ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Περί αγαθού, φωτός, καλού, έρωτος, εκστάσεως, ζήλου

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Περί αγαθού, φωτός, καλού, έρωτος, εκστάσεως, ζήλου



Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγείτης
Περί Θείων Ονομάτων
Κεφάλαιο 4
Περί αγαθού, φωτός, καλού, έρωτος, εκστάσεως, ζήλου και περί του ότι το κακό δεν είναι ούτε ον ούτε από το ον ούτε μέσα στα όντα.

1. Ας  είναι  λοιπόν.  Θα  προχωρήσομε  τώρα  στην  εξέταση  αυτής  της αγαθωνυμίας,   την   οποία   οι   θεολόγοι   αποδίδουν   κατʹ   εξοχήν   στην υπέρθεη θεότητα και ξεχωρίζουν από όλα, ονομάζοντας την ίδια τη θεαρχική ύπαρξη αγαθότητα και βεβαιώνοντας ότι με το να υπάρχει το αγαθό, ως ουσιώδες αγαθό, επεκτείνει την αγαθότητα σε όλα τα όντα.Διότι, όπως ο δικός μας ήλιος, χωρίς να διαλογίζεται ούτε να έχει προαίρεση, αλλά με μόνη την ύπαρξή του φωτίζει όλα τα δυνάμενα να μετέχουν του φωτός του σύμφωνα με το λόγο που περικλείουν, έτσι και το αγαθό, το υπερβατικό αρχέτυπο, που ευρίσκεται πάνω από τον ήλιο, σαν επάνω από αμυδρή εικόνα με μόνη την ύπαρξή του εμβάλλει σε όλα τα όντα τις ακτίνες της ολικής αγαθότητας ανάλογα με τη δύναμή τους. Απʹ αυτές έλαβαν υπόσταση όλες οι νοητές και νοερές ουσίες, και δυνάμεις και ενέργειες, γιʹ αυτές υπάρχουν κι έχουν ζωή ατελείωτη και αμείωτη, καθαρές από κάθε φθορά και θάνατο, ύλη και γένεση, κι επάνω από την άστατη και ρευστή και κάθε φορά διαφορετικά φερόμενη αλλοίωση, και νοούνται ως ασώματες και άϋλες, και ως νόες νοούν υπερκοσμίως και ελλάμπονται καταλλήλως τους λόγους των όντων κι επίσης διαπορθμεύουν τα ιδιώματά τους στα συγγενή όντα. Κι έχουν την διαμονή τους από την αγαθότητα και από αυτήν επίσης έχουν την έδρα τους και τη συνοχή, τη φρούρηση και την εστία των αγαθών. Κι αυτήν ποθώντας έχουν και το είναι και το ευ είναι, και προς αυτήν αποτυπούμενες, όσο είναι  εφικτό, είναι  αγαθοειδείς  και  σύμφωνα  με  όσα  διδάσκει  ο  θείος θεσμός μεταδίδουν τα δώρα που παρέλαβαν από το αγαθό.



2. Από αυτήν την αγαθότητα προέρχονται οι υπερκόσμιες τάξεις τους, οι μεταξύ τους ενώσεις και περιχωρήσεις, οι ασύγχυτες διακρίσεις, οι αναγωγικές δυνάμεις των κατωτέρων προς τις ανώτερες, οι προς τα δεύτερα πρόνοιες των πρεσβυτέρων, η φρούρησις των δυνάμεων καθεμιάς τους, οι αμετάβλητες συμπτύξεις γύρω από εαυτές, οι ταυτότητες και ακρότητες γύρω από την έφεση του αγαθού και όσα άλλα είπαμε εμείς στο έργο Περί των αγγελικών ιδιοτήτων και τάξεων, αλλά και όσα ανήκουν στην Ουράνια Ιεραρχία, οι αγγελοπρεπείς δηλαδή καθάρσεις, οι υπερκόσμιες φωταγωγίες, και τα τελεσιουργά αίτια όλης της αγγελικής τελειότητος. Όλα αυτά προέρχονται από την παναίτια και πηγαία αγαθότητα, από την οποία εδωρίσθηκε σʹ αυτές και ο αγαθοειδής χαρακτήρ και η ικανότης νʹ αποκαλύπτουν διʹ εαυτών την κρυφία αγαθότητα και να είναι οι άγγελοι σαν εξαγγελικές της θείας σιγής δυνάμεις, οι οποίες προβάλλουν περίπου φώτα λαμπερά που ερμηνεύουν το ευρισκόμενο στα άδυτα φως. Αλλά και τα έπειτα από εκείνους τους
ιερούς και αγίους νόες, οι ψυχές και τʹ αγαθά των ψυχών, υπάρχουν εξαιτίας της υπεράγαθης αγαθότητος. το να είναι νοερές, το να έχουν ανώλεθρη την ουσιώδη ζωή, την ίδια την ύπαρξη, και να μπορούν, ανατεινόμενες  προς  τις  αγγελικές  ζωές,  νʹ  ανάγωνται  διʹ  αυτών  ως αγαθών  οδηγητών  προς  την  αγαθαρχία  όλων  των  αγαθών  και  να έρχονται σε μετουσία των από εκεί εκπεμπομένων ελλάμψεων κατά την ικανότητά τους και να μετέχουν με κάθε δύναμη της δωρεάς του αγαθοειδούς, και όσα άλλα έχομε απαριθμήσει στην πραγματεία Περί Ψυχής.


Αλλά αν πρέπει να μιλήσουμε και γιʹ αυτές τις άλογες ψυχές ή ζώα, όσα διασχίζουν τον αέρα και όσα βαδίζουν στη γη και όσα έρπουν στη γη και όσα  έχουν  λάβει  υδρόβια  ή  αμφίβια ζωή  και  όσα  ζούνε  καλλυμένα  ή καταχωμένα μέσα στη γη, γενικά όσα έχουν την ʺαισθητικήʺ ψυχή ή ζωή, όλα λοιπόν αυτά χάρη στο αγαθό λαμβάνουν ψυχή και ζωή. Και τα φυτά όλα έχουν την θρεπτική και κινητική ζωή από το αγαθό. Και όλη η άψυχη και χωρίς ζωή φύση υπάρχει χάρη στο αγαθό και χάρη σʹ αυτό έλαβε τις σταθερές ποιότητες της ύπαρξής της.



3. Αν λοιπόν το αγαθό είναι υπεράνω όλων των όντων (όπως πράγματι είναι), τότε προσφέρει μορφή και στο άμορφο. Μόνο στο αγαθό το χωρίς ουσία γίνεται υπερβολή της ουσίας και το χωρίς ζωή υπερέχουσα ζωή και το χωρίς νου υπερέχουσα σοφία. γενικά όσα υπάρχουν στο αγαθό προέρχονται από την κατά τρόπο απόλυτης υπεροχής μορφοποίηση των άμορφων.  Και  αν  είναι  θεμιτό  να  μιλήσω  έτσι,  και  το  ίδιο  το  μη  ον επιθυμεί το αγαθό που είναι υπεράνω όλων των όντων και κατά κάποιο τρόπο φιλονικεί να βρίσκεται και το ίδιο στο αγαθό, που είναι πραγματικά υπερούσιο με την αφαίρεση των πάντων.



4. Αλλά  και  κάτι  που  ξεχάσαμε,  καθώς  μας  διέφυγε  στην  πορεία  του λόγου. το αγαθό είναι αιτία της θεμελίωσης και περάτωσης του σύμπαντος, της αναύξητης και αμείωτης και ολότελα αναλλοίωτης αυτής ουσίας. Είναι αιτία και των αθόρυβων, αν μπορώ να τις ονομάσω έτσι, κινήσεων του απέραντου ουρανίου συστήματος και της αστρικής τάξης και αρμονίας, των φωτισμών και εδραιώσεων, καθώς και της πολύπλοκης κινήσεως μερικών άστρων. Είναι αιτία και της περιοδικής περιστροφικής επαναφοράς των δύο φωστήρων, που οι Γραφές τους αποκαλούν μεγάλους, στο σημείο εκκίνησής τους, σύμφωνα με την οποία ορίζονται οι δικές μας ημέρες και νύχτες και μετριούνται οι μέρες και οι χρόνοι. Καθορίζονται έτσι και αριθμούνται και συντάσσονται και συγκρατούνται οι κυκλικές κινήσεις του χρόνου και όσων βρίσκονται μέσα στο χρόνο.

Και τι θα μπορούσε να πει κανείς γιʹ αυτό καθαυτό το ηλιακό φως; Γιατί
το φως προέρχεται από το αγαθό και αποτελεί εικόνα της αγαθότητας. Γιʹ αυτό  και  το  αγαθό  υμνείται  με  ονομασίες  που  αναφέρονται στο  φως, όπως   το   αρχέτυπο   αποτυπώνεται   στην   εικόνα.   Όπως   δηλαδή   η αγαθότητα της επέκεινα πάντων θεότητας διέρχεται από τις υψηλότερες και μεγαλύτερες ουσίες μέχρι και τις έσχατες και συνεχίζει να είναι υπεράνω όλων, χωρίς οι ανώτατες να φτάνουν την υπεροχή της και χωρίς οι κατώτατες να ξεφεύγουν από την εποπτεία της, αλλά φωτίζει όλα όσα μπορούν να δεχτούν φωτισμό και δημιουργεί και ζωοποιεί και συγκρατεί και οδηγείστην ολοκήρωση και είναι μέτρο του σύμπαντος και αιωνιότητα και αριθμητική αρχή και τάξη και συνεκτική δύναμη και αιτία και σκοπός. έτσι ακριβώς και η ορατή εικόνα της θείας αγαθότητας, ο μέγας αυτός και ολόλαμπρος και αείφωτος ήλιος, ελάχιστη και μακρινή απήχηση του αγαθού, φωτίζει όλα όσα μπορούν να μετέχουν στο φως του και το φως του υπερκαλύπτει τα πάντα, καθώς εξαπλώνει τις λάμψεις των ακτίνων του σε όλον τον ορατό κόσμο, τον πάνω και τον κάτω. κι αν κάποιο από τα όντα δεν μετέχει στον φωτισμό, αυτό δεν οφείλεται στην αδράνεια ή στην μικρή εμβέλεια της φωτιστικής του δύναμης, αλλά στα ίδια τα όντα, που από ανικανότητα να δεχτούν το φως δεν προχωρούν στην μετουσία του φωτός. Γιατί, αναμφίβολα, ο φωτισμός διέρχεται από πολλά όντα που βρίσκονται σʹ αυτή την κατάσταση και φωτίζει όλα όσα βρίσκονται μετά από αυτά και δεν υπάρχει κανένα από τα ορατά που να μην το φτάνει με το υπερβάλλον μέγεθος της δικής του λαμπρότητας.


Αλλά συμβάλλει και στη γένεση των αισθητών σωμάτων, τα οποία κινητοποιεί προς τη ζωή, τα τρέφει, τα αυξάνει, τα τελειοποιεί, τα εξαγνίζει, τα ανανεώνει. Το φως είναι μέτρο και αριθμητική αρχή των εποχών, των ημερών και όλου του κοσμικού χρόνου. Γιατί είναι το ίδιο το φως (αν και τότε ήταν αδιαμόρφωτο) που είπε ο θεϊκός Μωυσής ότι όρισε και αυτή την πρώτη τριάδα ημερών κατά την αρχή του γήινου χρόνου. Και όπως ακριβώς η αγαθότητα επαναφέρει τα πάντα προς τον εαυτό της και είναι η αρχή της συναγωγής όσων είναι διασκορπισμένα, ως πρωταρχική και  ενοποιητική  θεότητα,  και  τα  πάντα  την  επιθυμούν  ως  αρχή,  ως συνοχή και ως σκοπό. και όπως το αγαθό είναι, όπως λένε οι Γραφές, εκείνο από το οποίο όλα τα όντα έλαβαν ύπαρξη και εξακολουθούν να υπάρχουν,  επειδή  έχουν  παραχθεί  από  αιτία  απολύτως  τέλεια.  εκείνο μέσα στα οποίο τα πάντα συγκροτούνται, καθώς φυλάγονται και συγκρατούνται όπως μέσα σʹ έναν παντοδύναμο πυθμένα. εκείνο στο οποίο τα πάντα επιστρέφουν (όπως επιστρέφει το καθένα στο δικό του τέρμα). εκείνο το οποίο επιθυμούν τα πάντα, τα νοερά και λογικά με τη γνωστική τους ικανότητα, τα αισθητικά με την αισθητική τους ικανότητα, τα άμοιρα από αίσθηση με την έμφυτη κίνηση του ζωτικού ενστίκτου,
αυτά που δεν έχουν ζωή και απλώς υπάρχουν με την επιτηδειότητα αυτής και μόνον της συμμετοχής στην ύπαρξη. έτσι και το φως, κατά την αναλογία της ορατής εικόνας του αγαθού, συλλέγει και επαναφέρει προς τον εαυτό του όλα τα όντα, αυτά που βλέπουν, αυτά που κινούνται, αυτά που φωτίζονται, αυτά που θερμαίνονται, αυτά που γενικά συγκρατούνται από τις δικές τους μαρμαρυγές. Γιʹ αυτό και ονομάζεται ήλιος, γιατί συναθροίζει όλα τα όντα και συγκεντρώνει τα διασκορπισμένα. Και όλα τα αισθητά επιθυμούν το φως, επειδή θέλουν να λάβουν την ικανότητα να βλέπουν ή να κινούνται και να φωτίζονται και να θερμαίνονται και γενικά να συγκρατούνται απʹ αυτό. Και βέβαια δεν υποστηρίζω, όπως πίστευαν στην αρχαιότητα, ότι ο ήλιος είναι θεός και δημιουργός αυτού του σύμπαντος και ότι έχει αναλάβει την ιδιαίτερη φροντίδα του ορατού κόσμου, αλλά ότι ʺοι αόρατες δυνάμεις του Θεού μετά την δημιουργία του κόσμου βλέπονται καθαρά όταν τις εννοήσουμε δια μέσου των δημιουργημάτων, καθώς και η αΐδια δύναμη και τελειότητά τουʺ.



5. Αλλά  αυτά  τα  πραγματευόμαστε  στη  ʺΣυμβολική  Θεολογίαʺ.  Τώρα θέλω να υμνήσουμε την ονομασία του νοητού φωτός ως ιδιότητας του αγαθού και να εξηγήσουμε ότι ο αγαθός Θεός λέγεται φως νοητό, επειδή γεμίζει κάθε υπερουράνιο νου με νοητό φως και αφαιρεί κάθε άγνοια και πλάνη από όλες τις ψυχές οι οποίες τον έχουν δεχτεί. σε όλες αυτές μεταδίδει το ιερό φως και ανακαθαίρει τα νοερά μάτια τους από την αχλύ της άγνοιας που τα περιβάλλει, τα ανακινεί και τα διανοίγει, που είχαν κλείσει  από  το  πολύ  βάρος  του  σκοταδιού.  τους  μεταδίδει  πρώτα  μια μέτρια δόση φωτισμού και ύστερα όταν γεύονται κατά κάποιο τρόπο εκείνες το φως και το επιθυμούν περισσότερο, τότε τους προσφέρει τον εαυτό του περισσότερο και τις φωτίζει με αφθονία, ʺεπειδή αγάπησαν πολύʺ, και τις υψώνει διαρκώς προς τα πάνω, ανάλογα με την έφεση που έχουν για ανύψωση.



6. Νοητό  φως,  λοιπόν  ονομάζεται  το  αγαθό  που  είναι  υπεράνω  κάθε φωτός, επειδή είναι μια πηγαία ακτίνα και μια φωτοχυσία που ξεχειλίζει και καταλάμπει με την πληρότητά της κάθε νου που βρίσκεται υπεράνω του κόσμου, γύρω από τον κόσμο ή μέσα σʹ αυτόν, που ανανεώνει όλες τις νοερές τους δυνάμεις, που τις περιέχει όλες με το να εκτείνεται πέρα απʹ αυτές και υπερέχει απʹ όλες με το να βρίσκεται υπεράνω αυτών. Είναι αυτή που, ως υπέρτατο αρχέτυπο του φωτός, συγκεντρώνει στον εαυτό της κατά τρόπο απόλυτο όλη την κυριότητα της φωτιστικής δύναμης, καθώς την κατέχει εκ των προτέρων και στον υπέρτατο βαθμό, και αυτή που συναθροίζει όλες τις νοερές και λογικές υπάρξεις, καθιστώντας τις ένα σύνολο. Γιατί όπως η άγνοια είναι διαιρετικός παράγοντας για όσα
βρίσκονται  σε  πλάνη  ,  έτσι  και  η  παρουσία  του  νοητού  φωτός  είναι δύναμη που συνάγει και ενώνει όσους φωτίζονται, που τους τελειοποιεί και επιπλέον τους επαναφέρει στο αληθινό ον, καθώς τους αποσπά από τις πολλές δοξασίες και τις ποικίλες όψεις, ή, για να κυριολεκτήσω, φαντασίες και τους καθοδηγεί σε μια αληθινή, καθαρή και ομοιόμορφη γνώση, γεμίζοντας τους με ένα και ενωτικό φως.



7. Αυτό το αγαθό περιγράφεται από τους ιερούς συγγραφείς ταυτόχρονα και ως ωραίο και ως ωραιότητα, ως αγάπη και ως αγαπητό και με όσα άλλα θεία ονόματα ταιριάζουν στην καλλωπιστική και συνάμα πλήρη χαρίτων ωραιότητα. Στην αιτία που συμπεριλαμβάνει τα πάντα σε ένα δεν μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στο ωραίο και την ωραιότητα. Γιατί, αναφορικά με το σύνολο των όντων, αυτές τις έννοιες τις διαιρούμε σε
ʺμετοχέςʺ και σε ʺμετέχονταʺ: ωραίο ονομάζουμε αυτό που μετέχει στην ωραιότητα, ενώ ωραιότητα την μετεχόμενη αιτία που ωραιοποιεί όλα τα ωραία. Αλλά το υπερούσιο καλό λέγεται αφενός ωραιότητα, εξαιτίας της ωραιότητας που μεταδίδεται απʹ αυτό σε όλα τα όντα, στο καθένα ανάλογα με τη φύση του, και επειδή είναι αίτιο της αρμονίας και της λάμψης όλων των όντων, αφού δίκην φωτός εναστράπτει σε όλα τα όντα τις καλλωπιστικές μεταδόσεις της πηγαίας ακτίνας του. και επειδή καλεί τα  πάντα  προς  τον  εαυτόν  του  (γιʹ  αυτό  και  λέγεται  κάλλος)  και  τα συνάγει όλα στο ίδιο σύστημα, το ένα μέσα στο άλλο. Λέγεται όμως και ωραίο, επειδή είναι συνάμα απόλυτα ωραίο και υπεράνω του ωραίου και είναι αιωνίως, χωρίς μεταπτώσεις και μεταβολές ωραίο. ούτε γίνεται ούτε καταστρέφεται ούτε αυξάνεται, ούτε φθίνει. ούτε είναι κατά ένα τρόπο ωραίο και κατά τον άλλο άσχημο, ούτε κάποτε είναι και κάποτε όχι και ούτε είναι αναφορικά με το ένα ωραιο και αναφορικά με το άλλο άσχημο. ούτε στο ένα μέρος ναι και στο άλλο όχι, σαν να είναι για κάποιους ωραίο και για κάποιους άλλους να μην είναι ωραίο. αλλά είναι αυτό καθʹ εαυτό με τον εαυτό του αιωνίως και μοναδικά ωραίο και περικλείει εκ των προτέρων στον εαυτό του καθʹ υπεροχή την πηγαία ωραιότητα κάθε ωραίου.


Γιατί στην απλά και υπερφυή φύση του συνόλου των ωραίων πραγμάτων προϋπάρχει μοναδικώς κατά την αιτία κάθε ωραιότητα και κάθε τι που είναι ωραίο. Στο ωραίο αυτό οφείλουν όλα τα όντα το να είναι ωραία, το καθένα ανάλογα με τη φύση του, και στο ωραίο έχουν την αιτία τους οι αλληλουχίες και οι φιλίες και οι επικοινωνίες όλων των πραγμάτων. Με το καλό ενώνονται τα πάντα. Το ωραίο είναι η αρχή όλων των όντων, ως δημιουργικό αίτιο και ως κινητήρια δύναμη των πάντων, που συνέχει τα πάντα με τον έρωτα της δικής του ωραιότητας. Αποτελεί επίσης και τον τελικό σκοπό των πάντων και είναι αγαπητό ως τελικό αίτιο (γιατί τα
πάντα γίνονται εξαιτίας του ωραίου) και αποτελεί το πρότυπο, αφού με βάση αυτό καθορίζονται τα πάντα. Γιʹ αυτό και το ωραίο ταυτίζεται με το αγαθό, επειδή τα πάντα επιθυμούν το ωραίο και αγαθό αναφορικά με οποιαδήποτε αιτία, και δεν υπάρχει κανένα από τα όντα που να μην μετέχει στο ωραίο και αγαθό.


Θα τολμήσω να πω και τον εξής λόγο, ότι ακόμα και το μη ον μετέχει του ωραίου και αγαθού, γιατί τότε γίνεται και το ίδιο ωραίο και αγαθό, όταν με την αφαίρεση των πάντων αναφέρεται υπερούσια στον Θεό. Αυτό το ένα αγαθό και ωραίο είναι κατά τρόπο μοναδικό αίτιο όλων των πολλών αγαθών και ωραίων. Από αυτό προέρχονται όλες οι ουσιώδεις υπάρξεις των όντων, οι ενώσεις, οι διακρίσεις, οι ταυτότητες, οι ετερότητες, οι ομοιότητες, οι ανομοιότητες, οι επικοινωνίες των αντίθετων πραγμάτων, οι ασύγχυτες διακρίσεις των ενωμένων πραγμάτων, οι πρόνοιες των υπέρτερων όντων, οι αλληλουχίες αυτών που βρίσκονται στην ίδια τάξη, οι αναγωγές των υποδεέστερων, οι αμετακίνητες παραμονές και εδραιώσεις, με τις οποίες όλα εξασφαλίζουν την ταυτότητα τους. και επίσης, οι επικοινωνίες όλων των όντων με όλα τα όντα, ανάλογα με την φύση του καθενός, και οι αλληλουχίες και οι ασύγχυτες συνδέσεις και οι αρμονίες του σύμπαντος. οι συγκεράσεις στοιχείων μέσα στο σύμπαν, οι αδιάλυτοι συνεκτικοί δεσμοί των όντων, οι αδιάλειπτες διαδοχές των γεγονότων , όλες οι στάσεις και οι κινήσεις των νοητικών δυνάμεων, των ψυχών, των σωμάτων. γιατί στάση και κίνηση είναι για όλα τα όντα αυτό που βρίσκεται υπεράνω όλων των στάσεων και κινήσεων και εδραιώνει το καθένα στα όρια της δικής του λογικής φύσης και προσφέρει στο καθένα τη δική του κίνηση.


8. Και  λέγεται  ότι  οι  θείες  νοητικές  δυνάμεις  κινούνται,  αφενός  κατά τρόπο   κυκλικό,   όταν   ενώνονται   με   τις   άναρχες   και   ατελεύτητες ελλάμψεις του ωραίου και του αγαθού, αφετέρου κατά τρόπο ευθύγραμμο, όταν προχωρούν στην εκπλήρωση της πρόνοιάς τους για τα κατώτερά τους όντα, ολοκληρώνοντας τα πάντα χωρίς παρέκκλιση, και επίσης κατά τρόπο ελικοειδή, γιατί παρά την πρόνοια για τα κατώτερα όντα παραμένουν αμετακίνητες στην ταυτότητά τους, καθώς χορεύουν ασταμάτητα γύρω από το ωραίο και αγαθό, που είναι η αιτία της ταυτότητάς τους.



9. Η κίνηση τώρα της ψυχής είναι αφενός κυκλική, δηλαδή η είσοδος στον εαυτό της από τα έξω πράγματα και η μονοειδής συσπείρωση των νοερών της δυνάμεων, η οποία της χαρίζει τη σταθερότητα, όπως μέσα σε ένα κύκλο, και την ανακαλεί από τα πολλά, που βρίσκονται έξω, και αφού πρώτα τη συνάγει στον εαυτό της, ύστερα, καθώς θα έχει γίνει μονοειδής,
την ενώνει με τις κατά τρόπο ενιαίο ενωμένες δυνάμεις. Έτσι την οδηγεί στο ωραίο και αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω όλων των όντων και είναι ένα και ίδιο με τον εαυτό του, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.


Η ψυχή κινείται επίσης και κατά τρόπο ελικοειδή, καθόσον δέχεται την έλλαμψη  των  θείων  γνώσεων  σύμφωνα με  την  φύση  της,  δηλαδή  όχι νοερά  και  ενιαία,  αλλά  λογικά  και  διεξοδικά,  με  μικτές  κατά  κάποιο τρόπο και μεταβατικές ενέργειες.


Τέλος, κινείται σε ευθεία γραμμή, όχι όταν εισέρχεται στον εαυτό της και κινείται  με  την  ενική  νοερή  της  ικανότητα  (γιατί  αυτό,  όπως  είπα, αποτελεί   την   κυκλική   κίνηση),   αλλά   όταν   προχωρεί   σʹ   αυτά   που βρίσκονται γύρω από τον εαυτό της και όταν από τα έξω πράγματα, σαν από  κάποια  σύμβολα  ποικίλα  και  πολλαπλασιασμένα,  ανάγεται  στα απλά και ενωμένα θεάματα.


10. Αιτία λοιπόν και συνεκτική δύναμη και τελικός σκοπός όλων αυτών των κινήσεων, καθώς επίσης και των τριών κινήσεων των αισθητών σωμάτων μέσα σʹ αυτό το σύμπαν, αλλά πολύ περισσότερο και της παραμονής, της στάσης και της εδραίωσης του κάθε είδους, είναι το ωραίο και το αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω κάθε στάσης και κίνησης. Γιʹ αυτό και κάθε στάση και κίνηση προέρχεται απʹ αυτό, υπάρχει σε αυτό, επιστρέφει σʹ αυτό και υπάρχει χάρη σʹ αυτό. Γιατί ʺαπʹ αυτό και διʹ αυτούʺ προέρχεται κάθε ουσία και κάθε ζωή, καθώς και οι μικρότητες, οι ισότητες και οι μεγαλειότητες του νου και της ψυχής και κάθε φύσης. Προέρχονται όλα τα μέτρα και οι αναλογίες των όντων, οι αρμονίες, οι κράσεις, οι ολότητες, τα μέρη, κάθε μονάδα και πλήθος, οι συνδέσεις των μερών, οι ενώσεις κάθε πλήθους, οι τελειοποιήσεις των ολοτήτων, το ποιόν, το ποσόν, το μέγεθος, το άπειρο, οι συγκρίσεις, οι διακρίσεις, κάθε απειρία, κάθε πέρας, όλα τα όρια, οι τάξεις, οι υπεροχές, τα στοιχεία, τα ειδη, κάθε ουσία, κάθε δύναμη, κάθε ενέργεια, κάθε έξη, κάθε αίσθηση, κάθε λόγος, κάθε νόηση, κάθε επαφή, κάθε επιστήμη, κάθε ένωση. Γενικά, κάθε όν προέρχεται  από  το  ωραίο  και  το  αγαθό,  υπάρχει  μέσα  στο  ωραίο  και αγαθό και επιστρέφει στο ωραίο και αγαθό.



Και όλα, όσα υπάρχουν και γίνονται, εξαιτίας του ωραίου και αγαθού υπάρχουν και γίνονται. Όλα αποβλέπουν σʹ αυτό και απʹ αυτό λαμβάνουν κίνηση και συγκρότηση. Εξαιτίας αυτού και χάρη σʹ αυτό και μέσα σʹ αυτό υπάρχει κάθε αιτία παραδειγματική, τελική, ποιητική, ειδική, στοιχειώδης, και γενικά κάθε αρχή, κάθε συνεκτική δύναμη, κάθε τέλος. ή για να το πω περιληπτικά, όλα τα όντα προέρχονται από το ωραίο και αγαθό και όλα τα μη όντα βρίσκονται κατά τρόπο υπερούσιο στο ωραίο και αγαθό, το
οποίο είναι για όλα τα όντα αρχή και τέλος υπεράνω κάθε αρχής και τέλους. Γιατί, όπως λέει η Αγία Γραφή, ʺαπό αυτόν και μέσω αυτού και μέσα σʹ αυτόν και προς αυτόν τα πάνταʺ.


Όλα λοιπόν τα όντα επιθυμούν, ερωτεύονται και αγαπούν το ωραίο και αγαθό. Εξαιτίας του και για χάρη του τα κατώτερα όντα ερωτεύονται τα ανώτερα κατά τρόπο που τα στρέφει προς αυτά, όσα βρίσκονται στην ίδια τάξη τα ισότιμά τους κατά τρόπο αμοιβαίας επικοινωνίας, τα ανώτερα τα κατώτερα κατά τρόπο προνοητικής φροντίδας και το καθένα ξεχωριστά τα στοιχεία του εαυτού του κατά τρόπο συνεκτικό. όλα τα όντα πράττουν και σκέφτονται όσα πράττουν και σκέφτονται παρακινούμενα από την επιθυμία τους για το ωραίο και το αγαθό.


Θα τολμήσει να πει και αυτή την αλήθεια ο λόγος μας, ότι και ο ίδιος ο αίτιος των πάντων από υπερβολική αγαθότητα ερωτεύεται τα πάντα, δημιουργεί   τα   πάντα,   τελειοποιεί   τα   πάντα,   συνέχει   τα   πάντα, επαναφέρει  κοντά  του  τα  πάντα.  Είναι  και  ο  θεϊκός  έρωτας  αγαθός, ανήκει στο αγαθό, αποβλέπει στο αγαθό. Γιατί ο ίδιος ο έρωτας που δημιουργεί αγαθοεργώς τα όντα, προϋπάρχοντος καθʹ υπερβολή στο αγαθό, δεν το άφησε να παραμείνει στον εαυτό του άγονο, αλλά το ώθησε να αναπτύξει την αφθονία των δυνάμεών του για τη δημιουργία του σύμπαντος.



11. Και μη νομίσει κανείς ότι με το να αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην επωνυμία  του  έρωτα  ερχόμαστε  σε  αντίθεση  με  τη  Γραφή. Γιατί  είναι παράλογο, νομίζω, και ανόητο να μην επικεντρωνόμαστε στη δύναμη του σκοπού αλλά στις λέξεις. Και αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό όσων θέλουν να στοχάζονται τα θεία, αλλά αυτών που αποδέχονται ήχους κούφιους, τους οποίους μάλιστα συγκρατούν έξω από τα αυτιά τους χωρίς να τους αφήσουν να περάσουν. αυτών που δεν θέλουν να καταλάβουν τι σημαίνει η συγκεκριμένη λέξη και με ποιο τρόπο πρέπει να τη διασαφηνίσουν και με άλλες ισοδύναμες και πιο εκφραστικές λέξεις. αυτών που διακατέχονται παθιασμένα από στοιχεία και γραμμές χωρίς νόημα και συλλαβές και λέξεις ακατανόητες, οι οποίες δεν εισχωρούν στο νοερό μέρος της ψυχής τους, αλλά βομβούν απʹ έξω, γύρω από τα χείλη και την ακοή τους, λες και δεν είναι δυνατόν να δηλώσουμε τον αριθμό τέσσερα με το ʺδύο επί δύοʺ ή τα ευθύγραμμα με τα ʺορθόγραμμαʺ ή τη μητρική γη με την πατρίδα ή κάτι άλλο από όσα δηλώνουν με πολλά μέρη του λόγου το ίδιο πράγμα. Αντίθετα, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι σύμφωνα με τον ορθό  λόγο  τα  στοιχεία,  τις  συλλαβές,  τις  λέξεις,  τις  γραφές  και  τους λόγους τους χρησιμοποιούμε για τις αισθήσεις, γιατί όταν η ψυχή μας κινείται προς τα νοητά με τις νοερές ενέργειες, είναι περιττές οι αισθήσεις
μαζί με τα αισθητά, όπως ακριβώς είναι περιττές και οι νοερές δυνάμεις, όταν η ψυχή γίνεται θεοειδής και με μια ακατανόητη ένωση, χωρίς να χρησιμοποιεί υλικά μάτια, συλλαμβάνει τις ακτίνες του απρόσιτου φωτός. Όταν τώρα ο νους μέσω των αισθητών σπεύδει να ανέλθει σε νοητικά θεάματα, τότε είναι οπωσδήποτε χρησιμότερες οι πιο φανερές διαβιβάσεις των αισθήσεων, οι πιο σαφείς λόγοι, τα πιο ευδιάκριτα από τα ορατά, γιατί όταν είναι ακαθόριστα όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις, τότε ούτε αυτές οι ίδιες δεν θα μπορέσουν να παρουσιάσουν σωστά τα αισθητά στο νου.


Αλλά για να μη φανούμε ότι τα λέμε αυτά παρερμηνεύοντας την αγία
Γραφή,   ας   ακούσουν   όσοι   διαβάλλουν   την   ονομασία   του   έρωτα:
ʺερωτεύσου την, λέει, και θα σε φυλάξει. περιχαράκωσέ την και θα σε υψώσει. τίμησέ την, για να σε αγκαλιάσει. ας ακούσουν, επίσης, και ό,τι άλλο σχετικό με τον έρωτα αναφέρεται στην θεολογία.



12. Εξάλου, μερικοί από τους θεολόγους μας πιστεύουν ότι το όνομα του έρωτα είναι ιερότερο από το όνομα της αγάπης. Γράφει και ο ιερός Ιγνάτιος: ʺο δικός μου έρωτας έχει σταυρωθείʺ. Και στα προεισαγωγικά της Γραφής θα συναντήσεις κάποιον να λέει για τη θεία σοφία: ʺέγινα εραστής της ομορφιάς τηςʺ. Επομένως ας μη φοβηθούμε αυτό το όνομα του έρωτα, ούτε να μας θορυβήσει οποιοσδήποτε τρομακτικός λόγος λέγεται γιʹ αυτόν. Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι οι θεολόγοι θεωρούν μεν κοινό το όνομα της αγάπης και του έρωτα, αλλά αποδίδουν στα θεία περισσότερο τον όντως έρωτα για τον εξής λόγο: ʺεξαιτίας της παράλογης πρόσληψής του από τέτοιους άνδρες.


Γιατί, ενώ ο όντως έρωτας υμνείται κατά τρόπο θεοπρεπή, όχι μόνο από μας αλλά και από την ίδια την Γραφή, τα πλήθη μη κατονοώντας το ενιαίο του θείου ονόματος του έρωτα, διολίσθησαν από ροπή της φύσης τους προς τον μεριστό και σωματικό και διηρημένο έρωτα, που δεν είναι αληθινός έρωτας, αλλά είδωλο ή καλύτερα έκπτωση του οντως έρωτα. Είναι, πράγματι, ακατανόητο για το πλήθος το εναίο του θείου και ενός έρωτα. γιʹ αυτό επειδή δημιουργεί στους πολλούς την εντύπωση της απρέπειας, χρησιμοποιείται για τη θεία σοφία, με σκοπό να αναχθούν και να ανυψωθούν στη γνώση του πραγματικού έρωτα, έτσι ώστε να απαλλαγούν από την αποστροφή που τους προκαλεί.


Στα ανθρώπινα πράγματα τώρα, όπου οι χαμερπείς πολλές φορές θα μπορούσαν να φανταστούν κάτι άτοπο, χρησιμοποιείται κατά τρόπο που φαίνεται πιο εύφημος. ʺΈπεσε, λέει κάποιος, η αγάπη του σε μένα, οπως η αγάπη  των  γυναικώνʺ.  Για  όσους  αφουγκράζονται  σωστά  τα  θεία,  το
όνομα της αγάπης χρησιμοποιείται από τους ιερούς θεολόγους με την ίδια σημασία όπως το όνομα του έρωτα, σύμφωνα με τις θεϊκές αποκαλύψεις.


Αυτό λοιπόν το όνομα δηλώνει μια δύναμη ενοποιητική και συνδετική, εξαιρετικά  συνεκτική,  που  προϋπάρχει   μέσα  στο  ωραίο  και  αγαθό εξαιτίας του ωραίου και αγαθού, που συγκρατεί όσα ανήκουν στην ίδια τάξη  με  μια  αμοιβαία  αλληλοσύνδεση,  που  κινεί  τα  ανώτερα  στην πρόνοια   για   τα   κατώτερα   και   που   εδραιωνει   τα   κατώτερασε   μια κατάσταση ανάνηψης προς τα ανώτερα.



13. Ο θεϊκός έρωτας οδηγεί και σε έκσταση, αφού δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στους εαυτούς τους αλλά στους ερωμένους. Το φανερώνουν αυτό τα ανώτερα όντα που επιδίδονται στην πρόνοια των κατωτέρων και όσα ανήκουν στην ίδια τάξη με την μεταξύ τους σύνδεση και τα κατώτερα με την θεϊκότερη ανάνηψη προς τα ανώτερα. Γιʹ αυτό και ο μέγας Παύλος, που κυριεύτηκε από το θείο έρωτα και κοινώνησε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: ʺδεν ζω εγώ πλέον, ζει μέσα μου ο Χριστόςʺ, ως αληθινός εραστής, που βρίσκεται, όπως λέει ο ίδιος, σε έκσταση προς τον Θεό και δεν ζει την δική του ζωή αλλά τη ζωή αυτού που ερωτεύτηκε, που του είναι εξαιρετικά αγαπητή.


Πρέπει να τολμήσουμε να πούμε για χάρη της αλήθειας και το εξής: ότι και ο ίδιος o αίτιος των πάντων, με τον ωραίο και αγαθό έρωτα των πάντων,  από  υπερβολή  της  ερωτικής  αγαθότητας,  εξέρχεται  από  τον εαυτό του με την πρόνοιά του για όλα τα όντα, και κατά κάποιο τρόπο θέλγεται από αγαθότητα, αγάπη και έρωτα. Και από το να είναι υπεράνω όλων και να υπερέχει συντριπτικά απʹ όλα κατέρχεται στην κατάστασή του να είναι μέσα σε όλα, σύμφωνα με μια υπερούσια εκστατική δύναμη, που όμως δεν τον μετακινεί από τον εαυτό του. Γιʹ αυτό και οι δεινοί στην ερμηνεία των θείων τον αποκαλούν ʺζηλωτήʺ, επειδή είναι μεγάλος ο αγαθός έρωτάς του προς τα όντα και επειδή ο έρωτας αυτός διεγείρει σε ζήλο την ερωτική του έφεση και έτσι τον αποδεικνύει ʺζηλωτήʺ, που στρέφεται με ζήλο σε όσα τον επιθυμούν και σε όσα δέχονται την πρόνοιά του.  Γενικά,  και  ο  έρωτας  και  το  αντικείμενο  του  έρωτα  ανήκουν  στο ωραίο και αγαθό και προϋπάρχουν στο ωραίο και αγαθό και εξαιτίας του ωραίου και αγαθού υπάρχουν και λαμβάνουν ύπαρξη.



14. Τι  είναι  τώρα  αυτό  που  εννοούν  οι  ιεροί  συγγραφείς, όταν  μερικές φορές ονομάζουν τον Θεό έρωτα και αγάπη και μερικές φορές εραστό και αγαπητό; Γιατί του έρωτα είναι αίτιος και κατά κάποιο τρόπο προβολέας και  γεννήτορας,  ενώ  αντικείμενο  του  έρωτα  είναι  ο  ίδιος.  Με  το  ένα
κινείται, ενώ με το άλλο κινεί, γιατί όντως ο ίδιος προάγει και κινεί τον εαυτό του μέσω του εαυτού του. Έτσι, λοιπόν, από τη μια τον ονομάζουν αγαπητό και εραστό, επειδή είναι ωραίος και αγαθός, ενώ από την άλλη έρωτα   και   αγάπη,   επειδή   είναι   δύναμη   κινητική   και   συγχρόνως αναγωγική προς τον εαυτό του. Αποτελεί τον μόνο που είναι αυτός καθʹ εαυτόν ωραίος και αγαθός και κατά κάποιο τρόπο φανέρωση του εαυτού του μέσω του εαυτού του και αγαθή επίλαμψη της ασυγκρίτως υπερέχουσας ένωσης και ερωτική κίνηση απλή, που κινείται και ενεργεί από μόνη της, που προϋπάρχει στο αγαθό και από το αγαθό αναβλύζει σε όλα τα όντα και πάλι επιστρέφει στο αγαθό. Στο αγαθό ο θείος έρωτας φανερώνει με εξαίρετο τρόπο την δίχως τέλος και δίχως αρχή φύση του, σαν ένας αιώνιος κύκλος, που περιστρέφεται εξαιτίας του αγαθού, από το αγαθό, μέσα στο αγαθό και προς το αγαθό με μια σταθερή ανακύκληση, προχωρώντας αιωνίως και μένοντας και επιστρέφοντας στα ίδια κατά τον ίδιο τρόπο. Αυτά εισηγήθηκε κατά τρόπο ένθεο και ο ξακουστός μας μυσταγωγός  στους  ερωτικούς  του  ύμνους,  τους  οποίους  δεν  θα  ήταν άτοπο να θυμηθούμε και να τοποθετήσουμε σαν μια ιερή κορωνίδα στο τέλος του λόγου μας για τον έρωτα.



Από τους ερωτικούς ύμνους του αγιοτάτου Ιεροθέου


15. Τον έρωτα, είτε θείο είτε αγγελικό είτε νοερό είτε ψυχικό είτε φυσικό
τον ονομάσουμε, θα τον εννοήσουμε ως μια ενωτική και συνεκτική δύναμη, που κινεί κατά πρώτον τα ανώτερα στην πρόνοια για τα κατώτερα, κατά δεύτερον όσα βρίσκονται στην ίδια τάξη σε μια κοινωνική αλληλοσύνδεση και τέλος τα κατώτερα σε ανάνηψη προς τα καλύτερα και ανώτερα.



16. Αφού ταξινομήσαμε τους πολλούς έρωτες που προέρχεονται από τον ένα αναφέροντάς τους με τη σειρά, έχουμε κατόπιν αναπτύξει καταλλήλως και ποιες είναι οι δυνάμεις και οι γνώσεις και οι δυνάμεις των εγκόσμιων και υπερκόσμιων ερώτων, από τους οποίους υπερέχουν, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα σκοπό του λόγου, οι τάξεις και διαβαθμίσεις των νοερών και νοητών ερώτων, μετά τους οποίους τοποθετούνται πιο ψηλά οι αυτοδύναμοι και θεϊκοί από τους εκεί πραγματικά ωραίους έρωτες. Τώρα πάλι, αφού τους συγκεντρώσουμε όλους εκ νέου στον ένα και συνεπτυγμένο έρωτα, που είναι ο πατέρας όλων αυτών, ας συσπειρώσουμε και συνάμα ας συναγάγουμε τις συνολικές ερωτικές τους δυνάμεις, συναιρώντας την πολλαπλότητά τους σε δύο καταρχήν είδη. Σʹ αυτές βέβαια κυριαρχεί και με κάθε τρόπο προηγείται  η  επέκεινα  πάντων  απόλυτη  αιτία  κάθε  έρωτα,  προς  την
οποία ανυψώνεται, σύμφωνα με την φύση κάθε όντος, ο ολικός έρωτας που συνάγεται από όλα τα όντα.



17. Εμπρός λοιπόν, αφού συγκεντρώσουμε αυτές τις δυνάμεις και πάλι σε ένα, ας εξηγήσουμε ότι υπάρχει μία μόνο απλή δύναμη, η οποία αφʹ εαυτού κινείται προς μία ενωτική συγχώνευση: ξεκινώντας από το αγαθό μέχρι το τελευταίο από τα όντα και από κείνο πάλι περνώντας διαδοχικά απʹ όλα μέχρι το αγαθό, ανακυκλώνει τον εαυτό της εξαιτίας του εαυτού της και μέσω του εαυτού της και επί του εαυτού της και αιωνίως περιστρέφεται αμετάβλητα στον εαυτό της.



18. Θα μπορούσε τώρα κάποιος να παρατηρήσει: αν το ωραίο και αγαθό είναι  σε  όλα  εραστό,  επιθυμητό  και  αγαθό  (γιατί  το  επιθυμεί,  όπως έχουμε πει, και το μη ον και πασχίζει κατά κάποιο τρόπο να βρίσκεται μέσα σʹ αυτό. επίσης, αυτό είναι που μορφοποιεί και τα άμορφα και πάνω σʹ αυτό λέγεται και υπάρχει κατά τρόπο υπερούσιο ακόμη και το μη ον), πώς τότε το πλήθος των δαιμόνων δεν επιθυμούν το ωραίο και αγαθό, αλλά με το να μένουν προσκολλημένοι στην ύλη και να έχουν εκπέσει από την σταθερή αγγελική ιδιότητα, τη σχετική με την έφεση του αγαθού, γίνονται αιτία όλων των κακών και για τους εαυτούς τους και για τα άλλα όντα, όσα λέγεται ότι είναι γεμάτα κακία; Πώς ενώ το φύλο των δαιμόνων προήλθε  καθʹ  ολοκληρία  από  το  αγαθό  δεν  είναι  αγαθόμορφο ή  πώς αλλοιώθηκε, αν και προήλθε αγαθό από το αγαθό; Τι ήταν αυτό που το οδήγησε στο κακό και ποια είναι γενικά η φύση του κακού; Από ποια αιτία προήλθε και σε ποιο είδος όντων ανήκει; Και πώς θέλησε ο αγαθός να το δημιουργήσει; Κι αφού το θέλησε πώς μπόρεσε; Και αν προήλθε από άλλη αιτία το κακό, ποια άλλη αιτία εκτός από το αγαθό υπάρχει στα όντα; Και πώς τη στιγμή που υπάρχει η πρόνοια εξακολουθεί το κακό να υπάρχει, ή με το να συμβαίνει γενικά ή με το να μην αναιρείται; Και πώς κάποιο από τα όντα επιθυμεί το κακό και όχι το αγαθό;



19. Αυτόν   λοιπόν   τον   λόγο   απορίας   θα   μπορούσε   ενδεχομένως   να αρθρώσει κάποιος. Εμείς όμως θα αξιώσουμε να προσβλέψει απευθείας στην αλήθεια των πραγμάτων και θα τολμήσουμε κατά πρώτον την εξής απάντηση. το κακό δεν προέρχεται από το αγαθό και αν προέρχεται από το αγαθό δεν είναι κακό. Γιατί, όπως δεν είναι χαρακτηριστικό του πυρός να ψύχει, έτσι και το αγαθό δεν μπορεί να μην παράγει τα αγαθά. Και αν τα όντα όλα προέρχονται από το αγαθό (γιατί η φύση του αγαθού είναι να παράγει και να διασώζει, ενώ του κακού να φθείρει και να καταστρέφει), τότε κανένα ον δεν προέρχεται από το κακό. Ούτε το ίδιο το
κακό μπορεί να υπάρχει, αν βέβαια είναι κακό από τη φύση του. Και αν δεν ισχύει αυτό, τότε το κακό δεν είναι ολοκληρωτικά κακό, αλλά έχει μια μοίρα αγαθού, στην οποία οφείλει γενικά την ύπαρξή του. Και αν τα όντα επιθυμούν το ωραίο και αγαθό και κάνουν όλες τις πράξεις τους για χάρη αυτού που τους φαίνεται αγαθό και αν συνολικά ο σκοπός των όντων έχει ως αρχή και τέλος το αγαθό (γιατί κανένα ον δεν κάνει τα έργα του αποβλέποντας στην φύση του κακού), τότε πώς μπορεί να υπάρχει το κακό ανάμεσα στα όντα ή πώς μπορεί ‐ στην περίπτωση που υπάρχει ‐ να είναι εντελώς αποστερημένο από μια τέτοια αγαθή έφεση;


Αν  βέβαια  τα  όντα  όλα  προέρχονται  από  το  αγαθό  και  το  αγαθό βρίσκεται επέκεινα των όντων, τότε και το μη ον βρίσκεται μέσα στο αγαθό, ενώ το κακό ούτε ον είναι, αν βέβαια δεν είναι ολοκληρωτικά κακό, ούτε μη ον, γιατί το καθαυτό μη ον δεν είναι τίποτα, αν δεν εννοηθεί κατά τρόπο υπερούσιο μέσα στο αγαθό. Το αγαθό λοιπόν είναι πολύ πιο μπροστά εδραιωμένο πιο πάνω και από το απλώς ον και από το μη ον. Αντίθετα, το κακό δεν ανήκει ούτε στα όντα ούτε στα μη όντα, αλλά, επειδή απέχει από το αγαθό περισσότερο απʹ ότι το ίδιο το μη ον, είναι πιο ξένο και πιο ανυπόστατο απʹ ότι το μη ον.


Θα μπορούσε, ωστόσο, να ρωτήσει κάποιος: ʺΑπό που προέρχεται τότε το κακό; Γιατί αν δεν υπάρχει το κακό, αρετή και κακία θα είναι το ίδιο πράγμα και στην ολοκληρία τους και στις επί μέρους αναλογίες τους κι ούτε αυτό που μάχεται την αρετή θα είναι κακό. Και όμως είναι αντίθετα η εγκράτεια και η ακολασία, η δικαιοσύνη και η αδικία. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, ανάμεσα στον δίκαιο και τον άδικο, τον εγκρατή και τον ακόλαστο. αλλά και πριν από την εξωτερική διάσταση ανάμεσα στον ενάρετο και τον αντίθετό του, υπάρχει πολύ πιο μπροστά μέσα στην ίδια την ψυχή απόλυτη διάσταση των αρετών από τις κακίες, όπως επίσης και ασυμφωνία των παθών με την λογική. επομένως, είναι αναγκη να εννοήσουμε κάτι κακό που θα είναι αντίθετο στο αγαθό. Γιατί το αγαθό δεν μπορεί να είναι αντίθετο στον εαυτό του, αλλά επειδή προέρχεται από μια αρχή και είναι αποτέλεσμα μιας αιτίας, ευφραίνεται με επικοινωνία, ενότητα και φιλία. Ούτε το μικρότερο αγαθό είναι αντίθετο στο μεγαλύτερο, γιατί ούτε το λιγότερο θερμό ή ψυχρό είναι αντίθετο στο περισσότερο. Το κακό, λοιπόν, ανήκει στα όντα και έχει ύπαρξη και βρίσκεται σε διαρκή αντίθεση και διαμάχη με το αγαθό. Και αν το κακό αποτελεί φθορά των όντων, αυτό δεν το αποκλείει από το να έχει ύπαρξη, αλλά και το ίδιο να έχει ύπαρξη και να αποτελεί την γενεσιουργό αιτία άλλων όντων. Ή μήπως δεν γίνεται συχνά η καταστροφή του ενός να αποτελεί γένεση του άλλου; Και γίνεται μʹ αυτόν τον τρόπο το κακό συντελεστής στην ολοκλήρωση του σύμπαντος, αφού προσφέρει με την παρουσία του στο σύμπαν τη δυνατότητα να μην είναι ατελέςʺ.



20. Να τι απαντά σε όλα αυτά ο λόγος της αλήθειας: το κακό ως κακό δεν
αποτελεί την αιτία καμιάς ύπαρξης ή γένεσης, παρά μόνο κακοποιεί και
καταστρέφει όσο εξαρτάται από αυτό, την υπόσταση των όντων. Αν κάποιος  υποστηρίζει  ότι  αυτό  είναι  γενεσιουργός  αιτία  και  ότι  με  τη φθορά του ενός προσφέρει γένεση σε κάποιο άλλο, μπορούμε να αποκριθούμε  με  γνώμονα  την  αλήθεια:  δεν  προσφέρει γένεση  με  την φθορά,  αλλά  ως  φθορά  και  κακό  φθείρει  και  κακοποιεί  μόνο,  ενώ  η γένεση και η ύπαρξη δίνεται εξαιτίας του αγαθού. κι έτσι το κακό είναι φθορά από τον εαυτό του, ενώ γίνεται γενεσιουργός αιτία εξαιτίας του αγαθού. Επομένως, ως κακό ούτε έχει ύπαρξη ούτε δημιουργεί όντα, εξαιτίας ομως του αγαθού γίνεται και ον και αγαθό και δημιουργική αιτία αγαθών. Ή καλύτερα, δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα καθʹ εαυτό και αγαθό και κακό, ούτε η ίδια δύναμη καθʹ εαυτή να αποτελεί και φθορά και γένεση του ίδιου όντος ούτε καθαυτό δύναμη ή καθαυτό φθορά.



Το καθʹ εαυτό κακό, λοιπόν, ούτε έχει ύπαρξη ούτε είναι αγαθό ούτε αποτελεί γενεσιουργό αιτία ούτε δημιουργεί όντα και αγαθά. Αντίθετα, το αγαθό κάνει τέλεια και αμιγή και εξ ολοκλήρου αγαθά τα όντα στα οποία εμφυτεύεται τελείως, ενώ όσα μετέχουν λιγότερο σʹ αυτό γίνονται ατελώς αγαθά και αναμειγνύονται με άλλα στοιχεία εξαιτίας της ελλιπούς παρουσίας του αγαθού. Ώστε, το κακό δεν είναι καθόλου ούτε αγαθό ούτε αγαθοποιός δύναμη, αλλά αυτό που προσεγγίζει λιγότερο ή περισσότερο το αγαθό θα είναι και στον ανάλογο βαθμό αγαθό. Γιατί βέβαια η υπερτέλεια αγαθότητα, που διαπερνά όλα τα όντα, δεν προχωρίε μόνο μέχρι τις πανάγαθες ουσίες που βρίσκονται γύρω της, αλλά εκτείνεται ως τα έσχατα όντα και σε άλλα είναι ολικώς παρούσα, σε άλλα λιγότερο και σε άλλα ελάχιστα, ανάλογα με την δυνατότητα που έχει το κάθε ον να μετέχει σʹ αυτήν.



Μερικά λοιπόν μετέχουν πλήρως στο αγαθό, άλλα το στερούνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, άλλα έχουν μια πολύ αμυδρή συμμετοχή στο αγαθό και σε άλλα υπάρχει το αγαθό κατά μία έσχατη μόνο αντανάκλαση. Γιατί αν η παρουσία του αγαθού δεν αντιστοιχούσε στην αξία κάθε όντος, θα ήταν δυνατόν τα θεϊκότερα και ανώτερα όντα να κατέχουν την θέση των εσχάτων όντων. Εξάλλου, πώς θα ήταν δυνατόν όλα τα όντα να μετέχουν του αγαθού κατά τον ίδιο τρόπο, τη στιγμή που δεν είναι όλα κατά τον ίδιο τρόπο ικανά για την ολική μέθεξη του αγαθού;
Τώρα, βέβαια, αυτή είναι η ασύγκριτη υπεροχή της δύναμης του αγαθού, ότι δηλαδή ενδυναμώνει αυτά που το στερούνται και συνάμα ενισχύει την στέρηση του εαυτού του, με σκοπό όλα γενικά νε μετέχουν σʹ αυτό. Κι αν πρέπει να πω την αλήθεια με τολμηρό τρόπο, και όσα αντιμάχονται το αγαθό με τη δική του δύναμη υπάρχουν και μπορούν να το αντιμάχονται. Ή καλύτερα, για να συνοψίσω, όλα τα όντα, ως προς το ότι έχουν ύπαρξη, είναι  αγαθά  και  προέρχονται  από  το  αγαθό,  ενώ  ως  προς  το  ότι στερούνται το αγαθό, ούτε είναι αγαθά ούτε ανήκουν στα όντα. Γιατί στην περίπτωση των άλλων ιδιοτήτων, όπως η θερμότητα ή η ψυχρότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτά που θερμαίνονται ή ψυχραίνονται, ακόμα κι όταν τα εγκαταλείψει η θερμότητα ή η ψυχρότητα, όπως επίσης υπάρχουν πολλά όντα που είναι άμοιρα και ζωής και νου. Και ο Θεός βρίσκεται έξω από κάθε ουσία, υπάρχει όμως κατά τρόπο υπερούσιο. Και απλώς, σχετικά με όλα τα άλλα, κι όταν χαθεί μια ιδιότητα ή χωρίς αυτή να έχει εμφανιστεί ποτέ, τα όντα υπάρχουν και μπορούν να υφίστανται. Αντίθετα, αυτό που με κανένα τρόπο δεν έχει μετοχή στο αγαθό, πουθενά και με κανένα τρόπο ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει ούτε θα υπάρξει ούτε μπορεί να υπάρχει. Για παράδειγμα ο ακόλαστος, αν και έχει στερηθεί το αγαθό λόγω της άλογης επιθυμίας, δεν βρίσκεται βέβαια σʹ αυτό ούτε επιθυμεί  τα  όντα,  αλλά  μετέχει  του  αγαθού,  τουλαχιστον  κατά  την αμυδρή αυτή αντιλαμπή της ένωσης και αγάπης. Και ο θυμός μετέχει του αγαθού, επειδή ακριβώς είναι κίνηση και ωθεί στην επιθυμία αυτά που θεωρούνται κακά να ανορθωθούν και να επανέλθουν σε αυτά που θεωρούνται καλά. Ακόμα κι αυτός που επιθυμεί τη χειρότερη ζωή, επειδή γενικά επιθυμεί τη ζωή και μάλιστα αυτή που του φαίνεται καλύτερη, μετέχει του αγαθού, τουλάχιστον κατά το ότι επιδεικνύει επιθυμία και επιθυμεί τη ζωή και αποσκοπεί στην άριστη ζωή.



Και αν εξαφανίσεις ολότελα το αγαθό, ούτε ουσία θα υπάρχει, ουτε ζωή ούτε έφεση ούτε κίνηση ούτε τίποτε άλλο. Επομένως, και το να προκαλείται από τη φθορά γένεση δεν είναι δύναμη του κακού, αλλά μικρότερη παρουσία του αγαθού, όπως και η νόσος είναι έλλειψη τάξεως, όχι βέβαια ολόκληρης. γιατί αν γίνει αυτό, δεν θα υπάρχει ούτε η ίδια η νόσος. η νόσος παραμένει και υπάρχει μόνο όταν έχει ουσία την ελάχιστη τάξη, μέσα στην οποία στηρίζει την ύπαρξή της. Γιατί οτιδήποτε είναι εντελώς άμοιρο του αγαθού ούτε υπάρχει ούτε ανήκει στα όντα. Αυτό όμως που έχει μικτή φύση εξαιτίας του αγαθού ανήκει στα όντα. Μάλιστα ανήκει στα όντα και υπάρχει μόνο στο βαθμό που μετέχει στο αγαθό. Ή μάλλον, όλα τα όντα μπορούν να έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ύπαρξης ανάλογα με το βαθμό μετοχής στο αγαθό. Γιατί όσον αφορά στο καθαυτό ʺείναιʺ, αυτό που δεν υπάρχει με κανένα τρόπο δεν πρόκειται ουτε να υπάρξει. Αυτό όμως που εν μέρει είναι ον και εν μέρει μη ον δεν
έχει ύπαρξη στο βαθμό που έχει εκπέσει από το αιώνιο ον, ενώ στο βαθμό που μεταλαμβάνει το ʺείναιʺ υπάρχει και ανάλογα, και έτσι διατηρείται και διασώζεται τόσο η όλη ύπαρξή του όσο και η μη ύπαρξή του.



Και το κακό που έχει εκπέσει εντελώς από το αγαθό δεν μπορεί να είναι αγαθό ούτε σε μεγάλο βαθμό ούτε σε μικρότερο. Όμως αυτό που εν μέρει είναι αγαθό και εν μέρει μη αγαθό, αντιμάχεται βέβαια μέρος του αγαθού, όχι όμως ολόκληρο το αγαθό. Διατηρείται μάλιστα και αυτό χάρη στη μετουσία του αγαθού και έτσι το αγαθό δίνει ύπαρξη ακόμα και στην στέρηση   του   εαυτού   τουμέσω   της   όλης   μέθεξής   του.   Γιατί   αν απομακρυνθεί εντελώς το αγαθό, δεν θα υπάρχει τίποτα ούτε ολοκληρωτικά αγαθό ούτε ανάμμικτο ούτε καθαυτό κακό. Αν το κακό είναι ατελές αγαθό, με την παντελή απουσία του αγαθού θα χαθεί και τι ατελές και το τέλειο αγαθό. Και μόνο τότε μπορεί να υπάρχει και να εμφανίζεται το κακό όταν είναι κακό απέναντι σʹ αυτά στα οποία εναντιώνεται  και  όταν  απομακρύνεται  από  άλλα  επειδή  είναι  αγαθά. Γιατί σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατο να μάχονται μεταξύ τους τα ίδια πράγματα σε σχέση με τα ίδια πράγματα. Επομένως, το κακό δεν είναι ον.





21. Αλλά ούτε μέσα στα όντα δεν υπάρχει το κακό. Γιατί αν όλα τα όντα προέρχονται από το αγαθό, αν το αγαθό βρίσκεται σε όλα τα όντα και αν το αγαθό περιλαμβάνει όλα τα όντα, τότε ή δεν υπάρχει το κακό στα όντα ή βρίσκεται μέσα στο αγαθό. Αλλά βέβαια στο αγαθό δεν μπορεί να βρίσκεται, γιατί όπως το ψυχρό δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο πυρ, έτσι και η κακία δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σʹ αυτό που μετατρέπει και το κακό σε αγαθό. Αν όμως υπάρχει, με ποιο τρόπο υπάρχει μέσα στο αγαθό το κακό; Να προέρχεται από το ίδιο το αγαθό είναι άτοπο και αδύνατο. γιατί ʺδεν μπορείʺ, όπως λέει η αλήθεια των Γραφών, ʺδέντρο αγαθό να κάνει πονηρούς καρπούςʺ ούτε βέβαια το αντίθετο. Αν λοιπόν δεν προέρχεται από το αγαθό, είναι φανερό ότι προέρχεται από άλλη αρχή και αιτία. Έτσι όμως ή το κακό προέρχεται από το αγαθό ή το αγαθό από το κακό. κι αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε και το αγαθό και το κακό προέρχεονται από άλλη αρχή και αιτία. Γιατί καμιά δυάδα δεν μπορεί να είναι αρχή. η μονάδα είναι η αρχή κάθε δυάδας.



Και όμως είναι άτοπο από ένα και το αυτό να προέρχονται και να λαμβάνουν ύπαρξη δύο εντελώς αντίθετα. Αυτή η αρχή δεν θα μπορούσε να είναι απλή και ενιαία, αλλά διαιρετή και δίμορφη, αντίθετη στον εαυτό της και αλλοιωμένη. Και βέβαια ούτε είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο
αντίθετες αρχές των όντων, κι αυτές να βρίσκονται η μια στην άλλη και στο σύμπαν και να έχουν αμοιβαία αντιπαλότητα. Γιατί αν αυτό θεωρηθεί δεδομένο, ο Θεός δεν θα είναι απαθής ούτε έξω από κάθε διαταραχή. Κι αν υπήρχε κάτι που να τον ενοχλεί , σʹ αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε όλα να είναι σε αταξία και σε διαρκή αντιπαράθεση. Αντίθετα, το αγαθό μεταδίδει σε όλα τα όντα την αγάπη και οι ιεροί συγγραφείς το εξυμνούν ως απόλυτη ειρήνη και χορηγό της ειρήνης.



Γιʹ αυτό και τα αγαθά είναι φιλικά μεταξύ τους και βρίσκονται όλα σε κατάσταση αρμονίας. όλα είναι βλαστήματα μιας ζωής και αποβλέπουν προς ένα αγαθό. όλα είναι προσηνή, έχουν όμοια φύση και είναι ευπροσήγορα το ένα στο άλλο. Επομένως, το κακό δεν βρίσκεται στον Θεό ούτε το κακό είναι ένθεο.



Αλλά ούτε από το Θεό προέρχεται το κακό. Γιατί ή δεν είναι αγαθός ο Θεός ή αγαθοποιεί και παράγει αγαθά. Δεν γίνεται κάποτε να παράγει αγαθά και μόνο μερικά, κάποτε όμως όχι και όχι όλα. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα υποστεί μεταβολή και αλλοίωση και μάλιστα αναφορικά με το πιο θεϊκό απʹ όλα, την αιτία. Αν λοιπόν το αγαθό είναι μέσα στο Θεό ύπαρξη, ο θεός που μετακινείται από το αγαθό θα είναι πότε ων και πότε μη ων. Κι αν πάλι έχει το αγαθό από μέθεξη, αναμφίβολα θα το έχει από κάποιον άλλο, κι έτσι πότε θα το έχει και πότε δεν θα το έχει. Επομένως, το κακό δεν προέρχεται από τον Θεό και δεν βρίσκεται μέσα στον Θεό, ούτε σε απόλυτο βαθμό ούτε με χρονική σχέση.





22. Αλλά ούτε στους αγγέλους βρίσκεται το κακό. Γιατί αν ο αγαθόμορφος άγγελος είναι αγγελιοφόρος της θείας αγαθότητας (και έτσι είναι κατά δεύτερο λόγο και κατόπιν μέθεξης ό,τι είναι το αγγελόμενο κατά τρόπο πρωταρχικό  και  ως  αιτία),  τότε  ο  άγγελος  είναι  εικόνα  του  Θεού, φανέρωση του αφανούς φωτός, κάτοπτρο αστραφτερό, διαυγέστατο, άφθαρτο, άχραντο, ακηλίδωτο, που δέχεται μέσα του, αν επιτρέπεται να μιλήσω έτσι, όλη την ωραιότητα της αγαθόμορφης θεϊκής οντότητας και που ακτινοβολεί στον εαυτό του κατά τρόπο αμιγή (όσο είναι αυτό δυνατόν) την αγαθότητα της μυστικής σιγής. Άρα, το κακό δεν βρίσκεται ούτε στους αγγέλους.



Αλλά μήπως αυτοί είναι κακοί με το να τιμωρούν αυτούς που αμαρτάνουν;
Κάτω   απʹ   αυτή   τη   λογική,   όμως,   θα   είναι   κακοί   και   αυτοί   που
σωφρονίζουν τους παραβάτες και οι ιερείς που αποκλείουν τον βέβηλο από τα θεία μυστήρια. Ωστόσο, δεν είναι κακό το να τιμωρείται κανείς, αλλά το να γίνεται άξιος τιμωρίας, ούτε το να εμποδίζεται, όπως το αξίζει, από τα ιερά, αλλά το να γίνεται μιαρός και ανίερος και ακατάλληλος για τα άχραντα μυστήρια.



23. Αλλά ούτε οι δαίμονες είναι κακοί από τη φύση τους. Γιατί αν είναι κακοί από τη φύση τους, ούτε προέρχονται από το αγαθό ούτε ανήκουν στα όντα ούτε έχουν εκπέσει από το αγαθό, μια και είναι πάντοτε και από τη φύση τους κακοί. Επιπλέον, είναι κακοί για τους εαυτούς τους ή για άλλους; Αν ισχύει η πρώτη περίπτωση, τότε καταστρέφουν τον εαυτό τους. Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, πώς καταστρέφουν ή τι καταστρέφουν; Ουσία δύναμη ή ενέργεια; Αν καταστρέφουν την ουσία, κατά πρώτον δεν μπορούν να το κάνουν αντίθετα στη φύση τους, γιατί δεν μπορούν να φθείρουν αυτά που είναι άφθαρτα από τη φύση τους, παρά μόνο αυτά που επιδέχονται φθαρτά. Κατά δεύτερον, αυτή η φθορά δεν είναι κακό σε κάθε περίπτωση και κάτω από όλες τις συνθήκες. Ούτε βέβαια μπορεί να καταστραφεί κάποιο ον αναφορικά με την ουσία και τη φύση του, αλλά με την έλλειψη της φυσικής τάξης ο λόγος της αρμονίας και της συμμετρίας αδυνατεί να παραμείνει στην ίδια κατάσταση. Η αδυναμία αυτή δεν είναι πλήρης. Γιατί αν ήταν πλήρης, θα κατάστρεφε και τη φθορά και το υποκείμενο της φθοράς και έτσι μια τέτοια φθορά θα ήταν και φθορά τους εαυτού της. Επομένως, μια τέτοια αδυναμία δεν είναι κακό, αλλά ελλιπές αγαθό, γιατί το ολωσδιόλου άμοιρο του αγαθού δεν μπορεί να υπάρχει ούτε ανάμεσα στα όντα, Και σχετικά με τη φθορά της δύναμης και της ενέργειας ισχύουν τα ίδια πράγματα.



Ακολούθως, πώς γίνεται οι δαίμονες, αφού προήλθαν από τον Θεό, να είναι κακοί; Γιατί το αγαθό παράγει και δίνει υπόσταση μόνο σε αγαθά. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να απαντήσει ότι λέγονται κακοί, αλλά όχι για την ουσία της ύπαρξής τους (γιατί προέρχονται από το αγαθό και τους έχει δοθεί αγαθή ουσία), αλλά σχετικά μʹ αυτό που δεν είναι, επειδή δεν είχαν το σθένος, όπως λένε οι Γραφές, ʺνα διατηρήσουν το αξίωμά τουςʺ. Γιατί, πες μου, σε τι λέμε ότι έγιναν κακοί οι δαίμονες, αν όχι στη διακοπή της    επιθυμίας    και    της    πραγματοποίησης    των    θείων    αγαθών;


Εξάλλου αν είναι από την φύση τους κακοί οι δαίμονες, θα πρέπει να είναι πάντοτε κακοί· κι όμως το κακό είναι ασταθές. Επομένως, εάν παραμένουν πάντοτε στήν ίδια κατάσταση δεν είναι κακοί· γιατί το να παραμένει  πάντοτε  αμετάβλητο  είναι  ίδιον  του  αγαθού.  Αν  όμως  δεν είναι  πάντοτε  κακοί,  δεν  είναι  από  την  φύση  τους  κακοί,  αλλά  από
έλλειψη των αγγελικών αγαθών. Και δεν είναι εντελώς άμοιροι του αγαθού, καθότι έχουν λάβει ύπαρξη και ζουν και σκέφτονται και γενικά υπάρχει σʹ αυτούς κάποια κίνηση επιθυμίας. Κακοί ονομάζονται εξαιτίας της αδυναμίας τους να ενεργούν σύμφωνα με τη φύση τους. Το κακό είναι λοιπόν σʹ αυτούς μια παρεκτροπή, μια παρέκκλιση απʹαυτά που ανήκουν στη φύση τους, αποτυχία, ατέλεια, αδυναμία, καθώς επίσης εξασθένιση, απομάκρυνση καί έκπτωση της δύναμης που διασώζει σʹαυτούς την τελειότητα.


Εξάλλου, τι είναι το κακό στους δαίμονες; Παράλογος θυμός, ανόητη επιθυμία, αχαλίνωτη φαντασία. Αλλά αυτά, αν και υπάρχουν στους δαίμονες, δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις ή για όλα τα όντα κακάούτε είναι αυτά καθʹ εαυτά κακά. Γιατί υπάρχουν και άλλοι ζωντανοί οργανισμοί, στους οποίους δεν είναι η πρόσκτηση αυτών των ιδιοτήτων αλλά η έλλειψή τους που αποτελεί για το ζώο φθορά και κακό· η πρόσκτησή τους σώζει και οδηγεί στην ύπαρξη τη φύση του ζώου που τις έχει. Άρα, δεν είναι κακό το φύλο των δαιμόνων σʹότι είναι σύμφωνα με τη φύση του, αλλά σʹότι δεν είναι. Και δεν αλλοιώθηκε το συνολικό αγαθό που τους δόθηκε, αλλά αυτοί εξέπεσαν από το συνολικό αγαθό που τους δόθηκε. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι αλλοιώθηκαν ποτέ οι αγγελικές δωρεές που έλαβαν αυτοί, αλλά υπάρχουν και μάλιστα είναι ακέραιες και ολόλαμπρες, κι ας μην τις βλέπουν οι ίδιοι, επειδή σφράγισαν την ικανότητά τους να βλέπουν το αγαθό. Επομένως, ως προς την ουσία τους, και από το αγαθό προέρχονται και αγαθοί είναι και για το ωραίο  και αγαθό δείχνουν έφεση, καθώς επιθυμούν την ύπαρξη, τη ζωή, τη νόηση των όντων· ονομάζονται κακοί με τη στέρηση, αποφυγή και έκπτωση από τα αγαθά που ανήκουν στη φύση τους. Είναι κακοί αναφορικά μʹ αυτό που   δεν   είναι.   Επιθυμούν   το   κακό,   γιατί   επιθυμούν   το   μη   ον.


24. Αλλά ίσως κάποιος μιλήσει για κακές ψυχές. Αν εννοεί ότι είναι κακές, επειδή έρχονται σε επαφή με κακούς, όταν προνοούν για τη σωτηρία τους, αυτό δεν είναι κακό αλλά αγαθό και προέρχεται από το αγαθό που οδηγεί και το κακό στο αγαθό. Κι αν λέμε ότι οι ψυχές γίνονται κακές, δεν γίνονται κακές  για τίποτε άλλο, παρά για την έλλειψη αγαθών έξεων και ενεργειών, καθώς επίσης και για την αποτυχία τους ‐εξαιτίας της δικής τους αδυναμίας ‐να πετύχουν το αγαθό και για την έκπτωσή τους από το αγαθό. Γιατί και για τον αέρα που μας περιβάλλει λέμε ότι σκοτεινιάζει εξαιτίας της έλλειψης και απουσίας του φωτός, ενώ το ίδιο το φως είναι πάντοτε φως,  αυτό που φωτίζει και στο σκοτάδι. Επομένως, ούτε στους δαίμονες ούτε σε μας δεν υπάρχει το κακό, ως ουσία του κακού, αλλά ως έλλειψη  και  στέρηση  της  τελειότητας  των  αγαθών  της  φύσης  μας.
25.  Αλλά ούτε στα άλογα ζώα δεν υπάρχει το κακό. Γιατί αν αφαιρέσεις το θυμό, την επιθυμία και τα άλλα, όσα λέγεται ότι είναι κακά, αλλά δεν είναι απολύτως κακά, αναφορικά με τη δική τους φύση, τότε το λιοντάρι, για πάραδειγμα, αν χάσει τη δύναμή του και την υπερηφάνειά του δεν θα είναι λιοντάρι· κι αν το σκυλί γίνει φιλικό προς όλους, δεν θα είναι σκυλί, αν  βέβαια  χαρακτηριστικό  του  σκύλου  είναι  η  ιδιότητα  του  φύλακα, καθώς και το να δέχεται τον δικό του και να διώχνει τον ξένο. Ώστε, το να μην  αλλοιώνεται  η φύση δεν  είναι  κακό· αλλοίωση  της φύσης είναι  η αδυναμία και η έλλειψη των φυσικών έξεων και ενεργειών και δυνάμεων. Κι αν όλα όσα γεννιούνται αποκτούν την τελειότητα με τον χρόνο, ούτε το ατελές  δεν είναι εντελώς αντίθετο γενικά με τη φύση.


26. Αλλά ούτε στη φύση συνολικά δεν υπάρχει το κακό. Γιατί αν όλοι οι φυσικοί λόγοι προέρχονται από το καθολικό σύστημα της φύσης, τίποτα δεν είναι αντίθετο σʹ αυτή. Στα επιμέρους όμως, το ένα είναι σύμφωνο με τη φύση και το άλλο δεν είναι είναι σύμφωνο με τη σφύση. Γιατί σε κάθε περίπτωση είναι και διαφορετικό αυτό που είναι αντίθετο στη φύση· στη μια περίπτωση είναι κατά φύση και στην άλλη παρά φύση. Κακία της φύσης είναι το παρά φύση, η στέρηση δηλαδή των στοιχείων της φύσης. Επομένως  δεν  υπάρχει  κακή  φύση,  αλλά  το  κακό  στη  φύση  είναι  το εξής:  το να αδυνατούν τα φυσικά στοιχεία να εκτελούν όσα συμφωνούν με τη φύση τους.


27. Αλλά το κακό δεν υπάρχει ούτε μέσα στα σώματα. Γιατί η ασχήμια και η αρώστια είναι έλλειψη μορφής καί στέρηση τάξης του σώματος. Αυτό όμως δεν είναι ολότελα κακό, αλλά μικρότερο καλό. Γιατί αν συνέβαινε ολική απώλεια της ομορφιάς, της μορφής και τής τάξης, τότε θα χανόταν και τό ίδιο το σώμα. Ότι μάλιστα το σώμα δεν είναι αίτιο ούτε κακίας στη ψυχή γίνεται φανερό από το ότι είναι δυνατόν και χωρίς το σώμα  να υποβόσκει η κακία, όπως γίνεται στους δαίμονες. Γιατί αυτό είναι το κακό και για τους νόες και τις ψυχές και τα σώματα, η αδυναμία δηλαδή της κατοχής των οικείων για το καθένα αγαθών και η έκπτωση από αυτά.



28. Αλλά ούτε βέβαια το περιβόητο, που λένε, ότι ʺστην ύλη βρίσκετια το κακό, καθότι είναι ύληʺ ισχύει. Γιατί και η ίδια η ύλη έχει συμμετοχή στην ευταξία, την ομορφιά και την μορφή. Αν η ύλη βρισκόταν έξω από όλα αυτά και ήταν καθʹ εαυτήν χωρίς ποιόν και χωρίς μορφή, πώς θα δημιουργούσε οτιδήποτε, τη στιγμή που η ίδια καθʹ εαυτήν δεν θα είχε ούτε την δυνατότητα να πάσχει;


Άλλωστε πώς μπορεί η ύλη να είναι κακό; Αν δεν υπάρχει πουθενά και με κανένα τρόπο, δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Αν όμως έχει με κάποιο
τρόπο ύπαρξη, δεδομένου ότι όλα τα όντα προέρχονται από το αγαθό, τότε και η ύλη πρέπει να προέρχεται από το αγαθό, οπότε ή το αγαθό δημιουργεί  το  κακό  ή  το  κακό,  ως  προερχόμενο  από  το  αγαθό,  είναι αγαθό· ή το κακό είναι δημιουργικός παράγοντας αγαθού ή το αγαθό, ως προερχόμενο από το κακό, είναι κακό· ή πάλι θα υπάρχουν δύο αρχές, και αυτές εξαρτημένες από μια άλλη κορυφή.


Αν η ύλη είναι, όπως λένε, αναγκαία για τη συμπλήρωση του σύμπαντος κόσμου, πώς μπορεί η ύλη να είναι κακό; Γιατί άλλο είναι το κακό και άλλο το αναγκαίο. Πώς λοιπόν ο αγαθός από το κακό οδηγεί μερικά πράγματα προς τη γένεσή τους; Ή πώς είναι κακό  αυτό που έχει ανάγκη του αγαθού; Γιατί αποφεύγει τη φύση του αγαθού το κακό. Πώς μπορεί να γεννά και να τρέφει τη φύση η ύλη, αν είναι κακή; Γιατί το κακό, ως κακό, δεν μπορεί να γεννήσει τίποτα ή να θρέψει  ή γενικά να δημιουργήσει ή να σώσει;


Αν τώρα υποστήριζε κάποιος ότι η ύλη δεν δημιουργεί κακία στις ψυχες, αλλά τις έλκει προς το κακό, πώς μπορεί αυτό να είναι αληθινό; Γιατί πολλές ψυχές αποβλέπουν στο αγαθό. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, αν η ύλη οπωσδήποτε τις τραβούσε αυτές στο κακό; Επομένως, το κακό στις ψυχές δεν προέρχεται από την ύλη, αλλά από την άτακτη και πλημμελή κίνηση. Αν βέβαια ισχυριστούν και αυτό, ότι η κίνηση αυτή ακολουθεί οπωσδήποτε την ύλη, και η άστατη ύλη είναι αναγκαία για όσους δεν μπορούν να εδραιωθούν από μόνοι τους, τότε πώς μπορεί το κακό να αναγκαίο ή το αναγκαίο κακό;


29. Αλλά ούτε αυτό που λέμε συνήθως ισχύει, ότι η στέρηση μάχεται το αγαθό με δύναμη δική της. Γιατί η ολική στέρηση είναι εντελώς αδύναμη, ενώ η μερική στέρηση οφείλει τη δύναμή της όχι στο ότι είναι στέρηση, αλλά στο ότι δεν είναι ολική στέρηση. Όταν δηλαδή έχουμε μερική στέρηση του αγαθού, δεν έχουμε ακόμη κακό· όταν πάλι συμβεί ολική στέρηση του αγαθού, τότε χάνεται και η φύση του κακού.


30. Θα  συνοψίσω  λέγοντας  ότι  το  αγαθό  προέρχεται  από  τη  μια  και καθολική  αιτία,  ενώ  το  κακό  από  πολλές  και  μερικές  ελλείψεις  του αγαθού. Ο Θεός γνωρίζει το κακό σʹότι είναι αγαθό και γιʹ αυτόν οι αιτίες των κακών είναι δυνάμεις αγαθοεργές. Γιατί αν το κακό είναι αΐδιο και δημιουργεί και έχει δύναμη και υπάρχει και δρα, από που λαμβάνει όλες αυτές τις ικανότητες; Από το αγαθό ή μήπως το αγαθό από το κακό ή πάλι και τα δύο από άλλη αιτία; Κάθε τι που είναι σύμφωνο με τη φύση γεννάται  από  ορισμένη  αιτία.  Αν  λοιπόν  το  κακό  είναι  αναίτιο  και αόριστο, δεν είναι κατά φύση, γιατί το παρά φύση δεν βρίσκεται μέσα στη φύση, οπως η αιτία της ατεχνίας δεν βρίσκεται στην τέχνη; Μήπως τότε
αιτία των κακών είναι η ψυχή, όπως το πυρ είναι αιτία του ʺθερμαίνεινʺ, και όλα όσα πλησιάζει τα γεμίζει κακία; Ή μήπως είναι αγαθή η φύση της ψυχής  και  μόνο  με  τις  ενέργειές  της  πότε  εμφανίζεται έτσι  και  πότε αλλιώς; Αν βέβαια η ύπαρξη της ψυχής είναι από τη φύση της κακή, τότε από που προέρχεται η ύπαρξή της; Μήπως από την αγαθή αιτία που δημιούργησε όλα τα όντα; Αλλά, αν προέρχεται απʹ αυτή πώς μπορεί να έχει ουσία κακή; Για΄τι όλα όσα προέρχεονται από αυτή είναι αγαθά. Αν τώρα είναι κακή ως προς τις ενέργειες, ούτε αυτό δεν είναι αμετάβλητο. Αν όχι, από που προέρχονται οι αρετές της, αν αυτή δεν έχει γίνει αγαθόμορφη;   Απομένει   λοιπόν   το   συμπέρασμα   ότι   το   κακό   είναι αδυναμία και έλλειψη του αγαθού.


31.  Το αίτιο των αγαθών είναι ένα. Αν το κακό είναι αντίθετο στο αγαθό, τα αίτια του κακού είναι πολλά. Δεν είναι βέβαια δημιουργικές αιτίες των κακών κάποιες αρχές και δυνάμεις, αλλά η αδυναμία και η ασθένεια και η ασύμμετρη ανάμειξη των ανόμοιων πραγμάτων. Τα κακά δεν είναι ακίνητα και πάντοτε αμετάβλητα, αλλά άπειρα και αόριστα και μεταφέρονται σε άλλα που είναι κι αυτά άπειρα. Των πάντων, άρα και των κακών, αρχή και τέλος δεν μπορεί παρά να είναι το αγαθό· γιατί εξαιτίας του αγαθού υπάρχουν τα πάντα και τα αγαθά και τα αντίθετά τους. Γιατί και αυτά τα κάνουμε από πόθο του αγαθού· κανένας βέβαια δεν κάνει ό,τι κάνει αποσκοπώντας στο κακό. Γιʹ αυτό το κακό δεν έχει υπόσταση  παρά  μόνο  μια  εκφυλισμένη ύπαρξη,  αφού αποκτά  ύπαρξη εξαιτίας του αγαθού και όχι από τον εαυτό του.


32. Την ύπαρξη του κακού πρέπει να την εκλάβουμε κατά ʺσυμβεβηκόςʺ και από άλλη αιτία και όχι από δική του αρχή. Ώστε αυτό που γίνεται φαίνεται βέβαια ότι είναι ορθό, επειδή γίνεται εξαιτίας του αγαθού, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι ορθό, γιατί θεωρούμε αγαθό το μη αγαθό. Έχει αποδειχθεί ότι άλλο είναι το απιθυμητό κι άλλο αυτό που γίνεται. Το κακό λοιπόν είναι παρέκκλιση από την πορεία, από τον σκοπό, από την φύση, από την αιτία , από την αρχή, από το τέλος, από το όριο, από τη βούληση και από την υπόσταση. Επομένως το κακό είναι στέρηση και έλλειψη και ασθένεια και ασυμμετρία και αμαρτία, απουσία σκοπού και ομορφιάς, έλλειψη ζωής, νου και λογικής· είναι ατελές, αθεμελίωτο, αναίτιο, αόριστο, άγονο, ανενεργό, και αδρανές, χωρίς τάξη, ανόμοιο, άπειρο, σκοτεινό και χωρίς ουσία· καθεαυτό είναι ολωσδιόλου και παντοιοτρόπως χωρίς ύπαρξη.


Πώς όμως το κακό αποκτά γενικά κάποια δύναμη με την ανάμειξή του με το αγαθό; Γιατί αυτό που είναι εντελώς άμοιρο του αγαθού δεν έχει ούτε κάποιο είδος ύπαρξης ούτε δύναμη. Κι όμως, αν το αγαθό είναι ον, με βούληση,  δύναμη  και  ενεργητικότητα,  πώς  έχει   κάποια  δύναμη  το
αντίθετο του αγαθού, που είναι στερημένο από ουσία, βούληση, δύναμη και ενέργεια; Δεν είναι όλα στα πάντα και σε κάθε περίπτωση τα ίδια και κάτω από τις ίδιες συνθήκες κακά. Για τον δαίμονα κακό είναι η παρέκκλιση από τον αγαθόμορφο νου· για την ψυχή η παρέκκλιση από την λογική· για το σώμα η παρέκκλιση από τη φύση.


33. Πώς μπορούν γενικά να υπάρχουν τα κακά τη στιγμή που υπάρχει πρόνοια; Το κακό, ως κακό, ούτε ύπαρξη έχει ούτε βρίσκεται μέσα στα όντα. Και κανένα από τα όντα δεν βρίσκεται εκτος προνοίας, γιατί το κακό δεν έχει ούτε καν ύπαρξη, αν είναι ανεξάρτητο από το αγαθό. Κι αν κανένα από τα οντα δεν είναι αμέτοχο του αγαθού και κακό είναι η έλλειψη του αγαθού, ενώ κανένα από τα όντα δεν στερείται εντελώς το αγαθό, τότε σε όλα τα όντα υπάρχει η θεία πρόνοιακαι κανένα από τά όντα δεν είναι εκτός πρόνοιας. Αλλά και αυτούς που γίνονται κακοί η πρόνοια  τους  χρησιμοποιεί  κατά  τρόπο  αγαθοπρεπή  για  ωφέλεια των ιδίων ή άλλων, ατομική ή κοινή, και προνοεί για το καθένα από τα όντα κατά τρόπο που του ταιριάζει.


Γιʹ αυτό και δεν θα αποδεχθούμε τον πρόχειρο λόγο των πολλών, οι οποίοι λένε ότι πρέπει η πρόνοια να μας οδηγεί στην αρετή και χωρίς τη θέλησή μας· το να αλλοιώνει τη φύση δεν είναι χαρακτηριστικό της πρόνοιας. Επομένως, ως πρόνοια που διασώζει τη φύση κάθε όντος, προνοεί για τα αυτεξούσια ως αυτεξούσια και για τα συνολικά και τα καθʹ έκαστον κατά τρόπο που είναι οικείος στο καθολικό και ατομικό, στο βαθμό που η φύση των αντικειμένων της πρόνοιας επιδέχεται τις προνοητικές ευεργεσίες της καθολικής  και  παντοειδούς  πρόνοιας,  που  παρέχονται  ανάλογα  με  το κάθε ον.


34. Επομένως, το κακό δεν είναι ον ούτε ανήκει στα όντα. Πουθενά δεν υπάρχει το κακό ως κακό. Και το κακό συμβαίνει όχι κατά δύναμη, αλλά από αδυναμία. Και η ουσία της ύπαρξης των δαιμόνων προέρχεται από το αγαθό και είναι αγαθή. Το κακό σʹ αυτούς προέρχεται από την έκπτωση των αγαθών της φύσης τους και αλλοίωση είναι η αδυναμία τους να παραμένουν σταθεροί στην κατοχή της αγγελικής τελειότητας που τους ταιριάζει. Επιθυμούν το αγαθό, στο βαθμό που επιθυμούν την ύπαρξη, τη ζωή και τη νόηση. Στο βαθμό όμως που δεν επιθυμούν το αγαθό, επιθυμούν το μη ον. Και δεν είναι αυτό έφεση, αλλά αστοχία της πραγματικής εφέσεως.


35. Οι   Γραφές   ονομάζουν   ʺεν   γνώσει   αμαρτάνονταςʺ   αυτούς   που παρουσιάζονται αδύναμοι σχετικά με την αληθινή γνώση ή την πραγματοποίηση του αγαθού και αυτούς που γνωρίζουν το θέλημα του Θεού και δεν το εκτελούν· επίσης αυτούς που έχουν ακούσει μεν, αλλά
είναι αδύναμοι στην πίστη ή την πραγματοποίηση του αγαθού. Μερικοί μάλιστα δεν έχουν τη βούληση να κατανοήσουν την ενέργεια της διάπραξης του αγαθού, εξαιτίας της παρεκτροπής ή της αδυναμίας της βούλησής τους. Και γενικά το κακό, όπως έχουμε πει πολλές φορές, είναι ασθένεια και αδυναμία και έλλειψη ή της γνώσης ή της αληθινής γνώσης ή της πίστης ή της έφεσης ή της διάπραξης του αγαθού.



Και όμως θα μπορούσε να πει κάποιος: η ασθένεια δεν είναι κάτι που πρέπει να τιμωρείται, αλλά αντίθετα κάτι που πρέπει να συγχωρείται. Ο λόγος αυτός θα ήταν σωστός αν δεν υπήρχε  στον άνθρωπο το ʺδύνασθαιʺ. Αν όμως το ʺδύνασθαιʺ προέρχεται από το αγαθό, που δίνει, σύμφωνα με τις Γραφές, σε όλους ανεξαιρέτως τα χαρακτηριστικά τους, τότε σίγουρα δεν   είναι   επαινετή   η   αδυναμία   και   παρεκτροπή   και   αποφυγή   και απόπτωση από την εκ του αγαθού προερχομένη απόκτηση των αγαθών της φύσης μας. Αλλά όλα αυτά έχουν λεχθεί από μας, στο ʺΠερί δικαίου και θείου δικαιωτηρίουʺ. Σʹ αυτήν την ιερή πραγματεία η αλήθεια των Γραφών απέκρουσε τα σοφιστικά λόγια που αποδίδουν στον Θεό αδικία και ψεύδος.


Τώρα όμως έχουμε, όσο μας ήταν δυνατό, υμνήσει επαρκώς το αγαθό ως πραγματικά θαυμαστό, ως αρχή και τέλος των πάντων, ως τη δύναμη που περιβάλλει όλα τα όντα, ως αυτό που δίνει μορφή στα μη όντα, ως αιτία όλων των αγαθών, ως την αιτία που δεν δημιουργεί κακά, ως πλήρως τέλεια πρόνοια και αγαθότητα, που υπερέχει από τα όντα και τα μη όντα και που μετατρέπει το κακό και την στέρηση του εαυτού της σε αγαθό, ως αυτό που είναι σε όλα επιθυμητό και εραστό και αγαπητό, καθώς και όσα άλλα απέδειξε προηγουμένως, όπως νομίζω, ο αληθινός λόγος.




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |