έγραφε
άργότερα ό παπα-Γιάννης, γιά νά διακηρύξει τήν άγαθότητα καί τήν όσιότητα τού
παπα-καλόγερου τής Αθήνας Πλανά.
Έλισσαίου προφήτου
τόν ναίσκον τιμήσας
άνεδείχθης ένδόξως
συνυπάρχων άγίοις
καί δρέπων παράδεισον.
Συ καί χράλτας έδέχθης ’
Αλεξάνδρων δυάδα
Σκιαθίων τό κλέος τούς τοϋ λόγου τήν
τέχνην
έν πίστει άνυψώσαντος.
Φώτης Λημητρακόπουλος
"Οπως πάντοτε στις άγρυπνίες αύτές
τοΰ Αγίου Έλισσαίου βρισκόταν καί ή «Ίδιοκτήτρια τοΰ παρεκκλησίου καί
έκκλησιάρχισσα των παννυχίδων, ή σεβάσμια μήτηρ Ολυμπιάς, σπλαχνική καί
ευλαβική γυναίκα πού είχε τόν τρόπο της, καί τό σπίτι της τό πλούσιο ήταν
άνοιχτό σε κάθε φτωχό καί κατατρεγμένο».
Τό σπίτι αύτό ξεχώριζε σε μιά πάροδο, πίσω
άπό τόν 'Άγιο Έλισσαϊο λίγα βήματα μόνο μακριά καί συγκροτούσε στήν
πραγματικότητα μιά άλλη «κατ’ οίκον» έκκλησία, πού προκαλοΰσε τόν ίδιο σεβασμό
καί τήν ίδια πνευματική έλξη με τό εκκλησάκι στούς θεοφοβούμενους άνθρώπους.
Ήταν ένα συνηθισμένο, δίπατο, άθηναϊκό
οίκημα μέ υπερώο, λιακωτό, σκάλα, ταράτσα, μαγειριό καί τούς άλλους, χρήσιμους
χώρους. Μά πού ή διαφορά του βρισκόταν στό ότι τό μέσα θάλαμο τοΰ σπιτιοΰ όπου
κατείχε μόνιμα ή σεβάσμια κείνη οικοδέσποινα, τόν είχε μετατρέψει σέ άληθινή
έκκλησία, χωρίς τέμπλο καί Ιερό.
Οί τοίχοι ήταν γεμάτοι σχεδόν άπό
εικονίσματα τής Παναγίας καί πολλών Αγίων, μεγάλα, μικρά, άσημωμένα, άπλά, παλαιάς
καί νέας άγιογράφησης. Καντήλια έπίσης έκαιγαν άκοίμητα νύχτα καί μέρα,
τοποθετημένα πάνω σέ κεντημένα καλύμματα.
Σ’ αύτό τό μεγάλο θάλαμο μέ τήν εύωδιά τοΰ
καθαροΰ κεριοΰ καί τοΰ θυμιάματος προσευχόταν ή μητέρα "Ολυμπιάδα, άλλά
γινόντουσαν καί Ιερές άκολουθίες καί συνάξεις πνευματικές τοΰ παπα-Νικόλα.
Ή Όλυμπιάδα ήταν χήρα καί άτεκνη. Είχε
δμως μιά θετή άνεψιά πού έμενε μαζί της μέ τά παιδιά της. Καί διακατεχόταν κι
έλόγου της άπό τά ίδια φιλάνθρωπο, χριστιανικοί αισθήματα της φιλοξενίας.
Εξάλλου, καθημερινά περνοΰσαν άπό τό
άνοιχτό αύτό σπίτι τής άγάπης φτωχοί άγιορειτες μοναχοί, ναυτικοί, ταξιδιώτες,
φίλοι, ξένοι προσκυνητές άπό τήν Ανατολή, συγγενεϊς άπό τά νησιά τοΰ Αιγαίου,
ακόμα κι ολόκληρες οικογένειες πού είχαν ανάγκη
Σ’ αύτό τό φιλόξενο σπίτι δειπνούσε
τακτικά, άναπαυόταν, άλλά καί διανυκτέρευε κι ό παπα-Νικόλας Πλανάς. Τελούσε
θρησκευτικές πράξεις καί συγκέντρωνε τή γυναικεία άκολουθία του γιά μελέτη τής
Βίβλου.
Ακόμα δέν είχε ψέξει ή μέρα, όταν τέλειωσε
ή άγρυπνία. Τό κρύο έξω στην Αθήνα, όπως πάντα τό χειμώνα ήταν τσουχτερό. Καί
γι’ αύτό πολλά γυναικόπαιδα καί γέροντες κούρνιασαν λίγο μέσα στό ναό ίσαμε νά
ξημερώσει. Ένώ άλλοι, πού κάθονταν ένα γύρο στόν 'Άγιο Έλισσαίο βγήκαν στό
σκοτάδι νά πάνε στά σπίτια τους. Κάμποσοι όμως άπό τή στενή συντροφιά τής
Ολυμπιάδας, καθώς καί οί συντελεστές τής άγρυπνίας είχαν προσκληθεί στό σπίτι.
Ή «σεβάσμια ίδιοκτήτρια» μάλιστα, γιά τό
λόγο αύτό έφυγε πρώτη. Κι ύστερα άκολούθησαν ξοπίσω της οί δυό ψάλτες, οί
Άλέξανδροι δηλαδή, ένας-δύο μοναχοί, ό καντηλανάφτης, ό άγιογράφος κυρ Φώτης, ό
διανοούμενος κυρ Κωστής, ό παπα-Νικόλας Πλανάς, ό Φιλόθεος...
"Ολους αύτούς, κρατώντας μιά μικρή
λάμπα μέσα στό σκοτάδι, τούς υποδεχόταν ή μητέρα - Όλυμπιάδα στή σκάλα τοΰ
σπιτιού φορώντας πάντα τή μαύρη καλύπτρα της καί τόν άσημένιο σταυρό στό
στήθος. Κι άμέσως τούς περνούσε στό μεγάλο δωμάτιο πού έμοιαζε μέ άληθινό
έκκλησάκι
Εκεί, έκτος άπό τή θαλπωρή τής πνευματικής
σύναξης, υπήρχε κι ένα μεγάλο, χάλκινο μαγκάλι άναμμένο στή μέση τής κάμαρης.
Καί μοιραζόταν στόν καθένα εύτύς μιά ζεστή φασκομηλιά μέ παξιμάδια κι έλιές γιά
νά συνέλθει άπό τό πρωινό κρύο.
Ο παπα-Νικόλας Πλανάς ερμηνεύει το
Ευαγγέλιον στην κατ΄οίκον Εκκλησία των μαθητριών του
Έτσι σέ λίγο όλοι αϊσθάνθηκαν ώραΐα. Καί
χαμηλόφωνα στήν άρχή, ύστερα πιό ζωηρά ξεκίνησαν κάποιες κουβέντες, σχόλια καί
διηγήσεις γιά διάφορα πνευματικά ζητήματα. Τό έφερνε ή ώρα καί δέν μπορούσε νά
γίνει άλλιώς "Ολα όμως λέγονταν μέ σοβαρότητα, μέ εύθύνη καί σημασία.
Επειδή οί πιότεροι ήταν άνθρωποι των γραμμάτων. Κι επειδή ή περίσταση τότε δε
σήκωνε χωρατά καί φλυαρίες τις τυχαίες.
Σέ λίγη ώρα κι ό παπα-Νικόλας ξεκουραζόταν
στή συνηθισμένη πολυθρόνα του. Καί μέ άληθινή ευχαρίστηση ρουφούσε τή ζεστή
φασκομηλιά του, υστέρα άπό τόσες ώρες ψάλσιμο κι ορθοστασία.
’Άκουγε άμίλητος τά όσα λέγονταν άπό τούς
συμποτικοΰς άδελφούς. Κι αν κάποτε τόν ρωτούσαν γιά ένα όποιοδήποτε ζήτημα,
έκεΐνος στερεότυπα άποκρινόταν:
-Έτσά, έτσά εϊν’ αυτά παιδιά μου
Ωστόσο μέ τήν κουβέντα πλάι στό μαγκάλι,
κύλησε ή ώρα. Έφεξε ό Θεός τή μέρα καί σιγά-σιγά άρχισαν ν’ άποχωροϋν οί
άγρυπνιστές τοΰ Αγίου Έλισσαίου γιά τίς δουλει¬ές τους. Μόνο ό παπα-Νικόλας δέν
έλεγε νά τό κουνήσει άπό τή θέση του Είχε βουλιάξει κυριολεκτικά στό μαλακό
κάθισμά του άπό τήν κούραση καί μ’ άκουμπισμένο τό κεφάλι στ’ άριστερό του
χέρι, είχε βυθιστεί σέ μακάριο ύπνο. Ήταν μιά συνηθισμένη εικόνα τοϋ
παπα-Νικόλα Γι’ αύτό καί κανείς δέν τόν τάραξε. Μονάχα ή σεβάσμια οικοδέσποινα,
σέ κάποια στιγμή, ώς έφυγαν όλοι, προσεχτικά καί μέ τρυφερότητα άπλωσε πάνω στά
πόδια του ένα μάλλινο σάλι καί τόν άφησε μονάχο του σέ κείνη, τήν εύφρόσυνη
ώρα.
«Γλυκύς ό ύπνος του δούλου...
Δίκαιοι δέ εις τόν αιώνα ζώσι, καί εν
Κυρίω ό μισθός αύτών, καί ή φροντίς αύτών παρά Ύψίστω».
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου