Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγείτης
Περί Θείων Ονομάτων
Κεφάλαιο 7
Για τη σοφία, το νου, το λόγο, την αλήθεια και την πίστη.
1. Εμπρός, λοιπόν, αν θέλεις, να υμνήσουμε την αγαθή και αιώνια ζωή ως σοφή και ως καθαυτό σοφία, μάλλον δε ως αυτή που δίνει υπόσταση στην όλη σοφία και ως αυτή που υπάρχει υπεράνω κάθε σοφίας και σύνεσης.. Γιατί ο Θεός δεν είναι μόνο υπερπλήρης σοφίας, για τη σύνεση του οποίου δεν υπάρχει μέτρο αλλά εδραιώνεται υπεράνω κάθε λογικής και νου και σοφίας.
Αυτό το εννόησε κατά τρόπο υπερφυσικό ο πραγματικά θείος άνδρας, ο κοινός μας ήλιος, τόσο δικός μας όσο και του καθοδηγητή μας, όταν λέει:
«Η μωρία του Θεού είναι σοφότερη από τη σοφία των ανθρώπων». Αυτό όχι μόνο γιατί κάθε ανθρώπινη διάνοια είναι και κάποιου είδους πλάνη, αν συγκριθεί με το σταθερό και μόνιμο των τελειότατων θεϊκών νοήσεων, αλλά επίσης γιατί είναι συνηθισμένο στους θεολόγους να χρησιμοποιούν για τον Θεό κατʹ αντίθεση στερητικές και αποφατικές εκφράσεις.
Έτσι, οι Γραφές ονομάζουν αόρατο το φως που φωτίζει τα πάντα, άρρητο και ανώνυμο τον πολυύμνητο και πολυώνυμο, καθώς επίσης ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο αυτόν που είναι παρών σε όλα και που αποκαλύπτεται από όλα τα όντα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο και τώρα ο θείος απόστολος λέγεται ότι ύμνησε τη μωρία του Θεού, ανάγοντας αυτό που φαίνεται σʹ αυτήν παράλογο και άτοπο στην άρρητη και πέρα από κάθε λογική αλήθεια.
Αλλά, όπως έχω πει και σε άλλο σημείο, επειδή προσλαμβάνουμε αυτά που βρίσκονται πάνω από μας με τρόπο που ταιριάζει στη φύση μας και καθώς είμαστε εγκλωβισμένοι στη συντροφιά των αισθήσεων και παραβάλλουμε τα θεία με τα ανθρώπινα, ξεγελιόμαστε επιδιώκοντας να κατανοήσουμε τον θείο και απόρρητο λόγο μόνο με αυτό που φαίνεται. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος νους έχει από τη μια τη δύναμη να νοεί, δύναμη με την οποία αντιλαμβάνεται τα νοητά, και από την άλλη την ένωση που υπερβαίνει τη φύση του νου,με την οποία συνάπτεται με όσα βρίσκονται επέκεινα του εαυτού του. Σύμφωνα λοιπόν μʹ αυτήν την ένωση πρέπει να εννοούμε τα θεία και όχι σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα· να εξίσταται όλος ο εαυτός μας από όλο τον εαυτό μας και να παραδινόμαστε καθʹ ολοκληρία στον Θεό∙ γιατί είναι καλύτερο να ανήκουμε στον Θεό και όχι στους εαυτούς μας: έτσι θα συμβαίνει να δίνονται τα θεία σε όσους συντάσσονται με τον Θεό.
Υμνώντας λοιπόν καθʹ υπεροχή αυτή την «άλογη» και «ανόητη» και
«μωρή» σοφία, ας πούμε ότι είναι αιτία για κάθε νου και λογική και σοφία και σύνεση. Σʹ αυτήν ανήκει κάθε σκέψη και από αυτήν προέρχεται κάθε γνώση και σύνεση και σʹ αυτήν βρίσκονται «κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης». Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με όσα έχουμε ήδη αναφέρει, η πάνσο‐φη και υπεράνω σοφίας αιτία είναι αυτή που δίνει υπόσταση στην καθαυτό σοφία, στην όλη σοφία και στις επιμέρους κατηγορίες της σοφίας.
2. Απʹ αυτήν λαμβάνουν τις απλές και μακάριες νοήσεις τους οι νοητές και νοερές δυνάμεις των αγγελικών νόων. Δεν συνάγουν τη γνώση του Θεού μέσα σε διαιρετά ή από διαιρετά ή από τις αισθήσεις ή από αναλυτικές λογικές διεργασίες ούτε εμπεριέχονται σε κάτι κοινό προς αυτά, αλλά καθώς είναι εντελώς απαλλαγμένες από οτιδήποτε υλικό ή πολλαπλό, νοούν όσα από τα θεία μπορούν να νοηθούν κατά τρόπο νοερό, άυλο, ενιαίο. Και η νοερή τους δύναμη και ενέργεια απαστράπτει από την αμιγή και άχραντη καθαρότητά τους και ενορά τις θείες νοήσεις κατά τρόπο αμερή και άυλο· επίσης, με τη θεοειδή ενότητά της εξομοιώνεται, όσο είναι δυνατό, προς τον θεϊκό και υπέρσοφο νου και λόγο.
Εξαιτίας της θείας σοφίας λαμβάνουν και οι ψυχές τις λογικές τους δυνάμεις. Βέβαια, καθώς περιστρέφονται κυκλικά και αναλυτικά γύρω από την αλήθεια των όντων, υπολείπονται από τις ενιαίες αγγελικές δυνάμεις εξαιτίας της διαιρετής και παντοειδούς ποικιλίας της φύσης τους, αλλά με την συνέλιξη των πολλών σε ένα αξιώνονται με ανάλογες προς τους αγγέλους νοήσεις, στο βαθμό βέβαια που είναι οικείο και εφικτό στη φύση τους.
Αλλά και τις ίδιες τις αισθήσεις δεν θα σφάλει κανείς αν τις αποκαλέσει απήχημα της σοφίας. Ακόμα και ο νους των δαιμόνων στην καθαυτό φύση του από αυτήν προέρχεται· στο βαθμό όμως που είναι νους χωρίς λογική, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτύχει αυτό που επιθυμεί και χωρίς να θέλει να τον μάθει, πρέπει ‐ για να είμαστε περισσότερο ακριβολόγοι ‐ να τον αποκαλέσουμε έκπτωση σοφίας.
Αλλά ότι η θεϊκή σοφία είναι αρχή και αιτία και δημιουργός και τελειοποίηση και φύλαξη και τελικός σκοπός της καθαυτό σοφίας και της όλης σοφίας και όλου του νου και της λογικής και της αίσθησης όλης έχει ήδη λεχθεί. Πώς όμως γίνεται ο ίδιος ο υπέρσοφος Θεός να υμνείται ως σοφία και νους και λογική και γνώση; Πώς δηλαδή θα εννοήσει κάτι από τα νοητά, χωρίς να διαθέτει νοερές ενέργειες; Ή πώς θα γνωρίσει τα αισθητά, τη στιγμή που είναι εδραιωμένος υπεράνω κάθε αίσθησης; Και
όμως οι Γραφές λένε ότι αυτός γνωρίζει τα πάντα και ότι τίποτα δεν διαφεύγει της θεϊκής γνώσης.
Αλλά, όπως είπα πολλές φορές, τα θεία πρέπει να τα εννοήσουμε κατά τρόπο που αρμόζει στη θεϊκή φύση. Γιατί το ότι ο Θεός δεν έχει νου και αίσθηση πρέπει να το εκλάβουμε με την έννοια της υπεροχής και όχι της έλλειψης. Κατά παρόμοιο τρόπο αποδίδουμε το «άλογο» σʹ αυτόν που είναι υπεράνω λογικής και την ατέλεια σʹ αυτόν που είναι υπεράνω και πρότερος τελειότητας.
Επίσης, ως απρόσιτο και αόρατο γνόφο ονομάζουμε το φως το απρόσιτο, επειδή υπερέχει από το ορατό φως. Επομένως, ο θεϊκός νους συνέχει τα πάντα με τη γνώση που υπερβαίνει τα πάντα, έχοντας εκ των προτέρων συγκεντρώσει στον εαυτό του, ως αιτία των πάντων, τη γνώση όλων των όντων, γνωρίζοντας και δημιουργώντας αγγέλους πριν να υπάρξουν άγγελοι και γνωρίζοντας επίσης όλα τα άλλα είδη αφʹ εαυτού και από την καθαυτό, για να μιλήσω έτσι, αρχή τους και οδηγώντας τα στην ύπαρξη.
Kαι αυτό, νομίζω, παραδίδει η Γραφή, όταν λέει: «Αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους». Γιατί ο θεϊκός νους δεν γνωρίζει τα όντα μαθαίνοντάς τα από τα όντα, αλλά από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του έχει και συγκεντρώνει εκ των προτέρων, ως αιτία, την είδηση και γνώση και ουσία των πάντων.
Και δεν προσεγγίζει ιδιαιτέρως κάθε είδος, αλλά γνωρίζει και συνέχει τα πάντα, επειδή αποτελεί τη μια και συνεκτική αιτία των πάντων. Όπως ακριβώς και το φως κατά την αιτία έχει λάβει εκ των προτέρων στον εαυτό του τη γνώση του σκότους: με κανένα άλλο τρόπο δεν γνωρίζει το σκοτάδι παρά μόνο από το φως.
Η θεϊκή σοφία, λοιπόν, γνωρίζοντας τον εαυτό της γνωρίζει τα πάντα, κατά τρόπο άυλο τα υλικά, κατά τρόπο αδιαίρετο τα διαιρετά, κατά τρόπο ενιαίο τα πολλά, διότι με το καθαυτό ένα γνωρίζει και παράγει τα πάντα. Γιατί, αν σύμφωνα με μια αιτία ο Θεός μεταδίδει σε όλα τα όντα το είναι, σύμφωνα με την ίδια ενιαία αιτία θα γνωρίσει τα πάντα, επειδή προέρχονται απʹ αυτόν και προϋπάρχουν σʹ αυτόν. Δεν θα λάβει από τα όντα τη γνώση τους, αλλά αντίθετα θα χορηγήσει στα διάφορα είδη τη γνώση των εαυτών τους, καθώς και τη μεταξύ τους αμοιβαία γνώση.
Επομένως, ο Θεός δεν έχει διαφορετική τη γνώση του εαυτού του και διαφορετική τη γνώση που συλλαμβάνει από κοινού όλα τα όντα. Γιατί η αιτία των πάντων γνωρίζοντας η ίδια τον εαυτό της δεν μπορεί με κανένα τρόπο να μην γνωρίζει όσα προέρχονται απʹ αυτήν και αυτά των οποίων η
ίδια είναι αιτία. Μʹ αυτή λοιπόν τη γνώση ο Θεός γνωρίζει τα όντα, όχι διαμέσου της γνώσης των όντων, αλλά διαμέσου της δικής του γνώσης. Γιατί και οι άγγελοι, λέει η Γραφή, γνωρίζουν τα επίγεια όχι με αισθήσεις, παρόλο που αυτά είναι αισθητά, αλλά με δύναμη και φύση που είναι οικεία στη θεόμορφη νόηση.
3. Επιπρόσθετα πρέπει να εξετάσουμε πώς μπορούμε εμείς να γνωρίζουμε τον Θεό, τη στιγμή που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ούτε με τη νόηση ούτε με τις αισθήσεις και γενικά δεν ανήκει στα όντα. Επιβάλλεται λοιπόν να τονίσουμε την αλήθεια ότι τον Θεό δεν τον γνωρίζουμε από τη φύση του (γιατί αυτή είναι αδύνατον να γίνει γνωστή και υπερβαίνει τα όρια κάθε λογικής και σκέψης), αλλά ότι ξεκινώντας από τη διάταξη όλων των όντων, που έχει παραχθεί απʹ αυτόν και αποτελείται από ένα είδος εικόνων και ομοιωμάτων των θεϊκών του παραδειγμάτων, ανεβαίνουμε με μέθοδο και τάξη, σύμφωνα με τις δυνάμεις μας, στο επέκεινα των πάντων, στην περιοχή της αφαίρεσης και υπέρβασης των πάντων, στην καθολική αιτία του σύμπαντος. Γιʹ αυτό ο Θεός γίνεται γνωστός και μέσα σε όλα τα όντα αλλά και με την αφαίρεση όλων των όντων.
Ο Θεός λοιπόν γίνεται γνωστός και μέσω της γνώσης και μέσω της αγνωσίας. Από τη μια πλευρά γίνεται αντιληπτός με νόηση, λογική, ασφαλή γνώση, επαφή, αίσθηση, δοξασία, φαντασία, όνομα και όλα τα άλλα, ενώ συγχρόνως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ούτε με τη νόηση ούτε με τη γλώσσα ούτε με ονόματα. Και δεν είναι κάποιο από τα όντα ούτε γνωρίζεται μέσα σε κάποιο από τα όντα. Και σε όλα είναι τα πάντα και σε κανένα τίποτα. Και από όλα γνωρίζεται σε όλα και από κανένα σε κανένα. Συνεπώς, σωστά χρησιμοποιούμε όλες αυτές τις ονομασίες για τον Θεό και συγχρόνως σωστά υμνείται από όλα τα όντα, κατά την αναλογία όλων των πραγμάτων στα οποία αποτελεί την αιτία.
Υπάρχει, επίσης, από την άλλη η θεϊκότατη γνώση του Θεού, αυτή που αποκτάται μέσω της αγνωσίας, σύμφωνα με την ένωση που υπερβαίνει το νου, όταν ο νους αποστασιοποιηθεί από όλα τα όντα και εγκαταλείψει στη συνέχεια και τον εαυτό του, ώστε να ενωθεί με τις υπέρφωτες ακτίνες και μένοντας εκεί να καταλαμπρύνεται από εκείνες μέσα στο ανεξερεύνητο βάθος της σοφίας. Και βέβαια, όπως είπα, η γνώση αυτής της σοφίας είναι δυνατόν να επιτευχθεί και από όλα τα πράγματα.
Γιατί αυτή είναι κατά το ρητό της Γραφής που δημιουργεί τα πάντα, που εναρμονίζει πάντοτε τα πάντα, που αποτελεί την αιτία της αδιάλυτης αρμονίας και τάξης του σύμπαντος, αυτή που αεννάως συνάπτει τα τέλη
των προηγούμενων με τις αρχές των επόμενων και καλλιεργεί τη μία συμφωνία και αρμονία του σύμπαντος.
4. Ο Θεός υμνείται από τις ιερές Γραφές ως λόγος, όχι μόνο γιατί είναι χορηγός και της λογικής και του νου και της σοφίας, αλλά γιατί περιλαμβάνει εκ των προτέρων στον εαυτό του κατά τρόπο ενιαίο τις αιτίες των πάντων και γιατί «προχωρεί διάμεσου των πάντων» φτάνοντας, όπως λένε οι Γραφές, μέχρι το τέλος των πάντων∙ επίσης, πριν από αυτά, επειδή ο θείος λόγος εκτείνεται υπεράνω κάθε απλότητας και είναι πλήρως απαλλαγμένος από κάθε εξάρτηση, καθώς είναι υπεράνω όλων κατά το υπερούσιο της ύπαρξής του.
Αυτός ο λόγος είναι η απλή και όντως υπάρχουσα αλήθεια, γύρω από την οποία, επειδή είναι η καθαρή και απλανής γνώση των πάντων, περιστρέφεται η θεϊκή πίστη. Είναι η μόνιμη εδραίωση αυτών που έχουν πιστέψει, η οποία τους εγκαθιστά μόνιμα μέσα στην αλήθεια, όπως και την αλήθεια σʹ αυτούς, ώστε οι πιστοί να κατέχουν με μια αμετακίνητη ταυτότητα την απλή γνώση της αλήθειας.
Γιατί αν η γνώση είναι παράγοντας που ενώνει αυτούς που γνωρίζουν με το αντικείμενο της γνώσης, ενώ η άγνοια είναι αιτία συνεχούς μεταβολής και διαίρεσης αυτού που αγνοεί από τον εαυτό του, τότε αυτόν που έχει πιστέψει με την αλήθεια, σύμφωνα με τον ιερό λόγο, τίποτα δεν μπορεί να τον μετακινήσει από την εστία της αληθινής πίστης, με βάση την οποία θα αποκτήσει το μόνιμο της ακίνητης και αμετάβλητης ταυτότητας.
Γιατί αυτός που ενώθηκε με την αλήθεια γνωρίζει πολύ καλά ότι βρίσκεται σε άριστη κατάσταση, ακόμα κι αν οι πολλοί τον νουθετούν, επειδή δήθεν έχει παραστρατήσει. Διαφεύγει βέβαια, όπως είναι φυσικό, της προσοχής τους ότι μέσω της πραγματικής πίστης έχει μεταπηδήσει από την πλάνη στην αλήθεια.
Ο ίδιος όμως γνωρίζει αληθινά ότι ο εαυτός του δεν έχει παραφρονήσει, όπως ισχυρίζονται εκείνοι, αλλά ότι έχει ελευθερωθεί, με τη βοήθεια της απλής αλήθειας, που πάντοτε και κατά τον ίδιο τρόπο μένει η ίδια, από την άστατη και μεταβλητή κίνηση γύρω από την παντοειδή ποικιλία της πλάνης.
Έτσι λοιπόν οι αρχηγέτες και καθοδηγητές της δικής μας θεοσοφίας αποθνήσκουν καθημερινά υπέρ της αληθείας, δίνοντας μαρτυρία, όπως είναι φυσικό, με κάθε λόγο και έργο για την ενιαία γνώση της αλήθειας των χριστιανών, ότι δηλαδή αυτή είναι απλούστερη και θεϊκότερη από
όλες ή μάλλον ότι αυτή είναι η μόνη αληθινή και μία και απλή γνώση του
Θεού.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου