Οι επιστολές του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα Ιστορικά –Προσωπογραφικά
- Ποιμαντικά
10. Επιστολή Ι΄ (Γ΄) - 12.
Επιστολή ΙΒ΄ (ΣΤ΄)
α.
Γραμματολογικά
Σύμφωνα με την πρώτη
αρίθμηση είναι η υπ’ αριθμ. γ΄ επιστολή. Εκδεδομένη βρίσκεται εις PG 52,
608-609 EPE 37, 448-497SC 13, 153-180
Πρόκειται περί της
μακροσκελέστερης των επιστολών του Ιωάννου Χρυσοστόμου προς την Ολυμπιάς. Η
θεματολογία της, κατά της αθυμίας, και η έκτασή της συνηγορούν στην κατά- ταξή
της ως τέταρτης στην ομάδα των επιστολών του αγίου που στάλθηκαν από την
Κουκουσό, όπου διέθετε ο εξόριστος ιεράρχης σχετικά άνετη και ήσυχη διαμονή329.
Χρονολογικώς η επιστολή τοποθετείται στα τέλη του 404, κατά την εποχή του χειμῶνα.
β. Ιστορικές αναφορές σε
πρόσωπα
Ουδεμία αναφορά σε
πρόσωπα υπάρχει στην επιστολή. Η απόλυτη κυριαρχία προσωπικής ποιμαντικής και
ψυχοθερα- πείας στα γραφόμενα του Ιωάννου προς την Ολυμπιάς βοηθά να
εντοπίσουμε σε μία παράγραφο αναφορές στην προηγούμενη βιωτή της αγίας
διακόνισσας.
Η Ολυμπιάς «ἐκ πρώτης ἡλικίας»
έζησε δύσκολες κατάστάσεις. Ο δρόμος της ζωής της «διά συνεχῶν καί πυκνῶν
παθημάτων» απέφερε κέρδη πνευματικά και «μυρίους στε- φάνους».
Τρεῖς κατηγορίες δεινῶν
κλήθηκε, κατά τόν Χρυσόστομο, να αντιμετωπίσει η πνευματική του κόρη. Πρώτη, η
«ποικίλη καί παντοδαπή καί μυρίων θανάτων χαλεπωτέρα» ασθενικότητα του σώματός
της, η οποία δεν έπαυσε συνεχώς να την ταλαιπωρεί.
Δεύτερη, η εκτόξευση
εναντίον της «λοιδοριῶν καί ὕβρεων καί συκοφαντιῶν» κατά καιρούς από ανθρώπους,
οι οποίοι την εχθρεύονταν Τρίτη, η απογοήτευσή της, την οποία τροφοδοτούσαν
πάντοτε «ἀθυμίαι δέ σοι πυκναί καί συνεχεῖς» με κατάληξη τις πηγές των δακρύων
της για τις επερχόμενες συμφορές.
Η περιγραφή αυτής της
σύνθετης ψυχολογικής και σωματικής κατάστασης της Ολυμπιάδος αντιμετωπίσθηκε
από την ίδια πάντοτε με υπομονή.
Για το
λόγο αυτό απέφερε «ὠφέλειαν πολλήν»330.
γ. Σχολιασμός περεχομένου
Η παρούσα επιστολή του
Χρυσοστόμου μπορεί να χαρα- κτηρισθεί ως δοκίμιον παραμυθίας κατά της αθυμίας
και τεκμηριώνεται η επιχειρηματολογία της με μεγάλο αριθμό εκτενών αγιογραφικών
παραπομπών.
Ο Χρυσόστομος πιστεύει
ότι ο πνευματικός πόλεμος κατά της αθυμίας δεν τελειώνει εύκολα και γρήγορα.
Απαιτείται συνεχής θεραπευτική προσπάθεια καθώς η υγεία της ψυχής
αποκαθίσταται σταδιακώς,
όπως συμβαίνει καί
με τη σωματική θεραπεία. Ο Ιωάννης έχει την αίσθηση
ότι «διά τῶν ἔμπροσθεν γραμμάτων» του η τυραννίδα της αθυμίας κατέπεσε.
Διαισθάνεται όμως ως «ἀναγκαία» τη συγγραφή και αποστολή της παρούσης επιστολής
για να επιτύχει στην καρδιά της αγίας διακόνισσάς του «βαθεῖαν τήν εἰρήνην» και
μεγάλη, συνεχή την ευφροσύνη331.
Τα διατρέξαντα γεγονότα
ασφαλώς χαρακτηρίζονται θλιβερά και τραγικά. Εξαρτάται όμως από την οπτική
γωνία, τον τρόπο θεώρησής τους, η επίδραση που θα ασκήσουν στην ψυχή˙ «Οὐ γάρ ἐν
τῇ φύσει τῶν πραγμάτων οὕτως ὡς ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀνθρώπων τά τῆς εὐθυμίας ἴστασθαι
πέφυκεν»332. Όμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με διαμετρικά αντίθετες
συμπεριφορές και συναισθήματα από τους ανθρώπους, αναλόγως με την πνευματική
τους ωριμότητα και
με τη γνώμη που έχουν
σχηματίσει και αποδεχθεί για τα πράγματα του κόσμου. Πολύ σημαντικός επί του
προκειμένου θέματος είναι ο λόγος του Θεού, στον οποίο οφείλουν οι πιστοί
να πείθονται˙ «Ὁ πάντα δυνάμενος Θεός, ὅταν παραινῇ καί
συμβουλεύῃ, ὁ δέ ἀκούων μή πείθηται τοῖς λεγομένοις, οὐδέποτε γίνεταί τι πλέον,
ἀλλά καί μείζονος ἔσται κολάσεως ἐφόδιον τοῦτο τῷ μή πεισθέντι»333. Θέτει
λοιπόν ο ιερός πατήρ την Ολυμπιάς πρό της ευθύνης της
πειθούς στα εκ της Αγίας
Γραφής παραδείγματα. Η απείθεια στο θείο λόγο παρεμποδίζει ουσιωδώς την
πνευματική πρόοδο και ταυτοχρόνως συνεπάγεται αμαρτία και τιμωρία. Είναι
βέβαιος για την αποδοχή των πατρικών του συμβουλών καί σπεύδει να την
εξοπλίσει˙ «ξίφη καί δόρατα καί τόξα καί βέλη καί θώρακα καί ἀσπίδα καί κνημῖδας,
ὥστε τοῖς μέν φράττεσθαι, τοῖς δέ βάλλειν καί κατασκάπτειν καί νεκρούς
τιθέναι τούς ἐπιόντας σοι
τῆς ταραχῆς λογισμούς»334. Ο πρώτος μεγάλος στόχος είναι πάντοτε η αθυμία, την
οποία εκτενώς περιγράφει ο Χρυσόστομος με τα μελανότερα χρώματα και τις συγκλονιστικότερες
εικόνες «Ἡ γάρ ἀθυμία
ψυχῶν ἐστι βασανιστήριον
χαλεπόν, ὀδύνη τις ἄρρητος καί δίκη δίκης ἁπάσης καί τιμωρίας πικροτέρα»335.
Επιστρατεύει πλήθος αγιογραφικών παραδειγμάτων για να καταδείξει την αλήθεια
αυτής της επικίνδυνης κατάστ:ασης της αθυμίας. Αφιερώνει μεγάλο τμήμα του λόγου
του για να περιγράψει τον θάνατο ως «τό κεφάλαιον τῶν ἐν ἀνθρώποις κακῶν»336
και αντιστοίχως τον φόβο του επερχομένου θανάτου ως αιτία υποχωρήσεων αγίων και
μεγάλων ανδρών σε καίρια ζητήματα. Ακόμη και η θέα νεκρού ανθρώπου αποκαλύπτει
ότι «φοβερά σφόδρα τοῦ πράγματος ἡ φύσις»337, καθώς προκαλεί σύγχυση του νου
και κατάρρευση του ηθικού σε κάθε άνθρωπο.
Παρά ταύτα η αθυμία
αποδεικνύεται ισχυρότερη και από τον φόβο του θανάτου. Με νέες αγιογραφικές
παραπομπές ο Ιωάννης παρατηρεί ότι αυτή η κατάσταση ψυχής λειτουργεί ως αιτία
ανθρώπινης ανυπακοής στο θέλημα του Θεού, και ως σκληρή τιμωρία, με την οποία
απειλεί ο ίδιος ο Θεός έναντι «παρανομίας πολλῆς», αλλά και ως λόγος
πνευματικής αιχμαλωσίας στη λύπη και απομάκρυνσης από τον Κύριο.
Ο δεύτερος εξίσου μεγάλος
στόχος της επιστολής του Χρυσόστομου είναι η υπομονή στα παθήματα, τα οποία
υφί- σταται η Ολυμπιάς από την έκρυθμη κατάσταση που επικρά- τησε στην
Κωνσταντινούπολη μετά την εξορία του. Το υπό- δειγμα του μεγάλου αθλητού της
υπομονής, του Ιώβ, κυριαρχεί με
εκτενέστατες και ουσιώδεις
ερμηνευτικές αναφορές στο σύνολο του βίου του, πρό των δοκιμασιών, κατά τη
διάρκειά τους, αλλά και στην πλούσια ανταπόδοση με την οποία ευλόγησε ο Θεός τα
έσχατά του. Είναι χαρακτηριστικό το συμπέρασμα του ιερού πατρός˙ «Εἰ τοίνυν τά
παθήματα μεγάλας ἔχει τάς ἀμοιβάς, τῶν δέ παθημάτων πάντων χαλεπώτερον καί ὀδυνηρότερον
ἡ ἀθυμία, ἐννόησον
ὅσαι αἱ ἀντιδόσεις»338. Αυτές
οι απερίγραπτες θείες αντιδόσεις λειτουργούν σε κάποιες
περιπτώσεις και ως ο λόγος για τον οποίο ο Θεός επιτρέπει τις κακοπάθειες αγίων
ανθρώπων˙ «Οὐδέν γάρ, οὐδέν οὕτω λαμπρούς ποιεῖ καί
ζηλωτούς καί μυρίων ἐμπίπλησιν
ἀγαθῶν ὡς τό πειρασμῶν πλῆθος καί κίνδυνοι καί πόνοι καί ἀθυμίαι καί τό διηνεκῶς
ἐπιβουλεύεσθαι καί παρ’ ὧν οὐδαμῶς ἐχρῆν, καί πράως ἅπαντα φέρειν»339. Ως
υπόδειγμα εκτενέστερον πάντων αναλύεται το του παγκάλου Ιωσήφ, του οποίου «ὁ
πολλαπλοῦς πόλεμος» επιτράπηκε από
τον Θεό, διότι «Ἐχρῆν αὐτῷ πλείους πλακῆναι στεφάνους καί
μείζονα παρασκευασθῆναι βραβεῖα». Ο Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες, αλλά με
όρια,
«ὅσον μηδέ ἀφανίσαι τόν ἀθλητήν,
μηδέ ἐκποδών ποιῆσαι τῆς ἀρετῆς τόν ἀνταγωνιστήν»340.Παρά το μήκος της
επιστολής ο Ιωάννης επιλέγει να την ολοκληρώσει με την έκφραση της πεποιθήσεώς
του ότι το πε- ριεχόμενό της θα ενισχύσει, όπως και των προηγουμένων, τον αγώνα
της Ολυμπιάδος προκειμένου να καρπωθεί τα μέγιστα αγαθά, να πλήξει καίρια τον
διάβολο, με ευκολία να αφανίσει το νέφος της αθυμίας, να απολαύσει καθαρή
γαλήνη και να προσφέρει στον πνευματικό της πατέρα «πολλήν παράκλησιν» και «πολλήν εὐφροσύνην»341.
δ. Αγιογραφικές
παραπομπές και αναφορές
Μεγάλος ο πλούτος των
αγιογραφικών παραπομπών και αναφορών και της παρούσης επιστολής, διότι συνάδει
προς τον σκοπό του Χρυσοστόμου να στηρίξει τον δύσκολο πνευματικό αγώνα της
Ολυμπιάδος κατά της αθυμίας και κατά των
συνεχιζομένων δοκιμασιών, που
υφίσταται από την
αντιχρυσοστομική παράταξη της Βασιλεύουσας. Συγκριτικώς ο εξόριστος ιεράρχης
χρησιμοποιεί τα περισσότερα παλαιοδια- θηκικά χωρία από όλες του τις άλλες
επιστολές χωρίς βεβαίως να ελλείπουν τα ανάλογα καινοδιαθηκικά. Ακολουθούμε και
στην παρούσα επιστολή την πορεία της χρυσοστομικής σκέψεως ως πρός την παράθεση
των αγιογραφικών χωρίων και τον επιδιωκόμενο σκοπό του.
i. «Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα
αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον˙ νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν»342.
Ο Χρυσόστομος έναντι της αθυμίας και των δυσχερών καταστάσεων της Ολυμπιάδος
έχει χρησιμοποιήσει και συνε- χίζει να χρησιμοποιεί πληθώρα ψυχολογικών και
κυρίως αγιογραφικών επιχειρημάτων. Παρ’ όλα αυτά αισθάνεται ότι το πρόβλημά της
εξακολουθεί υφιστάμενο. Θέλει λοιπόν να υπογραμίσσει και την προσωπική της
ευθύνη απέναντι όχι τόσο στις πατρικές
του συμβουλές, όσο
και κυρίως απένταντι στον
παραινούντα και συμβουλεύοντα Θεό. Διότι η πρόφαση της μη εφαρμογής του θείου
θελήματος έχει κάποια αιτία υπάρξης, όταν
απουσιάζει ο παραινετικός θείος
λόγος. Παρόντος αυτού όμως, η απείθεια στον Κύριο, όχι μόνον απομακρύνει την
πνευματική καρποφορία, αλλά λογίζεται ως αμαρτία «μείζονος κολάσεως». Ακριβώς
στο πνεύμα αυτό ομίλησε και ο Χριστός προς τους απειθούντες στο λόγο της
σωτηρίας Ιουδαίους. Η πρόφαση της άγνοιας αίρεται εξ αιτίας της απείθειας στον
κηρυττόμενο λόγο του Θεού.
ii. «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ
ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς απεσταλμένους πρός αὐτήν,
ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα ὑμῶν καί οὐκ ἠθελήσατε; Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος
ὑμῶν ἔρημος»343.
Ως προέκταση του
αποτελέσματος της προηγουμένης απεί- θειας στο θείο λόγο προσθέτει ο
Χρυσόστομος την παρούσα καινοδιαθηκική παραπομπή. Ο Κύριος πρό της επιφανείας
του εν σαρκί στον κόσμο, μίλησε «πολλάκις» διά των προφητών και των
απεσταλμένων του στον ισραηλιτικό λαό. Η Ιερουσαλήμ αποτελεί την τοπική
κορωνίδα όλων του των ποιμαντικών,
επισυνακτικών προσπαθειών. Η
απείθεια μάλιστα επεκτεινόταν στο φόνο και στο λιθοβολισμό των κηρύκων
των θείων εντολών. Η απουσία θέλησης και θετικής ανταποκρίσης στο κάλεσμα σωτηρίας του Θεού έχει ως αποτέλεσμα την ερημία, την
κενότητα, την απώλεια. Μία τέτοια απελπιστική κατάσταση, όταν μονιμοποιείται
πλέον, καθίσταται άξια θρήνου και από τον ίδιο τον σωτήρα
θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.
iii. «Δύσεται ὁ ἥλιος αὐτοῖς ἐν μεσημβρίᾳ»344. Με σαφή και αλληγορικό τρόπο
εξηγεί ο Ιωάννης την προφητική εικόνα της δύσεως του ηλίου κατά την ώρα του
μεσημεριού.Έχει προηγηθεί εκτενής περιγραφή της έννοιας της αθυμίας με χρήση
σειράς εικόνων παραλληλισμών και παρομοιώσεων. Η εξαφάνιση του φωταυγούς ηλίου
ισοδυναμεί με σκοτισμό της
ημέρας. Στην ψυχή
των αθυμούντων επέρχεται
σκοτασμός, καθώς η αθυμία «ἐν μεσημβρίᾳ μέσῃ νύκτα μιμεῖται βαθεῖαν»345. Ο
προφήτης Αμώς δεν εννοεί ούτε αφανισμό του άστρου, ούτε διακοπή της
συνηθισμένης πορείας του. Μιλάει για την αθυμούσα ψυχή, η οποία παρά
το γεγονός της
φανέρωσης του πνευματικού φωτός
του Κυρίου, βιώνει το σκότος μίας πνευματικής νύκτας. Οι σκοτεινοί λογισμοί
σταδιακώς συναγόμενοι προκαλούν σκοτισμό του νοός και εν γένει μία κατάσταση, η
οποία χαρακτηρίζεται ως «τῆς ἀθυμίας ἡ νύξ»346.
iv. «Ἀδάμ γάρ οὐκ ἠπατήθη,
ἡ δέ γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν»347. Η παύλεια αναφορά προς τον
Τιμόθεο διαχωρίζει τις ευθύνες των πρωτοπλάστων ως προς το προπατορικό
αμάρτημα. Ο Απόστολος θεωρεί «μείζονα» την αμαρτία της γυναικός Εύας, επειδή
εκείνη πρώτη εξαπατήθηκε οδηγώντας στην παράβαση και τον Αδάμ, διά του οποίου
καταδικάσθηκε «τό κοινόν ἁπάντων ἀνθρώπων γένος». Ο Χρυσόστομος μάλιστα
διαβλέπει στην αναφορά του Παύλου ότι είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος της αμαρτίας
της Εύας, ώστε συγκρινομένη πρός αυτήν η αμαρτία του Αδάμ, «νομίζεσθαι μηδέ ἁμαρτίαν
εἶναι τούτου».
v. Η καταδίκη του Αδάμ
ήταν να ζεί σε κατάσταση λύπης και συνάμα κόπος, ιδρώτας και μόχθος να
συνοδεύουν την βρώση του καθημερινού του άρτου. Στήν πρωτεργάτρια της πτώσεως
Εύα η καταδίκη επιτείνεται. Ο Θεός αποφασίζει «πληθύνων πληθυνῶ τάς λύπας σου
καί τόν στεναγμόν σου. Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα»348.
Η λύπη ταλαιπωρεί
περισσότερο από τον σωματικό μόχθο. Η αθυμία και ο στεναγμός, τονίζει ο
Ιωάννης, είναι δεινά χαλεπώτερα και αντίρροπα «πόνων καί μυρίων θανάτων»349.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον, συμπεραίνει, η κατάκριση της γυναικός για το προπατορικό
αμάρτημα υπήρξε μεγαλύτερη από την του ανδρός.
vi. «Διά τοῦτο ἐν ὑμῖν
πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται ἱκανοί»350. Μεταξύ των οδηγιών του
αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους πιστούς περί της συμμετοχής τους στο
μυστήριο της θείας Ευχαριστίας περιλαμβάνεται ο αυστηρός έλεγχος των αναξίως
κοινωνούντων του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Επισημαίνει μάλιστα ότι η
ανεξήγητη έμφάνιση αδυναμιών, σωματικών ασθενειών και θανάτων, οφείλεται
ακριβώς στην ανάξια συμμετοχή αρκετών χριστιανών στο μυστήριο της θείας
Κοινωνίας.
Ο άγιος Χρυσόστομος
χρησιμοποιεί το παραπάνω παράδειγμα για να δείξει ότι στη χειρότερη παρανομία
των πιστών, δηλαδή στους «ἀναξίως τῶν ἱερῶν ἁπτομένους μυστηρίων καί τῆς φρικτῆς
μετέχοντας τραπέζης»351, ο Θεός έθεσε τον θάνατο ως τιμωρία. Διότι ο θάνατος
είναι «τό κεφάλαιον τῶν ἐν ἀνθρώποις κακῶν,
τόν φοβερόν καί ἀφόρητον καί μυρίων ἄξιον θρήνων»352.
Η ποινή του θανάτου
χρησιμοποιείται και από τους κοσμικούς νομοθέτες, αλλά και από τον νομοθέτη Θεό
«ἐν τῷ νόμῳ» ως η εσχάτη τιμωρία έναντι των μεγάλων πλημμελη- μάτων και
αμαρτιών. Εξ αυτού απορρέει και το
γεγονός ότι ο φόβος του θανάτου συγκλονίζει τον άνθρωπο γενικώς και τον οδηγεί
πολλές φορές σε
αποφάσεις ντροπιαστικές
προκειμένου να αποφύγει
τη θανάτωση. Ο εξόριστος ιεράρχης αντλεί από την Αγία Γραφή εντυπωσιακά και
επώνυμα παραδείγματα: vii. «Ἔσται ὡς ἄν ἴδωσί σε οὕτω τῇ ὥρᾳ λάμπουσαν καί τῷ
κάλλει τῆς ὄψεως κρατοῦσαν, ἀποκτενοῦσί με, σέ δέ περιποιήσονται. Εἰπέ οὖν ὅτι ἀδελφή
μου εἶ, ἵνα εὖ μοι γένηται διά σέ καί ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκεν σοῦ»353.
Το πρώτο αναφερόμενο
παράδειγμα αφορά τον Αβραάμ και τη γυναίκα του Σάρρα. Όταν αιχμαλωτίσθηκαν από
Αιγυπτίους τόσο πολύ φοβήθηκε ο πατριάρχης ότι θα του αφαιρέσουν τη ζωή, εάν
μάθουν ότι είναι σύζυγός της, προκειμένου να την αρπάξουν λόγω της ομορφιάς
της, ώστε της ζήτησε να τους πεί ότι είναι αδελφός της. Με αυτό το ψέμμα
σκέφτηκε ότι θα γλυτώσει τη ζωή του και θα του φερθούν καλά οι Αιγύπτιοι.
Ο Χρυσόστομος
υπογραμμίζει ότι ο φόβος του θανάτου οδήγησε τον Αβραάμ, τον «καί τήν φύσιν αὐτήν
νικήσαντα», να παραδώσει τη γυναίκα του «ἡδυπαθείαις βαρβαρικαῖς καί Αἰγυπτιακῇ
τυραννίδι», νά διαπράξει «τό δρᾶμα τῆς ὕβρεως» και να παρακαλεί την ίδια να
συνυποκριθεί μαζί του σ’ αυτήν την «χαλεπήν τραγωδίαν» χωρίς να κρύβει την
ντροπιαστική αιτία, για την οποία σκηνοθετεί όλην αυτήν την σκηνή354.
Στην ψυχή του Αβραάμ
συγκρούονταν πάθη. Κυριαρχούν το ψεύδος και η αποδοχή ενός γεγονότος, το οποίο
για κάθε άνδρα είναι αφόρητο, το «γυναῖκα ἰδεῖν ὑβριζομένην μᾶλλον δέ καί ὑποπτευομένην
μόνον». Τοῦτο συνέβη, εξηγεί ο Χρυσόστομος, διότι «πάθος ἐκράτει πάθους, τοῦ
χαλεποῦ τό χαλεπώτερον καί ζηλοτυπίας περιεγένετο δειλία θανάτου»355. viii. Το
δεύτερο παράδειγμα αφορά τον μέγα προφήτη Ηλίαν, «τόν οὐρανόν ἀποκλείσας, τόν τοσαῦτα θαύματα ἐργασάμενος», αυτόν που
επέδειξε με την προφητική του
δράση σε μέγιστο βαθμό παρρησία, ελευθεροστομία και
ανδρεία. Η «οὐρανομήκης» όμως ψυχή του κυριεύθηκε από την αγωνία του
απειλουμένου θανάτου μίας «πορνευομένης καί ἐναγοῦς γυναικός»356 της βασίλισσας
Iεζάβελ357.
Η απειλή της γυναικός τον
οδήγησε να εγκαταλείψει τον τόπο του, να δραπετεύσει, να πορευθεί οδό «ἐπί
τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα
νύκτας» και να κατοικήσει σε ερημικό
τόπο.
Ο μέγας Ηλίας «ῥημάτων
φόβον οὐκ ἤνεγκεν»358. Ο φόβος του θανάτου, ενώ αναδεικνύεται σε μεγάλο φόβητρο
ακόμη και για αγίους ανθρώπους, αποτελεί στην ουσία δεινό ελαφρύτερο από την
αθυμία. Ο άγιος Ιωάννης στη συνέχεια της επιστολής επικαλείται νέα σειρά
ισχυροτέρων παραδειγμάτων για να αποδείξει στην Ολυμπιάς το μέγιστο πάντων των
κακών, τήν αθυμία.
ix. Πρώτο παράδειγμα, ο
ισραηλιτικός λαός. Υπέφερε μία μακραίωνη, σκληρή και απάνθρωπη δουλεία στους
Αιγυπτίους. Όταν όμως ο θεόσταλτος Μωϋσής τούς ευαγγελίσθηκε ελευθερία και
απαλλαγή από τα αιγυπτιακά κακά, αρχικώς επέδειξαν απροθυμία και δεν ήθελαν
ούτε να τον ακούσουν. Προτιμούσαν
τη διατήρηση της δουλικής κατάστασης παρά
την ταλαιπωρία της
εξόδου από την Αίγυπτο. Την αιτία της αρνήσεώς τους την
υπογραμμίζει ο νομοθέτης «Ἐλάλησε δέ Μωϋσῆς τῷ λαῷ καί οὐκ ἤκουσεν ὁ
λαός Μωϋσέως ἀπό ὀλιγοψυχίας»359.
Η ολιγοψυχία, η δειλία της ψυχής, είναι μία όψη της αθυμίας, που οδηγεί στην αποδοχή και στη
διατήρηση άσχημων καταστάσεων, οι οποίες είναι δυνατόν να προκαλούν
ακόμη και τον θάνατο.x.
«Δώσω αὐτοῖς καρδίαν ἀθυμοῦσαν καί ἐκλείποντας ὀφθαλμούς καί τηκομένην ψυχήν»360. Στην τιμωρητική
απειλή του Θεού προς τους Ιουδαίους «ὑπέρ παρανομίας πολλῆς μετά τήν αἰχμαλωσίαν
καί τήν ἐν ἀλλοτρίᾳ διατριβήν καί τούς λιμούς καί τούς λοιμούς καί
τήν ἀνθρωποφαγίαν»
προστίθεται ως αποκορύφωμα η τιμωρία της αθυμίας. Η κυριευομένη από αθυμία
καρδιά γίνεται εξωτερικά εμφανής από σβησμένα, ανέκφραστα μάτια, ενώ ταυτόχρονα
λυώνει, αποδυναμώνεται μέρα με τη μέρα η ψυχική δύναμη του ανθρώπου361.
xi. Περισσότερο συγκλονιστική
εμφανίζεται η αθυμία των μαθητών του Χριστού, παρά το γεγονός ότι επί τρία
χρόνια ήσαν μαζί με τον Κύριο, καί είχαν συγκλονιστικές εμπειρίες από την
απόρρητη διδασκαλία του, από τις
θαυματουργικές του ενέργειες και από τη μυσταγωγική του καθοδήγηση. Όταν ο
Ιησούς στους αποχαιρετιστήριους λόγους του μετά τον Μυστικό Δείπνο τούς μίλησε,
μεταξύ των άλλων, για τον αποχωρισμό τους παρατήρησε και υπογράμμισε
«Ἠκούσατε ὅτι ὑπάγω πρός
τόν πέμψαντά με καί ἔρχομαι πρός ὑμᾶς, καί οὐδείς ὑμῶν ἐρωτᾶ με˙ «Ποῦ ὑπάγεις;».
Ἀλλά ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἡ λύπη πεπλήρωκεν ὑμῶν τήν καρδίαν»362.
Τονίζει ο Χρυσόστομος ότι
οι μαθητές, οι οποίοι τόσο πολύ αγαπούσαν τον Κύριο και είχαν γευθεί πλείστες
φορές τη θεία χάρη του, κυριεύθηκαν από την τυραννίδα της αθυμίας, «ἐπειδή
ρημάτων ἤκουσαν». Δεν άντεξε η καρδιά τους ούτε κάν στο άκουσμα του χωρισμού
και όλα σβήστηκαν μέσα τους. Τόσο πολύ τους κυρίευσε η αθυμία, «ὡς μηκέτι αὐτοῦ ταῦτα
πυνθάνεσθαι»363. Γι’ αυτό
ο Χριστός
«ὀνειδίζων» προσπάθησε να
ανατρέψει με τον αποκαλυπτικό του λόγο αυτήν της αθυμίας την άσχημη κατάσταση
τω μαθητών364.
xii. Νέο παράδειγμα από προσευχή του προφήτη Ηλία επαναφέρει ο
άγιος Ιωάννης˙ «Ἱκανούσθω τά νῦν, Κύριε. Λάβε τήν ψυχήν μου ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι οὐ
κρείττων ἐγώ εἰμι ὑπέρ τούς πατέρας μου»365.
Πρόκειται για την
προηγουμένη μνημονευθείσα περίπτωση της φυγής του εξ αιτίας της απειλής της
βασίλισσας Ιεζάβελ. Παρά την αναχώρησή του εκ της Παλαιστίνης από το φόβο του
θανάτου, η ψυχή του υφίστατο «τῆς ἀθυμίας τήν τυραννίδα». Η
ψυχική του αυτή
κατάσταση ήταν τόσο αφόρητη, ώστε έφθασε στο σημείο να
προσευχηθεί στον Θεό και να ζητήσει «το φοβερώτατον ἐκεῖνο, τόν κολοφῶνα τῆς
τιμωρίας, τό κεφάλαιον τῶν κακῶν, τό πάσης ἁμαρτίας ἐπιτίμιον» τόν θάνατο. Καί
μάλιστα εντάσσοντας τον θάνατο ως αίτημα προσευχής φανερώνει ότι «ἐν χάριτος
μέρει βούλεται λαβεῖν».
Ο εξόριστος αρχιεπίσκοπος
καταλήγει στο εύλογο συμπέ- ρασμα˙ «Οὕτω πολύ θανάτου φοβερώτερον ἀθυμία. Ἵνα
γάρ ἐκείνην διαφύγῃ, καταφεύγει ἐπί τοῦτον»366.
Το περιστατικό αυτό το
αναλύει ακόμη βαθύτερα ο Χρυσόστομος, καθώς εισχωρεί στην ψυχή του προφήτη.
Αρχικά τον συντάραξε μόνον ο φόβος του θανάτου, γι αυτό και «εἰκότως ἅπαντα ἔπραττεν ὥστε αὐτόν ἐκφυγεῖν»367.
Όταν βρέθηκε σε ασφαλή τόπο και απομακρύνθηκε η απειλή της θανάτωσής του, τότε
ήρθε και εγκαταστάθηκε στην ψυχή του η
αθυμία κι έδειξε τη δική της
φύση «κατεσθίουσα, δαπανῶσα, τοῖς ὀδοῦσιν αὐτόν καταναλίσκουσα». Η
ψυχική του κατάσταση κατέστη τότε τόσο αφόρητη, ώστε «τό πάντων βαρύτερον», ο
θάνατος, να φαίνεται στον Ηλία «κουφότερον τῆς
ἀθυμίας». Γι αυτό
και τον επιζητεί,
διότι
«χαλεπώτερον αθυμία
θανάτου»368. xiii. Παρόμοια κατάσταση βίωσε και ο προφήτης Ιωνάς δύο φορές,
κατά τη βιβλική διήγηση, στην αποδοχή από μέρους του Θεού της μετάνοιας των
Νινευϊτών, και την άμεση ματαίωση της καταστροφής της πόλης τους, και στην
ξήρανση της κολοκύνθης, η οποία σκίαζε τον προφήτη, και τον προφύλασσε από το
ανυπόφορο του καύσωνα που τον ταλαιπωρούσε.
Και στις δύο περιπτώσεις
ένοιωσε τόσο ανυπόφορη την αθυμία να τον κυριεύει, ώστε να επιζητήσει και αυτός
τον θάνατο ως λύτρωση. Στην πρώτη μάλιστα περίπτωση, αυτή του την επιθυμία την
έκανε και αίτημα προσευχής προς τον Θεό˙
«Λάβε τήν ψυχήν μου ἀπ’ ἐμοῦ
ὅτι καλόν μοι τό ἀποθανεῖν ἤ ζῆν με»369.Το
χρυσοστομικό συμπέρασμα συγκεφαλαιώνεται στη φράση˙ «Ἰωνᾶς ἐκείνην (τήν ἀθυμίαν)
φεύγων ἐπί τοῦτον (τόν θάνατον) κατέφυγε»370.
xiv. Το τελευταίο
παράδειγμα αντλείται από τους Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ˙ «Ἐν γάρ τῷ συστῆναι
τόν ἁμαρτωλόν ἐναντίον μου ἐκωφώθην
καί ἐταπεινώθην καί ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν,
καί τό ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη. Ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου καί ἐν τῇ μελέτῃ
μου
ἐκκαυθήσεται πῦρ. Ἐλάλησα
ἐν γλώσσῃ μου˙ Γνώρισόν μοι, Κύριε, τό πέρας μου καί τόν ἀριθμόν τῶν ἡμερῶν μου τίς ἐστιν,ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ
ἐγώ»371
Ο άγιος
Ιωάννης σημειώνει ότι η βίωση
άσχημων εχθρικών καταστάσεων προκάλεσε στην ψυχή του Δαβίδ τον πόνο και
με την εικόνα του πυρός δηλώνει «τό τῆς ἀθυμίας πάθος». Οἱ πληγές και οι οδύνες
από την κατάσταση της αθυμίας οδηγεί και σε τούτη την περίπτωση στο αίτημα του
θανάτου. Οι προαπελθόντες από τη ζωή αυτή πατέρες και πρόγονοι χρησιμοποιούνται
ως επιχείρημα του προφήτη, ώστε να συντομευθεί η διατριβή του «ἐν τῷ παρόντι βίῳ».
Το αίτημα, να του γνωρίσει ο Θεός τον υπολειπόμενο χρόνο της ζωής του,
λειτουργεί ως «μεγίστη ἡδονή» και ως «ποθεινόν πέρας» απέναντι στη φωτιά που
καίει μέσα στη διάνοιά του
και «διά τήν ἀφόρητον τῆς
ἀθυμίας ὀδύνην»372.Σημειωτέον ότι στο παρόν παράδειγμα ο Χρυσόστομος δύο
φορές σημειώνει ότι
ο Δαβίδ στον
«εν λόγῳ» Ψαλμό εκφράζει, είτε τον εαυτό του, είτε κάποιους άλλους οδυρομένους «ὧν
τῷ προσώπῳ κεχρημένος φθέγγεται»373. Η εμβάθυνση σε τούτη την πατερική,
ερμηνευτική παρατήρηση προσδίδει στο συγκεκριμένο Ψαλμό και μία διαχρονικότητα
τόσο της περιγραφής της
ματαιότητας του κόσμου, της ψυχικής αθυμίας, όσο και της μοναδικής ελπίδας στον
σωτήρα Κύριο. Η καρποφόρος υπομονή στα παθήματα αποτελεί τη θεματολογία της
συνέχειας της επιστολής, διότι «οὐ γάρ τό ποιῆσαι τι χρηστόν μόνον, ἀλλά καί τό
παθεῖν τι κακόν πολλάς ἔχει τάς ἀμοιβάς καί μεγάλα τά ἔπαθλα»374.
Ο ιερός Χρυσόστομος
τοποθετεί στην κορυφή της αρετής της υπομονής, τον Ιώβ, «τόν μέγαν τῆς ὑπομονῆς
ἀθλητήν τόν ἀδάμαντα,
τήν πέτραν, τόν ἐν τῇ Αὐσίτιδι μέν γενόμενον χώρᾳ, πᾶσαν δέ τήν οἰκουμένην
καταλάμψαντα τῇ τῆς οἰκείας ἀρετῆς ὑπερβολῇ»375. Ο χρυσοστομικός θαυμασμός και
η ιδιαίτερη ευλάβεια προς την παλαιοδιαθηκική αυτή αγία μορφή αποκαλύπτεται
πολύ συχνά σε πολλούς λόγους του, όπου μνημονεύει τον Ιώβ όχι μόνον για την
ασύγκριτη υπομονή του «ἐν τοῖς παθήμασιν», αλλά και για τα μεγάλα
της αρετής
κατορθώματά του. Στην
παρούσα επιστολή υπάρχουν οκτώ
παραπομπές στο βιβλίο του Ιώβ, τις οποίες κατά σειρά αναφοράς παραθέτουμε και
σχολιάζουμε σε δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στα προ των δοκιμασιών
κατορθώματα των αρετών του. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει τις «ἐν τοῖς
παθήμασιν» παραπομπές.
xv. «Ὁ οἶκος μου παντί ἐλθόντι
ἠνέῳκτο καί κοινός ἦν τοῖς ὁδοιπόροις λιμήν»376 και xvi. «Ἐγώ γάρ ἤμην ὀφθαλμός
τυφλῶν, καί ποῦς δέ χωλῶν. Ἐγώ ἤμην πατήρ ἀδυνάτων, δίκην δέ ἥν οὐκ ᾔδειν ἐξιχνίασα,
καί συνέτριψα μύλας ἀδίκων καί ἐκ
μέσου ὀδόντων αὐτῶν ἐξήρπασα ἅρπαγμα. Ἀδύνατοι δέ ἥν ἄν ποτε εἶχον
χρείαν οὐκ ἀπέτυχον, οὐδέ ἐξῆλθέ τις τήν θύραν μου κόλπῳ κενῷ»377.
Εντός ολίγων γραμμών
λόγου περιγράφονται διάφορα είδη της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης του Ιώβ
με ιδιαίτερη τη βοήθεια προς τους αδικουμένους. Επισημαίνεται ότι ο Δίκαιος δεν
στέκονταν μόνον κοντά στους αδικουμένους, αλλά ενέπνεε και φόβο στους υβριστές και ασκούντες εξουσαστική βία. Η συμπαράσταση και
η συμμαχία προς αυτόν που υφίσταται την αδικία είναι γεγονός που πολλοί το
επιδεικνύουν378. Ο Ιωάννης επιμένει με νόημα στη λεπτομέρεια ότι ο Ιώβ στεκόταν
κοντά στον αδικημένο
«μέχρι τοῦ πρός τό τέλος
τό πρᾶγμα ἀγαγεῖν» και μάλιστα «μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος»379. Διότι απέναντί
του είχε σαγόνια και δόντια αρπακτικών ανθρώπων και έπρεπε να παλέψει μαζί τους
για να γλυτώσει και να ελευθερώσει τον αδικημένο.
Προφανώς ο εξόριστος
ιεράρχης υπαινίσσεται και τον εαυτό του και τα πιστά πνευματικά του τέκνα, ως
αδίκως διωκομένους, οι οποίοι από πολλούς είχαν ακούσει λόγους συμπαθείας χωρίς
όμως συνέχεια και αποτέλεσμα.
Η φροντίδα του Ιώβ
επεκτεινόταν και στη φροντίδα ανθρώπων, τους οποίους η φύση αδίκησε. Δηλαδή
εννοεί αυτούς που λόγῳ φυσικού ελαττώματος ήσαν τυφλοί και χωλοί. Δεν μπορούσε
να τους δώσει μάτια και πόδια, μπορούσε όμως και «ἐγίνετο ἀντί τῶν μελῶν αὐτοῖς
καί δι’ αὐτοῦ καί οἱ τούς ὀφθαλμούς πεπηρωμένοι καί οἱ τά σκέλη κεκομμένοι, οἱ
μέν ἔβλεπον, οἱ δέ ἐβάδιζον»380.
xvii. Το πλήθος των
αρετών του Ιώβ είναι δύσκολο να περιγραφεί στο πλαίσιο μάλιστα μίας επιστολής,
γι’ αυτό ο Χρυσόστομος κλείνει το θέμα με μία πολύ σπουδαία παρατήρηση, ως πρός
τη συμπεριφορά του Δικαίου έναντι των δούλων του. Αν και γενικώς είναι
παραδεκτό ότι ο κύριος πρέπει να εμπνεέι και κάποιο φόβο στους υπηρέτες του, ο
Ιώβ ήταν ποθητός και αγαπητός Κύριος σ’
αυτούς, διότι
«προσηνής καί ἥμερος ἦν,
καί αὐτοῦ τοῦ μέλιτος ἡδίων». Τους έδινε τον εαυτό του και οι οικέτες του ως
μέγα δεῖγμα «τοῦ ἔρωτος ὅν ἤρων ἐκείνου» ἔλεγαν˙ «τίς ἄν δῴη ἡμῖν τῶν σαρκῶν αὐτοῦ
ἐμπολησθῆναι;»381.
Αυτό το
ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού
του δεν περιοριζόταν μόνο στους
οικέτες του, αλλά «πολλῷ μᾶλλον τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἀνθρώποις»382.
xviii. Η υπογράμμιση της
υπομονής του Ιώβ στα παθήματα ξεκινάει με μία σειρά συγκριτικών ρητορικών
ερωτη- μάτων του Ιωάννου. Η σύγκριση αφορά το μέγεθος της λαμπρότητας του Ιώβ,
όταν ήταν ενάρετος έχοντας το πλήθος των αγαθών του και τα παιδιά του «ἐν ζωῇ»,
ή όταν υπέμενε αγόγγυστα και με πραότητα τις συμφορές που του στέρησαν τα πάντα
και με το σκωληκόβρωτο σώμα του καθόταν στην κοπρία ξύνοντάς το με ένα όστρακο
και έλεγε˙ «Τήκω γάρ
βώλακας γῆς ἀπό ἰχῶρος
ξέων»383 (Ιώβ 7, 5). Προφανώς η αντιμετώπιση των παθημάτων «αὐτόν λαμ- πρότερον
ἀπέφηνε». Διότι απαιτείται μεγαλύτερη ανδρεία, ισχυρότερη ψυχική δύναμη,
φιλοσοφικότερος νούς και περισσότερη αγάπη προς τον Θεό για να αντιμετωπίσεις,
όπως ο Ιώβ, τέτοιες συμφορές και δοκιμασίες.
xix. Άλλωστε ο ίδιος ο
διάβολος έναντι της πρώτης ενάρετης πολιτείας του Ιώβ είχε προβάλει «ἀναισχύντως
καί σφόδρα ληστρικῶς» την ένsταση «Μή δωρεάν σέβεται Ιώβ τόν Θεόν;»384. Η
υπομονή όμως του πολυάθλου Ιώβ στη στέρηση των πάντων και η θεάρεστη μετέπειτα
διαγωγή του, απέπεμψε τον διάβολο χωρίς σκιά αντιλογίας.
Αυτή η ιώβεια στάση είναι
για τον Χρυσόστομο «ὁ κολο φών τοῦ στεφάνου, τοῦτο ἡ κορωνίς τῆς ἀρετῆς, τοῦτο ἡ
σαφής τῆς ἀνδρείας ἀπόδειξις, τοῦτο ἡ ἀκριβεστάτη τῆς φιλοσοφίας ἐπίτασις»385.
xx. Τον πειρασμό της
αθυμίας και ο Ιώβ τον αντιμετώπισε και μάλιστα τονίζει ότι σε τέτοιες
καταστάσεις ο θάνατος μοιάζει με ανάπαυση διότι «θάνατος γάρ ἀνδρί ἀνάπαυσις»386.
Γι’ αυτό έφθασε και ο ίδιος στο σημείο να ζητεί από τον Θεό ως χάρη τον θάνατο,
ώστε να απαλλαγεί από την τυραννίδα της
αθυμίας˙ «εἰ γάρ δῴη καί ἔλθοι μου ἡ αἴτησις καί τήν ἐλπίδα μου δῴη ὁ Θεός. Ἀρξάμενος
ὁ Κύριος τρωσάτω με καί εἰς τέλος με ἀνελέτω. Εἴη δέ ἠ πόλις μου τάφος ἐφ’ ἧς ἐπί
τειχῶν ἡλλόμην ἐπ’ αὐτῆς»387.
xxi. Υπάρχουν
όμως και περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι υποφέρουν παθήματα «γενναίως καί
πράως» και δοξάζοντας τον Θεό, χωρίς να γνωρίζουν ότι «διά τόν Θεόν» αυτά τα πάσχουν.
Τέτοιοι άνθρωποι στεφανώνονται, ακριβώς διότι υπομένουν με καρτερικότητα, αν
και δεν είχαν γνώση της αιτίας όλων των συμφορών τους388.
Τέτοια είναι η περίπτωση
του φτωχού Λαζάρου389. Αν ψάξουμε στη διήγηση της παραβολής, δεν θα βρούμε να
έχει να επιδείξει κατορθώματα αρετών, όπως της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης,
της υπεράσπισης αδυνάτων. Όμως «καίτοι μηδέν γενναῖον πονήσας, ἐπειδή μόνον τήν
ἀθυμίαν ἤνεγκε γενναίως, τῷ τοσαῦτα κατορθωκότι πατριάρχῃ (Ἀβραάμ) τῆς αὐτῆς ἔτυχε
λήξεως»390.
xxii. «Ἕκαστος γάρ τόν ἴδιον
μισθόν λήψεται κατά τόν ἴδιον κόπον»391.Η παύλεια ρήση υπονοεί, κατά τον
Χρυσόστομο, μία παράδοξη φαινομενικώς, αλλά
αληθινή κρίση του Θεού. Όποιος
επιτύχει κατόρθωμα αρετής «μέγα καί γενναῖον, μη μετά πόνου δε καί κινδύνου καί
παθημάτων, οὐ πολύν τινα λήψεται μισθόν»392. Δηλαδή η αξιομισθία δεν προκύπτει
από το μέγεθος του κατορθώματος, αλλά προκύπτει «κατά τόν ὄγκον τοῦ
παθήματος»393.
xxiii. Για το λόγο αυτό ο
απόστολος Παύλος ως καύχησή του δεν μνημονεύει τα κατορθώματά του, αλλά «ἅπερ ἔπαθε
κακῶς, ταῦτα ἐξαριθμεῖται»394. Και προβαίνει σε τέτοια δήλωση για να
αντιμετωπίσει ανθρώπους που προκαλούσαν διχασμούς στην εκκλησία
των Κορινθίων καυχόμενοι «κατά τήν σάρκα» για κατορθώματά τους. Κατ’ ανάγκην
επομένως ο Απόστολος γράφει˙ «Διάκονοι Χριστοῦ εἰσι, Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπέρ ἐγώ» και δεν αιτιολογεί
τον λόγο του με απαρίθμηση κατορθωμάτων, αλλά παθημάτων για τον Χριστό˙
«ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν
πληγαῖς ὑπερβάλλοντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις. πεντάκις
τεσσαράκοντα παρά μίαν ὑπό Ἰουδαίων ἔλαβον, τρίς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην,
τρίς ἐναυάγησα, νυχθημερόν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα˙ ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν
ψευδαδέλφοις˙ ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καί δίψει, καί
γυμνότητι˙ χωρίς τῶν παρεκτός ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ’ ἡμέραν, ἡ μέρινα πασῶν τῶν
ἐκκλησιῶν. Τίς ἀσθενεῖ, καί οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι;
Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τά τῆς ἀσθενείας μου
καυχήσομαι»395 Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τήν Δαμασκηνῶν πόλιν,
πιάσαι με θέλων. Καί διά θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διά τοῦ τείχους καί ἐξέφυγον
τάς χεῖρας αὐτοῦ»396.
Η περιληπτική αναφορά των
παθημάτων του Παύλου, στα οποία προσθέτει και την διά μέσου κινδύνου διάσωσή
του στη Δαμασκό, συγκροτούν ένα σύνολο που λειτουργεί ως αφορμή καυχήσεως. Στο
σημείο αυτό της επιστολής του Παύλου δεν μνημονεύεται κανένα κατόρθωμα. Με τον
όρον «ἐπισύστασις καθ’ ἡμέραν» νοοῦνται
κατά τον Χρυσόστομον, οι συνεχείς, καθημερινές ταλαιπωρίες, διώξεις, θόρυβοι,
δυσχέρειες για χάρη του ποιμνίου του Χριστού397. Γι’ αυτό και αμέσως τονίζει τη
μέριμνά του για όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Η λέξη «μέριμνα» δεν
χρησιμοποιήθηκε τυχαίως. Ο Παύλος δεν λέει «διορθώνω», πράξη που φανερώνει μία ἀφ’
υψηλού καθοδήγηση και
επομένως κατόρθωμα. Η μέριμνα στο
επίπεδο της εκκλησίας, όπως και η προσωπική του συμμετοχή στην ασθένεια
και στον πειρασμό
κάθε μέλους της Εκκλησίας, σημαίνουν «κοινωνῶ τῆς ἀθυμίας»398.
Δηλαδή η προσωπική κακοπάθεια και η συμμετοχή στην κατάσταση κακοπάθειας των αδελφών αποτελούν
αιτίες αληθινής κατά Χριστόν καυχήσεως. Διότι όπως συμπεραίνει ο εξόριστος
ιεράρχης, παραλληλίζων τις παύλειες δοκιμασίες προς τις βιούμενες από τον ίδιο
και τους διωκόμενους φίλους του «εἰ
τοίνυν τά παθήματα μεγάλας ἔχει τάς ἀμοιβάς, τῶν δέ παθημάτων πάντων
χαλεπώτερον καί ὀδυνηρότερον ἡ ἀθυμία, ἐννόησον ὅσαι αἱ ἀντιδόσεις»399.
xxiv. Για να αναδείξει τη
μεγάλη αξία που προσδίδουν σε κάθε καλό έργο οι δοκιμασίες, ο κόπος και τα
παθήματα, επισυνάπτει ο Χρυσόστομος ένα εκ του αντιθέτου παράδειγμα από την
Παλαιά Διαθήκη.
Πρόκειται για τον
Βαβυλώνιο βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ο οποίος όταν είδε τη θαυμαστή διάσωση των
τριών παίδων στην επταπλασίως καιομένη κάμινο, έγραψε και έστειλε σε όλη την
επικράτειά του το
ακόλουθο γράμμα:
«Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς
πᾶσι τοῖς λαοῖς, φυλαῖς καί γλώσσαις, τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ, εἰρήνη ὑμῖν
πληθυνθείη. Τά σημεῖα καί τά τέρατα ἅ ἐποίησε μετ’ ἐμοῦ ὁ Θεός ὁ ὕψιστος ἤρεσεν
ἐναντίον ἐμοῦ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν ὡς μεγάλα καί ἰσχυρά ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία αἰῶνιος
καί ἡ ἐξουσία αὐτοῦ εἰς γενεάν καί γενεάν»400. Την επιστολή του συνόδευσε η
διαταγή ότι όποιος εκφέρει λόγο κατά του Θεού των Τριών
Παίδων (Σεδράχ, Μισάχ
και Αβδεναγώ) θα καταδικάζεται
σε θάνατο και θα κατάσχεται η περιουσία του. Και τελικά πρόσθεσε˙ «καθότι οὐκ ἔστι
Θεός ἕτερος, ὅς δυνήσεται ρύσασθαι οὕτως»401.
Το βασικό διάταγμα
εμπεριέχει διδασκαλία αληθινή, κήρυγμα υψηλό και ισχύ για όλη την επικράτεια
της αυτό- κρατορίας. Ο Ναβουχοδονόσορ επιτέλεσε έργο αποστολικό,όμως δεν
λαμβάνει μισθό αντάξιο των Αποστόλων, διότι
«πόνος οὐκ ἔστιν ἐνταῦθα συνεζευγμένος οὐδέ παθήματα»402. Η αντίδοση σ’
αυτόν θα είναι μειωμένη, επειδή δεν χωρεί σύγκριση μεταξύ της εξουσίας της
δικής του και των ποικιλώνυμων εμποδίων, τα οποία χρειάσθηκε να υπερβούν οι
Απόστολοι, και κυρίως το εμπόδιο της αθυμίας, προκειμένου να φέρουν «σύν Θεῷ»
εις πέρας το δικό τους αποστολικό έργο.
xxv. Ο φιλάνθρωπος Θεός
γι’ αυτό το λόγο δεν απάλλαξε τον Παύλο από τα παθήματα, τήν αθυμία, την οδύνη
και τους κινδύνους, όπως ο ίδιος σημειώνει «Ὑπέρ γάρ τούτου τρίς τόν Κύριον
παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ˙ καί εἴρηκέ μοι˙ ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου˙ ἡ γάρ
δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»403. Δηλαδή, κατά τόν Χρυσόστομο, η άρνηση
του Κυρίου να ελευθερώσει από όλα αυτά τα δεινά τον Παύλο, οφειλόταν στο θείο
θέλημα να φθάσει ο Απόστολος δι’ όλων αυτών
των εμποδίων στις μέγιστες αμοιβές, «τάς ἀντιδόσεις καί τούς στεφάνους»404.
xxvi. Η περίπτωση του
πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου405 επανέρχεται στην επιστολή προς την Ολυμπιάδα
σε συνδυασμό με την παραβολή του Τελώνου καί Φαρισαίου406 και την αποκατάσταση
του αρνητού Πέτρου407.
Ο Χρυσόστομος επισημαίνει
στην Ολυμπιάς ότι, στον Λάζαρο ήταν αρκετή μόνη η αρρώστεια για να έχει την
ίδια κληρονομία με τον πατριάρχη Αβραάμ, στον τελώνη μόνη η φαρισαϊκή λοιδορία
άρκεσε για να του αποδοθεί δικαιοσύνη και στον Πέτρο τα δάκρυα διόρθωσαν «τό ἕλκος
τῆς χαλεπῆς ἐκείνης ἁμαρτίας»408. Για την αγία διακόνισσα συνυπάρχουν πολλά
παθήματα, τα οποία συντείνουν σε μεγάλες αμοιβές της υπομονής της. Διότι «οὐδέν
οὕτω λαμπρούς ποιεῖ και ζηλωτούς, καί
μυρίων ἐμπίπλησιν ἀγαθῶν ὡς τό πειρασμῶν πλῆθος καί κίνδυνοι καί πόνοι καί ἀθυμίαι
καί τό διηνεκῶς επιβουλεύεσθαι καί παρ’ ὧν οὐδαμῶς ἐχρῆν καί πράως ἅπαντα
φέρειν»409.
Ο πάγκαλος Ιωσήφ
καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της επιστολής του Χρυσοστόμου στην ανάπτυξη
των βιβλικών παραδειγμάτων του προς την Ολυμπιάς410. Μνημονεύονται πολλά
επεισόδια της περιπετειώδους ζωής του. Θεωρεί όμως ότι πέραν των εναρέτων
κατορθωμάτων του, τα παθήματα ήσαν εκείνα που τον κατέστησαν «μακάριον καί εὐδόκιμον»,
δηλαδή «ἡ συκοφαντία καί τό δεσμωτήριον καί ἡ ἅλυσις καί ἡ ἐντεῦθεν
ταλαιπωρία»411.
xxviii. «Ἠγάπα γάρ αὐτόν ὁ
πατήρ, ὅτι υἱός γήρως ἦν αὐτῷ»412. Ο συγγραφέας του βιβλίου της Γενέσεως, «ὁ
νομοθέτης Μωϋσῆς» σημειώνει εξ
αρχής ότι «τό
φίλτρον» της ιδιαίτερης αγάπης
του Ιακώβ προς τον Ιωσήφ δεν οφειλόταν στην αρετή του, αλλά είχε αφετηρία «ἀπό
τοῦ καιροῦ τῶν ὠδίνων». Διότι τα παιδιά που γεννιούνται «παρ’ ἐλπίδας» είναι
συνήθως περισσότερον αγαπητά. Η πατρική όμως αυτή αγάπη υπήρξε αιτία μεγάλου
φθόνου των αδελφών του, οι οποίοι τον πολεμούσαν ως εχθροί μέσα στο ίδιο τους
το σπίτι.
Θεωρεί λοιπόν ο Ιωάννης
ότι μεγαλύτερος μακαρισμός αρμόζει στον Ιωσήφ, όχι εξ αιτίας της αγάπης του
Ιακώβ, αλλά εξ αιτίας της άσχημης κατάστασης που βίωνε στο πατρικό του σπίτι.
Τούτο το αντελήφθη ο Ιακώβ και έπλασε, κατά τον
Χρυσόστομο, ως πρόφαση της αγάπης του
το αντικειμενικό κριτήριο της ηλικίας, όμως στην πραγματικότητα η
αληθινή αιτία της αγάπης του ήταν «ἡ ἀκμάζουσα τῆς ψυχῆς ἀρετή» του Ιωσήφ.
Απόδειξη αυτής της αιτίας είναι ο Βενιαμίν. Διότι αυτός ως ο μικρότερος όλων
και όντως ως «υἱός γήρως» έπρεπε να αγαπάται περισσότερο από όλους. Επομένως η
προβληθείσα αιτιολόγηση «τοῦ πατρός ἦν
το πλάσμα, βουλομένου
καταλῦσαι τόν ἀδελφικόν πόλεμον»413. Παρά ταύτα όμως η
κακία των αδελφών του εκδηλωνόταν συνεχώς με λεκτικές κυρίως επιθέσεις μέχρι
τηω πώλησή του εις «δουλείαν τήν ἐσχάτην», «βαρβάροις ἑτερογλώσσοις καί εἰς
βάρβαρον χώραν»414.
xxviii. Ο Θεός όμως είχε
σκοπό να τον αναδείξει «λαμπρότερον» κι έτσι «ἠνείχετο … καί ἐμακροθύμει,
κινδύνων κινδύνους διαδεχομένων»415. Στην ειδωλολατρική Αίγυπτο για τον Ιωσήφ
«σκάμματα παρεσκευάζετο πάλιν καί στάδιον καί παλαίσματα καί ἀγῶνες καί ἱδρῶτες
σφοδρότεροι τῶν προτέρων».
Η περίπτωση της γυναικός
του Πετεφρή περιγράφεται εκτενώς με επισημάνσεις που αποκαλύπτουν ότι ο Ιωσήφ
είχε «πόλεμον πολλαπλούν», τον οποίο με «πολύν τόν ἱδρῶτα»
υπέμεινε στην ακμή της
νεότητάς του και ενίκησε. xxix.
Προσθέτει ο ιερός
πατήρ και ρήση
του Σολομώντος, ο οποίος «μετά ἀκριβεία εἰδώς» τα θέματα αυτά γράφει˙ «Ἀποδήσει
τις πῦρ ἐν κόλπῳ, τά δέ ἱμάτια οὐ κατακαύσει; ἤ περιπατήσει τις ἐπ’ ἀνθράκων
πυρός, τούς δέ πόδας οὐ καταφλέξει; Οὕτως ὁ πορευόμενος πρός γυναῖκα ὕπανδρον
καί πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῆς οὐκ ἀθῳωθήσεται»416. Δηλαδή, όπως είναι αδύνατο να μη
καεί όποιος εγγίζει τη φωτιά, έτσι κι όποιος συναναστρέφεται γυναίκες δεν
μπορεί να διαφύγει «τόν ἐντεῦθεν ἐμπρησμόν».
Η προσπάθεια παγίδευσης του Ιωσήφ ήταν υπόθεση οργανωμένη από την Αιγυπτία
γυναίκα με πολύ πονηρό τρόπο. Γι ἀυτό η νίκη του υπήρξε αξιοθαύμαστη και
αποτέλεσμα «τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος καί τῆς ἀρετῆς τοῦ νέου»417.
xxx. Ο Ιωσήφ «ἀνεδείχθη
σωφροσύνης μέγας ἀθλητής καί ἀδάμαντα ἐμιμήσατο»418, διότι εξήλθε εντελώς
καθαρός και ανέπαφος από τον πόλεμο αυτόν. Την καθαρότητά του ο άγιος
Χρυσόστομος την παραλληλίζει με την σωτηρία των τριών παίδων από την κάμινο του
πυρός χωρίς καν να τους έχει αγγίξει η οσμή της φωτιάς˙ «οὐδέ γάρ ὀσμή πυρός ἦν
ἐν αὐτοῖς»419. xxxi. Όταν εξ αιτίας της συκοφαντίας της γυναικός του Πετεφρή ο
Ιωσήφ γνώρισε και τα δεινά της φυλακής, και εκεί έλαμψε η αρετή του.
Ο Χρυσόστομος τονίζει
ιδιαίτερα την αρετή του της αμνησικακίας. Στην προσπάθειά του να δικαιωθεί και
να λυτρωθεί από τα δεσμά της
φυλακής απευθύνεται στον βασιλέα της Αιγύπτου, χωρίς όμως στην απολογία
του να κατηγορήσει κανένα από τά πρόσωπα που του έκαναν μεγάλα κακά˙ «ἐγώ κλοπῇ
ἐκλάπην ἐκ γῆς Ἑβραίων καί ὧδε οὐκ ἐποίησα ούδέν καί ἐνέβαλόν με εἰς τόν λάκκον
τοῦτον»420.
Ο εξόριστος αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως απευθύνει ρητορική ερώτηση στον Ιωσήφ, γιατί δεν κατονομάζει
όλους αυτούς που τον αδίκησαν, γιατί αποσιωπά και αποκρύπτει λεπτομέρειες. Για
να καταγραφεί ως εξής η υποτιθέμενη απάντηση του Ιωσήφ˙ «Ὅτι μνησικακεῖν οὐκ οἶδα,
ὅτι ἐμοί ταῦτα στέφανοι καί βραβεῖα καί μείζονος ἐμπορίας ὑπόθεσις»421.
11. Επιστολή ΙΑ΄ (Ε΄)
α. Γραμματολογικά
Στην πρώτη αρίθμηση είναι
η υπ’ αριθμ. ε΄ επιστολή. Βρίσκεται εκδεδομένη εις PG52, 609 EPE 37, 448-497 SC
13, 153-180
Γράφτηκε πιθανότατα από
την «ἐρημία» της Κουκουσού στις αρχές του 405, ως άμεση αντίδραση σε νέες
δυσάρεστες ειδήσεις από την Κωνσταντινούπολη. Οι ειδήσεις προφανώς αφορούσαν
επέκταση των διώξεων από την κυριαρχούσα αντιχρυσοστομική μερίδα των
ιεραρχών και του παλατίου εις βάρος της Ολυμπιάδος, αλλά και όλων των φιλικά
προσκει- μένων προς τον Ιωάννη προσώπων˙ «Ἐπετάθη τά τῆς θλίψεως ὑμῖν, καί
πλατύτερα πάλιν ἐτέθη
τά σκάμματα καί μακρότεροι τῶν δρόμων οἱ δίαυλοι, καί
πρός μείζονα φλόγα τῶν ἐπιβουλευόντων ὑμῖν αἵρεται ὁ θυμός»422.
β. Ιστορικές αναφορές σε
πρόσωπα
Ονομαστική αναφορά άλλων
προσώπων πλην της Ολυμπιάδος, δεν υπάρχει στην επιστολή.Αξιοσημείωτο όμως είναι
ότι στο πρώτο ήμισυ της επιστολής ο Ιωάννης χρησιμοποιεί δεύτερο πληθυντικό
πρόσωπο προς τους αποδέκτες της και στο υπόλοιπο, δεύτερο ενικό πρόσωπο, δηλαδή
προς την αγία διακόνισσα.
Η εξήγηση της εναλλαγής
τεκμηριώνει την ύπαρξη και τη διατήρηση της μοναστικής αδελφότητας, της οποίας
την πνευματική καθοδήγηση είχε αναλάβει η Ολυμπιάς. Ο Ιωάννης ως πνευματικός
τους πατήρ ενδιαφέρεται και αγωνιά για τις δύσκολες περιστάσεις που βιώνουν και
υπογραμμίζει την ευθύνη της Ολυμπιάςς˙ «Ταῦτα οὖν, δέσποινά μου θεοφιλεστάτη,
καί σαυτῇ καί ταῖς μετά σοῦ τόν καλόν τοῦτον ἀγῶνα ἀγωνιζομέναις ἐπᾴδουσα ἀντίστη
τά φρονήματα πασῶν συγκροτοῦσά σου τήν παράταξιν, ὥστε διπλοῦν καί τριπλοῦν καί
πολλαπλασίονα γενέσθαι σοι τόν στέφανον τῆς ἀρετῆς, δι’ ὧν τε αὐτή πάσχεις, δι’
ὧν τε ἑτέρας εἰς ταῦτα ἐνάγεις, καί πείθουσα πάντα πράως φέρειν»423.Σε ομάδα
χειρογράφων η ύπαρξη των παραλλαγών «πασῶν» καί «ἑτέρας» στο ανωτέρω απόσπασμα
της επιστολής περιορίζει τον κύκλο των αποδεκτών στην Ολυμπιάς και τη γυναικεία
μοναστική της αδελφότητα. Αντιθέτως η αποδοχή της αρσενικού γένους εκδοχής,
«πάντων» και «ἑτέρους» δηλοποιεί την ευρύτερη χρυσοστομική μερίδα, στην οποία
περιλαμβάνονταν και άνδρες κληρικοί και λαϊκοί, καθώς και την σημαίνουσα θέση
της Ολυμπιάδος σε αυτήν.
Οι εικόνες,
τις οποίες χρησιμοποιεί ο εξόριστος αρχιεπίσκοπος, για τους διώκτες και
την άσχημη κατάσταση που αυτοί δημιούργησαν, πιστοποιούν κατ’ ἀρχήν την
πεποίθησή του περί πρόσκαιρης επικράτησής τους, «σκιαί καί ἀπάτη τῶν ὀνειράτων»,
και κατά δεύτερο λόγο την απαξίωσή τους, «πηλός», «καπνιάς», «ἀράχναι», «σηπόμενος
χόρτος»424.
γ. Σχολιασμός
περιεχομένου
Ο σκοπός της επιστολής
είναι σαφής, να ενισχύσει το αγωνιστικό φρόνημα των πνευματικών του τέκνων στη
Βασιλεύουσα προφανώς μετά από πληροφόρηση επιστολής της Ολυμπιάδος ή άλλου
προσώπου, περί της επιδείνωσης των συνθηκών και περί νέου κύματος διώξεών τους.
Ο Χρυσόστομος αποκαλύπτει
ότι υποκινητής όλης αυτής της θλίψης από πλευράς «τῶν ἐπιβουλευόντων» είναι ο
διάβολος, ο οποίος εξαγριώθηκε, επειδή δέχθηκε «καιρίας τάς πληγάς» από την
ανδρεία που επέδειξαν στις προηγούμενες διώξεις και δοκιμασίες˙ «Δεῖγμα … τῆς ἥττης
ἐκείνου τῆς πολλῆς, τό μειζόνως ἐφάλλεσθαι καί ἐπιπηδᾶν καί πλείονα ἐπιδείκνυσθαι
τήν ἀναισχυντίαν καί δαψιλέστερον ἐκχεῖν τόν ἰόν»425.
Το αποτέλεσμα όμως όλων
των διαβολικών επιθέσεων απόλήγει «κατά τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς», διότι γίνονται
αιτίες συνεχών νικών των διωκομένων˙ «πλείων ὑμῖν ὁ πλοῦτος, δαψιλεστέρα ἡ ἐμπορία, ἐπάλληλοι
καί συνεχεῖς οἱ στέφανοι, πολλή δι’ αὐτῶν τῶν δεινῶν τῆς ἀνδρείας
ὑμῖν ἡ προσθήκη»426.
Η χρυσοστομική γραφίδα
τονίζει ότι το καίριο στοιχείο αντιμετώπισης των θλίψεων είναι η γενναιότητα
και η πραότητα, καθώς αντιστρέφουν τη ροή των πραγμάτων και αχρηστεύουν τη διαβολική επιβουλή˙ «Τοιαύτη γάρ τῆς θλίψεως ἡ φύσις˙ τούς πρᾴως αὐτήν καί
γενναίως φέροντας ἀνωτέρους ποιεῖ τῶν δεινῶν, ὑψηλοτέρους τῶν τοῦ διαβόλου βελῶν καί παιδεύει κατάφρονεῖν τῶν ἐπιβουλῶν»427.
Δύο παραδείγματα ἀπό τή φύση καί ἀπό τή ναυτική ἐμπειρία ἐνισχύουν τόν λόγο τοῦ
ἱεροῦ πατρός. Τά δένδρα, πού ἀναπτύσσονται υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες
ανέμων και υψηλής θερμοκρασίας, γίνονται ισχυρό- τερα, ανθεκτικότερα,
πλουσιότερα σε φύλλωμα και καρπούς.
Πολύ παραστατική και
εκτενής είναι η εικόνα των πεπειραμένων ναυτικών, οι οποίοι με την κεκτημένη
από δύσκολες, πρηγούμενες ταλαιπωρίες εμπειρία τους «τῶν ἐπί γῆς λοιπόν
βαδιζόντων θαρραλεώτεροι ἐπί τῆς νηός κάθηνται» και «σχοῖνον ἕλκουσι, καί ἰστία
ἀνάγουσι, καί κωπῶν ἅπτονται, καί πανταχοῦ τῆς νηός μετά εὐκολίας
περιτρέχουσι»428.
Η ματαιοπονία των εχθρών,
εκτός του γεγονότος ότι δεν κέρδισαν τίποτε με τις συνεχείς έως τώρα επιθέσεις
τους, έχει και μία ακόμη πλευρά, «τό καταισχύνεσθαι, καί γελᾶσθαι, καί ὥσπερ
κοινούς τῆς οἰκουμένης ἐχθρούς, οὕτω πανταχοῦ φαίνεσθαι»429. Προφανώς ο
εξόριστος αρχιεπίσκοπος πληροφορούνταν τις ευρύτερες αντιδράσεις κατά της
εκκλησιαστικής έκρυθμης κατάστασης, που είχε δημιουργήσει η αντιχρυσοστομική
μερίδα με τις αυθαίρετες και αντικανονικές αποφάσεις της εις βάρος της
οικουμενικής Εκκλησίας του Χριστού. Αυτή
η πτυχή των γεγονότων τον οδηγεί σε έναν ύμνο της αρετής και της υπέρβασης των
κοσμικών πραγμάτων˙ «Βαβαί, πηλίκον ἐστιν ἡ ἀρετή καί τῶν παρόντων ὑπεροψία
πραγμάτων˙ δι’ ἐπιβουλῶν κερδαίνει, διά τῶν ἐπιβουλευόντων στεφανοῦται, διά τῶν
κακῶς ποιούντων διαλάμπει μειζόνως, διά τῶν ἐπισύρειν ἐπιχειρούντων ἰσχυροτέρους
ποιεῖ τούς μετιόντας αὐτήν, ὑψηλοτέρους, ἀχειρώτους, ἀναλώτους, οὐχ ὅπλων, οὐ
δοράτων δεομένους, οὐ τειχῶν, οὐ τάφρων, οὐ πύργων, οὐ χρημάτων, οὐ
στρατοπέδων, ἀλλά γνώμης στερρᾶς μόνον καί ἀπεριτρέπτου ψυχῆς, καί πᾶσαν ἀνθρωπίνην
ἐπιβουλήν ἐλέγχει»430.Η ματαιότητα, η ευτέλεια και η αστάθεια των κοσμικών
πραγμάτων είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν υπάρχει ανάλογη εικόνα να την παραστήσει.
Όσοι προσκολλώνται στην επίγεια ματαιότητα αποτυγχάνουν και απογοητεύονται
ακόμη και κατά τον παρόντα βίο. Συμβαίνει δηλαδή κάτι ανάλογο με τη σύγκριση
της αρετής προς την κακία˙ «Ἡ ἀρετή, καί κατ’ αὐτόν τόν καιρόν καθ’ ὅν πολεμεῖται,
σκιρτᾷ καί θάλλει καί φαιδροτέρα δείκνυται, οὕτω καί ἡ κακία, καί κατ’ αὐτόν
τόν καιρόν καθ’ ὅν θεραπεύεται καί κολακεύεται, δείκνυσιν αὐτῆς τήν ἀσθένειαν
καί τόν πολύν γέλωτα και τήν ἄφατον κωμῳδίαν»431.Η
υπεροχή των εναρέτων αναδεικνύεται και ενόσω ζουν, αλλά και μετά την τελευτή
τους. Αυτή η προέκταση των αμοιβών και στην παρούσα ζωή, προδιαθέτει στο ότι «ἐν
τῷ καιρῷ τῆς ἀντιδόσεως» οι αμοιβές και τα χορηγούμενα αγαθά θα υπερβαίνουν
«πάντα λόγον». Διότι
τα λυπηρά του παρόντος κόσμου τα προκαλούν άνθρωποι
ευτελείς, ενώ «τά δῶρα καί αἱ ἀμοιβαί παρά Θεοῦ δίδονται»432.
Ο Χρυσόστομος
στον χαιρετιστήριο επίλογο
της επιστολής του παραγγέλλει συχνή την ενημέρωσή του από την Ολυμπιάς
«περί τῆς ὑγείας» της. Η καλή της κατάσταση ενισχύει «τήν εὐφροσύνην» του και
αποτελεί γι’ αυτόν «οὐ μικράν παραμυθίαν» στην ερημία της εξορίας του433.
δ. Αγιογραφικές αναφορές
Δύο αναφορές (χωρίς παράθεση στίχων) από την Παλαιά Διαθήκη συναντάμαι στην
παρούσα επιστολή. i. Η πρώτη αφορά τον προσφιλή του Ιώβ, καθώς αποκαλύπτει
στους παραλήπτες του γράμματός του τον διάβολο, ως ηθικό αυτουργό
των κλιμακούμενων επιθέσεων
που υφίστανται. Υπενθυμίζει ότι
ανάλογη διαβολική δράση υπήρξε και κατά του Ιώβ, καθώς οι
αλλεπάλληλες επιθέσεις του απέληγαν σε ήττές του και σε «χορόν» καί «στέφανον»
καί «μυρίων βραβείων ἐσμόν» του μακαρίου Ιώβ. Την απώλεια της περιουσίας και
την αφαίρεση των τέκνων διαδέχθηκε «τό κεφάλαιον τῶν κακῶν, ἡ τῆς σαρκός
πολιορκία, τη τῶν σκωλήκων πληγή». Η
αποτυχία κίνησε τον διάβολο και νέα «μηχανήματα» να εφεύρει, υποκινώντας με
λόγια ασεβή τη γυναίκα και τους φίλους, και διεγείροντας σε θηριώδη συμπεριφορά
τους οικέτες του434.
ii. Η δεύτερη αφορά το
φόνο του Άβελ από τον Κάϊν435, και μνημονεύεται από τον ιερό Χρυσόστομο, για να
καταδείξει τη διαφορά μεταξύ αρετής και κακίας. Την ώρα του φονικού φαινόταν
ότι κυριαρχούσε η οργή και η κακία του Κάιν έναντι του αδελφού του και φαινόταν
να επιτυγχάνει το δολερό του σχέδιο. Το αποτέλεσμα όμως αμέσως ανατράπηκε γι’
αυτόν, καθώς όλο του το σώμα «ἐκολάζετο, τῷ στεναγμῷ, τῷ τρόμῳ διηνεκῶς
παραδοθέν». Ο ιερός Χρυσόστομος συνθέτει ένα απαράμιλλο κείμενο σύγκρισης του
δικαίου Άβελ και του δολοφόνου Κάϊν˙ «Ὤ καινῶν πραγμάτων˙ ὤ παραδόξου νίκης˙ ὤ
ξένου τροπαίου. Ὁ μέν σφαγείς καί νεκρός κείμενος ἐστεφανοῦτο καί ἀνεκηρύττετο ὁ δέ
νικήσας καί περιγεγονώς οὐ μόνον ἀστεφάνωτος ἔμενεν,
ἀλλά δι’ αὐτό
μέν οὖν τοῦτο ἐκολάζετο, καί ἀφορήτοις παρεδίδοτο
τιμωρίαις καί διηνεκεῖ βασάνῳ˙
καί τοῦ
κινουμένου καί ζῶντος καί
φθεγγομένου ὁ πεπληγώς καί τεθνεώς καί ἄφωνος κατηγορεῖ˙ μᾶλλον δέ οὐδέ ὁ
τεθνεώς, ἀλλά τό αἷμα ψιλόν καί τοῦ σώματος χωρισθέν ἤρκεσεν εἰς τοῦτο μόνον.
Τοσαύτη τῶν ἐναρέτων ἡ περιουσία καί τελευτησάντων˙ τοσαύτη τῶν πονηρῶν ἡ ἀθλιότης
καί ζώντων»436.
12. Επιστολή ΙΒ΄ (ΣΤ΄)
α. Γραμματολογικά
Η παρούσα επιστολή έπεται
της προηγουμένης και κατά την παλαιά αρίθμηση με αριθμό στ΄.Βρίσκεται
εκδεδομένη ειςPG52, 609-610EPE 37, 504-513SC 13, 185-189
Χρονολογικώς η συγγραφή
της επιστολής τοποθετείται τουλάχιστον δύο μήνες μετά την προηγούμενη ια΄
επιστολή. Οι δύο μήνες αντιστοιχούν στην καρδιά του χειμώνα του 404 και 405,
καθώς τη δριμύτητά του περιγράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ήδη στην αρχή της
επιστολής˙ «καί γάρ ὁ χειμών τοῦ συνήθους σφοδρότερος»437. Η συγγραφή της
τοποθετείται στην αρχή της άνοιξης, πιθανόν τον Μάρτιο του 405 σύμφωνα με
εσωτερική μαρτυρία˙ «ἐπέστη τό ἔαρ καί μικρά τις τοῦ ἀέρος γέγονε μεταβολή»438.
Ο Ιωάννης μνημονεύει την πρόσφατη
άφιξη «παίδων», πιθανόν νεαρῶν μελῶν τοῦ φιλοχρυσοστομικοῦ κύκλου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν ὡς ταχυδρόμοι, νέα και επιστολές από
την Ολυμπιάδος και, κατά πᾶσαν πιθανότητα, από άλλα φιλικά του πρόσωπα. Με τους
ίδιους «παῖδες» προφανώς
στάλθηκε και η
δική του παρούσα επιστολή στη
Βασιλεύουσα, συνοδευομένη από
τις απαραίτητες προφορικές του οδηγίες και παροτρύνσεις.
β. Ιστορικές αναφορές σε
πρόσωπα
Απουσιάζει η ονομαστική
αναφορά προσώπων στην επιστολή.
Γίνεται μόνο μνεία,
όπως προαναφέραμε, των «παίδων», οι οποίοι αφίχθηκαν στην
Κουκουσό από την Κωνσταντινούπολη, ως έμπιστα
πρόσωπα της Ολυμπιάδος, φέροντες μηνύματα γραπτώς και προφορικώς. Η μη
αναφορά κανενός ονόματος από τους γνωστούς ταχυδρόμους των προηγούμενων
επιστολών, καθώς και οι δύσκολες καιρικές συνθήκες της
συγκεκριμένης περιόδου, οδηγούν
στο συμπέρασμα ότι οι «παῖδες»
δεν ήσαν πρόσωπα ιδιαιτέρως γνωστά στον Ιωάννη και ότι προέρχονταν από τα
νεότερα ηλικιακώ μέλη της φιλοχρυσοστομικής μερίδας, της οποίας «ἐν πολλοῖς»
ηγείτο η αγία διακόνισσα.
γ. Σχολιασμός
περιεχομένου
Παρά το γεγονός ότι η
επιστολή αρχίζει με τη μνεία δύο άκρως σοβαρών περιστάσεων, οι οποίες αφορούσαν
την υγεία και τον μέχρι θανάτου κίνδυνο που διέτρεξε τόσον ο ιερός Χυρσόστομος˙
«Ἀπ’ αὐτῶν ἀναβάς τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν ταῦτα ἐπιστέλλω πρός τήν σήν
κοσμιότητα»439, όσον και η αγία Ολυμπιάδα, «Οὐχ ὡς ἔτυχε δέ ἡμᾶς κατέστησεν ἐν
φροντίδι καί τό μαθεῖν πρός ἐσχάτας ἀναπνοάς εἶναί σου τήν κοσμιότητα»440, εν τούτοις η
επιστολή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αισιόδοξη και χαρούμενη. Διότι ο
εξόριστος πατήρ γράφει έχοντας μπροστά
επιστολή της Ολυμπιάδος, από την οποία συμπεραίνει ότι όλη η πριν ζοφερή
κατάστασή της βρίσκεται υπό έλεγχον, αντιμετω- πίζεται δεόντως
και έχει ήδη
θετικά αποτελέσματα. Επιμένει
μάλιστα επαναλαμβάνοντας και ενισχύοντας
με έμφαση την αποστροφή του λόγου της Ολυμπιάδας με την οποία χαρακτηρίζει «μῦθον», όλα τα συμβαίνοντα
δεινά στην πρωτεύουσα. Η αποκατασταθείσα ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας του
Χρυσοστόμου περιγράφεται με λεπτομέρειες σε συνδυασμό με «τήν ἐκ τοῦ κρυμοῦ
βλάβην», η οποία επιδείνωνε την χρόνια εὐαισθησία του, ως προς το πιθανό έλκος
στομάχου που τον βασάνιζε και τον ανάγκαζε να προσέχει ιδιαιτέρως τη διατροφή
του˙ «καί νῦν πολλῆς δέομαι τῆς ἀκριβείας κατά τήν δίαιταν˙ διά δή τοῦτο κοῦφον
ποιῶ τῷ στομάχῳ τό φορτίον ὥστε αὐτό δύνασθαι καί ῥᾳδίως διατιθέναι»441. Η
δίμηνη ταλαιπωρία του ιεράρχη ήταν συγκλονιστική, καθώς έζησε ως νεκρός˙ «Τοσοῦτον
γάρ ἔζων ὅσον ἐπαισθάνεσθαι τῶν πάντοθεν
κυκλούντων με δεινῶν, καί πάντα μοι νύξ ἦν καί ἡμέρα καί ὄρθρος καί μεσημβρία
μέση καί διημέρευον τῇ κλίνῃ προσηλωμένος». Τον παγετό προσπαθοῦσε να
αντιμετωπίσει «μυρία μηχανώμενος». Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο δεν τολμούσε ούτε στο κατώφλι να
εξέλθει, έκαιγε διαρκώς φωτιά και ανεχόταν τρομερό καπνό, «μυρία ἐπιβλήματα ἔχων».
Το αποτέλεσμα όμως όλων αυτών δεν ήταν ανακουφιστικό, καθώς ο άγιος ομολογεί
«τά ἔσχατα ἔπασχον, ἐμέτων τε συνεχῶς ἐπιγινομένων, κεφαλαλγίας, ἀνορεξίας, ἀγρυπνίας
δηνεκοῦς. Τά γοῦν πελάγη τῆς νυκτός τά οὕτω μακρά ἀγρυπνῶν διετέλουν»442. Η ανοιξιάτικη
βελτίωση των καιρικών συνθηκών άλλαξε άρδην την κατάσταση πρός το καλύτερο.
Ενισχυτικό ρόλο στην αποκατάσταση της καλής διάθεσης του Χρυσοστόμου έπαιξαν
δύο σχετικά μέ την Ολυμπιάδα γεγονότα. Κατά πρώτο λόγο, όταν «πρό τῶν
γραμμάτων» της πληροφορήθηκε από πρόσωπα που ήλθαν από την Κωνσταντι- νούπολη,
για τη βελτίωση της υγείας της και την απομάκρυνση του κινδύνου για την ίδια
της τη ζωή. Κατά δεύτερο λόγο, η παραλαβή της θετικής στο περιεχόμενο επιστολής
της. Τα δύο αυτά γεγονότα πιστοποιούν ότι παρά τα ποικίλης μορφής εμπόδια και
τις αντικειμενικές δυσκολίες μίας πορείας δια μέσου του χειμώνος, ήσαν αρκετά
συχνές οι αφίξεις εμπίστων προσώπων, τα οποία μετέφεραν ειδήσεις και μηνύματα
από και προς τον εξόριστο αρχιεπίσκοπο.
Για πρώτη
φορά στην αλληλογραφία του ο
Ιωάννης εκφράζεται με τόσο ενθουσιασμό σε όλο το υπόλοιπο του γράμματος˙
«Καί νῦν χαίρω σφόδρα καί εὐφραίνομαι, οὐχ ὅτι τῆς ἀρρωστίας ἀπηλλάγης μόνον, ἀλλά
πρό πάντων ὅτι οὕτω γενναίως φέρεις τά συμπίπτοντα μῦθον ἅπαντα ταῦτα καλοῦσα
καί τό δή μεῖζον ὅτι καί τῇ τοῦ σώματος ἀρρωστίᾳ ταύτην περιέθηκας τή
προσηγορίαν, ὅ ψυχῆς ἐστι νεανικῆς και πολλῷ
τῷ τῆς ἀνδρείας βρυούσης καρπῷ»443. Ο πνευματικός πατέρας αισθάνεται
δικαιωμένος με την καρποφορία της επίπονης και επίμονης προσπάθειάς του να άρει
της αθυμίας το βάρος από την ψυχή της πνευματικής του θυγατέρας. Η Ολυμπιάδα
όχι μόνον με γενναιότητα υπέμεινε τα δεινά αλλά έκανε και ένα βήμα μεγαλύτερο,
αντιμετώπιζε πλέον με τρόπο υπερβατικό τα του κόσμου πράγματα, φιλοσοφούσε επί
των παθημάτων της. Αυτή η στάση της επηρέαζε παραλλήλως και ένα μεγάλο πλήθος
ανθρώπων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι «μετά ἀνδρείας ἁπάσης»444 εισέρχονταν
στους αγώνες τους πνευματικούς και δεν πτοούνταν από τις αρνητικές
εκκλησιαστικές καταστάσεις. Η αγία διακόνισσα δεν διέθετε δημόσια προβολή.
«Ἐν οἰκίσκῳ βραχεῖ
καί θαλάμῳ καθημένη»445 δεχόταν τους ταλαιπωρημένους πιστούς κοντά
της, τους ενίσχυε, τους ενδυνάμωνε, όπως ο ικανός κυβερνήτης του πλοίου
νοιάζεται για το πλήρωμά του. Αυτή όμως κρατούσε σταθερά «τῆς ἀρετῆς τά
πηδάλια» και δεν πτοούνταν από «τό πέλαγος τῶν κακῶν». Με τον τρόπο της αυτό
γινόταν υπόδειγμα υπομονής και γενναιότητος446.
Η ψυχή του Ιωάννου είναι
πλημμυρισμένη από χαρά˙ «χαίρω καί σκιρτῶ, πέτομαι ὑπό τῆς ἡδονῆς, οὐκ αἰσθάνομαι
τῆς παρούσης ἐρημίας οὐδέ τῶν λοιπῶν περιστάσεων, εὐφραινόμενος καί γαννύμενος
καί σφόδρα καλλωπιζόμενος ἐπί τῇ σῇ μεγαλοφροσύνῃ καί ταῖς ἐπαλλήλοις
νίκαις»447.
Από την εικόνα της
θάλασσας περνάει στην εικόνα του στρατεύματος, διότι πόλεμος πνευματικός
σφοδρός και συνεχής, έχει εισέλθει στους κόλπους της Εκκλησίας. Η Ολυμπιάς στον
πόλεμο αυτό δεν είχε όπλα υλικά, τα οποία πολλές φορές, όσο κι αν είναι πολλά
και ισχυρά, δεν εξασφαλίζουν τη σωτηρία των πόλεων. Διέθετε όπλα αρετής με τα
οποία «τάς τῆς φύσεως κατεπάτησεν ἀνάγκας καί την τυραννίδα κατέλυσε καί τήν ἀκρόπολιν αὐτῶν
καθεῖλε»448. Πυγμάχησε μέ δαίμονες καί ἀποκόμισε «μυρίας νίκας» χωρίς ούτε κάν
μία φορά να πληγωθεί. Οι επιθέσεις εναντίον της «ὑπέστρεφαν» στους διώκτές της.
Τέτοια ήταν η σοφία της τέχνης της σέ τοῦτον τόν πόλεμο, ώστε η κακία των
εχθρών να γίνεται αφορμή μεγαλύτερης ευδοκίμησης για την ίδια.
Θεμέλιο όλης
αυτής της θεώρησης
των κοσμικών πραγμάτων υπήρξε η
συνεπής ενάρετη βιωτή της. Έτσι, περι- φρονούσε τον θάνατο και τον θεωρούσε ως
επάνοδο στην «οἰκείαν πατρίδα», διατηρούσε ευχάριστη διάθεση στην αρρώ- στια,
δεν την πτοούσαν οι ύβρεις και δεν επαίρονταν με τις τιμές και τις δόξες.
Απέδειξε ότι η αρετή δεν εξαρτάται ούτε από την ηλικία, ούτε από τη σωματική
κατάσταση˙ «οὕτω καί γυναῖκες ἐστεφανώθησαν καί ἄνδρες ὑπεσκελίσθησαν˙ οὕτω καί
παῖδες ἀνεκηρύχθησαν καί γεγηρακότες κατῃσχύνθησαν». Διότι η αρετή βρίσκεται «ἐν
ψυχῇ μόνῃ καί γνώμη»449.
Ο εξόριστος Ιωάννης αφήνει να φανεί δείγμα της προ- σωπικής του πικρίας και
απογοήτευσης από την ανεύθυνη και καιροσκοπική στάση κάποιων ιεραρχών στην
υπόθεσή του, οι οποίοι «ἐν ἱερωσύνῃ διαλάμψαντες καί πρός ἔσχατον γῆρας ἐλάσαντες
καί βαθυτάτην πολιάν ἐντεῦθεν ὤλισθον
καί κοινόν πρόκεινται τοῖς βουλομένοις κωμῳδεῖν θέατρον»450.
Ο επίλογος της επιστολής
συγκεφαλαιώνει τον θαυμασμό του ιεράρχη για την Ολυμπιάς. Η αρετή της γίνεται
πλέον αξιοθαύμαστη λόγῳ των χαλεπών συνθηκών, κάτω από τις οποίες διαλάμπει.
Όλες οι δοκιμασίες και οι προσθήκες αγώνων «δίδωσιν προσθήκην ισχύος». Για τους
λόγους αυτούς ο ιερός Χρυσόστομος
αφήνει για μιά
ακόμη φορά να φανερωθεί η χαρά του˙ «Διά ταῦτα χαίρομεν,
σκιρτῶμεν, εὐφραινόμεθα˙ οὐ γάρ παύσομαι συνεχῶς τοῦτο λέγων και περιφέρων μου
πανταχοῦ τῆς χαρᾶς τήν ὑπόθεσιν»451.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
329 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 153.1c-154.1c.
330 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 168.10a-169.10a.
331 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 153.1bc-153.1c.
332 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 154.1c.
333 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 154.1d.
334 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 155.2a.
335 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 155.2b.
336 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 156.5b.
337 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 158.3f.
338 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 167.9b.
339 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 169.10b.
340 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 178.14b.
341 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 180.14f.
343 Ματθ. 23, 37-38.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 154.1d.
344. Αμώς 8, 9.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 155.2c.
345 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 155.2b.
346 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 156.2c.
347 Α΄ Τιμ. 2, 14.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 156.3a.
348 Γέν. 3, 16. Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 156.3a.
349 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 156.3a.
350 Α΄ Κορ. 11, 30.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 157.3b.
351 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 156.3b.
352 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 156.3b.
353 Γέν. 12, 12
κ.εξ. Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13,
157.3c.
354 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 157.3c.
355 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 157.3d.
356 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 158.3e.
357 Βλ. Γ΄ Βασιλ. 19, 1
κ. εξ.
358 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 158.3e.
359 Εξοδ. 6, 9.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 159.4b.
360 Δευτ. 28, 65.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 159.4b.
361 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 159.4b-160.4b.
362 Ιω. 16, 5-6.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 160.4b.
363 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄),
SC 13, 160.4b.
364 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 160.4b.
365 Α΄ Βασ. 19, 3-4.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 160.4c.
366 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 160.4c.
367 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 160.5a.
368 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 160.5a.
369 Ιωνάς 4, 3. Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 161.5a.
370 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 160.5a.
371 Ψαλμ. 38, 2-5.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 161.5b.
372 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 161.5b-161.5c.
373 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 161.5c.
374 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 162.5d.
375 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 162.6b.
376 Ιώβ 31, 32.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 162.6c.
377 Ιώβ 29, 15-17 και 31,
16. Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13,162.6c.
378 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 162.6d.
379 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 162.6d.
380 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 162.6d.
381 Ιώβ 31, 31.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 163.6e.
382 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 163.6e.
383 Ιώβ 7, 5.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 163.7c.
384 Ιώβ 1, 9.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 164.7d.
385 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 164.7d.
386 Ιώβ 3, 23.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 164.7e.
387 Ιωβ 6, 8-10.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 164.7e.
388 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 165.8a.
389 Βλ. Λουκ. 16, 19-31
390 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 165.8b.
391 A΄ Κορ.3, 8.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 166.8c.
392 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 165.8c -166.8c.
393 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 166.8c.
394 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 166.8c.
395 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 167.9a.
396 Β΄ Κορ. 11, 23-33.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 167.9a.
397 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 166.9a.
398 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 167.9a.
399 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 167.9b.
400 Δαν. 4, 1-4
401 Δαν. 3, 96
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 167.9c.
402 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 167.9d.
403 Β΄ Κορ. 12, 8-9.
404 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 168.9e.
405 Λουκ. 16, 19-31
406 Λουκ. 18, 9-14
407 Ιω. 18, 15-27
408 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 169.10b.
409 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 169.10b.
410 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 169.10c-179.14e.
411 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 169.10c
412 Γέν. 37, 3.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 171.10d.
413 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 171.11a.
414 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 171.11b.
415 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 171.11b.
416 Παροιμ. 6, 27-29.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 175.12d.
417 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 175.13b.
418 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 176. 13b.
419 Δαν. 3, 27
420 Γέν. 40, 15.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄ (Γ΄), SC 13, 17713f-178.13f.
421 Ολυμπιάς-Επιστολή Ι΄
(Γ΄), SC 13, 178.13f.
422 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 181.1a.
423 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 183.2a.
424 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 183.2a.
425 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 181.1a.
426 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 182.1b.
427 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 182.1b.
428 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 182.1b.
429 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 182.1c.
430 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 183.1c.
431 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 183.2a.
432 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 184.2b.
433 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 184.2c.
434 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 181.1a.
435 Γέν. 4, 3-16
434 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄
(Ε΄), SC 13, 181.1a.
435 Γέν. 4, 3-16
437 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 185.1a.
438 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 186.1a.
439 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 185.1a.
440 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 186.1b.
441 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 186.1a.
442 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 185.1a.
443 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 186.1b.
444 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 187.1b.
445 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 187.1c.
446 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 187.1c.
447 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 186.1b.
448 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 188.1d.
449 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 189.1d.
450 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 188.1d.
451 Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΒ΄
(ΣΤ΄), SC 13, 189.1e.
π. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΣΑΪΝΙΔΗ
Οι επιστολές του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα Ιστορικά –Προσωπογραφικά
- Ποιμαντικά
Μεταπτυχιακή Εργασία που
υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τομέας Αγίας Γραφής και Πατερικής Γραμματείας
Σύμβουλος Καθηγητής
πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία επιμέλεια και
μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου