ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ποιος ο σκοπός της πραγματείας και ποια η παράδοσις περί των θείων ονομάτων

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Ποιος ο σκοπός της πραγματείας και ποια η παράδοσις περί των θείων ονομάτων



Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγείτης
Περί Θείων Ονομάτων
Κεφάλαιο 1.
Ποιος ο σκοπός της πραγματείας και ποια 
η παράδοσις περί των θείων ονομάτων


1. Τώρα λοιπόν, ω μάκαριε, μετά τις Θεολογικές Υποτυπώσεις θα μεταβώ κατά το εφικτό στην ανάπτυξη του θέματος Περί των θείων ονομάτων. Θα είναι δε κι εδώ ωσάν κανών της διαπραγματεύσεως η εντολή των Λογίων(1) νʹ αποδείξουμε την αλήθεια των περί Θεού λόγων ʺόχι με πειστικά επιχειρήματα, αλλά με την επιβεβαίωση της πνευματοκίνητης δυνάμεως των θεολόγωνʺ(2).Με αυτήν την δύναμη συναπτόμαστε προς τις άρρητες και άγνωστες αλήθειες αρρήτως και αγνώστως, σε μια ένωση που είναι ανώτερη από τη λογική και νοερή μας δύναμη και ενέργεια.
Επομένως είναι ανεπίτρεπτη η τόλμη να ειπούμε ή να σκεφθούμε περί της υπερούσιας και κρυφής θεότητας κάτι πέρα από εκείνα που μας έχουν αποκαλύψει θειωδώς τα ιερά Λόγια. Διότι την υπερούσια επιστήμη αυτής της υπερουσιότητος που ξεπερνά λόγο και νου και ουσία πρέπει να την αναθέσωμε στην ίδια την αγνωσία, κυττάζοντας προς τα υψηλά τόσο, όσο παραχωρεί τον εαυτό της η ακτίνα των θεαρχικών Λογίων, αποφεύγοντας να επεκταθούμε προς ανώτερες αυγές από σωφροσύνη και ευλάβεια απέναντι στα θεία.




 Αν πράγματι πρέπει να πεισθούμε σε όσα λέγει η πάνσοφη και αληθέστατη θεολογία, τα θεία φανερώνονται και εποπτεύονται από κάθε ανάλογα με την ικανότητά του, καθʹ όσον η θεαρχική αγαθότης με σωτηριώδη δικαιοσύνη αποχωρίζει θεοπρεπώς την αμετρία της, ως αχώρητη, από τα μετρούμενα πράγματα(3). Όπως δηλαδή είναι ακατάληπτα και αθεώρητα τα νοητά από τα αισθητά, τα απλά και ατύπωτα από τα εντεταγμένα στην πλάση και στον τύπο, και τα ευρισκόμενα  σε  άψαυστη  και  ασχημάτιστη  αμορφία  από  τα διαμορφωμένα σχήματα σωμάτων, κατά τον ίδιο λόγο η υπερούσια αοριστία υπέρκειται των ουσιών και η υπέρ νουν ενότης υπέρκειται των νόων. κατά τον ίδιο επίσης λόγο σε όλες τις διάνοιες είναι ακατανόητο το επάνω από τη διάνοια Ένα, και άρρητο με οποιοδήποτε λόγο το επάνω από λόγο αγαθό. είναι ενοποιός ενάς κάθε ενάδος και υπερούσια ουσία, νους ανόητος και λόγος άρρητος, αλογία και ανοησία και ανωνυμία, που δεν παρουσιάζεται με κανένα από τα όντα. και είναι μεν αυτό το Ένα αίτιο της υπάρξεως σε όλα, αλλά αυτό το ίδιο είναι μη ον, διότι είναι επέκεινα από κάθε ουσία, όπως το ίδιο θα αποφαινόταν περί εαυτού με εγκυρότητα και επίγνωση(4).
2. Γιʹ αυτήν λοιπόν την υπερούσια και κρυφία θεότητα, όπως έχει λεχθεί, είναι παράτολμο να ειπούμε ή να σκεφθούμε τίποτε διαφορετικό από όσα μας έχουν θειωδώς αποκαλύψει τα ιερά Λόγια. Διότι, όπως η ίδια η θεότης εδίδαξε αγαθοπρεπώς περί εαυτής στα Λόγια(5), η επιστήμη και θεωρία της,  ό,τι  κι  αν  είναι,  είναι  άβατη  για  όλα  τα  όντα,  διότι  ξεπερνά υπερουσίως τις δυνατότητες όλων. Και θα ευρείς πολλούς θεολόγους να την   έχουν   εξυμνήσει   όχι   μόνο   ως   αόρατη   και   ασύλληπτη,   αλλά συγχρόνως  και  ως  ανεξερεύνητη  και  ανεξιχνίαστη(6),  ώστε  να  μην υπάρχει κανένα ίχνος ανθρώπων που έχουν περάσει προς την κρυφή απειρία της. Εν τούτοις το αγαθό δεν είναι εντελώς ακοινώνητο σε όλα τα όντα, αλλά, αφού εδραίωσε μονίμως επάνω του την υπερούσια ακτίνα, φανερώνεται αγαθοπρεπώς με τις ανάλογες προς κάθε ον ελλάμψεις και ανυψώνει προς την εφικτή θεωρία και κοινωνία και ομοίωσή του τους ιερούς νόες, που τον πλησιάζουν ιεροπρεπώς όσο είναι θεμιτό. Ανυψώνει τους νόες που δεν κινούνται αυθαδώς προς πράγματα υπέρτερα από την εναρμονίως παραχωρουμένη θεοφάνεια, που είναι ανέφικτα, ούτε γλυστρούν προς τον κατήφορο από την προς το κακό κλίση, αλλά τείνουν τα βλέμματα σταθερώς και ακλινώς προς την ακτίνα που λάμπει επάνω τους και από τον σύμμετρο έρωτα προς τις θεμιτές σʹ αυτούς ελλάμψεις αναπτερώνονται με ευλάβεια  σωφρόνως και οσίως.
3. Ακολουθώντας αυτό το θεαρχικό ισοζύγιο(7), που κυβερνά επίσης και
όλες  τις  άγιες  διακοσμήσεις  των  υπερουρανίων  τάξεων,  τιμούμε  την επάνω  από  νου  και  ουσία  κρυφιότητα  της  θεαρχίας  με  απεριέργη ευλάβεια του νου και τα άρρητα με σώφρωνα σιγή. από το άλλο μέρος ανυψώνομε τα μάτια προς τις αυγές που μας ελλάμπουν μέσα από τα ιερά Λόγια και φωταγωγούμαστε από αυτές προς τους θεαρχικούς ύμνους, φωτιζόμενοι από αυτές υπερκοσμίως και αποτυπούμενοι προς τις ιερές υμνολογίες, με τρόπο ώστε να βλέπομε τα συμμέτρως δωριζόμενασʹ εμάς από αυτές θεαρχικά φώτα και να υμνούμε την αγαθοδότιδα αρχή κάθε ιερής φωτοφανείας, όπως αυτή η ίδια εδίδαξε για τον εαυτό της στα ιερά Λόγια(8). Επί παραδείγματι, πρέπει να την υμνούμε ότι είναι των όλων αιτία και αρχή, ουσία και ζωή, και αυτών μεν που ξεπέφτουν από αυτήν ανάκλησις και ανάστασις, αυτών δε που εγλύστρησαν προς την παραφθορά του θεοειδούς χαρακτήρος ανακαινισμός και αναμόρφωσις. εκείνων που κλονίζονται από ανίερη ταραχή ιερά εδραίωσις κι εκείνων που είναι σταθεροί ασφάλεια, εκείνων που ανυψώνονται προς αυτήν ανυψωτική χειραγώγησις κι εκείνων που φωτίζονται έλλαμψις, των τελειουμένων τελεταρχία και των θεουμένων θεαρχία, των απλουμένων απλότης και των ενιζομένων ενότης. κάθε αρχής υπερουσίας υπεράρχια αρχή  και  του  κρυφίου κατά  το  θεμιτό μεταδότης,  και  γενικά  ζωή  των ζώντων και ουσία των όντων, όλης της ζωής και της ουσίας αρχή και αιτία, εξ αιτίας της αγαθότητός της που παράγει και συνέχει τα όντα, ώστε να υπάρχουν.
4. Αυτά έχομε μυηθεί από τα θεία Λόγια. Και θα ελέγαμε ότι μπορείς να ευρείς όλη την ιερή υμνολογία(9) των θεολόγων να διαμορφώνει τις θεονυμίες διακυρηκτικώς και υμνητικώς σύμφωνα με τις αγαθουργές προόδους της θεαρχίας(10). Γιʹ αυτό σε όλη σχεδόν τη θεολογική γραμματεία βλέπομε τη θεαρχία να υμνείται ιερώς. ως μονάς και ενάς για τον απλό και ενιαίο χαρακτήρα της υπερφυούς αμεριστίας, της οποίας η ενοποιός δύναμις ενίζει(11) κι εμάς και, καθώς οι μεριστές ετερότητές μας συμπτύσοονται υπερκοσμίως, μας συνάγει σε θεοειδή μονάδα και θεομίμητη   ένωση.   ως   Τριάς   για   την   τρισυπόστατη   έκφανση   της υπερούσιας γονιμότητος, από την οποία ονομάζεται κάθε πατριά στον ουρανό και επί της γης(Εφ. 3, 15). ως αιτία των όντων, επειδή όλα έχουν παραχθεί σε ύπαρξη από την ουσιοποιό  αγαθότητά της. ως σοφή και καλή, διότι όλα τα όντα, εφʹ όσον διασώζουν αδιάφθορα όλα τα γνωρίσματα της φύσεώς των, είναι γεμάτα από όλη την ένθεη αρμονία, και την ιερή ευπρέπεια. ως εξαιρετικά φιλάνθρωπη, διότι δια της μιας από τις υποστάσεις της εκοινώνησε αληθινά και ολικά με την ανθρώπινή μας φύση, ανακαλώντας την προς εαυτήν και ανεβάζοντάς την ψηλά από την ανθρώπινη μικρότητα, από την οποία συνετέθη ο απλός Ιησούς με τρόπο άρρητο, επήρε χρονική διάσταση ο αΐδιος και εισήλθε μέσα στην φύση μας αυτός που είναι έξω από όλη την κάθε φυσική τάξη υπερουσίως, ενώ διατηρεί αμετάβλητη και ασύγχητη τη σύσταση των στοιχείων του(12).
Και όσα άλλα επίσης θεουργικά φώτα, σύμφωνα με τα Λόγια, μας εδώρισε αποκαλυπτικώς η κρυφία παράδοσις των ενθέων οδηγητών μας, αυτά τα έχομε μυηθεί κι εμείς. τώρα μεν τα έχομε μυηθεί, αναλόγως προς τις ικανότητές μας, δια των ιερών παραπετασμάτων που η θεία φιλανθρωπία μάς προσφέρει με τους λόγους και τις ιερές παραδόσεις, καλύπτοντας τα νοητά με αισθητά και τα υπερούσια με τα όντα, επενδύοντας τα αμόρφωτα και ατύπωτα με μορφές και τύπους, πληθύνοντας  και  παριστάνοντας  την  υπερφυή και  ασχημάτιστη απλότητα με την ποικιλία των μεριστών συμβόλων. τότε δε όταν γόνομε άφθαρτοι και  αθάνατοι  και  φθάσομε στη  χριστοειδή  και  μακαριοτάτη κληρονομία, ʺθα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριοʺ(Α΄ Θεσ. 4, 17), σύμφωνα με το λόγιο. μέσα στις πάναγνες θεωρίες θα είμαστε γεμάτοι από την ορατή θεοφάνειά του, που μας περιαυγάζει με λαμπερές μαρμαρυγές, όπως τους μαθητάς σε εκείνη τη θειοτάτη μεταμόρφωση(Ματθ. 17, 1‐8), και θα μετέχωμε της νοητής φωτοδοσίας του με απαθή και άϋλο νου και της υπεράνω του νου ενώσεως με τις άγνωστες,  μακάριες  και  υπέρλαμπρες  ακτινοβολίες,  μιμούμενοι  θείως τους ουρανίους νόες. διότι, όπως λέγει η αλήθεια των Λογίων, ʺθα είμαστε ισάγγελοι και υιοί του Θεού, αφού θα είμαστε υιοί της αναπαύσεωςʺ(Λουκ.
20, 36).
Τώρα  όμως,  όσο  μάς  είναι  εφικτό,  χρησιμοποιούμε  για  τις  θείες αλήθειες  οικεία μας σύμβολα, κι αυτά πάλι μας ανατείνουν προς την
απλή κι ενωμένη αλήθεια των νοητών θεαμάτων, ανάλογα με την ικανότητά μας. κι αφού κατά τις δυνάμεις μας νοήσωμε τις θεοειδείς πραγματικότητες, καταπαύοντας τις νοερές μας ενέργειες, εγγίζομε κατά το θεμιτό την υπερούσια ακτίνα, στην οποία προϋφίστανται υπεραρρήτως όλα τα πέρατα όλων των γνώσεων, την οποία δεν είναι δυνατό ούτε να εννοήσομε ούτε να εκφράσωμε ούτε γενικά κάπως να θεωρήσωμε, διότι είναι εξαιρημένη από όλα τα πράγματα και υπεράγνωστη, διότι έχει από πριν συμπεριλάβει μέσα της υπερουσίως όλα μαζί τα όρια όλων των γνώσεων και δυνάμεων που αναφέρονται στις ουσίες και διότι είναι εδραιωμένη επάνω και από τους  υπερουρανίους νόες με ασύλληπτη δύναμη. Πράγματι, αν όλες οι γνώσεις ανήκουν στα όντα και τελειώνουν στα όντα, η ακτίνα που είναι επέκεινα κάθε ουσίας, είναι επίσης εξαιρημένη και από κάθε γνώση.
5. Εξ άλλου, αν η υπερούσια θεότης είναι ανώτερη από κάθε λόγο και γνώση, και είναι εδραιωμένη  υπεράνω νου και ουσίας, αν είναι περιληπτική και συνοπτική, συλληπτική και προληπτική των πάντων, ακατάληπτη  δε κατά τον ίδιο τρόπο από όλα γενικώς, και δεν υπάρχει γιʹ αυτήν λόγος  ούτε επαφή ούτε επιστήμη, πώς θα διαπραγματευτούμε το θέμα περί των θείων ονομάτων, αφού η υπερούσια θεότης αποδεικνύεται άκλητη                                                και                                                υπερώνυμη; Αλλά όπως είπαμε όταν συντάσσαμε τις Θεολογικές Υποτυπώσεις, δεν είναι δυνατό ούτε να εκφράσωμε ούτε να εννοήσωμε κατά την ουσία του το ένα, το άγνωστο, το αυτάγαθο, την τριαδική ενάδα, την ομόθεη και ομοάγαθη. αλλά και οι αγγελοπρεπείς ενώσεις(13) των αγίων δυνάμεων, είτε ακτινοβολίες είτε δώρο της υπεράγνωστης και υπερφώτεινης αγαθότητος ονομασθούν, είναι άρρητες και άγνωστες, και ενυπάρχουν μόνο σʹ αυτούς τους αγγέλους που έγιναν άξιοί τους επάνω από αγγελική γνώση.
Με αυτές τις ενώσεις ενούμενοι αγγελομιμήτως οι θεοειδείς νόες, όσο είναι εφικτό (επειδή τέτοιου είδους ένωσις των θεουμένων νόων προς το υπέρθεο φως γίνεται κατά την κατάπαυση κάθε νοεράς ενέργειας), αφού αναιρέσουν όλα τα όντα, υμνούν αυτό το φως καταλληλότατα, διότι φωτίζονται αληθώς και υπερφυώς από τη μακάρια προς αυτό ένωση και διδάσκονται τούτο, ότι αυτό μεν είναι αίτιο όλων των όντων, το ίδιο όμως δεν είναι ον, αφού υπερβαίνει όλα τα όντα υπερουσίως.
Την θεαρχική λοιπόν υπερουσιότητα, ό,τι κι αν είναι η υπερύπαρξις της υπεραγαθότητος,  δεν  είναι  θεμιτό  να  την  υμνήσει  κανείς  από  τους εραστάς της αλήθειας  που ευρίσκεται επάνω από κάθε αλήθεια ούτε ως λόγο ή δύναμη, ούτε ως νουν ή ζωή ή ουσία. αλλά πρέπει να την υμνούμε ως  υπεροχικώς  στερημένη  κάθε  έξεως,  κινήσεως,  ζωής,  φαντασίας, γνώμης, ονόματος, λόγου, διάνοιας, νοήσεως, ουσίας, στάσεως, εδραιώσεως, ενώσεως, πέρατος, απειρίας, όλων δηλαδή όσα είναι όντα(14). Επειδή δε ως υπόστασις της αγαθότητος με μόνη την ύπαρξή της είναι
όλων των όντων αιτία, πρέπει η αγαθαρχική πρόνοια της θεαρχίας να υμνείται για όλα τα αιτιατά. διότι και γύρω της  και εξ αιτίας της είναι τα πάντα, αυτή είναι πριν από όλα και όλα υφίστανται μέσα σʹ αυτήν, η παραγωγή και υπόστασις των όλων οφείλεται στο ότι υπάρχει αυτή, και αυτήν ποθούν τα πάντα, τα μεν νοερά και λογικά γνωστικώς, τα δε κατώτερα αυτών αισθητικώς, και τα άλλα με μια ζωτική κίνηση ή με μια επιτηδειότητα εγγενή ή επίκτητη.
6. Γνωρίζοντας λοιπόν τούτο οι θεολόγοι(15), την υμνούν αφʹ ενός μεν ως ανώνυμη, αφʹ ετέρου δε με κάθε όνομα. Ως ανώνυμη την υμνούν, όπως όταν λέγουν ότι η ίδια η θεαρχία σε μια από τις μυστικές οράσεις της συμβολικής θεοφάνειας επέπληξε τον ερωτήσαντα, ʺποιο είναι το όνομά σου;ʺ (16), και σαν να τον απομάκρυνε από κάθε θεωνυμική γνώση, είπε,
ʺγιατί ερωτάς για το όνομά μου; Κι αυτό ακόμη είναι θαυμαστόʺ(Κριτ.
13,18. Γεν. 32, 29). Ή μήπως αλήθεια δεν είναι τούτο το θαυμαστό όνομα, το επάνω από κάθε όνομα, το ανώνυμο, το ʺεδραιωμένο επάνω από κάθε όνομα που εκφέρεται είτε στον παρόντα  είτε στον μέλλοντα αιώνα;ʺ(Εφ.
1, 21). Έπειτα ως πολυώνυμη την υμνούν, όπως όταν την εισάγουν πάλι να λέγει, ʺεγώ είμαι ο Ωνʺ, η ζωή, το φως, ο Θεός, η αλήθεια, και όπως όταν οι ίδιοι οι θεόσοφοι υμνούν τοναίτιο των πάντων πολυωνύμως με βάση όλα τα αιτιατά, ως αγαθό, ως καλό, ως σοφό, ως αγαπητό, ως Θεό των θεών, ως Κύριο των κυρίων, ως άγιο των αγίων, ως αιώνιο, ως όντα και ως αίτιο των αιώνων. ως χορηγόν ζωής, ως σοφία, ως νου, ως Λόγο, ως γνώστη, ως υπερέχοντα όλους τους θησαυρούς όλης της γνώσεως, ως δύναμη, ως δυνάστη, ως Βασιλέα των βασιλευόντων, ως παλαιό των ημερών, ως αγέραστο και αναλλοίωτο, ως σωτηρία, ως δικαιοσύνη, ως αγιασμό,  ως  απολύτρωση,  ως υπερέχοντα  όλων σε  μέγεθος,  αλλά  και ωσάν σε λεπτή αύρα. Λέγουν επίσης ότι αυτός είναι και μέσα στους νόες, στις ψυχές και στα σώματα, στον ουρανό και στη γη, και μαζί ο ίδιος είναι κατά το ίδιο, εγκόσμιος, περικόσμιος, υπερκόσμιος, υπερουράνιος, υπερούσιος,   ήλιος,   αστέρας,   πυρ,   ύδωρ,   πνεύμα,   δρόσος,   νεφέλη, αυτόλιθος και πέτρα, όλα τα όντα και κανένα από τα όντα(17).
7. Έτσι λοιπόν στην αιτία των πάντων, που ευρίσκεται επάνω από τα πάντα, ταιριάζουν μαζί και η ανωνυμία και όλα τα ονόματα των όντων, για να είναι ακριβώς βασιλεία των όλων και γύρω της να είναι τα πάντα, εξαρτημένα από αυτήν ως αιτία, ως αρχή, ως πέρας, και κατά το λόγιο αυτή ʺνα είναι τα πάντα μέσα στα πάνταʺ(Α΄ Κορ. 15, 28) και να υμνείται αληθινά ως υποστάτης των πάντων, αρχική και τελειωτική και συνεκτική φρουτά και εστία, και ως επιστρεπτική προς τον εαυτό της , και μάλιστα ηνωμένως, ασυγκρατήτως, υπερβατικώς. Διότι δεν είναι μόνο αιτία συνοχής ή ζωής ή τελειώσεως, ώστε μόνο από τη μια ή την άλλη πρόνοια να πάρει το όνομα η υπερώνυμη αγαθότης, αλλʹ έχει από πριν περιλάβει όλα  τα  όντα  απλώς  και  απεριορίστως  μέσα  της  με  τις  παντέλειες
αγαθότητες   της   μιας   αυτής   και   παναίτιας   προνοίας,   και   υμνείται εναρμονίως και ονομάζεται με βάση όλα τα όντα.
8. Εξ άλλου οι θεολόγοι δεν παραδέχονται μόνο αυτές τις θεωνυμίες, που προέρχονται από τις γενικές ή μερικές πρόνοιες, ή από τα προνοούμενα(18), αλλά μερικές φορές ονομάζουν την υπέρφωτη και υπερώνυμη αγαθότητα με βάση θεία φάσματα, που κατέλαμψαν τους μύστες ή τους προφήτες μέσα στους ιερούς ναούς ή κάπου αλλού(19), κατά πολλές και διάφορες αιτίες και δυνάμεις της. την περιβάλλουν με μορφές και τύπους ανθρωπινούς ή πυροειδείς ή ηλεκτροειδείς, και της αποδίδουν οφθαλμούς και αυτιά, μαλλιά και πρόσωπα, χέρια και πλάτες, πτερά και βραχίονες, οπίσθια και πόδια. της κατασκευάζουν στεφάνια και θώκους, ποτήρια και οινοδοχεία και μερικά άλλα σύμβολα(20), περί των οποίων   θα   πραγματευθούμε   κατά   δύναμη   στηΣυμβολική  Θεολογία.
Τώρα όμως, συλλέγοντας από τα Λόγια όσα ανήκουν στο παρόν θέμα, χρησιμοποιώντας σαν κανόνα τα λεγόμενα σʹ αυτά και στοχεύοντας προς αυτά, ας προχωρήσωμε στην ανάπτυξη των νοητών θεωνυμιών και, όπως μας διδάσκει πάντοτε σε όλη την θεολογία ο ιεραρχικός νόμος, ας εποπτεύσωμε κατά κυριολεξία τις θεοειδείς θεωρίες με θεοπτική διάνοια κι ας προσφέρωμε αγνά τʹ αυτιά μας στις εξηγήσεις των ιερών θεωνυμιών, τοποθετώντας τα άγια στους αγίους χώρους κατά τη θεία παράδοση  και προφυλάσσοντάς τα από τα γέλια και τους εμπαιγμούς των αμυήτων, μάλλονδε απαλλάσσοντας αυτούς τους ίδιους, αν υπάρχουν καθόλου τέτοιοι άνθρωποι, από αυτή τη θεομαχία.
Εσύ λοιπόν, ω καλέ Τιμόθεε, έχεις χρέος να φυλάξεις αυτές τις εντολές σύμφωνα με την ιερωτάτη διδαχή(Α΄ Τιμ. 6, 20). ούτε να εκφράζεις ούτε να παρουσιάζεις τα θεία στους αμυήτους. Σʹ εμένα δε, είθε να δώσει ο Θεός να υμνήσω θεοπρεπώς τις αγαθουργικές θεωνυμίες της άκλητης και ακατανόμαστης θεότητος και να μη αφαιρέσει το λόγο της αλήθειας από το    στόμα    μου.


1. Σε όλες τις πραγματείες η θεία Γραφή ονομάζεται Λόγια.
2. Α΄ Κορ. 2,4 με κάποια διασκευή.
3. Το μέρος του Θεού που δεν μετρείται και δεν νοείται ξεχωρίζεται
από τα νοούμενα και μετρούμενα.
4. Βλ. π.χ. Έξ. 6,3 ʺκαι το όνομά μου ουκ είπον αυτοίςʺ.
5. Βλ. π.χ. Ματθ. 11,11. ʺουδείς οίδε τον Πατέρα ει μη ο Υιόςʺ. Βλ. και Ιω.
1,18, Α΄ Κορ.
2,11.
6. Βλ.   π.χ.   Ρωμ.   11,33,   ʺως   ανεξερεύνητα   τα   κρίματα   αυτού   και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτούʺ.
7. Εννοείται   ανάμεσα   στην   κρυφιότητα   της   θεότητος   και   στη φανέρωσή του.
8. Οι επόμενοι χαρακτηρισμοί, ότι ο Θεός είναι αιτία και αρχή, ουσία και   ζωή   των   όντων,   ανακαινισμός   και   αναμόρφωσις,   και   τα παρόμοια, αποτελούν σύνοψη της διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης.
9. Σταθερώς ο Διονύσιος την περιγραφή των θείων χαρακτηρίζει ως
υμνολογία, υμνείν κλπ.
10. Πρόοδοι είναι οι έξοδοι της θεότητος, οι ενέργεις όπως θα έλεγαν αργότερα οι Ησυχαστές.
11. ʺΕνιζόμεθαʺ σημαίνει ότι παίρνουμε τον χαρακτήρα του Ενός, του
Θεού.
12. Βλ. τον όρο της Συνόδου Χαλκηδόνος. ʺεις και ο αυτός Χριστός και
εν δύο φύσεσιν ασυγχήτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασινʺ.
13. Είναι οι αγγελικές ενέργειες που τείνουν προς το ένα.
14. Δεν πρέπει δηλαδή να αποδίδομε θετικές ιδιότητες στη θεαρχία, αλλά αρνητικές. Να μην λέγομε τι έχει η θεαρχία, αλλά τι δεν έχει. Τούτο όμως και αρχήν. διότι, όπως εξηγείται παρακάτω, υπό προϋποθέσεις  επιτρέπεται  και  η  καταφατική εξύμνησις. 15. Είναι  οι συγγραφείς των βιβλικών κειμένων.
16. Ήταν ο Ιακώβ, Γεν. 32, 29.
17. Όλα αυτά τα ονόματα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη.
18. ʺΠρόνοιεςʺ είναι οι ευεργετικές θείες ενέργειες. ʺπρονοούμεναʺ είναι τα όντα που τις δέχονται.
19. Είναι   αναφορά  στις   οράσεις   των   προφητών  Ησαΐα,   Ιερεμία,
Ιεζεκιήλ, Δανιήλ κ.α.
20. Αυτά βρίσκονται στην Γραφή, και κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη.




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |