ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ό καιρός ή όρφανεμένη από
πατέρα φαμελιά τής κυρα-Αύγουστίνας έβρισκε τόν εαυτό της καί τό δρόμο της.
Κανένας πανικός, καμιά ανησυχία πιά δέν θόλωνε τή γαλήνη τοΰ σπιτιού καί την
πίστη τους. Σιγά-σιγά όλα τακτοποιόντουσαν. Καί τά σημάδια έδειχναν ότι ή ζωή
θά προχωρούσε σέ καλύτερες μέρες.
Ένα πλήθος νησιώτες άπό τή Νάξο, εξάλλου,
πού είχαν εγκατασταθεί στοϋ Ψυρρή, στό Γαλάτσι, στό Πολύγωνο καί στην Πλάκα,
έρχονταν συχνά στό σπίτι των Πλανάδων νά τούς κάνουν βίζιτα. Νά μιλήσουν γιά τό
νησί, γιά τούς άνθρώπους καί τά πηγαινέλα τους. Καί νά βοηθήσουν ακόμα κάποια
προβλήματα στή λύση τους. Δέν πέρασε μάλιστα πολύς καιρός καί ή κυρα-Αύγουστίνα
δέχτηκε νά στεφανώσει τή θυγατέρα της Σουσάνα μ’ ένα καλό νέο άπό τόν Πειραιά,
τόν Ιωάννη Μετοχαράκη. Γι’ αύτό τό σκοπό ταξίδεψε καί στή Νάξο κάμποσες φορές
καί τακτοποίησε τά περιουσιακά ζητήματα. Υπόγραψε προικοσύμφωνα καί τ’ άλλα, τά
άναγκαϊα καί τά πρέποντα γιά τήν εξασφάλιση τοΰ παιδιού της.
Ό Νικόλας στό μεταξύ δέ στεκόταν άπραγος.
Στήν άρχή έφευγε σέ μακρινούς μοναχικούς περίπατους. Καί έπισκεπτόταν έκκλησίες
καί μοναστήρια. Συνδιαλεγόταν μέ φωτισμένους κληρικούς, θεολόγους καί μοναχούς.
Καί κέρδιζε καθημερινά σέ γνώση καί ώριμότητα. Συχνότερα όμως παρακολουθούσε
έσπερινούς κι άλλες άκολουθίες, παίρνοντας μέρος πότε στό άναλόγιο καί πότε
μέσα στό Ιερό στις διά-φορες χρείες των ιερέων.
Έτσι λίγο-λίγο άνθιζε στην ψυχή τού
παλικαριού ή θρησκευτική ζωή κι έτοιμαζόταν καί πρακτικά ό άφοσιωμένος λευίτης
τής Όρθοδοξίας. Έβρισκε μάλιστα πώς αύτό πού έκανε ήταν φυσική συνέχεια τής
παράδοσης καί τής έπιθυ- μίας πού είχε μέσα του.
Τελευταία είχε άνακαλύψει κι ένα άπόμερο
εκκλησάκι, πέρα άπό τήν Αθήνα, στούς έρημους άγρούς τού Πολύγωνου, τή
Μεταμόρφωση. Εκεί γίνονταν μεγάλες καί συχνές συνάξεις άπό καλόγερους τής
Σκιάθου καί τού Αγίου Όρους, ιερείς κι άλλους πνευματικούς άνθρώπους πού τίς
παρακολουθούσε μέ ζήλο ό Νικόλας.
Σ’ αύτές τίς συνάξεις καί τίς
συναναστροφές ό Νικόλας έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση κι άκουγε πολλά γιά τήν
Εκ-κλησία, τήν παπαδοσύνη, τήν τέχνη τής ψαλτικής καί τήν τάξη τών άκολουθιών.
Συνάμα άποκτούσε καί γνωριμίες χρήσιμες μ’ άνθρώπους πού συμπαθούσαν τή
συμπεριφορά του κι ήταν πρόθυμοι νά τόν συντρέξουν.
Από αύτές τίς πολύωρες περιπλανήσεις του
στήν Αθήνα ό Νικόλας γυρνούσε σπίτι κατάκοπος. Μά φαινόταν ολοένα καί πιό
εύχαριστημένος. Καί τό σπουδαιότερο: έχοντας πάντα μαζί του καί φιλέματα,
προσφορές καί παράδες. Επειδή, ένεκα τής εύγένειάς του, τής άρετής καί τής
ταπεινοφροσύνης του πολλοί ήταν έκεΐνοι πού τού άνάθεταν καί διάφορα θελήματα
νά φέρει σέ πέρας. Καί κείνος άγόγγυστα τά έκτελοΰσε γρήγορα καί
άποτελεσματικά.
Καί όχι μόνο αύτό Αλλά καί ό ίδιος στήν
προθυμία του άνακάλυπτε τρόπους νά διακονεΐ κι ένα πλήθος άνήμπορους άνθρώπους
πού δέν είχαν άπό πουθενά βοήθεια.
Ό ναός τής Μεταμόρφωσης τον Σωτήρος στην
Πλάκα (Αλλίκοκου), έτσι όπως ήταν στά 1921-1922, άπό σχέδιο άγνωστον
σκιτσογράφου.
'Η Μεταμόρφωση τοϋ Σωτήρος
«Ή Εκκλησία αυτή εύρίσκεται εις τόν πλατύν
δρόμον τοϋ Άλλίκοκου, τήν σημερινήν οδόν Κυδαθηναίων καί είναι ή κυριοτέρα
Εκκλησία τής Πλάκας. Ήτο βυζαντινός ναός σταυροειδής μέ τρούλον. ’Επεκταθείς
εις τήν δυτικήν πλευράν του διά νέων κτισμάτων παρεμορφώθη. Οί Κοττάκηδες καί
’Αλλίκοκοι ήσαν ίσως λείψανα τής Φραγκοκρατίας, άλλ’ έξαθηναϊσθέντες προσήλθον
εις τήν ορθοδοξίαν καί έκτισαν Εκκλησίαν».
Δημητριός Σισιλιάνος
Έτσι ή φήμη τοΰ Νικόλα, ιδιαίτερα στίς
συνοικίες τοΰ Ψυρρή καί τής Πλάκας όπου
σύχναζε πιότερο, άπλωνόταν. Φήμη ενός καλοΰ άειπλάνητα νέου, άμέριμνου, άλλά
πιστοΰ θεληματάρη των ανθρώπων καί τοΰ Θεοΰ, πού ώς πουλί πετούμενο μετέφερνε
τή μαρτυρία μιας έντιμης καί έμπιστης ύπαρξης. Δίχως δικό του θέλημα, παρά
μονάχα τό θέλημα τοΰ Θεοΰ καί των ανθρώπων πού είχαν χρείες, ό Νικόλας πρόθυμος
καί άκούραατος διακονοϋσε ατό έργο τοΰ ποιμνίου άπό μιά άλλη θέση. Κι ήταν αυτό
εύλογία γιά όλους σέ κείνες τις θολές καί σβησμένες άπό έμπιστοσύνη μέρες τής
Αθήνας.
«Μακάριος έκεϊνος πού ένέκρωσε τελείως τό
θέλημά τον καί παρέδωσε τήν φροντίδα τής ψυχής του στόν έν Κυρίω οδηγό καί
διδάσκαλό του. Αύτός θά σταθεί στά δεξιά τοϋ Σταυρωθέντος».
Ιωάννης τής Κλίμακος
Εξάλλου καί «Οί πατέρες ονόμασαν τήν
ψαλμωδία όπλο, τήν προσευχή τείχος, τά καθαρά δάκρυα λουτρό, ένώ τήν μακαρία
ύπακοή τήν έχαρακτήρισαν ώς μαρτύριο. Χωρίς ύπακοή, κανείς άπό τούς έμπαθεΐς
δέν θά κατορθώσει νά δει τόν Κύριο».
Ωστόσο, ένώ βρισκόταν όλημερίς στούς
δρόμους τής Αθήνας, ό Νικόλας, καί ώς άληθινός πλάνης καί φιλόπονος θεληματάρης
έκανε τοΰ κόσμου τις παραγγελίες, δέν ένιωθε καμιά στενοχώρια, ούτε θλίψη ούτε
κόπωση. Κι ούτε άκόμα, καθώς κυλούσαν τά χρόνια, τόν έκοφτε πού ό ίδιος δέν
είχε κατορθώσει τίποτα πού νά τοΰ άνήκει. Αντίθετα χαιρόταν τή φτώχεια του.
ΤΗταν ένας «έλάχιστος άδελφός», πού έκανε τό θεληματάρη, τόν έμπιστο
μαντατοφόρο, τό φύλακα καί άκούραστο διάκονο τής άνάγκης καί τής σύντρεξης. Κι
αύτό τόν ικανοποιούσε. Πίταν μιά άλλη, άξόδιαστη ελευθερία πού έλόγου του μόνο
γνώριζε τήν άξια της.
Ένα ολόκληρο έξάμηνο βρισκόταν μεσοστρατίς
ό Νικόλας μέ τά πηγαινέλα του στά θελήματα καί στις χρείες των ανθρώπων. Μά την
Κυριακή πήγαινε πάντοτε στή Μεταμόρφωση τοΰ Σωτήρος Πλάκας νά λειτουργηθεί.
Αλλά συχνά καί γιά νά κάνει τόν καντηλανάφτη, τόν λαμπαδάρη ή νά διαβάσει άπό
τό άναλόγιο τίς προφητείες. Κι άκόμα, γιά νά κάνει διάφορα διακονήματα μέσα κι
έξω άπό τό ναό, τά όποια τοΰ άνέθεταν οί έπίτροποι καί πιότερο ό εφημέριος
παπα-Γρηγόρης 'Ιερομνήμονας.
Ό καλός αυτός ποιμένας διαμέσου τοΰ Χιώτη
γερο-ναυτικοΰ είχε γνωρίσει καί είχε συνάψει στενή φιλία μέ τό Νικόλα. Καί πές
ότι τόν είχε πιά κάτω άπό τήν πατρική προστασία του...
Αλλά καί οί ενορίτες τοΰ Άλλίκοκου
γνώριζαν πιά τό Νικόλα κι όπου καλό σοΰ θέλει... Γλυκός ό λόγος τοΰ Νικόλα.
Τρυφερή καί στοργική ή άνταπόκριση των άνθρώπων. Ταπεινό τό φρόνημα κι ευγενικό
τοΰ πρόθυμου θεληματάρχη. Αλλά κι άμέτρητη, δίχως εμπόδια καί δισταγμούς ή
φιλοξενία καί οί παροχές των άνθρώπων.
Ό ναός τής Μεταμόρφωσης τοΰ Συπήρος στήν
Πλάκα όπου σύχναζε μόνιμα ό Νικόλας είναι μιά πανάρχαιη Εκκλησία. Ένα γύρω
ατούς δρόμους καί στά στενοσόκακα είναι πυκνωμένοι όλοι οί ίσκιοι τής ιστορίας
των Αθηνών. Καί γύρω άπό δαΰτον βρίσκονται σπίτια, σπιτόπουλα καί δίπατα ή
τρίπατα καλλιμάρμαρα άρχοντικά σημαντικών άνθρώπων τοΰ τόπου, όπως τοΰ Σκουζέ,
τοΰ Νικόδημου, τοΰ Κωνσταντίνου Οικονόμου, τοΰ Τοτόμη, τοΰ Δεληγιώργη, τοΰ
Διομήδη, τοΰ Κανάρη, τοΰ Μπενιζέλου, τοΰ Ζυμβρακάκη, τοΰ Κυριαζή καί άλλων
γνωστών Ρωμιών καί Φιλελλήνων.
Απ’ αύτή τήν εκκλησία πέρασαν, κατά
καιρούς, σπουδαίοι κληρικοί καί ποιμένες πού δίδαξαν τό λόγο τοΰ Θεοΰ. Κι
άνάμεσάτους ό νομοδιδάσκαλος Κων. Οικονόμου (1780-1857), ό Απόστολος Μακράκης
(1831-1905), ό Μιχαήλ Γαλανός (1862-1948) καί πολλοί Ιεροκήρυκες περαστικοί άπό
τήν Αθήνα.
Κατέναντι τοϋ αυλόγυρου τού ναοϋ, στά
βορειοδυτικά, σ’ ένα μικρό, άδιέξοδο στενάκι, βρισκόταν καί υπάρχει άκόμα τό
σπίτι τοϋ παπα-Γρηγόρη Ίερομνήμονα. Τοϋ ένάρετου έφημέριου, πού ήταν παράδειγμα
άληθινό χριστιανοϋ λειτουργού καί φαμελίτη.
Καθημερινά τό σπιτάκι τοΰ παπα-Γρηγόρη
ήταν άνοιχτό στους ένορίτες. Καί ποιος δεν πέρναγε άπό κεϊ ’Άλλοτε γιά χρείες,
κι άλλοτε γιά επίσκεψη. Κι ήταν αυτοί άνθρωποι τής φτωχολογιάς, μά καί τής
υψηλής τάξης πού έρχονταν στόν καλό ποιμένα γιά χίλια-δυό πράγματα
Τελευταία λοιπόν ποΰ τόν έψαχνες ποΰ τόν
έβρισκες καί τό Νικόλα, πηγαινοερχόταν στό παπαδόσπιτο γιά θελήματα, ή καθόταν
μέ τις ώρες καί συνομιλούσε μέ τόν παπα-Γρηγόρη. ·
Νέος άνθρωπος ήταν ό Νικόλας. Λογιώ-λογιώ
κύματα χόρευαν μέσα του καί τόν ταρακουνοΰσαν. Καί συχνά βρισκόταν σέ άπορίες
καί διλήμματα, στά όποια δέν είχε τί νά άπαντήσει. Έτρεχε τότε στόν
παπα-Γρηγόρη γιά νά πάρει τις πρεπούμενες άποκρίσεις. Νά φωτιστεί. Αλλά καί γιά
νά βρει συχνά κρησφύγετο οτή θλίψη του καί ατούς πειρασμούς του άπό τις παγίδες
τής ζωής.
Γιά τήν πατρική αύτή συμπεριφορά καί
στοργή του πρός τό Νικόλα, ό παπα-Γρηγόρης ώς κίνητρο δέν είχε μόνο τά
αίσθήματά του, άλλά καί τήν συγκατάθεση τής κυρα - Αύγουστίνας, τήν οποία
επισκεπτόταν πολλές φορές στό σπίτι της καί κουβέντιαζαν ώρα πολλή. Καί τή
δεχόταν καί στό δικό του κονάκι γιά νά μιλούνε τά ζητήματα τοΰ Νικόλα καί νά
μελετούνε τά βήματα πού έπρεπε νά κάνει στή νέα ζωή του στήν Αθήνα...
Αρχές τοϋ Αύγούστου 1878 ό ναός είχε
μεγάλη κίνηση. Σέ λίγες μέρες θά γινόταν ό πανηγυρικός έορτασμός της
«Μεταμόρφωσης τοϋ Κυρίου καί Θεοΰ καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» μέ
προεξάρχοντα τόν πανιερώτατο Μητροπολίτη Προκόπιο τό Β', πολλούς παπάδες καί
πλήθος κόσμου.
«Θέλων έπιδεΐξαι τοϊς Μαθηταίς δύναμιν εξ
ύψους καί σοφίαν παρά Πατρός, έν όρει άνήλθες Χριστέ τω Θαβωρίω καί λάμψας ώς Δεσπότης τούτους έφώτισας».
Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό, όπως γινόταν
κάμποσα χρόνια τώρα, ό Νικόλας νά βρίσκεται στά μέσα καί στά έξω τής γιορτής.
Νά έχει καθημερινά πηγαινέλα καί νά σηκώνει μεγάλο βάρος τής προετοιμασίας τοϋ
ναού. Έτσι γύριζε άργά τό βράδυ στό σπίτι του κατάκοπος γιά νά ξαποστάσει καί
μέ τά χαράματα νά βρεθεί καί πάλι στην έκκλησιά γιά νά έκτελέσει τά όρντινα τοϋ
παπα-Γρηγόρη καί των έπιτρόπων.
Παρ’ όλη τήν κόπωση όμως ήταν πάντοτε
εύχαριστημένος, επειδή ό παπα-Γρηγόρης θά τόν σύσταινε στό Δεσπότη καί επίσημα
θά έκανε μετάνοια στην πανιερότητά του.
Τό καλοκαίρι έκεΐνο υπήρξε πολύ γλυκό. Κι
άργά τά βράδια ό έφημέριος τής Μεταμορφώσεως τοϋ Σωτήρος παπα-Γρηγόρης,
κρατούσε συχνά τό Νικόλα στό λιτό δείπνο τής ψαμελιάς του. Κάθονταν έξω, στό
περίφρακτο κηπάκο πού είχε κι έτρωγαν. Κι άργά, μέ τη δροσιά, τραβοΰσε γιά τό
σπίτι τής μητέρας του γεμάτος εύχάριστα μηνύματα καί παράδες, ώς επίσημος πιά
θεληματάρχης τής εκκλησίας.
-Νικόλα, παιδί μου, πρώτο καί κύριο σημάδι
τοϋ καλού χριστιανού είναι ή ύπακοή, τού ’λεγε καί τού ξανάλεγε ό παπα-Γρηγόρης.
Άπό τήν ύπακοή γεννάται ή ταπείνωση. Άπό τήν ταπείνωση ή άπάθεια. Καί άπό τήν
άπάθεια πάλι ή ταπεί-νωση. Έτσι δέ λέει σάμπως καί ό Κύριός μας; «Ό ύπομείνας
εις τέλος ούτος σωθήσεται». Όσοι λοιπόν υποτάσσονται μέ άπλότητα στό Θεό καί
στήν άγάπη τών άνθρώπων, τελειώνουν καλά τό δρόμο τους. Καί μοιάζουν ώσάν τό
σίδερο, πού πυρωμένο άπό τή φωτιά τό κάνει ό γύφτος ό,τι θέλει
-Υπάρχουν, όμως, καί σπουδαγμένοι
άνθρωποι, παπα - Γρηγόρη, πού δέν σκάφτουν τό κεφάλι στή δόξα τού Θεού,
άντίλεγε ό Νικόλας.
-Έχεις κάτι συγκεκριμένο κατά νοΰ, γιέ
μου;
-Κι άμέ Πώς δέν έχω.
-Ποιόνε;
-’Άς μή ονοματίζουμε τωρα δά πρόσωπα.
-Ξέρω, ξέρω ποιόν συλλογάσαι, Νικόλα. Μά
είμαστε άναμεταξύ μας καί κανείς δέ μάς άφουγκράζεται.
-Ό κυρ-Μακράκης, αυτός είναι πού άντί νά
χτίζει, έγώ θαρρώ ότι γκρεμίζει τίς ψυχές... Τόν άκούγω καιρό τώρα καί δέ μιλώ.
-Μπράβο, Νικόλα, παιδί μου
-Έτσά είναι δηλαδή;
-Όπως τό λές είναι Καί μή βλέπεις πού
συρρέει κόσμος καί τόν άκούει. Στό βάθος είναι άνθρωπος εγωιστής, περήφανος. Κι
αύτά πού λέγει είναι σοφίσματα καί φαντασίες.
-Δέν είναι λόγια τής Εκκλησίας αύτά πού
κηρύττει, άλλά έδικά του
-Ακριβώς Γι’ αύτό δέν πρέπει νά τούς
δίνουμε σημασία. Ό δρόμος ό έδικός μας βρίσκεται μέσα στό ναό όλημερίς μέ τό
Συναξάρι, τό κερί, τό λιβάνι, τίς εικόνες καί τίς άκολου θίες μας.
-Άμέ, έλόγου του, είναι μόνο λόγια, λόγια
καί τίποτις άλλο...
-Φύλαγε, λοιπόν Νικόλα, μέσα σου καλά
αύτές τίς στέριες γνώμες κι άν κάποτε τίς άκούσει κι ό πανιερώτατος θά χαρεΐ
πολύ.
-Τί στοχάζεσαι, γέροντα;
-Λίγος καιρός μένει καί θά πάψεις Νικόλα
νά ’σαι λαμπαδάρης καί θεληματάρχης. Ήρθε τό πλήρωμα τοΰ χρόνου
-’Άς είναι ευλογημένο, γέροντα.
-Μεθαύριο πού θά βρίσκεται έδωνά ό
πανιερώτατος όλα θά τακτοποιηθούν Θά δει καί μόνος του τί χρυσάφι είναι ό
Νικόλας Πλανάς
«"Οπως τά δέντρα πού σειόνται άπό
τούς άνεμους ρίχνουν βαθειές ρίζες, έτσι καί όσοι ζοϋν σέ ύπακοή άποκτοϋν
δυνατές καί άκλόνητες ψυχές».
Ιωάννης τής Κλίμακος
Ή ώρα της μυστικής απόφασης κάτω απ’ τό
μάτι τοΰ Θεοϋ
Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ τοΰ 1879 ήρθε στην Αθήνα βαρύς
καί σκληρός. Καρφώθηκαν μέσα στά σπίτια τους οί πιό- νεώτεροι Αθηναίοι.
Αλλά καί γιά τό Νικόλα Πλανά κείνος ό
χειμώνας ήταν δύσκολος καί ψυχικά άνηφορικός Μέρες τώρα βρισκόταν σ’ ένα
πνευματικό άόρατο πόλεμο. Δέν ήξερε τί νά κάνει καί πώς νά δαμάσει όλες αύτές
τις συγκρούσεις πού ένιωθε μέσα του καθώς έπρεπε νά πάρει σοβαρότατες άποφάσεις
πού θά καθόριζαν την πορεία όλης τής ζωής του. Γι’ αύτό άκόμα καί τή νύχτα
ξυπνούσε καί προσευχόταν οπή μικρή γωνιά τού σπιτοΰ του πού τήν είχε μετατρέψει
σέ άληθινή έκκλησία.
Ό Νικόλας μπήκε στά είκοσιεφτά του χρόνια.
Κι ήρθε ή ώρα γιά άποφασιστικούς προσανατολισμούς τής ζωής του Όσο καί άν
έξακολουθοϋσε νά παραμένει ένας ταπεινός, συνεσταλμένος καί προσεχτικός νέος,
έπρεπε μιά διαπαντός νά τραβήξει πιά κάποιο συγκεκριμένο δρόμο. Κι αύτό, παρά
τις όρμήνειες καί τις συμβουλές ήταν καί ολωσδιόλου δική του επιλογή. Δικό του
τό φορτίο. Όλομόναχος θά διάβαινε τά μονοπάτια τής άνηφόρας γιά νά φτάσει στό
όποιοδήποτε ποθούμενο.
«Ικετεύω Παρθένε τόν ψυχικόν τάραχον καί
τής άθνμίας τήν ζάλην,διασκεδάσαι μον ον γάρ Θεόνυμφε, τόν άρχηγόν τής γαλήνης,
τόν Χριστόν έκνησας, μόνη Πανάχραντε».
Αντίθετα μέ την περίσκεψη καί την άγωνία
τοΰ Νικόλα ή κυρα-Αύγουστίνα πού πρίν λίγες μέρες έκλεισε τά πενήντα τέσσερα
χρόνια της, ήταν άσυνήθιστα τρισευτυχισμένη Πετοΰσε, στ’ άλήθεια, άπό τη χαρά
της. Καί κάθε λίγο καί λιγάκι βρισκόταν στοϋ παπα-Γρηγόρη καί κουβέντιαζε μέ
τις ώρες μαζί του. Συχνά έβλεπε καί τόν γέροντα ναυτικό πού τόσο είχε άγαπήσει
τό παιδί της.
Εξάλλου, τώρα τελευταία, δέν άφηνε γνωστό,
γείτονα, συγχωριανό ή φίλο τής οικογένειας πού νά μήν έκδηλώσει τη γυναικεία
ικανοποίησή της. Ούτε καί στό γάμο τής θυγατέρας της Σουσάνας έκανε έτσι
Τό σπίτι της μέσα στό καταχείμιονο
βρισκόταν σ’ άληθινή πανηγυρική άτμόσφαιρα. Ήταν όλάνοιχτο όλημερίς κι έπαιρνε
συχαρίκια γιατί σέ λίγους μήνες θά στεφάνωνε τό μονάκριβο γιό της πού στή
συνέχεια θά γινόταν παπάς.
Αλλά καί τί άλλο νά περίμενε μιά τέτοια
γυναίκα μεγαλωμένη μέσα σ’ ένα κλίμα αύστηρής, νησιώτικης παράδοσης καί
παπαδοσύνης.
Δέν ήταν καμιά ξέμπαρκη χωριατοπούλα στήν
Αθήνα ή κυρα-Αύγουστίνα. Μά μιά άρχοντοπούλα στά νιάτα της, χωραΐτισσα τής
Νάξου, πού οι βαθιές ρίζες της έφταναν στήν Φραγκοκρατία, τήν Τουρκοκρατία
ίσαμε τις μέρες της. Κι είχε αιώνων κληρονομικούς ορισμούς νά γίνεται κάποιος
κληρικός στή φαμελιά της, ώστε νά συνεχίζεται ή Ιερή, άγρα¬φη παρακαταθήκη τών
έκκλησιαστικών χαρισμάτων.
Ωστόσο, άν γιά τούς Πλανάδες καί τούς
Μελισσουργούς ό γάμος καί ή Ιερωσύνη τοΰ Νικόλα ήταν παράδοση, χαρά καί δόξα,
γιά τόν ’ίδιο άποτελοΰσε φορτίο δυσβάσταχτο, εύβύνη καί Ιερό φόβο
-Φοβάμαι μάνα Φοβάμαι Δεν ήξεΰρω ακόμα αν
είμαι έτοιμος γι’ αυτό πού θά κάμω.
-Σύχασε, γιέ μου. Άξιος καί πανάξιος
είσαι. Ξέρω γώ πού σοΰ λέγω. Αύτό φρονούν γιά σένα κι ό πανιερώτατος Δέσποτας,
ό παπα-Γρηγόρης κι όλοι οί έπίτροποι. Αυτοί θά σέ συντρέξουν καί στό γάμο σου
καί στην παπαδοσύνη σου. Μή σκιάζεσαι.
-Νιώθω τρεμούλα μεγάλη μάνα. Πώς θά τά
καταφέρω; Ένας φτωχός θεληματάρης είμαι ίσαμε τά τώρα. Καί ξάφνου θά ’χω
γυναίκα καί παπαδοσύνη.
-Καί παιδιά θά ’χεις καί ένορία γιέ μου κι
ό,τι άλλο ό Θεός θά σοΰ χαρίσει
-Άμποτες, μάνα.
Αντίθετα μέ τό βαρύ χειμώνα ή άνοιξη τού
1879 ήρθε γλυκιά καί μοσχοβόλησε όλη ή Αθήνα. Ό κάμπος τής Αττικής μέ τήν
καταπράσινη Πάρνηθα κι άριστερά τόν Υμηττό, ήταν ντυμένος στά γιορτινά του
πολύχρωμα μωσαϊκά. Όλοι οί δρόμοι οδηγούσαν στις έξοχές καί στά έξωκκλήσια μέ
τά ιστορημένα έρείπια καί τις μνήμες. Κι άπό τά ψηλώματά της γύρω ατούς λόφους
φαινόταν ή άκύμαντη θάλασσα τού Σαρωνικού καί μακριά στόν ορίζοντα
καθρεφτίζονταν ή Σαλαμίνα, ή Αίγινα καί πιό πέρα ό Πόρος.
'Ο Νικόλας, πού βρισκόταν σέ μόνιμη
συλλογή, έκανε πιά μετρημένες κουβέντες. Καί φαινόταν ωσάν νά είχε άλλάξει καί
λίγο τή συμπεριφορά του... Είχε γίνει άκόμα πιό κλειστός, καθώς ετοιμαζόταν γιά
τό στάδιο τής μεγαλύτερης ταπείνωσης Νά πει τό τελικό ναί. Καί τό είπε...
Καί ή πρώτη του άπόφαση ήταν νά δεχτεί νά
στεφανωθεί στις 14 τ’ Απρίλη κείνης τής χρονιάς, πού ήταν ή τρίτη Κυριακή μετά
τό Πάσχα των Μυροφόρων, στή Μεταμόρφωση τού Σωτήρος Πλάκας.
Τό μυστήριο θά τό τελούσε ό παπα-Γρηγόρης,
πού κρυφά καί φανερά ήταν, καθώς φάνηκε, καί ό άρχιτέκτονας όλης αύτής τής
εύλογημένης ιστορίας.
-Καί ποιά είναι ή νύφη; ρωτούσαν καί
ξαναρωτοΰσαν τήν κυρα-Αυγουστίνο οί γείτονες, κι ολοι οί άλλοι πού
μπαινόβγαιναν στό σπίτι της γιά νά μάθουν τά ευχάριστα μαντάτα.
-Μιά πολύ καλή κόρη άπό τά Κύθηρα,
άποκρινόταν. Ελένη τή λένε. Ελένη Προβελέγγιου.
-Καί ποιος θά τούς στεφανώσει;
-Έχει ένα θείο, τόν Σπύρο Προβελέγγιο.
Αυτός θά είναι ό κουμπάρος, ζωή νά ’χει.
-Μέ τό καλό, μέ τό καλό, έκαναν όλοι.
-Μέ τό καλό, ή ώρα ή καλή άποκρινόταν κι ή
κυρά - Αύγουστίνα καί σταυροκοπιόταν.
Δίσταζε καί ξεδίσταζε ό Νικόλας έως νά
φτάσει σέ κείνη, τή σημαντική στιγμή τής ζωής του. Μά τώρα είχε γίνει τό μεγάλο
βήμα Καί στήν ώρα τού Μυστηρίου όλοι χάρηκαν καί κείνοι μαζί, δταν άκούστηκε
μέσα στήν άπόλυτη σιγή των προσκαλεσμένων στό γάμο:
«Στέφεται ό δοϋλος τοϋ Θεοϋ Νικόλαος, τήν
δούλη τοΰ Θεοϋ Ελένην εις τό όνομα τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Άγιου
Πνεύματος».
Από κείνη τή στιγμή καί υστέρα ό Νικόλας
ξεκινούσε μιά όλότελα δική του, προσωπική ζωή, μακριά άπό προστασίες, συμβουλές
καί έπηρεασμούς. Τώρα θά ’ταν πιά κυρίαρχος τοΰ οϊκου του Καί θά ’πρεπε μόνος
του ν’ άποφασίζει γιά τήν οίκογένειά του, έστω κι άν ή ευλογημένη μητέρα του θά
τοΰ παραστεκόταν πάντοτε σ’ δποια χρεία ήθελε τή βοήθειά της.
Βέβαια, άκόμα δέν είχε μιά συγκεκριμένη
δούλεψη στά χέρια του. Καί ό ζυγός τοΰ γάμου είχε πολλές υποχρεώσεις καί
βάρητα. Τέτοιες έγνοιες όμως δέν έβαζε στό νοΰ του ό Νικόλας Ήταν παραδομένος
έξολοκλήρου στήν πρόνοια τοΰ Θεού καί ήξερε καλά ότι τίποτα δέ θά τοΰ λείψει.
«Δίκαιοί εις τόν αιώνα ζώσι καί έν Κυρίω ό
Μισθός αυτών καί ή φροντίς αυτών παρά Ύψίστω. Διά τούτο λήψονται τό βασίλειον
τής εύπρεπείας καί τό διάδημα τοϋ κάλλους έκ χειρός Κυρίου ότι τη δεξιά
σκεπάσει αυτούς καί τώ βραχίονι ύπερασπιεϊ αυτών».
Σοφία Σολομώντος
Τώρα τό μόνο πού τόν απασχολούσε -μιά καί
είχε πάρει κι αυτή τήν άπόφαση ήταν πώς θά γινόταν ένας άξιος καί ικανός
λειτουργός τοΰ Ύψίστου. Γιατί καί γι’ αυτό τό δεύτερο σημαντικό βήμα τής ζωής
του, μετά τό γάμο του, ήταν δλα έτοιμα γιά νά πραγματοποιηθεί. Είχε ξεπεράσει
πιά τό στάδιο τής έσωτερικής δοκιμασίας. Καί μέ άνορθωμένο τό φρόνημα
προσερχόταν νά ντυθεί τό τιμημένο σχήμα τοϋ ορθόδοξου Ρωμιού ιερέα. Μάλιστα άπό
καιρό άπλωνε φυλλάδες, τυπικά, ιερά βιβλία, τετραυάγγελα καί προσπαθούσε μέ τίς
ώρες νά μάθει τά παπαδίστικα γράμματα άκόμα καλύτερα. Διάβαζε φωναχτά,
σιγόψελνε ή άπάγγελνε κι έκανε άναπα- ραστασεις, ώστε να πετυχει οσο ήταν
δυνατό το έργο του την καλύτερη άπόδοση. Τόν τελευταίο καιρό άκόμα καί τά
βράδια άναβε ξεχωριστό κερί καί βυθιζόταν στή μάθηση των λειτουργικών
ύποχρεώσεών του.
«Κύριος φωτισμός μου καί σωτήρ μου τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής τής
ζωής μου άπό τίνος δειλιάσω;».
Ή χειροτονία τοΰ Νικόλα Πλανά σέ διάκονο
έγινε όπως είχε οριστεί, τρεις μήνες μετά τό γάμο του, στις 22 Ιουλίου τοΰ
ίδιου χρόνου 1879, μέρα γιορτής τών Αγίων Αποστόλων. Καί βέβαια στόν ίδιο ναό,
τή Μεταμόρφωση τοΰ Σωτήρος Πλάκας. Έκεϊ μάλιστα συμφωνήθηκε νά παραμείνει
βοηθός καί συλλειτουργός διάκονος τοΰ παπα-Γρηγόρη 'Ιερομνήμονα.
Ή κατοικία τοΰ Παπακαλόγερον Νικόλα Πλανά
στή Σωτήρος 14(Κυδαθηναίων) στά πρώτα χρόνια τής διαμονής του στην Αθήνα.Ηταν
κοντά στον ιερό Ναό Μεταμόρφωσης Σωτήρος Πλάκας, όπου υπηρέτησε ώς διάκονος πέντε περίπου έτη.
Γάμος λοιπόν καί πανηγυρική χειροτονία σέ
διάκονο τοϋ Νικόλα, σ’ ένα ναό άπό τούς πιό σημαντικούς τής εποχής εκείνης,
στην καρδιά τής πρωτεύουσας, άπό τόν όποιο ό πα- πα-Νικόλας άρχιζε άκάθεκτος,
γεμάτος άγάπη, ταπεινοφροσύνη καί ζήλο, τό έργο του. Ένα έργο ολωσδιόλου
προσωπικό, ξεχωριστό, ιδιόμορφο, μά άποτελεσματικό. Βαθύτατα εκκλησιαστικό,
ορθόδοξο, πλούσιο σέ καρπούς κι εύλογη μένο άπό τό φώς τ’ ούρανοΰ καί τήν
άμέριστη άποδοχή τού κόσμου.
«Μικρά έν ταπεινοΐς μέλισσα
καί άρχή γλυκισμάτων
ό καρπός αυτής».
Ψήγματα βιογραφικά
ΤΑ ΜΟΝΑ αύτοβιογραφικά στοιχεία πού άφησε
ό παπα-Νικόλας Πλανάς είναι κείνα πού άναφέρουν τίς θ' χρονολογίες καί
ημερομηνίες τής χειροτονίας του σέ διάκονο καί πρεσβύτερο. Τά είχε γράψει μέ τά
ίδια του τά χέρια, άνορθόγραφα, άλλά καλλιγραφικά, πίσω άπό μιά ξύλινη
οικογενειακή εικόνα. Κάπως διορθωμένα, λένε:
«Έχειροτονήθην εις Αθήνας εις την
Εκκλησίαν τής Μεταμορφώσεως Πλάκας την 28 Ιουλίου 1879. Τό 1884 εις τήν
Εκκλησίαν τού Προφήτου Έλισσαίου έχειροτονήθην Ίερεύς, εις τίς 2 Μαρτίου. Οί
Αγιοι Απόστολοι έορτάζουν 28 Ιουλίου, ό Αγιος Ησύχιος εορτάζει Μαρτίου 2.
Νικόλαος Πλανάς, Ίερεύς έκ Νάξου».
Πέντε χρόνια έγραψε ό παπα-Νικόλας ότι
έμεινε ως διάκονος στό ναό τής Μεταμόρφωσης Σωτήρος στήν Πλάκα. Όμως, σ’ αύτό
τό διάστημα καί τί δέν έγινε Όχι μόνο μαθήτευσε συστηματικά καί υπεύθυνα κοντά
σέ άξιους καί αγιασμένους κληρικούς. Άλλά καί μυήθηκε βαθύτερα στό μυστήριο τής
λειτουργικής άποστολής του. Καί ή φλόγα τού καντηλιού πού σιγόκαιγε μέσα του
έγινε άληθινή φωτιά. 'Ήλιος καί μυστική δύναμη πού μπορούσε πιά νά θερμάνει
ολάκερη τήν Αθήνα καί όχι μόνο
Άλλά σ’ αύτά τά χρόνια έγιναν κι άλλα
γεγονότα πού σημάδεψαν βαθιά τήν καρδιά τού παπα-Νικόλα. Κι έμελλε νά τόν
συνοδεύουν κατοπινά στή ζωή του.
Καταρχήν, τήν άνοιξη τοΰ έπόμενου χρόνου
πού στεφανώθηκε, δηλαδή τό 1880 γεννήθηκε ύστερα άπό δύσκολο τοκετό, ό
μονάκριβος γιός του. Ό όποίος βαφτίστηκε καί ελαβε τό όνομα Γιάννης.
Ήταν μιά πρωτόφαντη, προσωπική εμπειρία
πού άνοιγε τούς ορίζοντες τού παπα-Νικόλα καί τόν έφερνε άκόμα πιό κοντά στις
πηγές τοΰ θαύματος τής ζωής καί τής κοινωνικής εύθύνης, δίχως, ώστόσο, νά τόν
δεσμεύσει στό όραμά του. Γιατί τό συναπάντημά του μ’ αύτό τόν κόσμο είχε ένα
περιε-χόμενο εύρύτερο, πλατύτερο καί όχι μόνο οικογενειακό, αύστηρά
περιορισμένο σέ χώρο, τόπο καί πρόσωπα.
Συνάμα τοΰ συνέβηκε κι ένα δραματικό
γεγονός. Ξαφνικά καί σέ λίγο χρόνο άπό τή γέννηση τοΰ παιδιοΰ του έχασε τή
γυναίκα του. Ίσα πού διάβηκε δηλαδή τό κατώφλι τής «κοσμικής» ζωής κι εύτύς
έμεινε μόνος, μ’ ένα βυζασταρούδι στά χέρια. Όντας κι έλόγου του γύρω στά
τριάντα.
Έτσι πολύ γρήγορα προσκαλιόταν νά λησμονήσει
τήν έγκοσμιότητα τοΰ βίου κι αύτές τις ελάχιστες σαρκικές χαρές. Ν’ άφήσει μέσα
του νά ξυπνήσει τό άσκητικό ιδεώδες πού ώς φλόγα άναχωρητισμοΰ υπήρχε πάντοτε
μέσα του. Καί νά πάρει άκόμα σκληρότερες άποφάσεις γιά τόν έαυτό του καί τήν
ιερατική πορεία του. Δηλαδή νά γίνει ένας παπακαλόγερος. Ένας άσκητής-παπάς
μέσα στόν κόσμο, χωρίς νά είναι τοΰ κόσμου Γι αύτό παρευτύς παράδωσε τό νήπιο
στή μάνα του καί στήν άδελφή του Σουσάνα νά τό μεγαλώσουν καί κείνος,
ικανοποιώντας παλιά, καί πριν τό γάμο του έπιθυμία, έγινε καί μεγαλόσχημος
μοναχός. Προσφέροντας έτσι στήν Εκκλησία καί στό λαό ολοκληρωτικά τόν έαυτό
του, δίχως καμιά μέριμνα ή άλλη ικανοποίηση γιά τόν ίδιο.
Κι ένώ ό παπα-Νικόλας προετοιμαζόταν μ’
ένα τέτοιο αύστηρό καί υπεύθυνο τρόπο, ολοκληρωτικά έκκλησιαστικό νά
άντιμετωπίσει τόν φορττυμένο μέ άσκήμια κόσμο, ή Αθήνα τής έποχής δέν ήθελε
τίποτ’ άλλο, παρά νά διασκεδάζει, νά έπιδείχνεται, νά βρίσκεται στό πεζοδρόμιο
καί ν’ άπολαμβάνει τίς νέες ηδονές. Οί αστοί, άλλά καί οί λιμοκοντόροι δέν είχαν
άλλη έγνοια, παρά νά κάνουν σουλάτσο στό Πεδίον τοΰ ’Άρεως όπου παιάνιζε ή
στρατιιοτική μπάντα. Καί νά κορδακίζονται μέ μαΰρο παντελόνι, μαύρο γελέκο,
μαύρο καπέλο, μπαστουνάκι καί πάνω άπ’ όλα μαύρη καί άραχλη καρδιά. Παντού
έπικρατοΰσε ή άπελπισία, ή άπογοήτευση καί ό θάνατος... Πουθενά φως. Πουθενά
δέν έβρισκες μιά διέξοδο στην έλπίδα...
Κραυγαλέες ήταν όμως καί οί άντιθέσεις
άνάμεσα σ’ αυτούς πού είχαν στά χέρια τους τόν πλούτο, τήν έξουσία, τά κλειδιά,
τά νήματα τής πόλης καί της κίνησης κι άνάμεσα ατούς φτωχούς, ατούς
ρακένδυτους, στούς άστεγους, στούς άδικημένους καί καταφρονεμένους τής ζωής.
Στά χτυπημένα έκεΐνα πλάσματα άπό τή μιζέρια καί θλίψη τά «κατοικούντα εις τάς
συνοικίας τάς σκοτεινάς καί ανήλιους τρώγλας, πλά-σματα παραπονεμένα έξ
άτυχιών, έξ έλλείψεων πολλών, ών πρώτη ή έλλειψις φορέματος...».
Οί πιό πολλοί νέοι τό έριχναν στό κρασί.
Μεθοκοπούσαν. Γίνονταν μπεκρήδες γιά νά ξεφύγουν άπό τό άγχος των καθημερινών
προβλημάτων. Ή έσβηναν καί χάνονταν μέσα στις λαϊκές μάντρες κι αύλές μέ τό
άμέτρητο παιδολόι., τίς πλύστρες, τά λουστράκια, τούς άνήμπορους γέρους καί
τούς τσακωμούς. Έκέΐ βρίσκονταν μόνιμα οί φωναχτοί καυγάδες καί τά διάφορα
καμώματα τής φτωχολογιάς, ένεκα τής άνέχειας καί τής άρρώστιας.
Ή Αθήνα τότε είχε εκατό χιλιάδες ψυχές. Κι
ένώ μεγάλωνε συνέχεια σέ άλαζονεία καί ξιπασιά, έξακολουθοϋσε, ιδιαίτερα στό
κέντρο της, νά είναι μιά «άνατολική πόλις». Καί νά τήν περιγράφει έτσι κι ό
Παπαδιαμάντης, δίνοντάς μας χαρακτηριστικές εικόνες:
«Γύρω-γύρω ύπήρχον καί υπάρχουν άκόμη
δωδεκάδες μαγειρεία καί πατσατζίδικα καί εικοσάδες ταβέρνες. Εκεί ήτο ή Παλαιά
Αγορά. Έκεϊ ήσαν υπόγεια μέ δεκαπέντε καί είκοσι σκαλοπάτια κάτω, όπου ήτο
κόπος ν’ άναβή τις πλέον, άμα άπαξ κατέβαινε. Έκεϊ έπωλεϊτο ή ευθυμία.
'Ο καλός ποιμήν
«Ό καλός ποιμήν, τά ϊδια πρόβατα
καλεί κατ’ όνομα σύ δ’ ώς εφημέριος
φύλαξ έγένου των προαιόντων σοι
πάτερ Πλανα Νικόλαε, καί άναλήπτωρ θερμός,
τω Κυρίω τούτους αναθέμενος
σεαυτόν δέ διδούς τύπον άπασι».
Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος
Ή ξύλινη εικόνα ατό πίσω μέρος τής όποιας
ό ίδιος ό παπα-Νικόλας Πλανάς έχει σημειώσει μερικά βιογραφικά τον στοιχεία.
Μέ είκοσι ή τριάντα λεπτά ήγόραζέ τις
μεγάλην δόσιν, μέγα ποσόν ευθυμίας. Μέ έξήντα λεπτά ήγόραζον ολόκληρον τήν
ευθυμίαν».
Ωστόσο, μέσα στήν καρδιά αυτής τής Αθήνας
ό παπαΝικόλας έβρισκε τούς δικούς του δρόμους καί τά δικά του στενορύμια γιά νά
περπατάει. Ήξερε πώς σ’ αύτή, τήν άρχαία πόλη πού τώρα ήταν γεμάτη λάσπες,
λακκούβες, χαμόσπιτα καί μάντρες, κρατήθηκε άλώβητη ή παράδοση. Καί ότι στά
χώματά της γεννήθηκαν παλαιότερα κάποιες μορφές πού λάμπρυναν τό όνομά της.
Εξάλλου σέ κείνα τά στενά κι άδιέξοδα
στενάκια της έζησαν, σέ χρόνους δίσεχτους, πνευματικά άναστήματα πού κράτησαν
υψηλά τό κύρος, τήν άξιοπρέπεια καί τήν έλευθε- ρία τού άνθρώπου. Ό
Κορυδαλλέας, ό Όσιος Αντώνιος, ό Μιχαήλ Ντέκας, ό Θεόδωρος Καρύκης, ή Φιλοθέη
Μπενιζέλου, ό Μιχαήλ Μπακνανάς κι άλλοι περίφημοι κληρικοί καί λαϊκοί έλαμψαν
μέ τή ζωή καί τό έργο τους. Καί δέν άφησαν τίς ψυχές νά πνιγούν στά κρίματά
τους καί στις καθημερινές παγίδες τού σατανά.
Αύτή τήν πνευματική καί ιστορική συνέχεια
ό παπα - Νικόλας έβρισκε πώς ήταν φυλαγμένη στά διάσπαρτα έκκλησάκια τής
Αθήνας, τά όποια άποτελοΰσαν καί άποτελοΰν τά σπίτια τού Θεού, άλλά καί τής
Ρωμιοσύνης. Γιατί ατούς σιωπηλούς, πέτρινους τοίχους τους κλείνουνε αιώνες μνήμης
καί ιστορίας καί διατηρούνε ίσαμε τίς μέρες μας τήν ελπίδα καί τόν άναπαμό των
Ρωμιών.
Τά έκκλησάκια αύτά κράτησαν τίς έλληνικές
ψυχές στή θρησκευτική καί έθνική παράδοση κατά τά χρόνια τής δουλείας.
Συσπείρωναν γύρω τους τούς κατοίκους τής Αθήνας μέ μυστικοπάθεια πού γεννούσε
τήν πίστη. Καί εδραίωναν τό αίσθημα τής έλευθερίας.
Μερικά άπ’ αυτά ήταν ώραΐα άρχιτεκτονικά
δημιουργήματα τής βυζαντινής τέχνης. Τά περισσότερα δμως ήταν άπλά καί φτωχά
εκκλησάκια, χτισμένα στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας, πού άνταποκρινόταν στην
λιτότητα καί στήν ψυχική καί υλική κατάσταση των κατοίκων μέ τήν άπέριττη
διακόσμηση, τήν ξύλινη σκεπή, τις ήρεμες μορφές τής άγιογραφίας, τά καντηλάκια
καί τά ξύλινα μανουάλια.
Μέ λίγα λόγια, σ’ αύτά τά ιερά τεμένη τής
Αθήνας, βρισκόταν «Ή ήδύς τής μελωδίας» των αιώνων καί τό φεγγοβολή μα τής
έλευθερίας, καθώς τά περιγράφει ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
«Όλίγον παραπάνω είναι τ’ Άναφιώτικα. Έκέΐ
άνάπτουν καθ’ έσπέραν έναέριοι λύχνοι. Εκεί είναι άναρίθμητα παλαιά
παρεκκλήσια, χωμένα κατά τό ήμισυ εις τήν γήν. Υπάρχουν σπήλαια τεχνητά καί
φυσικά φρέατα. Σταυροί λαξευμένοι επάνω εις τούς βράχους. Κανδήλαι άναμμέναι
εις μικρούς σηκούς, εις παλαιούς βωμούς περιφράκτους, θυμίαμα, κηρίον, λατρεία.
Αντηχεί υψηλά έκεΐθεν άκόμη, τό, Αγνώστω Θεω...».
Ανάμεσα σ’ αύτά, τά μοναχικά, θεσπέσια
έκκλησάκια ήταν καί ό 'Άγιος Έλισσαίος πού βρισκόταν στήν καρδιά τής Αγοράς.
Απέναντι στούς Παλαιούς Στρατώνες, στήν οδό Άρεως, πλάι στ’ άρχοντικό τού
άρχοντα τής Αθήνας Λογοθέτη Χωματιανοϋ. Τό άνακάλυψε πολύ νωρίς ό παπα-Νικόλας,
καθιός έπισκεπτόταν συχνά στήν όδό Κλάδου φίλους καί συγγενείς. Κι είδε
έκθαμπος νά συρρέει στ’ άπόδειπνα, στούς εσπερινούς καί στις παρακλήσεις πλήθος
κόσμου.
Χρόνια τώρα ό παπα-Νικόλας, ώς λαϊκός,
έτρεχε στό Πολύγωνο. Μά τώρα ό 'Άγιος Έλισσαίος βρισκόταν πολύ κοντά στήν
ένορία του καί στό σπίτι του καί μπορούσε συχνά νά λειτουργεί έκεί.
Οί γνωριμίες καί οί συστάσεις δέν άργησαν
νά γίνουν. Εξάλλου καί ή φήμη τού παπα-Νικόλα είχε άρχίσει νά γίνεται γνωστή.
Κι έτσι προσκλήθηκε παρευτύς νά παίρνει μέρος όποτε ήθελε σάς ακολουθίες καί
ιδιαίτερες ολονύχτιες παννυχίδες μαζί με τόν τακτικό ιερέα, τόν παπα-Χρΰσανθο,
τόν καλό καί αφελέστατο λευίτη.
Έτσι, γιά πέντε χρόνια ό παπα-Νικόλας ώς
διάκονος, άνάλωνε τήν παπαδική του ανάμεσα στή Μεταμόρφωση τοϋ Σωτήρος Πλάκας
καί στόν Άγιο Έλισσαΐο. Ένώ ταυτόχρονα άσκοϋσε καί τό ξεχωριστό λειτουργικό καί
φιλανθρωπικό έργο του στά μακρινά εκκλησάκια καί στις φτωχογειτονιές. Γι' αυτό
καί όταν ήρθε ή ευλογημένη ωρα τής χειροτονίας του, ένα πλήθος λαοϋ άπαίτησε
αυτό νά γίνει στό ταπεινό, μικρό, μά ζεστό άπό θρησκευτική ζωή κι άγάπη
έκκλησάκι τοΰ Άγιου Έλισσαίου.
Καί τό όντι έγινε καταπώς τό ζήτησε ό
κόσμος Καί σάς άρχές τοϋ 1884, στις 2 Μαρτίου, τοϋ Άγιου Ησύχιου, χειροτονήθηκε
ό παπα-Νικόλας σέ πρεσβύτερο. Εύτύς μάλιστα διορίστηκε έφημέριος στόν Άγιο
Παντελεήμονα Ίλισσοΰ, έχοντας πιά δική του ενορία.
Ήταν τότε 33 χρονών.
Τόν πρώτο δύσκολο καιρό
ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ μετά τή χειροτονία του
βιάστηκε ό παπαΝικόλας νά εγκατασταθεί στον 'Άγιο Παντελεήμονα καί ν’ άναλάβει
τά καθήκοντά του, ένεκα πού έρχόταν καί τό Πάσχα.
Είχαν τελειώσει κιόλας οι άπόκριες κι
έμπαινε ή δεύτερη βδομάδα των Νηστειών τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ό ναός
βρισκόταν κοντά στό σπίτι του καί είχε χαρά,έπειδή θά μοίραζε τή ζωή του άπό δω
καί πέρα, άνάμεσα σ’αύτόν καί στόν 'Άγιο Έλισσάϊο, χωρίς νά διανύει μεγάλες
άποστάσεις.
Τότε ό Άγιος Παντελεήμονας ήταν ένα μικρό,
παλιό εκκλησάκι πάνω σ’ ένα ύψωμα δεξιά πρός τήν Αθήνα, στις όχθες τού Ίλισσοΰ
ποταμού, ό όποιος ώς άσημένιος ζωστήρας έκοβε στή μέση τήν περιοχή κι έφτανε ώς
τις πηγές του, στόν Άι-Γιάννη τόν Κυνηγό, στόν Υμηττό.
Ήταν ένα ξερό ποτάμι στήν άρχαιότητα ό
Ίλισσός. Και λίγο πιό πάνω άπό τόν Άγιον Παντελεήμονα βρισκόταν και ή γειτονική
πηγή τής Καλλιρόης, όπου στή θέση της άργότερα στήθηκε τό μικρό έκκλησάκι τής
Άγιας Φωτεινής.
Στό σημείο τής Καλλιρόης, κατά τό
Λουκιανό, καί κάτω άπό έναν πελώριο πλάτανο, δίδασκε ό Σωκράτης τούς μαθητές
του. Καί στά νεώτερα χρόνια, κοντά έκεΐ χτίστηκε ένα μεγάλο γεφύρι κι ένας
μύλος.
Άλλος ένας μύλος βρισκόταν πάνω στον Άρδηττό
άπ’ όπου έβλεπε κανείς όλο τόν κάμπο, ίσαμε πέρα τή θάλασσα τού Σαρωνικοϋ.
«Ό Ίλισσός τότε, σ’ αυτή την περιοχή, είχε
δυό μόνο χτιστές γέφυρες. Μιά στό δρόμο πρός τό νεκροταφείο καί τήν άλλη οπή
Λεωφόρο Συγγροΰ, στή στροφή πρός τήν Καλλιθέα. Ενδιάμεσα αυτών υπήρχαν καί
τρεις σαραβαλιασμένες ξύλινες. Στήν όδό Βούρβαχη, στήν όδό Πετμεζά καί στό
εργοστάσιο τοΰ Φίξ. Τό γεφύρι τής Πετμεζά, πού άργότερα άντικαταστάθηκε (1911)
άπό σιδερένιο, μέ κτιστές δεξιά-άριστερά τίς βάσεις τους, είχε πάρει, χάρις στό
παρακείμενο σπίτι μας, τό όνομά μας. Έλεγαν «στή γέφυρα τοΰ Καντήλη».
»Άμέσως πίσω άπό τόν Άγιο Παντελεήμονα
υψωνόταν ό χαμηλός λόφος πού στήν κορυφή του σωζόντουσαν άκόμα τά έρείπια ένός
άνεμόμυλου... Ηταν ένας άπό τούς μεγάλους παραδοσιακούς άνεμόμυλους τής Αθήνας.
Ένας άκόμα, πού διατηρείτο σέ λειτουργία
μέχρι τό 1866, βρισκόταν στό γειτονικό λόφο τοΰ Άρδηττοΰ, στήν κορυφή του, τήν
άποκαλουμένη “Βατραχονήσι”» (Ίω. Κανδήλης).
Οί οικογένειες πού συγκροτοΰσαν τήν ένορία
τοΰ Αγίου Παντελεήμονα ήταν όλες κι όλες δεκατρείς. Σκορπισμένες κι αύτές σ’
όλο εκείνο τό βραχότοπο τής περιοχής, οπού υπήρχαν βοσκοί μέ τά πολυάριθμα
ποίμνιά τους, τά μαντριά καί τίς βοσκές τους.
Δίχως χρονοτριβή λοιπόν ξεκίνησε ό
παπα-Νικόλας ένα πρωινό μέ τή συνοδεία δύο γυναικών. Κρατούσαν όλα τά
χρειαζούμενα σύνεργα, γιά νά εύπρεπίσουν τό ναό. Μά καθώς πέρασαν τά σπαρμένα
μέ κριθάρι χωράφια καί άνέβηκαν τό γιοφύρι, βρέθηκαν μπροστά σέ μιά έκπληξη Κι
ένα βαθύ παράπονο μέ θλίψη μαζί κι άγανάκτηση γέμισε τίς καρδιές τής μικρής
συντροφιάς Ό παπα-Νικόλας μάλιστα δέν άντεξε κι έβγαλε μεγάλο άναστεναγμό
Ή Αθήνα τοϋ 1850
Ή Αθήνα, όπως ήταν στά χρόνια τον
παπα-Νικόλα Πλανά (1851-1932).
«Υπήρχαν άνέκαθεν. έκτος τοϋ Τζαμιού
τούτου, δύο άλλα, ίσως μικρότερα. Τό έν είχε χρησιμεύσει ώς φυλακή, αν καλώς
ένθυμοϋμαι, τό άλλο ώς στρατιωτικός φούρνος... Ολίγον παραπάνω είναι τά
Άναφιώττκα. Έκεΐ άνάφτουν καθ’ εσπέραν έναέριοι λύχνοι. Έκεϊ είναι αναρίθμητα
παλαιό παρεκκλήσια, χωμένα κατά τό ήμισν εις τήν γην.
Υπάρχουν σπήλαια τεχνιμά καί φυσικά
φρέατα. Σταυροί λαξευμένοι έπάνω εις τούς βράχους. Κανδήλαι άναμμέναι εις
μικρούς σηκούς, εις παλαιούς βωμούς περιφράκτους, θυμίαμα, κηρίον. λατρεία.
Άντηχεΐ υψηλά έκεϊθεν ακόμη τό, “Αγνώστω Θεω ”».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1896)
-Συχώρα μας Άι-Παντελεήμονα. Σέ τί χάλια
σ’ άφήκαν
Ό ιερός εκείνος τόπος με κάποια ερειπωμένα
κτίσματα ένα γύρω στό ναό, δέν ήταν τόπος προσευχής καί λατρείας Ούτε τέμενος
τοΰ ζωντανού Θεού. Μά ενα βρώμικο, χορταριασμένο καί έγκαταλειμμένο, πέτρινο
φάντασμα. ’Απάγγιο των βοσκών καί των ποιμνίων τους στις μεγάλες ζέστες καί στά
κρύα. Τίποτα δέν έδειχνε πώς έκεΐ βρισκόταν ό Άγιος Παντελεήμονας.. .
Ωστόσο, μετά τήν έκπληξη καί την άπορία ή
βουβαμάρα δέν κράτησε. Αλλά, όπως πάντα
ό παπα-Νικόλας μέ αποφασιστικότητα μίλησε:
-Παιδιά μου βλέπετε τό έργο μας Άς
ξεκινήσουμε λοιπόν καί μή χάνουμε καιρό. Καί μεμιάς ρίχτηκαν νά ήμερώσουν τόν
τόπο. Νά τόν κάνουν βατό καί νά μπορούν νά φτάνουν ίσαμε κεϊ οί χριστιανοί.
Ό παπα-Νικόλας πρώτος μέ τήν άξίνα
ξεχορτάριασε τόν τόπο ένα γύρω. Άνοιξε δρομάκια ίσαμε τό γιοφύρι τοΰ Ίλισσοΰ.
Καί κατόπι φρόντισε ν’ άσπριστεΐ ό ναός μ’ άσβέ- στη καί ώχρα. Κατόπι βρήκε
άποδώ κι άποκει τά απαραίτητα λειτουργικά βιβλία. Καί χρειάστηκε νά’ ρθει
πολλές φορές μέ τίς «μυροφόρες» του γι’ αύτή, τήν κοπιαστική δουλειά. Μά σέ
λίγες μέρες άστραψε μέσα κι έξω τό έκκλησάκι. Κι ύστερα άναψαν τά καντήλια,
μπήκαν κεριά στό παγκάρι καί μύρισε ό τόπος μοσχολίβανο. Χτύπησαν καί τήν
καμπάνα ό ίδιος γιά τόν εσπερινό. Καί τήν πρώτη Κυριακή πού ήρθε νά
λειτουργήσει άντήχησε άπό τά ταπεινά χείλη τοΰ έφημέριου τής Εκκλησίας
παπα-Νικόλα Πλανά τό:
-«Ευλογημένη ή βασιλεία τοΰ Πατρός καί τού
Υιού καί τοΰ Αγίου Πνεύματος...».
Λίγες μόνο βδομάδες πέρασαν άπό τή μέρα
πού ξανάρχισε νά λειτουργεί ό ναός κι όλοι στήν Αθήνα μιλούσαν γιά τόν Άγιο
Παντελεήμονα καί τό νέο έφημέριό του. Ό τόπος καί πάλι άγιάστηκε κι έγινε
σεβαστός. Οι επίτροποι, μέ την παρακίνηση τού παπα-Νικόλα, άνάλαβαν καί πάλι τή
φροντίδα γιά τήν οργάνωση τής ενορίας τους. Καί ό κόσμος άρχισε νά συρρέει στις
άκολουθίες. Μάλιστα τή λειτουργία τής Ανάστασης τήν παρακολούθησε πλήθος
χριστιανών πού ήρθε καί άπό άλλες περιοχές τής πόλης. Τό ίδιο έγινε καί στόν
πανηγυρισμό τής γιορτής-μνήμης τού Μεγαλομάρτυρα, όπου ό παπα-Νικόλας κάλεσε
καί τόν παπα-Γρηγόρη κι άλλους ιερείς νά λάβουν μέρος τιμητικά στή δοξολογία.
Τόν 'Άγιο Παντελεήμονα τόν τιμούσε πάντοτε
ή Αθήνα ξεχωριστά. Υπήρχε μάλιστα παλαιότερα κι άλλος ναός πού έξαφανίστηκε Καί
τούτο, έπειδή ό Μεγαλομάρτυρας ήταν γιατρός καί ένεκα τής ιδιότητάς του αύτής
οι χριστιανοί τής Αθήνας πάντοτε πρόστρεχαν καί ζητούσαν άπ’ αύτόν βοήθεια.
«Άθλοφόρε άγιε καί ιαματικέ Παντελεήμον,
πρέσβευε τώ έλεήμονι Θεώ, ϊνα πταισμάτων άφεσιν παράσχη ταίς ψυχαΐς ήμών».
’Άν καί ήταν ό πρώτος καί πιό δύσκολος
καιρός τής παπαδοσύνης του, ωστόσο ό παπα-Νικόλας κατάφερνε όχι μόνο νά έκτελεΐ
τά έφημεριακά του καθήκοντα, άλλά καί νά μοιράζει τό καθημερινό έργο του μέ μιά
τρισευλογημένη ισορροπία
Τις Κυριακές βρισκόταν πάντα στόν
'Άι-Παντελεήμονα, όπως καί τις μεγάλες γιορτές. Κι άκόμα, όποτε τόν καλοΰσαν οί
λίγοι ένορίτες του γιά προσωπικές τους χρείες. Καί τις άλλες μέρες έμενε
έγκαταστημένος στόν 'Άγιο Έλισσάϊο. Στήν καρδιά τής Αθήνας. Πλάι στήν Αγορά,
στήν πολυκοσμία όπου έσφυζε άπό ζωή, γιατί εκτός άπό κάθε είδους μαγαζιά,
μικρόσπιτα, ταβέρνες καί καφενεδάκια, ήταν κι οί πε-ρισσότεροι ένα γύρω
μαζεμένοι μικροπωλητές, γυναίκες τής φτωχολογιάς, βαστάζοι, λούστροι καί
περαστικοί.
Ήταν πραγματικά δύσκολοι οί καιροί τότε,
καθώς ή Ελλάδα καί ξεχωριστά ή Αθήνα ξεκινούσαν τά πρώτα βήματά τους γιά τό
μεγάλο προχώρημα στους δρόμους τοϋ ελεύθερου κόσμου. Καί πόνεσε βαθιά ή ψυχή
τοϋ παπα-Νικόλα, όταν άντίκρισε τόν Αύγουστο εκείνης τής χρονιάς τοϋ 1884 ένα
πλήθος άπό εργαζόμενους καί μαγαζάτορες νά χάνουν ξαφνικά τά υπάρχοντά τους κι
άλλόφρονες νά τρέχουν μέσα στούς δρόμους... Αίτια ήταν ή μεγάλη πυρκαγιά, ή
όποια μέσα σέ λίγες ώρες έκανε στάχτη τήν Αγορά, άφήνοντας «έν ρυπή όφθαλμοΰ»
πάμπολλες φαμελιές άπό ρακένδυτους καί πεινασμένους άνθρώπους.
Δραματικές είναι οί περιγραφές τών
χρονικογράφων τής εποχής
«...ήκούετο, γράφει ένας αύτόπτης
μάρτυρας, γοερά κραυγή γυναικός, άφυπνισθείσης έντρομου καί άναζητού- σης
σύζυγον ή τέκνον καί τρεχούσης λυσίκομου άναμέσον τοϋ συνωστιζομένου κόσμου,
άνερχομένης τήν κλίμακα τήν άπό τής όδοϋ άγουσαν εις τήν άγοράν,
έναγκαλιζομένης τόν πρώτον παρατυχόντα, έντεινούσης τάς κραυγάς καί τά δάκρυα
καί όνομαζούσης τά τέκνα της άτινα ήσαν κάτοχοι καταστημάτων έν τή άγορά. Ή
άνησυχία της ήτο εύλογος, διότι τό πϋρ περικύκλωσε τά εργαστήρια πάντα εις
διάστημα λεπτών».
Ή Αθήνα τών εκατό χιλιάδων ψυχών ήταν
άνάστατη γιά πολύ καιρό, ένεκα αύτής τής φωτιάς πού θύμισε ατούς παλαιότερους
τά Τούρκικα γιαγκίνια. Κι ό παπα-Νικόλας, ξέροντας άπό ένστικτο καί πεποίθηση
τις άνάγκες πού θά προέκυπταν άπ’ αύτό τό κακό, βρέθηκε μεμιάς στό κέντρο τής
δυστυχίας κι ένώ άκόμα κάπνιζαν τά άποκάίδια «Ταϋτα ήκουε άνοίγων ύπερμέτρως
τούς οφθαλμούς καί μέ χαΐνον στόμα...» κι ύστερα ένεργοϋσε τά δέοντα γιά τή
θεραπεία όσων άναγκών μπορούσε. Συχνά μάλιστα τόνιζε στό στενό άκροατήριό του,
τό πόσο πρόσκαιρα καί άσιγούρευτα είναι τά πλούτια καί οί δόξες. Καί πόσο
ώφέλιμος είναι ό καλλωπισμός τής ψυχής, μέσα στό άνέσπερο φώς τοϋ 'Ύψιστου.
Τό ταπεινό εκκλησάκι
Τό μοναχικό έκκλησάκι τον Αγίου
Παντελεήμονα Ίλισσού.Βρισκόταν λίγο πιό ψηλά άπό τό σημερινό μεγαλοπρεπή ναό
μέχρι τό 1902, όπόταν τό γκρέμισαν.(Άπό τό βιβλίο τοϋ Προπ. Ίωάν. Καραλή, ό
"Αγιος Παντελεήμων).
«'Ο π. Νικόλαος Πλανάς συνδέεται μέ τό
παλιό έκκλησάκι τοϋ Αγίου Παντελεήμονα πού βρισκόταν περίπου στή θέση τοϋ
σημερινού ναοΰ μέχρι τίς αρχές τοϋ αιώνα. Στό μικρό αυτό έκκλησάκι λειτουργούσε
συχνά καί οί άκολουθίες του άποτελοϋσαν, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες όλων όσοι τίς
παρακολουθούσαν, συγκλονιστικές εμπειρίες κατανυκτικότητας καί έπικοινωνίας μέ
τό Θεό».
Πρωτ. Ιωάννης Καραλής
Μετά τήν πυρκαγιά ό παπα-Νικόλας βρισκόταν
συνέχεια, μέρα καί νύχτα, στόν Άγιο Έλισσαϊο. 'Έκανε ό,τι μπορούσε γιά νά ρίξει
βάλσαμο παρηγοριάς καί φιλανθρωπίας στους φτωχούς πιά μαγαζάτορες καί τίς
φαμελιές τους. Καί νά περιθάλψει δσους άπό κείνο τό πολύμορφο καί συφοριασμενο
τσούρμο έφταναν οικετες στην αυλή του ναού, ενεκα τής άπόγνιυσης καί τής
άπελπισίας τους.
Τότε κάηκε κι ή ώραία Μεγάλη Παναγιά, ένας
ναός τής Αθήνας, κόσμημα βυζαντινό. Ή καταστροφή του λύπησε βαθύτατα δλους τούς
χριστιανούς καί ξεχωριστά πιότερο τόν παπα-Νικόλα Πλανά.
«Δανείζει Θεώ ό ελεών πτωχόν, κατά δέ τό
στόμα αυτοϋ άνταποδώσει αύτώ».
“Ετσι κύλησαν οι πρώτοι μήνες καί τά πρώτα
φεγγάρια τής Αθήνας γιά τόν νέο έφημέριο. Κυριολεκτικά μέσα σέ μιά σπάνια
λειτουργική δραστηριότητα καί πλούσια διακονία.
Όλες οί δυσκολίες έσωτερικές καί
έξωτερικές- είχαν κατανικηθεΐ. Καί τά πράγματα έδειχναν ότι τούτος ό απλός
παπάς θά στέριωνε μέ βαθιές ρίζες στήν Αθήνα καί ότι μέ τά έργα καί τό ήθος του
θά τήν άλλαζε
"Ωσπου έφτασε καί ό χειμώνας τού
1886. Ήταν άρχές τού Δεκέμβρη. Καί ή κυρα-Αύγουστίνα, αν καί ήταν άκόμα έξήντα
χρονώ, γεμάτη σφρίγος, έπεσε ξαφνικά βαριά άρρωστη.
Κάτι ώσάν νά ξεκόλλησε τότε μέσα άπό τήν
καρδιά τού παπα-Νικόλα. Ένιωθε πώς δέ θά τό άντέξει, καθώς είδε τήν τόσο
δυναμική κείνη γυναίκα νά κείτεται όλομεμιάς άνήμπο- ρη καί άφωνη, ώς άδειο
κοχύλι, μπροστά του.
Άπό παιδί, Ισαμε κείνη τήν ώρα πού ήταν
πρεσβύτερος καί έφημέριος, τήν είχε μόνιμα πλάι του. Σκιά καί φύλακα άγγελό
του. Στήριγμα καί παρηγοριά σέ δλες τίς θλίψεις καί χαρές του. Τίποτα δέν έκανε
δίχως νά πάρει τή γνώμη και τήν ευχή τής μάνας του. Σ’ αυτήν πρόοτρεχε πάντοτε
νά τόν παρηγορήσει, νά τόν γιάνει, νά τόν καθοδηγήσει, ώστε νά κατορθώνει νά
βαδίζει μέσα άπό τά αιχμηρά μονοπάτια καί τίς δύσβατες άνηφοριές της ζωής καί
νά φτάνει στά ξέφωτα καί στίς άνοιχτές άκρογιαλιές τής ψυχής καί του νοϋ.
Σάμπως, όμως, καί κείνη γιά χάρη αύτουνοΰ
καί τής άδελφής του δεν έγκατέλειψε τό ώραΐο νησί της κι ήρθε στήν Αθήνα;
Συχνά, μάλιστα, ταξίδευε στή Νάξο γιά νά πουλήσει κτήματα καί σπιτότοπους. Καί
μέ τούς παράδες πού έπαιρνε τακτοποιούσε μ’ απλοχεριά διάφορες εκκρεμότητες των
παιδιών της.
«Σοφαί γυναίκες ώκοδόμησαν οίκους...
Γυναίκα ανδρείαν τίς εύρήσει; Τιμιωτέρα δέ έστι λίθων πολυτελών ή τοιαύτη».
Έτσι άμίλητη κι άνήμπορη έμεινε ή
κυρα-Αύγουστίνα άρκετές μέρες στή στρωμνή της. Καί πλάι της ώρες ατέλειωτες
έστεκε ό παπα-Νικόλας πνιγμένος στό κλάμα καί στή θλίψη. Κι όταν έλειπε άπό
κοντά της ήταν γιά νά πάει σέ έπείγοντα παπαδίστικα καθήκοντα ή νά κάνει στόν
'Άι-Παντελεήμονα παράκληση κι εύχέλαιο.
Στό μεταξύ πάνω στήν Αθήνα είχε πέσει
βαρύς ό χειμώνας. Καί καθώς έγερνε ή μέρα, τό κρύο δυνάμωνε. Κι ή νύχτα έκανε
έρημη καί δύσβατη τήν πόλη. Ένώ στήν όδό Πετμεζά οπού βρισκόταν στίς στερνές
στιγμές της ή κυρά- Αύγουστίνα, οι συγγενείς καί οί κοντινοί φίλοι άπό τή Νάξο
καί τήν Αθήνα, περΐμεναν τό μοιραίο.
Σέ λίγο άναψαν τή λάμπα κι έφεξε θαμπά τό
σπίτι των Πλανάδων. Τό καντηλάκι μπροστά στά εικονίσματα τρεμόσβηνε συνέχεια,
καθώς άπό τίς χαραμάδες των παραθυριών καί τής πόρτας δλο καί κάποιες ριπές τ’
άνέμου τρύπωναν μέσα στή γαλήνη τής άναμονής τού χάρου. Ήταν τό στερνό άεράκι
πού έρχόταν στο χειμωνιάτικο κείνο βραδινό γιά να πάρει μαζί του τήν
κυρα-Αΰγουστίνα. Είχε ταξιδέψει άπό πολύ μακριά Άπό τις Κυκλάδες, τή Χώρα τής
Νάξου, τά βουνά, τίς εύφορες πεδιάδες καί τή θάλασσα καί είχε έρθει ώς άπαλός,
νησιώτικος μπάλος γιά νά πάρει μαζί του τήν οικοδέσποινα· καί νά τήν
τοποθετήσει κεϊ, στους αιώνιους θρύλους τής ναξιώτικης παράδοσης όπου μαζί μέ
τήν Ιστορία καί τή διάρκεια τού τόπου θά άπολάμβανε τή μακαριότητα τής μνήμης
καί τής τιμής.
«Έκεί εύφροσύνη όρνεων έπαύλεις σειρήνων
καί καλάμη καί χλόη...».
Αργά τή νύχτα, στις δώδεκα τού Δεκέμβρη
τού 1886, ώς τοίμασαν άμέσως οί γυναίκες τή νεκρή, ό παπα-Νικόλας έβαλε
πετραχήλι κι έψαλε τρισάγιο. Καί τήν άλλη μέρα μέ βαθύ πόνο, πήγε στά γραφεία
τού Δήμου Αθηναίων καί δήλωσε, όπως είχε υποχρέωση, τή θανή τής μητέρας του.
«...ένεφανίσθη ό Νικόλαος Πλανάς εκ Νάξου
έτών 35, ίερεύς καί έδήλωσεν ότι περί τήν 9ην τού μηνός Δεκεμβρίου 1886 εις τήν
ενορίαν Άγιου Παντελεήμονος (Πλάκας) άπεβίωσεν ή Ίουστίνα (Αύγουστίνα) Ίωάννου
Πλανά, έτών 60, οικιακά έκ Νάξου, εν χηρεία τελούσα». ·
Βλογημένη ή ώρα πού άνοίγουν οί ούρανοί
καί ό Θεός προστάζει ή παραγγέλνει στούς άνθρώπους τά δικαιώματά τους. Κι
εύλογημένες οι ψυχές πού υπακούνε μέ ταπείνωση καί γαλήνη στά δσα άνεξερεύνητα
καί άρρητα Εκείνος προστάζει.
Ό παπα-Νικόλας ήταν λυτρωτικά υπάκουος σ’
ό,τι ό Θεός άποφάσιζε γι’ αύτόν καί τήν πορεία τής διακονίας του. «...κλίνει
εις τό όνομα τού Ιησού πάν γόνυ έπουρανίων καί έπιγείων καί καταχθονίων...».
Ό τάφος τής κυρα-Αύγουστίνας βρισκόταν στό
πρώτο νεκροταφείο. Κι ό παπα-Νικόλας πήγαινε καθημερινά για πολΰ καιρό κι
έψελνε τρισάγιο. Άπόθετε λίγα λουλούδια καί συνομιλούσε μαζί της, έκλαιγε.
Όμως, μετά τίς πρώτες συγκινήσεις καί τήν
αίσθηση τής όρφάνιας καί πάλι ρίχτηκε πυρετικά στή δουλειά του. Ξεχυνόταν στους
δρόμους καί στά εκκλησάκια τής Αθήνας κι έκανε τίς πολύωρες λειτουργίες καί
παννυχίδες του. Παραμένοντας βασικά στήν ένορία του, τόν 'Άι-Παντελεήμονα ένεκα
πού όσο περνούσε ό καιρός αύξαναν οί άνάγκες τού λαού του.
Μετά τόν καινούργιο χρόνο μάλιστα τού 1887
είχε στό νοΰ του καί πολλά σχέδια ιεραποστολικά καί πνευματικά. Καί ή ψυχή του
πλημμύριζε άπό χαρά, επειδή ένιωθε τή θέλησή του ισχυρή νά τά
πραγματοποιήσει...
Έτσι, μετά τό Πάσχα καί τόν εορτασμό τού
Αγίου Παντελεήμονα, στίς 27 τού Ιούλη, είχε κατά νού ό παπα-Νικόλας νά
άνακοινώσει τό πρόγραμμα των άγρυπνιών πού θά έκανε. Καί νά άναγγείλει τούς
τόπους όπού θά έξομολογοΰσε καί θά μαζεύονταν οί κατά τόπους μυροφόρες του γιά
τή μελέτη τού λόγου τού Θεού.
Αύτά σκεπτόταν γιά τήν τελετή άνήμερα τής
γιορτής τού Μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα καί κάλεσε κι άλλους παπάδες νά λάβουν
μέρος, ώστε νά είναι μεγαλοπρεπής ό εορτασμός.
Ήταν χαρά Θεού ό καιρός καί ή Αθήνα. Κι ό
κόσμος εύχαριστημένος. Ό ναός τού Αγίου Παντελεήμονα, πού ξεχώριζε άσπρισμένος
καί καθαρός, άκτινοβολοΰσε μέσα κι έξω. Καί χάρη στόν παπα-Νικόλα είχε καί
μεγάλη προσέλευση χριστιανών.
Αλλά, αύτό άκριβώς τό σημάδι τής
άνακαίνισης άπό τήν ξεραΐλα τού τόπου καί τή βαρυχειμωνιά τής λειτουργικής
ζωής, προκάλεσε τή ζηλοφθονία μερικών άνθρώπων. Έφερε τήν πανούκλα τής
πλεονεξίας πού σαλεύει τό νοΰ Καί εύτύς ως είδαν κείνο τόν ξερότοπο ν’ άνθίζει
καί ν’ άποδίδει καρπούς -υλικούς καί πνευματικούς- δίχως κανένα διάταγμά καί
καμιά αιτία, ζήτησαν καί πέτυχαν νά άπομακρύνουν άπό την ένορία του τόν
παπα-Νικόλα καί στή θέση του νά τοποθετήσουν έναν άλλο παπά.
«Εις τό διάστημα τής έφημερίας του τόν
έπεσκέφθη ένας ίερεύς άνευ ένορίας. Τόν παρακάλεσε νά συλλειτουργήσουν, καί
αύτός ώς καλός καί άγαθός τόν έδέχθη όλοψύχως. Αύτός δμως ό ίερεύς τά
συνεφώνησε μέ τούς τότε επιτρόπους τής έκκλησίας τού Αγίου Παντελεήμονος, τόν
έδιωξαν καί τόν έστειλαν εις τήν έκκλησίαν τού Αγίου Ίωάννου τής όδοΰ
Βουλιαγμένης (τόν “Κυνηγόν”, ώς τόν έλεγαν τότε)».
Άναταραγμός καί μαύρα σύννεφα γέμισαν τήν
ψυχή τού παπα-Νικόλα. Ή άδικία, έτσι κατάμουτρα καί περιφρονητικά, τού έφερε
πόνο στήν καρδιά καί δάκρυα στά μάτια. Ήταν κάτι πού δέν τό είχε λογαριάσει
ποτέ. Κι ούτε δά μπορούσε νά τό φανταστεί, καθώς γροικούσε ότι δλοι τόν
άγαποΰσαν καί τού ’δειχναν σεβασμό καί τιμή.
Ωστόσο δέν παραπονέθηκε σέ κανέναν. Πολύ
περισσότερο δέν διαμαρτυρήθηκε, όσο κι άν άπό κείνη τή μέρα καί μετά δέν
μπόραγε νά ήσυχάσει μέσα του. Παρά τράβηξε κατευθεία στήν εικόνα τού
'Άι-Παντελεήμονα καί γονάτισε.
-Σύ ξέρεις μόνο, μονολόγησε. Κι ύστερα
σκυφτός, μόνος, κρύβοντας τόν πόνο του τράβηξε νά κλειστεί στό κελί του Πήγε νά
τά πει όλα σ’ Εκείνον ψιθυριστά γιά νά πάρει θάρρος και να συνεχίσει με υπομονή
το έργο του στην καινούργια ένορία πού τού άνάθεσαν.
«Κύριε, τί έπληθύνθησαν οί Θλίβοντές με;
Πολλοί έπανίστανται έπ’ εμέ... Ανάστα, Κύριε, σώσόν με ό Θεός μου».
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου