Οι επιστολές του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα
8. Επιστολή Η΄ (B΄)
α. Γραμματολογικά
Σύμφωνα με την πρώτη
αρίθμηση είναι η υπ’ αριθμ. β΄ επιστολή. Εκδεδομένη βρίσκεται εις PG 52, 607-608 EΠE 37, 384-429 SC 13, 116-141
Η επιστολή, κατά ρητή
εσωτερική μαρτυρία του αποστο- λέως της, γράφτηκε αμέσως μετά την προηγούμενη
(επιστολή Ζ΄). Επομένως ο τόπος και ο χρόνος συγγραφής της τοποθε- τούνται στην
Κουκουσό στα τέλη του 404.
Σε τρία σημεία της
επιστολής παρατίθενται αυτολεξεί φράσεις της Ολυμπιάδος˙ «βούλομαι μέν, ἴσως ἐρεῖς,
οὐ δύναμαι δέ˙ οὐδέ γάρ ἀρκῶ διακρούσασθαι τό νέφος τό πυκνόν καί ζοφῶδες τῆς ἀθυμίας,
καίτοι σφόδρα φιλονεικοῦσα»186˙ «βούλομαι μέν, οὐκ ἰσχύω δέ»187˙ «οὐκ ἀκούομεν τῆς
γλώττης ἐκείνης, οὐδέ ἀπολαύομεν τῆς συνήθους διδασκαλίας, ἀλλά ἐν λιμῷ κατακεκλείσμεθα˙
καί ὅπερ ἠπείλησεν ὁ Θεός τοῖς Ἑβραίοις τότε, τοῦτο νῦν ὑπομένομεν, οὐ λιμόν ἄρτου, οὐδέ δίψαν ὕδατος,
ἀλλά λιμόν θείας διδασκαλίας»188. Αυτό
σημαίνει ότι ήδη είχε ο εξόριστος άγιος πατέρας στα χέρια του
επιστολή της, η οποία του παρείχε το έναυσμα συγγραφής του παρόντος γράμματος.
Ο Χρυσόστομος σημειώνει
ότι στην Κωνσταντινούπολη η Ολυμπιάς διέθετε «βιβλία» του και τις «επιστολές»
του, καθώς και ότι με «γραμματηφόρους» ο ίδιος θα μεριμνούσε να της στέλνει
«συχνάς καί μακράς ἐπιστολάς»189. Η συγκεκριμένη αναφορά ενισχύει την άποψη ότι
ήδη στον κύκλο των πνευματικών
τέκνων του είχε
δημιουργηθεί συλλογή
συγγραφών (ομιλιών και
επιστολών) του Χρυσοστόμου. Επίσης
φαίνεται ότι είχε
πυκνωθεί η ανταλλαγή επιστολών
μεταξύ Χρυσοστόμου καί έμπιστων προσώπων κατά το διάστημα «τῆς ἐν Κουκουσῷ
διαμονῆς του».
β. Σχολιασμός
περιεχομένου
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος
συμπληρώνει στην παρούσα επιστολή την προσπάθειά του να αφαιρέσει από την ψυχή
της Ολυμπιάδος «τό λείψανον … τοῦ κακοῦ»190 της αθυμίας. Για την επίτευξη όμως
αυτού του στόχου είναι απαραίτητη η συνεισφορά της, διότι όπως συμβαίνει στα
θέματα της υγείας των σωμάτων και η βοήθεια των ασθενών συμβάλλει τα μέγιστα
στην αποκατάστασή της˙ «τοῦτο καί ἐπί τῆς ψυχῆς γίνεσθαι πέφυκεν»191. Αποδέχετα
ότι όντως η έκρυθμη κατά- σταση των τοπικών Εκκλησιών με την επιβολή «λύκων», «δημίων» και «πειρατῶν» αντί «ποιμένων», «ἰατρῶν»
καί «κυβερνητῶν» έχει διασαλεύσει την ειρήνη και προκαλεί «ἄλγος» στην ψυχή192.
Όμως η απόδοχή του άλγους πρέπει να βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του αλγούντος
«ἄλγει μέν, ἄλγει δέ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ»193. Διότι η σφοδρότητα του
ψυχικού πόνου ακόμη και για τα προσωπικά πλημμελήματα δεν είναι αναγκαία και
ασφαλής, αφού μπορεί να οδηγήσει σε ολέθρια βλάβη της ψυχής. Πολύ περισσότερο,
σημειώνει ο Ιωάννης, είναι περιττό και
μάταιο το άλγος για τα πλημμελήματα των άλλων. Χαρακτηρίζει
μάλιστα αὐτή την περίπτωση ως σατανική παγίδα με σκοπό την αιώνια απώλεια της ψυχής, επειδή η Ολυμπιάς θλιβομένη
υπέρμετρα για το κατάντημα των εχθρών του Χρυσοστόμου έκανε «εὔκολον κατά τῆς ἁγίας
σου ψυχῆς τῷ διαβόλῳ ποιοῦσα τήν ἔφοδον»194.
Επομένως αυτού του είδους
η λύπη, ως μάταιη, περιττή, «σφόδρα» ολέθρια και βλαβερή, δικαίως
χαρακτηρίζεται στην επιστολή ως σατανική και ψυχοβλαβής195.Μεγάλη βοήθεια όμως
κατά της αθυμίας προσφέρει η σκέψη και ο φόβος της επερχομένης ημέρας της
κρίσεως. Η συγκλονιστική περιγραφή με πλήθος εικόνων καταλήγει στους
αναπόφευκτους ελέγχους όλου του ανθρωπίνου γένους. Χωρίς την παρεμβολή
κατηγόρων, μαρτύρων και αποδείξεων ο κριτής «πάντα ὡς ἐπράχθη φέρει εἰς μέσον
καί πρό τῶν ὀφθαλμῶν τῶν πεπλημμεληκότων»196. Κάθε κρινόμενος άνθρωπος μόνος «ἀπό
τῶν αὐτῷ πεπραγμένων ἤ τήν ἐλευθεροῦσαν ἤ τήν δικάζουσαν ὑπομένει ψῆφον»197.
Και προσθέτει ο Χρυσόστομος με απόλυτη πεποίθηση, «τότε οὐδείς ὑπέρ ᾧν ἄλλος ἐπλημμέλησε
κρίνεται, ἀλλ’ ὑπέρ ᾧν αὐτός ἕκαστος ἥμαρτε»198.
Αυτή η συναίσθηση της
ευθύνης και της απολογίας κατά τη μέλλουσα κρίση οδηγεί σε ένα φόβο, ο οποίος
είναι αναγκαίος «καί χρήσιμος καί ἐπωφελής καί πολύ τό κέρδος ἔχων»199 Ο
Χρυσόστομος στό σημείο αυτό της επιστολής σημειώνει ότι ο
λόγος περί του
σωτηρίου φόβου λειτουργεί ανασταλτικά για ανθρώπους «βεβαπτισμένους ἁμαρτημάτων
πλήθει», μεταξύ των οποίων με ταπείνωση συγκαταλέγει και τον εαυτό του200.
Όμως, τονίζει, για ενάρετες ψυχές, όπως της Ολυμπιάδος μεγαλύτερη ωφέλεια
επιφέρει η προσδοκία των μελλόντων αγαθών, ως αντιδόσεων των κατορθωμάτων τους.
Μιλάει για «τά βραβεῖα τά λαμπρά, τούς φαιδρούς στεφάνους, τήν μετά τῶν
παρθένων χορείαν, τάς παστάδας τάς ἱεράς, τόν νυμφῶνα τῶν οὐρανῶν, τήν μετά τῶν
ἀγγέλων λῆξιν, τήν πρός τόν Νυμφίον παρρησίαν καί ὁμιλίαν, τήν θαυμαστήν δᾳδουχίαν,
ἐκείνην τά ἀγαθά τά καί λόγον καί νοῦν ὑπερβαίνοντα»201.
Την ένταξη της χήρας
Ολυμπιάδος «εἰς τόν χορόν τῶν παρθένων» την αιτιολογεί ο Ιωάννης
υπογραμμίζοντας, ποιός είναι «τῆς παρθενίας ὁ ὅρος». Η παύλεια ρήση τονίζει ότι
«παρθένος» δεν ονομάζεται η απειρόγαμος «καί ἀπηλλαγμένη συνουσίας ἀνδρός, ἀλλά
τήν τά τοῦ Κυρίου μεριμνῶσα»202. Η αφοσίωση στα του Κυρίου ήταν για την αγία
διακόνισσα ένα έργο ζωής, του οποίου πτυχές αποκαλύπτει ο ιερός Χρυσόστομος στη
συνέχεια. Πρωταρχική αρετή της τονίζει την ελεημοσύνη, η οποία είναι «μείζων
παρθενίας», διότι ο λόγος του Κυρίου ιδιαιτέρως την τονίζει στις παραβολές
των δέκα παρθένων203 και της μελλούσης κρίσεως. Ο ελεήμων γίνεται τροφέας και
ξενοδόχος του ίδιου του Χριστού. Ως επομένη αρετή της Ολυμπιάδος επιλέγει την
υπομονή της, «τήν ποικίλην καί πολυειδῆ καί πολύτροπον»204, την οποία μάλιστα
ασκούσε ακόμη και από την παιδική της ηλικία, καθώς αναπτύχθηκε και μεγάλωσε υπό
αντίξοες συνθήκες. Η απλή διήγηση όλων αυτών που πέρασε μέσα στην
υπομονή είναι δυνατόν «ἱστορίαν ὁλόκληρον ποιῆσαι»205.
Ο Ιωάννης επικαλείται
συνεχώς την ανεπάρκεια και την αδυναμία των λόγων να περιγράψουν κάθε αρετή της
Ολυμ- πιάδος, όπως και την επομένη, αυτήν της εγκρατείας της έναντι των υλικών
αγαθών και επιθυμιών. Τονίζει μάλιστα ότι το κατόρθωμα της εγκρατείας, την
οδήγησε στην «ἀπάθειαν»206. Ως
παράδειγμα φέρει την νηστεία της, καθώς η τροφή και η πόση της ήσαν σε τόση
ποσότητα, «ὅσον μή ἀποθανεῖν καί
δίκην δοῦναι»207. Με την
άκρα νηστεία συνδέεται άμεσα και
η αγρυπνία της, η οποία έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε «ὥσπερ γάρ τοῖς ἄλλοις
κατά φύσιν τό καθεύδειν, οὕτω σοί τό ἐγρηγορέναι»208. Ο Χρυσόστομος ομιλεί για
«πελάγη ἑκάστης ἀρετῆς» της Ολυμπιάδος, τα οποία εάν επιχειρήσει να περιγράψει
θα μοιάζει να προσπαθεί «τά κύματα τῆς θαλάσσης ἀριθμεῖν»209, καθώς αλλεπάλληλα
έρχονται στο νού του τα παραδείγματα κάθε αρετής της.
Εντυπωσιακή ακολουθεί η
χρυσοστόμεια αναφορά στην ενδυμασία της
Ολυμπιάδος. Με αγιογραφικές
παραπομπές υπενθυμίζει ότι η απλή και
ανεπιτήδευτη ένδυση των γυναικών είναι «μέγιστον κατόρθωμα», επειδή
αντιθέτως η πολυτελής και προκλητική ένδυση λογίζεται ως «ἁμάρτημα μέγα»210.
Παρατηρεῖ μάλιστα ο Χρυσόστομος ότι στο πάθος αυτό υποκύπτουν και μονάζουσες
γυναίκες, οι οποίες αν και κατόρθωσαν την ουράνια και αγγελική πολιτεία της
παρθενίας, νικήθηκαν από τη φιλαρέσκεια στον τρόπο της ένδυσης, της κίνησης και
στην επιλογή ακόμη των μοναχικών τους ενδυμάτων.
Ο Χρυσόστομος εξαίρει το
μέγα κατόρθωμα της παρθε- νίας211, το οποίο επειδή ακριβώς είναι τόσο πολύ
δύσκολο και «σφόδρα απόκρημνον», δεν νομοθέτησε ο Κύριος το «παρθενεύειν»212.
Μεγάλοι άνδρες από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Μωυσής, ο Αβραάμ, ο
Ιώβ, τα κατορθώματα των οποίων ιδιαιτέρως
και εκτενώς εξαίρει
ο άγιος Ιωάννης, δεν τόλμησαν να
εισέλθουν στον αγώνα της παρθενίας. Αποτελεί επομένως σχήμα οξύμωρο γυναίκες,
οι οποίες ως μοναχές ασκούν το μέγιστο αγώνα της παρθενίας, να κυριεύονται από
το πάθος «τοῦ καλλωπισμοῦ της περιβολῆς»213.
Η Ολυμπιάς και στο θέμα
των ενδυμάτων, των υποδημάτων, της βάδισης ζωγραφιζόταν ως μορφή με χρώματα
αρετής, χωρίς ποτέ να προκαλεί τους γύρω της. Εμφανιζόταν «οὐχ ὡραϊζομένη, ἀλλά
νεανιευομένη, οὐ καλλωπιζομένη, ἀλλ’ ὁπλιζομένη»214.
Ως άριστος
παιδαγωγός και φωτισμένος
πνευματικός πατήρ ο Ιωάννης αντιλαμβανόταν ότι για να ανορθώσει το υπό
της αθυμίας καταβεβλημένο φρόνημα της Ολυμπιάδος, έπρεπε να την οδηγήσει στην
ορθή εκτίμηση της ενάρετης ζωής της. Για το λόγο αυτό επανέρχεται στην επιστολή
του σε μία νέα ανακεφαλαίωση του προβλήματος (λογισμοί και θλίψη για το
κατάντημα των διωκτών τους), αλλά και κυρίως της λύσης.
Ποιά είναι αυτή;
Η μνήμη της
ενάρετης πολιτείας της από την παιδική ηλικία με τα έμπρακτα δείγματα
της αγάπης της προς όλους ανεξαιρέτως. «Ταῦτα δή πάντα συνάγουσα, τρύφα καί εὐφραίνου»,
την συμβουλεύει, «τῇ ἐλπίδι τῶν στεφάνων τούτων καί τῶν βραβείων»215.Όσο γι’
αυτούς που ως «λυμεῶνες και αιμοβόροι», στρατευμένοι «ὑπό τοῦ στρατηγοῦντος αὐτοῖς
διαβόλου και τῶν συνεργούντων αὐτοῖς δαιμόνων», ανέτρεψαν εκκλησίες, κατέ-
στρεψαν μυριάδες ψυχές, έσχισαν το σώμα του Χριστού και σκόρπισαν τα μέλη του,
είναι βέβαιο, ότι θα δώσουν λόγο και θα τιμωρηθούν βαριά. Ο ευαγγελικός λόγος
του Κυρίου δεν αφήνει καμμία αμφιβολία, τόσο στην παραβολή του πλoυσίου και του
φτωχού Λαζάρου, όσο και κυρίως στην παραβολή της τελικής κρίσεως216.Ο
Χρυσόστομος στη συνέχεια της επιστολής αγγίζει το ευαίσθητο σημείο της λύπης
των ανθρώπων, όταν αποχωρί- ζονται αγαπημένα τους πρόσωπα. Παρηγοριά πρώτη στην περίπτωση αυτή
αποτελούν οι επιστολές και τα κείμενα του, μέσω των οποίων μεταφέρεται ο λόγος
του. Ως δεύτερη παρη- γοριά έρχεται η ελπίδα της επανόδου του στην Κωνσταντι-
νούπολη. Την τονίζει με βεβαιότητα «παρά ζώσης ἀκούσῃ φω- νῆς, ἅ διά τῶν
γραμμάτων νῦν», με την αναγκαία προϋπόθεση που θέτει «τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέποντος»217.
Την ελπίδα αυτήν την επαναλαμβάνει επειδή προφανώς θέλει να
στηρίξει την πνευματική του θυγατέρα, όσο μπορεί περισσότερο. Για το
λόγο αυτό εκτενώς και με παραδείγματα υπενθυμίζει ακόμη ότι τη λύπη του
αποχωρισμού, έντονα την είχε βιώσει και ο απόστολος Παύλος, όταν στερούνταν την
παρουσία αγαπημένων φίλων και συνεργατών. Επομένως «μέγιστος ἆθλος τό δυνηθῆναι
ἐνεγκεῖν πράως ἀγαπωμένου χωρισμόν»218.
Ο επίλογος της επιστολής
αποτελεί παρότρυνση προς την Ολυμπιάς να εκμεταλλευτεί τη δύναμη των λόγων του,
να διώξει εντελώς «τόν φορυτόν τῆς ἀθυμίας» και να ζεί με γαλήνη και ευφροσύνη
ψυχής.
γ. Αγιογραφικές αναφορές
Η παρούσα επιστολή βρίθει
παλαιοδιαθηκικών και καινο- διαθηκικών αναφορών, οι οποίες αφειδώς και εντέχνως χρησιμοποιούνται από τον ιερό
Χρυσόστομο ως πνευματικά όπλα κατά της αθυμίας.
Ακολουθούντες τη ροή της
επιστολής και της σκέψης του σημειώνουμε αξιοπρόσεκτες ερμηνευτικές του προσεγγίσεις
με διαχρονικές ποιμαντικές στοχεύσεις219.
i. « Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν
… ὁ τό ἔργον τοῦτο πατή- σας»220. «Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν …ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται»221.
Η υπόμνηση ως «ἱστορίας
παλαιᾶς»222 ενός σκανδάλου που ταλάνισε πολύ την πρώτη χριστιανική εκκλησία της
Κορίνθου έχει για τον Χρυσόστομο ιδιαίτερη σημασία, διότι καταδεικνύει τον
ποιμαντικό τρόπο αντιμετώπισής του από τον απόστολο Παύλο.
Υπογραμμίζεται η
σοβαρότητα χαλεπωτάτης αμαρτίας Κορινθίου Χριστιανού (πιθανόν να ανήκει και
στην τάξη του διδασκάλου), με πλούσια μυστηριακή ζωή στην τοπική χριστιανική
κοινότητα, ο οποίος συνήψε σχέση με τη γυναίκα του πατέρα του.
Η αμαρτία ονομάζεται «οὐχί
πορνεία μόνον, ἀλλά καί μοιχεία, μᾶλλον δέ καί μοιχείας πολλῷ χαλεπωτέρα»223. Ο
Παύλος τη συγκρίνει με ακόλαστες πράξεις εθνικών, μεταξύ των οποίων τέτοια
πορνεία όχι μόνον δεν τολμήθηκε να συμβεί, αλλά «οὐδέ ὀνομάζεται»224, δηλαδή
ούτε καν αναφέρεται. Πριν από αυτό το μέγεθος της παρανομίας ο Απόστολος
«παραδίδωσιν αὐτό «διαβόλῳ και πάσης εκτέμνει τῆς Ἐκκλησίας καί οὐδέ τραπέζης
κοινῆς ἀφίησιν αὐτόν τινι κοινωνεῖν»225. Παραγγέλει στους πιστούς της Κορίνθου
να πενθήσουν γι’ αυτόν και με απόφαση εκκλησιαστικής σύναξης να τον
απομακρύνουν «πανταχόθεν ὥσπερ λοιμόν τινα»226.
Ο Ιωάννης, αφού ενίσχυσε
λεκτικώς και νοηματικώς τη σκληρή αυτή αποστολική αντιμετώπιση, καταλήγει στην
επο- μένη φάση αυτής της παλαιάς ιστορίας, η οποία μας γίνεται γνωστή στη
δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους, ταυτίζοντας τα δύο πρόσωπα.
ii. «Κυρώσατε εἰς αὐτόν ἀγάπην,
μήπω τῇ περισσοτέρᾳ λύπῆ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος καί πλεονεκτηθῶμεν ὑπό τοῦ Σατα- νᾶ˙
οὐ γάρ αὐτοῦ τά νοήματα ἀγνοοῦμεν»227.
Όταν ο Παύλος είδε «ἀλγήσαντα
καί μεταγνόντα ἐφ’ οἷς ἥμαρτε καί παλινῳδίαν διά τῶν ἔργων ᾄδοντα»228, όταν
δηλαδή διαπίστωσε έμπρακτη τη μετάνοια, άλλαξε εντελώς την ποιμαντική του στάση
και «ἐπέταξε» στους Κορινθίους ακριβώς τα αντίθετα. Έμοιαζε τούτο το πρόβατο
της ποίμνης του Χριστού να κυριεύθηκε από «ψώρα», γι’ αυτό αμέσως απομακρύνθηκε
από την αγέλη, «ἀπερράγη τῆς Ἐκκλησίας». Όμως «διώρθωσε τήν νόσον, γέγονε
πρόβατον οἷον ἔπροσθεν ἦν˙ τοιαύτη γάρ τῆς μετανοίας ἡ δύναμις»229.
Το καίριο σημείο, στο
οποίο ο Χρυσόστομος εφιστά την προσοχή είναι η λύπη για τα αμαρτήματα. Ο Παύλος
ενήργησε κατ’ αρχήν με την αυστηρότητα αποκοπής για να προφυλάξει το υπόλοιπο
ποίμνιο και κυρίως για να προκαλέσει τη συναίσθηση της αμαρτίας στον
αμαρτήσαντα. Εφόσον επιτεύχθηκε η μετάνοια, εάν «τό σωτήριον φάρμακον» του
άλγους της ψυχής του δεν σταματήσει, τότε γίνεται «τῇ ἀμετρίᾳ δηλητήριον» και
παγίδα σατανική που οδηγεί στην απόγνωση. Για να μη νικηθούμε λοιπόν από τον
σατανά, για να μη χαθεί ο αδελφός μας «ὁλοκλήρως ἐπισπασώμεθα αὐτόν, ὑπτίαις ὑποδεξώμεθα
ταῖς χερσί, περιλάβωμεν, περιπτυξώμεθα, ἑνώσωμεν ἡμῖν αὐτοῖς»230. Ο
καταποντισμός και η απώλεια αδελφών προκαλείται «διά τῆς ἀμετρίας τῆς κατά τήν ἀθυμίαν»
και εξ αιτίας «τῆς ραθυμίας τῆς ἡμετέρας»231, όταν δέν θελήσουμε να αποδεχθούμε
και να προστρέξουμε στον μετανοήσαντα αδελφό μας. Ιδιαιτέρως ο Ιωάννης επεξηγεί
την τελευταία αποστροφή του παύλειου λόγου˙ «οὐ γάρ αὐτοῦ (τοῦ σατανᾶ) τά
νοήματα ἀγνοοῦμεν». Πολλές φορές ὅλα αὐτά πού ὠφελοῦν τήν ψυχή μας, «ὅταν μή
δεόντως ταῦτα γένηται», όταν δεν γίνουν με τον σωστό, τον πρέποντα τρόπο, τα
χρησιμοποιεί ο διάβολος για να παρασύρει
και να ξεγελάσει
«τούς μή προσέχοντας»232.
iii. «Καί
γάρ αἱ δυνάμεις
τῶν οὐρανῶνσαλευθήσονται»233.Το
24ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ματθαίου περι- λαμβάνει προφητικά λόγια του
Κυρίου, μεταξύ των οποίων σημαντικότερα κρίνονται αυτά που περιγράφουν τα της
Δευ- τέρας Παρουσίας του και της Μελλούσης Κρίσεως. Τότε μεταξύ των
άλλων τα πάντα
θα αποτελέσουν «θέατρον ἑκατέρας τῆς κτίσεως, τῆς ἄνω, τῆς
κάτω»234. Ο Χρυσόστομος με αλλεπάλληλες πολύ έντονες, αγιογραφικές εικόνες της
κρίσεως επικεντρώνει το ενδιαφέρον της Ολυμπιάδος στη βέβαιη και αναπόφευκτη
ανταπόδοση προς όσους προκάλεσαν «τήν πανωλεθρίαν ταύτην» στην Εκκλησία τοῦ
Χριστοῦ.Η «σάλευση» των δυνάμεων των ουρανών, ερμηνεύεται από τον Ιωάννη, ως
ταραχή του αγγελικού κόσμου, αν και οι άγγελοι ούτε αισθάνονται ένοχοι, ούτε
πρόκειται να δώσουν λόγο κατά την κρίση των ανθρώπων. Οι αγγελικές δυνάμεις
«ὁρῶσαι τό γένος ἅπαν τῶν
ἀνθρώπων καί τούς ἀπείρουςδήμους κρινομένους, οὐκ ἀδεῶς ἐκεῖ παρεστήκασι»235.
Αυτό το δέος των αγγέλων, ο φόβος της άνω κτίσεως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
να οικοδομηθεί ο χρήσιμος και επωφελής φόβος ως προστατευτικό τείχος «τῇ
σατανικῇ καί ψυχοβλαβεῖ λύπῃ»236.
iv. «Οἱ εὐλογημένοι τοῦ
Πατρός μου»237. Την υπεροχή της ελεημοσύνης έναντι της παρθενίας τονίζει ο Χρυσόστομος, καθώς εκθειάζει την ελεήμονα Ολυμπιάς.Μεταξύ των επιχειρημάτων
του υπενθυμίζει ότι ο ίδιοςο Κύριος στην παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως
υποδέχθηκε τους ελεήμονες,«τούς χωρίςπαρθενίας εἰσελθόντας» ονομάζοντάς τους «εὐλογημένους τοῦ Πατρός»238. Εν μέσω όλης της οικουμένης, ενώπιον των
αγγέλων και όλης της κτίσεως τους χαρίζει την κληρονομία της βασιλείας, διότι
υπήρξαν «τροφεῖς» καί «ξενοδόχοι» του, όπως τους αποκαλεί239.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος,
απόλυτος γνώστης και της Παλαιάς Διαθήκης, χρησιμοποιεί με περισσή ευχέρεια
παραδείγματα εξ αυτής, για να υποστηρίξει τους στόχους κάθε επιστολής, όπως και
των υπολοίπων ομιλιών του. Στην παρούσα επιστρατεύει αρκετές παλαιοδιαθηκικές
περικοπές, επισημαίνοντας την ωφελιμότητά τους, αν και «ἐν τῇ Παλαιᾷ διά σκιᾶς
καί τύπου τό τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεός ἦγε γένος καί σωματικότερον τά τῆς πολιτείας ἐρρυθμίζετο
…, παχύτερον
πως καί σαρκικώτερον οἱ
νόμοι τοῖς Ἑβραίοις ἐγράφοντο»240.v. «Τάδε λέγει Κύριος ἐπί τάς ἀρχούσας
θυγατέρας Σιών˙ ἀνθ’ ὧν ὑψώθησαν αἱ θυγατέρες αὐτῶν καί ἐπορεύθησαν ὑψηλῷ
τραχήλῳ καί νεύμασιν ὀφθαλμῶν καί τῇ πορείᾳ τῶν ποδῶν σύρουσαι
τούς χιτῶνας, καί τοῖς ποσίν ἄμα
παίζουσαι, καί ταπεινώσει Κύριος ἀρχούσας θυγατέρας Σιών καί ἀνακαλύψει τό σῆμα
αὐτῶν καί ἀφελεῖ τήν δόξαν τοῦ
ἱματισμοῦ αὐτῶν
καί ἔσται σοι ἀντί ὀσμῆς ἡδείας
κονιορτός, καί ἀντί ζώνης σχοινίῳ ζώσῃ, καί ἀντί τοῦ κόσμου τῆς κεφαλῆς σου
φαλάκρωμα ἕξεις διά τά ἔργα σου, ἀντί δέ τοῦ χιτῶνος τοῦ μεσοπορφύρου περιζώσῃ
σάκκον»241.
Σφοδρότητα και άφατη
οργή του Θεού
διακρίνει ο Ιωάννης έναντι της
υπερήφανης και προκλητικής πολυτέλειας των φορεμάτων των θυγατέρων των αρχόντων
της Σιών, η οποία θεϊκή οργή
εκδηλώθηκε με «αἰχμαλωσίαν ἐπιτεταμένην», δηλαδή με μεγάλη
και σκληρή τιμωρία και ταπείνωση της υψηλοφροσύνης τους. Ο «φιλάνθρωπος» Θεός
ποτέ δεν θά ἐπέβαλε τέτοιου μεγέθους τιμωρία, «μή τῆς
ἁμαρτίας τῆς ἐπισπωμένης
αὐτήν πολύ μείζονος οὔσης»242.Επομένως ασυγκρίτως μεγαλύτερη κόλαση επί του
προκειμένου αναμένει τις χριστιανές γυναίκες που οφείλουν «τό πολίτευμα ἔχειν ἐν
οὐρανοῖς καί ἀγγελικόν μιμεῖσθαι βίον καί ἐν χάριτι πολιτευομένων»243.
vi. «Οἱ δέ καταξιωθέντες
τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καί τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε
γαμί ζονται»244˙˙«ἐν γάρ τῷ αἰῶνι ἐκείνῳ οὔτε γαμοῦσιν, οὔτε ἐκγαμίζονται»245.Η
παρθενία ρητώς από τον Κύριο ορίζεται ως ένα εκ των ιδιωμάτων της αγγελικής
πολιτείας και της μετά την ανά- σταση αιώνιας ζωής.
Ο Χρυσόστομος περιγράφει
με πολύ εντυπωσιακό τρόπο και με αλλεπάλληλες εικόνες την αρετή της παρθενίας
στον παρόντα κόσμο. Διότι «ἐν φθαρτῷ σώματι» αγωνίζονται και επιτυγχάνουν
ισάγγελη επίγεια βιωτή και «τά προοίμια» της ανάστασης, τα οποία για τους
πολλούς δεν είναι ανεκτά, ούτε να τα ακούσουν246.
vii. «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν
χωρείτω»247.
Την μη νομοθέτηση της
παρθενίας από τον ίδιο τον Κύριο επικαλείται ο άγιος Ιωάννης, προκειμένου να
καταδείξει πόσο μεγάλη και πόσο δύσκολοκατόρθωτη είναι.
Ο Χριστός
νομοθέτησε για τους
πιστούς του «ἀποθνήσκειν [οὗ
τί βαρύτερον γένοιτ’
ἄν;] καί σταυροῦσθαι διηνεκῶς καί
ἐχθρούς εὐεργετεῖν», όμως δεν «ἐθάρρησεν» να νομοθετήσει το «παρθενεύειν». Γι’
αυτό τό άφησε στην προαίρεση των ακροατών του με το ανωτέρω λόγιον. Γνώριζε τον
μεγάλο όγκο, τη δυσκολία και τον ιδρώτα των αγώνων, το «σφόδρα ἀπόκρημνον τοῦτο
τῆς ἀρετῆς τό χωρίον»248.
viii. «Καί ἐγένετο πᾶσα ἡ
ἐπίσκεψις υἱῶν Ἱσραήλ σύν δυνάμει αὐτῶν ἀπό εἰκοσαετοῦς καί ἐπάνω, πᾶς ὁ ἐκπορευόμενος
παρατάξασθαι ἐν Ἱσραήλ, ἑξακόσιαι χιλιάδες καί τρισχίλιοι καί πεντακόσιοι καί
πεντήκοντα»249.
Ο Χρυσόστομος μνημονεύει
στρογγυλοποιημένο τον αριθμό 600.000 Ἱσραηλιτών, των οποίων όχι απλώς ηγείτο «ὁ
μέγας, τῶν προφητῶν τό κεφάλαιον, ὁ γνήσιος τῷ Θεῷ φίλος»250 ο Μωϋσής , αλλά
τους οποίους πολλάκις λύτρωσε με ασύλληπτα σημεία, τα οποία επιγραφικώς
μνημονεύονται ως αποτέλεσμα της τόσο μεγάλης παρρησίας, που είχε προς τον
Θεό251.
Η έξαρση της βιβλικής
μορφής του Μωϋσή γίνεται με την παρατήρηση του Χρυσοστόμου ότι και αυτός «ἐδεήθη
γάμου καί ὁμιλίας γυναικός καί τῆς ἐντεῦθεν ἀσφαλείας καί οὐκ ἐτόλμησεν εἰς τό
τῆς παρθενίας πέλαγος ἑαυτόν ἐκδοῦναι τά ἐκεῖθεν κύματα δεδοικώς»252.
ix. Η δεύτερη, ως
παράδειγμα, μνημονευομένη βιβλική μορφή είναι η του πατριάρχη Αβραάμ. Ο Ιωάννης
υπενθυμίζει επίσης επιγραφικώς το μέγεθος της πίστης του και της αγγελικής
απαθείας του στα γεγονότα της απόφασής του να υπακούσει στον Θεό και να
θυσιάσει τον μονογενή του υιό Ισαάκ253.
Ο Αβραάμ
εν τούτοις «ὁ ἀδάμας, μᾶλλον
δέ καί ἀδάμαντος στερρότερος»,
«πρός τους ἀγῶνας τῆς παρθενίας ἀποδύσασθαι οὐκ ἐτόλμησεν, ἀλλ’ ἔδεισε καί αὐτός
τά σκάμματα ταῦτα καί τήν ἀπό τοῦ γάμου παραμυθίαν ἐπεσπάσατο»254.
x. Την βιβλική τριανδρία
κλείνει ο δίκαιος, ο αληθινός, ο θεοσεβής, ο απεχόμενος «ἀπό παντός πονηροῦ
πράγματος»255 Ἰώβ, στον
οποίο ο εξόριστος
Ιωάννης αφιερώνει εκτενέστατη ανάλυση, προκειμένου να περιγράψει τους
πειρασμούς, τις συμφορές, τους άθλους του. Για την φράση του Ιώβ «βρῶμον γάρ ὁρῶ
τά σῖτά μου»256, ο Χρυσόστομος εξηγεί ότι λόγῳ της δυσωδίας των σωματικών του
τραυμάτων καταστρεφόταν κάθε επιθυμία του και κάλυπτε αηδία τη θέα του
τραπεζιού με τις τροφές. Η δυσωδία «ἐνίκα
τοῦ λιμοῦ τήν βίαν»257. Από τον εκτενή ιώβειο θρήνο ο Ιωάννης υπογραμμίζει την
«καταφρόνησιν» ακόμη κι από αυτούς τους υπηρέτες του με δύο παραπομπές γι’
αυτούς˙
«Νυνί δέ κατεγέλασάν μου ἐλάχιστοι,
νῦν νουθετοῦσι με ἐν μέρει ᾧν ἐξουδένουν τούς πατέρας αὐτῶν, οὕς οὐχ ἡγησάμην ἀξίους
κυνῶν τῶν ἐμῶν νομάδων»258˙«Οὕς οὐχ ἡγησάμην ἀξίους εἶναι κυνῶν τῶν ἐμῶν νο-
μάδων, οὗτοι νῦν ἐπιπεπτώκασί μοι καί νουθετοῦσί με ἐλά- χιστοι»259 και «Ἐβδελύξαντο
δέ με ἀποστάντες μακράν, ἀπό δέ τοῦ προσώπου μου οὐκ ἐφείσαντο πτύελον»260˙ «οὐ
γάρ ἐφείσαντό μου οἱ οἰκέται μου ἀπό προσώπου ἐμπτυσμάτων»261.
Η περιγραφή αυτών των
φοβερών καταστάσεων καταδεικνύει το μέγεθος
της ιώβειας υπομονής,
η οποία επιγραμματικά εκφράζεται
με το λόγο του «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο˙ ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω
καί ἐγένετο˙ εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας»262.Είναι προφανές
ότι ο Χρυσόστομος επιμένει στην περιγραφή των συμφορών που έπληξαν τον Ιώβ,
διότι αισθά- νεται ότι ο ίδιος και τα πνευματικά του τέκνα, όπως η Ολυμπιάς,
βιώνουν έντονα καταστάσεις εγκατάλειψης, καταφρόνησης και πειρασμών. Η
αποκάλυψη από τον Θεό του λόγου για τον οποίο επέτρεψε όλες τις δοκιμασίες του
πιστού του Ιώβ εξαίρεται από τον Ιωάννη˙
«Μή ἀποποιοῦ μου τό
κρίμα. Οἴει δέ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἤ ἵνα ἀναφανῇς, δίκαιος;» 263 «Ἵνα
δίκαιος ἀναφανῇς, ταῦτα συνεχωρήσθη». Τά λόγια αὐτά τοῦ Θεοῦ μόλις τά άκουσε ο
Ιώβ «οὕτως ἀνέπνευσεν ὡς μηδέ πεπονθώς» 264.
Η μνεία της τελικής
ανακούφισης και δικαίωσης του πολυάθλου λειτουργεί και ως λόγος παρηγορητικός
και ως ελπίδα της προσδοκομένης αποκατάστασης του Χρυσοστόμου για την
παραλήπτρια της επιστολῆς Ολυμπιάς.
Η μορφή του Ιώβ «τοῦ
καταπατήσαντος τοσαύτας ἀνάγκας τῆς φύσεως» προστίθεται στούς μεγάλους άνδρες,
που δεν τόλμησαν «εἰς τόν ἀγῶνα τῆς παρθενίας καθεῖναι» και ο ίδιος «καί
γυναικός ἀπέλαυσε καί πατήρ ἐγένετο παίδων τοσούτων»265.
xi. «Στολισμός ἀνδρός καί
γέλως ὀδόντων καί βήματα ἀνθρώπου ἀναγγέλλει τά περί αὐτοῦ»266 «Στολισμός γάρ ἀν-
δρός, φησιν, καί γέλω ὀδόντων καί βῆμα
ποδός ἀναγγέλει τά περί αὐτοῦ»267.
Την συγκεκριμένη παλαιοδιαθηκική αναφορά φέρνει στο κείμενο
του ο άγιος Ιωάννης για να τεκμηριώσει ότι αποτελούν «χρώματα ἀρετῆς», πού
ζωγραφίζουν «ἔξωθεν» την ἐσωτερική φιλοσοφία της ψυχής, η ευτέλεια, η απλότητα
και το ανεπιτήδευτο των ενδυμάτων, των υποδημάτων και της βάδισης.
Χαρακτηριστικά, τα οποία διέθετε η Ολυμπιάς268.xii. Η παραβολή του πλουσίου και
του φτωχού Λαζάρου269 μνημονεύεται από τον Χρυσόστομο, καθώς επικεντρώνει την
προσοχή της Ολυμπιάςς, είς το «δίκην διδόντας ἰδεῖν»270 όλους όσοι διέπραξαν
αδικίες και μάλιστα αυτούς που έπληξαν την Εκκλησία του Χριστού. Τονίζει ότι,
σύμφωνα με την παραβολή, θα υπάρχει θέα και άκουσμα των κολαζομένων, αν και
απροσπέλαστο χάος θά διαχωρίζει τον τόπο της βασάνου από τους κόλπους του
Αβραάμ.
xiii. «Ὅς δ’ ἄν σκανδαλίσῃ
ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος
ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης»271.
Ο Ιωάννης σημειώνει επί
του λόγου του Κυρίου ότι, εάν αυτή η τραγική κατάληξη είναι προτιμότερη για τον
σκανδα- λίσαντα έστω και έναν μόνον από τους πιστούς στον Χριστό, είναι φανερό
πόσο μεγάλη τιμωρία θα υποστούν οι λυμεῶνες καί αἱμοβόροι που σκανδάλισαν
μυριάδες ψυχές και έπληξαν βάναυσα την Εκκλησία272.
xiv. «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα
Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»273. Η παύλεια αναφορά προστίθεται για να επιτείνει
το μέγεθος του φθοροποιού κατά της Εκκλησίας έργου των σκαν- δαλισάντων. Διότι
αυτοί στην ουσία έσχισαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ «καί τά μέλη αὐτοῦ πολλαχοῦ»
διέσπειραν με τις διώξεις, τις εξορίες και τον κατατρεγμό των πιστών274.
xv. «Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται,
λέγει Κύριος, καί ἐξαποστελῶ λιμόν ἐπί τήν γῆν, οὐ λιμόν ἄρτων οὐδέ δίψανὕδατος,
ἀλλά λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι τόν λόγον Κυρίου»275˙
«Οοὐ λιμόν ἄρτου οὐδέ
δίψαν ὕδατος, ἀλλά λιμόν θείας διδασκαλίας»276.
Οι προφητεῖες που αφορούν
γενικές καταστάσεις έχουν βεβαίως διαχρονική και περιστασιακή επαλήθευση. Την
μνημονευόμενη προφητεία του Αμώς επαναλαμβάνει ο Ιωάννης από επιστολή της
Ολυμπιάδος, που παρέλαβε ο ίδιος, και στην οποία διεκτραγωδείται η πνευματική
πενία αληθινού λόγου Θεού στην Κωνσταντούπολη μετά από
τα τραγικά γεγονότα που
συνέβησαν. Αποδεχόμενος το γεγονός ο εξόριστος αρχιεπίσκοπος προτείνει την αναπλήρωση του κενού με την ανάγνωση των
ομιλιών και των επιστολών του277.
xvi. «Ἐλθών δέ εἰς τήν Τρῳάδα
εἰς τό Εἀγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καί θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν Κυρίῳ, οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν
τῷ πνεύματί μου τῷ μή εὑρεῖν με Τίτον τόν ἀδελφόν μου, ἀλλά ἀποταξάμενος αὐτοῖς
ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν»278.
Στο πρόβλημα της αθυμίας,
η οποία καταλαμβάνει την ψυχή, όταν στερείται την παρουσία αγαπημένων προσώπων,
ο άγιος Ιωάννης φέρνει ένα συγκλονιστικό παράδειγμα του ιδίου του αποστόλου
Παύλου, που συνέβη στην Τρωάδα. Σχολιάζει
με λεπτομερειακό και
διαλογικό τρόπο τα λεγόμενα του Παύλου. Τον καλεί να
απολογηθεί, για ποιό λόγο εγκατέλειψε ψυχές στον προετοιμασμένο εκείνο τόπο
πρός εὐαγγελισμόν της «ἐν Χριστῷ» σωτηρίας. Την αιτία την παραθέτει με την εξής
υποτιθέμενη απάντηση του Αποστόλου˙
«Πολλῇ γάρ κατεσχέθην ἀθυμίας
τυραννίδι καί σφόδρα μου συνέχεε τήν
διάνοιαν ἡ Τίτου ἀπουσία καί οὕτω μου ἐκράτησε καί περιεγένετο, ὡς ἀναγκάσαι
τοῦτο ποιῆσαι»279.
Ο Χρυσόστομος συμπεραίνει
ότι η παραδοχή του Παύλου αποδεικνύει
τη μεγάλη παγίδα
της αθυμίας και
ότι «μέγιστος ἆθλος τό δυνηθῆναι ἐνεγκεῖν πράως ἀγαπωμένου χωρισμόν»280.
xvii. «Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί,
ἀπορφανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν πρός καιρόν ὥρας προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν
τό πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν˙ … ἐγώ μέν Παῦλος, καί ἅπαξ καί δίς καί ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ
Σατανᾶς. Διό μηκέτι στέγοντες ευδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν Ἀθήναις μόνοι καί ἐπέμψαμεν
Τιμόθεον»281.
Ο ιερός Ιωάννης
υποστηρίζει ότι τα αγαπημένα πρόσωπα δεν
αρκούνται μόνο στην
ψυχική σύνδεση αλλά
«καί σωματικῆς δέονται παρουσίας»282. Το χωρίο από την Α΄ προς
Θεσσαλονικεῖς επιστολή του «τροφίμου τῆς ἀγάπης», όπως αποκαλεί τον απόστολο
Παύλο, επιβεβαιώνει την ενοποιό αίσθηση της αγάπης που τον συνέδεε με τους
πιστούς της Θεσσαλονίκης. Θαυμάζει ο
Χρυσόστομος τή δύναμη κάθε
χρησιμοποιούμενης από τον Απόστολο λέξης, διότι όλες αποκαλύπτουν τη φλόγα της
αγάπης που είχε στην καρδιά του. Η λέξη «ἀπορφανισθέντες» έχει
δυναμική που υπερβαίνει τις
συνηθισμένες εκφράσεις «χωρισθέντες», «διασπασθέντες», «διαστάντες»
ή «ἀπολειφθέντες». Αν και πατέρας πνευματικός τους αισθάνεται ως
ορφανό παιδί μακρυά τους, διότι η ορφάνια εμπεριέχει «ὀδύνη ψυχῆς» καί
συνάμα φανερώνει «τήν ὑπερβολήν τῆς ἀθυμίας» που τον διακατέχει283.
Επιτείνει τη δύναμη της
λέξης, καθώς υπογραμμίζει ότι η οδύνη του είναι τόσο μεγάλη, έστω και αν ο
αποχωρισμός δεν είναι οριστικός, αλλά πρόσκαιρος, έστω και άν ο αποχωρισμός δεν
ισχύει για τη σκέψη, αλλά μόνο για τά πρόσωπα.
Πάλιν ο Ιωάννης καλεί σε
απολογία τόν Παύλο, ο οποίος αν και σε τόσο μεγάλο βαθμό είχε απαλλαχθεί από τα κοσμικά και σαρκικά, όμως
εμφανίζεται «αἰχμάλωτος ὑπό τῆς ἀγάπης». Καί ο απόστολος απαντά˙ «Οὐκ αἰσχύνομαι
ταῦτα λέγων, ἀλλά καί ἐγκαλλωπίζομαι˙ τήν γάρ μητέρα τῶν ἀγαθῶν ἔχων ἐμοί
βρύουσαν τήν ἀγάπην, ταῦτα ἐπιζητῶ»284. Η επιθυμία του Παύλου να δεί το πρόσωπο
των Θεσ- σαλονικέων ερμηνεύεται ως δυνατότητα που δεν την παρέχει μόνον η
ψυχική επαφή. Διότι «ψυχή γυμνή καθ’ ἑαυτήν ἑτέρᾳ ψυχῇ συγγενομένη οὔτε εἰπεῖν
τι οὔτε ἀκοῦσαι δυνήσεται». Τά πρόσωπα διαθέτουν γλῶσσα πού μιλάει καί ἐξωτερικεύει
«τά ἔνδον», ἔχουν ἀκοή που δέχεται τά λόγια καί έχουν επίσης οφθαλμούς που διαζωγραφίζουν τά κινήματα της ψυχής285.Η υπογράμμιση του
εαυτού του προσωπικώς στις επανει- λημμένες προσπάθειες να εκπληρώσει την
«πολλήν του ἐπι- θυμίαν» αποκαλύπτει ότι «πλέον τῶν ἄλλων ἐσπούδαζεν» να μεταβεῖ
στή Θεσσαλονίκη.
Τον εμποδισμό της
επιθυμίας του δεν τον καλύπτει με ένα απλό γράμμα, αλλά με την αποστολή του
κορυφαίου συνεργού του, του Τιμοθέου, του οποίου η απουσία επίσης του στοίχιζε.
Σημειώνει ότι με την αναχώρησή του έμεινε μόνος, ενώ είχε τόσους άλλους μαζί
του στην Αθήνα.
Ιδιαιτέρως ο ιερός Χρυσόστομος
τονίζει τη βαρύτητα της παύλειας απόφασης με τη φράση «μηκέτι στέγοντες». Η
εξάντληση της υπομονής του στην αίσθηση του τοπικού χωρισμού από τους
Θεσσαλονικείς αδελφούς, τον οδήγησε στην απόφαση, η οποία «κατά τό ἐγχωροῦν»
ήταν η πλέον δυνατή παρηγορία, δηλαδή η αποστολή του Τιμοθέου286.
9. Επιστολή Θ΄ (ΙΔ΄)
α. Γραμματολογικά
Σύμφωνα με την πρώτη
αρίθμηση είναι η υπ’ αριθμ. ιδ΄επιστολή. Βρίσκεται εκδεδομένη εις PG 52, 608EPE
37, 428-447 SC 13, 142-152
Η επιστολή
εντάσσεται στην άτυπη ομάδα
των «ἐν Κουκουσῷ συγγραφεισῶν»
προς τα τέλη του 404 επιστολών, με αφορμή τη λήψη επιστολών της Ολυμπιάδος μέσω
του ταχυ- δρόμου Πατρικίου, όπως ρητά αναφέρει ο Ιωάννης στις πρώτες γραμμές
της απάντησης του˙ «Τά γάρ γράμματα, ἅ διά Πατρικίου ἡμῖν διεπέμψω, ταῦτα ἐδήλωσέ
σου τὰ τραύματα τῆς διανοίας»287. Ο «καλός» Πατρίκιος εκτός των επιστολών
μετέφερε και προφορικώς μηνύματα καί ειδήσεις προς και από τον Χρυσόστομο.
Πάντως μεσολάβησε η αποστολή τριών μεγάλων επιστολών (στ, ζ, η) του Χρυσοστόμου
προς αυτήν προτοῦ λάβει την δια του Πατρικίου απάντησή της. Σημειωτέον ότι στις
απόστολές περιλαμβάνονταν και επιστολές προς άλλα φιλικά του Χρυσοστόμου
πρόσωπα, όπως σαφώς αναφέρεται στον επίλογο και της παρούσης επιστολής, οι
οποίες μοιράζονταν μέσω ἐμπίστων προσώπων˙ «Πάνυ οὖν φρόντισον τάς ἐπιστολάς˙ εἰ
μή παρείη αὐτόθι Ἑλλάδιος ὁ πρεσβύτερος,
διά τινος ἀνθρώπου
συνετοῦ, ἐγκέφαλον ἔχοντος,
ποίησον ἀποδοθῆναι τοῖς φίλοις»288. Η συνεχιζόμενη παραμονή του ιεράρχη στην
Κουκουσό πιστοποιείται από εσωτερική μαρτυρία της επιστολής του, όπου προσπαθεί
να αποδιώξει τη λύπη της Ολυμπιάδος, διότι παρά τις προσπάθειές της δεν
επιτεύχθηκε μετατροπή της εξορίας του σε πλησιέστερο προς την Κωνσταντινούπολη
τόπο˙ «Τί γάρ σέ λυπεῖ ὅτι Κουκουσοῦ οὐκ ἴσχυσας ἡμᾶς μεταστῆσαι;»289.
Ως προς την περίοδο
συγγραφής της επιστολής, αυτή τοποθετείται στις αρχές του χειμώνα, κατά ρητή
δήλωση του αγίου, ότι ο φιλοξενών επίσκοπος Διόσκουρος φρόντισε ώστε να
κατάσκευασθούν «οἰκήματα ἐπιτήδεια» και όλα να ετοιμασθούν «ὥστε μηδέ μικράν αἴσθησιν
ἡμᾶς λαβεῖν ἀπό τοῦ κρυμοῦ»290. Μάλιστα λόγω του επερχομένου χειμώνα οι Ίσαυροι
ληστές, μία διαρκής απειλή της περιοχής, έχουν αποσυρθεί στη χώρα τους «οἴκοι εἰσί
συγκεκλεισμένοi» και αναμένεται να
επανεμφανισθούν «μετά τήν Πεντηκοστήν»291.
β. Ιστορικές αναφορές
Η παρούσα επιστολή βρίθει
ιστορικών αναφορών σε πρόσωπα και σε γεγονότα, τα οποία συνέβησαν το 404 με
επίκεντρο την Καισάρεια της Καππαδοκίας και μέχρις ότου φθάσει ο Χρυσόστομος
στην Κουκουσό, τα οποία γεγονότα τώρα απόκαλύπτει και περιγράφει ο εξόριστος
ιεράρχης στην Ολυμπιάς εν εκτάσει.
Ακολουθούντες τη
χρονολογική αλληλουχία των συμβάντων αναφερόμαστε στα «ἐν Καππαδοκίαν
διατρέξαντα», σε συσχετισμό με το ανάλογο περιεχόμενο της Στ΄ επιστολής του
Ιωάννου προς την Ολυμπιάς, όπως και των επιστολών του προς άλλα φιλικά του και
έμπιστα πρόσωπα.
Ο άγιος
Χρυσόστομος με τη
συνοδεία πάντοτε της φρουράς των επαρχικών διώδευσε την
περιοχή της Γαλατίας πριν εισέλθει στην
Καππαδοκία. Ο τοπικός
επίσκοπος Αγκύρας και μητροπολίτης Γαλατίας Λεόντιος του συμπεριφέρθηκε
τόσο εχθρικά, ώστε ο Ιωάννης σημειώνει ότι
«σχεδόν θάνατον
ἡμῖν» απείλησε292. Η
μαρτυρία του Παλλαδίου
συμπληρώνει «Λεόντιος ὁ Ἀγκύρας συγκλωσθείς Ἀμμωνίῳ τῷ Λαοδικείας τῆς
κεκαυμένης, κεκαυμένην ἐποίησαν τήν Ἐκκλησίαν»293.
Η είσοδος στήν περιοχή
της Καππαδοκίας συνοδεύτηκε από
φιλικά προμηνύματα του
επισκόπου Καισαρείας Φαρετρίου, ο
οποίος εμφανιζόταν να αναμένει περιχαρής την άφιξη του Χρυσοστόμου και να έχει
κινητοποιήσει «τά μοναστήρια ἀνδρῶν καί γυναικῶν» προς προϋπάντησίν του.
Όμως ο
Ιωάννης σημειώνει ότι διατηρούσε
επιφυλάξεις έναντι όλων αυτών˙ «τἀναντία ἀνετύπουν παρ’ ἐμαυτῷ»294.
Με μέγιστη ταλαιπωρία,
πολύ εξασθενημένος, εμπύρετος «σχεδόν αὐτονεκρός ὥν» εισήλθε στην πόλη και
κατέλυσε σε οίκημα «πρός αὐτῇ τῆς πόλεως τῇ ἐσχατιᾷ». Αμέσως δέχθηκε πάνδημη
την περιποίηση, καθώς «ὁ κλῆρος ἅπας, ὁ δῆμος,
μονάζοντες, μονάστριαι, ἰατροί»
ἔδωσαν με προθυμία το παρόν κοντά του και ημέρα με την ημέρα υποχώρησε η
ασθένειά του. Η πρόθεσή του ήταν να συνεχισθεί η πορεία πρός την Κουκουσό, ενώ
του προκάλεσε απορία η αναίτια παντελής απουσία του Φαρετρίου όλες αυτές τίς
ημέρες295. Βεβαίως γνώριζε ότι ο Φαρέτριος «μή ἐξελθών» της πόλης του, αλλά διά
γραμμάτων «εἶχε ταχθεῖ ἐναντίον του στη Σύνοδο παρά τήν Δρῦν ὑπερβολῇ
δειλιάσας»296. Επρόκειτο δηλαδή περί προσώπου που δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη.
Τότε προέκυψε ένα όχι
ασυνήθιστο γεγονός, δηλαδή μία επιδρομή μεγάλου πλήθους Ισαύρων ληστών, οι
οποίοι λεη- λατούσαν την περιοχή της Καισάρειας, έχοντας ήδη πυρπολήσει και
«τινα κώμην μεγάλην», και απειλούσαν την ίδια την πόλη. Έτσι «πάντες ἦσαν ἐν
φόβῳ, πάντες ἐν ἀγωνίᾳ»297.
Σε τούτη την κρίσιμη
κατάσταση εμφανίσθηκε ξαφνικά στο κατάλυμα του Χρυσοστόμου κάποιο ξημέρωμα «δροῦγγος
μοναζόντων» με τόση μανία εναντίον του, ώστε «καί αὐτούς φοβηθῆναι τούς ἐπαρχικούς»298.
Απειλούσαν να κάψουν την οικία, εάν δεν έφευγε αμέσως από εκεί, χωρίς να
υπολογίζουν ούτε τον φόβο αιφνιδιαστικής εμφάνισης Ισαύρων, ούτε την ασθένεια
του ιεράρχη. Η όλη επιδρομή οργανώθηκε από τον Φαρέτριο˙ «κατά γάρ γνώμην
Φαρετρίου ἔλεγον ταῦτα γίνεσθαι»299. Η προσπάθεια του τοπικού πολιτικού
ηγεμόνος να ηρεμήσει την κατάσταση και να επιτύχει τουλάχιστον ολιγοήμερη
παράταση της παραμονής του Χρυσοστόμου στην πόλη προ του φόβου των Ισαύρων, οι
οποίοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο χώρα, έπεσε στο κενό. Ο Φαρέτριος όχι μόνον την
αρνήθηκε, αλλά και επέκτεινε τις μανιώδεις
επιθέσεις των κατευθυνομένων μοναζόντων.
Παραλλήλως οι πρεσβύτεροι της Καισαρείας, οι φιλικά προσκείμενοι στον Χρυσόστομο, τρομοκρατημένοι από τα γεγονότα και από τον Φαρέτριο δεν
τολμούσαν «παραστῆναι καί βοηθῆσαι», και από ντροπή «ἐκρύπτοντο, ἐλάνθανον,
καλούμενοι … οὐχ ὑπήκοον»300. Ο λαός επίσης δεν συμμεριζόταν τη
στάση του επισκόπου
τους. Έτσι με θρήνους, γογγυσμούς και κατάρες προς αυτόν
που προκάλεσε όλα αυτά, απλοί χριστιανοί συνόδευσαν την επόμενη ημέρα τον
Ιωάννη στην έξοδό του από το οίκημα φιλοξενίας του, ο οποίος λόγῳ της ασθενείας
του αναγκαστικά μεταφερόταν πάνω σε φορείο. Κάποιοι κληρικοί αψηφούντες τον
κίνδυνο παρέστησαν «ὀδυρόμενοι» και λέγοντες «Ἄπελθε, δέομαί σου˙ εἰς Ἰσαύρους ἔμπεσον,
μόνον ἡμῶν ἀπαλλάγηθι. Ὅπου γάρ ἄν ἐμπέσῃς, εἰς ἀσφάλειαν ἐμπίπτεις, ἄν ἡμετέρας
διαφύγοις χεῖρας»301.
Ελπίδα σωτηρίας
εμφανίσθηκε στο πρόσωπο της αρχόν τισσας Σελευκίας, συζύγου του επάρχου της
Κωνσταντινου- πόλεως Ρουφίνου, φίλου του Χρυσοστόμου, προς τον οποίο μάλιστα
σώζεται προσφιλέστατη επιστολή του ιεράρχη με την χαρακτηριστική έκφραση «ἐπειδή
δέ φιλῶ, καί σφόδρα φιλῶ, δέσποτά μου αἰδεσιμώτατε καί εὐλαβέσταστε», «ἐβουλόμην
συνεχέστερον ἐπιστέλλειν σου τῇ εὐλαβείᾳ»302.
Η Σελευκία προσέφερε ως
ασφαλή τόπο διαμονής του Ιωάννου και της συνοδείας του το αγρόκτημά της «πρό
πέντε μιλίων τῆς πόλεως» και έδωσε εντολή στον επιστάτη της να συνάξει αμέσως
τους γεωργούς των κτημάτων της, εάν
αντιληφθεί απειλητικές κινήσεις κατά των φιλοξενουμένων της.
Ο Φαρέτριος όμως δεν
ησύχαζε και «ἀπειλῶν καταναγκάζων, ὠθῶν» την Σελευκίαν την πίεζε να διώξει τον
Χρυσό- στομο από την ιδιοκτησία της. Εκείνη «οὐ φέρουσα τήν ἀπέ- χθειαν αὐτοῦ»
και «ἐν
ἀγνοίᾳ» του Ιωάννου για τις υφιστάμενες πιέσεις, με πρόσχημα
επικείμενη βαρβαρική απειλή συναίνεσε στην απομάκρυνσή του και στην προώθησή
του προς την Κουκουσό. Με μόνη τη βοήθεια του πρεσβυτέρου Ευηθίου εν μέσῳ
νυκτός ασελήνου, ζοφώδους και σκοτεινής, χωρίς
φωτισμό λαμπάδων, υπό
τον φόβο των
ληστών, στερηθείς και του ημιόνου
που μετέφερε το φορείο του, υποβασταζόμενος συνέχισε ο άγιος την πορεία του «εἰς
τοσαύτην δυσχωρίαν καί ὄρη χαλεπά»303. Η άφιξη στην Κουκουσό σήμανε το τέλος
της μεγάλης περιπέτειας στην Καππαδοκία.
Ο τοπικός επίσκοπος Διόσκορος αποδειχθηκε αληθινός
φίλος του Χρυσοστόμου με την υποδειγματική φιλοξενία του. Παρά το γεγονός ότι η
πόλη ούτε αγορά, ούτε καταστήματα διέθετε, του προσέφερε «ἡσυχία, γαλήνη, ἀπραγμοσύνη
πολλή, σώματος εὐρωστία»304. Για το λόγο αυτό εκδήλωσε την επιθυμία μη
μετακίνησής του από την Κουκουσό.Η συνέχεια της επιστολής συντίθεται από
οδηγίες προς διάφορα πρόσωπα, πνευματικά τέκνα του ιερού πατρός.Ο διάκονος
Ηρακλείδης είχε χειροτονηθεί από τον Χρυσόστομο επίσκοπος Εφέσου. Υπήρξε
συγκατηγορούμενός του στη Σύνοδο Ἐπί Δρύν το 403, καταδικάσθηκε και
φυλακίσθηκε305. Ο μόνος τρόπος απαλλαγής του από τις ταλαιπωρίες, γράφει ο
ιεράρχης, είναι η παραίτησή του «εἰ βουληθείη»306.
Ο Ιωάννης όμως είχε ήδη
προσπαθήσει με τη συμβολή της διακόνισσας Πενταδίας, να τον βοηθήσει. Διότι η
Πενταδία διέθετε αρκετή επιρροή ως χήρα του υπάτου Τιμασίου, στην
Κωνσταντινούπολη. Σώζονται μάλιστα τρείς χρυσοστομικές επιστολές προς αυτήν,
που αποδεικνύουν τη μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε πρός το πρόσωπό της και την εκκλησιαστική
της διακονία307. Η άποψη του Χρυσοστόμου όμως ήταν ότι όλες οι δοκιμασίες, όπως
αυτές που ο
Ηρακλείδης υφίστατο,
οδηγούσαν με σιγουριά σε
πνευματικό κέρδος ανυπολόγιστης αξίας.Ο επίσκοπος Μαρτυροπόλεως της
Μεσοποταμίας Μαρουθάς αποτελεί ένα πολύ αξιοπρόσεκτο πρόσωπο. Υπήρξε φίλος του
Χρυσοστόμου καί είχε μεγάλη επιρροή επί του βασιλέως των Περσών. Παραβρέθηκε
στην παρά την Δρύν σύνoδο και επηρεασθείς από το κυρίαρχο κλίμα τάχθηκε κατά
του Ιωάννου.
Όμως ο άγιος ιεράρχης
ουδόλως μνησικακεί. Πιστεύει ότι ο Μαρουθάς είναι θετικό πρόσωπο με μεγάλη
εκκλησιαστική σημασία ως προς την ιεραποστολή στην γειτονική της επισκοπής του
Περσία. Για το λόγο αυτό επιχειρεί συντονισμένα να τον
πλησιάσει «ὥστε ἀνιμήσασθαι τοῦ
βαράθρου»308, στο οποίο παρασυρθείς έπεσε. Καταλυτικό πρόσωπο της
προσπάθειάς του είναι η Ολυμπιάς, μέσω της οποίας «δύο ἐπιστολάς» του έστειλε.
Δυστυχώς οι επιστολές αυτές δεν
διεσώθησαν και προφανώς το περιεχόμενό τους θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον επί
όλων αυτών των γεγονότων. Αναμένει απάντησή του, «ἄν βουληθείη» και είναι
πρόθυμος να του στείλει εκ νέου απαντητική επιστολή. Υπεράνω όμως της
αποκατάστασης των προσωπικών τους φιλικών δεσμών ο Χρυσόστομος θέτει «τά ἐν
Περσίδι» αποτελέσματα της ιεραποστολικής δράσης της Εκκλησίας διά του Μαρουθά.
Θέλει να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα και την αιτία της επιστροφής του
στην Κωνσταντινούπολη. «Ἄν
δέ μή βουληθείη» ο επίσκοπος να
απαντήσει δι’ επιστολής, ας τα αναφέρει στην Ολυμπιάς, όπως και «εἰ μέλλοι τι
κατορθοῦν πάλιν κατιών»309. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι η θετική στάση της
Ολυμπιάδος έναντι του επισκόπου Μαρουθά είναι πολύ σημαντική. Προτρέπει «μή
διαλείπῃς, τό γε εἰς σέ ἧκον, θεραπεύουσα … Πάντα τά παρά σοῦ γενέσθω … Τά σαυτῆς
πλήρου. Ὁ γάρ μισθός σου ἔσται ἀπηρτισμένος. Πάνυ οὖν αὐτόν οἰκείωσαι καί ὡς ἐγχωρεῖ»310.
Μία ακόμη
πτυχή ιεραποστολικού
ενδιαφέροντος του Χρυσοστόμου αφορά τους Γότθους, οι οποίοι είχον ήδη
εκχριστιανισθεί και προς τους οποίους είχε αποστείλει ως επίσκοπο, τον
νεοχειροτονηθέντα Ουνίλα. Το έργο όμως του «θαυμάσιου» αυτού επισκόπου
ολοκληρώθηκε, διότι «πολλά καί μεγάλα κατορθώσας ἐκοιμήθη». Η εξέλιξη αυτή
οδήγησε τον ρήγα τῶν Γότθων να στείλει γράμματα στην Κωνσταντινούπολη με τον
διάκονο Μοδουάριο και να ζητήσει νέο επίσκοπο
για το λαό
του. Τα γεγονότα
αυτά πληροφορήθηκε ο εξόριστος
άγιος ιεράρχης από
τους Μαρσείς, Γότθους μοναχούς,
μεταξύ των οποίων
«ἀεί κέκρυπτο Σαραπίων ὁ ἐπίσκοπος»311.
Η ανησυχία του Ιωάννου
εξωτερικεύεται στην επιστολή του προς την Ολυμπιάς, διότι φοβάται ότι περί εκλογής
διαδόχου του Ουνίλα η απόφαση των εκκλησιαστικώς κρατούν- των στην Βασιλεύουσα,
«τῶν τοσαῦτα κακά ἐργασαμένων» θα είναι καταστροφική για τους Γότθους
χριστιανούς. Είναι βέβαιος ότι δεν θα εκλέξουν «τινά γενναῖον», αλλά θα
εκλέξουν είτε κάποιον «παρ’ ὧν οὐ θέμις», είτε τυχαίως κάποιον, ο οποίος όμως
δεν θα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει ένα τόσο μεγάλης σπουδαιότητος
εκκλησιαστικό έργο στη Γοτθία
Ο Χρυσόστομος πιέζει την
Ολυμπιάς να προσπαθήσει με την υπάρχουσα επιρροή της σε κάποια πρόσωπα να επιτύχει
«μέλλησιν καί ἀναβολήν» της εκλογής τουλάχιστον επί του παρόντος. Προτείνει να
επικαλεσθεί ως λόγο της αναβολής τον χειμώνα, διότι εξ αιτίας της κακοκαιρίας
θα ήταν αδύνατον να πλεύσει ο νέος επίσκοπος «εἰς τόν Βόσπορον» και να
κατευθυνθεί στην παρά τον Εύξεινο Πόντο Γοτθία. Ένα τέτοιο
αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται κατόρθωμα «μέγιστον»312.Το δεύτερο επί του θέματος που
ζητά ο Ιωάννης είναι να έλθει «λανθανόντως» στην Κουκουσό ο διάκονος
Μοδουάριος, γεγονός το οποίο «μέγιστα ἄν ἠνύετο».
Ο Χρυσόστομος κατανοεί
πλήρως τις δυσχέρειες της Ολυμπιάδος να πραγματοποιήσει τις εντολές του.
Γι αυτό τονίζει αφ’ ενός όλα να γίνονται
«ἀψοφητί» και «Εἰ δέ μή δυνατόν, ἐκ τῶν ἐκχωρούντων τά δυνατά γινέσθω»313.
Το τρίτο θέμα που θίγει ο
Χρυσόστομος αφορά τον Ιλάριο, επίσκοπο στην περιοχή της Προποντίδος, ο οποιος
παρέμεινε πιστός στον αρχιεπίσκοπό του. Χαρακτηρίζεται «ἀνήρ ἅγιος γεγηρακώς εἰς
Πόντον ἐνδοτάτω ἐξαπεστάλη μετά πληγάς, οὐ δικαστοῦ, ἀλλά τοῦ κλήρου, ὅς ὀκτακαιδέκατον
ἔτος ἔχει μή γευσάμενος ἄρτου, ψιλῶν λαχάνων ἤ κολλύβων μεταλαμβάνων» κατα την
μαρτυρίαν του Παλλαδίου314. Ο
Ιωάννης «πολλάς ἔχων χάριτας Ἱλαρίῳ τῷ ἐπισκόπῳ» πληροφορεί την Ολυμπιάδα ότι
έλαβε την επιστολή του και συγκατένευσε στην πρόθεσή του να μεταβεί στην έδρα
της επισκοπής του για να διορθώσει τα κακώς κείμενα και πάλι να επιστρέψει στην
Κωνσταντινούπολη. Για τον Χρυσόστομο ο Ιλάριος «εὐλαβής ἐστι καί ἀνήρ ἀπερίτρεπτος
καί ζέων» και η παρουσία του στην πρωτεύουσα ήταν αναγκαία ως θετικό
αντιστάθμισμα στην κυριαρχούσα αρνητική κατάσταση. Γι αὐτό γράφει «παρεκάλεσα αὐτόν
ἀπελθόντα ταχέως ἐπανελθεῖν»315. Σαφώς μνημονεύει ο Ιωάννης επιστολές, οι
οποίες αντηλλάγησαν μεταξύ αυτού και του Ιλαρίου, που όμως δεν διεσώθησαν.
γ. Σχολιασμός
περιεχομένου
«Σφόδρα ἀλγῶ
καί ὀδυνῶμαι»316˙ ευθύς εξ
αρχής ο Ιωάννης σημειώνει την
πηγή από την οποία πήγασε και αυτή η νέα του επιστολή προς την Ολυμπιάς με
σκοπό «ἀπελαύνειν σου τῆς ψυχῆς τήν ἀθυμίαν»317. Έχει στα χέρια του γράμματά
της και μπορεί πλέον σαφώς να διακρίνει την αθυμία, ως «τυραννίδα» της ψυχής
της. Η απουσία ειδήσεων του πνευματικού της πατρός, η σποραδική και μη έγκυρη
πληροφόρηση περί γεγονότων στις αφιλόξενες περιοχές της εσώτερης Μικράς Ασίας,
παραπλανούν την διακόνισσα, η οποία βασανίζει με «ὀδυνηρούς λογισμούς» τον
εαυτό της «τά μή ὄντα ἀναπλάττουσα, καί
κατάξαίνουσα σαυτήν εἰκῇ καί μάτην καί ἐπί βλάβῃ μεγίστῃ»318.Για το λόγο αυτό ο
Χρυσόστομος προχώρησε σε εκτενέ- στατη λεπτομερειακή περιγραφή των θλιβερών
συμβάντων στη Γαλατία και κυρίως στην Καππαδοκία με τελική κατάληξη την
Κουκουσό. Επιθυμία του ήταν να της αποδείξει ότι η Κουκουσός αποτέλεσε γι αυτόν λυτρωτικό τόπο, καθώς εκεί διάγει «ἐν εὐθυμίᾳ,
ἐν εὐφροσύνῃ ἐν θεραπείᾳ πολλῇ»319 από τον
φιλόξενο τοπικό επίσκοπο Διόσκορο και
κυριαρχεί «ἡσυχία, γαλήνη, ἀπραγμοσύνη πολλή, σώματος εὐρωστία»320.Άλλωστε κάθε
ταλαιπωρία στους δρόμους
και στους τόπους της εξορίας, επειδή ακριβώς γίνεται για τον Χριστό, εξασφαλίζει μεγαλύτερη ανταπόδοση
«Ἴσως ἔδοξε τῷ Θεῷ μακροτέρους μοι τεθῆναι τῶν δρόμων τούς διαύλους, ὥστε καί
λαμπροτέρους γενέσθαι τούς στεφάνους»321. Με το ίδιο πνεύμα αντιμετωπίζει και
τα «ἐν Καισαρείᾳ» γεγονότα˙
«ἐκεῖ λαμπροί πάλιν ἐπλάκησαν
ἡμῖν οἱ στέφανοι»322. Επειδή όμως αντιλαμβάνεται ότι η κοινοποίησή τους θα
προκαλούσε ενδοεκκλησιαστικό σκανδαλισμό προσώπων, προτείνει τον περιορισμό
τους˙ «Ἵν’ οὖν μή διαταράξωμεν αὐτούς, μηδείς ταῦτα εἰδέτω˙ καί γάρ σφόδρα
χαλεπά τά συμβάντα εἰς ἡμᾶς». Πριν μάλιστα προχωρήσει στην περιγραφή τους
επαναλαμβάνει˙ «Παρακαλῶ δέ, ἀπόρρητα ἔστω παρά σοί καί ἐν βραχεῖ σοι αὐτά
διηγήσομαι, οὐχ ἵνα λυπήσω, ἀλλ’ ἵνα εὐφρανῶ»323.
Διότι, κατά τόν άγιο πατέρα, η σωρεία αυτών των πειρασμών αποτελούν πλούτο
πνευματικό και δαπάνη έναντι των προσωπικών αμαρτημάτων.Στη διήγηση των
γεγονότων της Καισαρείας πρωταγωνιστικό ρόλο με αρνητικό πρόσημο διαδραμάτισε ο
επίσκοπός της Φαρέτριος. Αρχικώς έδειξε φιλόξενη προδιάθεση έναντι του
Χρυσοστόμου, η συνέχεια όμως ανέστρεψε την κατάσταση. Με τον προσδιορισμό της
ζηλοφθονίας ως αιτίας, η μανιακή και
φονική εχθρότητα του τοπικού
επισκόπου, κατέστη απερίγραπτη, μέχρις ότου επιτύχει την βίαιη απομάκρυνση του
Ιωάννου από τα όρια της επισκοπής του. Η συμπεριφορά του Φαρετρίου ήρθε να προστεθεί
σε όλα όσα βίωσε ο άγιος πατέρας και στην Κωνσταντινούπολη με τις διώξεις
πρωτοστατούντος του Αλεξανδρείας
Θεοφίλου, για να
σημειώσει˙ «Οὐδένα γάρ
λοιπόν δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους πλήν ὀλίγων»324. Αποτελεί γεγονός
αναμφισβήτητο ότι η επιρροή των επισκόπων την εποχή εκείνη υπερέβαινε τα
εκκλησιαστικά ζητήματα και επεκτείνονταν πολλές φορές στα πολιτικά δρώμενα της
αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα ισχυροί επίσκοποι, και μάλιστα μεγάλων πόλεων, να επιβάλουν απόψεις του επί πολιτικών και
στρατιωτικών ηγεμόνων. Τούτο βεβαίως είχε και θετικά για την Εκκλησία
αποτελέσματα, όταν επρόκειτο περί αληθινών ποιμένων της ποίμνης του Κυρίου.
Στις περιπτώσεις όμως εκκλησιαστικών προσώπων, τα οποία «τοσαῦτα κακά»
προκάλεσαν στο σώμα του Χριστού, η επιδείνωση καθίστατο πολύ μεγαλύτερη. Η
κυριαρχία της αντιχρυσοστομικής μερίδος στη Βασιλεύουσα ήταν απόλυτη επί
χρόνια, ακόμη και μετά τη μαρτυρική τελείωση του Ιωάννου στην εξορία. Για το
λόγο αυτό ο Χρυσόστομος ζητά από τα πνευματικά του τέκνα αφ’ ενός διακριτικές κινήσεις,
προκειμένου τα πράγματα της Εκκλησίας να
διατηρούν ελπίδες επανόρθωσης, και
αφ’ ετέρου αποφασιστικότητα και επίγνωση ότι «ἕν λυπηρόν ἁμαρτία μόνον˙
τά δέ ἄλλα πάντα κόνις καί καπνός. Ἄν τε γάρ θάνατον εἴπῃς, τό τῆς φύσεως ὄφλημα
λέγεις ὅ πάντως ὑπομεῖναι δεῖ καί μηδενός ἐπάγοντος˙ ἄν τε ἐξορίαν εἴπῃς, οὐδέν
ἕτερον λέγεις ἤ χώραν καί τάς πολλάς πόλεις ὁρᾷν˙ ἄν τε χρημάτων δήμευσιν εἴπῃς,
ἐλευθερίαν λέγεις καί το εὔλυτον εἶναι»325.
δ. Αγιογραφικές αναφορές
Η εκτενής
εξιστόρηση γεγονότων περιορίζει
στην παρούσα επιστολή τις αγιογραφικές αναφορές σε μία, η οποία αφορά το
γεγονός της προσφοράς των δύο οβολών της φτωχής χήρας στο γαζοφυλάκιο του Ναού
των Ιεροσολύμων326.
Ο Χρυσόστομος
υπογραμμίζει ότι η χήρα με την πενιχρή προσφορά της ξεπέρασε όλους όσοι
περισσότερα από αυτήν είχαν καταβάλει, «τήν οὐσίαν πᾶσαν κενώσασα».Το πνεύμα
της εξάντλησης όλων των δυνατοτήτων για να επιτευχθεί καλός και θεάρεστος
σκοπός, επιχειρεί με το παραπάνω παράδειγμα να μεταδώσει στα πνευματικά του
τέκνα ο Χρυσόστομος. Έχοντας παροτρύνει «ἐκ τῶν ἐκχωρούντων τά δυνατά
γινέσθω»327, συμπληρώνει ότι στις παρούσες συνθήκες όλοι τους οφείλουν «πάσῃ
δυνάμει» να φροντίσουν για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Μιά τέτοια ενεργοποίηση
αντιστοι- χεί με την εκπλήρωση ολόκληρου του καθήκοντός τους. Μάλιστα «κἄν
μηδέν γένηται πλέον καί τόν μισθόν ἀπηρτισμένον ἔχουσιν»328.Υποδειγματικός
είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άγιος Ιωάννης
διατηρεί ακμαίο και
υγιές το εκκλησιαστικό φρόνημα των φίλων του, αλλά και
αποφορτίζει την ψυχή τους από υπερβολικά και υπέρτερα των δυνατοτήτων τους
σχέδια. Με τις συμβουλές του μεταλαμπαδεύει στο νού τους την πίστη του ότι για
τα πάντα «οὕτως ἔδοξε τῷ Θεῷ».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
186 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 116.1c
187 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 119.3a
188 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 135.11a
189 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 13611b
190 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 116.1b
182 Ολυμπιάς-Επιστολή Ζ΄
(Α΄), SC 13, 113.4e
183 Β΄ Κορ. 12, 9.
Ολυμπιάς-Επιστολή Ζ΄ (Α΄), SC 13, 114.5c
184 Ολυμπιάς-Επιστολή Ζ΄
(Α΄), SC 13, 114.5c
185 Ολυμπιάς-Επιστολή Ζ΄
(Α΄), SC 13, 114.5c
191 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 116.1b
192 Περί της ασφαλούς αντιμετωπίσεως των
σχισματικών καταστάσεων κατά τον ιερό
Χρυσόστομο βλ. εκτενέστερα,
ΖΗΣΗ, Σύγχρονοι εκκλησιολογικοί
προβληματισμοί, σ. 20 κ.εξ.
193 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 117.1d
194 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 122.4b. Για
τις «μεθοδείες» του διαβόλου βλ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, «Ο διάβολος κατά τον άγιο
Ιωάννη τον Χρυσόστομο», σ. 207-210.
195 Βλ. Ολυμπιάς-Επιστολή
Η΄ (Β΄), SC 13, 121.3d
196 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 120.3c
197 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 120.3c
198 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 120.3c
199 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 121.3d
200 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 121.3d
201 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 121.3d
202 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 121.4a
203 Βλ. εκτενέστερα περί της συγκεκριμένης
παραβολής ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ,
«Ερμηνεία των παραβολών»,
σ. 514-521.
204 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 122.4c
205 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 123.4c
206 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 123.5b
207 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 124.5b
208 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 124.5c
209 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 125.5d
210 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC13, 126.6c
211 Περί της παρθενίας και της μοναχικής βιωτής
ως προτυπον κοινωνικής ζωής Βλ. ΚΑΨΑΝΗ, «Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ως
μοναχός»,σ. 236-238.
212 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 127.7a
213 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 131.9b
214 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 133.9e
215 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 134.10a
216 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 134.10b
217 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 136.11b
218 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 137.12a
219 Περί της ερμηνευτικής συμβολής του αγίου
Χρυσοστόμου στην εκκλησιαστική Γραμματολογία βλ. ΣΑΚΚΟΥ, «Ο ιερός Χρυσόστομος
ως ερμηνευτής», σ. 263-309. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
ιεροκήρυκας», σ. 134-170.. Για την ερμηνετυική του μέθοδο βλ ΜΠΕΛΕΖΟΥ,
Χρυσόστομος και Απόστολος Παῦλος, σ. 79-119. ΙΕΡΕΜΙΑ, «Ο ιερός Χρυσόστομος ως
ερμηνευτής», σ. 107-121. ΖΗΣΗ, «Απόστολος Παύλος καί Ιωάννης Χρυσόστομος», σ.
313-323.
220 Α΄ Κορ. 5, 1-2.
221 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2b
222 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 117.2a
223 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2a
224 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2b
225 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2b
226 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2c
227 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2c. Χρυσοστομική επιτομή και συναρμογή από τους στίχους Β΄
Κορ. 2, 6-11˙ «ἱκανόν τῷ τοιούτῳ ἠ ἐπιτιμία … τά νοήματα ἀγνοοῦμεν»
228 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 118.2c.
229 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 119.2d.
230 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 119.2d.
231 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 119.2d.
232 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13,
119.2d. Βλ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, «Ο διάβολος
κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο», σ. 203-215.
233 Ματθ. 24, 29
234 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 120.3b.
235 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 120.3b.
236 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 121.3d.
237 Ματθ. 25, 34
238 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 122.4a.
239 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 122.4a.
240 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 125.6b.
241 Ησ. 3, 16˙ 18˙ 24.
Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 125.6b-126.6b.
242 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 125.6b
243 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 132.9d
244 Λουκ. 20, 35.
245 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 126.6d-127.6d
246 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 127.6d.
Βλ. ΚΑΨΑΝΗ, «Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ως μοναχός»., σ. 238-239.
247 Ματθ. 19, 12. Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 127.7a
248 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 127.7a
249 Ἀριθ. 1, 45-46
250 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 127.7b
251 Αναλυτικά
περιγράφονται στο βιβλίο της Εξ. 32, 14
252 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 127.7b
253 Γέν. 22, 1-19.
254 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 128.7c
255 Ἰώβ 1, 1.
Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 128.8a
256 Ιώβ 6, 7.
Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 130.8d
257 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 130.8d
258 Ιώβ 30, 1.
259 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 130.8d
260 Ιώβ 30, 10
261 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 130.8d
262 Ιώβ 1, 21.
Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13, 131.8f
263 Ιώβ 40, 8
264 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 131.8f
265 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 131.9a
266 Σοφ. Σειρ. 19,30
267 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 132.9c
268 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 132.9c
269 Λουκ.
16, 19-31. Περί
της Χρυσοστομικής ερμηνευτικής
των
παραβολών βλ.
ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Ερμηνεία των παραβολών», σ. 513-528.
270 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 134.10b
271 Ματθ. 18,6
272 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 13410c-135.10c
273 Α΄ Κορ. 12, 27
274 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 134.10c
275 Αμώς 8, 11
276 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 137.11a
277 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 135.11a-136.11b
278 Β΄ Κορ. 2, 12-13.
279 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 137.11e.
280 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 137.12a.
281 Α΄ Θεσ. 2, 17-18˙ 3,
1-2. Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄ (Β΄), SC 13,138.12b
282 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 138.12a
283 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 139.12c.
284 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 139.12d.
285 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 139.12d.
286 Ολυμπιάς-Επιστολή Η΄
(Β΄), SC 13, 140.13a.
287 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
288 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 152.5c.
289 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
290 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 148.4a.
292 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 143.1c.
293 .ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ
ΕΛΕΝΟΠΟΛΕΩΣ, Διάλογος, PG 47, 31.
294 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13,
144.1c. Βλ. αναλυτική εξιστόρηση των γεγονότων εις
THIERRY St. Jean Chrysostome et l’ impératrice, σ. 286-298.
295 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 144.2a.
296 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ
ΕΛΕΝΟΠΟΛΕΩΣ, Διάλογος, PG 47, 31.
297 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 144.2b.
298 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 145.2c.
300 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 145.2d.
301 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 146.2f.
302 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Επιστολή ΜΣΤ΄, PG 52, 634.
303 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 147.3d.
304 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
305 Σωκράτους,
Εκκλησιαστική Ιστορία 6, 11, PG 67, 697-700.
306 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 150.4e.
307 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Επιστολή ϞΔ΄, PG 52, 657-659.
308 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 150.5a.
309 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 150.5a-151.5a.
310 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 150.5a-151.5a.
311 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄ (ΙΔ΄), SC 13, 151.5b.
Βλ. THIERRY, St. Jean
Chrysostome et l’ impératrice, σ. 266-267.
312 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 151.5b.
313 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 151.6b.
314 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ
ΕΛΕΝΟΠΟΛΕΩΣ, Διάλογος, 20, PG 47, 72
315 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 152.5c.
316 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
317 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
318 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
319 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a-1431a.
320 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
321 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 142.1a.
322 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 143.1b.
323 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 143.1b.
324 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄ (ΙΔ΄), SC 13, 149.4c.
Για το φόβητρο των κακών επισκόπων βλ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, «Η προσωπικότητα του
σύγχρονου εκκλησιαστικού ηγέτου», σ. 74.
325 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 150.4e.
326 Μαρ, 12, 41-44 και
Λουκ. 21, 1-4. Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄ (ΙΔ΄), SC 13, 152.5c.
327 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 151.5b.
328 Ολυμπιάς-Επιστολή Θ΄
(ΙΔ΄), SC 13, 152.5c.
π. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΣΑΪΝΙΔΗ
Οι επιστολές του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα
Ιστορικά –Προσωπογραφικά
- Ποιμαντικά
Μεταπτυχιακή Εργασία που
υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τομέας Αγίας Γραφής και Πατερικής Γραμματείας
Σύμβουλος Καθηγητής
πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία επιμέλεια και
μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το
Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου